ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 92/2020)
20 Δεκεμβρίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
IBRAHIM KAMARA
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
------------------------------
Α. Κληρίδης για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα
Α. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Γ. Κυριακίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργοδικείο Λάρνακας‑Αμμοχώστου στην κατηγορία του βιασμού κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (πρώτη κατηγορία) καθώς και των αδικημάτων της παράνομης κατοχής και προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (δεύτερη και τέταρτη κατηγορία) κατά αντίστοιχη παράβαση των Άρθρων 6(1)(2) και 5(1)(β)(2)(α) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Ν.29/77. Αδικήματα τα οποία σύμφωνα με τις λεπτομέρειές τους διαπράχθηκαν στις 26.6.2019 στην επαρχία Αμμοχώστου, όπου ο Εφεσείων ήρθε παρανόμως σε συνουσία με την παραπονούμενη SG από τη Βρετανία χωρίς τη συναίνεσή της ενώ στον ίδιο τόπο και χρόνο είχε στην κατοχή του χειροποίητο τσιγάρο με άγνωστη ποσότητα κάνναβης το οποίο τής προμήθευσε. Αθωώθηκε στο αδίκημα της χρήσης του εν λόγω χειροποίητου τσιγάρου κάνναβης (τρίτη κατηγορία).
Προς απόδειξη των κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή στηρίχθηκε στη μαρτυρία τεσσάρων μαρτύρων, ήτοι της παραπονούμενης Μ.Κ.1, της Carter, φίλης της παραπονούμενης (Μ.Κ.2), του Λοχία Χρίστου (Μ.Κ.3) και του ιατροδικαστή Χαραλάμπους (ΜΚ4). Ο Εφεσείων όταν κλήθηκε σε απολογία έδωσε μαρτυρία ενόρκως και δεν κάλεσε μάρτυρες. Επίσης στη δίκη δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο και αφορούσαν σειρά γεγονότων σε ποικίλες συνιστώσες των ανακριτικών έργων και της υπόθεσης γενικότερα τα οποία εντάχθηκαν από το Κακουργοδικείο στο σύνολο της μαρτυρίας θεωρώντας τα ως δεδομένα.
Αποτελεί αναμφισβήτητο από τον Εφεσείοντα γεγονός ότι υπήρξε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη πλην όμως ήταν στο επίκεντρο της υπεράσπισής του ότι έγινε με τη συγκατάθεση της παραπονούμενης.
Το Κακουργοδικείο αφού αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος, καταδικάζοντάς τον στις πιο πάνω αναφερόμενες κατηγορίες.
Ο Εφεσείων, καταχωρώντας ο ίδιος την έφεση, προσέβαλλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε. Κατά την προδικασία η έφεση κατά της ποινής αποσύρθηκε από τον συνήγορό του.
Με τους τρεις λόγους έφεσης και τον επιπρόσθετο τέταρτο λόγο έφεσης ο οποίος καταχωρήθηκε μεταγενέστερα, προσβάλλεται η καταδίκη του στις κατηγορίες 1, 2 και 4.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης για τον λόγο ότι η διερμηνεία της διαδικασίας δεν ήταν αντιληπτή από τον ίδιο με αποτέλεσμα εν μέσω της διαδικασίας να γίνει αλλαγή διερμηνέα.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης η δυσχέρεια στη διερμηνεία διαπιστώνεται κατά τη διάρκεια που έδινε μαρτυρία ενόρκως ο Εφεσείων σε μια απάντησή του κατά την κυρίως εξέτασή του (βλ. σελίδες 101 έως 102 των πρακτικών). Η συνήγορος του Εφεσείοντος παραπονέθηκε σε σχέση με την ορθότητα της μετάφρασης, δόθηκε δυνατότητα μετά από διευκρινιστική παρέμβαση της συνηγόρου στον Εφεσείοντα να τοποθετηθεί με σαφήνεια ως προς την αμφισβητούμενη απάντησή του και αυτός έδωσε τη θέση του η οποία καταγράφεται στα πρακτικά. Περαιτέρω αμφισβητήθηκε η διερμηνεία των απαντήσεων του Εφεσείοντος κατά το αρχικό στάδιο της αντεξέτασης. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι το Κακουργοδικείο ελέγχοντας την επάρκεια της διερμηνείας και αφού διέκοψε την αντεξέταση και αφού άκουσε τις απόψεις των συνηγόρων (βλ. σελίδες 110 έως 111 των πρακτικών), έδωσε χρόνο προς αναζήτηση άλλου διερμηνέα ο οποίος εξασφαλίστηκε σε νέα ημερομηνία ότε είχε ορισθεί για συνέχιση η ακρόαση της υπόθεσης. Την ημέρα εκείνη το Κακουργοδικείο, απευθυνόμενο προς τη συνήγορο του Εφεσείοντος, ρώτησε αν θα έπρεπε να αρχίσει εξαρχής η αντεξέταση του Εφεσείοντος και αφού η συνήγορος ανέφερε ότι είχαν γίνει οι απαραίτητες διορθώσεις δεν ζήτησε την επανάληψη. Παρά ταύτα, με προτροπή του Κακουργοδικείου ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής προχωρώντας στη συνέχιση της αντεξέτασης έδωσε την ευκαιρία στον Εφεσείοντα να τοποθετηθεί σε ό,τι είχε ρωτηθεί κατά την αντεξέταση στην προηγούμενη δικάσιμο (βλ. σελίδα 116 των πρακτικών). Επιπρόσθετα το ζήτημα της διερμηνείας απασχόλησε το Κακουργοδικείο στην τελική του απόφαση αναφέροντας και τα ακόλουθα:
«Ως παρένθεση - με τη δική της σημασία - υποδεικνύουμε πως νωρίς κατά την παράθεση της μαρτυρίας του κατηγορουμένου δημιουργήθηκε κάποιο πρόβλημα στη διερμηνεία υπό την έννοια ότι ο διερμηνέας (άλλος από εκείνον που διερμήνευσε τη μαρτυρία της παραπονούμενης), αντιμετώπιζε κάποια δυσχέρεια στο να κατανοεί την αγγλική προφορά του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα τούτο (και κατόπιν αιτήματος της Υπεράσπισης), να οδηγήσει στην απόφαση μας για αντικατάσταση του με άλλον διερμηνέα. Την επόμενη δικάσιμο και μετά που ο κ. Αντωνίου δικαίως αποδέχθηκε να επαναλάβει από την αρχή την αντεξέταση ή κάποιες ερωτήσεις για τις οποίες η Υπεράσπιση είχε διατυπώσει προγενεστέρως επιφυλάξεις, η δικηγόρος του κατηγορουμένου δήλωσε ότι τα κάποια «... λάθη που είχαν εντοπιστεί κατά τη μετάφραση αντιλαμβάνομαι πώς είχαν διορθωθεί επί πρακτικού, επομένως δεν νιώθουμε πως θα ήταν αναγκαίο να αρχίσει από την αρχή η αντεξέταση. Ωστόσο παραμένουν στο μυαλό μας και μας ανησυχούν 2 σημεία τα οποία αναδείχθηκαν κατά την προηγούμενη δικάσιμο και για τα οποία εισηγούμαστε για σκοπούς δίκαιης δίκης όπως επαναληφθούν διά αντίστοιχων ερωτήσεων, ώστε ο κατηγορούμενος να δώσει τη μαρτυρία του μέσω της νέας διερμηνέως που θα ορκιστεί. Αυτά τα σημεία, το ένα ήταν στην κυρίως εξέταση του κατηγορουμένου όπου μετά είχε διευκρινιστεί όταν μεταφράστηκε ότι του έδωσε η παραπονούμενη τσιγάρο και κάπνισε, ο κατηγορούμενος έχει πει cigarette και ο μεταφραστής το μετάφρασε "κάπνισε" όπου δεν διευκρίνισε τι ήταν αυτό που κάπνισε, αν ήταν τσιγάρο κανονικό ή το επίδικο τσιγάρο της κάνναβης για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, άρα το ένα σημείο ήταν εκείνο και το άλλο σημείο όπου ο κατηγορούμενος είχε πει "she walked away" και μετάφρασε ο μεταφραστής "έτρεξε μακριά". Νομίζω είχε διορθωθεί αλλά δεν ξέρω αν είχε διατυπωθεί στο πρακτικό, επειδή είναι και υπόθεση βιασμού ...». Μετά από αυτό, ο κ. Αντωνίου προχώρησε με επανάληψη των περί ων ο λόγος αντεξεταστικών ερωτήσεων, κατά τρόπον που εξασφαλίστηκε η δικαιότητα της διαδικασίας, στο έπακρον θεωρούμε, έχοντας κατά νουν (εκτός από την κείμενη μαρτυριακή παράσταση) και τους πρωτόδικους δικαστικούς χειρισμούς σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στα Κυπριακά Δικαστήρια (βλ. κατ' αναλογίαν, Tarita και Άλλου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 106/14, ημ. 8.7.16, Erbekci ν Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 434, 447-448)».
Με το Άρθρο 12.5(ε) και το Άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος (αντίστοιχο με το Άρθρο 6.3(ε) της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), διασφαλίζεται η παροχή δωρεάν υπηρεσιών διερμηνέα σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να κατανοήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο Δικαστήριο. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου δεν εξαντλείται μόνο στον διορισμό διερμηνέα αλλά απαιτείται και κάποιος έλεγχος αναφορικά με την επάρκεια της παρεχόμενης διερμηνείας (βλ. Knox v. Italy, Αρ. 76577/13, ημερ. 24.1.2019, παράγραφος 182).
Στην υπόθεση Erbekci ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 434, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά:
«. Η διαπίστωσή μας είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδικασίας, έδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για μετάφραση από τα ελληνικά στα τουρκικά και αντίστροφα από ικανούς μεταφραστές έτσι ώστε να κατανοεί ο εφεσείων τα διαμειβόμενα στη διαδικασία. Όταν ο συνήγορος του εφεσείοντα ήγειρε θέμα ότι η μετάφραση δεν γινόταν ικανοποιητικά, το δικαστήριο ανέθεσε αμέσως σε άλλο μεταφραστή την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος προς ικανοποίηση του εφεσείοντα. Ο νέος μεταφραστής ήταν το πρόσωπο που παρακολουθούσε μέχρι εκείνη την ώρα τη μετάφραση και βοηθούσε παράλληλα τον εφεσείοντα. Όταν ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται με δικηγόρο και η ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία διεξάγεται σε γλώσσα που δεν μπορεί να κατανοήσει ο κατηγορούμενος, ο δικηγόρος έχει την ευθύνη να επισύρει την προσοχή του δικαστηρίου και το δικαστήριο καθηκόντως οφείλει να μεριμνήσει ώστε να υπάρχει ικανοποιητική μετάφραση. Το δικαίωμα του κατηγορούμενου να έχει μετάφραση σε κατανοητή γλώσσα κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τότε μόνο υπάρχει παραβίαση αυτού του δικαιώματος όταν το δικαστήριο αντιληφθεί ότι η διαδικασία δεν γίνεται ικανοποιητικά αντιληπτή από τον κατηγορούμενο. Βλ. Jemal Kasapoglou v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 301 και Ahmet Cerkez κ.ά. v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 314. Στην προκείμενη περίπτωση το προαναφερόμενο δικαίωμα του εφεσείοντα δεν έχει καθόλου παραβιασθεί. Από την αρχή της διαδικασίας υπήρχε μεταφραστής ο οποίος αντικαταστάθηκε μόλις ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι δεν ήταν απόλυτα ικανοποιητική η μετάφραση».
Το Κακουργοδικείο στην παρούσα υπόθεση διασφάλισε τα δικαιώματα του Εφεσείοντος παρέχοντας σε αυτόν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δωρεάν διερμηνεία στη γλώσσα που ο Εφεσείων ζήτησε και ελέγχοντας την επάρκεια αυτής, ως προς το ζήτημα ορθής διερμηνείας, έδωσε την ευκαιρία στον Εφεσείοντα να διορθώσει τα όσα αμφισβητήθηκαν εκεί που υπήρξε κάποια δυσχέρεια στη διερμηνεία. Με βάση τα πιο πάνω το δικαίωμα του Εφεσείοντος για δίκαιη δίκη δεν επηρεάστηκε αφού με κανένα τρόπο η παρατηρηθείσα δυσχέρεια στη διερμηνεία δεν επέδρασε αρνητικά στην υπεράσπισή του ούτε θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να επηρεαστεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης συμπλέκονται και αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας τόσο του Εφεσείοντος όσο και το σύνολο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής για την οποία ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι ήταν τέτοια που δημιουργεί έντονη αμφιβολία για την ενοχή του.
Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Εφεσείοντος. Ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντος συνάδει πλήρως με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, εξαιρουμένου του γεγονότος ότι η σεξουαλική επαφή δεν έγινε με τη συναίνεσή της και ως εκ τούτου δεν αξιολογήθηκε ορθά από το Κακουργοδικείο η μαρτυρία του. Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι ουδεμία αντίφαση αναδύθηκε μέσα από τη μαρτυρία του, τέτοιας έκτασης, που να τον καθιστά αναξιόπιστο. Αν υπήρξαν περιορισμένες αντιφάσεις σε επουσιώδη ζητήματα δεν ήταν ικανές να προσβάλουν την αξιοπιστία αφού στην ουσία τους συνάδουν και με τη μαρτυρία της παραπονούμενης.
Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων έχουν διατυπωθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Πολυδώρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 141/17, ημερ. 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B202, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300) και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Συνοπτικά αναφέρουμε ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αντιστρέφονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα είναι παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. P.G.M.S (Private Grammar & Modern Schools) Ltd, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά, ημερ. 12.9.2023). Οι σχετικοί λόγοι έφεσης εξετάζονται υπό το φως των πιο πάνω αρχών.
Το Κακουργοδικείο με λεπτομερή τρόπο καταγράφει την εντύπωσή του από τη μαρτυρία τόσο των μαρτύρων κατηγορίας όσο και του Εφεσείοντος, δίνοντας εξαντλητικά και επιμέρους εξηγήσεις για όλα τα θέματα που ηγέρθηκαν και σε συνάρτηση με τα επιχειρήματα της Υπεράσπισης αναλύει και καταλήγει στη θεώρησή του ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας του Εφεσείοντος.
Εξετάζοντας εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε στα πλαίσια που ορίζει η νομολογία ως προς το έργο της αξιολόγησης, δεν διαπιστώσαμε λανθασμένη προσέγγιση στο έργο του. Όσα έχουν αναφερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορό του μέσω του διαγράμματός του στην προσπάθεια να πείσει για την πλημμέλεια στο έργο του Κακουργοδικείου, δεν είχαν τέτοια δυναμική ούτως ώστε να ανατρέψουν το συμπαγές και συγκροτημένο βάρος σκέψης και διεργασίας του Κακουργοδικείου, το οποίο εξάντλησε κάθε αντικειμενικό και υποκειμενικό συσχετισμό για τα όσα αναφέρθηκαν από τη δικηγόρο Υπεράσπισης. Η πρωτόδικη απόφαση δίδει επαρκή και ικανοποιητική εξήγηση τόσο στα επιμέρους όσο και συνολικά στα όσα οι μάρτυρες ανέφεραν.
Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντος ότι υπήρχε πλήρης ταύτιση της μαρτυρίας του με την παραπονούμενη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Διαπιστώνεται από τη μαρτυρία τους πως, παρά το ότι σε γενικές γραμμές υπήρξε κοινή θέση ως προς το τι προηγήθηκε της μετάβασης τους στην παραλία, αυτό δεν δικαιολογεί τη θέση ότι υπήρχε πλήρης ταύτιση της μαρτυρίας τους. Η Μ.Κ.1 σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν δέχθηκε τη θέση του Εφεσείοντος ότι με τη γλώσσα του σώματος της, τον προσκάλεσε να την ακολουθήσει, ούτε δέχθηκε σε οποιοδήποτε στάδιο της μαρτυρίας της ότι, βρισκόμενοι μέσα στο αυτοκίνητό του, είχε ανοικτά τα πόδια της ή ότι χαΐδευε το πόδι του Εφεσείοντος ή ότι χρησιμοποίησε τη γλώσσα της σεξουαλικά. Περαιτέρω, δεν συμφωνούμε με τη θέση του Εφεσείοντος ότι δεν αμφισβητήθηκαν τα όσα ο ίδιος είχε αναφέρει περί σεξουαλικής προκλητικής στάσης της Μ.Κ.1 μέσα στο αυτοκίνητο (βλ. σελίδα 129 έως 133 των πρακτικών που αφορά την αντεξέταση επί του συγκεκριμένου ισχυρισμού). Δεν διαπιστώνεται επίσης οποιοδήποτε ζήτημα ως προς τα όσα αναφέρθηκαν από την παραπονούμενη για τη χρήση του χειροποίητου τσιγάρου κάνναβης. Ούτε τέθηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου μαρτυρία ή παράλειψη του Κακουργοδικείου να αξιολογήσει τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Οι προφορικές αναφορές του Εφεσείοντος για μη αξιολόγηση γεγονότων δεν δικαιολογούνται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Δεν διαπιστώνουμε λάθος στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.1. Το γεγονός ότι η Μ.Κ.1 ακολούθησε τον Εφεσείοντα για να πάνε βόλτα ή η χρήση οποιωνδήποτε ουσιών δεν εξυπακούει και συναίνεση της για σεξουαλική πράξη με τον Εφεσείοντα. Περαιτέρω, διαφωνούμε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη λόγω περιορισμένων αντιφάσεων, ως ισχυρίζεται στο διάγραμμά του ο συνήγορος του. Η κρίση περί αναξιοπιστίας υπήρξε διότι η μαρτυρία του περιείχε πολλές αντιφάσεις, αοριστίες, υπεκφυγές και ψεύδη ως αυτά αναδεικνύονται από την πρωτόδικη απόφαση.
Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης 2 και 3 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον συμπληρωματικό τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την ύπαρξη ένοχης σκέψης από πλευράς του, εάν δηλαδή η σεξουαλική πράξη η οποία διενεργείται στην απουσία πραγματικής συναίνεσης διενεργήθηκε από πλευράς του Εφεσείοντος εν γνώσει του ότι δεν υφίστατο πραγματική συναίνεση ή αδιαφορώντας για το ζήτημα.
Αναδύεται από την απόφαση του Κακουργοδικείου ξεκάθαρα το εύρημα του ότι η παραπονούμενη είχε καταστήσει σαφές στον Εφεσείοντα ότι δεν συναινούσε σε σεξουαλική πράξη μαζί του. Αποτυπώνεται με σαφήνεια στην απόφαση του Κακουργοδικείου ότι η παραπονούμενη δεν ένιωσε άνετα, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο επιχείρησε να απομακρυνθεί αλλά ο κατηγορούμενος την άρπαξε με τα χέρια του από τη μέση, την έσπρωξε, την έβαλε να ξανακαθίσει στα σκαλοπάτια, η παραπονούμενη έκλαιγε, του έλεγε πολλές φορές να την επιστρέψει στο διαμέρισμα, προσπάθησε να σηκωθεί και να φύγει, δεν το κατόρθωσε, ο κατηγορούμενος την έσπρωξε προς τα πίσω, την ξάπλωσε με τη ράχη στο δάπεδο κατά μήκος των σκαλοπατιών, την κατακρατούσε εκεί, της έλεγε ότι έπρεπε να διασκεδάσουν και πως εκείνη του έλεγε ότι δεν ήθελε.
Είναι προς τούτο ενδεικτικά τα όσα κατωτέρω, καταλήγοντας το Κακουργιοδικείο, ανέφερε στην απόφασή του:
«.Ο κατηγορούμενος τής σήκωσε τότε τη φούστα/Τεκμήριο 6. Παραμέρισε στο πλάι το εσώρουχο της/Τεκμήριο 5. Κατέβασε το παντελόνι. Ανέβηκε πάνω της. Η παραπονούμενη πάγωσε. Δεν ήξερε πώς να ενεργήσει. Ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πως η παραπονούμενη δεν συναινούσε ως εκ των αντιδράσεων και συμπεριφοράς της παραπονούμενης προς τούτον κατά τα προειρημένα, βρισκόμενος από πάνω της, κατόρθωσε να εισχωρήσει διά του πέους του στον κόλπο της. Την βίαζε για περίπου πέντε λεπτά. Η παραπονούμενη, μετά την αμηχανία που την κατέκλεισε (sic) (όταν ανέβηκε πάνω της ο κατηγορούμενος για πρώτη φορά), προσπάθησε να τον απωθήσει. Μα ήταν πολύ βαρύς. Ο κατηγορούμενος δεν χρησιμοποίησε προφυλακτικό».
Ως εκ των ανωτέρω, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Τέλος, τα εγερθέντα προφορικά από τον Εφεσείοντα ζητήματα περί παραβίασης του Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Δικαίου, παρέμειναν χωρίς καμία ουσιαστική υποστήριξη. Επίσης, ως προς τα εγερθέντα ζητήματα προκατάληψης του Δικαστηρίου και ρατσιστικής συμπεριφοράς καθώς και ισχυρισμοί ότι χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο η υπόθεση του Εφεσείοντος για πολιτικούς λόγους, είναι παντελώς ατεκμηρίωτα, αβάσιμα και απαράδεκτα. Πέραν τούτου δεν περιλαμβάνονται καν στους λόγους έφεσης.
Ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Αχτάρ Ανδρέας κ.α. v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 397 στη σελ. 315:
«Επιχειρήματα προκατάληψης και σχετικές επικρίσεις εναντίον Δικαστών, πρέπει να αναπτύσσονται μόνο μετά από μεγάλη περίσκεψη και να στοιχειοθετούνται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια και λεπτομέρεια».
Τα σχόλια αυτά αδικούν πλήρως τον άψογο τρόπο διεξαγωγής της πρωτόδικης διαδικασίας στην οποία διασφαλίστηκαν πλήρως όλα τα δικαιώματα του Εφεσείοντος ως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης τα οποία μελετήσαμε προσεκτικά.
Η Έφεση απορρίπτεται.
X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.