ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση 304/2018)

19 Ιανουαρίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Νίκος Λοφίτης

Εφεσείοντα

ν.

 

Gordian Holdings Ltd

 

Εφεσίβλητης

 

Για εφεσείοντα: κος Γρηγόριος Α. Χριστοδουλίδης

Για εφεσίβλητη: Κα Άννα Δημητρίου για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Με την παρούσα έφεση, ο εφεσείων αμφισβητεί την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε να πληρώσει στην εφεσίβλητη το ποσόν των €7.088,72, το οποίο προέκυψε ως υπόλοιπο συμβολαίου ενοικιαγοράς. Το εν λόγω συμβόλαιο, αφορά ένα αυτοκίνητο που o Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (Ο.Χ.Τ.Κ),  παραχώρησε στην εταιρεία Alkioni Fish Farms Ltd υπό την μορφή ενοικιαγοράς, με την εγγύηση του εφεσείοντα.

Στην συνέχεια με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημ. 13.12.2005, ο Ο.Χ.Τ.Κ διαλύθηκε και ολόκληρη η επιχείρηση, ιδιοκτησία, υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του, μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Ακολούθως, την Τράπεζα Κύπρου αντικατέστησε για τους σκοπούς του εν λόγω συμβολαίου ενοικιαγοράς, η εφεσίβλητη εταιρεία Gordian Holdings Ltd, κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 18 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου 169(Ι)/2015.

Εν τω μεταξύ, η Τράπεζα Κύπρου καταχώρισε αγωγή εναντίον του εφεσείοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, επικαλούμενη παράβαση του πιο πάνω συμβολαίου ενοικιαγοράς, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση.

Πρωτοδίκως, ο εφεσείων προέβαλε μεταξύ άλλων ως υπεράσπιση, τον ισχυρισμό ότι ο Ο.Χ.Τ.Κ εισέπραξε εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Κύπρου που του παραχώρησε η πρωτοφειλέτιδα προς πλήρη εξόφληση οποιασδήποτε αξίωσης εναντίον της και ως εκ τούτου δεν οφείλει οτιδήποτε δυνάμει του επίδικου συμβολαίου. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι η εν λόγω εγγυητική ύψους Λ.Κ.30.000,00 (€51.258,00), εκδόθηκε από την Τράπεζα Κύπρου προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία με σκοπό να καλύψει οιανδήποτε ενοικιαγορά προς τον Ο.Χ.Τ.Κ.  

Προβλήθηκαν πρωτοδίκως και άλλοι ισχυρισμοί από την υπεράσπιση όπως μεταβολή των όρων της συμφωνίας ενοικιαγοράς και υπογραφή νέων συμφωνιών, μη προώθηση της απαίτησης εναντίον της πρωτοφειλέτιδας και καθυστέρηση γενικά στην λήψη δικαστικών μέτρων καθώς και απουσία νόμιμου τερματισμού της συμφωνίας ενοικιαγοράς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία, αποδέχθηκε την απαίτηση της εφεσίβλητης και απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης. Έγιναν δεκτοί επί του προκειμένου οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης για την μη πληρωμή των υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτιδας όπως πηγάζουν από το συμβόλαιο ενοικιαγοράς, το νόμιμο του τερματισμού της σύμβασης αλλά και η κατάθεση αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού, αναφορικά με το επιδικασθέν υπόλοιπο. Ειδικά για την επίδικη εγγυητική επιστολή, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρότι δέχθηκε την θέση του εναγομένου ότι ήταν σε ισχύ και κάλυπτε μεταξύ άλλων και την επίδικη ενοικιαγορά, εντούτοις έκρινε ότι αυτή δεν κατέστησε την Τράπεζα Κύπρου, εγγυητή της εταιρείας Alkioni Fish Farms Ltd, στο πλαίσιο της επίδικης συμφωνίας που η τελευταία σύναψε με τον Ο.Χ.Τ.Κ.

Με παραπομπή σε Νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι οι εγγυητικές επιστολές αντιμετωπίζονται σαν μετρητά και έχουν την έννοια ότι εφόσον εκπληρώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις που προβλέπουν και αφού ζητηθεί από τον δικαιούχο, η εκδότρια Τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν το ποσό που αναφέρεται στην εγγυητική, η οποία είναι αυτοτελής σε σχέση με την συμφωνία που εξασφαλίζει. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη και ισχύς της εγγυητικής επιστολής από μόνη της χωρίς δηλ. την εκπλήρωση των όρων της και αξίωση εκτέλεσης της και χωρίς απαίτηση από τον δικαιούχο της, δεν σημαίνει αυτόματα υποχρέωση πληρωμής του ποσού που αφορά προς εξόφληση της οφειλής της επίδικης συμφωνίας, όπως ουσιαστικά εισηγήθηκε ο εφεσείων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο δικαιούχος δεν αξίωσε την εκτέλεση της  εγγυητικής σύμφωνα με τους όρους της και ως εκ τούτου, αυτή δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού που απορρέει από την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς.

Αναφορά έγινε και στο γεγονός ότι ο Ο.Χ.Τ.Κ δεν υφίσταται πλέον. Με αυτό ως δεδομένο, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εκτέλεση της εγγυητικής δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να συντελεστεί εφόσον κάτι τέτοιο προϋπέθετε αξίωση προς τον εκδότη της (Τράπεζα Κύπρου), από τον δικαιούχο της (Ο.Χ.Τ.Κ), ο οποίος όμως δεν υφίστατο πλέον ως νομικό πρόσωπο και υποκαταστάθηκε από τον ίδιο τον εκδότη και υπόχρεο της εγγυητικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως εκ τούτου ως αβάσιμη της θέση του εφεσείοντα ότι πρέπει να απαλλαγεί ο ίδιος από εγγυητής αφού ο Ο.Χ.Τ.Κ. δεν ζήτησε την πληρωμή της εν λόγω εγγυητικής επιστολής κατά τον χρόνο τερματισμού της συμφωνίας, δηλαδή ο Ο.Χ.Τ.Κ δεν άσκησε το σχετικό δικαίωμα του και όχι υποχρέωση όπως ουσιαστικά προβάλλει η υπεράσπιση.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η ύπαρξη της εγγυητικής επιστολής που έχει την δική της αυτοτέλεια δεν ακυρώνει την εγγύηση του εφεσείοντα για τις υποχρεώσεις της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας. Έγινε παραπομπή στο ίδιο το κείμενο της εγγυητικής επιστολής, όπου αναφέρεται ρητά ότι αυτή η «εγγύηση» θα είναι επιπρόσθετη οποιασδήποτε άλλης εγγύησης ή εξασφάλισης κατείχε ή θα κατέχει ο Ο.Χ.Τ.Κ από την πρωτοφειλέτιδα  εταιρεία ή άλλο πρόσωπο.

Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί ως μαρτυρία τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών που κατέθεσε η Τράπεζα Κύπρου στην ακροαματική διαδικασία. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο όρος «αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού» είναι αδόκιμος, λανθασμένος και αντινομικός. Επίσης το γεγονός ότι οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού έγιναν ή ήταν προς όφελος του εφεσείοντος, δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκή ή ικανοποιητικό λόγο για να γίνουν αυτοί αποδεχτοί και πειστικοί. Κατά τον εφεσείοντα, το ενδεχόμενο όφελος είναι στοιχείο υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό, ενώ ουδέποτε δόθηκε ή προτάθηκε προς την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία για την αποδοχή ή όχι της εν λόγω κατάστασης.

Κρίνουμε ότι ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων του, επεκύρωσε την αποδοχή από τα πρωτόδικα Δικαστήρια, κατάθεσης αναδομημένων τραπεζικών λογαριασμών χωρίς ποτέ να τεθεί θέμα για αντινομικό όρο ή έγκρισης από τον πρωτοφειλέτη. Σχετικές είναι μεταξύ άλλων οι υποθέσεις Φρουταρία Το Πανέρι Λτδ κ.α. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση 426/2011, 29/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A432, και Παπακοκκίνου κ.α. v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφεση 169/2011, ημ. 13/7/2022), ECLI:CY:AD:2022:D309.

Σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, οι αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού με αφαίρεση κάποιων τόκων και επιβαρύνσεων, έγιναν αποδεκτές ως μαρτυρία όπως συνέβη και στην παρούσα περίπτωση. Ιδιαίτερα όταν αυτές οι αναδομημένες καταστάσεις, αφορούσαν αφαίρεση τόκων και ήταν προς όφελος του οφειλέτη. Ούτε υπάρχει βέβαια οιαδήποτε νομική αρχή που να απαγορεύει στον ενάγοντα να περιορίσει την απαίτηση του, προς όφελος του εναγομένου όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση.

Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Οι δύο εναπομείναντες λόγοι έφεσης, αφορούν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εγγυητική επιστολή. Αμφισβητείται το εύρημα ότι η εγγυητική δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί διότι αυτό προϋποθέτει την αξίωση της από τον δικαιούχο. Αμφισβητείται επίσης το εύρημα ότι ο εφεσείων δεν απαλλάχθηκε από εγγυητής της πρωτοφειλέτιδας στις 13.12.05 με την έκδοση του διατάγματος συγχώνευσης μεταξύ Ο.Χ.Τ.Κ και Τράπεζας Κύπρου. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων απαλλάχθηκε της εγγύησης του, με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη δεν προέβηκε ως όφειλε, στην εκτέλεση της εγγυητικής επιστολής.

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Είναι βέβαια ορθή η θέση ότι η Τράπεζα Κύπρου αντικατέστησε τον Ο.Χ.Τ.Κ στην υπό κρίση ενοικιαγορά και θα μπορούσε να προχωρήσει στην εκτέλεση της εγγυητικής επιστολής, ανεξαρτήτως αν ταυτιζόταν η ιδιότητα του δικαιούχου με αυτήν του εκδότη. Όμως η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη ή όχι δικαιούχου, σχετιζόταν  περισσότερο με την απουσία απαίτησης για εκτέλεση της εγγυητικής σύμφωνα με τους όρους της και όχι σε ισχυρισμό ότι αυτή κατέστη ανεφάρμοστη.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο δικαιούχος δεν αξίωσε την εκτέλεση της εγγυητικής σύμφωνα με τους όρους της και ως εκ τούτου αυτή δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού, που απορρέει από την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς. Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δικαιολογείται από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Τονίζουμε ότι δεν δόθηκε πρωτοδίκως καμία μαρτυρία που να καταδεικνύει απαίτηση του δικαιούχου για εκτέλεση της εγγυητικής ούτε ως ισχυρίστηκε ο εφεσείων, ότι το υπόλοιπο της επίδικης ενοικιαγοράς, έχει ξοφληθεί μέσω της υπό κρίση εγγυητικής επιστολής, η οποία σημειωτέον κάλυπτε και άλλα συμβόλαια ενοικιαγοράς της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας.

Ορθή είναι επίσης και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη της εγγυητικής επιστολής δεν ακυρώνει την εγγύηση του εφεσείοντα για τις υποχρεώσεις της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας. Αυτό προκύπτει σαφώς στο ίδιο το κείμενο της εγγυητικής επιστολής, όπου αναφέρεται ρητά ότι αυτή θα είναι επιπρόσθετη οποιασδήποτε άλλης εγγύησης ή εξασφάλισης κατείχε ή θα κατέχει ο Ο.Χ.Τ.Κ από την πρωτοφειλέτιδα  εταιρεία ή άλλο πρόσωπο.

Να σημειώσουμε επίσης ότι η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα για απαλλαγή από την εγγύηση του λόγω μη αξίωσης εκτέλεσης της εγγυητικής επιστολής, δεν προωθήθηκε υπό την έννοια του Άρθρου 97 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149). Επιπλέον, δεδομένης της απουσίας μαρτυρίας ως προς το τελικό ποσόν της εγγυητικής επιστολής κατά τους επίδικους χρόνους, η οποία κάλυπτε και άλλες υποχρεώσεις της πρωτοφειλέτιδας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν υπήρχε το αναγκαίο υπόβαθρο για να καταλήξει σε εύρημα ότι λόγω παράλειψης της εφεσίβλητης να απαιτήσει πληρωμή της εγγυητικής επιστολής, παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή ή δικαιολογείται η απαλλαγή της εγγύησης του εφεσείοντα.     

Ούτε η συγχώνευση μεταξύ Ο.Χ.Τ.Κ και Τράπεζας Κύπρου απαλλάσσει τον εφεσείοντα από την εγγύηση του για το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγοράς. Επί του προκειμένου δεν έχει αμφισβητηθεί από τον εφεσείοντα, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημ 13.12.2005, ο Ο.Χ.Τ.Κ διαλύθηκε και ολόκληρη η επιχείρηση, ιδιοκτησία, υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του, μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Στα πιο πάνω συμπεριλαμβάνονται και οι υποχρεώσεις και δικαιώματα του Ο.Χ.Τ.Κ αναφορικά με την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, στην οποία συγκαταλέγεται βέβαια και η εγγύηση του εφεσείοντα για το χρέος της πρωτοφειλέτιδας η οποία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ.

Ως εκ τούτου και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο