ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E169/2020)
12 Δεκεμβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ARISTOTELOUS (CONSTRUCTION) LIMITED
Εφεσείουσα
ν.
CH. AND P. MAOURIS COMPANY LIMITED
Εφεσίβλητης
-----------------------------
Αλέξανδρος Παπαντωνίου, για Παπαντωνίου και Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα.
Αμφιτρίτη Παναγιώτου (κα), για Αρτεμίου, Πιερή και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημ. 2.12.2020 με την οποία διατάχθηκε ο διαχωρισμός της ανταπαίτησης της εφεσείουσας - εναγομένης και η μη συνεκδίκαση της, με την αγωγή της ενάγουσας - εφεσίβλητης.
Προκύπτει από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα που εμπορεύεται οικοδομικά υλικά, με αγωγή της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αξιώνει από την εφεσείουσα - εναγομένη, η οποία είναι εργοληπτική εταιρεία, το ποσόν των €29.537,12 που αφορά εμπορεύματα που κατ' ισχυρισμό προμήθευσε στην τελευταία, στο πλαίσιο των εργασιών της.
Η εφεσείουσα - εναγομένη με το δικόγραφο της υπεράσπισης της δεν αρνείται την εμπορική συνεργασία με την εφεσίβλητη - ενάγουσα και την αγορά από αυτήν, υλικών οικοδομής. Ισχυρίζεται όμως ότι με συμβόλαιο εργολαβίας ημ. 18.7.2011, η εφεσίβλητη ανέθεσε στην εφεσείουσα την ανέγερση οικοδομής εκ μέρους της, αποτελούμενη από καταστήματα και διαμερίσματα έναντι του αρχικού ποσού των €1.430.000,00 πλέον Φ.Π.Α. Υποστηρίζεται επίσης ότι με προφορική συμφωνία των μερών τον Ιούλιο του 2013, διευθετήθηκε όπως συγκεκριμένο πιστοποιητικό πληρωμής για τις πιο πάνω εργοληπτικές εργασίες, πληρωθεί στην εφεσίβλητη με πίστωση του λογαριασμού της, από αγορά οικοδομικών υλικών. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα η εφεσείουσα ότι το ποσόν που διεκδικεί η εφεσίβλητη για πώληση οικοδομικών υλικών, συμφωνήθηκε να συμψηφιστεί με συγκεκριμένο διατακτικό εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών, δυνάμει της πιο πάνω σύμβασης εργολαβίας.
Η εφεσείουσα ήγειρε ταυτόχρονα ανταπαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης, με την οποία αξιώνει το ποσό των €450.467,68. Ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι το ποσόν αυτό, συνιστά το υπόλοιπο της αξίας οικοδομικής εργασίας που εκτέλεσε προς όφελος της εφεσίβλητης στο πλαίσιο της συμφωνίας εργολαβίας. Παράλληλα, επιζητεί δήλωση του Δικαστηρίου ότι το συμβόλαιο εργολαβίας ημερομηνίας 18.7.2011 μεταξύ των διαδίκων για την ανέγερση οικοδομής από την εφεσείουσα, έχει τερματιστεί λόγω υπαιτιότητας της εφεσίβλητης. Στο εν λόγω ποσόν, η εφεσείουσα συμπεριλαμβάνει και άμεσες και/ή έμμεσες απώλειες και ζημιές που προέκυψαν, λόγω κατ' ισχυρισμό μη έγκαιρης παράδοσης οικοδομικών προϊόντων και/ή παράδοσης προϊόντων εκτός προδιαγραφών από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο σχετική αίτηση της εφεσίβλητης, διέταξε δυνάμει της Δ.21 Θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τον αποκλεισμό της εν λόγω ανταπαίτησης και την μη συνεκδίκαση της με την αγωγή. Κρίθηκε συναφώς ότι η μαρτυρία που θα απαιτηθεί για απόδειξη της ανταπαίτησης θα επιφέρει σημαντική δυσχέρεια στης εφεσίβλητη - ενάγουσα και σημαντική καθυστέρηση στην υπόθεση της, εφόσον η μαρτυρία η οποία θα προσαχθεί προς απόδειξη της απαίτησης δεν διαφαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με την μαρτυρία, η οποία πιθανώς να προσαχθεί προς απόδειξη της ανταπαίτησης. Κρίθηκε επίσης ότι η εφεσείουσα κατά την ακρόαση της αίτησης δεν είχε προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να υποστηρίξει την αναγκαιότητα ή το πρόσφορο συνεκδίκασης της ανταπαίτησης με την αγωγή.
Έγινε ως εκ τούτου δεχτή η θέση της εφεσίβλητης ότι, αν η ανταπαίτηση παραμείνει, η διαδικασία θα διευρυνθεί και θα περιπλακεί με αποτέλεσμα να προκληθεί υπέρμετρη καθυστέρηση και άρα δυσχέρεια στην υπόθεση της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την θέση της εφεσείουσας για υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης. Παρότι σημείωσε ότι η αίτηση καταχωρίστηκε 4 χρόνια μετά την καταχώριση της ανταπαίτησης, έκρινε ότι δεν υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση, με δεδομένο ότι η εκδίκαση της υπόθεσης δεν είχε ακόμη αρχίσει.
Η εφεσείουσα με δύο λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αναφέρει στην απόφασή του ότι υπήρχε συμφωνία συμψηφισμού των απαιτήσεων της εφεσίβλητης (για αγαθά) με αυτές της εφεσείουσας (δυνάμει του συμβολαίου εργολαβίας), και ενώ η εν λόγω συμφωνία συμψηφισμού είχε γίνει παραδεκτή από την εφεσίβλητη με την 'απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση', τελικά το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αυτή τη συμφωνία ούτε τις συνέπειες της και, ότι μεταξύ άλλων καθιστούσε επιβεβλημένη την εκδίκαση των εκατέρωθεν απαιτήσεων σε μία διαδικασία, ενώ ο διαχωρισμός της ανταπαίτησης θα προκαλούσε σοβαρή αδικία σε βάρος της εφεσείουσας.
Είναι η θέση της εφεσείουσας όπως προκύπτει από το περίγραμμα αγόρευσης της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε τη συνάφεια μεταξύ της αγωγής και της ανταπαίτησης. Η αγωγή αφορά σε αξιώσεις για εμπορεύματα που πωλήθηκαν από την εφεσίβλητη προς στην εφεσείουσα. Με την ανταπαίτηση της, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι τυχόν οφειλές της για τα εμπορεύματα θα συμψηφίζονταν με τις οφειλές της εφεσίβλητης προς την ίδια, δυνάμει του συμβολαίου εργολαβίας ημερ. 18.7.2011. Ως εκ τούτου, η ανταπαίτηση συνδέεται ως προς την εξέλιξη των όλων σχέσεων των μερών και ως προς τις συνέπειες τους στα δικαιώματα που απορρέουν τόσο από τη συμφωνία εργολαβίας όσο και από τη συμφωνία συμψηφισμού, ώστε να μην δύναται να διαχωριστεί με τον τρόπο που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Αναφέρεται επίσης στον πρώτο λόγο έφεσης ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε στο μη επαρκώς αιτιολογημένο συμπέρασμα ότι δεν διαπιστώθηκε καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης στις 12.5.2020, ενώ η αγωγή και η ανταπαίτηση είχαν καταχωριστεί στις 29.10.2015 και 11.5.2016, αντίστοιχα. Στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, αναφέρεται επίσης ότι η υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εφεσίβλητης στην καταχώριση της αίτησης αποκλεισμού της ανταπαίτησης, έχει ως αποτέλεσμα την παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος της εφεσείουσας δυνάμει του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012). Συνεπώς, η απόρριψη της έφεσης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στην εφεσείουσα καθότι ουσιαστικά θα στερηθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Στον δεύτερο λόγο έφεσης, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία καταδικάζοντας την εφεσείουσα στα έξοδα της αίτησης.
Η εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσης της, ήγειρε ζήτημα ως προς το εφέσιμο της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, υποβάλλοντας, ότι αυτή δεν είναι καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων, όπως απαιτεί η σχετική νομολογία.
Επί της ουσίας της έφεσης, η εφεσίβλητη ενώ παραδέχεται την ύπαρξη της συμφωνίας συμψηφισμού, προβάλλει διαφορετικούς ισχυρισμούς αναφορικά με τους όρους και το εύρος της εν λόγω συμφωνίας. Συγκεκριμένα δεν παραδέχεται ότι η επίδικη συμφωνία συμψηφισμού κάλυπτε όλες τις οφειλές του ενός μέρους προς το άλλο, αλλά μόνο ένα συγκεκριμένο ποσό. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε συμφωνία για συμψηφισμό του κατ' ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού που ζητά με την αγωγή της, βάσει του τελικού πιστοποιητικού πληρωμής των οικοδομικών εργασιών.
Είναι ακόμα η θέση της εφεσίβλητης ότι ορθά και δίκαια το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για διαχωρισμό της ανταπαίτησης καθώς με αυτό τον τρόπο, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις της νομολογίας για εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και εξόδων. Υποστηρίζεται επί του προκειμένου ότι σε αντίθεση με την αγωγή της εφεσίβλητης, η ανταπαίτηση της εφεσείουσας εγείρει σημαντικά και περίπλοκα θέματα, τα οποία αφορούν συμβόλαιο εργολαβίας. Το ίδιο και η υπεράσπιση στην ανταπαίτηση που έχει καταχωρήσει η εφεσίβλητη.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς για υπέρμετρη καθυστέρηση η εφεσίβλητη σημείωσε ότι η αγωγή δεν είχε οριστεί για ακρόαση αφού οι διάδικοι δεν έχουν ακόμη προβεί σε αποκάλυψη εγγράφων. Δεν έγινε επιθεώρηση εγγράφων και το Δικαστήριο δεν έχει εκδώσει οποιεσδήποτε οδηγίες για τη διεξαγωγή της ακρόασης. Η δε αίτηση καταχωρίστηκε εν μέσω των ειδικών ρυθμίσεων του Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Λευκωσίας λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, 4 μήνες μετά την καταχώριση του δικογράφου της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση.
Το πρώτο ζήτημα που θα μας απασχολήσει, είναι το εφέσιμο της υπό κρίση ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το Άρθρο 25.1(γ) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως ίσχυε κατά τους επίδικους χρόνους, ενδιάμεση απόφαση υπόκειται σε έφεση όταν είναι απόλυτα καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα της, για τα δικαιώματα των διαδίκων. Να σημειωθεί ότι μετά την καταχώριση της παρούσας έφεσης, το Άρθρο 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου έχει τροποποιηθεί. Συγκεκριμένα με τον τροποποιητικό Νόμο 146(Ι)/2022, δόθηκε δικαίωμα έφεσης σε όλες τις ενδιάμεσες αποφάσεις, «ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτές είναι καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων». Τίθεται ως εκ τούτου ζήτημα κατά πόσον ο εν λόγω τροποποιητικός Νόμος 146(Ι)/2022 είναι διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου έχει αναδρομική ισχύ, σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν πριν τη θέσπιση του.
Στην υπόθεση , Πολ. Έφεση Ε14/2017 και Ε209/2017, ημ. 25/2/2019 το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμποντας σε προηγούμενη νομολογία αναφορικά με την αναδρομικότητα του Άρθρου 25.1 του Νόμου 14/60, έκρινε ότι η τροποποίηση του εν λόγω άρθρου με τον Νόμο 109(Ι)/2017, είχε αναδρομική ισχύ λόγω της διαδικαστικής φύσης της νομοθετικής αυτής διάταξης. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
"Επί της ουσίας της έφεσης, κατ' αρχάς ζητά όπως η έφεση απορριφθεί καθότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη. Παρά την τροποποίηση του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το εφέσιμο ή όχι της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί με βάση το νομικό καθεστώς που επικρατούσε πριν την τροποποίηση του Νόμου και συγκεκριμένα στη βάση των αποφασισθέντων στις υποθέσεις Χάσικος κ.ά ν. Χαραλαμπίδη (1990 1 Α.Α.Δ 389 και Χαρούς v. Χαρούς (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530. Εισηγήθηκε ότι κατά το χρόνο επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης και κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας έφεσης, οι πρόνοιες της τροποποιητικής νομοθεσίας δεν τύγχαναν εφαρμογής.
Δεν συμφωνούμε. Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2008 (Ν. 118(Ι)/08) κατά την άποψή μας είναι διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου έχει αναδρομική ισχύ σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν πριν τη θέσπισή του. (Βλ. Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ και Datamedia A.E. v. K.S.N. (Business Aids) Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 13)".
Συνεπώς το άρθρο 25(1) σαφώς και έχει αναδρομική ισχύ.»
Η ίδια αρχή ισχύει κατά την άποψη μας και στην παρούσα περίπτωση, όπου το Άρθρο 25.1 τροποποιήθηκε στην συνέχεια με τον τροποποιητικό Νόμο 146(Ι)/2022. Η διαμόρφωση του Άρθρου 25.1 όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 146(Ι)/22, έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται στις υποθέσεις που εκκρεμούσαν πριν την εν λόγω τροποποίηση, δεδομένης της διαδικαστικής φύσης της νομοθετικής αυτής τροποποίησης, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας υπόθεσης.
Έτσι δεν τίθεται ζήτημα, η υπό κρίση απόφαση να μην είναι εφέσιμη αφού σύμφωνα με το Άρθρο 25.1 όπως ισχύει σήμερα και όπως εφαρμόζεται αναδρομικά σε όλες τις εκκρεμούσες κατά την τροποποίηση του υποθέσεις, δίδεται δικαίωμα έφεσης σε όλες τις ενδιάμεσες αποφάσεις, «ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτές είναι καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων»
Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης θα πρέπει να τονίσουμε ότι ακόμη και στην περίπτωση που θα κρίναμε ότι δεν έχει αναδρομική ισχύ ο Νόμος 146(Ι)/22, η υπό κρίση απόφαση είναι εφέσιμη δυνάμει του Άρθρου 25.1 και με το λεκτικό που ίσχυε πριν την πιο πάνω τροποποίηση κατά τον χρόνο καταχώρισης της παρούσας έφεσης.
Στην υπόθεση (2003) 1 Α.Α.Δ 1530, γίνεται ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας και ανάλυση αυθεντιών αναφορικά με το δικαίωμα έφεσης δυνάμει του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ως ίσχυε κατά τους επίδικους χρόνους. Υιοθετήθηκε κατά πλειοψηφία, η ερμηνεία του όρου «απόφαση» στο Άρθρο 25.1 του Νόμου 14/60 όπως δόθηκε στην (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, και των μεταγενέστερων αποφάσεων που στοιχειοθετούνται στον ίδιο λόγο και καθορίζουν ποιες ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση. Κρίθηκε συναφώς ότι μόνο ενδιάμεσες αποφάσεις που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα δικαιώματα των διαδίκων, μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται κάθε απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται στην πορεία της δίκης. Ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να ασκηθεί έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης που αφορά αμιγώς διαδικαστικό δικονομικό θέμα που θα μπορούσε να κριθεί ευχερώς στο πλαίσιο ενδεχόμενης έφεσης κατά της τελικής απόφασης.
Αντιθέτως στην υπόθεση (2006) 1 ΑΑΔ 665, ενδιάμεση απόφαση με την οποία οριστικοποιήθηκε μονομερές συντηρητικό διάταγμα, κρίθηκε ότι είναι εφέσιμη καθότι επηρεάζει τα δικαιώματα των διαδίκων.
Στην (2005) 1 ΑΑΔ 757 που αφορούσε απόρριψη αιτήματος για διαγραφή της αγωγής, λέχθηκε ότι δεν γίνεται διάκριση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιάμεσων αιτήσεων, ανάλογα με το θέμα στο οποίο κάθε απόφαση αφορά αλλά μόνο κριτήριο είναι το κατά πόσον επηρεάζει καθοριστικά τα δικαιώματα των διαδίκων. Η υπόθεση ανήκε όπως και οι αιτήσεις για συνοπτική απόφαση, στην τάξη εκείνων των αιτήσεων που, το κατά πόσο η απόφαση σ' αυτές είναι εφέσιμη, εξαρτάται από το αποτέλεσμα τους. Εάν η αίτηση απορριφθεί, η απόφαση δεν είναι εφέσιμη γιατί δεν δηλώνει ούτε καθορίζει τα δικαιώματα των διαδίκων. Σε αντίθεση με την περίπτωση που η αίτηση θα γινόταν αποδεκτή και έτσι θα περιοριζόταν καθοριστικά το δικαίωμα του καθ' ου η αίτηση να προωθήσει τις θέσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το ίδιο ισχύει κατά την άποψη μας μας και στην παρούσα περίπτωση. Από την στιγμή που η αίτηση για αποκλεισμό της ανταπαίτησης εγκρίθηκε από το Δικαστήριο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση ότι πρόκειται αποκλειστικά για δικονομικής φύσης απόφαση που δεν είναι εφέσιμη και θα μπορούσε ευχερώς να προσβληθεί στην διαδικασία έφεσης της αγωγής. Αντιθέτως, πρόκειται για απόφαση καθοριστική για την πορεία της υπόθεσης αλλά για τα δικαιώματα της εφεσείουσας, η οποία εμποδίζεται να προβάλει τις θέσεις της όπως προκύπτουν από την ανταπαίτηση, στην εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, ειδικότερα εφόσον εν προκειμένω, η βάση της ανταπαίτησής της είχε όπως ισχυρίζεται κατά την ημερομηνία του διατάγματος αποκλεισμού της παραγραφεί.
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση είναι εφέσιμη δυνάμει του Άρθρου 25.1 του Νόμου 14/60 όπως ίσχυε κατά τους επίδικους χρόνους αφού επηρεάζει καθοριστικά και έχει άμεσες επιπτώσεις στο δικαίωμα της εφεσείουσας να προωθήσει τις θέσεις της στην υπό εκδίκαση αγωγή όπως προβάλλονται στην ανταπαίτηση της.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, επαναλαμβάνουμε ότι δεν τίθεται ζήτημα η υπό κρίση απόφαση να μην είναι εφέσιμη γιατί όπως έχουμε προαναφέρει, το ισχύον σήμερα δικαιοδοτικό πλαίσιο του Άρθρου 25.1 όπως διαμορφώθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 146(Ι)/22, και το οποίο επιτρέπει την καταχώριση έφεσης εναντίον αποφάσεων «ανεξαρτήτως του κατά πόσον αυτές είναι καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων», έχει αναδρομική ισχύ και ως εκ τούτου εφαρμόζεται και στην παρούσα υπόθεση.
Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας των λόγων έφεσης που επικαλείται η εφεσείουσα.
Σημειώνεται ότι η υπό κρίση αίτηση, εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, στην βάση της Δ.21 Θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όπως ίσχυαν τότε.
Στην υπόθεση Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954 λέχθηκε ότι το Εφετείο επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόνο αν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, αν εφαρμόσθηκε λανθασμένη αρχή δικαίου, αν δεν λήφθηκαν υπόψη παράγοντες που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη ή αν λήφθηκαν υπόψη παράγοντες που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, ή αν η απόφαση είναι καθαρά εσφαλμένη.
Όπως προαναφέρθηκε, το δικαιοδοτικό πλαίσιο για τον αποκλεισμό ανταπαίτησης δυνάμει των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, καθορίζεται από την Δ.21 Θ.10, η οποία έχει ως ακολούθως:
Σε ελεύθερη μετάφραση
«Όταν ο εναγόμενος ασκήσει ανταπαίτηση, εάν ο ενάγων ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που κατέστη διάδικος σε αυτήν υποστηρίζει ότι η αξίωση που προβάλλεται κατ' αυτόν τον τρόπο δεν πρέπει να εκδικαστεί με ανταπαίτηση, αλλά με αυτοτελή αγωγή, το δικαστήριο ή ο δικαστής μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο να διατάξει τον αποκλεισμό της εν λόγω ανταπαίτησης.»
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο ασκεί την διακριτική του ευχέρεια για τον αποκλεισμό ανταπαίτησης δυνάμει της πιο πάνω διαταγής, έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Ιωακείμ Χαραλάμπους κ.α ν. Athina Leathergoods Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ 787. Το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 Α.Α.Δ 710, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Το δεύτερο σκέλος των θέσεων των εφεσειόντων διέπεται από τις αρχές που διέπουν τον αποκλεισμό ανταπαίτησης. Καθώς έχει προαναφερθεί το θέμα διέπεται από τον Θ.10 της Δ.21. Ο τελευταίος έχει ερμηνευθεί στην Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 Α.Α.Δ 710, 714, στην οποία οι σχετικές αρχές έχουν επεξηγηθεί ως εξής:
Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποκλείσει την συνεκδίκαση ανταπαίτησης με την αγωγή εφόσον τούτο κρίνεται πρέπον.
Η σχετική εξουσία του Δικαστηρίου είναι συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης η οποία συναρτάται άμεσα με την απρόσκοπτη κατά το δυνατόν διεκπεραίωση της Δίκης.
Η Αγγλική Νομολογία, ερμηνευτική των αντιστοίχων αγγλικών δικονομικών προνοιών στις οποίες η Δ.21 Θ.10 είναι προσαρμοσμένη, αναγνωρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποκλείσει ανταπαίτηση οποτεδήποτε κρίνεται ότι η συνεκδίκαση της με την αγωγή δεν είναι πρόσφορος (expedient) ή θα προκαλέσει δυσχέρεια (inconvenience) στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος.
Ενδεχόμενο πρόκλησης σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής συνιστά δυσχέρεια που παρέχει έρεισμα για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης.
Το κυριαρχικό στοιχείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι το πρόσφορο της εκδίκασης της ανταπαίτησης συγχρόνως με την αγωγή και η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα απ' αυτό το ενδεχόμενο.»
Δυνάμει της Δ.21 Θ.10, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία για διαγραφή της ανταπαίτησης αλλά μόνο για αποκλεισμό συνεκδίκασης της με την αγωγή. Σχετική είναι η υπόθεση Said Galip v. Umit Suleiman (1963) 2 C.L.R 129 όπου το Εφετείο ανέφερε τα εξής:
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.21 Θ.10, το Δικαστήριο μπορεί "ανά πάσα στιγμή" να αποκλείσει, αλλά όχι να διαγράψει, την ανταπαίτηση. Κατά συνέπεια, η ορθή διατύπωση του διατάγματος πρέπει να είναι: "Διατάσσεται η όπως η ανταπαίτηση αποκλειστεί από την εκδίκαση της παρούσας αγωγής"».
Αυτό σημαίνει στην ουσία ότι δεν απορρίπτεται το αγώγιμο δικαίωμα που προβάλει η ανταπαίτηση αλλά απλά, αποκλείεται από την συνεκδίκαση του με την αγωγή και μπορεί να εκδικαστεί μόνο με ξεχωριστή αγωγή που θα καταχωρίσει ο εναγόμενος. Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε και στην μεταγενέστερη υπόθεση Πελετιές ν. Fayek Ataya (1990) 1 Α.Α.Δ 535.
Στην πιο πάνω υπόθεση Πελετιές, επαναλήφθηκε επίσης η αρχή που τέθηκε στην (ανωτέρω) ότι η αίτηση για αποκλεισμό ανταπαίτησης θα πρέπει να καταχωρίζεται το συντομότερο δυνατόν μόλις γίνει αντιληπτό για τον αιτητή ότι η συνεκδίκαση θα προκαλέσει δυσχέρεια στην υπόθεση του και εν πάση περιπτώσει όχι πριν την έναρξη της ακρόασης. Ως εκ τούτου η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης, αποτελεί λόγο για απόρριψη του αιτήματος. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«Ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αίτηση περίπου 6 μήνες μετά που έκλεισε η δικογραφία των αγωγών και αφού προηγουμένως οι αγωγές είχαν οριστεί (30/5/86) για μνεία ενώπιον του Δικαστηρίου.
Από τα πιο πάνω είναι σαφές ότι ο εφεσίβλητος υπήρξε ένοχος αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης για αποκλεισμό των ανταπαιτήσεων διότι έγινε εμφανές ότι θα καθυστερούσε αδικαιολόγητα η δίκη από τη στιγμή που ο εφεσείων καταχώρησε τις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις στις αγωγές.»
Η συνάφεια των επιδίκων θεμάτων της ανταπαίτησης με εκείνα της αγωγής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση ανταπαίτησης. Παρόλα αυτά, η μη συνάφεια της ανταπαίτησης με την αγωγή, ενισχύει την πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα από την συνεκδίκαση, η οποία συνιστά και τον ουσιαστικό λόγο για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης. Επίσης, ο αποκλεισμός της ανταπαίτησης μπορεί να διαταχθεί παρά την συγγενικότητα των επιδίκων θεμάτων με την αγωγή αν η συνεκδίκαση θα επιφέρει σημαντική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης (βλ. Said Galip v. Umit Suleiman ανωτέρω).
Προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία ότι το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.21 Θ.10, συνεκτιμά όλα τα σχετικά γεγονότα που τείνουν να διαμορφώσουν και προδιαγράψουν το πλαίσιο της Δίκης με σημαντικότερο στοιχείο, τα χρονικά όρια επίλυσης της διαφοράς.
Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω ότι η μαρτυρία που θα απαιτηθεί για απόδειξη της ανταπαίτησης θα επιφέρει σημαντική δυσχέρεια στην ενάγουσα - εφεσίβλητη και ουσιαστική καθυστέρηση στην υπόθεση. Αιτιολόγησε την πιο πάνω θέση, υποστηρίζοντας ότι η μαρτυρία η οποία θα προσαχθεί προς απόδειξη της απαίτησης δεν διαφαίνεται να μπορεί να συνδεθεί με την μαρτυρία, η οποία πιθανώς να προσαχθεί προς απόδειξη της ανταπαίτησης.
Σε σχέση με την καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση με δεδομένο ότι η εκδίκαση της υπόθεσης δεν είχε ακόμη αρχίσει.
Στην βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν πρόσφορη η συνεκδίκαση της αγωγής με την ανταπαίτηση και διέταξε τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης δυνάμει της Δ.21 Θ.10.
Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τα πιο πάνω συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εν πρώτοις όπως προκύπτει και από την πρωτόδικη απόφαση, η ανταπαίτηση της εφεσείουσας δεν περιορίζεται σε αξίωση για παράβαση του συμβολαίου εργολαβίας ή της κατ' ισχυρισμό συμφωνίας συμψηφισμού. Προβάλλονται επίσης επιχειρήματα για ζημιές της εφεσείουσας που προέκυψαν λόγω κατ' ισχυρισμό μη έγκαιρης παράδοσης οικοδομικών προϊόντων και/ή παράδοσης προϊόντων εκτός προδιαγραφών από την εφεσίβλητη προς την εφεσείουσα, για τα οποία προϊόντα σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης, εφαρμοζόταν η ως άνω συμφωνία συμψηφισμού. Σημειώνεται δε ότι με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, η εφεσίβλητη παραδέχεται τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας σε σχέση με την ως άνω συμφωνία συμψηφισμού. Εφόσον η αξίωση της εφεσίβλητης βασίζεται σε υπόλοιπο για μη προσδιορισμένες χρονικά αγορές από την εφεσείουσα, θεωρούμε ότι η πιο πάνω συμφωνία συμψηφισμού και οι συνέπειες της στο σύνολο των συναλλαγών των διαδίκων, σχετίζεται άμεσα με την αξίωση αυτή.
Αλλά ούτε και ο ισχυρισμός της εφεσείουσας στην ανταπαίτηση της ότι συγκεκριμένο πιστοποιητικό πληρωμής για τις πιο πάνω εργοληπτικές εργασίες στις οποίες προέβηκε, θα πληρωνόταν στην εφεσίβλητη με πίστωση του λογαριασμού της για την αγορά των επίδικων οικοδομικών υλικών δεν είναι εντελώς άσχετος με την απαίτηση της εφεσίβλητης. Διαπιστώνεται από τα δικόγραφα, μια συνάφεια στα επίδικα θέματα που προβάλει η ανταπαίτηση, με αυτά της αγωγής. Είναι προφανές ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην ανταπαίτηση της εφεσείουσας, συνδέονται άμεσα με το όλο πλέγμα των εμπορικών σχέσεων των διαδίκων αλλά και με τις συνέπειες τους στα δικαιώματα που απορρέουν τόσο από τη συμφωνία πώλησης οικοδομικών υλικών της εφεσίβλητης προς την εφεσείουσα όσο και από το συμβόλαιο εργολαβίας και τον κατ' ισχυρισμό συμψηφισμό των εκατέρωθεν υποχρεώσεων.
Παρότι λοιπόν τα γεγονότα που στοιχειοθετούν αγωγή και ανταπαίτηση είναι σε κάποιο βαθμό διαφορετικά, εντούτοις έχουν ως κοινό υπόβαθρο, την διαφορά των διαδίκων αναφορικά με το σύνολο και το όλο πλέγμα της εμπορικής τους συνεργασίας.
Δεν μας διαφεύγει η προαναφερθείσα νομολογική αρχή ότι η συνάφεια των επιδίκων θεμάτων της ανταπαίτησης με την αγωγή δεν είναι αρκετός λόγος για απόρριψη του αιτήματος αποκλεισμού της ανταπαίτησης και ότι το βασικό κριτήριο είναι η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα. Όμως η συνάφεια των δύο παρότι δεν αποτελεί προϋπόθεση συνεκδίκασης, εν τούτοις συνιστά παράγοντα που λαμβάνεται υπ' όψη σε συνάρτηση πάντοτε με το θεμελιακό ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο της άσκησης της ευρείας διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.21 Θ.10, κατά πόσο είναι πρόσφορη η συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την απαίτηση.
Σχετική είναι η απόφαση (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1379) όπου λέχθηκε ότι η εκεί διαπιστωθείσα συνάφεια μεταξύ απαίτησης και ανταπαίτησης, μείωνε τη σημασία οποιασδήποτε δυσχέρειας, καθυστέρησης και δαπάνης που θα συνεπάγετο η συνεκδίκαση. Αυτό γιατί η εξάρτηση των δύο, καθιστούσε πρόσφορη, αν όχι και αναγκαία τη συνεκδίκαση τους. Η συνάφεια δηλαδή των επιδίκων θεμάτων μπορεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις να καταδεικνύει και το πρόσφορο της συνεκδίκασης, ιδιαίτερα όταν δεν διαπιστώνεται τέτοια υπέρμετρη πολυπλοκότητα, δυσχέρεια και καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Στην παρούσα υπόθεση, πέραν της συνάφειας των επιδίκων θεμάτων όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, κρίνουμε από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των διαδίκων ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι θα προκληθεί δυσχέρεια στην εφεσίβλητη, αν η ανταπαίτηση συνεκδικαστεί με την αγωγή. Η μαρτυρία του αρχιτέκτονα για την αξία συγκεκριμένου διατακτικού με το οποίο κατ' ισχυρισμό συμφωνήθηκε να εξοφληθεί η απαίτηση της εφεσίβλητης για πώληση οικοδομικών υλικών στην εφεσείουσα δεν βλέπουμε πως θα δυσχεράνει την θέση της εφεσίβλητης στην προώθηση της αξίωσης της, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε έχει καταδειχθεί ότι η γενικότερη μαρτυρία που θα χρειαστεί για απόδειξη της ανταπαίτησης θα επιβαρύνει σε τέτοιο βαθμό τα χρονικά περιθώρια επίλυσης των επίδικων θεμάτων της αγωγής ώστε να δικαιολογείται, το αίτημα αποκλεισμού συνεκδίκασης της ανταπαίτησης.
Αντιθέτως, θεωρούμε ότι η προώθηση της αίτησης αποκλεισμού της ανταπαίτησης από την εφεσίβλητη, επιβάρυνε τον χρόνο εκδίκασης της ουσίας της διαφοράς των διαδίκων (βλ. Πελετιές, ανωτέρω). Για αυτόν τον λόγο δεν μας βρίσκει επίσης σύμφωνους η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης.
Σημειώνεται ότι η εφεσείουσα καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση στις 11.5.2016. Η υπό κρίση αίτηση αποκλεισμού της ανταπαίτησης καταχωρίστηκε στις 12.5.2020, ήτοι 4 χρόνια μετά. Δεν δόθηκε καμία δικαιολογία από την εφεσίβλητη γιατί αδράνησε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να προωθήσει την αίτηση της, ενώ γνώριζε από τον Μάιο του 2016 τους ισχυρισμούς της ανταπαίτησης και την κατ' ισχυρισμό δυσχέρεια που θα της προξενούσε στην αγωγή της.
Το γεγονός ότι η ακρόαση της αγωγής δεν είχε ξεκινήσει δεν δικαιολογεί από μόνο του, συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε κατά την άποψη μας να εκτιμήσει το σημαντικό αυτό στοιχείο και τις επιπτώσεις του στα δικαιώματα της εφεσείουσας, η οποία ισχυρίζεται ότι ο αποκλεισμός της ανταπαίτησης 4 χρόνια μετά την καταχώρηση της, της έχει στην ουσία στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο αφού το αγώγιμο δικαίωμα της ως προς τις αξιώσεις της ανταπαίτησης, έχει παραγραφεί.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του να αποκλείσει την ανταπαίτηση, άσκησε εσφαλμένα την διακριτική του ευχέρεια αφού δεν συνεκτίμησε ορθά το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, τόσον ως προς την συνάφεια των επίδικων θεμάτων και το πρόσφορο της συνεκδίκασης, όσον και ως προς την αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης (βλ. ανωτέρω).
Υπό τις περιστάσεις, η έφεση επιτυγχάνει. Η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται στο σύνολο της και το διάταγμα αποκλεισμού της ανταπαίτησης ακυρώνεται. Τα έξοδα της παρούσας έφεσης καθώς και της πρωτόδικης διαδικασίας, επιδικάζονται εις βάρος της εφεσίβλητης και υπέρ της εφεσείουσας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.