ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε119/2022)

 

6 Δεκεμβρίου 2023

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

------------------------

 

1. ΜΑΡΙΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
2. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ & ΤΙΜΟΘΕΟΥ Δ.Ε.Π.Ε. 


     Εφεσειόντων/Εναγομένων Αρ. 1 & 2

και

ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΖΑΚΟΥ

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

--------------------------

 

 

Μ. Γαβριηλίδης για Γαβριηλίδης & Τιμοθέου ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες

Μ. Αποστολίδης, για Εφεσίβλητο

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί     από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Με 5 λόγους έφεσης οι εφεσείοντες 1 και 2 επιδιώκουν ανατροπή της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία αποδέχτηκε την αίτηση του εφεσίβλητου ημερομηνίας 14.10.2020 και εξέδωσε διάταγμα επαναφοράς της αγωγής αναφορικά με τους εφεσείοντες 1 και 2, παραμέρισε το διάταγμα με το οποίο είχε απορριφθεί η αγωγή εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, όπως και το διάταγμα ακύρωσης και/ή παραμερισμού του διατάγματος έγκρισης του καταλόγου εξόδων των εφεσειόντων 1 και 2, εναντίον του εφεσίβλητου.

 

          Όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και τους λόγους έφεσης και τις αγορεύσεις των μερών, ο εφεσίβλητος καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού  στις 10.5.2019 την αγωγή υπ' αρ. 948/19 σε Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα εναντίον 12 προσώπων, μεταξύ των οποίων είναι οι εναγόμενοι 1 και 2, εφεσείοντες. Με το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, ο εφεσίβλητος ζητούσε την έκδοση διαφόρων διαταγμάτων σε σχέση με σύμβαση πώλησης ακινήτου και άλλων συμφωνιών, όπως και αποζημιώσεις για απάτη και ψευδείς παραστάσεις, που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του διέπραξαν οι εναγόμενοι εναντίον του με αποτέλεσμα να του αποσπάσουν το ποσό των €167.000, αλλά και τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

         Ο εφεσίβλητος σε κάποιο χρονικό σημείο διέκοψε την αγωγή εναντίον των εναγομένων 7 μέχρι 12, οι εναγόμενοι 3, 4 και 6 εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως, ο εναγόμενος 5 δεν καταχώρισε εμφάνιση παρά του ότι επιδόθηκε η αγωγή και εναντίον του είχε καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης, ενώ οι εφεσείοντες 1 και 2 (εναγόμενοι 1 και 2) καταχώρισαν εμφάνιση μέσω δικηγόρου.

 

          Ο εφεσίβλητος δεν καταχώρισε έγκαιρα Έκθεση Απαίτησης και οι εφεσείοντες 1 και 2 καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζητούσαν απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ τους και εναντίον του εφεσίβλητου, λόγω παράλειψης προώθησης της αγωγής. Η αίτηση είχε επιδοθεί στον δικηγόρο του εφεσίβλητου και επειδή η Έκθεση Απαίτησης του ενάγοντα δεν είχε καταχωριστεί μέχρι την ημερομηνία που είχε οριστεί η αίτηση, το Δικαστήριο επισημαίνοντας ότι η μη καταχώριση Έκθεσης Απαίτησης σημαίνει και έλλειψη ενδιαφέροντος για προώθηση της αγωγής από πλευράς εφεσίβλητου, σε ό,τι αφορά τους εφεσείοντες 1 και 2, απέρριψε την αγωγή εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 με έξοδα υπέρ τους και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

          Μετά την απόρριψη της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, ο εφεσίβλητος καταχώρισε Έκθεση Απαίτησης αναφορικά με τους εναγόμενους 1-6, αφού προηγουμένως έλαβε και διάφορα διαβήματα στην αγωγή όπως καταχώριση αίτησης για ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος και διακοπή της αγωγής εναντίον των εναγομένων 7 μέχρι 12, εναντίον των οποίων αξιώνει αποζημιώσεις, διάφορες άλλες θεραπείες και διατάγματα. Οι εφεσείοντες 1 και 2 με επιστολή τους που καταχωρήθηκε στο Πρωτοκολλητείο και τέθηκε στον φάκελο της υπόθεσης, ανάφεραν ότι η αγωγή είχε απορριφθεί εναντίον τους και ζήτησαν όπως η Έκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου διαγραφεί σε ό,τι τους αφορά.

 

          Ακολούθως, ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση για επαναφορά της αγωγής σε σχέση με τους εφεσείοντες 1 και 2 αναφέροντας, σε υποστηρικτική ένορκη δήλωση του δικηγόρου τους, ότι ουδέποτε του επιδόθηκε η αίτηση των εφεσειόντων 1 και 2 για απόρριψη της εναντίον τους αγωγής και ισχυρίστηκε ότι έλαβε γνώση για την απόρριψη πολύ μεταγενέστερα. Την ένορκη δήλωση ορκίζεται και υπογράφει ο δικηγόρος του εφεσίβλητου. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρει ότι ουδέποτε του επιδόθηκε η αίτηση των εφεσειόντων 1 και 2 για απόρριψη της αγωγής λόγω παράλειψης προώθησης της. Εξηγείται ότι η υπογραφή σε σχετικό έντυπο επίδοσης της αίτησης στον ίδιο, δεν είναι δική του, γι' αυτό και έχει ενημερώσει σχετικά την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και σκοπεύει να προβεί σε επίσημη καταγγελία. Επίσης αναφέρονται λεπτομερώς όλες οι ενέργειες που έγιναν από πλευράς του από την ημέρα καταχώρισης του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος, μέχρι και την ημέρα καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης, δικαιολογώντας έτσι τη θέση του ότι ουδέποτε ο εφεσίβλητος εγκατέλειψε την αξίωση του για την παρούσα αγωγή σε ό,τι αφορά τους εναγόμενους 1‑6. Ισχυρίζεται συναφώς ότι μέσω των διαφόρων αιτήσεων που καταχώρισε αναφορικά με άλλους εναγόμενους, καταδεικνύεται το συνεχές και αδιάλειπτο ενδιαφέρον του εφεσίβλητου για την προώθηση της αγωγής. Τέλος, ισχυρίζεται ότι οι εφεσείοντες 1 και 2 ενήργησαν παράνομα, ανήθικα, δόλια, κακόβουλα και παραπλανητικά με σκοπό να εξαπατήσουν το Δικαστήριο και να επιτύχουν «τεχνηέντως» την απόρριψη της αγωγής εναντίον τους.

          Οι εφεσείοντες 1 και 2 καταχώρισαν ένσταση στην εν λόγω αίτηση, η οποία συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 1, o οποίος είναι επίσης δικηγόρος. Σε αυτή, μεταξύ άλλων, ο εφεσείοντας 1 αντικρούει τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του εφεσίβλητου, ως προς τη μη επίδοση της αίτησης για απόρριψη της αγωγής και δη τους ισχυρισμούς του για πλαστογραφία της υπογραφής του ως ψευδείς και περιφρονητικούς και προς τον επιδότη που διενήργησε την επίδοση, όπως επίσης και έχει ένσταση για το γεγονός ότι ο δικηγόρος του εφεσίβλητου επιρρίπτει βαρύτατες κατηγορίες στους εφεσείοντες 1 και 2 και στους δικηγόρους τους.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του θεώρησε ότι η αίτηση υπό εξέταση ενώπιόν του θα έπρεπε να προσεγγιστεί στη βάση της Δ.26 θ.14 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυε τότε), η οποία προνοεί τα ακολούθα:

 

«14. Any judgment by default, whether under this Order or under any other of these Rules, may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as to costs or otherwise as the Court may think fit.»

 

            Κατ' εφαρμογή της υπόθεσης Evagorou v. Christodoulou and another (1982) 1 C.L.R. 771, όπου λέχθηκε ότι το δικαστήριο διατηρεί, δυνάμει της Δ.26 θ.14, τη διακριτική ευχέρεια να παραμερίσει διάταγμα για απόρριψη αγωγής που εκδόθηκε λόγω μη προώθησης της υπόθεσης, πρόσθεσε επίσης ότι οι αρχές που διέπουν τη Δ.26 θ.14 είναι αυτές που διέπουν τον παραμερισμό της απόφασης δυνάμει της Δ.35 θ.5 και της Δ.17 θ.10. Προχώρησε δε να αναφέρει ότι σύμφωνα με τη νομολογία η ακύρωση απόφασης που εκδίδεται στην απουσία διαδίκου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, το οποίο οφείλει κατά την άσκηση της να σταθμίσει δύο σημαντικούς παράγοντες:

α) την ανάγκη όπως κάθε αγωγή διεκπεραιώνεται και η απόφαση η οποία εκδίδεται κανονικά να παραμένει ως έχει, δηλαδή τη διαφύλαξη της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων (
finality of judgment) με τη βεβαιότητα που τούτο προσδίδει στην έννομη τάξη, αλλά και γενικότερα στην κοινωνία και
β) την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης.

          Όπως επίσης ανάφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το τι συνυπολογίζεται από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, διατυπώνεται στην υπόθεση Bush κ.α. v. Γιαννή (2001) 1Α.Α.Δ. 1342, που επανέλαβε τις αρχές που έχουν καθιερωθεί στην αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, και σε σωρεία άλλων κυπριακών αποφάσεων.

 

          Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο ο συνήγορος του εφεσίβλητου είχε γνώση του δικονομικού διαβήματος που είχαν λάβει οι εφεσείοντες 1 και 2, δηλαδή της αίτησης με την οποία ζητούσαν απόρριψη της αγωγής. Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει το τι αναφέρουν οι συνήγοροι εφεσειόντων 1 και 2 και εφεσίβλητου αντίστοιχα στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν αίτηση και ένσταση, και αφού διαπιστώνει ότι έχει ενώπιόν του δύο διαφορετικές εκδοχές, ότι κανείς εκ των συνηγόρων δεν άσκησε το δικαίωμα αντεξέτασης, αποφάσισε ότι θετική είναι η μαρτυρία του συνηγόρου του εφεσείοντα και αποδέχτηκε τα όσα αναφέρει στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση επαναφοράς και ειδικά ότι αυτός δεν είχε γνώση για την αίτηση που είχε καταχωρηθεί από πλευράς των εφεσειόντων 1 και 2 για απόρριψη της αγωγής και ότι κατά συνέπεια αυτός ήταν ο λόγος που δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο την ημέρα που το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης και απέρριψε την αγωγή σε ό,τι αφορά τους εφεσείοντες 1 και 2.  

 

          Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η θέση του για το ότι τα πράγματα είχαν ως ανωτέρω, ενισχύεται μερικώς και από το γεγονός ότι μετά την απόρριψη της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, ο εφεσίβλητος προχώρησε μέσω του δικηγόρου του με την καταχώριση Έκθεσης Απαίτησης στην οποία προωθούσε την αγωγή εναντίον όλων των εναγομένων.

 

          Ακολούθως, εξέτασε κατά πόσο ο εφεσίβλητος είχε αποκαλύψει την ύπαρξη καλής αιτίας αγωγής και εφαρμόζοντας τα όσα έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων στην υπόθεση Φραντζής v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδότησης) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094, ότι το κριτήριο της ύπαρξης καλής αιτίας αγωγής πρέπει να ικανοποιείται χωρίς το Δικαστήριο να προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας που προσάγεται και χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς, αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος έχει καλή αιτία αγωγής. Παραθέτει κατόπιν τα στοιχεία που δικαιολογούν το εν λόγω εύρημα και ότι δεν είχε υποδειχθεί οποιαδήποτε καθυστέρηση ή ολιγωρία σε σχέση με την καταχώριση της αίτησης για επαναφορά της αγωγής μετά που έμαθε για τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόρριψη της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2. Κρίνοντας τέλος, τη διαγωγή του εφεσίβλητου στο σύνολο της αποφάσισε ότι δεν έδειξε αδιαφορία, ούτε καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, ούτε και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του, ώστε να του στερηθεί το δικαίωμα να ακουστεί στην υπόθεση του.

 

          Οι εφεσείοντες 1 και 2 ζητούν την ακύρωση της εν λόγω απόφασης με 6 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψη του τα όσα ο δικηγόρος του εφεσίβλητου αναφέρει στην ένορκη του δήλωση και λανθασμένα και αυθαίρετα αγνόησε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων 1 και 2.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλουν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και λειτούργησε υπό λανθασμένη αντίληψη για το βάρος της απόδειξης, αγνοώντας το βάρος απόδειξης που έφερε ο εφεσίβλητος. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα έκρινε ότι ο εφεσίβλητος έχει καλή αιτία αγωγής. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα έκρινε ότι ο εφεσίβλητος έχει σοβαρή και εύλογη αιτία για την παράλειψη του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο την ημέρα που ήταν ορισμένη η αίτηση για απόρριψη της αγωγής εναντίον του, ενώ με τον πέμπτο λόγο αναφέρουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια εγκρίνοντας την αίτηση επαναφοράς. Με τον έκτο λόγο έφεσης προωθούν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και απλά προέβαλε αόριστους, γενικούς και αστήρικτους ισχυρισμούς χωρίς την παράθεση περαιτέρω στοιχείων.

          Έχουμε μελετήσει τα περιγράμματα αγόρευσης που έχουν καταχωρηθεί και από τους δύο συνηγόρους, τους οποίους και έχουμε ακούσει και στο στάδιο της ακρόασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης, αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα έλαβε υπόψη του την ένορκη δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου καθ' ότι είχε καταρτιστεί από τον ίδιο τον δικηγόρο που εκπροσωπεί τον εφεσίβλητο και με βάση τις αρχές που έχουν καθιερωθεί στην υπόθεση D. Rybolovlev v. E. Rybolovleva και M. Holdings Ltd κ.α. v. E. Rybolovleva, πολιτικές εφέσεις 130/09 και 131/09, ημερ. 29.01.2010, προσθέτοντας ότι δεν έχει προβληθεί τεκμηριωμένη εξήγηση από τον δικηγόρο του εφεσίβλητου και ενόρκως δηλούντα για ποιο λόγο δεν προέβη ο ίδιος στην ένορκη δήλωση. Σημειώνουμε ότι στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, ο ομνύων αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον εφεσίβλητο να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους του, αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος απουσιάζει στις ΗΠΑ για επαγγελματικούς λόγους εδώ και μήνες και ότι o ίδιος είναι το μόνο πρόσωπο που έχει προσωπική γνώση για τα γεγονότα που δίδει μαρτυρία και δη για την επίδοση που κατ' ισχυρισμό είχε γίνει στον ίδιο της αίτησης για απόρριψη της αγωγής. Σημειώνουμε επίσης, ότι πέραν της βασιμότητας των πιο πάνω θέσεων του συνηγόρου του εφεσίβλητου, απ' ό,τι φαίνεται στη μετέπειτα διαδικασία ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ειδικά την ακρόαση της αίτησης για επαναφορά της αγωγής, δεν τη χειρίστηκε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου o οποίος προέβηκε στην ένορκη δήλωση, αλλά άλλος δικηγόρος. Αυτό προκύπτει και από το κείμενο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επίσης, το τι η νομολογία αναφέρει είναι ότι δεν είναι επιθυμητό, όχι όμως απαγορευτικό, να προβαίνει στην ένορκη δήλωση ο δικηγόρος διαδίκου. Στην παρούσα διαδικασία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα γεγονότα που ορκίστηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, άπτονταν της προσωπικής του σφαίρας γνώσης και για τους σκοπούς της διαδικασίας της αίτησης επαναφοράς ο συνήγορος του εφεσίβλητου δεν λειτουργούσε ως δικηγόρος του εφεσίβλητου, αλλά ως μάρτυρας, εφόσον την ακρόαση όπως έχει ήδη αναφερθεί χειρίστηκε άλλος δικηγόρος. Άρα ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Ο δεύτερος λόγος έφεσης, αφορά τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων 1 και 2. Ούτε και αυτός ο λόγος ισχύει. Στην ένορκη του δήλωση ο συνήγορος του εφεσίβλητου αναφέρει σωρεία γεγονότων, ισχυρισμών και ενεργειών. Σημειώνουμε ότι η πλευρά των εφεσειόντων 1 και 2, είχαν κάθε δικαίωμα να ζητήσουν την αντεξέταση του, πράγμα το οποίο δεν έκαναν. Επομένως, εφόσον οι ένορκες δηλώσεις παρέμειναν χωρίς αμφισβήτηση, δεν ήταν λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προτιμήσει την εκδοχή του εφεσίβλητου, έχοντας υπόψη του το Δικαστήριο και το βάρος απόδειξης που έφερε η κάθε πλευρά. Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση ότι ισχύει η θέση των εφεσειόντων 1 και 2 ότι η θέση του εφεσίβλητου περί μη επίδοσης παρέμεινε γενική και αόριστη. Υπάρχουν στην ένορκη δήλωση του συνηγόρου του εφεσίβλητου αρκετά γεγονότα που δείχνουν τις ενέργειες που είχαν γίνει γύρω από το θέμα και τους ισχυρισμούς οι οποίοι τίθενται.

 

          Έκθετος σε απόρριψη είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα έκρινε ότι ο εφεσίβλητος είχε καλή αιτία αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος παρέθεσε στοιχεία και γεγονότα για την ανάμειξη όλων των εναγομένων στη συνομολόγηση των συμφωνιών, στις πληρωμές που έχουν γίνει, στην εμπλοκή ενός εκάστου και στα γεγονότα που οδήγησαν στην οικονομική απώλεια των ποσών που αξιώνει με την αγωγή του. Στο κλητήριο ένταλμα αναφέρονται στοιχεία για αγοραπωλητήρια έγγραφα, ημερομηνίες σύναψης τους, πληρωμές συγκεκριμένων χρηματικών ποσών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και ενέργειες οι οποίες καταλογίζονται στους εναγόμενους. Ομοίως στην ένορκη δήλωση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, σχετική είναι η παράγραφος 18, αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, τα παράπονα και τις αξιώσεις του εφεσίβλητου εναντίον των εναγομένων 1 και 2 και σε συγκεκριμένες ενέργειες και πάλι που έχουν γίνει από κάποιους από τους εναγόμενους. Επίσης, κάποιοι ισχυρισμοί περιέχονται και στην παράγραφο 19 της ένορκης δήλωσης. Δεν συμμεριζόμαστε συνεπώς τη θέση των εφεσειόντων 1 και 2 ότι δεν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη καλής αιτίας αγωγής στον βαθμό που απαιτείτο στο στάδιο αυτό.

          Ούτε και ο τέταρτος λόγος έφεσης ισχύει. Το Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του όλα τα διαβήματα στα οποία προέβηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου για να προωθηθεί η αξίωση του εφεσίβλητου εναντίον όλων των εναπομεινάντων εναγομένων και, αφού δέχτηκε τις θέσεις του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι ουδέποτε του είχε επιδοθεί η αίτηση που καταχώρισαν οι εφεσείοντες για απόρριψη της αγωγής εναντίον τους, ορθά κατέληξε ότι υπήρξε δικαιολογία για τη μη εμφάνιση του εφεσίβλητου την ημέρα που ήταν ορισμένη η αίτηση.

 

 

          Ο εκτός λόγος έφεσης δεν έχει στηριχθεί. Δεν μπορεί να ισχυρίζεται ο εφεσείοντας ότι ο εφεσίβλητος δεν προσήλθε με καθαρά χέρια επί το ότι δεν παρέθεσε συγκεκριμένα στοιχεία για τους ισχυρισμούς και τις καταγγελίες του. Η θέση αυτή είναι πολύ γενική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στην ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση επαναφοράς, ο συνήγορος του εφεσίβλητου κάνει συγκεκριμένες αναφορές στις ενέργειες του σε σχέση με τα γεγονότα που καταλογίζει στους εφεσείοντες 1 και 2 και αναφερόμαστε ειδικότερα στις παραγράφους 9, 10, 11, 12, 16 και 19 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση.

 

          Ως απόρροια των πιο πάνω, θεωρούμε αβάσιμο και τον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός των επιτρεπόμενων ορίων, λαμβάνοντας υπόψη του όλα τα δεδομένα που υπήρχαν ενώπιόν του και αιτιολογώντας πλήρως κάθε εύρημα του. 

 

          Σημειώνουμε ότι κατά την ημερομηνία ακρόασης, οι εφεσείοντες 1 και 2 ανάφεραν ότι η Έκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου θα έπρεπε να είχε επισυναφθεί ως Τεκμήριο στην αίτηση επαναφοράς εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2. Ο λόγος αυτός δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης με τον ορθό δικονομικό τρόπο, και επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση των εφεσειόντων 1 και 2 απορρίπτεται στην ολότητα της. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας  που ανέρχονται στο ποσό των €5.200 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο