ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 271/2022)

 

20 Δεκεμβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

Δ. Σ. Δ.

Εφεσείων

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

---------------------------------------

Γ. Πολυχρόνης με Σ. Κωνσταντίνου, Ε. Κωνσταντίνου (κα), Δ. Θεοδώρου για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα

Γ. Σταύρου, Δημόσιος Κατήγορος για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική Δ. 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάστηκε για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(α)(β)(γ), (2) (3) και 10 του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007 (Ν.87(Ι)/2007) (κατηγορία 1), απαγωγή νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 16 χρόνων κατά παράβαση των άρθρων 149 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (κατηγορία 2), και διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 μέχρι 17 ετών κατά παράβαση του άρθρου 154, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.145(1)/2002 (κατηγορία 3). Του επιβλήθηκε άμεση ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

 

Η καταδίκη αφορά σεξουαλικές συνευρέσεις του Εφεσείοντος με την ανήλικη τότε παραπονούμενη, οι οποίες σύμφωνα με τη μαρτυρία της, άρχισαν περί τον Σεπτέμβριο του 2006, όταν αυτή ήταν σχεδόν 15 ετών και αυτός 30. Προηγήθηκαν για 2-3 μήνες γραπτά μηνύματα του Εφεσείοντος προς την ίδια, στα οποία ανταποκρίθηκε γιατί κολακεύτηκε και αισθάνθηκε ωραία. Πριν την ανταλλαγή μηνυμάτων η παραπονούμενη δεν γνώριζε τον Εφεσείοντα παρά μόνο οπτικά. Διέμενε με τη γυναίκα του και τις δυο θυγατέρες του στο απέναντι σπίτι. Μετά την πρώτη τους σεξουαλική επαφή, ο Εφεσείων συνέχισε να της στέλνει μηνύματα καθημερινά και κατά διαστήματα συνευρίσκονταν σεξουαλικά, πάντοτε στο αυτοκίνητο του μετά που την έπαιρνε από τα φροντιστήρια της μέχρι που ενηλικιώθηκε. Η σχέση τους συνεχίστηκε μέχρι την καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία αρχές Ιανουαρίου 2018.  

 

Στην πορεία ο Εφεσείων άρχισε να της λέει ότι θα χωρίσει τη σύζυγο του και θα την παντρευτεί, καθότι η ίδια δεν άντεχε την εξωσυζυγική τους σχέση. Αυτό υπήρξε αιτία πολλών μεταξύ τους τσακωμών. Ενίοτε ασκούσε εναντίον της σωματική βία και την απειλούσε, ή προσπαθούσε να της προκαλέσει οίκτο λέγοντας της ότι θα αυτοκτονήσει. Πότε χώριζαν και μετά ξανάσμιγαν. Το 2016 η παραπονούμενη αρραβωνιάστηκε, αλλά ο Εφεσείων δεν την άφηνε ήσυχη. Το 2017 διέλυσε τον αρραβώνα της για να συνεχίσει τη σχέση της με τον Εφεσείοντα η οποία  συνολικά διήρκεσε 11 χρόνια. Ουδέποτε απεκάλυψε τη σχέση της με τον Εφεσείοντα στους γονείς της παρά μόνο μια μέρα πριν τον καταγγείλει στην Αστυνομία, μετά από μεγάλη φασαρία, ύβρεις και απειλές τις οποίες δέχτηκε από τη σύζυγο και θυγατέρα του Εφεσείοντος όταν αυτές πληροφορήθηκαν τη μεταξύ τους ερωτική σχέση. Η καταγγελία στην αστυνομία έγινε με την ενθάρρυνση και στήριξη των γονέων της, όταν έμαθαν ότι η ερωτική σχέση της θυγατέρας τους με τον Εφεσείοντα άρχισε από την ηλικία των 15 ετών.

 

Η σχέση της παραπονούμενης με τον Εφεσείοντα μετά την ενηλικίωση της δεν σχετίζεται με τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε και δεν θα μας απασχολήσει, παρά μόνο ως μέρος του ιστορικού που αφορά την καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας και την αξιοπιστία της, τα οποία άπτονται των λόγων έφεσης.

 

Ο Εφεσείων περιορίστηκε σε ανώμοτη δήλωση και δεν κάλεσε μάρτυρες. Σε κατάθεση την οποία έδωσε στην αστυνομία ισχυρίστηκε ότι η ερωτική του σχέση με την παραπονούμενη άρχισε όταν αυτή ήταν δεκαοκτώ ετών, και πρώτη η παραπονούμενη τον προσέγγισε στέλνοντας του μήνυμα. Στην πορεία της σχέσης τους η παραπονούμενη τον ήθελε να χωρίσει την γυναίκα του και να την παντρευτεί, πράγμα το οποίο ο ίδιος δεν ήταν διατεθειμένος να πράξει.   

 

Η καταδικαστική απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης τους οποίους παραθέτουμε κατωτέρω συνοπτικά. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων. Σχετικά με το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης έμφαση δίνεται στο ότι ο Ν.87(Ι)/2007 τέθηκε σε ισχύ στις 13.7.2007, ενώ οι λεπτομέρειες αδικήματος καλύπτουν χρονική περίοδο πριν και μετά την εφαρμογή του Νόμου. Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν διευκρινίζεται ποια από τις δυο χρονικές περιόδους αφορά η καταδίκη. Επίσης εισηγείται ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν αποκαλύπτουν «κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης ή επιρροής» και η προσέγγιση του Δικαστηρίου επί τούτου είναι εσφαλμένη. Εξίσου σημαντικό στοιχείο κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντα είναι η συγκατάθεση της παραπονούμενης στις σεξουαλικές τους συνευρέσεις, το οποίο εισηγείται ότι αναιρεί την ποινική του ευθύνη στην κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, όπως και στην κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας (από 13 μέχρι κάτω των 17 ετών). Σχετικά με το αδίκημα της απαγωγής νεαρής γυναίκας ηλικίας κάτω των 16 ετών, προβάλλεται η θέση ότι δεν στοιχειοθετείται βάσει των γεγονότων.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά παραβίαση των άρθρων 12.1 του Συντάγματος και 7(1) της ΕΣΔΑ, καθότι το Δικαστήριο εφάρμοσε αναλογικά διατάξεις του μεταγενέστερου Ν.91(Ι)/2014 σχετικές με την ηλικία συναίνεσης, στον  Ν.87(1)/2007 όπου δεν υπάρχει ηλικιακό όριο συναίνεσης, με αποτέλεσμα να αγνοήσει τη μη στοιχειοθέτηση αδικήματος σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ένεκα της συναινετικής φύσης των σεξουαλικών συνευρέσεων της παραπονούμενης με τον Εφεσείοντα. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης ένεκα του μεγάλου χρονικού διαστήματος το οποίο παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, επηρεάζοντας δυσμενώς την υπεράσπιση. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά κατάχρηση διαδικασίας ένεκα της καταχώρησης δυο ξεχωριστών υποθέσεων κατά του Εφεσείοντος για τα ίδια κατ΄ισχυρισμό ουσιαστικά γεγονότα, με αποτέλεσμα στην πρώτη να αθωωθεί και στη δεύτερη να καταδικαστεί, με αντιστρόφως ανάλογα ευρήματα αναξιοπιστίας και αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά τη μη απόσειση του αποδεικτικού βάρους ένεκα της αδυναμίας της παραπονούμενης να προσδιορίσει με σαφήνεια τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και ηλικίας της κατά τον χρόνο εκείνο. Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Με τον έβδομο λόγο έφεσης τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.87(Ι)/2007, ένεκα γενικού και αφηρημένου ορισμού της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται γνωστή με σαφήνεια η αξιόποινη πράξη ή συμπεριφορά.

 

Η ποινή προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν (α) σφάλμα αρχής καθότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα σε συνάρτηση με την αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντος, (β) εσφαλμένη νομολογιακή καθοδήγηση καθότι λήφθηκε υπόψη άσχετη με τα δεδομένα της υπόθεσης νομολογία, (γ) παραβίαση της συνταγματικής αρχής μη αναδρομικής εφαρμογής ποινικού νόμου, καθότι ελήφθη υπόψη η έξαρση που παρουσιάζουν τέτοιας μορφής αδικήματα κατά τον χρόνο επιβολής της ποινής, αντί να ληφθεί υπόψη η ισχύουσα νομολογία κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, (δ) εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στη μη αναστολή της ποινής φυλάκισης, λόγω των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντος και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων.

 

Α. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

 

Ι. Η μη απόδειξη των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων (πρώτος λόγος έφεσης)

 

(i) Σεξουαλική εκμετάλλευση

 

Το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού προνοείται στο άρθρο 10 του Ν.87(Ι)/2007 (εφεξής «Νόμος»), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 13.7.2007. Συμφώνως του άρθρου 2(γ)(ii) του Νόμου η ερμηνεία του όρου «σεξουαλική εκμετάλλευση» περιλαμβάνει «τη σεξουαλική δραστηριότητα με πρόσωπο, όταν «γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής επί του προσώπου».

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας, ο Εφεσείων μεταξύ των ημερομηνιών 1.1.2006 - 21.12.2009 συμπεριλαμβανομένων, σε ημερομηνία άγνωστη για την κατηγορούσα αρχή, στη Λάρνακα, εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά την ανήλικη ΧΧΧ από την Λάρνακα γεννηθείσα τον Σεπτεμβρίο του 1991.

 

Οι λεπτομέρειες αδικήματος της πρώτης κατηγορίας εκτείνονται σε περίοδο πριν και μετά την εφαρμογή του Νόμου μέχρι την ενηλικίωση της παραπονούμενης. Ο συνήγορος του Εφεσείοντος στο διάγραμμα αγόρευσης θέτει δυο θέματα τα οποία αφορούν τη σύνταξη του κατηγορητήριου: (α) ότι χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου, διαβάζοντας την πρωτόδικη απόφαση, ο Εφεσείων δεν γνωρίζει εάν η καταδίκη του στην πρώτη κατηγορία αφορά την περίοδο πριν ή μετά την εφαρμογή του Νόμου, και (β) στις λεπτομέρειες αδικήματος δεν προσδιορίζεται για ποια από τις τρεις μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 του Νόμου κατηγορείται, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει αυθαίρετα ότι επρόκειτο για κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης επιρροής.

 

Σημειώνουμε ότι σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν ηγέρθη από την υπεράσπιση θέμα ελαττωματικού κατηγορητηρίου. Ούτε ζητήθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες αδικήματος για να προσδιοριστεί η μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης για την οποία κατηγορείται. Τούτο δεν εμποδίζει την έγερση των θεμάτων αυτών κατ' έφεση, αλλά αποτελεί παράγοντα ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη πληροφόρηση την οποία είχε στη διάθεση της για την υπόθεση, τουτέστιν τα έγγραφα και καταθέσεις που λήφθηκαν στο στάδιο της αστυνομικής διερεύνησης (βλέπε Criminal Procedure in Cyprus, A.N. Loizou and G.M. Pikis, σελ. 47, Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468, Taylor on Criminal Appeals 3η έκδοση, παρ. 9.33, 9.34).

 

Η συμπερίληψη στις λεπτομέρειες αδικήματος της χρονικής περιόδου πριν την εφαρμογή του Νόμου, συνιστά απλή παρατυπία η οποία αφ΄εαυτής δεν πλήττει την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου, εφόσον κατά τη δίκη η Κατηγορούσα Αρχή μπορούσε να αποδείξει ότι το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης διεπράχθη εντός της περιόδου που ο Νόμος βρισκόταν σε ισχύ (βλ. R v. Pritchett [2008] Crim. L.R. 214, Archbold 2021, παρ. 1-224). Ούτε προκύπτει θέμα παραπλάνησης της υπεράσπισης η οποία βάσει του μαρτυρικού υλικού το οποίο είχε στη διάθεση της και δη τις καταθέσεις της παραπονούμενης οι οποίες κατατέθηκαν στη δίκη, γνώριζε ότι μέρος των σεξουαλικών συνευρέσεων του Εφεσείοντος με την ανήλικη τότε παραπονούμενη, ενέπιπταν εντός της περιόδου εφαρμογής της Νόμου. Όταν ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ η παραπονούμενη ήταν ακόμη 15 ετών και στον βαθμό που αφορά το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας βάσει της μαρτυρίας, οι σεξουαλικές συνευρέσεις διήρκησαν μέχρι την ενηλικίωση της.  

 

Ο μη προσδιορισμός στις λεπτομέρειες αδικήματος της μορφής σεξουαλικής εκμετάλλευσης για την οποία ο Εφεσείων καταδικάστηκε δεν επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου. Στην υπόθεση Κοιλιάρης ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194, αποφασίστηκε με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία ότι  «ότι μόνο ουσιώδεις παρατυπίες που επιφέρουν βλάβη στον κατηγορούμενο (prejudice) και μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλάνηση του, μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου». Από τις καταθέσεις της παραπονούμενης και το σύνολο της μαρτυρίας στη δίκη, είναι προφανές ότι η εναντίον του κατηγορία αφορούσε μόνο «σεξουαλική δραστηριότητα όταν γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής επί του προσώπου». Δεν υπήρχε οτιδήποτε το οποίο να συνέδεε τη σεξουαλική δραστηριότητα με οποιαδήποτε από τις άλλες περιπτώσεις που περιλαμβάνονται στον ορισμό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο άρθρο 2 του Νόμου, ούτως ώστε να γίνεται λόγος για παραπλάνηση του κατηγορούμενου.

 

Ως προς τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας το πρωτόδικο δικαστήριο αντλεί καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία. Αναφέρει ότι η κατάχρηση εξουσίας απαιτεί προσεκτική εξέταση των γεγονότων και κρίνεται κατά περίπτωση (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2020, παρ. Β3-11), και πως «ακόμα και η σχέση με γείτονα δύναται να φέρει κατάχρηση εξουσίας», παραπέμποντας στην R v. Forbes a.o. [2016] EWCA Crim 1388. Ως προς τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη παραθέτει το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην R v. AH [2017] EWCA Crim 117, η οποία αφορά κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης:

 

"Each case, of course depends on its own particular facts. In our view, however, care needs to be taken to distinguish between three different situations: (a) being placed in a specific position of the trust vis-as-vis a child (and exploiting that position); (b) being generally "trusted" by a child because of a particular familial or other relationship (and exploiting that relationship); (c) simply using that opportunity for association with a child or other relationship efforts".

 

Ακολουθεί το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η καταδίκη  του Εφεσείοντος στην πρώτη κατηγορία, στο οποίο εστιάζει ο πρώτος λόγος έφεσης (στις σελ. 19-20 της απόφασης):

 

«Αναλόγως και εδώ η σχέση επιρροής της ΜΚ 2 από τον Κατηγορούμενο είναι αυτή της γειτνίασης τους. Δεν ήταν όμως αυτή που είχε καίριο ρόλο στην σεξουαλική εκμετάλλευση της Κατηγορούμενης, αλλά η μεγάλη διαφορά ηλικίας των δυο. Σε πολλές περιπτώσεις η ΜΚ 2 τόσο στις καταθέσεις της όσο και στην επ' ακροατηρίω διαδικασία αναφέρθηκε στην τρυφερότητα, την αθωώτητα της ηλικίας της και την εκμετάλλευση αυτής από τον κατά πολύ μεγαλύτερο Κατηγορούμενο. Αναφέρθηκε στην παντελή απειρία της σε σχέσεις και στο πως με διάφορους τρόπους ο Κατηγορούμενος την έκανε να νιώθει ωραία, ώστε να φτάσουν σε σεξουαλική επαφή. Τέτοια ήταν η σχέση ενός ατόμου 30 περίπου τότε ετών και μιας 15χρονης, που ο πρώτος μπορούσε να ασκήσει τέτοια επιρροή στη δεύτερη, ώστε να την πείσει να συνευρεθούν σεξουαλικά. Η σχέση γειτνίασης, δε, προσέφερε στον Κατηγορούμενο την ευχέρεια, την άνεση της καθημερινής άσκησης αυτής της επιρροής στην ΜΚ 2. Τόσο η επιμονή του να λάβει το τηλέφωνο της, όσο και στη συνέχεια οι πράξεις του όταν την έβλεπε ήταν επιστάμενες, κατά την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΚ 2, αφού κάθε μεσημέρι δίδετο η ευκαιρία στον Κατηγορούμενο να ειδωθεί με την ΜΚ 2 που διέμενε στο απέναντι σπίτι. Συνεπώς κρίνεται ότι έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης της ΜΚ 2 από τον κατηγορούμενο».

 

Παρότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται γενικά στη σεξουαλική εκμετάλλευση της παραπονούμενης από τον κατά πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία Εφεσείοντα, επικεντρώνεται στα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην πρώτη σεξουαλική συνεύρεση, η οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία προηγήθηκε της θέσπισης του Νόμου, όταν η παραπονούμενη ήταν σχεδόν 15 ετών. Τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως μέρος του ιστορικού της μεταξύ τους ερωτικής σχέσης προς απόδειξη του αδικήματος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης λόγω κατάχρησης αναγνωρισμένης θέσης επιρροής, μετά που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ. Αντ' αυτού από το εν λόγω απόσπασμα συνάγεται ότι η καταδίκη για σεξουαλική εκμετάλλευση στηρίχτηκε στην πρώτη σεξουαλική συνεύρεση.

 

Αναμφίβολα πρόκειται για σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το ερώτημα είναι κατά πόσο ένεκα τούτου η καταδίκη καθίσταται ακροσφαλής, ή εν όψει της μαρτυρίας σεξουαλικών συνευρέσεων του Εφεσείοντος με την παραπονούμενη μετά που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ, όταν ήταν ακόμη ανήλικη, δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155. Προτού όμως ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο πληρούνται βάσει των γεγονότων, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, και δη κατά πόσο υπήρξε κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής από μέρους του Εφεσείοντος.

 

Η Αγγλική υπόθεση R v. Forbes (ανωτέρω) εξετάζει εκτενώς το στοιχείο της κατάχρησης εμπιστοσύνης σχετικά με την ποινική ευθύνη (culpability), και ως επιβαρυντικού παράγοντα στην επιβολή ποινής, βάσει του Definitive Guideline on Sexual Offences (το οποίο εν πολλοίς κωδικοποιεί τις κατευθυντήριες αρχές οι οποίες τέθηκαν από τον Λόρδο Αρχιδικαστή Judge στην υπόθεση R v. H [2001] EWCA Crim 2753). Παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Forbes όπου δίνεται η νομική ερμηνεία της κατάχρησης εμπιστοσύνης (abuse of trust):

" 16. It is evident from the appeals that one issue that has caused difficulty is "abuse of trust" as an express aggravating factor and as used in respect of culpability extensively in the definitive guideline. 

17. Whilst we understand that in the colloquial sense the children's parents would have trusted a cousin, other relation or a neighbour (as in the case of Forbes - see paragraph 47 and Farlow - paragraph 208) to behave properly towards their young children, the phrase "abuse of trust", as used in the guideline, connotes something rather more than that. The mere fact of association or the fact that one sibling is older than another does not necessarily amount to breach of trust in this context. The observations in [54] of R v H should be read in this light.

18. The phrase plainly includes a relationship such as that which exists between a pupil and a teacher (as in the case of Clark who grossly abused his position of trust as a teacher at a boys' preparatory school by a sustained course of conduct over 7 years - see paragraphs 70 and following), a priest and children in a school for those from disturbed backgrounds (as in the appeal of McCallen - see paragraphs 86-92 and 97) or a scoutmaster and boys in his charge (as in the case of Warren to which we have already referred). It may also include parental or quasi-parental relationships or arise from an ad hoc situation, for example, where a late night taxi driver takes a lone female fare. What is necessary is a close examination of the facts and clear justification given if abuse of trust is to be found". (Υπογράμμιση δική μας).

 

Στον ορισμό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο άρθρο 2 του Ν.87(Ι)/2007, δεν περιλαμβάνεται η κατάχρηση θέσης «εμπιστοσύνης». Το στοιχείο αυτό προστέθηκε με τον μεταγενέστερο Ν.91(Ι)/2014. Όμως, εξ αντιπαραβολής της ερμηνείας των όρων «κατάχρηση εξουσίας» στο άρθρο 2 του Ν.87(Ι)/2007 αφενός, και «θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» στο άρθρο 2 του Ν.91(Ι)/2014 αφετέρου, προκύπτει ότι το λεκτικό είναι κατ΄ουσίαν πανομοιότυπο. Στον δε ορισμό της «κατάχρησης εξουσίας» στον περιλαμβάνεται ρητώς η κατάχρηση θέσης επιρροής. Με βάση τα γεγονότα της ενώπιον μας υπόθεσης, για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης άμεσα σχετική είναι η έννοια της αναγνωρισμένης θέσης επιρροής.

 

Ως προς τη σημασία της λέξης «επιρροή» στο λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη (1998) η λέξη «επιρροή» ερμηνεύεται ως: «η επίδραση σε πρόσωπο ή στη διαμόρφωση αποτελέσματος». Επομένως, ο όρος «αναγνωρισμένη θέση επιρροής», σημαίνει θέση εκ της οποίας ο ενήλικας «Α» αντικειμενικά μπορεί να ασκήσει επιρροή στον ανήλικο «Β». To οποίο εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της θέσης και σχέσης την οποία ο ενήλικας αναπτύσσει με τον ανήλικο. Η κατάχρηση «αναγνωρισμένης θέσης επιρροής» δύναται να καλύψει μεγάλο αριθμό περιπτώσεων οι οποίες δεν μπορούν να προσδιοριστούν εξαντλητικά.

 

Για παράδειγμα στην επεξηγηματική έκθεση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και Σεξουαλική Κακοποίηση (υπογραφείσα στο Lanzarote στις  25.10.2007), στις παραγράφους 123 και 124 δίνεται πολύ ευρεία ερμηνεία στην έννοια της «αναγνωρισμένης θέσης εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής» στο άρθρο 18(1)(β) της Σύμβασης, με πάμπολλα παραδείγματα σχέσεων οι οποίες εμπίπτουν σε αυτό το πλαίσιο[1], τονίζοντας μάλιστα στο τέλος της παραγράφου 124: ".This list is not exhaustive, but aims at giving a description of the wide range of the recognised positions of trust, authority or influence". Με κάθε σεβασμό δεν θεωρούμε ότι τα  αποφασισθέντα στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 178/17, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457, μας δεσμεύουν σε σχέση με την έννοια της «αναγνωρισμένης θέσης εμπιστοσύνης» κάτω από την Οδηγία 2011/93/ΕΕ, καθότι αντικείμενο της απόφασης δεν ήταν η έννοια της «αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής» κάτω από τον Ν.87(Ι)/2007.

 

Η σεξουαλική εκμετάλλευση λόγω κατάχρησης αναγνωρισμένης θέσης επιρροής προϋποθέτει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της άσκησης επιρροής αφενός, και της διαμόρφωσης της βούλησης του θύματος αφετέρου, προς τον σκοπό τέλεσης της παράνομης πράξης.

 

Διαπιστώνουμε ότι με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, όταν ο Ν.87(Ι)/2007 τέθηκε σε ισχύ, η ανήλικη παραπονούμενη εξακολουθούσε να συνευρίσκεται σεξουαλικά με τον Εφεσείοντα και να υπόκειται σε σεξουαλική εκμετάλλευση, ευρισκόμενη κάτω από την συνεχή επιρροή του. Μάλιστα αναφέρθηκε σε πλύση εγκεφάλου που της έκανε ο Εφεσείων για να συνεχίσει να συνευρίσκεται μαζί του, λέγοντας της ότι είναι δική του και πως αυτό που γίνεται μεταξύ τους είναι σωστό. Η δε συμπεριφορά του Εφεσείοντος πριν την θέσπιση του Νόμου λαμβάνεται υπόψη στον προσδιορισμό της θέσης επιρροής στην οποία ο Εφεσείων βρισκόταν έναντι της ανήλικης κατά τον χρόνο που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ, για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

 

Ο Εφεσείων ενήργησε ως σεξουαλικό αρπακτικό (sexual predator). Η πολύ μεγάλη ηλικιακή διαφορά του προς την ανήλικη, τον έθετε εξ αντικειμένου σε θέση υπεροχής. Με όμορφα λόγια και κολακείες μετά από 2-3 μήνες στοχευμένης προσπάθειας, κατάφερε να εισβάλει στον ψυχικό κόσμο της ανήλικης και να την επηρεάσει συναισθηματικά μέχρι που την παρέσυρε σε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή, η οποία συνεχίστηκε αδιαλείπτως μέχρι την ενηλικίωση της με κατά διαστήματα σεξουαλικές συνευρέσεις. Όταν ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ η ανήλικη βρισκόταν ήδη σε σεξουαλική σχέση με τον Εφεσείοντα για χρονικό διάστημα πέραν των εννέα μηνών. Επρόκειτο για μια καθόλα «ασύμμετρη σχέση» στην οποία ο ενήλικας Εφεσείων, αναμφίβολα καταχράστηκε την επιρροή του προς την ανήλικη για να εξασφαλίσει αθέμιτα σεξουαλικά οφέλη.

 

Υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώσεων μας θα εξετάσουμε στη συνέχεια κατά πόσο δικαιολογείται η εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την εφαρμογή της επιφύλαξης αναφέρονται στο κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, του Γ.Μ. Πική, 2η έκδοση (2014), σελ. 324:

 

«Η αποδοθείσα από τη νομολογία ερμηνεία της επιφύλαξης στην αγγλική νομοθεσία επί του θέματος, συνοψίζεται στο Σύγγραμμα του Michael Knight "Criminal Appeals (1970)" (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Το κριτήριο το οποίο υιοθετείται από το Εφετείο δεν είναι ο βαθμός του σφάλματος, αλλά κατά πόσο υφίσταται, παρά το σφάλμα, επαρκής μαρτυρία και επαρκής καθοδήγηση για λογικό σώμα ενόρκων οριστικά και δίκαια να καταδικάσει, διότι σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει ουσιαστική απόκλιση από τα θέσμια της δικαιοσύνης. Παρά ταύτα, εάν το σφάλμα μπορούσε να έχει ουσιαστική επίδραση σε λογικό σώμα ενόρκων, η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί γιατί επικύρωσή της θα συνιστούσε απόκλιση από τα θέσμια της δικαιοσύνης. Μεταφορικά το ερώτημα είναι εάν με τη διαγραφή του σημειωθέντος σφάλματος στοιχειοθετείται ισχυρή υπόθεση για καταδίκη». (Υπογράμμιση δική μας).

 

Στην υπόθεση A.F.K. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 44/18 κ.α. ημερ. 6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:B515, συνοψίζεται η θέση της νομολογίας στην εφαρμογή της επιφύλαξης:

«Το κριτήριο είναι, το κατά πόσον, παρά το σφάλμα, με τη σωστή καθοδήγηση, το εκδικάζον Δικαστήριο αλλά και κάθε άλλο Δικαστήριο, θα κατέληγαν, επί του συνόλου της μαρτυρίας, αναπόφευκτα, σε καταδικαστική απόφαση (Δέστε: Vouniotis (ανωτέρω) και Hiscock v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 183/15, ημερ. 19.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:B362). Όπως χαρακτηριστικά παρατίθεται στην απόφαση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, 668:

«Το κριτήριο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του ’ρθρου 145(1)(β) του Νόμου, καθώς προκύπτει, είναι η βέβαιη διαπίστωση ότι καταδικαστική θα ήταν η απόφαση του δικάσαντος δικαστηρίου και αν δεν υπέπιπτε στα σφάλματα, στα οποία υπέπεσε.»

 

Για τους πιο πάνω λόγους εν όψει της μαρτυρίας σεξουαλικών συνευρέσεων της ανήλικης με τον Εφεσείοντα μετά που ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ μέχρι την ενηλικίωση της - περίοδος η οποία καλύπτεται από τις λεπτομέρειες κατηγορητηρίου - κρίνουμε ότι ικανοποιείται πλήρως το κριτήριο για εφαρμογή της επιφύλαξης. Είμεθα βέβαιοι ότι η απόφαση του δικάσαντος Δικαστηρίου στην πρώτη κατηγορία θα ήταν καταδικαστική και αν δεν υπέπιπτε στο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε. Επομένως δεν υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης.

 

(ii) Η Απαγωγή νεαρής γυναίκας κάτω των 16 ετών

 

Το άρθρο 149 του Κεφ. 154 προνοεί τα ακόλουθα:

 

"Όποιος παράνομα αποχωρίζει νεαρή γυναίκα άγαμη, που έχει ηλικία κάτω των δεκαέξι χρονών, από την επίβλεψη ή την προστασία του πατέρα της ή της μητέρας της ή άλλου προσώπου που έχει τη νόμιμη φροντίδα ή μέριμνα τέτοιας νεαρής γυναίκας και εναντίον της θέλησης τους, είναι ένοχος πλημμελήματος».

 

Το πιο πάνω λεκτικό αποτελεί μετάφραση του αυθεντικού Αγγλικού κειμένου του άρθρου 149. Η φράση «παράνομα αποχωρίζει» είναι μετάφραση του "unlawfully takes", και η φράση «επίβλεψη ή προστασία» είναι μετάφραση του "custody or protection".

 

Συμφώνως των λεπτομερειών κατηγορητηρίου ο Εφεσείων αποχώρισε την ανήλικη από την επίβλεψη των γονέων της. To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με βάση την αποδεκτή μαρτυρία, πληρούντο τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος εφόσον:

 

(α) ο Εφεσείων παραλάμβανε με το αυτοκίνητο του την ανήλικη παραπονούμενη από τα φροντιστήρια της για να έρθουν σε σεξουαλική επαφή,

(β) γνώριζε ότι η ανήλικη ήταν κάτω των 15 ετών,

(γ) αυτό γινόταν εν αγνοία των γονέων της,

 

Μάλιστα η μητέρα της ανέφερε στη μαρτυρία της, η οποία έγινε πλήρως αποδεκτή από το Δικαστήριο, ότι εάν το γνώριζε δεν θα ενέκρινε αυτή τη σχέση.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση δεν υπάρχει ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και εφαρμογής τους στα γεγονότα της υπόθεσης. Είναι η θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι (i) δεν υπήρξε «παράνομος αποχωρισμός» καθότι βάσει της μαρτυρίας ο Εφεσείων δεν έπεισε την παραπονούμενη να εγκαταλείψει τη νόμιμη επίβλεψη των γονέων της, και (ii) δεν υπήρξε ουσιαστική παρέμβαση στην «επίβλεψη ή προστασία των γονέων». Προς υποστήριξη της εισήγησης του αναφέρεται στην Αγγλική υπόθεση R v. Jones (1973) Crim. L.R. 621, στην οποία ερμηνεύοντας το άρθρο 20(1) του Sexual Offences Act 1956, αποφασίστηκε ότι η φράση "taking out of possession" απαιτεί ουσιαστική παρέμβαση με την κτητική σχέση (possessory relationship), μεταξύ του κοριτσιού και του γονέα ή κηδεμόνα της. Με βάση τα γεγονότα ο κατηγορούμενος έπεισε δυο νεαρά κορίτσια να συμφωνήσουν να τον συναντήσουν για περίπατο, με πρόθεση να προβεί σε άσεμνες πράξεις επ' αυτών. Αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να καταδικαστεί για απόπειρα διάπραξης του αδικήματος του άρθρου 20(1), καθότι η εκτέλεση του σχεδίου του δεν θα αποχώριζε τα κορίτσια από την κατοχή των γονέων τους (out of their parent's possession).

 

Παρατηρούμε ότι το λεκτικό του άρθρου 20, διαφέρει από το λεκτικό του άρθρου 149, στο εξής: ενώ στο άρθρο 20 χρησιμοποιείται η φράση "out of the possession of her parent or guardian", στο αυθεντικό Αγγλικό κείμενο του άρθρου 149 χρησιμοποιείται η φράση "out of the custody or protection of her mother or father or other person having the lawful care or charge of her". Η διαφορά είναι ουσιώδης. Οι λέξεις "custody" or "protection" είναι συνήθεις λέξεις της Αγγλικής γλώσσας με αρκετά ευρεία έννοια, ώστε να καλύπτουν την υπό κρίση συμπεριφορά του Εφεσείοντος έναντι της ανήλικης. Στην μετάφραση του άρθρου 149 στην Ελληνική γλώσσα, για τον όρο «custody» χρησιμοποιείται η λέξη «επίβλεψη». Η ορθότερη μετάφραση θα ήταν «φύλαξη», η οποία όμως εμπεριέχει το στοιχείο της «επίβλεψης». Το ότι o Εφεσείων παραλάμβανε την ανήλικη όταν αυτή τελείωνε από τα φροντιστήρια της εν αγνοία και χωρίς την έγκριση και συγκατάθεση των γονέων της, για να τη μεταφέρει κάπου απόμερα και να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της, κρίνουμε ότι συνιστά ουσιαστική παρέμβαση τόσο στην επίβλεψη όσο και στην προστασία των γονέων της, ικανοποιώντας το εν λόγω συστατικό στοιχείο του αδικήματος.

 

Ως προς το στοιχείο του παράνομου αποχωρισμού, είναι αρκετό σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία ο «αποχωρισμός» του κοριτσιού από τον γονέα ή κηδεμόνα του να έγινε με πειθώ ή κολακείες. Δεν χρειάζεται ο αποχωρισμός να είναι βίαιος και είναι άσχετο εάν το κορίτσι συναινεί να πάει με τον κατηγορούμενο. Στην υπόθεση Twistleton (1668) 1 Lev. 257, αποφασίστηκε ότι δεν αποτελούσε δικαιολογία πως οι μόνες κολακείες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τον κατηγορούμενο ήταν αυτές τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούν οι εραστές. Από την άλλη δεν υπάρχει παράνομος αποχωρισμός εάν ο αποχωρισμός είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης θέλησης του κοριτσιού, χωρίς όμως οποιαδήποτε πειθώ ή κολακεία από τον κατηγορούμενο (βλ. Rook & Ward on Sexual Offences, 2η έκδοση (2003), σελ. 384).

 

Εν προκειμένω με βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης, η πρώτη συνάντηση με τον Εφεσείοντα όταν αυτή ήταν σχεδόν 15 ετών, η οποία κατέληξε σε σεξουαλική συνεύρεση έγινε διότι ο ίδιος τής ζήτησε να συναντηθούν, αφού πρώτα για 2-3 μήνες τής έλεγε όμορφα λόγια και η ίδια κολακεύτηκε. Αναφέρει μάλιστα ότι με τις κολακείες του την έπεισε να έχει ολοκληρωμένη σεξουαλική σχέση μαζί του.

 

Κρίνουμε ότι πληρούνταν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 149 και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον Εφεσείοντα στη δεύτερη κατηγορία.

 

(iii) Διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 - 17 ετών

 

Επί τούτου δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Υπάρχει συντριπτική μαρτυρία για τη διάπραξη του αδικήματος της διαφθοράς νεαρής γυναίκας με βάση το άρθρο 154 του Κεφ. 154, το οποίο εν προκειμένω συντελέστηκε με την πρώτη σεξουαλική συνεύρεση του Εφεσείοντος με την παραπονούμενη όταν ήταν σχεδόν 15 ετών. Το εν λόγω αδίκημα κατέστη απόλυτο με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 145(Ι)/2002 (βλ. Popov v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 338). Η συναίνεση της τότε ανήλικης παραπονούμενης την οποία επικαλείται ο συνήγορος του Εφεσείοντος, δεν αποτελεί υπεράσπιση, ούτε αποτελούσε υπεράσπιση πριν την εν λόγω τροποποίηση. Η υπεράσπιση η οποία καταργήθηκε, ως αποφασίστηκε στην Popov (ανωτέρω), είναι αυτή της εύλογης αιτίας ότι η νεαρή γυναίκα ήταν πάνω από την ηλικία των 16 ετών. Η αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 16 σε 17 έτη για σκοπούς διάπραξης του αδικήματος, επήλθε με την εν λόγω τροποποίηση.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

ΙΙ. Η ερμηνεία της «σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού» υπό τον Ν. 87(Ι)/2007 (δεύτερος λόγος έφεσης)

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία της «σεξουαλικής εκμετάλλευσης» υπό τον Ν.87(Ι)/2007. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι υπήρξε εξομοίωση της στενής έννοιας της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού υπό τον Ν.87(Ι)/2007, με την ευρεία έννοια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης στον Ν.91(Ι)/2014. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα  το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην λάβει υπόψη ότι στον παλαιότερο, σε αντίθεση με τον νεότερο νόμο, δεν υπάρχει προκαθορισμένη ηλικία συναίνεσης. Η ερμηνεία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης υπό τον Ν.87(Ι)/2007, με αναλογική εφαρμογή της ερμηνείας του όρου στον μεταγενέστερο Ν.91(Ι)/2014, προς θεμελίωση του αξιόποινου, παραβιάζει κατά τον Εφεσείοντα, το άρθρο 7(1) της ΕΣΔΑ και το άρθρο 12.1 του Συντάγματος.

 

Ότι η συναίνεση της ανήλικης παραπονούμενης στις σεξουαλικές συνευρέσεις με τον Εφεσείοντα δεν αποτέλεσε επίδικο ζήτημα προκύπτει από ρητή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου (στη σελ. 14 της απόφασης). Τούτο κατά τον συνήγορο του Εφεσείοντος αποτελεί νομικό σφάλμα καθότι  η συναίνεση θα έπρεπε να αποτελέσει κεντρικό ζήτημα, καθιστώντας νόμιμες τις σεξουαλικές συνευρέσεις του Εφεσείοντος με την ανήλικη. Στον Ν.91(Ι)/2014, το όριο συναίνεσης καθορίζεται στην ηλικία των 17 ετών, σε αντίθεση με το Ν.87(Ι)/2007, όπου δεν υπήρχε καθορισμένο όριο συναίνεσης. Εξ αυτού ο συνήγορος του Εφεσείοντος συνάγει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το όριο συναίνεσης του Ν.91(Ι)/2014, και γι' αυτό θεώρησε τη συναίνεση ως μη επίδικο ζήτημα.

 

Προς υποστήριξη της θέσης του παραπέμπει στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηροδότου (2015) 2 Α.Α.Δ. 128, όπου αποφασίστηκε ότι στην απουσία προκαθορισμένου ορίου ηλικίας συναίνεσης στον Ν.87(Ι)/2007, «το ζήτημα θα πρέπει να εξετάζεται αφενός μέσα από την αντίληψη περί της ικανότητας ενός νεαρού προσώπου να συγκατατεθεί υπό την έννοια της ελεύθερης και ώριμης συναίνεσης και αφετέρου μέσα από τις περιστάσεις του συγκεκριμένου ατόμου και των συγκεκριμένων γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση». Στην δε υπόθεση Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, η οποία αναφέρεται στην Ηροδότου, αποφασίστηκε ότι η έλλειψη συναίνεσης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως δεδομένη στην ηλικία των 13 -15 ετών κάτω από τον Ν.119(Ι)/2000. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι ως αποτέλεσμα της συναίνεσης της ανήλικης κατά τον χρόνο που ο Ν.87(Ι)/2007 τέθηκε σε ισχύ μέχρι την ενηλικίωση της, δεν προκύπτει αδίκημα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

 

Οι πιο πάνω θέσεις και εισηγήσεις είναι νομικά εσφαλμένες. Η απάντηση είναι απλή. Το άρθρο 16(β) του Ν.87(Ι)/2007, αποκλείει την υπεράσπιση της συγκατάθεσης του θύματος στην παράνομη πράξη που συνιστά το αδίκημα. Επομένως η συναίνεση της ανήλικης δεν αποτελεί υπεράσπιση στη σεξουαλική της εκμετάλλευση από τον Εφεσείοντα.

 

Ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.

 

III. Δίκαιη δίκη (τρίτος λόγος έφεσης)

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης τίθεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης το οποίο κατοχυρώνουν τα άρθρα 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της ΕΣΔΑ. Είναι η θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι το δικαίωμα δίκαιης δίκης επηρεάστηκε για τους ακόλουθους λόγους:

 

Πρώτον, αδυνατούσε να προβάλει άλλοθι ή αντικρουστική μαρτυρία για τον χρόνο της πρώτης σεξουαλικής επαφής, καθότι τόσο στο κατηγορητήριο όσο και στη μαρτυρία της παραπονούμενης κατά την αντεξέταση, δεν προσδιορίστηκε σαφώς πότε διαπράχτηκε το αδίκημα.

 

Δεύτερον, ένεκα του πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε δεν ήταν διαθέσιμες οι τηλεφωνικές συσκευές της παραπονούμενης και του Εφεσείοντος για να ελεγχθεί η μεταξύ τους ανταλλαγή τηλεφωνικών μηνυμάτων, ούτως ώστε να διαφανεί ποιος από τους δυο έλεγε την αλήθεια. Στην κατάθεση του στην Αστυνομία ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η μεταξύ τους σχέση άρχισε όταν ενηλικιώθηκε η παραπονούμενη και πρώτη αυτή τον προσέγγισε στέλνοντας του τηλεφωνικό μήνυμα.

 

Τρίτον, δεν αποδείχθηκε βάσιμος λόγος για την καθυστέρηση της παραπονούμενης να προβεί σε καταγγελία κατά του Εφεσείοντος και δεν παρουσιάστηκε επιστημονική μαρτυρία που να εξηγεί αυτή την καθυστέρηση.

 

Τέταρτον, η καταχώρηση δυο ξεχωριστών υποθέσεων εναντίον του Εφεσείοντα στη βάση των ίδιων γεγονότων, με πρώτη την υπ' αριθμό 4659/18, στην οποία αθωώθηκε, και ακολούθως την παρούσα στην οποία καταδικάστηκε, συνιστά κατάχρηση διαδικασίας, επηρεάζοντας δυσμενώς την υπεράσπιση του.

 

Πέμπτον, η καταχώρηση της δεύτερης ποινικής υπόθεσης μετά την αθώωση του στην πρώτη ποινική υπόθεση, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή ότι ουδείς δικάζεται δυο φορές για το ίδιο αδίκημα, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 12.2 του Συντάγματος και το άρθρο 4 του 7ου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ.

 

Παράλληλα ο Εφεσείων θέτει θέμα κατάχρησης της διαδικασίας ένεκα της αδυναμίας διεξαγωγής δίκαιης δίκης για τους λόγους που καταγράφονται στον πρώτο και δεύτερο λόγο ανωτέρω.

 

Παρατηρούμε ότι πρωτοδίκως δεν τέθηκε θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης και κατάχρησης διαδικασίας.

 

Συμφώνως της Αγγλικής νομολογίας η μη έγερση θέματος κατάχρησης διαδικασίας πρωτοδίκως, εμποδίζει την έγερση του κατ' έφεση. (βλ. Abuse of Process in Criminal Proceedings, 5η έκδοση (2022), των Young, Corker και Summers, σελ. 454, παρ. 1-.107, 10.108). Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην R v. Mullen [1999] EWCA Crim 278:

 

«49. Generally speaking, all matters affecting a trial should be canvassed with the trial judge. This is particularly so in relation to matters within his or her discretion. If no ruling is sought on a matter within the trial judge's discretion, this will usually be fatal to any subsequent attempt to rely on that matter by way of appeal to this Court». (Υπογράμμιση δική μας).

 

Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις όπως ήταν τα γεγονότα στην Mullen, όπου κατά τη δίκη η Υπεράσπιση δεν γνώριζε για την ύπαρξη εγγράφων τα οποία αποκαλύφθηκαν στο Εφετείο σε σχέση με την ανάμειξη των Αγγλικών διωκτικών αρχών στην απέλαση του Εφεσείοντος από την Ζιμπάμπουε. Η Mullen ακολουθήθηκε στην R v. Togher [2000] EWCA Crim 111.

 

Συμφωνούμε με την προσέγγιση της Αγγλικής νομολογίας. O Εφεσείων δεν μπορεί κατ' έφεση να εγείρει για πρώτη φορά θέμα κατάχρησης διαδικασίας.

 

Από την άλλη η μη έγερση θέματος παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης πρωτόδικα, δεν εμποδίζει την έγερση του κατ΄έφεση, καθότι αφορά την εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας στην ολότητα της. Η δίκαιη δίκη αποτελεί την πεμπτουσία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης καθιστά την καταδίκη ακροσφαλή, συνιστώντας εξ ορισμού ουσιώδη πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης εν τη εννοία του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155. Στη Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, τονίστηκε ότι «[ε]κτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο ’ρθρο 30.2 του Συντάγματος επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας» (βλ. «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 421). Στην R v. A. (No.2) [2002] 1 A.C.45, o Λόρδος Steyn επισήμανε ότι το δικαίωμα δίκαιης δίκης είναι απόλυτο και καταδίκη η οποία εξασφαλίστηκε κατά παράβαση του δικαιώματος δεν μπορεί να σταθεί (βλ. και R v. Forbes [2001] 1 A.C. 473, R v. Togher (ανωτέρω) παρ. 33, Randal v. R [2002] 1 W.L.R. 2237, PC).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της ποινικής διαδικασίας. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος υπέστη δυσμενή επηρεασμό (actual prejudice). Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποιν. Εφ. 266/18 ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Αλεξάνδρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 157/2017, ημερ. 20.06.2022, Δημοκρατία ν Κουρουζίδη, Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 29.7.2022, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 141/23, ημερ. 20.10.2023).

 

Οι αρχές βάσει των οποίων εξετάζεται ο επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης και κατάχρησης της διαδικασίας σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις, όπου το παράπονο υποβάλλεται πολλά χρόνια, συνήθως δεκαετίες μετά τη διάπραξη του αδικήματος, εξετάστηκαν εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 5/2020, ημερ. 30.7.2021, όπου υιοθετήθηκαν οι αρχές της Αγγλικής νομολογίας, ως προκύπτουν από τις υποθέσεις R v. F (TB) [2011] EWCA Crim 726, CPS v. F [2011] EWCA CRIM 1844, R v. RD [2013] EWCA Crim 1592, PR v. R [2019] EWCA Crim 1225.

 

Παρότι οι προαναφερθείσες Αγγλικές αποφάσεις αφορούσαν θέμα κατάχρησης διαδικασίας ένεκα αδυναμίας διεξαγωγής δίκαιης δίκης, το σκεπτικό τους, ειδικά σε σχέση με την απώλεια μαρτυρικού υλικού, αδυναμία κλήσης μαρτύρων και εξασθένιση μνήμης, είναι εξίσου σχετικό κατά την εξέταση θέματος παραβίασης δίκαιης δίκης. Και στις δυο περιπτώσεις κοινός παρονομαστής είναι το δικαίωμα δίκαιης δίκης και οι επιπτώσεις της καθυστέρησης υποβολής του παραπόνου στην υπεράσπιση του κατηγορούμενου. Ακόμη και όπου κατ΄έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα διακοπής της δίκης, λόγω κατάχρησης διαδικασίας σχετιζόμενης με αδυναμία διεξαγωγής δίκαιης δίκης, το ερώτημα το οποίο εξετάζεται κατ΄έφεση είναι κατά πόσο η επίδραση της καθυστέρησης ήταν τέτοια που καθιστά τη δίκη άδικη και την καταδίκη ακροσφαλή, ως προκύπτει από τις αποφάσεις R v. RD (ανωτέρω), παρ. 31, και PR v. R (ανωτέρω) παρ.74. Όπως λέχθηκε στην Khalid Ali v. CPS [2007] EWCA Crim 691:

 

27. As we have already indicated, the question for this court is not whether the judge was correct to refuse to stay the proceedings, but rather whether the effect of the delay is such as to lead this court to the conclusion that the verdicts were unsafe. Often, there will be little, if any, difference between the question whether the judge ought to have stayed the case on the grounds of prejudice due to delay and whether this court takes the view, on those grounds, that the verdicts were unsafe. The coalescence of these two issues derives from the principle identified by a majority of the House of Lords in Attorney General's Reference (No. 2 of 2001) [2003] UKHL 68 [2004] 2 AC 72. A breach of the defendant's right to have a criminal charge determined within a reasonable time, contrary to article 6(1) of the Convention, will not necessarily require criminal proceedings to be stayed. It will only be appropriate to stay or dismiss proceedings if there can no longer be a fair hearing or it will otherwise be unfair to try the defendant (see Lord Bingham para 24 p 89). Once there has been a conviction, this court should only quash that conviction if the hearing has proved to be unfair, or it was unfair to try the defendant at all (see para 34 p 90). (Υπογράμμιση δική μας).

 

Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2019, D3.78, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

"So far as appeals are concerned, Khalid Ali v CPS [2007] EWCA Crim 691 emphasises that the question for the Court of Appeal is not whether the judge was correct to refuse to stay the proceedings, but rather whether the effect of the delay is such as to lead the court to the conclusion that the verdict was unsafe". (Υπογράμμιση δική μας).

 

Στην Γ.Π.Β. (ανωτέρω) ο Εφεσείων αντιμετώπιζε επτά κατηγορίες άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας. Τα υπό κατηγορία αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 1986 και 1987, όταν η παραπονούμενη ήταν ηλικίας 10 ετών. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε μετά πάροδο 29 περίπου ετών από τα επίδικα γεγονότα. Πρωτοδίκως τέθηκε θέμα κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας ένεκα αντικειμενικής αδυναμίας διεξαγωγής δίκαιης δίκης, το οποίο απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση. Στην έφεση κατά της καταδίκης προσβλήθηκε η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης. Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι λόγω της παρόδου πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος, μάρτυρες υπεράσπισης απεβίωσαν, ο ίδιος στερείτο της δυνατότητας να συγκεντρώσει μαρτυρικό υλικό, και εξασθένησε η μνήμη του για κρίσιμα και ουσιαστικά θέματα που αφορούσαν την υπόθεση. Για τους ίδιους λόγους ισχυρίστηκε ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξε επηρεασμός του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου καθότι, συμφώνως της νομολογίας, αφετηρία για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου είναι η ημερομηνία γνωστοποίησης της εναντίον του ποινικής διαδικασίας, και όχι η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Η δε καθυστέρηση στην υποβολή του παραπόνου δεν καθιστά αφ΄εαυτής τη δικαστική διαδικασία καταχρηστική. Για να δικαιολογείται η διακοπή της δικαστικής διαδικασίας πρέπει να υπάρχει αντικειμενική αδυναμία διεξαγωγής δίκαιης δίκης. Ούτε η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τα επίδικα γεγονότα καθιστά αφ΄εαυτής τη δίκη μη δίκαιη στην απουσία δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης. Το δε βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της υπεράσπισης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Επί τούτου πολύ σημαντική είναι η ακόλουθη επισήμανση στην υπόθεση R v. RD [2013] EWCA Crim 1592, όπου τα σεξουαλικά αδικήματα διαπράχθηκαν από 39 έως και 63 χρόνια πριν τη δίκη:

 

«15. In considering the question of prejudice to the defence, it seems to us that it is necessary to distinguish between mere speculation about what missing documents or witnesses might show, and missing evidence which represents a significant and demonstrable chance of amounting to decisive or strongly supportive evidence emerging on a specific issue in the case. The court will need to consider what evidence directly relevant to the appellant's case has been lost by reason of the passage of time.  The court will then need to go on to consider the importance of the missing evidence in the context of the case as a whole and the issues before the jury». (Υπογράμμιση δική μας).

 

Στην ανωτέρω υπόθεση τονίστηκε ότι το στοιχείο του χρόνου αυτό καθαυτό δεν αποδείκνυε οτιδήποτε πέραν του ότι αποτελούσε μέρος του ιστορικού της υπόθεσης. Στο κλασσικό σύγγραμμα των Rook and Ward on Sexual Offences Law & Practice, 6η έκδοση (2021), αναφέρονται τα ακόλουθα στην παρ. 30.93, σελ. 1588:

 

".The mere absence of documents which speculatively, might have thrown up material for cross-examination, does not render a trial unfair in the context of historic allegations of abuse. It is often the case that the absence of documents cuts both ways: had they been available, they would have had the potential to assist the defence but also to damage it". (Υπογράμμιση δική μας).

 

Πολύ σημαντικές είναι και οι κάτωθι επισημάνσεις του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση PR v. R [2019] EWCA Crim 1225, όπου λόγω ζημίας από φυσικά αίτια καταστράφηκε μαρτυρικό υλικό το οποίο περισυνέλεξε η Αστυνομία σε προηγούμενη αστυνομική έρευνα, σχετικό με την υπεράσπιση του κατηγορούμενου:

 

"65 It is important to have in mind the wide variations in the evidence relied on in support of prosecutions: no two trials are the same, and the type, quantity and quality of the evidence differs greatly between cases. Fairness does not require a minimum number of witnesses to be called. Nor is it necessary for documentary, expert or forensic evidence to be available, against which the credibility and reliability of the prosecution witnesses can be evaluated. Some cases involve consideration of a vast amount of documentation or expert/forensic evidence whilst in others the jury is essentially asked to decide between the oral testimony of two or more witnesses, often simply the complainant and the accused. Furthermore, there is no rule that if material has become unavailable, that of itself means the trial is unfair because, for instance, a relevant avenue of enquiry can no longer be explored with the benefit of the missing documents or records. It follows that there is no presumption that extraneous material must be available to enable the defendant to test the reliability of the oral testimony of one or more of the prosecution's witnesses. In some instances, this opportunity exists; in others it does not. It is to be regretted if relevant records become unavailable, but when this happens the effect may be to put the defendant closer to the position of many accused whose trial turns on a decision by the jury as to whether they are sure of the oral evidence of the prosecution witness or witnesses, absent other substantive information by which their testimony can be tested». (Υπογράμμιση δική μας).

 

Σχετικά με την καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας, στην Γ.Π.Β., πέραν του ότι η καθυστέρηση αφ' εαυτής δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαιη, το Ανώτατο Δικαστήριο τονίζει ότι «η καθυστέρηση σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων δεν είναι ασυνήθης, ενώ είναι και πλήρως κατανοητή». Επί τούτου παραπέμπει στην R v. F (TB) [2001] EWCA Crim 726, στην οποία επισημαίνεται ότι πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου πως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης συχνά είναι απρόθυμα να αποκαλύψουν ή να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους για κάποιο χρόνο και για καλό λόγο. Πραγματικότητα την οποία αναγνωρίζει και η δική μας νομολογία (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 766, Σ.Π ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468). Στη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων οι λόγοι για την καθυστέρηση και κατά πόσο εξηγείται ή δικαιολογείται, είναι ζητήματα που άπτονται της αξιοπιστίας της παραπονούμενης και αποτελούν μέρος του πραγματικού υποβάθρου επί του οποίου το Δικαστήριο θα αποφασίσει.

 

Στην Γ.Π.Β., το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ορθή την απόρριψη της θέσης του Εφεσείοντος περί δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης ένεκα αδυναμίας παρουσίασης μαρτυρίας συγχωριανών του, την οποία θεώρησε ως γενική και αόριστη. Για να ήταν πειστική «θα έπρεπε ο Εφεσείων να προσδιορίσει τα άτομα που είχε υπόψη και να αναφερθεί στο ρόλο του καθενός για να μπορεί να διαπιστωθεί η σχετικότητα του με την υπόθεση, κάτι που δεν έγινε με αποτέλεσμα η θέση του να στερείται ερείσματος». Ως προς τα απολεσθέντα έγγραφα και δη το διαβατήριο το οποίο κατείχε το 1986, δεν μπορούσαν να γίνουν εικασίες τι θα αποδείκνυε ή δεν θα αποδείκνυε. «Δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο έγγραφο θα αποτελούσε σημαντικό και καθοριστικό στοιχείο για την υπεράσπιση και δη ότι δεν μπορεί να είχε διαπράξει τα κατ' ισχυρισμό αδικήματα. Έπειτα η υπεράσπιση μπορούσε να στηριχτεί στη μαρτυρία του ιδίου». Σχετικά με το τελευταίο καταδείχθηκε μέσα από την λεπτομερή κατάθεση του Εφεσείοντα όπου αναφερόταν σε συγκεκριμένους χρόνους, τοποθεσίες και πρόσωπα, ότι η μνήμη του δεν είχε ατονήσει.

 

Επανερχόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης, πρώτον αναφορικά με τη θέση ότι ο Εφεσείων αδυνατούσε να προβάλει άλλοθι ή αντικρουστική μαρτυρία σχετικά με τον χρόνο της πρώτης σεξουαλικής συνεύρεσης, διαφωνούμε ότι η παραπονούμενη δεν τοποθετήθηκε χρονικά. Στη μαρτυρία της ανέφερε ότι οι επαφές της με τον Εφεσείοντα άρχισαν το Καλοκαίρι του 2006, όταν η ίδια ήταν 14 ½ ετών. Είναι σίγουρη για την χρονολογία διότι ήταν το Καλοκαίρι πριν βαφτίσει ένα κοριτσάκι (1.10.2006), στην εκκλησία του ΧΧΧ στη Λάρνακα. Πιστεύει ότι η πρώτη σεξουαλική της επαφή με τον Εφεσείοντα ήταν κατά τον Σεπτέμβρη του 2006, όταν ήταν σχεδόν 15 ετών, επειδή είχε ξεκινήσει τα φροντιστήρια τότε και η σεξουαλική επαφή έγινε μετά που ο Εφεσείων την παρέλαβε με το αυτοκίνητο του από τα ιδιαίτερα μαθηματικά και την πήρε κάπου απόμερα. Αντεξεταζόμενη επέμενε στη θέση της ότι η πρώτη σεξουαλική επαφή με τον Εφεσείοντα έγινε αρχές της σχολικής χρονιάς, τον Σεπτέμβρη του 2006. Επομένως δεν υπήρξε ασάφεια στον χρονικό προσδιορισμό της πρώτης σεξουαλικής επαφής.

 

Αλλά και να υπήρχε ασάφεια αυτό δεν παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορούμενου να γνωρίζει την υπόθεση την οποία έχει να αντιμετωπίσει, ούτε παραβιάζει το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Σε υποθέσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων όπου συχνά η καταγγελία στην αστυνομία γίνεται πολλά χρόνια ίσως και δεκαετίες αργότερα, δεν είναι λογικά αναμενόμενο το θύμα να θυμάται την ημερομηνία ή έστω το μήνα διάπραξης του αδικήματος. Συνήθως  το παραπονούμενο πρόσωπο στην κατάθεση του δεν αναφέρεται σε ημερομηνίες αλλά σε χρονικές περιόδους στις οποίες τοποθετεί τη σεξουαλική κακοποίηση, με ενίοτε αναφορά σε συγκεκριμένες περιστάσεις όπως ο τόπος και χώρος που συνέβαινε, αν ήταν γενέθλια, διακοπές, Χριστούγεννα, όταν έλειπε η μητέρα του από το σπίτι κτλ. Σε άλλες περιπτώσεις το παιδί αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων  χωρίς διακριτά χαρακτηριστικά. Ένεκα της αναγνωρισμένης αυτής αδυναμίας προσαρμόστηκαν αναλόγως οι κανόνες σύνταξης κατηγορητηρίων σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Α v. R [2015] EWCA Crim 177, Archbold 2021, par. 1-225, 1-226, 1-227, 1-246).

 

Στην υπόθεση Evans [1995] Crim.L.R. 245, η οποία αφορούσε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού σε πολλές περιπτώσεις για μακρά χρονική περίοδο, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"However, in these cases, when a child has allegedly been abused on many occasions, over a lengthy period, it is quite unrealistic to expect that child to be particularly specific as to precise dates or places under the sanction that if, owing to the very multiplicity of offences coupled with the lapse of time and failing memory caused by a natural desire to put the experience behind him, he cannot so, his abuser is immune. To hold otherwise would be a charter for those who commit this sort of offence. (Υπογράμμιση δική μας).

 

Η αδυναμία του ανήλικου θύματος να τοποθετήσει με ακρίβεια χρονικά το επεισόδιο σεξουαλικής κακοποίησης ή, η ανυπαρξία διακριτών χαρακτηριστικών μεταξύ αριθμού επεισοδίων σεξουαλικής κακοποίησης, δεν παραβιάζει το δικαίωμα του κατηγορούμενου να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της εναντίον του κατηγορίας βάσει του άρθρου 12.5(α) και 6(3)(α) της ΕΣΔΑ. Από την άλλη, εκεί όπου οι περιστάσεις το επιτρέπουν και το θύμα αναφέρεται σε αριθμό επεισοδίων τα οποία έλαβαν χώρα εντός μακράς χρονικής περιόδου και υπάρχουν διακριτά χαρακτηριστικά μεταξύ των επεισοδίων ή μερικών εξ αυτών, η διατύπωση του κατηγορητηρίου πρέπει να είναι τέτοια που ο κατηγορούμενος να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση (βλ. Racham [1997] 2 Cr. App. R. 222). Εάν ο κατηγορούμενος επιλέξει να αντιμετωπίσει γενικά διατυπωμένες κατηγορίες χωρίς ένσταση, δεν μπορεί με ευκολία να εγείρει θέμα έλλειψης συγκεκριμενοποίησης των κατηγοριών ενώπιον του Εφετείου (R. v. Shore 89 Cr. App. R. 32). Το κριτήριο είναι εάν έχει παραπλανηθεί ουσιωδώς στην υπεράσπιση του από την έλλειψη λεπτομερειών αδικήματος, λαμβανομένου υπόψη του μαρτυρικού υλικού το οποίο είχε στη διάθεση του, ούτως ώστε η καταδίκη να καθίσταται ακροσφαλής (βλ. Criminal Procedure in Cyprus, Α.Ν. Loizou and G.M.Pikis, σελ. 47, και Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468).

 

Εν προκειμένω ο Εφεσείων γνώριζε ότι αντιμετώπιζε κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Η θέση του Εφεσείοντος στην κατάθεση του, η οποία επαναλήφθηκε δια του συνηγόρου υπεράσπισης κατά την αντεξέταση της παραπονούμενης, ήταν ότι η όλη εκδοχή της ήταν ψευδής και η ερωτική τους σχέση ξεκίνησε μετά την ενηλικίωση της παραπονούμενης. Επομένως η υπεράσπιση στην πραγματικότητα δεν στηριζόταν σε άλλοθι αλλά σε εκ διαμέτρου αντίθετη εκδοχή των γεγονότων. Όπως κατ΄αναλογία λέχθηκε στην R v. RD (ανωτέρω) στην παρ. 20: "..an alibi in its true sense was not the issue before the jury. The issue was in reality whether or not the jury could be sure that the abuse had taken place". Πέραν τούτου κατ΄εφαρμογή των αποφασισθέντων στην Γ.Π.Β. (ανωτέρω) η θέση του Εφεσείοντος περί αδυναμίας παρουσίασης άλλοθι ή αντικρουστικής μαρτυρίας, ήταν γενική και αόριστη. Για να ήταν πειστική ο Εφεσείων «θα έπρεπε να προσδιορίσει το άτομο ή άτομα που είχε υπόψη και να αναφερθεί στο ρόλο του καθενός για να μπορεί να διαπιστωθεί η σχετικότητα του με την υπόθεση, κάτι το οποίο όμως δεν έγινε με αποτέλεσμα η θέση του να στερείται ερείσματος».

 

Δεύτερον, αναφορικά με την ανυπαρξία των τηλεφωνικών συσκευών και αδυναμία παρουσίασης των τηλεφωνικών μηνυμάτων, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι κατά την αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης ο Εφεσείων είχε απωλέσει τη συσκευή κινητού τηλεφώνου την οποία χρησιμοποιούσε, όταν σύμφωνα με την κατάθεση του έλαβε το πρώτο μήνυμα από την παραπονούμενη όταν αυτή ήταν 18 ετών. Η αστυνομικός Δημητρίου η οποία διερεύνησε την υπόθεση δεν αντεξετάστηκε επί τούτου, ενώ ο Εφεσείων τήρησε δικαίωμα σιωπής, το οποίο ήταν απόλυτο συνταγματικό του δικαίωμα. Επομένως ελλείψει μαρτυρίας, δεν μπορούν να γίνουν υποθέσεις ότι ο Εφεσείων δεν είχε την συγκεκριμένη συσκευή τηλεφώνου για να αντικρούσει τη θέση της παραπονούμενης. Η δε παραπονούμενη αντεξεταζόμενη εάν έχει οτιδήποτε που να αποδεικνύει το μήνυμα που της έστειλε ο Εφεσείων και της έλεγε ποιος ήταν, όταν η ίδια ήταν 14 ½ ετών, απάντησε ότι πέρασαν τόσα χρόνια και «δεν νομίζω να έχω το ίδιο τηλέφωνο που είχα στα 14 μου».

 

Πρόσθετα, εφαρμόζοντας τα αποφασισθέντα στην Γ.Π.Β (ανωτέρω) και την προαναφερθείσα Αγγλική νομολογία, η αδυναμία παρουσίασης των τηλεφωνικών μηνυμάτων αφ΄εαυτής δεν πλήττει το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Δεν έχει καταδειχθεί δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης. Όπως τονίστηκε στην R v. RD (ανωτέρω), πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ απλής εικασίας ως προς το τι θα καταδείκνυε η απολεσθείσα μαρτυρία αφενός, η οποία αντιπροσωπεύει μια σημαντική και αποδεδειγμένη ευκαιρία ισχυρής υποστηρικτικής μαρτυρίας επί συγκεκριμένου θέματος αφετέρου. Εν προκειμένω μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν περί δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης ένεκα της αδυναμίας παρουσίασης των τηλεφωνικών μηνυμάτων της παραπονούμενης.

 

Περαιτέρω, όπως αποφασίστηκε στην PR v. R (ανωτέρω) δεν υπάρχει κανόνας ότι επειδή κάποιο υλικό δεν είναι πλέον διαθέσιμο, αυτό από μόνο του εξυπακούει ότι η δίκη δεν είναι δίκαιη. Δεν υπάρχει τεκμήριο ότι εξωγενές υλικό πρέπει να είναι διαθέσιμο για να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να ελέγξει την αξιοπιστία της προφορικής μαρτυρίας. Επομένως δεν έχει καταδειχθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι η αδυναμία παρουσίασης των τηλεφωνικών κλήσεων της παραπονούμενης και του Εφεσείοντος, εάν όντως υπήρξε τέτοια αδυναμία, επηρέασε δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης.

 

Τρίτον, σε ότι αφορά την καθυστέρηση της παραπονούμενης να προβεί σε καταγγελία κατά του Εφεσείοντος, σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στην Γ.Π.Β. αυτό από μόνο του δεν πλήττει το δικαίωμα δίκαιης δίκης, στην απουσία μαρτυρίας δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης ένεκα της καθυστέρησης. Η καθυστέρηση στην καταγγελία είναι θέμα το οποίο άπτεται της αξιοπιστίας της παραπονούμενης. Όπως επίσης αποφασίστηκε στην ίδια υπόθεση, η καθυστέρηση στην καταγγελία δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα δίκης εντός εύλογου χρόνου που κατοχυρώνει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της ΕΣΔΑ. Στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογου χρόνου διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορούμενου, αρχίζει από την ημερομηνία που πληροφορείται για την ύπαρξη της εναντίον του ποινικής διερεύνησης, το οποίο συνήθως γίνεται με τη σύλληψη ή έρευνα ή κλήση για κατάθεση στον αστυνομικό σταθμό, μέχρι την ημερομηνία τελικής απόφασης, περιλαμβανομένης της διαδικασίας Εφέσεως.

 

Τέταρτον, περί της θέσης του Εφεσείοντος ότι η καταχώρηση δυο ξεχωριστών υποθέσεων εναντίον του στη βάση των ίδιων γεγονότων, επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση, δεν τέθηκε οτιδήποτε το οποίο να καταδεικνύει δυσμενή επηρεασμό, και διαφωνούμε ότι οι δυο υποθέσεις αφορούν τα ίδια γεγονότα, ή ότι ο Εφεσείων δικάστηκε δυο φορές για το ίδιο αδίκημα όπως θα εξηγήσουμε κατά την εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

IV. Κατάχρηση διαδικασίας (τέταρτος λόγος έφεσης)

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδικαστική απόφαση ως πρωτοφανή μορφή κατάχρησης διαδικασίας καθότι καταχωρίστηκαν δυο ξεχωριστές ποινικές υποθέσεις εναντίον του για τα ίδια γεγονότα, ήτοι η υπ' αριθμόν 4659/18, στην οποία αθωώθηκε, και η παρούσα στην οποία καταδικάστηκε. Το θέμα θίχτηκε ακροθιγώς από τον τότε συνήγορο υπεράσπισης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αγόρευση του για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Παρότι δεν υπεβλήθη αίτημα για κατάχρηση διαδικασίας, εντούτοις αναφέρθηκε υπό μορφή προβληματισμού ότι δυο εκ των καταθέσεων που κατατέθηκαν στην πρώτη ποινική υπόθεση, η οποία αφορούσε αδικήματα κοινής επίθεσης και άσεμνης επίθεσης, κατατέθηκαν στη δεύτερη, και επομένως το Δικαστήριο καλείτο να αποφανθεί επί μαρτυρίας η οποία είχε ήδη αξιολογηθεί στην πρώτη ποινική υπόθεση στην οποία η παραπονούμενη κρίθηκε αναξιόπιστη.

 

Οι αρχές οι οποίες σχετίζονται με το είδος κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας στο οποίο αναφέρεται ο συνήγορος του Εφεσείοντος, τέθηκαν στη θεμελιακή απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Connelly v. DPP [1964] A.C.1256. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από τον Archbold 2021, παρ. 4-88:

 

"Situations akin to autrefois

 

In Connelly v DPP [1964] A.C. 1254, the House of Lords approved the general rule explained by Lord Cockburn CJ in Elrington (19861) 1 B. & S. 688, to the effect that no man should be punished twice for an offence arising out of the same or substantially the same set of facts and that to do so would offend the established principle that there should be no sequential trial for offences on an ascending scale of gravity. This rule is not part of the doctrine of autrefois (§ § 4-183 and following), but should, in the absence of special circumstances, give rise to the exercise of the wider discretionary power to stay proceedings which constitute an abuse of the process of the court: Beedie [1997] 2 Cr. App. R. 157, CA (charge of manslaughter should have been stayed where the accused has already been dealt with for a summary offence relating to the defective state of gas installations which had resulted in the relevant death; the public interest in a prosecution for manslaughter and the understandable concerns of the victim's family did not give rise to special circumstances)". (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. και Blackstone's Criminal Practice 2023, D.12.23-24).

 

Οι αρχές τις οποίες καθιέρωσε η απόφαση στην Connelly v. DPP (ανωτέρω) ακολουθούνται από τα Κυπριακά Δικαστήρια (βλ. G. Araouzos & Son v. The Police (1980) 2 C.L.R. 131, Γερολέμου Λτδ ν. Αδελφοί Πετρή (Γενικές Επιχειρήσεις) Λτδ (2013) 2 Α.Α.Δ. 591, Κονέ ν. Φλουρή (2015) 2 Α.Α.Δ. 80, Ηλιάδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 348/18, ημερ. 31.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:B207.

 

Πότε αδίκημα προκύπτει από τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια γεγονότα με αδίκημα για το οποίο ο κατηγορούμενος έχει ήδη δικαστεί, εξετάστηκε στην Phipps [2005] EWCA Crim 33. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

"21. The authorities do not consider in detail what is meant by the same or substantially the same facts but, in our view, as Lord Pearce makes clear in the passage already quoted, they essentially mean that the Crown should not be permitted, save in special or exceptional circumstances, to bring a second set of proceedings arising out of the same incident as the first set of proceedings after the first set of proceedings has been concluded. The principle (which is in essence that identified in the civil law by Wigram CJ in Henderson v Henderson) is that the Crown should decide at the outset, or at the latest before the conclusion of the first set of proceedings, what charges it wishes to bring arising out of the same incident. Any other approach is unfairly oppressive to a defendant. It is for that reason that the burden is on the Crown to identify special or exceptional circumstances to justify such a course. Once the Crown has identified the charges it wishes to bring, it is a matter of case management how those charges are tried. Thus it is a matter of case management where and when the trial or trials should take place". (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. και Wangige [2020] EWCA Crim 1319).

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην αρχή της απόφασης, σελ. 2-3:

 

«Τα γεγονότα της 4659/2018 δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο, παρά μόνο για σκοπούς προηγούμενων αντιφατικών δηλώσεων ως τις έθεσε ο κ. Θεοδώρου. Εκείνη η υπόθεση αφορούσε άλλου τύπου αδικήματα σε άλλο πολύ μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι τον Ιανουάριο του 2018».

Ίδια υπήρξε και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πρώτη ποινική υπόθεση (4659/18), εκ της οποίας προκύπτει σαφώς ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε οτιδήποτε σχετίζεται με τα αδικήματα της δεύτερης ποινικής υπόθεσης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από τις σελ. 1-2 εκείνης της απόφασης:

 

«Καταγράφω αμέσως πιο κάτω τι έχει πει η παραπονούμενη στην πρώτη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Επισημαίνω πως, επειδή κατά το στάδιο καταχώρησης της εν λόγω κατάθεσης στο Δικαστήριο, ως μέρος της κυρίως εξέτασης της παραπονούμενης, ο δικηγόρος της υπεράσπισης εξήγησε ότι σε αυτή καταγράφεται καταγγελία για άλλο αδίκημα για το οποίο εκκρεμεί άλλη ποινική διαδικασία εναντίον του κατηγορούμενου, δήλωσα τότε και δηλώνω τώρα πως οτιδήποτε καταγράφεται στο έγγραφο Β ή στο έγγραφο Β1 και το οποίο δεν αναφέρεται στα επίδικα ζητήματα δεν θα ληφθεί υπόψη και επομένως δεν πρόκειται να καταγράψω ή να αναπαράγω τέτοιους ισχυρισμούς μη σχετιζόμενους με τα επίδικα ζητήματα στην παρούσα υπόθεση». (Υπογράμμιση δική μας)

 

Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι τα επίδικα γεγονότα της πρώτης ποινικής υπόθεσης δεν συμπλέκονται με τα γεγονότα της δεύτερης ποινικής υπόθεσης και έτσι αντιμετωπίστηκαν πρωτοδίκως και στις δυο υποθέσεις. Πρόκειται για διαφορετικά αδικήματα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με διαφορετική βάση γεγονότων. Η πρώτη ποινική υπόθεση αφορά επεισόδιο ημερομηνίας 2.1.2018, μεταξύ του Εφεσείοντος και της παραπονούμενης κατά το οποίο ήταν η θέση της παραπονούμενης ότι ο Εφεσείοντας της επιτέθηκε άσεμνα και την χτύπησε. Παρότι το επεισόδιο αναφέρεται και στις κατάθεσεις της παραπονούμενης (τεκμήρια 9 και 10) οι οποίες κατατέθηκαν ως μέρος της κυρίως εξέτασης στη δεύτερη ποινική υπόθεση, δεν αποτέλεσε μέρος των επίδικων γεγονότων της πρώτης ποινικής υπόθεσης, τα οποία περιορίζονται στην απόδειξη των κατηγοριών για άσεμνη και κοινή επίθεση.  Μεταξύ των γεγονότων της πρώτης και της δεύτερης ποινικής υπόθεσης υπάρχει χρονική απόσταση περί τη μια δεκαετία, η δε βάση γεγονότων είναι εντελώς διαφορετική.

 

Υπό το φως των ανωτέρω δεν τίθεται θέμα κατάχρησης διαδικασίας.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

V. Μη απόδειξη των αδικημάτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (5ος λόγος έφεσης)

 

Αντικείμενο του πέμπτου λόγου έφεσης είναι η εισήγηση για μη απόδειξη των υπό κατηγορία αδικημάτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας λόγω αδυναμίας της παραπονούμενης να προσδιορίσει επακριβώς και με σαφήνεια τον χρόνο διάπραξής των αδικημάτων σε συνάρτηση με την ηλικία της και δη ότι ήταν ηλικίας 13 - 17 ετών ως αναφέρεται στο διάγραμμα αγόρευσης. Μέρος της επιχειρηματολογίας είναι η ίδια με αυτή του πρώτου λόγου έφεσης και έχει ήδη απαντηθεί. Επαναλαμβάνουμε ότι η ηλικία της κατηγορούμενης, στον βαθμό και έκταση που αποτελεί συστατικό στοιχείο των τριών αδικημάτων, έχει αποδειχθεί πέραν λογικής αμφιβολίας. Η δε υπεράσπιση της συναίνεσης, στην οποία επικεντρώθηκε μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντος σε σχέση με την κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, αποκλείεται βάσει του άρθρου 16 του Ν.87(Ι)/2007.

 

Προς υποστήριξη των θέσεων του ο Εφεσείων επιχειρεί να αναδείξει αντιφάσεις μεταξύ της πρώτης και δεύτερης κατάθεσης της παραπονούμενης, εισηγούμενος ότι το κάτωθι συμπέρασμα από την αξιολόγηση μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι εσφαλμένο, στη σελίδα 14 της απόφασης:

 

«. Λεπτομερώς επίσης αναφερόταν στα όσα έζησε τον επίδικο χρόνο, χωρίς να προβεί σε αντιφάσεις παρά τη μακρά αντεξέταση. Ακριβής τοποθεσία όπου βρέθηκαν την πρώτη φορά, χρονικός προσδιορισμός μέσω άλλων περιστατικών όπως την προβολή συγκεκριμένης εκπομπής και την βάπτιση, οι αναφορές σε ΜΚ.3 και 4, οι οποίες συνάδουν με αυτό τον χρονικό προσδιορισμό. Αντεξετάστηκε σφόδρα ως προς τον χρονικό προσδιορισμό αλλά δεν πλήγηκε ποσώς η εκδοχή της, όπως την τεκμηρίωσε μέσω των ως άνω ..».

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης δεν προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης και επομένως οι εν λόγω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούν να προσβληθούν στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης, ο οποίος περιορίζεται στην απόσειση του αποδεικτικού βάρους. Η διαφορά μεταξύ αξιοπιστίας μαρτύρων και απόσεισης αποδεικτικού βάρους εξετάστηκε λεπτομερώς στη θεμελιακή απόφαση Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

  

Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

VI. Αξιοπιστία παραπονούμενης (έκτος λόγος έφεσης)

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η αξιοπιστία της παραπονούμενης ένεκα (α) καθυστέρησης στην υποβολή καταγγελίας, (β) αντιφατικών δηλώσεων της παραπονούμενης σε καταθέσεις τις οποίες έδωσε στην αστυνομία, και (γ) μη αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.  

 

(i) Η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας

 

Σε σχέση με την καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι η καταγγελία είναι ψευδής και κατασκευασμένη στην προσπάθεια της παραπονούμενης να τον εκδικηθεί, ένεκα της άρνησης του να εγκαταλείψει την οικογένεια του για να είναι μαζί της. Εισηγείται ότι μετά την ενηλικίωση της παραπονούμενης μεσολάβησαν εννέα χρόνια μέχρι την καταγγελία της υπόθεσης στην αστυνομία, στην διάρκεια των οποίων δεν υπήρχε οτιδήποτε το οποίο την εμπόδιζε να προβεί σε καταγγελία. Υπήρχε μάλιστα και χρονικό διάστημα διακοπής της μεταξύ τους σχέσης, ενόσω ήταν αρραβωνιασμένη, οπόταν θα μπορούσε να εξεύρει στήριγμα στον αρραβωνιαστικό της για να καταγγείλει. Το γεγονός ότι η παραπονούμενη έμεινε άπραγη τόσα χρόνια είναι κατά τον Εφεσείοντα ενδεικτικό της αναξιοπιστίας της.

 

Όπως έχει ήδη λεχθεί στην υπόθεση Γ.Π.Β. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), «η καθυστέρηση σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων δεν είναι ασυνήθης, ενώ είναι και πλήρως κατανοητή».  Στην υπόθεση Ε.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Εφ. 231/18, ημερ. 19.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, γίνεται ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας, επισημαίνοντας ότι σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανήλικα πρόσωπα, δεν είναι πλέον αναμενόμενο ότι το θύμα θα προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία, το οποίο χαρακτηρίζεται ως απαρχαιωμένη αντίληψη, ένεκα του τραύματος το οποίο προκαλείται στον ψυχισμό τους. Όταν εγείρεται θέμα κατασκευασμένου παραπόνου το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα ως προς τους ενδεχόμενους λόγους καθυστέρησης, στηριζόμενο στην κοινή λογική και ανθρώπινη εμπειρία χωρίς την ανάγκη μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων.

 

Προκύπτει από τη μαρτυρία της παραπονούμενης ότι ο λόγος της καθυστέρησης στην υποβολή παραπόνου, οφείλεται στη σχέση συναισθηματικής εξάρτησης η οποία είχε δημιουργηθεί με τον Εφεσείοντα στην οποία ένοιωθε παγιδευμένη και φυλακισμένη. Στην πορεία ο Εφεσείων της υποσχόταν ότι θα χώριζε τη γυναίκα του για να την πείσει να μένει μαζί του, το οποίο ήταν αιτία πολλών μεταξύ τους τσακωμών. Ενίοτε ασκούσε εναντίον της σωματική βία και την απειλούσε, ή προσπαθούσε να της προκαλέσει οίκτο λέγοντας της ότι θα αυτοκτονήσει. Στην προσπάθεια της να απεμπλακεί από την ταραχώδη σχέση της με τον Εφεσείοντα, προσπάθησε να δημιουργήσει νέα σχέση, η οποία κατέληξε σε αρραβώνα το 2016, τον οποίο όμως διέλυσε το 2017, για να συνεχίσει να είναι με τον Εφεσείοντα, ο οποίος στο μεταξύ συνέχισε να διατηρεί επαφή μαζί της. Η παραπονούμενη δεν μίλησε ποτέ σε κανένα για τη σχέση της με τον Εφεσείοντα πλην του ξαδέρφου της (ΜΚ.3) τον Ιούλιο του 2017. Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι αποκάλυψε την εν λόγω σχέση στον αρραβωνιαστικό της, ούτε αντεξετάστηκε επί τούτου. Καταλύτης στην καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία ήταν η αποκάλυψη, της σχέσης της με τον Εφεσείοντα στους γονείς της, μετά από μεγάλη φασαρία, εξύβριση και απειλές τις οποίες δέχτηκε από τη σύζυγο και θυγατέρα του Εφεσείοντος, όταν πληροφορήθηκαν για την ερωτική τους σχέση. Είναι κατόπιν προτροπής και ενθάρρυνσης των γονέων της που η παραπονούμενη κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία την επομένη ημέρα.

 

Υπό το φως των ανωτέρων κρίνουμε ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας στην Αστυνομία από την παραπονούμενη ήταν δικαιολογημένη και δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος πλήττει την αξιοπιστία της.

 

(ii) Αντιφατικές δηλώσεις

 

Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της πρώτης και δεύτερης συμπληρωματικής κατάθεσης της παραπονούμενης, επειδή (α) στην πρώτη δεν γίνεται λόγος για την επαναλαμβανόμενη προκλητική συμπεριφορά αυνανισμού του όταν την έβλεπε στην αυλή, με την επίδειξη του γεννητικού του οργάνου και αυνανισμού του και (β) λόγω διαφοράς στην εκδοχή γεγονότων μεταξύ των δυο καταθέσεων σχετικά με τον χρονικό προσδιορισμό της γνωριμίας της παραπονούμενης με τον Εφεσείοντα και της πρώτης τους σεξουαλικής επαφής.

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επαναλαμβάνονται σε μεγάλο αριθμό δικαστικών αποφάσεων. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση μαρτυρίας, εκεί όπου διαπιστώνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε παράλογα, αυθαίρετα ή ανυπόστατα συμπεράσματα, τα οποία δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του μαρτυρία ή δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά. Η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά συνολικά στη βάση ενιαίας προσέγγισης. Η ύπαρξη αντιφάσεων δεν δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου εκτός εάν είναι ουσιαστικής μορφής δημιουργώντας ρήγμα στην υπόθεση, πλήττοντας καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή αποκαλύπτοντας διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετιζόμενα με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα. (βλ. μεταξύ άλλων, Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 44/19, ημερ. 18.9.2020, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/2021, ημερ. 16.3.2022, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.α., Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 20.7.2022, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021 και P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Εφ. 151/21 κ.α., ημερ. 12.9.2023).

 

Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε λεπτομερώς την επιχειρηματολογία του συνηγόρου υπεράσπισης. Αρκεί να αναφέρουμε ότι έχουμε εξετάσει ενδελεχώς τις ενώπιον μας εισηγήσεις και κρίνουμε ότι τίποτα από τα όσα επικαλείται δεν δικαιολογεί επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πρόκειται για μικροδιαφορές ή μικροαντιφάσεις οι οποίες δεν δύνανται να πλήξουν την αξιοπιστία της παραπονούμενης, δεικνύοντας ταυτόχρονα την ειλικρινή προσπάθεια χρονικού προσδιορισμού της γνωριμίας της με τον Εφεσείοντα και των γεγονότων που οδήγησαν στη πρώτη τους σεξουαλική συνεύρεση, μετά πάροδο 11 περίπου χρόνων, χρησιμοποιώντας ως χρονικό ορόσημο, στη συμπληρωματική κατάθεση, τη βάφτιση κοριτσιού (1.10.2006) όταν η ίδια ήταν σχεδόν 15 ετών.

 

(i)       H απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας

 

O Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την καταδίκη του στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας εν όψει των αντιφάσεων μεταξύ των καταθέσεων της παραπονούμενης και συνθηκών που οδήγησαν στην καταγγελία των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείτο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, ενώ αυτοπροειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο καταδίκης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας σχετικά με τις κατηγορίες 2 και 3, οι οποίες στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα, δίνοντας βαρύτητα στην ύπαρξη αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων και υποστηρικτικής μαρτυρίας. Στην απόφαση γίνεται παραπομπή στην Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 147/16, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477, όπου κατόπιν εκτενούς ανασκόπησης των νομοθετικών ρυθμίσεων κατάργησης του κανόνα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"Έχει καταργηθεί η εκ του νόμου υποχρέωση για ενίσχυση ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης ένορκης μαρτυρίας παιδιού, η υποχρέωση με βάση κανόνα πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης παραπονούμενων για σεξουαλικά αδικήματα με βάση το Ν. 87(Ι)/2007 και ακολούθως με βάση το Ν. 91(Ι)/2014, αλλά παραμένει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενίσχυσης της μαρτυρίας των παραπονούμενων όταν οι κατηγορίες για σεξουαλικά αδικήματα στηρίζονται στον Ποινικό Κώδικα και ο ίδιος κανόνας έχει υιοθετηθεί ως νομοθετική πρόνοια στο N.119(Ι)/2000.  Παραμένει επίσης σε ισχύ και ο κανόνας αναφορικά με τη μαρτυρία συνεργών ή μαρτύρων που έχουν δικό τους σκοπό να εξυπηρετήσουν".  

 

Πολύ σημαντική ως προς την πρακτική η οποία ακολουθείται από τα Δικαστήρια μετά τη νομοθετική κατάργηση του κανόνα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων βάσει του Ν.87(Ι)/2007, είναι η απόφαση στην Ε.Α. ν. Δημοκρατία, Ποιν. Εφ. 231/18, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, όπου υιοθετείται η θεμελιακής σημασίας Αγγλική απόφαση στην R v. Makanjuola (1995) 2 Cr. App. R. 469, στην οποία ο Λόρδος Αρχιδικαστής Taylor εξέτασε τις περιστάσεις οι οποίες δυνατό να καταστήσουν αναγκαία τέτοια προειδοποίηση:

 

"The judge will often consider that no special warning is required at all. Where, however, the witness has been shown to be unreliable, he or she may consider it necessary to urge caution. In a more extreme case, if the witness is shown to have lied, to have made previous false complaints, or to bear the defendant some grudge, a stronger warning may be thought appropriate and the judge may suggest it would be wise to look for some supporting material before acting on the impugned witness's evidence. We stress that these observations are merely illustrative of some, not all, of the factors which the judges may take into account in measuring where a witness stands in the scale of reliability and what response they should make at that level in their directions to the jury". (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. Blackstone's Criminal Practice 2023, F5.8).

 

Στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) ως παράδειγμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας αναφέρονται οι περιπτώσεις καθυστερημένου παραπόνου ή προηγούμενης αντιφατικής δήλωσης. Δεν είναι όμως κάθε αντιφατική δήλωση που δημιουργεί την ανάγκη προειδοποίησης και αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας. Στην υπόθεση Hindle [2021] EWCA Crim 1367, το Αγγλικό Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην δώσει προειδοποίηση στους ενόρκους σε σχέση με μαρτυρία ατόμου με χρόνια εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες, η οποία περιείχε αντιφάσεις. Εκρίθη ότι η μάρτυς δεν ήταν εγγενώς αναξιόπιστη, οι αντιφάσεις τέθηκαν στην προσοχή των ενόρκων και σε πολλά θέματα η μαρτυρία της ήταν συνεπής με τα όσα η ίδια και άλλοι μάρτυρες ανέφεραν. Η ύπαρξη ανάγκης προειδοποίησης ένεκα αντιφάσεων στη μαρτυρία δημιουργείται όταν αυτές είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργώντας προβληματισμό για την αξιοπιστία του μάρτυρα.

 

Τοιουτοτρόπως δεν χρειάζεται προειδοποίηση σε κάθε υπόθεση καθυστερημένου παραπόνου. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα Rook and Ward on Sexual Offences, εκδοση (2021), στην παρ. 19.114, σελ. 1091:

 

"In cases which depend upon the credibility of the complainant, there will frequently be evidence of (i) contemporary lies; (ii) late disclosure; (iii) significant inconsistencies between accounts; and (iv) particularly in cases where sexual abuse is alleged over a substantial period, allegations raised for the first time when the complainant gives evidence at trial. Where any of these issues are of significance to the complainant's reliability and credibility, the trial judge should properly expose them in his summing up. It does not, however follow, that in such cases a Makanjuola warning is necessary. The critical issue is that the jury can properly evaluate the evidence". (Υπογράμμιση δική μας).

 

Ως παράδειγμα εφαρμογής της Makanjuola στο εν λόγω σύγγραμμα (παρ. 19.115), αναφέρεται η απόφαση του Εφετείου της Βόρειας Ιρλανδίας στην Udaykamaur v. Joshi [2012] NICA 56.

 

Κατά πόσο θα δοθεί προειδοποίηση είναι θέμα το οποίο επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, και παράλειψη να το πράξει δεν συνιστά απαραίτητα καλή βάση για επιτυχημένη έφεση (Blackstone's Criminal Practice 2023, F.5), ακόμη και αν όλα τα μέλη του Εφετείου θα έδιναν τέτοια προειδοποίηση (βλ. BJ [2020] NICA 5).

 

Επανερχόμενοι στην πρωτόδικη απόφαση το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία δεν αυτοπροειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο καταδίκης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, για την κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνουμε ότι το δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς όλο το φάσμα της μαρτυρίας της παραπονούμενης κρίνοντας ότι είναι αξιόπιστη μάρτυρας. Αναφέρει ότι η μαρτυρία της ήταν σταθερή και συγκεκριμένη και δεν κλονίστηκε ως προς τον χρονικό προσδιορισμό της γνωριμίας και σεξουαλικής συνεύρεσης με τον Εφεσείοντα καθ' όν χρόνο ήταν ανήλικη, παρά τη σφοδρή αντεξέταση την οποία υπέστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην απόφαση Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) θεώρησε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης μπορεί να γίνει αποδεκτή και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Σ.Σ.: «[τ]ο ζητούμενο είναι το δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει έστω χωρίς ενισχυτική μαρτυρία».

 

Δεν θεωρούμε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης δικαιολογούσε αυτοπροειδοποίηση του Δικαστηρίου βάσει των αρχών της Makanjuola, καθότι δεν υπήρξε ψεύδος ή ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία της ούτε διάκειτο από εκδικητικά κίνητρα τα οποία να δημιουργούν εγγενείς αμφιβολίες για την αξιοπιστία της.

 

Σχετικά με τις κατηγορίες 2 και 3 το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι θα έπρεπε να αυτοπροειδοποιηθεί για τον κίνδυνο καταδίκης στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, καθότι πρόκειται για σεξουαλικής φύσης αδικήματα με βάση τον Ποινικό Κώδικα, και επομένως ισχύει ακόμη ο παλαιός κανόνας πρακτικής (βλ. Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Παρά την ανυπαρξία ενισχυτικής μαρτυρίας αναφέρεται σε αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις της παραπονούμενης και υποστηρικτική μαρτυρία, οι οποίες «αν αθροιστούν με τις συμπαγείς θέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, καθιστούν την εκδοχή της ΜΚ.2 αληθή, παρά την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας».

 

 

 

(iii) Υποστηρικτική μαρτυρία

 

Η υποστηρικτική μαρτυρία στην οποία ορθώς αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι η σιωπή και μηδενική αντίδραση του Εφεσείοντος, όταν ο ΜΚ.3 σε κατ' ιδία συνάντηση την οποία είχαν στην παρουσία της παραπονούμενης, τον προσέβαλε λέγοντας του ότι είναι ένας παιδεραστής που «καταδέχτηκε να εκμεταλλευτεί ένα μωρό 15 χρονών». Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2023, F5.10 σχετικά με την υποστηρικτική μαρτυρία η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η μαρτυρία περί σιωπής του κατηγορούμενου, από τρίτο πρόσωπο με το οποίο συνομιλεί επί ίσοις όροις, αποδεκτή στο κοινοδίκαιο, για να δείξει ότι ο κατηγορούμενος αποδέχεται την κατηγορία (βλ. Parker v. R (1976) 3 All E.R. 38). Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:

 

"(d) Evidence of the silence of the accused, where an accusation is made by someone speaking to the accused on even terms, admissible at common law to show that the accused accepts the accusation (see F20.28 to F20.33)".

 

(iv) Αυτοεξυπηρετικές δηλώσεις

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της παραπονούμενης ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρεί τα όσα η ίδια ανέφερε στον ΜΚ.3 περί της ερωτικής σχέσης της με τον Εφεσείοντα από 15 ετών, ως αποδεκτή μαρτυρία αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων για την αλήθεια του περιεχομένου και στήριξη της αξιοπιστίας της, προς αντίκρουση της εισήγησης κατά την αντεξέταση ότι η μαρτυρία της ήταν ψευδής και κατασκευασμένη, με μοναδικό στόχο να τον εκδικηθεί και να τον βάλει στη φυλακή.

 

Ο κανόνας για την αποδοχή προηγούμενων αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων βάσει του κοινοδικαίου προς αντίκρουση εισηγήσεως ότι η εκδοχή του μάρτυρα αποτελεί πρόσφατο κατασκεύασμα (recent fabrication), εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2024, F7.70, με αναφορά στο άρθρο 120(2) του Criminal Justice Act 2003, το οποίο διατηρεί ανέπαφη την αρχή του κοινοδικαίου:

 

"Although s. 120(2) refers to 'fabrication' without the qualification 'recent', the clear intention was to leave the common-law principle intact. However, the principle is not to be confined to a temporal straitjacket. 'Recent' is an elastic description designed to assist in the identification of circumstances in which a previous consistent statement should be admitted where there is a rational basis for its use as a tool for deciding where the truth lies. The touchstone is whether the evidence may fairly assist in that way, and not the length of time (Athwal [2009] EWCA Crim 789). For example, in MH [2012] EWCA Crim 2725, where it was alleged by a father that his son had been coached by his mother to give false evidence against him to stop him from seeing his children and by reason of the financial dispute between him and his wife, evidence of the son's complaints to the mother against the father prior to the breakdown of the marriage was admissible in rebuttal, but not evidence of such complaints made at a time when the father was not permitted to see his children and when he and his wife were in financial dispute". (Υπογράμμιση και έμφαση δική μας)

 

Υπογραμμίζεται ότι κατά τον χρόνο των αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων η παραπονούμενη δεν βρισκόταν σε αντιδικία με τον Εφεσείοντα και δεν είχε λόγο να πει ψέματα στον ΜΚ.3, ο οποίος μάλιστα προσπάθησε να μεσολαβήσει για να φτάσει η μεταξύ τους σχέση σε αίσιο τέλος. Επρόκειτο για δήλωση η οποία έγινε σε ανύποπτο χρόνο, προτού επέλθει ρήξη στην  ερωτική σχέση της παραπονούμενης και του Εφεσείοντος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την αποκάλυψη της σχέσης της παραπονούμενης στη μητέρα της, την προηγούμενη της καταγγελίας, ως εμπίπτουσα στην εξαίρεση κατά της αποδοχής αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων. Αυτό με όλο το σεβασμό αποτελεί σφάλμα. Στην υπόθεση Athwal (ανωτέρω) στην παράγραφο 58 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα σχετικά με την αποδοχή προηγούμενων αυτοεξυπηρετικών δηλώσεων:

 

"..The mere fact that the witness has said substantially the same thing on a previous occasion will not generally be a sufficient basis to adduce the previous statement when the truthfulness of his evidence is put in issue. There must be something more - for example, the absence on the earlier occasion of a factor, say personal dislike, which is being advanced as a possible explanation for the falsity of his evidence in court. However, when circumstances have changed in such a way, it may not matter that they changed last week, last month or last year, provided that there is a qualitative difference in circumstances, but substantial similarity between the two accounts". (Υπογράμμιση δίκη μας).

 

Η αυτοεξυπηρετική δήλωση της παραπονούμενης προς τη μητέρα της και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, όταν η σχέση της με τον Εφεσείοντα ήρθε σε οριστική ρήξη, την προηγούμενη της καταγγελίας στην αστυνομία, δεν ικανοποιεί τα πιο πάνω κριτήρια. Τούτο όμως δεν επηρεάζει την ευρύτερη αξιολόγηση αξιοπιστίας της παραπονούμενης.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

VII. Θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.87(Ι)/2007 (Έβδομος λόγος έφεσης)

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητας του Ν.87(Ι)/2007, σχετικά με τον ορισμό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου. Είναι η θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι ο ορισμός τον οποίο περιλαμβάνει ο Νόμος είναι γενικός και αφηρημένος ή και μη επαρκής και προσβάσιμος, με αποτέλεσμα να μην δύναται ο καθένας να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο του ποινικού αδικήματος και την προβλεπόμενη ποινή σε περίπτωση διάπραξης του, ή και δεν δύναται να γνωρίζει ποια ή ποιες πράξεις τους είναι κολάσιμες και τις συνέπειες που θα υποστεί.

 

Το πρώτο θέμα το οποίο χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο στην πραγματικότητα εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν.87(Ι)/2007, ουσιώδους για τη διάγνωση της υπό εξέταση εφέσεως, του οποίου δικαιολογείται η παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 144 του Συντάγματος, η οποία εισήχθη με το Νόμο 103(Ι)/2022, προνοεί τα ακόλουθα:

«1. (1) Κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένης της κατ' έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως.

(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3)».

 

Όπως αποφασίστηκε σχετικά πρόσφατα από το Εφετείο στην Σωτήρης Ιωάννου ν. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, Πολ. Εφ. 43/18, ημερ. 13.9.2023:

 

«Προκύπτει από την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου (2) και ειδικά από τη χρήση της λέξης «δύναται» ότι δεν είναι αναγκαστική η παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, οιουδήποτε ζητήματος συνταγματικότητας νόμου τεθεί σε δικαστική διαδικασία. Αντιθέτως η παραπομπή ακόμη και ουσιώδους για τη διαδικασία ζητήματος, επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου τίθεται ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα.

 

Θεωρούμε ότι η ουσία της τροποποίησης του ’ρθρου 144 του Συντάγματος δεν είναι να παραπέμπονται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο όλα τα ζητήματα συνταγματικότητας που εγείρονται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο ..»

 

Προς υποστήριξη των θέσεων του ο συνήγορος του Εφεσείοντος επικαλείται την απόφαση στην Σάββας Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 371, όπου έγιναν οι ακόλουθες επισημάνσεις σχετικά με το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικου βάσει του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου, Ν.3(I)/2000:

 

"Ο εφεσείων εδώ κατηγορήθηκε για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, βάσει του  Ν.3(I)/2000. Η σεξουαλική όμως εκμετάλλευση ορίζεται στο ερμηνευτικό ’ρθρο (2) του Νόμου ως εξής:

(α) την παρότρυνση ή τον εξαναγκασμό ανηλίκου να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα·

(β) την εκμετάλλευση ανηλίκου με την εκπόρνευσή του ή με τη συμμετοχή του σε άλλες σεξουαλικές πρακτικές·

(γ) την εκμετάλλευση ανηλίκου με συμμετοχή του σε πορνογραφικές παραστάσεις και υλικό, περιλαμβανομένης της παραγωγής, πώλησης και διανομής ή άλλων μορφών εμπορίας παρόμοιου υλικού, καθώς και της κατοχής τέτοιου υλικού.»

Και ερωτάται σε ποία από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εμπίπτει η συμπεριφορά του εφεσείοντος, εφόσον δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο; Σίγουρα όχι στη (β) και (γ). Ενδεχομένως να ισχύει η περίπτωση (α). Ποία όμως η εμβέλεια της παρότρυνσης συμμετοχής, σε «οποιαδήποτε» μάλιστα σεξουαλική δραστηριότητα ανήλικου, η ηλικία του οποίου ορίζεται κάτω των 18 ετών. Μήπως η παρότρυνση περιλαμβάνει και το σύνηθες φλερτ όταν ακολουθήσει και κάποια χειρονομία με σεξουαλικό στίγμα; Να υπενθυμίσουμε δε πως η ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης είναι φυλάκιση μέχρι 20 έτη.

Ο καθένας λοιπόν σύμφωνα με την πιο πάνω αρχή δικαίου, δικαιούται να γνωρίζει με ακρίβεια το περιεχόμενο του ποινικού αδικήματος και την προβλεπόμενη ποινή σε περίπτωση διάπραξης του. Δηλαδή, πρέπει να γνωρίζει επακριβώς ποία η ποίες πράξεις του είναι κολάσιμες, και τις συνέπειες που θα υποστεί.

Τα πιο πάνω σχόλια γίνονται για να βοηθηθεί ο νομοθέτης να καθορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα αδικήματα που θέλει να δημιουργήσει, κάτι βεβαίως που είναι στην απόλυτη συνταγματική του αρμοδιότητα. Κατά τέτοιο όμως τρόπο που ο νόμος να συνάδει με τις βασικές αρχές δικαίου, και ιδιαίτερα τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έχουμε προσυπογράψει".

Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι οι πιο πάνω επισημάνσεις ισχύουν κατ' αναλογία στο αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης κάτω από τον Ν.87(Ι)/2007, ο οποίος είναι πανομοιότυπος με τον Ν.3(Ι)/2000 τον οποίο αντικατέστησε.

 

Για λόγους τους οποίους θα εξηγήσουμε δεν προκύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας.

 

Κατ' αρχάς επισημαίνεται ότι στον Ν.87(Ι)/2007 υπάρχει πιο σαφής και ολοκληρωμένος ορισμός της «σεξουαλικής εκμετάλλευσης», από εκείνο του Ν.3(Ι)/2000. Συμφώνως του άρθρου 2 του Ν.87(Ι)/2007:

«σεξουαλική εκμετάλλευση» περιλαμβάνει- 

(α) τον εξαναγκασμό προσώπου σε πορνεία ή σε συμμετοχή σε πορνογραφικές παραστάσεις ή την κερδοσκοπία ή καθ΄οιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση προσώπου για παρόμοιους σκοπούς∙

(β) την εισαγωγή ή εξώθηση ή παρότρυνση ή στρατολόγηση ή οργάνωση ή κατεύθυνση προσώπου στην πορνεία ή σε συμμετοχή σε θεάματα πορνογραφίας∙

(γ) τη σεξουαλική δραστηριότητα με πρόσωπο, όταν -

(i) γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής∙

(ii) γίνεται κατάχρηση αναγνωρισμένης θέσης εξουσίας ή επιρροής επί του προσώπου ή της κηδεμονίας ή φύλαξης προσώπου. 

«σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και περιλαμβάνει τη σεξουαλική δραστηριότητα με παιδί, όταν προσφέρονται χρήματα ή άλλου είδους αμοιβές ή παροχές ως πληρωμή προκειμένου το παιδί να συμμετάσχει σε σεξουαλικές δραστηριότητες».

 

Ό,τι εδώ ενδιαφέρει με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση που αναφέρεται στο εδάφιο (γ)(ii). Το στοιχείο της παρότρυνσης αφορά μόνο την περίπτωση του εδαφίου (β), η οποία δεν σχετίζεται με την κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης της παραπονούμενης και δεν θα μας απασχολήσει. Επομένως τα σχόλια τα οποία γίνονται στο προαναφερθέν απόσπασμα από την Ευαγγέλου  σχετικά με την αβεβαιότητα που δημιουργείται στον ορισμό του στοιχείου της παρότρυνσης συμμετοχής ανηλίκου σε οποιαδήποτε σεξουαλική δραστηριότητα, δεν εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση. Επίσης παρατηρούμε ότι στο άρθρο 2 του Ν. 87(Ι)/2007 υπάρχει σαφής ορισμός της «πράξης με σεξουαλικό χαρακτήρα», ο οποίος δεν υπήρχε στον Ν.3(Ι)/2000, δημιουργώντας τότε ασάφεια ως προς την εμβέλεια του στοιχείου της «παρότρυνσης», σύμφωνα με την Ευαγγέλου.

  

Ο ορισμός της σεξουαλικής εκμετάλλευσης στον Ν.87(Ι)/2007 είναι σαφής και συγκεκριμένος και ουδεμία αοριστία ή μη προβλεψιμότητα δημιουργείται σχετικά με το αξιόποινο των πράξεων τις οποίες καλύπτει. Το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού προνοείται στο άρθρο 10 του Νόμου με ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη. Ο ορισμός της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού ικανοποιεί πλήρως την ανάγκη για προβλεψιμότητα και προσβασιμότητα του ποινικού νόμου με βάση το άρθρο 7.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και το άρθρο 49.1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Τέλος υπογραμμίζεται ότι ο Ν.87(Ι)/2007 θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες αναφέρονται στο Προοίμιο του. Μία εξ αυτών είναι η «Απόφαση Πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας». Η νομική βάση για τις Αποφάσεις-Πλαίσιο ήταν το άρθρο 34.2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Νίκαιας, προτού καταργηθεί από τη Συνθήκη της Λισαβώνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1.12.2009.  Συμφώνως του άρθρου 34.2 οι Αποφάσεις-Πλαίσιο είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα το οποίο θα επιτευχθεί, αλλά θα επαφίεται στις εθνικές αρχές η επιλογή του περιεχομένου και μεθόδων (form and methods).

 

Τα αδικήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών ορίζονται στο άρθρο 2 της Απόφασης-Πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ. Ο ορισμός της σεξουαλικής εκμετάλλευσης στο άρθρο 2 του Ν.87(Ι)/2007, αποτελεί αντιγραφή του εν λόγω άρθρου, με πιο διευρυμένο πλαίσιο ώστε να καλύπτει και ενήλικα πρόσωπα. Ο δε ορισμός της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού στον Ν. 87(Ι)/2007, έχει την έννοια που αποδίδεται στον ορισμό της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και περιλαμβάνει την σεξουαλική δραστηριότητα με παιδί όταν προσφέρονται χρήματα ή άλλου είδους αμοιβές ή παροχές ως πληρωμή προκειμένου το παιδί να συμμετάσχει σε σεξουαλικές δραστηριότητες.

 

Εν όψει της πλήρους ενσωμάτωσης στο ημεδαπό δίκαιο της εν λόγω Απόφασης-Πλαίσιο, πράγμα το οποίο αποτελούσε δεσμευτική υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας βάσει του Ενωσιακού δικαίου, δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου συμφώνως του άρθρου 1Α του Συντάγματος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν.87(Ι)/2007, ουσιώδους για την επίλυση της ενώπιον μας ποινικής έφεσης, και συνακόλουθα δεν τίθεται θέμα άσκησης της διακριτικής μας ευχέρειας για παραπομπή του ζητήματος ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Β. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

 

Με τους λόγους 8 - 11 ο Εφεσείων προσβάλλει την επιβληθείσα ποινή δεκαοκτώ μηνών άμεσης φυλάκισης, (α) ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής καθότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων σε συνάρτηση με την αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντος (λόγος έφεσης 8), (β) εσφαλμένης άσκησης διακριτικής εξουσίας στη μη αναστολή της ποινής φυλάκισης (λόγος έφεσης 9) καθότι δεν προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες, (γ) άντλησης εσφαλμένης καθοδήγησης από τη νομολογία (λόγος έφεσης 10) με αποτέλεσμα την επιβολή έκδηλα υπερβολικής ποινής, (δ) παραβίασης του άρθρου 12.1 του Συντάγματος και 7(1) της ΕΣΔΑ επειδή λήφθηκε υπόψη η έξαρση αυτής της φύσης των αδικημάτων στο στάδιο επιβολής ποινής αντί κατά τον χρόνο διάπραξης (λόγος έφεσης 11).

  

Έχουμε διεξέλθει με προσοχή την απόφαση επιβολής ποινής του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διαπιστώνουμε ότι έλαβε υπόψη κάθε τι το οποίο θα μπορούσε να προσμετρήσει υπέρ του Εφεσείοντος ως μετριαστικός παράγοντας, τα οποία δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής. Συγκεκριμένα ελήφθη υπόψη ότι το Δικαστήριο καλείτο να επιβάλει ποινή «5 σχεδόν χρόνια μετά την καταγγελία και 17 χρόνια μετά την διάπραξη των αδικημάτων». Προσμέτρησε επίσης υπερ του Εφεσείοντος η εξωδικαστηριακή τιμωρία την οποία θα υποστεί με την απώλεια της εργασίας του συνεπεία της καταδίκης του. Από την άλλη ελήφθη υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας η πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, το παρατεταμένο διάστημα σεξουαλικής επαφής ενόσω η παραπονούμενη ήταν ανήλικη, και η συναισθηματική εξάρτηση η οποία δημιουργήθηκε στην παραπονούμενη.

 

Σχετικά με το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα θα επαναλάβουμε την καθιερωμένη πλέον θέση της νομολογίας ότι σε σεξουαλικής φύσης αδικήματα η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας αφ΄εαυτής δεν προσμετρά συνήθως υπέρ του κατηγορούμενου, ένεκα των αναστολών και άλλων ψυχολογικών εμποδίων τα οποία αντιμετωπίζει το θύμα, ως απόρροια των ίδιων των αδικημάτων και των σχέσεων του θύματος με τον δράστη. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, η καθυστέρηση στην καταγγελία σε τέτοιου είδους υποθέσεις αποτελεί κοινοτοπία και είναι πλήρως κατανοητή από τα δικαστήρια όπως αποφασίστηκε στην L.P.B. [1990] 91 Cr. App. R. 359, σελ. 361. Στην Μιχαήλ αναφέρεται η υπόθεση J.W. [2000] 1 Cr. App. R. (S) 234, όπου τα αδικήματα κατά της θυγατέρας του εφεσείοντος ο οποίος κατά τη δίκη ήταν 80 ετών, διαπράχθηκαν προ σαρακονταετίας, όταν αυτή ήταν μεταξύ 11 και 15 ετών.

 

Έκτοτε υπάρχει πληθώρα νομολογίας των Αγγλικών δικαστηρίων αφορώσα σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων προσώπων, όπου η ποινή επιβλήθηκε δεκαετίες μετά την διάπραξη των αδικημάτων, χωρίς να μειώνεται η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι υποθέσεις που εξετάζονται στη R v. Forbes [2016] EWCA Crim 1388, ειδικά αυτή του John Clark (παρ. 80, 81), του οποίου επικυρώθηκε 20ετής ποινή φυλάκισης επιβληθείσα το 2015 (σε ηλικία 79 ετών) για αδικήματα συστηματικής σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων παιδιών ηλικίας 7 έως 13 ετών, διαπραχθέντων μεταξύ 1974-1981, όταν αυτός ήταν σε ηλικία 39-46 ετών. Πολλές άλλες ανάλογες υποθέσεις της Αγγλικής νομολογίας αναφέρονται στο σύγγραμμα των Rook & Ward, Sexual Offences Law & Practice, 6η έκδοση (2021), παρ. 30.157 - 30.192 (The Approach to Sentencing Historic Sexual Offences).

 

Στην Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102, όπου ακολουθείται η Μιχαήλ (ανωτέρω), επισημαίνεται ότι σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, διαφοροποιείται η αναγνωρισμένη θέση της νομολογίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272) ότι η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων επενεργεί ως μετριαστικός παράγοντας, με ανεπιθύμητη την επιβολή ποινή φυλάκισης, εκτός όπου κρίνεται απολύτως αναγκαίο.

  

Στην προκείμενη περίπτωση η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας είναι αλληλένδετη με τη συναισθηματική εξάρτηση την οποία ο Εφεσείων δημιούργησε στην παραπονούμενη, ένεκα της ερωτικής σχέσης την οποία συνήψε μαζί της όταν αυτή ήταν ανήλικη, την οποία συνέχισε για πολλά χρόνια αφότου αυτή ενηλικιώθηκε, συντηρώντας την με ψεύτικες υποσχέσεις γάμου και απειλές. Είναι μόνο όταν η σχέση ήρθε σε πλήρη ρήξη που η παραπονούμενη αποκάλυψε την έκνομη συμπεριφορά του Εφεσείοντος στους γονείς της, και με τη στήριξη και ενθάρρυνση τους κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία.

 

Από την άλλη η καθυστέρηση από την ημερομηνία καταγγελίας της υπόθεσης μέχρι την επιβολή ποινής, συναρτάται με το δικαίωμα διάγνωσης της ποινικής ευθύνης εντός εύλογου χρόνου που κατοχυρώνει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ, και λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας στην επιβολή ποινής, συμφώνως των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας.

 

Επομένως δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σφάλμα αρχής σχετικά με την προσμέτρηση του στοιχείου της καθυστέρησης στην επιβολή ποινής, το οποίο δικαιολογούσε επιεικέστερη ποινολογική μεταχείριση.

 

Δεν συμφωνούμε επίσης με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο εσφαλμένα άντλησε καθοδήγηση από τις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Γενεθλίου, Ποιν. Εφ. 5/16, ημερ. 1.3.2016, και Γενικός Εισαγγελέας ν. ΧΧ, Ποιν. Εφ. 36/17, ημερ. 14.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B219, επειδή στις υποθέσεις εκείνες δεν είχε διαρρεύσει τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων και δεν υπήρχαν οι ελαφρυντικοί παράγοντες οι οποίοι συνέτρεχαν στην περίπτωση του Εφεσείοντος.

 

Στη Γενεθλίου, ποινή φυλάκισης 3 μηνών αυξήθηκε σε 12 μήνες για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης δεκαπεντάχρονης με νοητικό επίπεδο δώδεκα ετών από εικοσιπεντάχρονο, ο οποίος την γνώρισε και σε φίλο και ξάδελφο του οι οποίοι ήρθαν μια φορά σε σεξουαλική επαφή μαζί της, εκμεταλλευόμενος την επιρροή που ασκούσε σε αυτή και τη σχέση εξάρτησης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους. Η ποινή επιβλήθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο τέλος της απόφασης τονίζει ότι «η παρούσα υπόθεση κρίθηκε βάσει των δικών της ιδιαζόντων γεγονότων και δεν αποτελεί καθοδήγηση για τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα». Η επισήμανση αυτή επαναλαμβάνεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως η επιβληθείσα ποινή στη Γενεθλίου δεν αποτελεί μέτρο καθορισμού της ποινής ή άντλησης καθοδήγησης για την προσήκουσα ποινή σε αδικήματα αυτού του είδους, η οποία αναμένεται να είναι σαφώς αυστηρότερη.

 

Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. ΧΧ (ανωτέρω) αφορούσε αδίκημα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικης μαθήτριας 15 ½ ετών από τον 39χρονο καθηγητή της, ο οποίος συνευρέθηκε μαζί της σεξουαλικά μια φορά. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε φιλική σχέση η οποία εξελίχθηκε σε ερωτική. Η σχέση δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της ανήλικης η οποία είχε αναπτύξει συμπτωματολογία συναισθηματικής εξάρτησης με τον εφεσίβλητο. Υπήρξε εκ μέρους του καθηγητή εμφανής κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης. Η μεγάλη διαφορά ηλικίας προσμέτρησε ως επιβαρυντικός παράγοντας. Κατόπιν παραδοχής επιβλήθηκε στον Εφεσίβλητο (λευκού ποινικού μητρώου) ποινή φυλάκισης 12 μηνών η οποία κατ' έφεση αυξήθηκε σε δυο χρόνια ούτως ώστε να αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από σεξουαλικά αδικήματα στρεφόμενα εναντίον ανηλίκων προσώπων. Στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι εάν εξέλιπε ο παράγοντας της παραδοχής η ποινή θα ήταν σαφώς αυστηρότερη.

 

Δεν συμφωνούμε ότι τα γεγονότα στην ανωτέρω υπόθεση ήταν σοβαρότερα από την παρούσα. Αντιθέτως, στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε συνειδητή προσπάθεια παραπλάνησης της ανήλικης από τον κατά πολύ μεγαλύτερο της Εφεσείοντα, ο οποίος συνευρισκόταν μαζί της σεξουαλικά, από τότε που η ίδια ήταν σε ηλικία 15 ετών περίπου, και συνέχισε να το πράττει επί συστηματικής βάσης μέχρι την ενηλικίωση της. Όταν ο Ν. 87(Ι)/2007 τέθηκε σε ισχύ η παραπονούμενη ήταν ακόμη 15 ετών. Επίσης, δεν υπήρξε το στοιχείο της παραδοχής το οποίο πέραν της έμπρακτης μεταμέλειας και οικονομίας πολύτιμου δικαστικού χρόνου, ενέχει ιδιαίτερη σημασία σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις, καθώς αποφεύγεται η αναβίωση των τραυματικών εμπειριών τις οποίες υπέστη το θύμα, μέσα από τη δικαστική διαδικασία [βλ. R v. H(J) [2011] EWCA Crim 2753, παρ. 47(g)].

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη την ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα. Η σοβαρότητα του αδικήματος της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κάτω από το άρθρο 10 του Ν.87(1)/2007 καθορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής των είκοσι ετών. Η αυστηρή ποινολογική αντιμετώπιση η οποία επιβάλλεται σε αυτού του είδους τα αδικήματα τα οποία στρέφονται κατά ανηλίκων προσώπων, τονίστηκε σε αριθμό υποθέσεων. Η θέση της νομολογίας αντανακλάται στο κάτωθι απόσπασμα από την Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 135/14 (σχ. με 138/14), ημερ. 22/11/2016:

«Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, παρόλον που ένα νεαρό θύμα μπορεί, φαινομενικά, να είχε συναινέσει, η συμπεριφορά αυτή μπορεί να του προκαλέσει βλάβη, γι' αυτό ακριβώς ο νομοθέτης προνόησε για το συγκεκριμένο αδίκημα (R.  v.  Perry [2010] 2 Cr.  App. R (S) 98). Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της».

 

Ένεκα της έξαρσης που παρατηρείται σε αυτού του είδους τα αδικήματα τα οποία έχουν καταστεί κοινωνική μάστιγα, καθίσταται αναγκαία η επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών ποινών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτήρη Σάββα, Ποιν. Εφ. 202/2021, ECLI:CY:AD:2022:D116, ημερ. 17/2/2022, Clarson v. Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411, S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 129/21, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B409).

 

Σε ό,τι αφορά τη μειωμένη σημασία των προσωπικών περιστάσεων σε αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων, εκτός από την Λευκαρίτης (ανωτέρω), παραπέμπουμε στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 178/2017, ECLI:CY:AD:2018:B457, ημερ. 24/10/2018, το οποίο επαναλαμβάνεται με επιδοκιμασία στην S.J.L. v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) 

 

«Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».

 

Η επιβληθείσα ποινή προσβάλλεται ως παραβιάζουσα το άρθρο 12.1 του Συντάγματος και 7(1) της ΕΣΔΑ, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την έξαρση αυτής της φύσης των αδικημάτων βάσει πρόσφατης νομολογίας, αντί να λάβει υπόψη την ισχύουσα νομολογία κατά τον χρόνο διάπραξης (2006-2009) των αδικημάτων.  Ο συνήγορος του Εφεσείοντος  εισηγείται ότι η εν λόγω προσέγγιση προσκρούει στην αρχή της μη αναδρομικότητας των ποινικών νόμων και της αρχής της ηπιότερης ποινής, η οποία ενσωματώνεται στο δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 7(1).

 

Το άρθρο 12.1 του Συντάγματος, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 7(1) της ΕΣΔΑ, προνοεί ότι:

 

"Ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής και εις ουδένα επιβάλλεται δι' αδίκημά τι ποινή βαρυτέρα της ρητώς προβλεπομένης υπό του κατά τον χρόνον της τελέσεως ισχύοντος νόμου".

H εφαρμογή του άρθρου 7(1) της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις παλαιών σεξουαλικών αδικημάτων εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, στην R v. Forbes (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Αρχιδικαστή Thomas:

112.  Article 7(1) was considered in R (Uttley) v Secretary of State for the Home Department [2005] 1 Cr App R (S) 91. At [21] Lord Phillips said: 

        "It follows that Art. 7(1) will only be infringed if a sentence is imposed on a defendant which constitutes a heavier penalty than that which would have been imposed on the defendant under the law in force at the time that his offence was committed." 

113.  Similarly, at [42] Lord Rodger said:

        "The decision of the European Court demonstrates, however, that art. 7(1) does not envisage such speculative excursions into the realm of the counter-factual. Its purpose is not to ensure that the offender is punished in exactly the same way as he would have been punished at the time of the offence, but to ensure that he is not punished more heavily than the relevant law passed by the legislature would have permitted at that time. So long as the court keeps within the range laid down by the legislature at the time of the offence, it can choose the sentence which it considers most appropriate."

114.  Similar comments were made in the other judgments.  In that case, in short, the House of Lords was satisfied that there was no breach of Article 7 provided the sentencing court sentenced within the maximum sentence available at the time the offence was committed. Changes to the regime in relation to release on licence did not affect the situation. 

115.  In H, Lord Judge clearly drew upon the decision in Uttley in holding at [18]:

        "In the result therefore in historic cases, provided sentences fall within or do not exceed the maximum sentence which could lawfully have been imposed at the date when offence was committed, neither the retrospectivity principle nor Article 7 of the European Convention are contravened". (Υπογράμμιση δική μας).

 

 

Επομένως δεν τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 7(1) της ΕΣΔΑ και 12.1 του Συντάγματος νοουμένου ότι η ποινή δεν ξεπερνά τη μέγιστη ποινή η οποία θα μπορούσε να επιβληθεί κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος. Ο σκοπός του άρθρου 7(1) της ΕΣΔΑ δεν είναι ο κατηγορούμενος να τιμωρηθεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα τιμωρείτο κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος, αλλά να διασφαλίσει ότι δεν θα τιμωρηθεί με αυστηρότερη ποινή από ό,τι θα ήταν επιτρεπτό να τιμωρηθεί βάσει της τότε ισχύουσας νομοθεσίας. Εάν το μέγιστο της ποινής έχει στο μεταξύ μειωθεί, τότε ο κατηγορούμενος θα επωφεληθεί της μείωσης στην ποινή βάσει της αρχής του ηπιότερου νόμου (lex mitior), η οποία απορρέει από το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ (βλ. Ηλιάδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 2/18 & 3/18, ημερ. 12.9.2018).

 

Με βάση την ανωτέρω νομολογία η επιβολή αυστηρότερης ποινής από ό,τι θα επιβαλλόταν κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος ένεκα της έξαρσης στα σεξουαλικά αδικήματα κατά ανηλίκων χάριν προστασίας του κοινωνικού συνόλου, δεν παραβιάζει το άρθρο 7(1) της Σύμβασης ούτε το άρθρο 12.1 του Συντάγματος νοουμένου ότι η ποινή δεν ξεπερνά το μέγιστο της ποινής η οποία θα μπορούσε τότε να επιβληθεί. Επί τούτου άμεσα σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από την απόφαση στην R v. Forbes (ανωτέρω):

"4. As is clear from paragraphs 1 and 2 of annex B, reiterating what was said in R v H:

i) The offender must be sentenced in accordance with the regime applicable at the date of sentence. The court must therefore have regard to the statutory purposes of sentencing and to current sentencing practice. Plainly the fact that attitudes have changed is of no moment as the late Dr David Thomas observed in his commentary on R v H:

 

"An offender brought to justice many years after the date of his offence, who complains that his sentence would have been less severe if he had been brought to justice at an earlier stage, may reflect on the fact that it was his choice not to take the initiative and admit the offences when the earlier more lenient sentencing policy was in operation."

 

ii) The sentence that can be passed on the offender is limited to the maximum sentence available at the time of the commission of the offence, unless the maximum has been reduced, when the lower maximum will be applicable". (Υπογράμμιση δική μας).

 

Υπό το φως των ανωτέρω ουδέν θέμα παραβίασης του άρθρου 12.1 του Συντάγματος και 7(1) της ΕΣΔΑ προκύπτει από την επιβολή ποινής.

 

Οι αρχές οι οποίες διέπουν την εξουσία του Εφετείου να επέμβει στην ποινή αναφέρονται σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου τις οποίες δεν θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε. Αρκεί να αναφερθούμε στο κάτωθι απόσπασμα από την Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017, το οποίο αντανακλά τη θέση της νομολογίας:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013  ημερ. 16.5.2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015».

 

 

Στον Εφεσείοντα επιβλήθηκε 18μηνη ποινή φυλάκισης στο αδίκημα σεξουαλικής εκμετάλλευσης την οποία όχι μόνο δεν θεωρούμε έκδηλα υπερβολική, αλλά ως πολύ επιεική, και μετά δυσκολίας δεν θα την αυξήσουμε βάσει της εξουσίας η οποία μας παρέχεται από το άρθρο 145(2) του Κεφ. 155.

 

Σε ό,τι αφορά το παράπονο περί μη αναστολής της ποινής φυλάκισης, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αναστολή ποινής σε τέτοιας φύσης αδικήματα θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα αποδυναμώνοντας ουσιωδώς την αποτρεπτικότητα της ποινής.

 

Η έφεση κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτεται.

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.



[1] 123. The second indent relates to abuse of a recognised position of trust, authority or influence over the child. This can refer, for example, to situations where a relationship of trust has been established with the child, where the relationship occurs within the context of a professional activity (care providers in institutions, teachers, doctors, etc) or to other relationships, such as where there is unequal physical, economic, religious or social power.

124. The second indent provides that children in certain relationships must be protected, even when they have already reached the legal age for sexual activities and the person involved does not use coercion, force or threat. These are situations where the persons involved abuse a relationship of trust with the child resulting from a natural, social or religious authority which enables them to control, punish or reward the child emotionally, economically, or even physically. Such relationships of trust normally exist between the child and his or her parents, family members, foster or adoptive parents, but they could also exist in relation to persons who:

- have parental or caretaking functions; or
- educate the child; or
- provide emotional, pastoral, therapeutic or medical care; or - employ or have financial control over the child; or
- otherwise exercise control over the child.

Volunteers who look after children in their leisure-time or during voluntary activities, for example at holiday-camps or in youth organisations, can also be viewed as holding positions of trust. This list is not exhaustive, but aims at giving a description of the wide range of the recognised positions of trust, authority or influence."

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο