ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Ποινική Έφεση Αρ.: 64/2022)
26 Ιανουαρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσείων
v.
ΡΟΤΗ ΚΥΛΙΛΗ
Εφεσιβλήτου
(Ποινική Έφεση Αρ.: 65/2022)
ΝΤΕΡΕΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ
Εφεσείων
v.
ΡΟΤΗ ΚΥΛΙΛΗ
Εφεσιβλήτου
-----------------------------------
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά
Α. Μερακλής για Ανδρέας Μερακλής Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με τις ως άνω εφέσεις του, ο Εφεσείων προσβάλλει με έξι πανομοιότυπους λόγους στην κάθε μια την απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερ. 15.3.22, με την οποία τον έκρινε ένοχο σε 15 κατηγορίες για ισάριθμα αδικήματα καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή βάσει του Άρθρου 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Ν.60(1)/08, τα οποία αφορούσαν δόσεις πληρωτέες κατά το διάστημα από 1.3.18 έως 1.5.19, δυνάμει παλαιότερου διατάγματος μηνιαίων δόσεων ημερ 24.10.16 στην αγωγή υπ΄ αρ. 887/08 του Ε.Δ. Λευκωσίας (εφεξής «η αγωγή»).
Ας σημειωθεί ότι την αγωγή είχε καταχωρίσει κατά το 2008 ο Εφεσείων μέσω δικηγόρων εναντίον δύο νομικών προσώπων και του Εφεσίβλητου («Εναγόμενοι 1, 2, 3»). Στις 2.5.14 οι συνήγοροι του Εφεσείοντος ζήτησαν άδεια και απέσυραν ανεπιφύλακτα την αγωγή του εναντίον των Εναγομένων 1 και 3, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντος (Ενάγοντος) και υπέρ των Εναγομένων 1 και 3 (Εφεσίβλητου) το ποσό των €4.000 συν Φ.Π.Α. συν νόμιμο τόκο 5,5% από 2.5.14 μέχρι εξόφλησης και με αναστολή εκτέλεσης μέχρι τις 31.12.14, εξαιρουμένου του δικαιώματος των ως άνω Εναγομένων να καταχωρίσουν memo επί της περιουσίας του Εφεσείοντος. Μετά την πάροδο άπρακτης της περιόδου αναστολής και την επιστροφή ανεκτέλεστου του εκδοθέντος εντάλματος κατάσχεσης κινητών (writ of morables), ο Εφεσίβλητος καταχώρισε στις 18.1.16 την αίτηση οικονομικής εξέτασης, βάσει της οποίας εν τέλει εκδόθηκε το προαναφερθέν διάταγμα καταβολής μηνιαίων δόσεων στις 24.10.16. Ο Εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει τις επίδικες δόσεις οι οποίες ήταν πληρωτέες κατά την περίοδο από 1.3.18 μέχρι την 1.5.19.
Τα πιο πάνω ήταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και του Εφεσίβλητου, οι οποίοι ήταν και οι μοναδικοί μάρτυρες. Στη βάση αυτών κατέληξε ότι είχαν στοιχειοθετηθεί όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ότι ο Εφεσείων δεν είχε προβάλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στον Νόμο υπερασπίσεις, οπότε τον έκρινε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες.
Δεν θα μας απασχολήσει η πρώτη χρονολογικά έφεση (υπ΄ αρ. 64/22) καθότι είναι προφανές ότι καταχωρίστηκε ως πολιτική έφεση επί εντύπου της παλαιάς Δ.35 κ.3, εξ ου και ο Εφεσείων προχώρησε μετά από δύο μέρες στην καταχώριση της πανομοιότυπης έφεσης υπ΄ αρ. 65/22 αλλά επί του ορθού ποινικού εντύπου. Εννοείται πως η πρώτη έφεση υπόκειται σε απόρριψη και ότι οι υπόλοιπες κατωτέρω αναφορές μας αφορούν την παραμένουσα έφεση υπ΄ αρ. 65/22.
Με τους έξι λόγους έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο (ποινικό) Δικαστήριο:
(i) Δεν έλαβε υπόψιν ότι ο ίδιος δεν έδωσε άδεια στους δικηγόρους του να αποσύρουν την αγωγή του.
(ii) Δεν έλαβε υπόψιν ότι το διάταγμα ημερ. 2.5.14 στην αγωγή επέτρεπε στο δικηγόρο των εκεί Εναγομένων να πλουτίζει αδίκως στα έξοδα των €4.000 παίρνοντας τόκο.
(iii) Δεν έλαβε υπόψιν ότι ο Εναγόμενος 3 (Εφεσίβλητος) είχε καταχωρίσει την 1.8.14 memo επί της περιουσίας του (Εφεσείοντος).
(iv) Δεν έλαβε υπόψιν ότι δεν είχε εξουσία να εκδικάσει την αίτηση έρευνας.
(v) Δεν έλαβε υπόψιν ότι οι Εναγόμενοι 1 και 3 στις 23.10.15 είχαν καταχωρίσει ένταλμα κινητών.
(vi) Για λόγους δικούς του θέλησε να απορρίψει την αίτηση του Εφεσείοντος.
Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις τόσο γραπτές όσο και προφορικές. Ιδίως εξετάσαμε τα όσα προβάλλει ο Εφεσείων στο αρχικό διάγραμμα του, καθώς και στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση του. Πρέπει ευθύς εξαρχής να αναφέρουμε ότι ο Εφεσείων είχε εγείρει ακριβώς παρόμοια ζητήματα με παλαιότερη έφεση του η οποία έχει εκδικαστεί και απορριφθεί. Πρόκειται για την υπόθεση Ντάγκλας v. Κυλίλη, Ποιν. Έφ. 76/19, ημερ. 22.4.20, από την οποία παραθέτουμε τα ακόλουθα:
«Εναντίον της απόφασης προβάλλεται μόνο ένας λόγος έφεσης ο οποίος διατυπώνει απλώς το εσφαλμένο της πρωτόδικης κρίσης περί ενοχής του εφεσείοντα. Από την αιτιολογία του λόγου ωστόσο προκύπτει πως το παράπονο του εφεσείοντα ανάγεται κυρίως στις διαδικασίες που προηγήθηκαν της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικά προσβάλλει με διάφορους λόγους την εγκυρότητα της διαδικασίας που οδήγησε στην απόσυρση της ως άνω αγωγής που ο ίδιος είχε εγείρει και την επιδίκαση εναντίον του εξόδων αλλά και την προηγηθείσα δικαστική διαδικασία σε σχέση με την έκδοση εναντίον του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, θέματα που είχε προβάλει με παρόμοιο τρόπο και πρωτοδίκως.
Όμως, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η στοιχειοθέτηση της υπόθεσης συνετελέσθηκε αφ΄ης στιγμής ο εφεσίβλητος απέδειξε πως στις 2.5.2014 επιδικάσθηκαν τα ως άνω έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και συνεπώς απεδόθη στον τελευταίο η ιδιότητα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους εντός της εννοίας του αρθ.2 του ως άνω Νόμου και του αρθ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Περαιτέρω, αποδείχτηκε η έκδοση του διατάγματος για μηνιαίες δόσεις και η μη πληρωμή των πιο πάνω δόσεων.
Ο εφεσείων, όπως ήδη υποδείξαμε, δεν προέβαλε κάποια από τις ως άνω υπερασπίσεις που νομοθετικά προβάλλονται αλλά και νομολογιακά αναλύθηκαν (βλ. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Παρδαλή, Ποιν. έφ.153/15, 28.11.2017, Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, Ποιν. εφ.160/14, ημερ. 20.12.2016, Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Ποιν. έφεση 25/12, 20.2.2014).
Η «ένσταση» του - αν μπορεί να χαρακτηρισθεί έτσι - αφορούσε τις προηγηθείσες διαδικασίες και το λανθασμένο και άδικο, όπως ισχυρίζεται, ως προς αυτόν αποτέλεσμα. Το ίδιο πράττει ο εφεσείων και δια της εφέσεως. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει. Δεν υπάρχει δυνατότητα ούτε στην πρωτόδικη ποινική υπόθεση για καταδολίευση ούτε βεβαίως στη παρούσα έφεση, να ζητείται ουσιαστικά παραμερισμός απόφασης ή αλλαγή ή τροποποίηση των προηγηθεισών διαδικασιών.
Κάτι τέτοιο ευθέως θα έπληττε την αρχή της τελεσιδικίας και της ασφάλειας δικαίου. Ο,τιδήποτε άλλο λεχθεί για την αιτιολογία των λόγων (α-λ) θα ήταν αντίθετο με αυτό το θεμελιακό αξίωμα».
Η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε τέσσερις άλλες δόσεις (1.1.17 έως 1.4.17) προς εξόφληση του ίδιου ποσού εξόδων στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής και στη βάση του ίδιου διατάγματος μηνιαίων δόσεων. Εναντίον αυτής της απόφασης ο Εφεσείων προσέφυγε και στο ΕΔΑΔ με την προσφυγή του υπ΄ αρ. 33278/20 η οποία απερρίφθη στις 24.9.20 λόγω μη εξαντλήσεως των εθνικών ενδίκων μέσων οπότε μετά, στα πλαίσια της αγωγής, καταχώρισε και αίτηση παραμερισμού τόσο της αρχικής απόφασης όσο και του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, η οποία έφεση απερρίφθη στις 22.5.21 και εναντίον της καταχώρισε την υπ΄ αρ. Ε99/21 η οποία απερρίφθη στις 17.11.23. Το Εφετείο μάλιστα σημείωσε πως η αίτηση ήταν απορριπτέα και λόγω κατάχρησης της διαδικασίας δεδομένου ότι είχε υποβληθεί προηγούμενη αίτηση η οποία (μεταξύ άλλων) περιείχε το ίδιο αίτημα και η οποία είχε απορριφθεί στις 12.3.19. Αναπόφευκτο ήταν πως δημιουργήθηκαν έξοδα από όλες αυτές τις διαδικασίες τα οποία σήμερα υπερβαίνουν το αρχικό ποσό των €4.000 για έξοδα στα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων.
Αισθανόμαστε την ανάγκη να εκφράσουμε την απαρέσκεια μας για το ότι ο Εφεσείων χωρίς οποιοδήποτε στοιχείο ή βάσιμο λόγο αποδίδει: (i) Στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε παραγνωρίσει την υπεράσπιση του και τούτο «λόγω κάποιων συμφερόντων ή σκοπιμοτήτων» και ότι τον «εξαπατά», (ii) Στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι δεν θέλησε να δει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τον «έκλεβε» και (iii) Στο ΕΔΑΔ ότι με το «πρόσχημα» ότι δεν εξάντλησε όλα τα ένδικα μέσα απέρριψε την προσφυγή του.
Όλες αυτές οι αιτιάσεις και θέσεις του Εφεσείοντος για κλοπή και εξαπάτηση του ξεκινούν από την ερμηνεία που δίδει στο ότι στην αρχική απόφαση ημερ. 2.5.14 είχε επιδικαστεί τόκος 5,5% και δόθηκε αναστολή εκτέλεσης. Παρόμοιο παράπονο διατυπώνει και για το μεταγενέστερο διάταγμα μηνιαίων δόσεων ημερ 24.10.16, επειδή φέρει τόκο 4% επί των εξόδων. Είναι προφανές πως ο Εφεσείων καλόπιστα ή άλλως, είτε αγνοεί είτε δεν θέλει να αντιληφθεί ότι πρόκειται για τόκο ο οποίος προνοείται από τον Νόμο και συγκεκριμένα από το Άρθρο 33(2) του περί Δικαστηρίων Ν.14/60 («νόμιμος τόκος») και ο οποίος επιβάλλεται αυτομάτως επί ποσών που επιδικάζονται δικαστικώς (εκτός αν υπάρξει αντίθετη ρύθμιση κατά την έκδοση της απόφασης). Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Παύλου ν. Αδελφοί Λανίτη Δημόσια Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 532, είναι φανερό ότι η συμπερίληψη τόκου σε συνταχθείσα απόφαση είναι φυσιολογική απόρροια της εφαρμογής των προνοιών του Άρθρου 33(2) του Ν.14/60.
Βέβαια το κυριότερο είναι πως στις 2.5.14 ο Εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρους στην αγωγή, οι οποίοι τον δεσμεύουν με τις δηλώσεις τους και για οποιαδήποτε διαφωνία του ως προς τον χειρισμό που έγινε θα πρέπει να δει το θέμα τυχόν ευθύνης των δικηγόρων του στην περίπτωση που ενήργησαν χωρίς τις οδηγίες του ή σε αντίθεση με αυτές. Εάν τίθεται θέμα δόλου υπάρχουν επίσης ενέργειες τις οποίες θα έπρεπε να είχε εξετάσει. Για όσο όμως ισχύει η απόφαση ημερ. 2.5.14 από νομικής πλευράς θα ισχύουν ως ορθά και τα όσα ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση Ντάγκλας v. Κυλίλη με τα οποία συμφωνούμε πλήρως και τα επαναλαμβάνουμε (βλ. και Ντάγκλας v. Ropaco Shoes Trading Ltd κ.α. v. Κυλίλη, Πολ. Έφ. Ε99/21, ημερ. 17.11.23).
Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση υπ΄ αρ. 64/22 απορρίπτεται ως ανυπόστατη. Ασκώντας την ευχέρεια μας διατάσσουμε όπως σε αυτήν κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
Η έφεση υπ΄ αρ. 65/22 απορρίπτεται ως αβάσιμη για τους λόγους που εξηγήσαμε, με έξοδα €1.000 συν Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του Εφεσίβλητου και εις βάρος του Εφεσείοντος.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.