ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Αρ. 17/2022)

 

21 Δεκεμβρίου 2023

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

Σ. Ι.,

Εφεσείουσα

v.

 

Κ. Π.,

Εφεσίβλητου

 

Γ. Τ. Χριστοφίδης για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσείουσα

Ε. Κορακίδης με Λ. Κορακίδη για Επαμεινώνδας Κορακίδης ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Με κυρίως αίτηση, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ο εφεσίβλητος ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης κατά 9/10 μερίδιο συγκεκριμένης κατοικίας καθώς επίσης διάταγμα για εγγραφή του εν λόγω ακινήτου στο όνομά του κατά το ως άνω μερίδιο. Διαζευκτικά, ζητά απόδοση ποσού €360.000,00 πλέον τόκο. Άλλη αξίωση αφορά μερίδιο επί συγκεκριμένων χρηματικών καταθέσεων.

 

Ταυτοχρόνως με την καταχώριση της κυρίως αίτησης, ο εφεσίβλητος καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε και πέτυχε την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο η εφεσείουσα διατασσόταν όπως μη αποξενώσει ή επιβαρύνει τα 9/10 μερίδιο του ως άνω ακινήτου μέχρι εκδίκασης της κυρίως αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του την ένσταση της εφεσείουσας και έχοντας δώσει άδεια καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον εφεσίβλητο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, οριστικοποίησε το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα με ex tempore απόφασή του. Έκρινε, στη βάση των όσων ανέλυσε, ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60 εφόσον φαινόταν να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ο εφεσίβλητος πιθανόν να δικαιούτο σε θεραπεία. Επίσης, θεώρησε ότι πληρείτο και η τρίτη προϋπόθεση εφόσον τυχόν αποξένωση του επίδικου ακινήτου θα καθιστούσε δύσκολη την απόδοση δικαιοσύνης, υποδεικνύοντας ότι ο σκοπός της έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων είναι να διαφυλαχθεί το επίδικο ακίνητο μέχρι το πέρας της εναρκτήριας αίτησης. Τέλος, έκρινε ότι ήταν δίκαιο και πρόσφορο και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορούσε υπέρ της οριστικοποίησης του προσωρινού διατάγματος, δεδομένου ότι, με τη διατήρηση του σε ισχύ, δεν παραβλάπτονταν ουσιώδη δικαιώματα της εφεσείουσας, αλλά, αντιθέτως, θα διατηρείτο το status quo της ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου.

 

Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση στη βάση, συνολικά, έξι λόγων έφεσης. Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τόσο τους εγειρόμενους λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών, όσο και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσιβλήτου. Έχουμε την άποψη ότι οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5 ορθό είναι να εξετασθούν σωρευτικά, αφού αφορούν ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης και οριστικοποίησης του επίδικου διατάγματος.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης εγείρεται ζήτημα παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και αποστέρησης της εφεσείουσας της δυνατότητας να ακουστεί και να τύχει αμερόληπτης και ανεξάρτητης εξέτασης των θέσεων της. Προβάλλεται, συναφώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επανέλαβε, χωρίς να αιτιολογήσει, την απόφαση που είχε εκδώσει μονομερώς, καθιστώντας απόλυτο το διάταγμα χωρίς να υφίστανται πραγματικοί λόγοι, κρίνοντας ότι θα έπρεπε να διαφυλάξει το επίδικο ακίνητο και προαποφασίζοντας ότι αυτό αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού των συζύγων.

 

    Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος κατέδειξε πως υπάρχουν επείγουσες περιστάσεις για έκδοση  και οριστικοποίηση προσωρινού διατάγματος, είτε σύμφωνα με το Άρθρο 14Γ(4) του Ν.232/1991 (2ος λόγος), είτε γενικά (3ος λόγος). Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αναιτιολόγητα και χωρίς πραγματική υπόδειξη επειγουσών περιστάσεων, θεώρησε πως απλή διαφύλαξη της επίδικης περιουσίας συνιστά επείγουσα περίπτωση έκδοσης και απόλυτης εφαρμογής του προσωρινού διατάγματος. Ενώ δε, διαπίστωσε φαινόμενη ολιγωρία, έκρινε πως δεν είναι τέτοια που να οδηγήσει την αίτηση σε απόρριψη.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ικανοποίησε την τρίτη προϋπόθεση πως αν δεν εκδοθεί το σχετικό διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε την πιθανή επίδραση που θα έχει αποξένωση της περιουσίας και δέσμευσε, κατ' αντίθεση με την κρατούσα νομολογία, την περιουσία για να διασφαλίσει για τον εφεσίβλητο την ικανοποίηση τυχόν δικαστικής απόφασης υπέρ του, αγνοώντας την εναλλακτική θεραπεία για καταβολή ποσού και τη διαθεσιμότητα άλλης κοινής περιουσίας αποτελούμενης από ακίνητα, δικαιώματα σε άλλα ακίνητα, καταθέσεις αλλά και χρήματα από εξ αποφάσεως ποσά μεταξύ των διαδίκων που επί σκοπώ ο εφεσίβλητος απέκρυψε, ενώ η εφεσείουσα αποκάλυψε.

 

Χρήσιμη θεωρούμε μία σκιαγράφηση της νομικής πτυχής του θέματος.

 

Ως εξηγείται στην Ε.Ε. ν. Μ.Ε, ECLI:CY:DOD:2019:4, Έφεση Αρ. 34/2016, ημερομηνίας 11.4.2019:

 

«Στη βάση των προνοιών του άρθρου 14(Γ)(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου 1991 (Ν. 232/91) το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση κυρίως αγωγή για την οριστική ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, δύναται να εκδώσει παρεμπίπτον διάταγμα για μη διάθεση ή αποξένωση ακίνητης περιουσίας ή μέρος αυτής.

 

Ο σκοπός του πιο πάνω άρθρου είναι η παρεμπόδιση αποξένωσης τέτοιας περιουσίας ώστε να μην καθίσταται αναποτελεσματική η αξίωση ενός συζύγου για συνεισφορά.»

 

        Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, άκρως κατατοπιστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Λ.Κ. κ.α ν. Π.Ρ, ECLI:CY:DOD:2022:24, Έφεση Αρ. 38/2019, ημερομηνίας 7.7.2022:

 

«Ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες στο βασικό πυρήνα του πρώτου λόγου έφεσης πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο οριστικοποίησε τα διατάγματα χωρίς να πεισθεί ότι η Εφεσίβλητη δυνατόν να αποζημιούτο με χρήμα.  Η όλη επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων αφορά την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, ότι θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Το Δικαστήριο αφού προβαίνει σε εμπεριστατωμένη ανάλυση ότι συντρέχουν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 σε συσχετισμό με το Άρθρο 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων του 1991, Ν. 232/91 που προνοεί ότι η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη συνεισφορά) κατέληξε ως εξής σε συνάρτηση με την τρίτη προϋπόθεση:

 

«Περαιτέρω, η οποιαδήποτε πώληση ή μεταβίβαση της περιουσίας,θα εξοστράκιζε την πιθανή θεραπεία.  Πιθανή θεραπεία είναι αυτή που προβλέπεται από το άρθρο 14Ε του Ν. 232/91 με βάση την οποία το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στην Αιτητή περιουσίας του Καθ΄ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας. Σε προσωρινά διατάγματα, απαγορευτικά της αποξένωσης ή επιβάρυνσης περιουσίας δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση των εναγομένων για αποξένωση, αλλά εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος (Βλ. Κιτρομηλίδου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2005) 1 ΑΑΔ 1165 και Αποστόλου κ.α. ν. Ιωάννου κ.α. (ανωτέρω)).  Συνεπώς, τηρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60

 

Πραγματικά, δυσκολευόμαστε να δούμε την λογική του λόγου έφεσης.  Τα σχετικά επιχειρήματα των Εφεσειόντων παραγνωρίζουν τη φύση της αξίωσης της κυρίως θεραπείας με την οποία αξιώνετο απόδοση στην Εφεσίβλητη του μέρους της περιουσίας του Εφεσείοντος 1, το οποίο αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου, ή κατά τη διάρκεια του, το οποίο προέρχεται από τη δική της συμβολή και/ή το οποίο διατηρούσε ο Εφεσείων 1 ως καταπίστευμα προς όφελος της ως επίσης και την εγγραφή επ'  ονόματι της του ½ μεριδίου επί των ακινήτων τα οποία, κατ'  ισχυρισμόν πάντα, αποτελούν την αύξηση της περιουσίας του Εφεσείοντα στην οποία αύξηση έχει συνεισφέρει.  Όπως τονίζει η πλευρά της Εφεσίβλητης, η απόδοση σ'  αυτή της αξίας των εν λόγω μεριδίων σε χρήμα, τίθεται διαζευκτικά.

 

Ισχύουν εν προκειμένω απολύτως τα αποφασισθέντα στην Ε.Ε. ν. Μ.Ε., Έφεση Αρ. 34/16, 11.4.2019:

«Το δικαστήριο πρωτοδίκως έκρινε ότι "το δικαίωμα αξίωσης σε συμμετοχή σε περιουσία δεν περιορίζεται σε αξίωση χρηματική"  και ότι η εφεσίβλητη αξιώνει, με την Ανταπαίτηση της, και εγγραφή μεριδίου επί των συγκεκριμένων ακινήτων. Καταλήγει δε ότι, η   ενδεχόμενη αποξένωση των ακινήτων του εφεσείοντα θα εξουδετερώσει και την παραμικρή ικανοποίηση της Ανταπαίτησης της εφεσίβλητης και ότι η ζημιά που θα υποστεί θα είναι ανεπανόρθωτη, δεδομένου ότι η αξίωση της δεν είναι αποκλειστικά χρηματική.

 

Ορθώς, κατά την άποψη μας, το δικαστήριο θεώρησε ότι τυχόν αποξένωση της περιουσίας θα απέληγε σε δημιουργία ενός κενού το οποίο θα έθετε, στο τέλος της υπόθεσης, την εφεσίβλητη σε δυσμενέστερη θέση.»

 

Το ίδιο προκύπτει από την Σκουτέλλα ν. Σκουτέλλα, Έφεση Αρ. 43/12, 24.3.2017:

«.Αλλά και το τρίτο κριτήριο ικανοποιείται εφόσον οι αποζημιώσεις φανερά δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την αξίωση της εφεσείουσας δεδομένου ότι θα πρέπει να αποφασιστεί στο τέλος της ημέρας ποια είναι η πραγματική σε χρήμα αξία της περιουσίας που διεκδικείται στο σύνολο της που περιλαμβάνει κατάστημα, μετοχές, λογαριασμό ή λογαριασμούς και ένα όχημα.  Έτσι και το ισοζύγιο της ευχέρειας που είναι το κριτήριο το οποίο θα πρέπει να ικανοποιηθεί μετά την εξέταση των τριών πρώτων κριτηρίων, σαφώς κλίνει υπέρ της εφεσείουσας.»

  

Συνεπώς η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν και ορθή και πλήρως συμβατή με την νομολογία.  Κανένα σφάλμα δεν εντοπίζουμε και σίγουρα δεν θα βοηθούσε την πλευρά των Εφεσειόντων η μικροσκοπική ενασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με ισχυρισμούς περί της οικονομικής τους δυνατότητας να αποζημιώσουν σε χρήμα την Εφεσίβλητη, αφού κάτι τέτοιο θα παραγνώριζε τη φύση της αξίωσης και ότι τα διατάγματα εκδόθηκαν και οριστικοποιήθηκαν με σκοπό την προστασία περιουσίας αντικείμενο της διαφοράς της ειδικής αυτής αξίωσης, ως αναλύθηκε πιο πάνω.»

 

        Ως προς το θέμα του κατεπείγοντος, στην ίδια ως άνω απόφαση λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ευθέως βεβαίως έρχεται στο προσκήνιο το Άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), το οποίο αφορά τη δυνατότητα ex parte έκδοσης διατάγματος απαγορευτικής φύσεως «όταν καταδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις».  Η τελευταία αυτή βάση «άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις» δεν πρέπει να αγνοείται ή να παραγνωρίζεται αφού λειτουργεί - ας μας επιτραπεί ο όρος - ως η άλλη πλευρά του ιδίου νομίσματος ως προς την επιτυχία ή μη της κατάδειξης της τρίτης προϋπόθεσης ή του ικανοποιητικού βάθρου στη βασιμότητα της μονομερούς έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, ευθύς εξ αρχής, βασιμότητα βεβαίως που επαναξιολογείται κατά το στάδιο της ακρόασης της οριστικοποίησης ή μη του διατάγματος, υπό το πρίσμα πλέον των θέσεων της άλλης πλευράς. 

 

Εν προκειμένω, είναι φανερό πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, συσχέτισε την εγκυρότητα του μονομερούς διαβήματος με τη φύση της αξίωσης, την ανάγκη προστασίας της επίδικης περιουσίας στις περιστάσεις που η Εφεσίβλητη κατέδειξε και η πλευρά των Εφεσειόντων δεν «ανέτρεψε» στην έννοια και στα στεγανά μιας προσωρινής θεραπείας (βλ. Resola (CyprusLtd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598).»

 

        Συναφώς, δεν εντοπίστηκε λάθος στη συσχέτιση των παραμέτρων εξέτασης του επείγοντος με την ευρύτερη έννοια ιδιαίτερων περιστάσεων με την τρίτη προϋπόθεση (Αποστόλου ν. Ιωάννου κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 604).

 

        Μελετώντας την πρωτόδικη απόφαση, παρά τα συναφή παράπονα της εφεσείουσας, διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε επαρκή παράθεση τόσο του ιστορικού της διαδικασίας, όσο και του δικογραφικού και μαρτυρικού υλικού που είχε ενώπιον του. Μετά δε, από σκιαγράφηση της νομικής πτυχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε τόσο με το στοιχείο του επείγοντος, όσο και με τις υπόλοιπες προϋποθέσεις για έκδοση και διατήρηση σε ισχύ ενός τέτοιου προσωρινού διατάγματος.

        Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο συγγραφής μίας απόφασης, εφόσον, βέβαια, αυτή ικανοποιεί τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία που μία δικαστική απόφαση πρέπει να έχει. Τηρουμένου τούτου, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε αυτή εκφεύγει των άκρων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, έστω και αν η αιτιολόγηση του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η λεπτομερέστερη ή η πιο σαφής, ίσως απότοκο της καθόλα θεμιτής επιλογής του να εκδώσει την απόφαση του ex tempore. Είναι διάχυτο στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης το πνεύμα των ως άνω νομολογιακών αρχών τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε, έχοντας παραθέσει το μαρτυρικό υλικό και τις θέσεις των δύο πλευρών. Αναφέρθηκε δε, συγκεκριμένα, κατά την παράθεση αυτή, στη θέση του εφεσίβλητου αναφορικά με την αναγκαιότητα έκδοσης του εν λόγω διατάγματος, ενώ ορθά, κρίνουμε, συγκεκριμενοποίησε ως επίδικο το κατά πόσο θα έπρεπε να εκδοθεί ή να διατηρηθεί ένα προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει την αποξένωση συγκεκριμένου ακινήτου, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσείουσας και στο οποίο, κατ' ισχυρισμόν του εφεσίβλητου, είχε και ο ίδιος συμβάλει στην απόκτησή του. Αποφασίζοντας, τελικώς το επίδικο αυτό ζήτημα εντός του πλαισίου και με βάση τις αρχές που καθορίζει η νομολογία και έχοντας ακούσει και πραγματευτεί τα όσα και οι δύο πλευρές έθεσαν ενώπιον του.

 

        Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 5 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν έγινε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από τον εφεσίβλητο και πως τα γεγονότα τα οποία παρουσιάστηκαν από την εφεσείουσα ήταν άσχετα και δεν ήταν ουσιώδη, ενώ αυτά που παρουσιάστηκαν από τον εφεσίβλητο ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν την απαιτούμενη προϋπόθεση έκδοσης του Διατάγματος.

 

        Δεν βρίσκουμε έρεισμα ούτε σε αυτόν το λόγο έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα υπέδειξε ότι τυχόν τέτοια μη αποκάλυψη γεγονότων θα πρέπει να αφορά ουσιώδη γεγονότα τα οποία θα είχαν επίδραση στην κρίση του για έκδοση του διατάγματος. Εξήγησε δε, συνοπτικά, έστω, τη θεώρησή του ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθούσε, καταλήγοντας ότι δεν έγινε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Δεν εντοπίζουμε σφάλμα, ούτε σε αυτήν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνεχίζοντας από τα όσα έχουν λεχθεί ανωτέρω, τα όσα τέθηκαν ως τέτοια γεγονότα, όντως παρουσιάζονται να είναι άσχετα με το επίδικο θέμα το οποίο παραμένει η παρεμπόδιση αποξένωσης επίδικης περιουσίας ώστε να μην καθίσταται αναποτελεσματική η αξίωση ενός συζύγου για συνεισφορά. Το θέμα δεν αφορά εναλλακτικούς τρόπους ικανοποίησης ενδεχόμενης επιτυχούσας απόφασης, περίπτωση κατά την οποία, ενδεχομένως, θα είχε ουσιαστική αξία λεπτομερής κατάληξη σε άλλη περιουσία.

 

        Στο πλαίσιο που έχει αναλυθεί ανωτέρω, ορθή κρίνεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου. Άλλωστε, προκύπτει ότι η ύπαρξη και άλλης περιουσίας αναφέρθηκε και στην αρχική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της μονομερούς αίτησης.

 

        Έπεται ότι και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως λανθασμένη, αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επειδή εξέδωσε προσωρινά το μονομερές διάταγμα, θα έπρεπε να το καταστήσει απόλυτο επειδή η νομολογία καθορίζει πως όταν διάταγμα εκδοθεί, το Δικαστήριο με φειδώ το ακυρώνει.

 

        Ως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, στο πλαίσιο κρίσης κατά πόσο πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι όταν το Δικαστήριο εκδίδει ένα προσωρινό διάταγμα, θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί στην ακύρωσή του, παραπέμποντας στην Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.α ν. Adeona Holdings Limited, (2015) 1 ΑΑΔ 386. Με κάθε σεβασμό προς τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, η ως άνω αναφορά κρίνεται άστοχη.

 

        Όμως, από όλα όσα έχουν αναλυθεί ανωτέρω, αλλά και το όλο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, η εν λόγω αναφορά ουδεμία επίδραση ή άλλη ουσιαστική αξία φαίνεται να είχε στην, κατά το ουσιαστικό της μέρος, ορθή απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως δεν κρίνεται ότι το εγειρόμενο θέμα θα μπορούσε να έχει ανατρεπτικό αποτέλεσμα στην πρωτόδικη απόφαση.

 

        Συνακόλουθα, η παρούσα έφεση απορρίπτεται με €3.600,00 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο