ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. E83/2023)

 

18 Δεκεμβρίου, 2023

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

1.    POLYKARPIA HOTELS LIMITED

2.    ANDRENIADA DEVELOPMENTS LIMITED

 

Εφεσείουσες

v.

 

1.    Αντώνη Βασιλείου

2.    Bank of Cyprus Public Company Limited

3.    Cramonco Properties Limited

Εφεσιβλήτων

 

-----------------------------

 

Ηρακλής Κυριακίδης και Θεόδουλος Πιερίδης για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσες.

-----------------------------

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Οι εφεσείουσες εταιρείες καταχώρισαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου με την οποία ζητούν, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της μεταβίβασης 4 ακινήτων στο Παραλίμνι επ' ονόματι της εφεσίβλητης 3. Ζητούν επίσης αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης 2 τράπεζας για κατ' ισχυρισμό παράβαση σύμβασης πίστωσης που συνήφθη μεταξύ τους, για κατ' ισχυρισμό παράνομο τερματισμό της από την τράπεζα αλλά και αποζημιώσεις από τον εφεσίβλητο 1, λόγω κατ' ισχυρισμού κακοδιαχείρισης του ως παραλήπτης - διαχειριστής των εφεσειούσων εταιρειών.

  

   Ταυτόχρονα με την αγωγή οι εφεσείουσες καταχώρισαν  την 1.12.23 μονομερή αίτηση για  απαγόρευση αποξένωσης των πιο πάνω ακινήτων στα οποία έχει ανεγερθεί στα μεν πρώτα τρία  ιδιοκτησίας της εφεσείουσας 1, το ξενοδοχείο Polycarpia, στο δε τελευταίο το συγκρότημα διαμερισμάτων Polycarpia /Pampero Hotel Apartments. Επιζητούνται επίσης διατάγματα έρευνας (Anton Piller) και επικουρικά διατάγματα αποτύπωσης (imaging orders) εναντίον του εφεσίβλητου 1 Παραλήπτη - Διαχειριστή των εφεσειουσών εταιρειών. Υποστηρίχθηκε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την  αίτηση ότι τα 4 ακίνητα συνιστούν περιουσία που είναι αντικείμενο της αγωγής για τα οποία οι εφεσίβλητοι διαφημίζουν εντόνως ότι είναι προς πώληση και δυνατόν να αποξενωθούν ανά πάσα στιγμή.

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ορίστηκε η μονομερής αίτηση στις 6.12.2023, σύμφωνα με το πρακτικό ιδίας ημερομηνίας, ζήτησε διευκρινίσεις από τον συνήγορο των εφεσειουσών ως προς το κατεπείγον της αίτησης. Υπέδειξε συγκεκριμένα ότι σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της αίτησης, τα γεγονότα ήταν γνωστά στις εφεσείουσες από τις 31.10.23.

 

   Ο συνήγορος απάντησε ότι όντως η πρώτη ενημέρωση για τα γεγονότα δόθηκε στις 31.10.23. Όμως ολόκληρο το υλικό δόθηκε στις 2.11.23. Ο όγκος των εγγράφων και η πολυπλοκότητα των γεγονότων καταδεικνύει κατά τον συνήγορο ότι οι εφεσείουσες δεν χρονοτρίβησαν και ενήργησαν υπό τας περιστάσεις όσον γρηγορότερα μπορούσαν.

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο την επομένη στις 7.12.23, αφού σημειώνει ότι μελέτησε την επιχειρηματολογία του συνηγόρου για τις εφεσείουσες, έκρινε ότι στην βάση της μαρτυρίας που προσκομίστηκε με την ένορκη δήλωση της αίτησης, δεν ικανοποιείται το στοιχείο του κατεπείγοντος ώστε να δικαιολογείται η μονομερής έκδοση των διαταγμάτων. Έδωσε ως εκ τούτου οδηγίες όπως η μονομερής αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, η δε αίτηση ορίστηκε για σκοπούς επίδοσης στις 19.12.23.

 

   Με την παρούσα έφεση τους, οι εφεσείουσες - ενάγουσες αιτούνται την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία διατάχθηκε η επίδοση της μονομερούς αίτησης. Με δύο λόγους έφεσης αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιήθηκε το στοιχείο του κατεπείγοντος. Υποστηρίζεται στον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά παγοποίηση των επίδικων ακινήτων ότι οι εφεσείουσες καταχώρισαν την μονομερή αίτηση με σπουδή λαμβανομένου υπόψιν ότι έλαβαν βασική ενημέρωση για τις ενέργειες των εφεσιβλήτων στις 2.11.23. Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο έφεσης που αφορά τα διατάγματα Anton Piller και Imaging Orders, ανέφερεται ότι αυτά δεν επιδίδονται γιατί σκοπός τους είναι ο αιφνιδιασμός και η λήψη μαρτυρίας, η οποία είναι δυνατόν να καταστραφεί. Επιπλέον, αναφέρεται ότι το κατεπείγον δεν αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων.

 

   Λόγω του κατεπείγοντος της έφεσης αφού η αίτηση είναι ορισμένη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις 19.12.23, αποδεχθήκαμε αίτημα του συνηγόρου για τις εφεσείουσες όπως η έφεση οριστεί για ακρόαση χωρίς τον ορισμό της για προδικασία δυνάμει του Μέρους  41.4 (4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 

   Είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τον συνήγορο για τις εφεσείουσες ο οποίος αγορεύοντας υποστήριξε την επιχειρηματολογία που εμφαίνεται στους λόγους έφεσης.

 

   Εν πρώτοις σημειώνουμε ότι ο συνήγορος για τις εφεσείουσες στην αγόρευση του ενώπιον μας, μας ζήτησε όπως σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, εκδώσει το ίδιο το Εφετείο τα υπό κρίση διατάγματα, στην βάση της μαρτυρίας που δόθηκε υπό την μορφή ενόρκων δηλώσεων στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Παρέπεμψε δε επί τούτου μεταξύ άλλων στις εξουσίες που παρέχονται στο Εφετείο από το Μέρος 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 όπου δίδεται μεταξύ άλλων η δυνατότητα στο Εφετείο να επικυρώνει, παραμερίζει ή διαφοροποιεί διάταγμα ή απόφαση η οποία εκδόθηκε από το κατώτερο δικαστήριο.

   Με όλο το σέβας δεν συμφωνούμε με αυτήν την άποψη. Ενώπιον μας έχουμε έφεση που αμφισβητεί την διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει την επίδοση της μονομερούς αίτησης. Αυτήν την διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουμε εξουσία να επικυρώσουμε, παραμερίσουμε ή διαφοροποιήσουμε. Δεν έχουμε ενώπιον μας έφεση εναντίον απόφασης που εκδίκασε επί της ουσίας την αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα όπου ενδεχομένως θα είχαμε εξουσία διαφοροποίησης της, δυνάμει Μέρος 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 

   Έχοντας υπόψη την πιο πάνω διαπίστωση, θα εξετάσουμε στην συνέχεια τους προαναφερθέντες λόγους έφεσης.

 

   Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος αφορά την αίτηση για διατάγματα παγοποίησης θέλουμε να τονίσουμε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, η ύπαρξη του κατεπείγοντος αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος. Σχετικό είναι επίσης το Μέρος 25.3 (1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δύναται να δώσει ενδιάμεση θεραπεία χωρίς ειδοποίηση αν το θέμα είναι επείγον ή υφίστανται άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις (βλ. επίσης Μέρος 23.6 (α)). Μάλιστα στο Μέρος 25.3 (3) των ιδίων Κανονισμών, αναφέρεται ότι όταν η αίτηση γίνεται μονομερώς, ο αιτητής πρέπει να εξηγεί τους λόγους γιατί δεν δίδεται ειδοποίηση στην άλλη πλευρά στην μαρτυρία που προσκομίζει για υποστήριξη της αίτησης.

 

   To ζήτημα του κατεπείγοντος εξετάζεται πρώτο, εφ' όσον αφορά δικαιοδοτικό όρο, και ανεξάρτητα από την ικανοποίηση των ουσιαστικών εκείνων προϋποθέσεων του Άρθρου 32 (βλ. Αμβροσιάδου Έλενα και άλλος ν. Martin Coward και Άλλης (2013) 1 ΑΑΔ 78).

 

   Στην υπόθεση Quantum Telecomunication Ltd  (2005) 1 A.A.Δ 901 αναφέρθηκε ότι η έκδοση διαταγμάτων μονομερώς δεν μπορεί να είναι κανόνας ούτε το σύνηθες αλλά ούτε και η εξαίρεση παρά μόνον η σπάνια εξαίρεση. Και αυτό γιατί συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης αλλά και γιατί δημιουργεί περιπλοκές και καθυστέρηση στην διαδικασία, ιδιαίτερα αν το εκδιδόμενο διάταγμα δεν ορίζεται πολύ σύντομα για ακρόαση. Στην Πολ. Αίτηση 140/10 in re  M. Tσιάτταλου  ημερ. 1.3.2011, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε το ανησυχητικό φαινόμενο της κατάχρησης έκδοσης μονομερών διαταγμάτων που επηρεάζει σοβαρά τα δικαιώματα διαδίκου χωρίς να ακουστεί, ενώ η εξουσία αυτή έπρεπε να ασκείται κατ' εξαίρεση και μόνο με την αυστηρή απόδειξη του στοιχείου του κατεπείγοντος. 

 

   Αλλά ακόμη και με την στοιχειοθέτηση του κατεπείγοντος, το θέμα και πάλι επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με την νομολογία αλλά και τις πρόνοιες του Μέρους 23.9 (1) (δ), το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται μονομερούς αίτησης δύναται πάντα αν το κρίνει δίκαιο και λογικό να δώσει οδηγίες για την επίδοση της. Ως εκ τούτου, η διαταγή για επίδοση μονομερούς αίτησης επαφίεται πάντα στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης.

   Στην υπόθεση Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954 λέχθηκε ότι το Εφετείο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο αν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, αν εφαρμόσθηκε λανθασμένη αρχή δικαίου, αν δεν λήφθηκαν υπόψη παράγοντες που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη ή αν λήφθηκαν υπόψη παράγοντες που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, ή αν η απόφαση είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλ. επίσης Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923).

 

   Έχοντας εξετάσει όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, κατάληξη μας αποτελεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, για επίδοση της αίτησης σε σχέση με τα αιτητικά για την παγοποίηση της επίδικης περιουσίας.

 

   Συγκεκριμένα δεν έχει καταδειχθεί στην παρούσα περίπτωση πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου και λανθασμένη εφαρμογή αρχής δικαίου. Ούτε εντοπίζουμε στην πρωτόδικη απόφαση, το Δικαστήριο να μην έλαβε υπόψη υπόψη παράγοντες που έπρεπε να είχαν ληφθεί ή ότι η απόφαση είναι καθαρά εσφαλμένη (βλ. Νεάρχου v. Χαραλάμπους ανωτέρω).

 

   Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία στο θεμιτό πλαίσιο, θεωρώντας ότι οι εφεσείουσες δεν απέσεισαν το βάρος που είχαν να καταδείξουν ότι αποτάθηκαν άμεσα στο Δικαστήριο μόλις πληροφορήθηκαν τις κατ' ισχυρισμό ενέργειες των εφεσιβλήτων για πώληση των επιδίκων ακινήτων. Απλώς προωθώντας τη δική τους αντίληψη για το εύλογο του χρόνου, οι εφεσείουσες διαφωνούν με το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δεν είναι με αυτόν τον τρόπο όμως που λειτουργεί κατ' έφεση ο έλεγχος της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Παυλίδης v. Depfa Bank Public Limited Company κ.α., Πολ. Έφεση Αρ. 198/2014, 18/11/2020).

 

   Ενόψει των πιο πάνω, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι, με βάση τα κριτήρια που διέπουν τον έλεγχο της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο, πρέπει να επέμβουμε στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη δικαστική απόφαση αναφορικά με την διαταγή επίδοσης του αιτήματος για παγοποίηση της επίδικης περιουσίας.

 

   Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

   Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης σημειώνουμε ότι τα διατάγματα Anton Piller, εκδίδονται εφόσον ο αιτητής αποδείξει ότι:

  

·               Έχει ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση επί της ουσίας της αγωγής.

·               Υπάρξει ξεκάθαρη μαρτυρία ότι ο καθ' ου η αίτηση έχει στην κατοχή του έγγραφα ή στοιχεία που ενισχύουν την υπόθεση του αιτητή.

·               Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος καταστροφής ή εξαφάνισης του ως άνω μαρτυρικού υλικού.

·               Η ως άνω καταστροφή, ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στον ενάγοντα.

 

   Είναι αναγνωρισμένο ότι λόγω της σοβαρής δραστικότητας τους στα δικαιώματα του εναγομένου, τα διατάγματα τύπου Anton Piller πρέπει να εκδίδονται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. σε σχέση με την ισχύ και εμβέλεια καθώς και την πρακτική έκδοσης των Anton Piller στο σύγγραμμα Commercial Injunctions - St. Gee Q.C,  6th ed.,  σελ. 28 - 29 και τη θεμελιακή απόφαση Anton Piller KG - v - Manufacturing Processes Ltd and others   (1976) 1 All  E.R. 779).

 

   Τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν εξουσία να εκδίδουν διατάγματα τύπου Anton Piller, η οποία πηγάζει από τo Άρθρο 32 του Ν.14/60, που δίδει ευρύτατες εξουσίες σε σχέση με έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων.

 

   Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις έκδοσης μονομερών διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9.1 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), όπου παρέχεται στον εναγόμενο χρόνος να αμφισβητήσει το διάταγμα πριν αυτό καταστεί οριστικό, στις περιπτώσεις διαταγμάτων Anton Piller, ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ταυτόχρονα με την εκτέλεση του (βλ. Γρηγοριάδης Νεόφυτος και Άλλος (2013) 1 Α.Α.Δ 1247). Ο εναγόμενος όμως δεν παραμένει χωρίς θεραπεία. Σύμφωνα με την υπόθεση Irina Kabanovskaya (2015) 1 ΑΑΔ 368, εκτός της καταχώρισης ένστασης στην έκδοση των διαταγμάτων, δικαιούται να υποβάλει και αίτηση παράτασης του χρόνου συμμόρφωσης μέχρι να εξεταστεί η νομιμότητα ή ορθότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων, αντιμετωπίζοντας έτσι και την κατ' ισχυρισμόν αδυναμία του να συμμορφωθεί.

 

   Σύμφωνα με την Γρηγοριάδης ανωτέρω το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου δεν εφαρμόζεται σε σχέση με αιτήσεις για διατάγματα τύπου Anton Piller και «το στοιχείο του κατεπείγοντος» δεν εφαρμόζεται ως δικαιοδοτικός όρος σε σχέση με αυτές. Στην Γρηγοριάδης λέχθηκαν τα εξής:

 

 

«Με όλο το σέβας προς τον αδελφό μας Δικαστή, ενώ ορθά έκρινε ότι τα διατάγματα τύπου Anton Piller, εκδίδονται με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, οι οποίες, όντως, εξάλλου επ' αυτών δεν έχει προκύψει διαφωνία, παρέχουν στο Δικαστήριο ευρείες εξουσίες σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μας έκρινε, και αυτό ήταν βέβαια το ζητούμενο στις ενώπιον του δύο αιτήσεις, ότι τα διατάγματα του συγκεκριμένου τύπου εμπίπτουν εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 και συνεπώς ότι θα πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις του εδαφίου 3 του συγκεκριμένου άρθρου.

 

Οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 αφορούν στο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων. Το δικονομικό όμως πλαίσιο που διέπει την έκδοση τους καθορίζεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, όπως και τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Οι εν λόγω πρόνοιες και συγκεκριμένα οι πρόνοιες του Άρθρου 9(1)*  του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, όπως και αυτές των Κανονισμών 8(1) και 9 της Δ.48, καθιστούν δυνατή την έκδοση διαταγμάτων μονομερώς, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει την παροχή θεραπείας χωρίς να έχει προηγουμένως παρασχεθεί η ευκαιρία στον αντίδικο να ακουστεί, εφόσον ο ενάγοντας ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι το στοιχείο του κατεπείγοντος δικαιολογεί την έκδοση του διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς για σκοπούς διατήρησης της κατάστασης πραγμάτων (status quo) που υπήρχε στον αμέσως πριν την έκδοση του διατάγματος χρόνο.

 

Τα διατάγματα Anton Piller όμως, δεν χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του κατεπείγοντος, με την έννοια που αφορά στο Άρθρο 9 του Κεφ. 6, έτσι ώστε η έκδοση τους μονομερώς να εξαρτάται από την παρουσία του συγκεκριμένου στοιχείου. Τα εν λόγω διατάγματα χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Αυτού του στοιχείου η παρουσία διαδραματίζει καθοριστικό για την έκδοση τους μονομερώς, ρόλο..

 

Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις έκδοσης μονομερώς διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όπου παρέχεται στον εναγόμενο χρόνος να αμφισβητήσει το διάταγμα πριν αυτό καταστεί οριστικό, στις περιπτώσεις διαταγμάτων Anton Piller, ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ταυτόχρονα με την εκτέλεση του. Ουσιαστικά δεν του παρέχεται η ευκαιρία να αμφισβητήσει είτε αυτό καθαυτό το διάταγμα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό εκδόθηκε, είτε τα γεγονότα επί των οποίων το Δικαστήριο βασίστηκε για να το εκδώσει μονομερώς. ..

 

 Ο εναγόμενος έχει βέβαια, πάντα στη διάθεση του και την επιλογή να αρνηθεί να επιτρέψει την εκτέλεση του διατάγματος, επιλογή όμως που εμπεριέχει τον κίνδυνο δίωξης του και σε περίπτωση που κριθεί ένοχος, τιμωρίας του για παρακοή διατάγματος. .

 

 

Είναι πρόδηλο ότι ένταξη των διαταγμάτων τύπου Anton Piller εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όχι μόνο δεν θα συνήδε με το πνεύμα των συγκεκριμένων προνοιών εφόσον απουσιάζει το στοιχείο του κατεπείγοντος, αλλά και αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην εξουδετέρωση του στοιχείου του αιφνιδιασμού, εξαφανίζοντας ουσιαστικά το σκοπό που τα διατάγματα του εν λόγω τύπου, τείνουν με την έκδοση τους να εξυπηρετήσουν και που βασικά είναι η αποτροπή του ενδεχόμενου ουσιώδες μαρτυρικό υλικό να καταστραφεί ή με οποιοδήποτε τρόπο να εξαφανιστεί και η εκμηδένιση ενός τέτοιου κινδύνου

 

 

( Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

   Εν όψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι οδηγίες για επίδοση μονομερούς αίτησης για έκδοση διατάγματος έρευνας τύπου Anton Piller εκ της φύσεως του διατάγματος δεν συνάδει με τον σκοπό του. Επισημαίνονται σχετικά τα εξής από το σύγγραμμα Injunctions, David Bean, Sweet & Maxwell, 14th edition, 2021, σελ.175:

 

«The case should be heard in private, since the whole point of the procedure is lost if the defendant learns that the without notice application is being made.»

 

 

Τονίζεται όμως ότι το στοιχείο της καθυστέρησης στην καταχώριση της αίτησης για έκδοση διατάγματος έρευνας εξετάζεται σε αιτήσεις του τύπου αυτού από το Δικαστήριο όπως σε όλες τις αιτήσεις που εκδίδονται βάσει του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1964 και δυνάμει των αρχών της επιείκειας στο πλαίσιο δηλαδή της ακρόασης της αίτησης.

 

Είναι σαφές κατά την κρίση μας ότι ο ενάγων δεν μπορεί να ζητήσει την έκδοση διατάγματος Anton Piller μονομερώς σε οποιονδήποτε στάδιο, χωρίς να χρειαστεί να αιτιολογήσει, την όποια καθυστέρηση του να κινηθεί δικαστικά μόλις κατέστη εμφανής η αναγκαιότητα για έκδοση τέτοιου διατάγματος. Ούτε η ίδια η φύση του διατάγματος Anton Piller για προστασία μαρτυρικού υλικού καταδεικνύει κάτι τέτοιο. Τέτοια θεώρηση θα ήταν αντίθετη με τις πρόνοιες των προαναφερθέντων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αλλά και της νομολογίας ως προς την έκδοση ενδιάμεσης θεραπείας δυνάμει του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Αντιθέτως είναι σαφές ότι η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση αίτησης και για αυτά τα διατάγματα όπως και για τα υπόλοιπα παρεμπίπτοντα διατάγματα δυνάμει του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, μπορεί να είναι καθοριστική στην απόρριψη του αιτήματος (βλ. Bacardi & Co. Ltd ν. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788).

 

Κρίνουμε ότι το Δικαστήριο στην εξέταση και αυτού του είδους των διαταγμάτων θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι πέραν του ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις όπως έχουν νομολογηθεί ή ερμηνευθεί στα πλαίσια της νομολογίας του Anton Piller και ότι επιπλέον ο αιτητής δεν καθυστέρησε αδικαιολόγητα να προωθήσει το αίτημα του. Οι αρχές είναι οι ίδιες αφού έχουν παρόμοιες παραμέτρους, δηλαδή την μονομερή έκδοση διαταγμάτων και αυξημένο βάρος απόδειξης λόγω της δραστικότητας τους αλλά και του ότι δεν εκπροσωπείται η άλλη πλευρά στην διαδικασία.  Οπότε και ο παράγων χρόνος σαφώς και προσμετρά και σαφώς δεν είναι χωρίς σημασία ούτε μπορεί να απομονωθεί από τις γενικές περιστάσεις της υπόθεσης που είναι σχετικές σύμφωνα με την νομολογία για την αναγκαιότητα λήψης ενδιάμεσων θεραπειών.

 

Επομένως, εν προκειμένω, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει ως προς το ζήτημα της επίδοσης της αιτήματος για διατάγματα έρευνας τύπου Anton Piller και Imaging Order.

 

Βάσει του Μέρους 41.12. των Κανονισμών, παραμερίζεται το διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επίδοση του μέρους του αιτητικού που αφορά το διάταγμα Anton Piller και Imaging Order. Η αίτηση παραπέμπεται για εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση των υπό κρίση διαταγμάτων Anton Piller και Imaging Order μονομερώς.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. Ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει μονομερώς κατά πόσον δικαιολογείται η έκδοση των διαταγμάτων Anton Piller και Imaging Order.

 

 

 

 

                                                        Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

 

                                                        Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                        Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο