ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολ. Έφεση Αρ.: 267/2018)

 

19 Δεκεμβρίου 2023

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Εφεσείουσας/Εναγόμενης,

v.

 

KARAGEORGIADES TRADING LTD,

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

____________________

 

Εμφανίσεις:
κ.  Ν. Χατζηλοϊζου για κ.κ. Χατζηλοϊζου & Χατζηνικολάου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

κ. Α. Γλυκής και κ. Φ. Νεοκλέους για κ.κ. Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Τα γεγονότα της παρούσας έφεσης συνίστανται στο ότι οι εφεσίβλητοι, ως ενάγοντες, ήγειραν αγωγή διεκδικώντας το ποσό των €2.304,18, προερχόμενο από συμφωνία πώλησης τεχνογρανίτη προς την εφεσείουσα, εναγόμενη στην πρωτόδικη διαδικασία. Η εφεσείουσα αρνούμενη την αξίωση ήγειρε ανταπαίτηση διεκδικώντας (α) το ποσό των €1.500,00, το οποίο κατέβαλε στους εφεσίβλητους ως προκαταβολή, (β) το ποσό των €626,00 ως έξοδα αφαίρεσης του τεχνογρανίτη, μετά την τοποθέτηση του από τους εφεσίβλητους, (γ) δήλωση ότι ο τερματισμός της προαναφερόμενης συμφωνίας, εκ μέρους της εφεσείουσας, ήταν έγκυρος και (δ) γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και πρόκληση ταλαιπωρίας.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με τη διαδικασία ταχείας εκδίκασης, αφού η διαφορά δεν υπερέβαινε τις €3.000,00, εξέδωσε απόφαση στην αγωγή, η οποία συνεκδικάστηκε με την ανταπαίτηση, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας, για το ποσό των €2.304,18, συνεπεία παράβασης συμφωνίας, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.  Απέρριψε την ανταπαίτηση. Προφανώς δεν δέχθηκε την εκδοχή της εφεσείουσας με την οποία υποστήριξε τις αξιώσεις της.

 

Η εφεσείουσα, διαφωνώντας με το πιο πάνω αποτέλεσμα, καταχώρησε την παρούσα έφεση, ζητώντας την ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης με τριανταδύο (32) λόγους έφεσης, οι οποίοι αντανακλούν στις θέσεις ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του το Ν.7(Ι)/2000 και την Οδηγία 1999/44/ΕΚ, παρ' ότι επρόκειτο για συμφωνία καταναλωτικών αγαθών (1ος και 2ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα εναπόθεσε το βάρος απόδειξης, της ύπαρξης ελαττωματικότητας και μη ύπαρξης καλής ποιότητας των επίδικων αγαθών, επί των ώμων της εφεσείουσας (3ος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσείουσα απέδειξε την έλλειψη συμμόρφωσης των επίδικων αγαθών στο μέτρο που καθορίζεται από τη νομολογία του ΔΕΕ (4ος λόγος έφεσης), ότι ακόμη και αν ήθελε κριθεί ορθή η πρωτόδικη κατάληξη, ότι η εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης της ύπαρξης ελαττωμάτων και διαφοράς από το δείγμα, λανθασμένα αποφασίστηκε ότι δεν απέσεισε το εν λόγω βάρος (5ος λόγος έφεσης).  Με τους λόγους έφεσης 6 έως 12 εγείρονται ζητήματα που αφορούν στην αξιοπιστία και αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων.  Επιπλέον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε πως δεν τέθηκε υπόψη των εναγόντων ο ισχυρισμός του ΜΕ3 (προφανώς εννοείται του ΜΥ3) για διευθέτηση συνάντησης με τη συγκατάθεση του ΜΕ1 στην οικία της εφεσείουσας για επιτόπια εξέταση (12ος λόγος έφεσης). Περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εναπόθεσε το βάρος απόδειξης επί των ώμων της εφεσείουσας, αναφορικά με το ότι οι εφεσίβλητοι χωρίς τη συγκατάθεση της, και τις οδηγίες της, επισκέφθηκαν την υπό ανέγερση οικία της και ότι δεν ήταν καλή η ποιότητα των επίδικων αγαθών (13ος λόγος έφεσης).  Προσβάλλονται επίσης, με τους λόγους 14 έως 17, συγκεκριμένα ευρήματα του δικαστηρίου.

 

Ακόμα δε και αν ήθελε διαπιστωθεί πως ήταν ορθό το συμπέρασμα περί φαινόμενης αντιπροσώπευσης, λόγω της υπογραφής τιμολογίου από τον πατέρα της εφεσείουσας, αυτό δεν αναιρούσε τα έννομα δικαιώματα της ως καταναλωτή, δυνάμει του Ν.7(Ι)/2000 και της Οδηγίας 1999/44/ΕΚ (18ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, και άνευ επαρκούς αιτιολογίας, κρίθηκε ότι τα άρθρα 17 και 42 του Περί Πώλησης Αγαθών Νόμου 10(Ι)/1994 δεν είχαν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση (19ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε ότι η εφεσείουσα αφαίρεσε τον επίδικο τεχνογρανίτη προτού αυτός επιθεωρηθεί και αξιολογηθεί από τους εφεσίβλητους (20ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα έκρινε πως ο τερματισμός, από πλευράς της εφεσείουσας, δεν ήταν δικαιολογημένος και ότι ο τερματισμός, από πλευράς των εφεσίβλητων, ήταν δικαιολογημένος (21ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, και άνευ αιτιολογίας, αγνόησε και/ή δεν έλαβε υπόψη και/ή δεν σχολίασε σημαντική μαρτυρία από πλευράς των εφεσίβλητων που υποστήριζαν το αληθές και βάσιμο των θέσεων, ισχυρισμών και αξιώσεων της εφεσείουσας, καθώς και το μη αληθές και αβάσιμο των θέσεων, ισχυρισμών και αξιώσεων των εφεσίβλητων (22ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία, επέτρεψε την κατάθεση, από τον ΜΕ2, ως τεκμηρίου, δείγματος τεχνογρανίτη (23ος λόγος έφεσης), ότι, εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο, λανθασμένα δεν έδωσε εύλογη ευκαιρία και/ή εύλογο χρόνο προς την πλευρά της εφεσείουσας, έτσι ώστε το δείγμα τεχνογρανίτη που είχε παρουσιαστεί, από τον ΜΕ2, να εξετασθεί από εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη και η αρχή της ισότητας των όπλων (24ος λόγος έφεσης, με παρεμφερές περιεχόμενο και ο λόγος έφεσης αρ. 25), ότι λανθασμένα επέτρεψε την υποβολή ερωτήσεων που υποβλήθηκαν από τον δικηγόρο των εφεσίβλητων προς τον ΜΕ2, κατά την κυρίως εξέταση του, αφού αυτές ήταν εκτός εμβέλειας και/ή πλαισίων της σχετικής ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου, ημερομηνίας 08.06.2017 (26ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα άφησε να επεκταθεί η αντεξέταση των μαρτύρων της πλευράς της εφεσείουσας (27ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα επέτρεψε αντεξέταση της εφεσείουσας, αναφορικά με τον λόγο που είχε επιλέξει να διορίσει δύο εμπειρογνώμονες, αλλά και για τα προσόντα των εμπειρογνωμόνων (28ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, κατά την αντεξέταση του εμπειρογνώμονα, ΜΥ2, επέτρεψε σωρεία ερωτήσεων (29ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα, και άνευ επαρκούς αιτιολογίας, το πρωτόδικο δικαστήριο, δυνάμει της ενδιάμεσης απόφασης του, ημερομηνίας 08.06.2017, επέτρεψε την προφορική κυρίως εξέταση του ΜΕ2, στη βάση της νέας Διαταγής 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (30ος λόγος έφεσης), ότι λανθασμένα και αναιτιολόγητα απέρριψε την ανταπαίτηση της εφεσείουσας  (31ος λόγος έφεσης) και τέλος, εφ' όσον ήθελε κριθεί ότι οι εφεσίβλητοι δικαιολογημένα είχαν τερματίσει τη συμφωνία, λανθασμένα το δικαστήριο τους επιδίκασε το αξιούμενο ποσό, (32ος λόγος έφεσης).

 

Καθίσταται αντιληπτό πως οι πολυάριθμοι λόγοι έφεσης χρήζουν κατηγοριοποίησης, για σκοπούς ευκολότερης εξέτασης, αλλά και αποφυγής επανάληψης ίδιας αιτιολογίας, όπου αυτό είναι επιτρεπτό. 

 

Προκύπτει ότι οι λόγοι έφεσης αρ. 6 έως 12  είναι ορθό να συνεξετασθούν καθ' ότι αφορούν στην αξιολόγηση των μαρτύρων της υπόθεσης.  Ομοίως, συνεξέτασης χρήζουν και οι λόγοι αρ. 14, 15 και 16, οι οποίοι αφορούν σε ευρήματα του δικαστηρίου προκύπτοντα από την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Οι υπόλοιποι λόγοι θα εξεταστούν ξεχωριστά όπου, και, αν κριθεί αναγκαίο.  

 

Κρίνουμε κατ' αρχήν ότι το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων απαιτείται όπως εξετασθεί πρώτιστα, λόγω της σημαίνουσας σημασίας που αυτό ενέχει σε σχέση με τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρονται, με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, κυρίως με τα ευρήματα αλλά και το επιδικασθέν ποσό.

 

Αναφορικά με το ζήτημα της αξιολόγησης των μαρτύρων, στην υπόθεση Κυριακή Σ. Αθανασίου και άλλος, ως διαχειριστές της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου, αποβιώσαντος v. Αντώνη Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η ίδια προσέγγιση κατοπτρίζεται και στην Benmax v. Austin Motor Co. Ltd. [1955] 1 All E.R. 326. Kανένας, όπως υποδεικνύει ο Λόρδος Reid, δεν πρέπει να υποτιμά το πλεονέκτημα  του εκδικάζοντος Δικαστή, ο οποίος βλέπει και ακούει τους μάρτυρες, να κρίνει κατά πόσο ο συγκεκριμένος μάρτυρας είπε ή δεν είπε την αλήθεια· μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας. Επισημαίνουμε, το συσχετισμό ο οποίος γίνεται μεταξύ αξιοπιστίας και της κρίσης του Δικαστηρίου για το αν ο μάρτυρας είπε ή όχι, την αλήθεια στο Δικαστήριο.»

 

Στην πρόσφατη υπόθεση Μιχαηλίδης v. Οικονομίδη, ECLI:CY:AD:2022:D288, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερομηνίας 30.06.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192).  Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407).   Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της  μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

 

Στην άρτι εκδοθείσα υπόθεση Παπασεργίου v. Τρίκκη, Πολιτική Έφεση Αρ. 136/2015, ημερομηνίας 29.11.2023, υποδείχθηκε και επιβεβαιώθηκε ότι «Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες».

 

Ανατρέξαμε στην πρωτόδικη απόφαση, επικεντρωμένοι στο θέμα της αξιολόγησης των μαρτύρων. Φρονούμε πως η αξιολόγηση των ΜΥ2 και ΜΥ3, ήτοι των δύο εμπειρογνωμόνων που παρουσίασε η εφεσείουσα, έγινε κατά τρόπο που παρέχεται περιθώριο επέμβασης στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ο τρόπος με τον οποίο αυτό προχώρησε στην αξιολόγηση των ΜΥ2 και ΜΥ3, και εν τέλει δεν έδωσε βαρύτητα ή αξία σ' αυτήν, δεν προκύπτει να είναι κατόπιν παράθεσης ουσιωδών για την υπόθεση στοιχείων, ως αυτά προκύπτουν μέσα από το περιεχόμενο της μαρτυρίας που τέθηκε από τις δύο πλευρές.

 

 Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια τα αποσπάσματα, τα οποία ακολουθούν, από την πρωτόδικη απόφαση, αφορώντα στην αξιολόγηση των προαναφερόμενων μαρτύρων, προκειμένου να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι και αντιληπτοί:

«Οι ΜΥ2 και ΜΥ3 κλήθηκαν ως εμπειρογνώμονες και η μαρτυρία τους θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τις αρχές με τις οποίες προσεγγίζεται τέτοιου είδους μαρτυρία (Cybarco Ltd vSilvia Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013Μάρω Αντωνίου Περσιάνη v. Γενικός Εισαγγελέας, Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2012, ημερ. 20.3.2018), ECLI:CY:AD:2018:A123.

Ο ΜΥ2 ανέφερε αντεξεταζόμενος ότι επισκέφθηκε την επίδικη οικία για επιθεώρηση του επίδικου τεχνογρανίτη μέσα στο 2014, χωρίς να θυμάται πότε.  Ανέφερε ότι η ημερομηνία που αναγράφεται στην έκθεσή του, δηλαδή «30 Οκτωβρίου 2014», δεν σχετίζεται με το πότε προέβη στην επιθεώρηση του τεχνογρανίτη.  Πρόσθεσε επίσης ότι δεν αναφέρεται στην έκθεσή του πότε έγινε η επιθεώρηση, ούτε είναι σε θέση να θυμάται.  Σε σχετική υποβολή ότι όφειλε να αναγράψει την ημερομηνία της επιθεώρησης στην έκθεσή του, ο μάρτυρας απάντησε ότι «δεν θεωρήθηκε απαραίτητο από τη δική (τ)ου πλευρά».  Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πότε ο μάρτυρας προέβη στην επιθεώρηση του τεχνογρανίτη, στην οποία βασίζονται τα συμπεράσματά του. 

Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας ανέφερε ότι επισκέφθηκε την οικία της Εναγόμενης στα πλαίσια των επιβλέψεων που γίνονται από έναν πολιτικό μηχανικό.  Προέβη στην έκθεσή του, χωρίς να έχει προχωρήσει σε βάθος.  Ούτε είχε οδηγίες από την Εναγόμενη να προχωρήσει σε εξειδικευμένη εμπειρογνωμοσύνη επί του θέματος.  Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πιστοποίησε αυτό που διαπίστωσε «σε μια συνηθισμένη επίβλεψη που γίνεται στην οικοδομή».  Επίσης, ο μάρτυρας ανέφερε ότι οι εκτιμήσεις του βασίστηκαν στο δείγμα τεχνογρανίτη που του έδωσε η Εναγόμενη.  Δεν ήταν σε θέση όμως να γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες για αυτό.  Ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει σε ποια εταιρεία ανήκει το εν λόγω δείγμα ή βάσει ποιου δείγματος τοποθετήθηκε ο τεχνογρανίτης.  Για τους λόγους αυτούς, κρίνεται ότι ο ΜΥ2 δεν έχει θέσει τα απαραίτητα στοιχεία ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να ελέγξει την ορθότητα των διαπιστώσεών του.  Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.       

Κρίνεται όμως ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί ούτε στη μαρτυρία του ΜΥ3.  Ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει από ποια εταιρεία προερχόταν το δείγμα που του προσκόμισε η Εναγόμενη.  Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν προέβη σε σύγκριση μεταξύ του δείγματος αυτού και του τεχνογρανίτη που ήταν τοποθετημένος στην οικία της Εναγόμενης.  Ανέφερε επίσης ότι μπορεί να εξάξει συμπεράσματα για την ποιότητα του τεχνογρανίτη οπτικά.  Δεν προέβη σε εργαστηριακό έλεγχο ή ανάλυση.  Ερωτηθείς κατά την αντεξέταση τι πέτρωμα ήταν ο επίδικος τεχνογρανίτης δεν ήταν σε θέση να απαντήσει.  Όταν του υποβλήθηκε ότι θα έπρεπε να γίνει εργαστηριακός έλεγχος, ο μάρτυρας απάντησε ότι η έκθεση του αφορά μόνο την εμφάνιση.  Παρόλο που στην έκθεσή του παραθέτει πληροφορίες για τους τεχνογρανίτες γενικά και παρά το γεγονός ότι στην αντεξέτασή του ανέφερε ότι οι τεχνογρανίτες κατατάσσονται σε κατηγορίες, εντούτοις παραλείπει να συμπεριλάβει στην έκθεσή του οποιεσδήποτε πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγκεκριμένου τεχνογρανίτη που είχε τοποθετηθεί στην οικία της Εναγόμενης.  Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιόν του τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια για να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της ακρίβειας των συμπερασμάτων του μάρτυρα. Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με βάση την έκθεση του ΜΥ3.     

Πέραν των πιο πάνω διαπιστώσεων, ως προς τον ισχυρισμό του ΜΥ3 ότι διευθετήθηκε συνάντηση, με τη συγκατάθεση του ΜΕ1, στην οικία της Εναγόμενης για να γίνει επιτόπια εξέταση, χωρίς όμως να παρευρεθεί ο ΜΕ1, σημειώνεται ότι η πλευρά της Εναγόμενης δεν αντεξέτασε τον ΜΕ1, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση ως προς την παράλειψη αυτή.  Αποτελεί πάγια νομολογημένη αρχή ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας από τους διάδικους θεωρεί σημαντική για την υπόθεσή του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικό του προς σχολιασμό (Δημήτρης Ευσταθίου v. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682, Frederickou Shools Co Ltd κ.ά. v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527,   Adidas Sportshuhfabriken Ad Dassler KG v. The Jonitexo Limited (1987) 1 Α.Α.Δ. 383).  Συνεπώς, ούτε αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να γίνει αποδεκτός.»

 

Είναι αξιοσημείωτο και χρήσιμο να επισημάνουμε ότι, ο πυρήνας της υπεράσπισης και της ανταπαίτησης της εφεσείουσας είναι πως ο τεχνογρανίτης που τοποθέτησαν οι εφεσίβλητοι δεν ήταν (α) ως το δείγμα που αυτή επέλεξε και (β) ο τεχνογρανίτης, που τοποθέτησαν, ήταν ελαττωματικός. Η παράμετρος αυτή έχει τη σημασία της καθ' ότι, η μαρτυρία - γνώμη - των ΜΥ2 και ΜΥ3 ήταν πολύ συγκεκριμένη  ως προς το θέμα της ελαττωματικότητας.  Το γεγονός επέβαλλε όπως η ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ως προς το θέμα της αξιοπιστίας ή και αποδεκτότητας της γνώμης τους, να επικεντρωθεί σε στοιχεία σχετιζόμενα με τον κλονισμό η μή της γνώμης τους. Παρατηρούμε ωστόσο ότι δεν ήταν αυτή η προσέγγιση.  Επικαλέστηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, στοιχεία δευτερεύουσας σημασίας. 

 

Ειδικότερα, για τον ΜΥ2 έχει συνυπολογίσει το γεγονός ότι αυτός δεν θυμόταν πότε ακριβώς επιθεώρησε τον επίδικο τεχνογρανίτη. Πέραν της ουδέτερης σημασίας που έχει ένα τέτοιο στοιχείο, δεδομένου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν το συσχέτισε με κάποιον ουσιώδη ισχυρισμό, παρατηρούμε ότι, κατά την αντεξέταση του, ο ΜΥ2 προσδιόρισε χρονικά, ότι αυτό έγινε μέσα του 2014, γεγονός που δεν αξιολογήθηκε. Το ίδιο ισχύει, και για τη μαρτυρία του ΜΥ2, ότι δεν θεώρησε απαραίτητο να γράψει στην έκθεση του για την ημερομηνία επιθεώρησης του τεχνογρανίτη. Στηρίχθηκε επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, στο γεγονός ότι ο ΜΥ2 δεν προχώρησε σε εξειδικευμένη εμπειρογνωμοσύνη οι δε διαπιστώσεις του ήταν «σε μια συνηθισμένη επίβλεψη που γίνεται στην οικοδομή».  Ο ΜΥ2 ωστόσο ήταν ο επιβλέπων μηχανικός του έργου, συνεπώς δεν εντοπίζουμε κλονιστικό της αξιοπιστίας ή της γνώμης του στοιχείο, δια της πιο πάνω αναφοράς του, η δε ελαττωματικότητα, σύμφωνα με τη γνώμη του, ως την εξήγησε, και δέον είναι να σημειωθεί ότι επί αυτού του σημείου ίδια άποψη διατύπωσε και ο ΜΥ3, ήταν προϊόν οπτικής επιθεώρησης λόγω της φύσης της ελαττωματικότητας και δεν απαιτείτο εξειδικευμένη εξέταση, ή ανάλυση της ποιότητας του τεχνογρανίτη.  Σημειώνουμε πως ουδείς άλλος μάρτυρας κατέθεσε πως τα στοιχεία της ελαττωματικότητας, που ο ΜΥ2 ή ο ΜΥ3 ισχυρίστηκαν ότι εντόπισαν, μπορούσαν να διακριβωθούν μόνο με κάποια εξειδικευμένη εξέταση πλην της οπτικής.

 

Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως δεν υπαινισσόμαστε ή αποφαινόμαστε ότι θα έπρεπε να γινόταν οπωσδήποτε αποδεκτή, ή να μην γινόταν, η μαρτυρία του ΜΥ2 ή και του ΜΥ3. Ό,τι  αποφαινόμαστε είναι πως, αφενός δεν υποδεικνύονται, από το πρωτόδικο δικαστήριο, κλονιστικά της αξιοπιστίας τους στοιχεία, όπως, επί παραδείγματι, ουσιώδεις αντιφάσεις, τοποθετήσεις ενάντια στην κοινή λογική, λανθασμένη εφαρμογή επιστημονικών κριτηρίων ή να αποδόθηκε αλλότριο κίνητρο ή αναφορά άλλων νομολογιακά καθιερωμένων κριτηρίων, καθοριστικών στην αξιοπιστία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων, αφετέρου τα όσα στηρίχθηκε και επικαλέστηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν δευτερεύουσας σημασίας, κατ' επέκταση δεν επικεντρώθηκε στην ορθότητα ή μη της γνώμης του ΜΥ2, με αποτέλεσμα να μην έχει δοθεί η κρίση του επί αυτής, και χωρίς να εξηγήσει εν τέλει ως προς την ουσία της γιατί δεν την αποδέχθηκε.

 

Ομοίως κρίνουμε ότι, κατά τον ίδιο τρόπο, αντιμετωπίστηκε και η μαρτυρία-γνώμη του ΜΥ3.  Το ότι δεν γνώριζε από ποια εταιρεία προερχόταν το δείγμα που του προσκόμισε η εφεσείουσα δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητικό για την αξιοπιστία του, θα μπορούσε να αποτελεί και στοιχείο ενισχυτικό ανεξάρτητης γνώμης, η οποία, εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι αυτή δεν συσχετίστηκε με το κατά πόσο ο τεχνογρανίτης που τοποθετήθηκε ήταν σύμφωνος με το δείγμα, που είτε οι εφεσίβλητοι επικαλέστηκαν ότι επέλεξε η εφεσείουσα, είτε με το δείγμα που η τελευταία παρουσίασε στον ΜΥ3 πριν την επιθεώρηση του. Ενδεχομένως να ήταν αδυναμία στην εκδοχή της εφεσείουσας ότι δεν της παραδόθηκε ο τεχνογρανίτης συμφώνως του δείγματος.  Αυτό όμως σχετίζεται με συμπέρασμα ως προς την απόδειξη ή μη της εκδοχής της εφεσείουσας και όχι με την αξιοπιστία του ΜΥ3.   Το ότι και ο ΜΥ3, όπως και ο ΜΥ2, δεν προέβησαν σε εργαστηριακό έλεγχο ή ανάλυση, και δεν γνώριζαν τι πέτρωμα είχε ο επίδικος τεχνογρανίτης, ομοίως δεν ήταν μέρος της διαφωνίας των διαδίκων, η οποία καθορίστηκε σε εξωτερικά ελαττώματα, και από τους δύο μάρτυρες, που ήταν δυνατό να εντοπισθούν από οπτική επιθεώρηση.  Καμία δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας έκανε λόγο για ελαττωματικό πέτρωμα, συνεπώς δεν ήταν κάτι το ουσιώδες στην υπόθεση.  Σημειώνουμε δε πως η έκθεση του ΜΥ3 υποστηρίχθηκε και από φωτογραφικό υλικό προς απόδειξη της γνώμης του, το οποίο όμως δεν σχολιάστηκε. 

 

Φρονούμε πως το ζήτημα ήταν πιο απλό και πολύ συγκεκριμένο.  Δεν απαιτείτο να υπεισέρχονταν, στην αξιολόγηση των ΜΥ2 και ΜΥ3, στοιχεία επουσιώδη τα οποία εν τέλει ήταν και τα μόνα που καθόρισαν την πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων.  Καταληκτικά, διαπιστώνουμε πως απουσιάζει η κρίση του δικαστηρίου επί των καίριων σημείων της διαφωνίας των διαδίκων, γεγονός που είναι και άμεσα συνυφασμένο με την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΕ2, ο οποίος αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα μέσα από αντεξέταση, και η οποία είναι ο αντίλογος στη μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ3.

 

Επιπρόσθετα, για τον ΜΥ3, θεωρήθηκε, από τον ευπαίδευτο πρωτόδικο δικαστή, απορριπτέος ο ισχυρισμός του, «ότι διευθετήθηκε συνάντηση, με τη συγκατάθεση του ΜΕ1 στην οικία της Εναγόμενης για να γίνει επιτόπια εξέταση, χωρίς όμως να παρευρεθεί ο ΜΕ1, ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση ως προς την παράλειψη αυτή»,  επειδή η εφεσείουσα δεν ζήτησε αντεξέταση του ΜΕ1 ώστε να του υποβάλει τέτοιον ισχυρισμό.  Αποτελεί γεγονός ότι δεν αντεξετάστηκε ο ΜΕ1, ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου, ως μαρτυρία, περιλαμβανόμενος στη γραπτή μαρτυρία του ΜΥ3 και ειδικότερα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αυτός ετοίμασε (επρόκειτο για διαδικασία η οποία διεξάχθηκε στη βάση της Δ.30 παράγραφος 5 των παλαιών Διαδικαστικών Κανονισμών - Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας).  Ό,τι διαπιστώνεται επί του θέματος αυτού, και ελέγχεται το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι πως απουσιάζει μέσα από την απόφαση του, η αντιπαραθετική αξιολογική κρίση για τις δύο αντικρουόμενες μαρτυρίες, αλλά και η εξήγηση γιατί επιλέχθηκε η μία εκ των δύο. Πρόκειται για ουσιώδη μαρτυρία η οποία σχετίζεται με το εύρημα ότι η εφεσείουσα αφαίρεσε τον τεχνογρανίτη πριν αυτός επιθεωρηθεί, όμως η θέση της ήταν πως ενώ συμφωνήθηκε να μεταβεί ο ΜΕ1 για να τον επιθεωρήσει δεν το έπραξε ποτέ, και είναι τότε που αυτή αποφάσισε να τερματίσει τη συμφωνία αγοράς του, πλην όμως πρωτόδικα ο τερματισμός εκ μέρους της κρίθηκε ότι δεν ήταν δικαιολογημένος.

 

Συνακόλουθα των προειρημένων οι λόγοι έφεσης 7, 10, 11 και 12 επιτυγχάνουν ως βάσιμοι.

 

Οι πιο πάνω ελλείψεις στην αξιολόγηση των ουσιωδών μαρτύρων της εφεσείουσας αναπόδραστα οδήγησε και σε ανάλογα, και υπό αμφισβήτηση πλέον, ευρήματα επί των γεγονότων άμεσα συνυφασμένων με την ουσία και τον πυρήνα της εκδοχής της εφεσείουσας, η οποία δεν έγινε αποδεκτή, τούτο όμως ελλείψει ορθής αξιολόγησης των μαρτύρων της.

 

Κατ' επέκταση της πιο πάνω κατάληξης, παράμετρος συναφής με την αξιολόγηση και τα ευρήματα κρίνεται πως αποτελεί και η επιδίκαση του ποσού των €2.304,18 προς όφελος των εφεσίβλητων, αλλά και η απόρριψη της ανταπαίτησης.  Χωρίς να διατυπώνεται, στην πρωτόδικη απόφαση, ξεκάθαρο σκεπτικό κατά πόσο αυτό ήταν το ποσό της ζημιάς των εφεσίβλητων, λόγω του τερματισμού της συμφωνίας, ο οποίος κρίθηκε δικαιολογημένος, η διατύπωση συνάδει πως δόθηκε ως υπόλοιπο του τιμήματος αγοράς στη βάση μη τερματισμού της συμφωνίας.  Επιπρόσθετα δε, είναι αντιληπτό πως τυχόν διαφορετικό συμπέρασμα στην αξιολόγηση θα ελάμβανε υπόψη ότι ο τεχνογρανίτης ήταν αποδεκτός, κατά τον ΜΥ3, σε κάποια σημεία, συνεπώς δεν ήταν ολόκληρος απορριπτέος, επομένως θα υπήρχε μείωση της ζημιάς και τούτο, σημειωτέον, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο τεχνογρανίτης αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε σπασμένος σε μικρά κομμάτια που ενδεχομένως να ήταν και ολοκληρωτικά άχρηστος, χωρίς όμως να δοθεί τέτοιο σκεπτικό μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση.  

 

Λόγω της αποδοχής των λόγων έφεσης 7, 10, 11, 12 και 16 φρονούμε ότι καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση του Εφετείου με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

Η βασιμότητα των προαναφερόμενων λόγων έφεσης, υπό τις περιστάσεις, και η σημασία που αυτή ενέχει, νομιμοποιεί στο Εφετείο να προβεί σε διαταγή για επανεκδίκαση. 

 

Συνακόλουθα, δυνάμει της εξουσίας που παρέχεται στο Εφετείο από το Μέρος 41.12(2)(γ) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, η εκκαλούμενη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής εξόδων, παραμερίζεται και διατάσσεται νέα δίκη - επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή. Περαιτέρω εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα της έφεσης προς όφελος της εφεσείουσας ύψους €1.700,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) και εναντίον των εφεσίβλητων.

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης

 

                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο