ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 141/2021)

(Σχ. 142/2021)

 

20 Δεκεμβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ

Εφεσιβλήτου

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 142/2021)

(Σχ. 141/2021)

 

D.P.K. PAPHOS KARTING CENTRE LIMITED

Εφεσείουσα

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ

Εφεσιβλήτου

-----------------------------------------

 

Α. Χ. Αλεξάνδρου, για Εφεσείοντες

Β. Καραγιαννίδης, για Ιωάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: H απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με τις δυο ποινικές εφέσεις καταχωρηθείσες από την εταιρεία D.P.K. Paphos Karting Centre Ltd (Εφεσείουσα 2) και τον διευθυντή της (Εφεσείων 1) αντίστοιχα, προσβάλλεται η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης και το διάταγμα κατεδάφισης της επίδικης οικοδομής, το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο επιβολής ποινής.

 

Η έφεση εναντίον της καταδίκης αφορά την καταδίκη (α) της Εφεσείουσας 2 στο αδίκημα της κατοχής και χρήσης οικοδομής εντός των τεμαχίων 11 και 12, χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από τον Εφεσίβλητο Δήμο Γεροσκήπου (εφεξής «ΔΓ»), κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4, 5, 10, 19 και 20 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, (κατηγορία 3), και (β) του Εφεσείοντος 1, ότι επέτρεψε και ή ανέχτηκε την κατοχή και χρήση των οικοδομών εντός των εν λόγω τεμαχίων, χωρίς την εξασφάλιση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης από τον ΔΓ (κατηγορία 7). Η 7η κατηγορία στην οποία καταδικάστηκε ο Εφεσείων 1, προστέθηκε από το Δικαστήριο μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας βάσει του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155.

 

Σημειωτέον ότι οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν επίσης για λειτουργία επιχείρησης χωρίς άδεια λειτουργίας από τον ΔΓ κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Δήμων Νόμου του 1985, (Εφεσείουσα 2) και συνδρομή στη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος (Εφεσείων 1). Η απόφαση του Δικαστηρίου επί τούτου δεν αποτελεί αντικείμενο της έφεσης. Αντιμετώπιζαν επίσης κατηγορίες ανέγερσης οικοδομής άνευ αδείας της αρμόδιας αρχής (Εφεσείουσα 2) και συνδρομής στη διάπραξη του αδικήματος (Εφεσείων 1), στις οποίες απαλλάχτηκαν και αθωώθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.

 

Η επίδικη οικοδομή αφορά πίστα αγωνιστικών αυτοκινήτων (Go Karts) με άσφαλτο και παρακείμενα υποστατικά. Συμφώνως των λεπτομερειών κατηγορητηρίου ο χρόνος διάπραξης των αδικημάτων ήταν η 5.2.2016 και ή πρότερον μέχρι την ημερομηνία καταδίκης. Η καταδικαστική απόφαση στηρίχτηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία της εκτελεστικής μηχανικού του ΔΓ, η οποία επιθεώρησε τις επίδικες οικοδομές στις 5.2.2016 και 9.5.2016, διαπιστώνοντας την ύπαρξη της παρανομίας. Ο Εφεσείων 1 περιορίστηκε σε ανώμοτη δήλωση. Δεν κλήθηκε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης.

 

 Με τον πρώτο λόγο έφεσης κατά της καταδίκης εγείρεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω παρόδου υπέρμετρά μεγάλου χρονικού διαστήματος. Με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) αποφάσισε ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο στην τρίτη κατηγορία, (β) απέρριψε αίτημα για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες σε σχέση με τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων, (γ) έκρινε αξιόπιστη τη μοναδική μάρτυρα κατηγορίας, (δ) πρόσθεσε στο τέλος της δίκης την έβδομη κατηγορία, επηρεάζοντας δυσμενώς την υπεράσπιση του Εφεσείοντος 1, (στ) δεν προσέδωσε οποιαδήποτε αξία στην ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντος 1. Με την έφεση κατά της ποινής ο Εφεσείων 1 προσβάλλει την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης.

 

Α. Η ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ

 

(Ι) Δίκαιη Δίκη

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν υπήρξε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου, κατά παράβαση των άρθρων 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσείοντος ανέφερε ότι ενώ επρόκειτο για μια απλή υπόθεση στην οποία κατέθεσε μόνο μια μάρτυρας κατηγορίας, ο Εφεσείων 1 περιορίστηκε σε ανώμοτη δήλωση και δεν κλήθηκε κανένας μάρτυρας υπεράσπισης, παρήλθαν πέντε έτη από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου (11.5.2016) μέχρι την τελική απόφαση (22.6.2021).

 

Περαιτέρω ήταν η θέση των Εφεσειόντων ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης ένεκα της καταστροφής του ποινικού φακέλου προηγούμενης ποινικής υπόθεσης (υπ' αριθμό 8627/07) η οποία καταχωρίστηκε εναντίον τους από τον ΔΓ, το οποίο επηρέασε δυσμενώς τη δυνατότητα αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της ΜΚ.1. Ήταν παραδεκτό γεγονός η απώλεια του φακέλου της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης, το κατηγορητήριο και η αθωωτική απόφαση.

 

Κατά τη δίκη η Υπεράσπιση προσπάθησε να καταδείξει ότι οι επίδικες οικοδομές, για την ανέγερση των οποίων οι Εφεσείοντες καταδικάστηκαν και αθωώθηκαν στην προηγούμενη ποινική υπόθεση, ήταν οι ίδιες με αυτές για τις οποίες αντιμετώπιζαν την ίδια κατηγορία στην παρούσα, και επομένως υπήρχε δεδικασμένο. Επ' αυτού αντεξετάστηκε η ΜΚ.1 η οποία όμως ανέφερε ότι η ανάμιξη της στην προηγούμενη ποινική υπόθεση περιοριζόταν στο κατά πόσο λειτουργούσε η συγκεκριμένη επιχείρηση. Δεν της ανατέθηκε να ελέγξει εάν υπήρχαν παράνομα υποστατικά ούτε κατέγραψε τις οικοδομές οι οποίες υπήρχαν στον χώρο. Επομένως δεν μπορούσε να προβεί σε σύγκριση μεταξύ των επίδικων οικοδομών στις δυο ποινικές υποθέσεις. Τα εν λόγω θέματα γνώριζε ο τότε Δημοτικός Γραμματέας του ΔΓ. Ο συνήγορος Υπεράσπισης αμφισβήτησε τη θέση της. Προς τούτο επιχείρησε να καταθέσει φωτοαντίγραφο ένορκης δήλωσης της ΜΚ.1, προς υποστήριξη αίτησης έκδοσης προσωρινού διατάγματος για αναστολή λειτουργίας επιχείρησης στο πλαίσιο της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης, το οποίο όμως η μάρτυς δεν αναγνώρισε, με αποτέλεσμα να μην κατατεθεί ως κανονικό τεκμήριο.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνεται ότι δεν υπήρξε παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος δίκαιης δίκης εντός εύλογου χρόνου. Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 11.5.2016, εντός περιόδου τριών μηνών από τη διαπίστωση της παρανομίας από την Μ.Κ.1, η δε ακρόαση ξεκίνησε στις 24.3.2021, και περατώθηκε εντός τριών μηνών, στις 22.6.2021. Η καθυστέρηση στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας οφείλεται σε λόγους που αφορούσαν είτε τους Εφεσείοντες είτε τον Εφεσίβλητο. Σε έντεκα περιπτώσεις μεταξύ των ετών 2016 και 2021, η υπεράσπιση αιτήθηκε αναβολές της υπόθεσης και σε άλλες έξι υπήρξε κοινό αίτημα αναβολής από την Υπεράσπιση και την Κατηγορούσα Αρχή. Μόνο σε τέσσερεις περιπτώσεις η υπόθεση αναβλήθηκε για λόγους που αφορούσαν το δικαστήριο. Συμφώνως της νομολογίας εάν ο κατηγορούμενος ευθύνεται για την καθυστέρηση δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου με βάση το άρθρο 30.2 του Συντάγματος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (2001) 2 Α.Α.Δ. 617).

 

Συμφωνούμε με το πιο πάνω σκεπτικό.

 

Επιπροσθέτως τονίζεται ότι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, δεν οδηγεί αυτόματα σε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης εντός εύλογου χρόνου. Το θέμα δεν εξετάζεται αφηρημένα (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα (in concreto) με αναφορά στις επιπτώσεις της καθυστέρησης στη διεξαγωγή της δίκαιης δίκης. Η απαλλαγή του κατηγορούμενου δικαιολογείται μόνο εάν συνεπεία της καθυστέρησης υπήρξε δυσμενής επηρεασμός της υπεράσπισης. Το δε βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους της υπεράσπισης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, Χατζηγεωργίου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1136,  Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποιν. Εφ. 266/18, ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Korbacka v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 170/21, ημερ. 13.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:B352).  

 

Εν προκειμένω η απώλεια του φακέλου της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης, καθότι οι Εφεσείοντες αθωώθηκαν και απαλλάχτηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο στην κατηγορία της ανέγερσης οικοδομής άνευ αδείας. Στην προηγούμενη ποινική υπόθεση οι Εφεσείοντες δεν αντιμετώπιζαν κατηγορία παράνομης κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς εξασφάλιση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, και επομένως ο απολεσθείς φάκελος δεν σχετιζόταν και δεν μπορούσε να επηρεάσει τη θέση της Υπεράσπισης σε αυτή την κατηγορία.

 

Πέραν τούτου, τονίζεται ότι η μαρτυρία της ΜΚ.1, στην οποία στηρίχτηκε η καταδίκη για κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση, η οποία επικεντρώθηκε στο θέμα του δεδικασμένου. Κατά πάγια νομολογία η μη αντεξέταση, στην απουσία βάσιμου λόγου, εξυπακούει αποδοχή των θέσεων της μάρτυρος οι οποίες δεν έτυχαν αμφισβήτησης. Η σχετική επί του θέματος νομολογία αναφέρεται στην εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης. Συγκεκριμένα δεν αμφισβητήθηκε (α) η ύπαρξη των επίδικων υποστατικών, (β) ότι αυτά αποτελούν οικοδομή εν τη εννοία του Νόμου, (γ) η κατοχή και χρήση της οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή με τη συνδρομή του Εφεσείοντος 1. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης η νομιμότητα της επιβολής και είσπραξης τελών από τον ΔΓ προς την Εφεσείουσα 2 για την άσκηση της επίδικης επιχείρησης.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η αδυναμία κατάθεσης ως τεκμηρίου του φακέλου της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης για σκοπούς σύγκρισης της μαρτυρίας της ΜΚ.1 στις δυο ποινικές υποθέσεις, δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να πλήξει την αξιοπιστία της στην κατηγορία της κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Επομένως δεν έχει καταδειχθεί από πλευράς των Εφεσειόντων επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

(ΙΙ) Δεδικασμένο

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την ύπαρξη δεδικασμένου σε σχέση με την καταδίκη της Εφεσείουσας 2 στην κατηγορία 3, για παράνομη κατοχή και χρήση υποστατικού άνευ εξασφάλισης πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, και του Εφεσείοντος 1 για συνδρομή στη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος. Κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων, το σφάλμα έγκειται στο ότι στην προηγούμενη ποινική υπόθεση δεν συμπεριλήφθηκε η εν λόγω κατηγορία ενώ το αδίκημα υφίστατο κατά τον χρόνο εκείνο. Σημειωτέον ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι οικοδομές τις οποίες αφορούσε η προηγούμενη ποινική υπόθεση ήταν οι ίδιες με αυτές που αφορούσε η παρούσα.

 

H εφαρμογή του δόγματος του δεδικασμένου στο ποινικό δίκαιο εξετάστηκε στην υπόθεση Κονέ ν. Φλουρή (2015) 2 Α.Α.Δ. 80, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα από την Παναγή Δ., όπως ήταν τότε:

 

"Το δόγμα του δεδικασμένου στη σφαίρα του ποινικού δικαίου εφαρμόζεται υπό τον τύπο του αποφθέγματος nemo debet bis vexari pro una et eadem causa ή, nemo debet bis puniri pro una delicto, δηλαδή κανένας δεν υποβάλλεται για δεύτερη φορά στον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, γνωστό στο αγγλικό δίκαιο ως το «rule against double jeopardy» (Bλ. το σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2015 Ed., παράγραφο 4-221). Για να μπορεί να εφαρμοστεί το δόγμα, πρέπει ο κατηγορούμενος να είχε τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης σε προηγούμενη υπόθεση για το ίδιο αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. Η λέξη «αδίκημα» (offence) κατά τον Lord Devlin στην υπόθεση Connelly v. Director of Public Prosecutions [1964] Α.C. 1254, περιλαμβάνει τόσο τα γεγονότα που συνιστούν το αδίκημα όσο και τα νομικά χαρακτηριστικά τα οποία το καθιστούν αδίκημα. Για να είναι εφαρμοστέο το δόγμα πρέπει να πρόκειται για το ίδιο αδίκημα τόσο όσον αφορά τα γεγονότα όσο και το νόμο.

 

Οι αρχές του αγγλικού δικαίου αντανακλούνται στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος μας, το οποίο ορίζει πως ο «απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα», ενώ η δυνατότητα προβολής των ειδικών απαντήσεων του autrefois acquit και autrefois convict είναι νομοθετικά κατοχυρωμένη στην Κύπρο με το Άρθρο 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο έχει ως αντικείμενο την κωδικοποίηση του κοινού δικαίου στο θέμα αυτό (βλ. Πικής, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά), σελ. 157).

......................................

 

Το ερώτημα βέβαια που εδώ δεσπόζει είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι είχαν τεθεί σε κίνδυνο καταδίκης στην υπόθεση 3682/10. Επί του προκειμένου τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο οι αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου επί του θέματος (βλ. R. v. Georghi Andoni Yiallouri 3 C.L.R. 41). Η αρχή, όπως διατυπώθηκε από τον Lord Devlin στην Connelly (ανωτέρω), είναι σαφής:

 

«The doctrine of autrefois protects an accused in circumstances in which he has actually been in peril. It cannot, naturally enough, protect him in circumstances in which he could have been put in peril but was not

 

Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πραγματικά τεθεί σε κίνδυνο". (Υπογράμμιση δική μας).

 

 

(βλέπε και Πουλλαούας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 494, Αναφορικά με την Αίτηση του Αντώνη Ιωάννου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1770).

 

Στο σύγγραμμα Archbold 2021, στην παράγραφο 4-223, αναφέρονται τα ακόλουθα με αναφορά στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Ζ. [2000] 2 A.C. 483, όπου επανεξετάστηκαν οι αρχές των εν λόγω υπερασπίσεων:

 

"The principle of double jeopardy prevents a man, in the absence of special circumstances, from being prosecuted a second time on the same or substantially the same facts as have given rise to an earlier prosecution that has resulted in his acquittal or conviction. An attempt to pursue a prosecution in breach of this principle of double jeopardy will justify a plea of autrefois acquit or autrefois convict, or an application to stay the proceedings as an abuse of process". (Υπογράμμιση δική μας).

 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε την υπεράσπιση του δεδικασμένου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο (ενδιάμεση απόφαση ημερ. 16.4.2021), το σκεπτικό της οποίας υιοθέτησε στην τελική του απόφαση. Αποφάνθηκε ότι το δόγμα του δεδικασμένου δεν τυγχάνει εφαρμογής, καθότι οι κατηγορίες στις οποίες οι Εφεσείοντες κλήθηκαν σε απολογία δεν αντιμετωπίστηκαν και δεν αποφασίστηκαν δικαστικά στην προηγούμενη ποινική υπόθεση. Πρόσθετα λήφθηκε υπόψη η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι αδικήματα αυτής της φύσης είναι συνεχιζόμενα.

 

Συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το αδίκημα στο οποίο καταδικάστηκαν οι Εφεσείοντες και τα γεγονότα που το στοιχειοθετούν, διαφέρει ουσιωδώς από τα αδικήματα για τα οποία αθωώθηκαν στην προηγούμενη ποινική υπόθεση. Επομένως δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, ούτε τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης είναι τα ίδια ή ουσιαστικά τα ίδια με τα γεγονότα των κατηγοριών στις οποίες αθωώθηκαν. Το πλέον όμως σημαντικό είναι ότι η συνεχιζόμενη φύση του αδικήματος στο οποίο καταδικάστηκαν καθιστά ανεφάρμοστη την αρχή του δεδικασμένου. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Milan Garacaka v. Τακκα (2007) 2 Α.Α.Δ. 165, στο πλαίσιο ζητήματος κατάχρησης διαδικασίας, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα, υπό του Αρτέμη Δ., όπως ήταν τότε:

 

«Αναφορικά με τη θέση ότι είχαν δικαστεί ξανά για το ίδιο αδίκημα, υιοθετούμε τα όσα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην  απόφασή του, επισημαίνοντας ότι το αδίκημα της κατοχής υποστατικών χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης είναι αδίκημα συνεχιζόμενο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λεχθεί ότι δικάστηκαν ξανά για το ίδιο αδίκημα ώστε η παρούσα υπόθεση να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας». (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλέπε και Φράγκος ν. Αληφάντη κ.α. (2003) 2 Α.Α.Δ. 528, Χατζηττοφή ν. Έπαρχος Λάρνακας, Ποιν. Εφ. 150/15, ημερ. 5.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:B129, Επαρχος Πάφου ν. Temetoushiotis Developers Ltd, Ποιν. Εφ. 153/18, ημερ. 31.5.2019).

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

(ΙΙΙ) Το αίτημα για καλύτερες λεπτομέρειες

 

Στον τρίτο λόγο έφεσης αναφέρεται ότι λανθασμένα και αντινομικά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης να δοθούν καλύτερες λεπτομέρειες σχετικά με τον χρόνο τέλεσης των αδικημάτων. Το αίτημα αποσκοπούσε στην καλύτερη προετοιμασία της Υπεράσπισης και  αφορούσε την φράση «κατά ή περί την 5.2.2016 και/ή πρότερον μέχρι σήμερον». Το ζητούμενο ήταν η διευκρίνιση του «πρότερον». Η κατηγορούσα αρχή διευκρίνισε πρωτοδίκως ότι η ημερομηνία 5.2.2016 είναι η αφετηρία διαπίστωσης της διάπραξης των αδικημάτων, χωρίς όμως να γνωρίζει τον χρόνο διάπραξης αυτών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα κρίνοντας ότι δεν υπήρχε χρονική αοριστία στις λεπτομέρειες αδικήματος σε βαθμό που να επηρεάζεται η υπεράσπιση, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Γ. Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204:

 

"... σκοπός του κατηγορητηρίου είναι να θέσει το πλαίσιο της δίκης. Οι λεπτομέρειες σε κάθε κατηγορία θα πρέπει να παρέχουν επαρκή ενημέρωση για το υπόβαθρο που η Κατηγορούσα Αρχή σκοπεύει να αποδείξει σε κάθε κατηγορία. Κριτήριο για να αποφασιστεί αν οι λεπτομέρειες που δίδονται είναι ικανοποιητικές είναι κατά πόσο από τυχόν παραλείψεις, η υπεράσπιση του κατηγορουμένου επηρεάζεται δυσμενώς. Αν δηλαδή οι κατηγορίες διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο και είναι σε τόσο βαθμό αόριστες και ασαφείς που να επηρεάζεται η υπεράσπιση".

 

Οι λεπτομέρειες αδικήματος συναρτώνται με το δικαίωμα του κατηγορούμενου να πληροφορηθεί λεπτομερώς «την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας» το οποίο κατοχυρώνουν τα άρθρα 12.5(α) του Συντάγματος και 6.3(α) της ΕΣΔΑ (βλ. Mattochia v. Italy (2003) 36 ECHRR 46, Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468).  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο 2η αναθεωρημένη έκδοση, του Γ.Μ. Πική, σελ. 100:

 

«H κατηγορία πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες σε βαθμό που να επιτρέπει στον κατηγορούμενο να γνωρίζει με λογική βεβαιότητα την υπόθεση την οποία θα αντιμετωπίσει στη δίκη. Το κριτήριο για την επάρκεια των λεπτομερειών είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος στερείται λογικής πληροφόρησης σχετικά με τον προσδιορισμό της κατηγορίας και συν αυτώ της δυνατότητας επαρκούς προετοιμασίας της υπεράσπισης του

 

Υποχρέωση για τη δέουσα πληροφόρηση του κατηγορούμενου για το αδίκημα που κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου από το άρθρο 12.5 του Συντάγματος. Η πρόνοια αυτή επιβάλλει τον προσδιορισμό στην κατηγορία όλων των ουσιωδών λεπτομερειών του αδικήματος. Το κατηγορητήριο προσδιορίζει το πλαίσιο της δίκης. Οι λεπτομέρειες σκοπούν στην παροχή στον κατηγορούμενο επαρκούς προειδοποίησης για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής σε κάθε κατηγορία χωρίς την πρόκληση σύγχυσης ή δυσχέρειας στην Υπεράσπιση» .

 

Στην Dossi (1919) 13 Cr. App. R. 158, αποφασίστηκε ότι η ημερομηνία αδικήματος η οποία προσδιορίζεται στο κατηγορητήριο δεν αποτελεί ουσιαστικό θέμα εκτός εάν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κατ' ισχυρισμό αδικήματος. Ο κατηγορούμενος δυνατόν να καταδικαστεί για διάπραξη αδικήματος σε ημερομηνία άλλη από αυτή που αναγράφεται στο κατηγορητήριο. Από την άλλη, δεν πρέπει να επιτραπεί στην Κατηγορούσα Αρχή να αποκλίνει από τον ισχυρισμό ότι αδίκημα διαπράχθηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία, εάν υπάρχει κίνδυνος παραπλάνησης του κατηγορούμενου (βλ. Wright v. Nicholson (1970) 54 Cr. App. R. 38, Robson (1992) Crim. L.R. 655, Archbold 2021, παρ. 1222 - 1223).

 

Η σύνταξη κατηγορητηρίων διέπεται από το άρθρο 39(α)-(ι) του Κεφ. 155, το οποίο στο τέλος περιέχει την ακόλουθη σημαντική επιφύλαξη:

 

"Νοείται ότι κανένα λάθος στην έκθεση του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών που απαιτούνται να αναφερθούν στο κατηγορητήριο δεν θεωρείται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπόθεσης ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του Νόμου αυτού εκτός αν σύμφωνα με τη γνώμη του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πράγματι παραπλανήθηκε λόγω του λάθους αυτού". (Υπογράμμιση δίκη μας).

 

Σχετικά με την εν λόγω επιφύλαξη στην Ανδρέας Σ. Κοιλιάρης ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 194, λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

 

«Η παράλειψη πλήρους συμμόρφωσης με τα όσα προβλέπει το άρθρο 39(γ) του Κεφ. 155, αναφορικά με τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, έχει εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων στις οποίες έχει τονιστεί, ότι μόνο ουσιώδεις παρατυπίες που επιφέρουν βλάβη στον κατηγορούμενο (prejudice) και μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλάνηση του, μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου. (Ίδε Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, A.G. v. Kyprianou (1988) 2 C.L.R. 209, Begonia Fashions Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 451 και Ξυδιά κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 225)».

 

Εάν υπήρξε παραπλάνηση του κατηγορούμενου λόγω ελαττωματικού κατηγορητηρίου τότε η καταδίκη καθίσταται ακροσφαλής. Η ύπαρξη παραπλάνησης κρίνεται υπό το φως του συνόλου του μαρτυρικού υλικού και πληροφόρησης που είχε στη διάθεση της η υπεράσπιση (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (ανωτέρω) σελ. 100, και Σ.Π. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)). Ο Εφεσείων έχει το βάρος να καταδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς λόγω ελαττωματικού κατηγορητηρίου.

 

Στους λόγους έφεσης δεν προβάλλεται η θέση ότι ένεκα της απόρριψης του εν λόγω αιτήματος οι Εφεσείοντες παραπλανήθηκαν δυσμενώς στην υπεράσπιση τους. Ούτε και διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο από το πρακτικό της πρωτόδικης διαδικασίας. Η μαρτυρία της ΜΚ.1, ως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, αφορούσε, μεταξύ άλλων, τη διαπίστωση κατοχής και χρήσης των επίδικων υποστατικών χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από το 2015 και εντεύθεν, η οποία δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση. Επομένως η ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος δεν αποτελούσε ουσιαστικό θέμα, ούτε προέκυπτε κίνδυνος παραπλάνησης των Εφεσειόντων.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

V) Η Αξιοπιστία της Μ.Κ.1

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η αξιοπιστία της Μ.Κ.1 Αναφέρεται ότι η μαρτυρία της παρουσίαζε αδυναμία, κενά και ουσιαστικές αντιφάσεις οι οποίες θα έπρεπε να ήταν καταλυτικής σημασίας για την κρίση του δικαστηρίου. Πέραν της εν λόγω γενικόλογης αναφοράς, δεν συγκεκριμενοποιείται καθ' οιονδήποτε τρόπο ποιες ήταν οι αδυναμίες, κενά και αντιφάσεις επί των οποίων ερείδεται η εισήγηση περί εσφαλμένου ευρήματος αξιοπιστίας. Είναι παγίως νομολογημένο ότι παρέμβαση του Εφετείου επί ευρημάτων αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνον όταν αυτά είναι καταφανώς ανυπόστατα ή αυθαίρετα ή παράλογα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε ως αξιόπιστη.

 

Σε περίπτωση αντιφάσεων στη μαρτυρία, αυτές πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής ώστε να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά αλλά με ενιαία προσέγγιση. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα αξιοπιστίας να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (βλ. μεταξύ άλλων (βλ. μεταξύ άλλων, Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 28.1.2021, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη, Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 20.7.2022, P.G.M.S. v. Ζουβάνη, Ποιν. Εφ. 151/21 (Σχ.152/21), ημερ. 12.9.2023).

 

Εν προκειμένω δεν προβλήθηκε ενώπιον μας οποιαδήποτε αιτιολογία ότι το εύρημα αξιοπιστίας της Μ.Κ.1 ήταν εσφαλμένο. Έχουμε δε ανατρέξει στα πρακτικά της δίκης και δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το οποίο θα δικαιολογούσε τη δική μας παρέμβαση. Αντιθέτως κρίνουμε ότι το εύρημα αξιοπιστίας της ΜΚ.1 ήταν καθόλα εύλογο και ορθό.

 

Πέραν τούτου, ως έχει ήδη λεχθεί, κατά την αντεξέταση δεν αμφισβητήθηκε το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 για τη διάπραξη των υπό κατηγορία αδικημάτων, το οποίο, μεταξύ άλλων, αφορούσε την κατοχή και χρήση της επίδικης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθώς θεώρησε ότι η μη αντεξέταση, στην απουσία βάσιμου λόγου, ισοδυναμούσε με αποδοχή των θέσεων της μάρτυρος (βλ. μεταξύ άλλων (Adidas v. The Jonitexo Ltd (1987) 1 A.A.Δ. 383, Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού, Ποιν. Εφ. 331/15, ημερ. 11.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:B454, Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 178/17, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457).

 

Οι συνέπειες της παράλειψης αντεξέτασης αναφέρονται στο κάτωθι απόσπασμα από τον Blackstone's Criminal Practice 2024, F7.8:

 

"In Wood Green Crown Court, ex parte Taylor [1995] Crim LR 879, the Divisional Court approved the following principle as stated in the 1995 edition of this work: a party who fails to cross-examine a witness upon a particular matter in respect of which it is proposed to contradict the witness or impeach his or her credit by calling other witnesses, tacitly accepts the truth of the witness's evidence-in-chief on that matter, and will not thereafter be entitled to invite the jury to disbelieve the witness in that regard. The proper course is to challenge the witness while in the witness-box or, at any rate, to make it plain at that stage that the evidence is not accepted (Hart (1932) 23 Cr App R 202). Thus in Bircham [1972] Crim LR 430, counsel for D was not permitted to suggest to the jury in his closing speech that the co-accused and a prosecution witness had committed the offence charged, where the allegation had not been put to either in cross-examination." (Υπογράμμιση δική μας).

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

(V) Η προσθήκη κατηγορίας μετά το πέρας της δίκης

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένη, η προσθήκη της 7ης κατηγορίας κατά του Εφεσείοντος 1, βάσει του άρθρου 85(4) του Κεφ. 155, για τον λόγο ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπιση. Στην αιτιολογία και στο διάγραμμα αγόρευσης δεν εξηγείται με ποιον τρόπο η υπεράσπιση του Εφεσείοντος 1 επηρεάστηκε δυσμενώς.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση τη μαρτυρία η οποία αποδεικνύει το αδίκημα της προστεθείσας κατηγορίας. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από τις σελ. 13, 14:

 

«Η Κατηγορούσα Αρχή έχει παρουσιάσει την αναντίλεκτη μαρτυρία στο Δικαστήριο πλην της ΜΚ1, δια των τεκμηρίων 1,2, και 10, από την οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος 2 ήταν ο μοναδικός διευθυντής, ο κατά νόμο υπεύθυνος της κατηγορούμενης 1 (ιδιοκτήτριας του τεμαχίου 12) ο οποίος προέβαινε σε διάφορα διαβήματα αναφορικά με την αδειοδότηση και/ ή την νομιμοποίηση της συγκεκριμένης επιχείρησης, από την αρμόδια αρχή. Επίσης αυτός ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του τεμαχίου 11 που ευρίσκεται εντός του ΔΓ και έχοντας συμφέρον ανέχθηκε και συνέδραμε ούτως ώστε η κατηγορούμενη να κατέχει ή χρησιμοποιεί τις επίδικες οικοδομές χωρίς να έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από τον ΔΓ». (Υπογράμμιση δική μας).

Με την 7η κατηγορία, ο Εφεσείων 1 κατηγορήθηκε ότι «επέτρεψε και/ή παρείχε συνδρομή για κατοχή ή χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή κατά παράβαση των άρθρων 2, 10(1), 19 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154». Συμφώνως των λεπτομερειών αδικήματος της 7ης κατηγορίας:

 

«O κατηγορούμενος αρ. 2 κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία και υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής και/ ή αντιπρόσωπος της κατηγορούμενης 1 και/ ή ως ιδιοκτήτης του τεμαχίου 11 παράνομα επέτρεψε και/ ή ανέχτηκε όπως αυτή κατέχει ή χρησιμοποιεί τις οικοδομές τις ευρισκόμενες στα τεμάχια 11 και 12, φ/Σχ. 51/19 Ε2 στην τοποθεσία «Κονναρής» και «Χάσκας», εντός των Δημοτικών ορίων του Δήμου Γεροσκήπου, χωρίς να έχει εξασφαλίσει προηγουμένως πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Δήμο Γεροσκήπου».

 

Η ανάγκη προσθήκης της 7ης κατηγορίας αποφασίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο μετά που έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποδειχτεί η 4η κατηγορία, συμφώνως της οποίας ο Εφεσείων 1 επέτρεψε και ή παρείχε συνδρομή στην Εφεσείουσα 2 για την ανέγερση οικοδομών χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Στις λεπτομέρειες αδικήματος αναφερόταν ότι ο κατηγορούμενος 2 υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής και ή λειτουργός και ή αντιπρόσωπος της κατηγορούμενης 1, παράνομα επέτρεψε και ή ανέχτηκε την εκτέλεση εργασιών ανέγερσης οικοδομής εντός των δημοτικών όριων του ΔΓ, χωρίς να εξασφαλίσει πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε, στη σελ. 13 της απόφασης, ότι η έκθεση και λεπτομέρειες αδικήματος της 4ης κατηγορίας δημιουργούν:

 

«...ασάφεια για ποιο από τα δυο αδικήματα διώκεται αυτός δηλαδή ότι επέτρεψε και/ ή παρείχε συνδρομή στην 1η κατηγορούμενη για το αδίκημα της ανέγερσης οικοδομής βάση του άρθρου 3 του Νόμου ή για το αδίκημα της κατοχής ή χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή βάση του άρθρου 10 του ιδίου Νόμου». (Υπογράμμιση και έμφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου).

 

Η διατύπωση του αδικήματος και λεπτομερειών όντως δημιουργούσε ασάφεια καθότι το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της ανέγερσης οικοδομής βάσει του άρθρου 3, αλλά της κατοχής και χρήσης οικοδομής βάσει του άρθρου 10 του Κεφ. 96, ως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Το άρθρο 85(4) του Κεφ. 155, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(4) Αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχτεί με μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και για τα οποία καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο και ότι ο κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν με αυτό δυσμενώς στην υπεράσπιση του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο κατηγορίας ή κατηγοριών εναντίον του κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα ή ποινικά αδικήματα, και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτά ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο».

 

Στην Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458, αποφασίστηκε ότι η εφαρμογή του άρθρου 85(4) υπόκειται σε τέσσερεις προϋποθέσεις, ως προκύπτει από το λεκτικό του, ήτοι:

 

"(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος δεν υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.

(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπισή του." (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. και Leonidou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 96).

 

Εν προκειμένω σχετική με το υπό εξέταση θέμα είναι η τέταρτη προϋπόθεση, ένεκα της ασάφειας που προέκυπτε σε σχέση με το αδίκημα και τις λεπτομέρειες της τέταρτης κατηγορίας. Στη Charalambous v. Municipality of Nicosia (1965) 2 C.L.R. 63, αποφασίστηκε ότι «η πιθανότητα επηρεασμού της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση των λεπτομερειών της υφιστάμενης κατηγορίας συγκρινόμενη με τις λεπτομέρειες της κατηγορίας που προστίθεται από το Δικαστήριο» (βλ. Παφίτης ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 762, και Ποινική Δικονομία, του Γ.Μ. Πική, 2η έκδοση, σελ. 132). Το κριτήριο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος αποστερήθηκε την ευκαιρία να προβάλει την υπεράσπιση του, λαμβανομένης υπόψη της υπόθεσης την οποία είχε να αντιμετωπίσει και της γραμμής υπεράσπισης (βλ. κατ' αναλογία O'Connor [1997] Crim. L.R. 516, CA, Archbold 2021, παρ. 1-257).

 

Είμαστε της γνώμης ότι εν προκειμένω δεν προέκυψε δυσμενής επηρεασμός της Υπεράσπισης εκ της προσθήκης της 7ης κατηγορίας. Αυτό ένεκα της μη αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση κατά τη δίκη ότι ο Εφεσείων 1 υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής, παρείχε στην Εφεσείουσα 2 συνδρομή στην κατοχή και χρήση των επίδικων υποστατικών χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Επομένως ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία βάσει του άρθρου 85(4) με την προσθήκη της 7ης κατηγορίας.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

(VI) Η ανώμοτη δήλωση

 

Με τον έκτο λόγο έφεση προσβάλλεται ως εσφαλμένη η μη απόδοση οποιασδήποτε αξίας στην ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντος 1 από το πρωτόδικο δικαστήριο. Στην ανώμοτη δήλωση ο Εφεσείων 1 αναφέρεται στην αθωωτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ. 18.11.2009 όπου αθωώθηκε στις δυο κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε. Είναι η θέση του ότι η ποινική δίωξη του ιδίου και της Εφεσείουσας 2, λόγω της αθώωσης τους στην προηγούμενη ποινική υπόθεση, ασκήθηκε κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής ότι ουδείς δικάζεται δυο φορές για το ίδιο αδίκημα. Προβάλλει επίσης τη θέση ότι δεν υπήρξε καμία διαφοροποίηση των υποστατικών που αφορούν οι κατηγορίες της παρούσας υπόθεση από της ανεγέρσεως τους μέχρι την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, πράγμα το οποίο η Μ.Κ.1 γνωρίζει και επιχείρησε να παραπλανήσει το δικαστήριο. Η αναξιοπιστία της προκύπτει δια απλής συγκρίσεως της ένορκης μαρτυρίας που έδωσε κατά τη δίκη της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης και της παρούσας. Τέλος αναφέρει ότι αυτός και η Εφεσείουσα 1 είναι αθώοι σε όλες τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζουν.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις νομολογιακές αρχές οι οποίες διέπουν την αξιολόγηση ανώμοτης δήλωσης και σε σχετικό απόσπασμα από την Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, αποφάνθηκε ότι δεν μπορεί να προβεί σε καμία σύγκριση της ένορκης μαρτυρίας της Μ.Κ.1 στην προηγούμενη ποινική υπόθεση με τη μαρτυρία της στην παρούσα, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας η οποία να επιβεβαιώνει τέτοιο ισχυρισμό. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό περί μη διαφοροποίησης των υποστατικών από της ανεγέρσεως τους μέχρι σήμερα. Επομένως δεν προσέδωσε οποιαδήποτε αξία στην ανώμοτη δήλωση. Στην υπόθεση Α.Δ. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 544, γίνεται γενική επισκόπηση των αρχών οι οποίες διέπουν την δικαστική προσέγγιση ανώμοτης δήλωσης:

 

«....Έχουμε την άποψη ότι ο Δικαστής βρίσκεται σε κάπως διαφορετική θέση από τους ενόρκους και θα πρέπει να δώσει κάποια ένδειξη, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου. Περισσότερο θα πρέπει να καθοδηγήσει τον εαυτό του σύμφωνα με τη νομολογία ότι η αποδεικτική αξία μιας ανώμοτης δήλωσης είναι μάλλον πειστική παρά αποδεικτική (βλ. R. v. Coughlan [1976] Crim. L.R. 629, Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας, ανωτέρω και Εφραιμίδου ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 319). Γι' αυτό εξετάζοντας την βαρύτητα που θα δώσει στην ανώμοτη δήλωση, θα πρέπει να έχει υπόψη το σύνολο των γεγονότων. Για παράδειγμα, αν κρίνει ότι η δήλωση είναι πειστική, μπορεί να προσεγγίσει διάφορα γεγονότα που έχει ενώπιον του, με διαφορετικό τρόπο.  Όμως, αν κρίνει ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι καθόλου πειστική, τότε το θέμα τελειώνει εκεί. Για να καταλήξει όμως ως προς τη βαρύτητα που θα πρέπει να της προσδώσει, είναι αναπόφευκτη η εξέτασή της έχοντας υπόψη το σύνολο των γεγονότων και ιδιαίτερα εκείνα τα στοιχεία μαρτυρίας που είναι αναντίλεκτα ή δεν χωρούν αμφισβήτηση (βλ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195). Η αξιολόγηση του δικαστηρίου δεν πρέπει να γίνεται αποσπασματικά ή να χρησιμοποιείται μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως σταθερή βάση για να κριθεί η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 354). Θα πρέπει να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι η δήλωση δεν είναι μαρτυρία και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδείξει οποιοδήποτε γεγονός για το οποίο υπάρχει άλλη μαρτυρία που να το αποδεικνύει. Όπως αναφέραμε, η δήλωση έχει περισσότερο πειστική αξία, γι' αυτό σε περίπτωση που κριθεί πειστική, μπορεί να επενεργήσει στο μυαλό των ενόρκων και του Δικαστή κατά τρόπο που να τους ωθήσει να δουν τα γεγονότα που αποδείχθηκαν με μαρτυρία, με διαφορετικό μάτι (R. v. Coughlan,  ανωτέρω)». (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. και Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.α., Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 20.7.2022).

 

Εν προκειμένω η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου υπήρξε ορθή. Η ανώμοτη δήλωση δεν αποτελούσε μαρτυρία και δεν μπορούσε να αποδείξει οτιδήποτε για το οποίο δεν υπήρχε μαρτυρικό υπόβαθρο. Τα όσα δε αναφέρονται για την αθώωση των Εφεσειόντων στην προηγούμενη ποινική υπόθεση, δεν δημιουργούν δεδικασμένο βάσει των όσων αναφέρουμε στον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

B. H ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

 

(VII) Το διάταγμα κατεδάφισης

 

Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως εσφαλμένη την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών, επικαλούμενος (α) την πάροδο υπέρμετρα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ανέγερση των υποστατικών τα οποία ανεγέρθηκαν το 1994, και (β) την ανοχή του ΔΓ στην παρανομία και η είσπραξη τελών για τα υποστατικά επί σειρά ετών. Η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης για κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης αποτελεί άσκηση διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου βάσει των άρθρων 20(1)(γ) και 20(3)(α) του Κεφ. 96.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, έλαβε υπόψη (α) ότι οι επίδικες οικοδομές κατέχονται και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ως επιχείρηση ψυχαγωγίας για το κοινό ως πίστα αγωνιστικών αυτοκινήτων χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, και (β) ότι σκοπός της πολεοδομικής νομοθεσίας είναι η διασφάλιση εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας ως προκύπτει μέσα από την πλούσια επί του θέματος νομολογία στην οποία αναφέρθηκε. Σε ό,τι δε αφορά τη θέση ότι η καθυστέρηση στην άσκηση ποινικής δίωξης και τιμωρίας των Εφεσειόντων αποτελεί μετριαστικό παράγοντα, ο οποίος θα έπρεπε να προσμετρήσει κατά της έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης, το δικαστήριο μετά από αναφορά στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές (βλ. Γενικός Εισαγγελέας Πεγειώτη (2001) 2 Α.Α.Δ. 617), έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής δίωξης.

 

Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε μετά πάροδο 2-3 μηνών από τη διαπίστωση διάπραξης των αδικημάτων από τη Μ.Κ.1, ενώ σύμφωνα με το πρακτικό της υπόθεσης μεταξύ των ετών 2016-2021, η υπεράσπιση αιτήθηκε αναβολή σε 11 διαφορετικές περιπτώσεις, και σε άλλες 6 περιπτώσεις υπήρξε από κοινού αίτημα αναβολής υπεράσπισης και κατηγορούσας αρχής. Μόνο σε 4 περιπτώσεις αναβλήθηκε η υπόθεση για λόγους που αφορούσαν το δικαστήριο. Σύμφωνα με τη νομολογία εάν υπαίτιος για την καθυστέρηση είναι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να την επικαλείται υπερ του ως ελαφρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638, Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (ανωτέρω)).

 

Κρίνουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία υπερ της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης λαμβάνοντας υπόψη τα ορθά νομολογιακά κριτήρια, πρωτίστως τη διασφάλιση εφαρμογής της πολεοδομικής νομοθεσίας. Η επί σειρά ετών ανοχή της παρανομίας από τον Δ.Γ., ή το γεγονός ότι εισέπραττε δημοτικά τέλη, δεν μπορούσαν να προσμετρήσουν κατά της έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης. Η ανοχή ή προσδοκία ανοχής της παρανομίας δεν συνιστά λόγο για τη διαιώνισή της, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον Πική Δ., όπως ήταν τότε στην Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα στο οποίο συγκεφαλαιώνονται όλες οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης οικοδομής:

 

"Αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του κράτους δικαίου ότι κανένας, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται, δε μπορεί να εξουσιοδοτήσει εκτροπή από τη νομιμότητα. Πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εφεσείοντες όπως και από κάθε πολίτη, στον προγραμματισμό των πράξεων του ότι ο νόμος δεν είναι μόνο η υπέρτατη αρχή αλλά και η μόνη πηγή για την απόκτηση δικαιωμάτων. Η προσδοκία για την ανοχή της παρανομίας δεν αποτελεί λόγο για τη διαιώνισή της. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε εκτεταμένη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο* υποστηρίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος. Όμως και στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τους όρους είναι ασήμαντη, και το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση. Στην προκείμενη περίπτωση οι όροι της άδειας όχι μόνο δεν τηρήθηκαν αλλά ουσιαστικά αγνοήθηκαν. Μόνο μικρό μέρος των εγκαταστάσεων κτίστηκε σύμφωνα με την άδεια οικοδομής. Όμως και το μέρος αυτό δε μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη οικοδομή οπόταν δικαιολογημένα το Δικαστήριο διέταξε την κατεδάφιση του συνόλου". (Υπογράμμιση δική μας).

 

(βλ. και Ανδρέας Σωφρονίου Λτδ ν. Δήμος Στροβόλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 369, Επαρχος Λάρνακας ν. Marinakis Developers κ.α., Ποιν. Εφ. 173/14, ημερ. 24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B112, Έπαρχος Πάφου ν. Tremetoushiotis Developers Ltd, Ποιν. Εφ. 153/18, ημερ. 31.5.2019).

 

Σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στη Σεργίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (1989) 2 Α.Α.Δ. 22, «Όταν η καταστρατήγηση των όρων της άδειας είναι ουσιώδης, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να προχωρήσει στην έκδοση του σχετικού διατάγματος» (βλ. Αχιλλέως ν. Δήμου Λατσιών (2013) 2 Α.Α.Δ. 164). Μάλιστα στην Delkesa Estates Ltd κ.α. ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (2011) 2 Α.Α.Δ. 263, τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν ουσιαστικές προσθήκες ή μετατροπές σε υφιστάμενη οικοδομή, «θα ισοδυναμούσε με έγκριση και συνέχιση της παρανομίας ώστε αυτός που παρανομεί να αισθάνεται ότι μπορεί να διαπράττει τέτοιου είδους αδικήματα και να απολαμβάνει τους καρπούς της παρανομίας του, καταβάλλοντας μόνο χρηματική ποινή» (βλ. Φωτίου ν. Δήμου Πάφου (1991) 2 Α.Α.Δ. 294).

 

Όπως λέχθηκε από τον Αρτεμίδη Δ., στην Ηλιάδης ν. Δήμου Λάρνακος (1998) 2 Α.Α.Δ. 75: Η ανοχή της αρμόδιας δημοτικής αρχής δεν δίνει κανένα δικαίωμα στον παρανομούντα. "Αντίθετα, αναμένεται λόγω της επίδειξης ανοχής ή επιείκειας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, ο παραβάτης να άρει την παρανομία".

 

Σε σχέση με το θέμα της καθυστέρησης επισημαίνουμε ότι με βάση τη νομολογία, η κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, αποτελεί συνεχόμενο αδικήμα, το οποίο δεν επηρεάζεται από τον παράγοντα χρόνο. Εάν ο χρόνος λειτουργούσε ανασταλτικά στην έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, τότε η ανοχή στην παρανομία θα οδηγούσε σε διαιώνισή της.

 

Στη Φράγκου ν. Αληφάντη (2003) 2 Α.Α.Δ. 528, αποφασίστηκε ότι εκεί όπου η καταστρατήγηση των όρων της άδειας οικοδομής είναι ουσιώδης, η καθυστέρηση στην ποινική δίωξη θα μπορούσε να επενεργήσει μόνο υπερ της επιβολής επιεικέστερης χρηματικής ποινής, αλλά όχι κατά της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης, καθότι «Η άρνηση έκδοσης του .θα ματαίωνε το σκοπό του Νόμου και θα ισοδυναμούσε .. με έγκριση της παρανομίας .» (βλέπε και Χατζηττοφή ν. Έπαρχος Λάρνακας, Ποιν. Εφ. 150/15, ημερ. 5.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:B129).

 

Εν προκειμένω η παρανομία ήταν ουσιώδης. Δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για καμία από τις επίδικες οικοδομές. Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου στην έκδοση διατάγματος κατεδάφισης υπήρξε ορθή.

 

Οι εφέσεις κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτονται.

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο