ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 41/2019)

 31 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                          ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

                                                                                                              Εφεσείων,

v.

 

                                     ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ ΜΙΛΛΕΡ

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

Α. Χρίστου (κα), για ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.

Κ. Μελάς, για ΜΑΡΚΙΔΗ, ΜΑΡΚΙΔΗ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα της υπό εξέταση έφεσης δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

 

Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 25.11.2006, προκηρύχθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου (εφεξής ο «εφεσείων») η πλήρωση μιας θέσης Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή για το Τμήμα Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών στην ειδικότητα «Γαλλική Φιλολογία και Γαλλικός Πολιτισμός του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης ή του 17ου-19ουΑιώνα» (εφεξής «η επίδικη θέση»).

 

Η εφεσίβλητη, με σχετική επιστολή της ημερομηνίας 19.2.2006, στην οποία επισύναψε και τα διάφορα ακαδημαϊκά της προσόντα, υπόβαλε, όπως και άλλοι, αίτηση για την επίδικη θέση. Ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων που υποβλήθηκαν και, τελικώς, σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 25.9.2006, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του εφεσείοντα (εφεξής η «Επιτροπή») αποφάσισε, επικυρώνοντας την προηγηθείσα θέση της Συγκλήτου του εφεσείοντα (εφεξής «η Σύγκλητος»), όπως μην πληρώσει την επίδικη θέση.

 

Η εφεσίβλητη, με την Προσφυγή αρ. 200/2007, πρόσβαλε δικαστικώς την πιο πάνω απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 10.7.2008 στην εν λόγω προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του εφεσείοντα για ΅η πλήρωση της επίδικης θέσης και μη εκλογή της εφεσίβλητης σ' αυτή. Εναντίον της εν λόγω δικαστικής απόφασης ασκήθηκε, αρχικά, έφεση από τον εφεσείοντα, η οποία όμως, μεταγενέστερα, αποσύρθηκε.

 

Η επανεξέταση που ακολούθησε, ξεκίνησε από το στάδιο του Εκλεκτορικού Σώματος της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του εφεσείοντα (εφεξής «το Εκλεκτορικό Σώμα» και «η Σχολή», αντίστοιχα) και δη, από το στάδιο, από το οποίο αναπέμφθηκε το θέμα από τη Σύγκλητο στο Εκλεκτορικό Σώμα. Κατά την συνεδρίαση ημερομηνίας 12.10.2011 το Εκλεκτορικό Σώμα της Σχολής αποφάσισε, με 4 ψήφους υπέρ, 3 εναντίον και 4 αποχές, όπως εισηγηθεί τη μη εκλογή της εφεσίβλητης και τη μη πλήρωση της επίδικης θέσης, καθότι δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος. Εν συνεχεία, η Σύγκλητος, σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 7.12.2011, με 19 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο εναντίον και 1 αποχή, αποφάσισε όπως επικυρώσει την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη εκλογή της εφεσίβλητης στη βαθμίδα Λέκτορα στην επίδικη θέση. Στις 20.12.2011, η Επιτροπή επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για ΅η εκλογή της εφεσίβλητης στην επίδικη θέση.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε εναντίον της εν λόγω απόφασης την Προσφυγή αρ. 647/2012, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 11.2.2015, εξέδωσε ακυρωτική απόφαση.

 

Στα πλαίσια νέας επανεξέτασης του θέματος και, συγκεκριμένα, στη συνεδρίαση του Εκλεκτορικού Σώματος ημερομηνίας 8.12.2015 αποφασίστηκε, με 4 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 7 αποχές, η μη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Εν συνεχεία, η Σύγκλητος, σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 20.1.2016, αποφάσισε όπως επικυρώσει την άνω απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος. Τέλος, σε συνεδρίαση της ημερομηνίας 22.4.2016, η Επιτροπή αποφάσισε την επικύρωση της άνω απόφασης της Συγκλήτου.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η Προσφυγή Αρ. 809/2016, η ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 18.1.2019 της οποίας προσβάλλεται με την υπό κρίση έφεση.

 

Στην εν λόγω απόφαση του στην Προσφυγή Αρ. 809/2016 το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού, πρώτα, κατέγραψε εκτενές απόσπασμα από την προηγηθείσα απόφαση στην  Προσφυγή αρ. 647/2012 (βλ. ανωτέρω),  στο οποίο έγιναν και εκτενείς παραπομπές  αποσπάσματος από την απόφαση στην Προσφυγή αρ. 200/2007 και, ακολούθως, απέρριψε κάποιους εκ των λόγων ακυρώσεως, κατέληξε, τελικά, ως εξής (οι τονισμοί είναι του κειμένου της εν λόγω απόφασης):

 

«Έχω εξετάσει προσεκτικά την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, υπό το πρίσμα του οικείου διοικητικού φακέλου, των παραρτημάτων της ένστασης των καθ' ων η αίτηση και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του και της εγγενούς σπουδαιότητας που ενέχει, η εξέταση του ισχυρισμού περί παραβίασης του δεδικασμένου, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, τίθεται στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας.

 

Επ' αυτού, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 647/2012, στην οποία εκτίθεται και απόσπασμα από την πρώτη ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ. 200/2007:................

.......Με τη δεύτερη ακυρωτική απόφασή του λοιπόν, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δεδικασμένου στην προσφυγή αρ. 200/2007, τόσο ως προς το εύρημα του ακυρωτικού Δικαστή στην εν λόγω υπόθεση περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, όσο και ως προς το εύρημα περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας.......

......Εντούτοις, ως προς την αιτιολόγηση της κρίσης ενός εκ των δυο μελών που ψήφισαν εναντίον της εκλογής της αιτήτριας, διαπιστώνονται τα εξής, τα οποία θέτουν και πάλι ζήτημα ως προς την επάρκεια της υπό του Εκλεκτορικού Σώματος αιτιολόγησης της απόφασής του και τα οποία δεν μπορούν να αποκλείσουν και το ενδεχόμενο πλάνης, εύρημα στο οποίο είχε καταλήξει και το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρώτη ακυρωτική απόφασή του: συγκεκριμένα, η Αναπλ. Καθηγήτρια [.] Chehab, στοιχειοθετώντας την αρνητική της ψήφο, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι τα υπό της αιτήτριας υποβληθέντα δείγματα της εργασίας της, ως και το ίδιο το βιογραφικό της, «δεν αφήνουν να στοιχειοθετηθούν οι "επαρκείς ενδείξεις για ακαδημαϊκή διδασκαλία και έρευνα", όπως ορίζει το δεύτερο σκέλος του εδαφίου του Νόμου του Πανεπιστημίου Κύπρου». Ακολούθως, η κα Chehab παραθέτει εκτενώς το συλλογισμό της και τις απόψεις της προς τεκμηρίωση της θέσης περί μη στοιχειοθέτησης των «επαρκών ενδείξεων». Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο Νόμος και δη το άρθρο 23(1) του Νόμου, όσον αφορά στη θέση Λέκτορα, δεν απαιτεί επαρκείς ενδείξεις, ως εσφαλμένα θεώρησε το προαναφερθέν μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος, αλλά απλώς ενδείξεις για την ικανότητα ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας. ’μεσα συναφής επ' αυτού είναι και η παρατήρηση του ακυρωτικού Δικαστή στην προσφυγή αρ. 200/2007, όπου επίσης διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλάνης, ότι «η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με αποδείξεις» (sic) και, βεβαίως, ούτε με επαρκείς ενδείξεις, αφού ούτε κάτι τέτοιο προβλέπεται στο Νόμο.

 

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, διαπιστώνεται εκ νέου σφάλμα αιτιολόγησης, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο πλάνης  που εμφιλοχώρησε στη σειρά των συλλογισμών ή στον «ειρμό των σκέψεων» (βλ. Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 713 και Αττάς ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. Αρ. 474/05 κ.α., ημερ. 3.6.2008) του συγκεκριμένου μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος, κατά το χρόνο υποβολής της αιτιολόγησης της θέσης της ως προς τη μη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Και πάλι δε, ως η διαπίστωση και στην ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ. 647/2012, το συγκεκριμένο σφάλμα και/ή ελάττωμα στην αιτιολόγηση της απόφασης αναπόφευκτα παρείσφρησε στην απόφαση της Συγκλήτου, καθιστώντας αυτήν τρωτή.

 

Επιπρόσθετα, ζήτημα φαίνεται να προκύπτει και σε σχέση με την υπό της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών επικύρωση της τελικής απόφασης της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας, που λήφθηκε στη συνεδρία της Συγκλήτου ημερομηνίας 20.1.2016. Όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνεδρίας της εν λόγω Επιτροπής, ημερομηνίας 22.4.2016 (παράρτημα Ν στην ένσταση), η Επιτροπή απλά επικύρωσε την προαναφερθείσα απόφαση της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση και/ή περαιτέρω αιτιολογία, ως απαιτούνταν, σύμφωνα και με τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφασή του επί της προσφυγής αρ. 200/2007. Παραθέτω συναφώς το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω ακυρωτική απόφαση, όπου λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα (η έμφαση προστέθηκε):

 

«Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία. Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.».

 

Το πιο πάνω ζήτημα δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 647/2012, εφόσον, ως προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση, προηγήθηκαν διαπιστώσεις παραβίασης δεδικασμένου για άλλους λόγους, αρκετές για να οδηγήσουν στην ακύρωση της πράξης. Εντούτοις, το εύρημα του ακυρωτικού Δικαστή στην 200/2007, το οποίο βεβαίως και δεν αμφισβητήθηκε[2] ήταν σαφές, μη επιδεχόμενο πολλαπλής ερμηνείας: «η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία. Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.». Από απλή αντιπαραβολή του πρακτικού συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών ημερομηνίας 25.9.2006 και 5.10.2006 (παράρτημα Ζ στην ένσταση), όταν και επικυρώθηκε για πρώτη φορά η απόφαση της Συγκλήτου, με το πρακτικό της 22.4.2016 (παράρτημα Ν στην ένσταση), όταν και επικυρώθηκε η απόφαση της Συγκλήτου για μη εκλογή της αιτήτριας, ημερομηνίας 20.2.2016, διαπιστώνεται αβίαστα ότι πρόκειται ουσιαστικά για το ίδιο λεκτικό, χωρίς και πάλι να γίνεται οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση και χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία, παρά μόνον να επικυρώνεται η τελική απόφαση της Συγκλήτου.

 

Όπως λέχθηκε και στην δεύτερη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, «η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισ΅ών είναι Επιτροπή η οποία καταρτίστηκε δυνά΅ει του άρθρου 6Α του Περί Πανεπιστη΅ίου Κύπρου Νό΅ου του 1989 (Ν. 144/89, ως έχει τροποποιηθεί), σύ΅φωνα ΅ε το οποίο το Συ΅βούλιο του Πανεπιστημίου δύναται να καταρτίζει Επιτροπές από μέλη του στις οποίες ΅πορεί να ΅εταβιβάζει οποιεσδήποτε αρ΅οδιότητές του. Υπάρχει προς τούτο απόφαση του Συ΅βουλίου, η΅ερο΅ηνίας 19.7.2004 αλλά και 8.7.2008, ΅ε την οποία εγκρίθηκε η συγκρότηση της Επιτροπής στην οποία και ΅εταβιβάστηκε η αρ΅οδιότητα, ΅εταξύ άλλων, για έγκριση αποφάσεων που σχετίζονται ΅ε την εκλογή ακαδη΅αϊκού προσωπικού». Συνεπώς, είναι πρόδηλο πως ο ρόλος της εν λόγω Επιτροπής δεν ήταν τυπικός και/ή διακοσμητικός, αλλά ουσιαστικός, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση, εύλογα τίθεται το ερώτημα ποιος ο λόγος να αποφασιστεί από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου η συγκρότηση μιας τέτοιας Επιτροπής, στην οποία το ίδιο το Συμβούλιο μεταβίβασε αρμοδιότητές του δυνάμει του Νόμου, προκειμένου η συγκεκριμένη Επιτροπή να συμμετάσχει στη διαδικασία λήψης απόφασης αναφορικά με την εκλογή του ακαδημαϊκού προσωπικού. Αντίθετα, έχω την άποψη ότι σκοπός της συγκρότησης της εν λόγω Επιτροπής ήταν η ενεργής συμμετοχή της στα υπό αναφορά θέματα εκλογής του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου. Προς αυτή την κατεύθυνση βεβαίως συνηγορεί και η απόφαση του ακυρωτικού Δικαστή στην 200/2007, όπου ρητά επισημαίνει ότι η υπό της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία, δεν καλύπτεται από το άρθρο 6(1)(γ)(1) του Νόμου, εφόσον η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του συγκεκριμένου άρθρου δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή. Επιπρόσθετα, ενισχυτικό αυτής της άποψης είναι και το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου, από τον οποίο προκύπτει ο ουσιαστικός ρόλος της Επιτροπής. Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 29.11.2006 (Ερ. 12 στο διοικητικό φάκελο), στην οποία παραπέμπει η πλευρά της αιτήτριας για να καταδείξει ότι η ίδια η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών, εξετάζοντας την περίπτωση της αιτήτριας, διαπίστωσε «παλινωδίες» στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και ανεπαρκή αιτιολόγηση αυτών, είναι ελλιπές, εφόσον μετά τη σελίδα 3, όπου, στο σημείο 3.2, καταγράφεται η συνεδρία 55, αναφορικά με την υπό κρίση περίπτωση, ακολουθεί η σελίδα 11, μένοντας ωσαύτως ημιτελές το πρακτικό της συγκεκριμένης συνεδρίας και χωρίς να καταγράφονται όλα όσα έχουν σχετικά λεχθεί.

 

Είναι σαφές εν προκειμένω ότι, σε αντίθεση με τη Σύγκλητο, που αυτή τη φορά κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 20.1. 2016 τις παρατηρήσεις και το σκεπτικό της αναφορικά με τη μη εκλογή της αιτήτριας, αιτιολογώντας την απόφασή της και συμμορφούμενη ωσαύτως με τα ευρήματα του ακυρωτικού Δικαστή στην προσφυγή αρ. 200/2007, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών απλά επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά και χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση. Παραθέτω αυτολεξεί το λεκτικό όπως καταγράφεται στο πρακτικό ημερομηνίας 22.4.2016:

 

«Η Επιτροπή επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου (συνεδρία 2-2016, ημερομηνίας 20/01/2-16 για μη εκλογή της Μαρίας Παπαπέτρου-Μίλλερ στη βαθμίδα του Λέκτορα στην ειδικότητα «Γαλλική Λογοτεχνία και Γαλλικός Πολιτισμός του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης ή του 17ου αιώνα ή του 18ουαιώνα ή του 19ου αιώνα ή Μετάφραση/Μεταφρασεολογία (Ελληνικά-Γαλλικά, Γαλλικά-Ελληνικά)» στο Τμήμα Γαλλικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών».

 

Συνακόλουθα, καταλήγω ότι υφίσταται εκ νέου παραβίαση του δεδικασμένου και δη των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 200/2007, αναφορικά με την, δια της απλής προσυπογραφής της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος και της Συγκλήτου, συμμετοχή της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών στην διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, εντοπίζεται λόγος ακύρωσης αφορών ευθέως στην παραβίαση του δεδικασμένου, με αποτέλεσμα να χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Με αυτή δε τη διαπίστωση, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.600 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ’ρθρο 146(4)(β) του Συντάγματος.»

 

Η πλευρά του εφεσείοντα πρόβαλε 3 λόγους εφέσεως εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, τους εξής (οι τονισμοί είναι του εφεσείοντα):

 

 

« Α. ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ  ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Σεβαστό Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την κατάληξη του ότι είναι σαφές ότι ο Νόμος και δη το άρθρο 23(1) του Νόμου, όσον αφορά στη θέση λέκτορα, δεν απαιτεί επαρκείς ενδείξεις, ως εσφαλμένα θεώρησε το προαναφερθέν μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος, αλλά απλώς ενδείξεις για την ικανότητα ακαδημαϊκής διδασκαλίας και έρευνας. ’μεσα συναφής επ' αυτού είναι η παρατήρηση του ακυρωτικού Δικαστή στην προσφυγή αρ. 200/2007, όπου επίσης διαπιστώθηκε η ύπαρξη πλάνης, ότι «η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με  «αποδείξεις» και, βεβαίως, ούτε με επαρκείς ενδείξεις, αφού ούτε κάτι τέτοιο προβλέπεται στο Νόμο.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΩΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την κατάληξη του ότι ο Νόμος δεν προβλέπει επαρκείς ενδείξεις, ως εσφαλμένα θεώρησε το συγκεκριμένο μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος και ότι επ' αυτού υπάρχει και παράβαση δεδικασμένου, καθότι το συγκεκριμένο μέλος είχε κάθε δικαίωμα να θέσει τις απόψεις του ενώπιον του Εκλεκτορικού Σώματος κρίνοντας κατά τη γνώμη του ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση του εν λόγω μέλους ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις δεν δύναται να εξομοιωθεί με «αποδείξεις» και κατ' επέκταση να συνιστά παράβαση δεδικασμένου, αλλά και ούτε δίδεται κάτι περισσότερο από αυτό που προβλέπει ο Νόμος, ως εσφαλμένα θεώρησε το Δικαστήριο, αλλά ούτε και υπάρχουν στο νόμο προκαθορισμένα ποιοτικά ή ποσοτικά κριτήρια, για την παροχή ενδείξεων για  ικανότητα διδασκαλίας και έρευνας. Το Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την κατάληξη του ότι το Εκλεκτορικό Σώμα πλανήθηκε ως προς την εισήγηση του στην Σύγκλητο από την αιτιολόγηση και μόνο που δόθηκε από το συγκεκριμένο μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος.

 

 

Β. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ  ΕΦΕΣΗΣ

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι, διαπιστώνεται εκ νέου σφάλμα αιτιολόγησης, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο πλάνης που εμφιλοχώρησε στη σειρά των συλλογισμών ή στον «ειρμό των σκέψεων», του συγκεκριμένου μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος, κατά το χρόνο υποβολής της αιτιολόγησης της θέσης της ως προς τη μη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Και πάλι δε, ως η διαπίστωση και στην ακυρωτική απόφαση επί της προσφυγής αρ.647/2012, το συγκεκριμένο σφάλμα και/ή ελάττωμα στην αιτιολόγηση της απόφασης αναπόφευκτα παρείσφρησε στην απόφαση της Συγκλήτου, καθιστώντας αυτήν τρωτή

 

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την κατάληξη του ότι υπήρχε σφάλμα στην αιτιολόγηση της έκθεσης του Εκλεκτορικού Σώματος λόγω της αναφοράς του συγκεκριμένου μέλους του Εκλεκτορικού Σώματος καθότι η κρίση του εν λόγω μέλους ότι δεν υπήρχαν επαρκείς ενδείξεις δεν ήταν ικανή να επηρεάσει την κρίση ενός συλλογικού οργάνου.

 

Γ. ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ  ΕΦΕΣΗΣ

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι, είναι σαφές εν προκειμένω ότι, σε αντίθεση με τη Σύγκλητο, που αυτή τη φορά κατέγραψε στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 20.1.2016 τις παρατηρήσεις και το σκεπτικό της αναφορικά με την εκλογή της αιτήτριας, αιτιολογώντας την απόφαση της και συμμορφούμενη ωσαύτως με τα ευρήματα του ακυρωτικού Δικαστή στην προσφυγή αρ. 200/2007, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών απλά επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά και χωρίς να δίνεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση και ότι υφίσταται εκ νέου παραβίαση του δεδικασμένου και δη των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ.200/2007, αναφορικά με την, δια της απλής προσυπογραφής της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος και της Συγκλήτου, συμμετοχή της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών στην διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΡΙΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την κατάληξη του ότι η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών επικύρωσε απλά την απόφαση της Συγκλήτου καθότι σύμφωνα με τον Νόμο και τον Καν. 9(9) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Ανέλιξη, και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμοί του 1996, ως τροποποιήθηκαν σήμερα, η Επιτροπή Προσωπικού επικυρώνει την απόφαση της Συγκλήτου.»

 

 

Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, ως αυτές αναπτύχθηκαν στα περιγράμματα αγόρευσης τους, του δε, εφεσείοντα προς τεκμηρίωση των ως άνω λόγων εφέσεως, της μεν εφεσίβλητης, προς υπεράσπιση της ορθότητας των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, η θέση και κατάληξη μας είναι διαφορετική απ' αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σχετικό απόσπασμα, ανωτέρω). Η χρήση από μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος και δη, της Αναπλ. Καθηγήτριας M[..] Chehab του επιθέτου (μη) «επαρκείς» όσον αφορά στην κρίση της για την νομοθετική απαίτηση για «παροχή ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας:.»( βλ. ’ρθρο 23(1) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν. 144/1989) δεν προσθέτει, ούτε διευρύνει καθ' οιονδήποτε τρόπο, κατά την κρίση μας, τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 23(1). Εξυπακούεται ότι, τέτοιες «ενδείξεις» οφείλουν να έχουν θετικό πρόσημο για να πληρούται η εν λόγω απαίτηση, ήτοι να υφίστανται και να είναι επαρκείς. Το αντίθετο (ανεπάρκεια ενδείξεων, που υφίστανται) στην εν λόγω νομοθετική απαίτηση δεν είναι νοητό, ούτε συμβατό με τον σκοπό του νομοθέτη. Και σαφώς δεν ανάγεται η όποια τυχόν διαπιστωθείσα ή μή επάρκεια των ενδείξεων σε απόδειξη. Παραμένει, επί της ουσίας της, απλά ένδειξη. Εξάλλου, αυτό προϋποθέτει, εμμέσως πλην σαφώς και το δεδικασμένο στην απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 200/2007, στην οποία το Δικαστήριο, αφού όντως προέβη σε διάκριση μεταξύ ένδειξης και απόδειξης, δεν επέκρινε την αναφορά περί (μη) επάρκειας, αλλά την μη επεξήγηση/αιτιολόγηση αυτής, ενόψει και του ότι δεν είχε προκαθορισθεί τι θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές, είτε από πλευράς ποσότητας, είτε ποιότητας.. Το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, έχει, για του λόγου το αληθές, ως εξής:

 

«Η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με αποδείξεις. Υπήρχε λοιπόν διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες».  Και εν πάση περιπτώσει με αναφορά στις συγκεκριμένες δημοσιεύσεις της αιτήτριας, όπως αυτές αποτυπώνονται στην παρ. 8 της αίτησης και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια τους, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου.»

 

 

Εξάλλου, και στην απόφαση στην Προσφυγή αρ. 647/2012 δεν διατυπώθηκε κάτι διαφορετικό από ότι επεξηγήσαμε ανωτέρω. Σχολιάστηκε και επεξηγήθηκε στην Προσφυγή αρ. 647/2012 το ανωτέρω απόσπασμα από την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 200/2007, ως ακολούθως:

 

«Σε συμφωνία με την θέση που αναπτύσσεται στην αγόρευση του συνηγόρου του Πανεπιστημίου, θεωρώ ότι αυτό που το Δικαστήριο διαπίστωσε στην προηγούμενη απόφαση είναι ότι υπήρξε διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες» και ότι δεν καταγραφόταν στη συγκεκριμένη απόφαση οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια των δημοσιεύσεων, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου.»

 

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, το παραχθέν δεδικασμένο των αποφάσεων στην Προσφυγή Αρ. 200/2007 και στην Προσφυγή αρ. 647/2012 δεν ήταν η επίκριση της κρίσης περί (μη) επάρκειας των ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας, αλλά ή μη αιτιολόγηση αυτής της (μη) επάρκειας, σε σχέση με ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των εν λόγω ενδείξεων. Αυτό, κρίνουμε, είναι το ζήτημα, στο οποίο όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να κατευθύνει τον έλεγχο του, δεδομένου ότι και αν και εφ' όσον, βεβαίως, τέτοιος ισχυρισμός περί αναιτιολόγητου είχε εγερθεί από την εφεσίβλητη πρωτόδικα και δη δεόντως, ζήτημα για το οποίο και πάλιν κριτής είναι, σε πρώτο βαθμό, το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης, κρίνουμε, ευσταθεί.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης, θεωρούμε ότι, αυτός δεν ευσταθεί. Η κρίση της  Αναπλ. Καθηγήτριας May Chehab  περί μη επάρκειας των ενδείξεων για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας, αιτιολόγησε την αρνητική ψήφο της, και, μ' αυτό τον τρόπο, αυτή αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας της επίδικης διοικητικής απόφασης. Συνεπώς, η νομιμότητα της αιτιολογίας της απόφασης επηρεάζεται από τη νομιμότητα της κρίσης της εν λόγω ακαδημαϊκού, κατά τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Τέλος, όσον αφορά στον τρίτο λόγο έφεσης, ούτε αυτός, κρίνουμε, ευσταθεί. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε την εμβέλεια του παραχθέντος, περί τούτου του θέματος, δεδικασμένου στην απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 200/2007, στην οποία αναφέρθηκε ότι:

 

«Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ.    6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελεούσαν (sic) απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία.  Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.»

 

 

Το ανωτέρω δεδικασμένο δέσμευε την εφεσείουσα, όσον αφορά στην υποχρέωση της για παροχή περαιτέρω αιτιολογίας και περαιτέρω συζήτησης, στην υπό κρίση διαδικασία, αλλά και κατά την όποια επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης. Το εν λόγω δεδικασμένο δεν ανατράπηκε  (βλ. ανωτέρω, στα γεγονότα). Είναι δε, καλά γνωστό ότι η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων και έχει ισχύ δεδικασμένου (βλ. και ’ρθρο 59(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου,  Ν.158(Ι)/1999). Παράγει απόλυτο και ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της (erga omnes) και δεσμεύει κάθε όργανο η Αρχή, σε αντίθεση με την απορριπτική απόφαση που ισχύει inter partes (βλ. Α.ΤΗ.Κ. ν. Μιχαηλίδης κ.α. , Α.Ε. 115/13, απόφαση ημερομηνίας 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:C238 και Παπαδόπουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας,  Α.Ε. 213/2012, απόφαση ημερομηνίας 20.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:C552). Συνεπώς, δεν παρέχεται έδαφος στο παρόν Δικαστήριο για αναψηλάφηση του υφιστάμενου δεδικασμένου, ως προς την ορθότητα της εν λόγω δικαστικής κρίσης στην απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 200/2007.

 

Με βάση τα ανωτέρω, η παρούσα έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης αυτής (βλ. ανωτέρω). Η πρωτόδικη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων αυτής, ανατρέπεται μόνο ως προς το εν λόγω ζήτημα που αφορά στον πρώτο λόγο έφεσης, Κατά τα λοιπά και ενόψει της απόρριψης ειδικότερα του τρίτου λόγου έφεσης (βλ. ανωτέρω), η πρωτόδικη απόφαση παραμένει αλώβητη και ισχυρή. Η επίδικη διοικητική απόφαση ορθώς ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την μη επάρκεια της αιτιολογίας της Επιτροπής για την επικύρωση της.

 

Με δεδομένο ότι, δεν ασκήθηκε αντέφεση από την πλευρά της εφεσίβλητης, η υπόθεση δεν θα επιστραφεί στον πρωτόδικο δικαστή για περαιτέρω ή πρόσθετο έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, σε σχέση με τυχόν λόγους ακυρώσεως που δεν έτυχαν εξέτασης.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €2000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο