ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 12/2018)

 

01 Δεκεμβρίου 2023

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

ANN DALY,

Εφεσείουσα,

v. 

ALPHA PANARETI PUBLIC LTD,

   Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Μ. Ι. Κυριακίδης για Μάριος Ι. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Α. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,  για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κίτσιο, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:   Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ετυμηγορίας πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, ενάγουσας και εναγόμενης στην πρωτόδικη διαδικασία αντίστοιχα, για το ποσό των €369.253,00 προερχόμενο από τρεις οφειλόμενες δόσεις, ως κρίθηκε πρωτόδικα, για την αγοραπωλησία τριών διαμερισμάτων, πλέον τόκο 9% από 25.11.2009 μέχρι εξόφλησης, πλέον τα έξοδα της αγωγής.  Η ανταπαίτηση της εφεσείουσας για επιστροφή του ποσού των €164.461,43, που καταβλήθηκε, από αυτήν, ως προκαταβολή, απορρίφθηκε χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα ανάπτυξης γης και επρόκειτο να ανεγείρει, σε ιδιόκτητα τεμάχια της, συγκρότημα κατοικιών και/ή μεζονέτων και/ή διαμερισμάτων με την ονομασία «Arcadia Gardens».  Η εφεσείουσα αγόρασε, δυνάμει τριών έγκυρων, ως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, ξεχωριστών αγοραπωλητήριων εγγράφων, τρία διαμερίσματα.  Συνεπεία μη καταβολής των συμφωνημένων δόσεων, ως αυτές προβλέπονταν στα προαναφερόμενα έγγραφα, καταχωρίστηκε η αγωγή στη βάση της οποίας εκδόθηκε η πιο πάνω εκκαλούμενη απόφαση.

 

Η διαφωνία της εφεσείουσας με την πρωτόδικη απόφαση εκφράζεται με έντεκα (11) λόγους έφεσης.  Συγκεκριμένα, με τους λόγους έφεσης υπ' αριθμό 1 έως 6 αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αυτό είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής.  Με το λόγο έφεσης αρ. 7 αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση, ότι η ρήτρα δικαιοδοσίας επί των επίδικων αγοραπωλητήριων εγγράφων προσέδιδε δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.  Με τον λόγο έφεσης αρ. 8 προβάλλεται η θέση ότι είναι λανθασμένη, κατά παράβαση νόμου, η πρωτόδικη απόφαση εναντίον της εφεσείουσας για πληρωμή, στην εφεσίβλητη, ποσοστού επί της τιμής πώλησης εκάστου διαμερίσματος, αφαιρουμένου του ποσού της πληρωθείσας προκαταβολής και, με τον λόγο έφεσης αρ. 9, ότι η εν λόγω πληρωμή αποφασίστηκε κατά παράβαση των αρχών της επιείκειας.  Με τον λόγο έφεσης αρ. 10 προωθείται η θέση ότι λανθασμένα αποφασίστηκε πως η μη έγκαιρη παράδοση των ακινήτων και οι παραβάσεις της εφεσίβλητης δεν αποτελούσαν επίδικα θέματα και, τέλος, με τον λόγο έφεσης αρ. 11, ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ανταπαίτηση της εφεσείουσας, με την οποία ζήτησε την επιστροφή ποσού €164.461,43 (£96.250) ως ποσού προερχόμενου από αδικαιολόγητο πλουτισμό.

 

Κρίνουμε πως το περιεχόμενο των λόγων έφεσης επιβάλλει όπως οι λόγοι έφεσης 1-6 συνεξετασθούν, ως σχετιζόμενοι μεταξύ τους, ομοίως οι λόγοι 8 και 9, και εξετασθούν ξεχωριστά ο καθένας από τους λόγους έφεσης 7, 10 και 11. 

 

Αρχίζοντας από τους λόγους έφεσης 1-6, η κύρια θέση της εφεσείουσας είναι πως, με βάση τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, προκύπτει ότι οι συμβάσεις αγοραπωλησίας των τριών διαμερισμάτων ήταν καταναλωτικές, δυνάμει του Άρθρου 15 του Κανονισμού 44/2001, και η εφεσείουσα, που διέμενε στην Αγγλία, ήταν καταναλωτής, συνεπώς δικαιοδοσία επίλυσης της διαφοράς είχαν τα αγγλικά δικαστήρια, δεδομένου και του γενικού κανόνα που προνοείται στο Άρθρο 2.1 του προαναφερόμενου Κανονισμού.  Κατ' επέκταση η εφεσίβλητη είχε το βάρος να αποδείξει ότι η υπόθεση ενέπιπτε στην εξαίρεση του εν λόγω Άρθρου.  Εσφαλμένα κρίθηκε, πρωτόδικα, θεωρούν οι συνήγοροι της εφεσείουσας, ότι οι παραβιάσεις του Κανονισμού 1393/2007, αναφορικά με την επίδοση δικαστικών εγγράφων στην εφεσείουσα, στην Αγγλία, μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο ένστασης δικαιοδοσίας μόνο μετά από καταχώριση σημειώματος εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, παραλείποντας, ως εκ τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει τη δικαιοδοσία του, σε συνάρτηση με τις εν λόγω παραλείψεις, κατά την έκδοση της τελικής απόφασης.  Ήταν επίσης λάθος η πρωτόδικη κρίση, σύμφωνα με το συνήγορο της εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέκτησε διεθνή δικαιοδοσία, επειδή οι συμβάσεις κατατέθηκαν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.  Το επιχείρημα της εφεσείουσας είναι πως το  ιδιοκτησιακό δικαίωμα (Right in rem), που αποκτήθηκε με την κατάθεση των συμβάσεων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, δεν ήταν το κύριο επίδικο θέμα της αγωγής, ήταν δε εντελώς άσχετο με την αξίωση της εφεσίβλητης για καταβολή καθυστερημένων δόσεων για την πώληση των διαμερισμάτων.  Επιπλέον είναι η θέση της εφεσείουσας, πως το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε αλληλοαναιρούμενα ευρήματα, με αποτέλεσμα η κρίση του, ότι είχε δικαιοδοσία, να είναι ατεκμηρίωτη και εσφαλμένη. 

 

Έχουμε διεξέλθει τους λόγους έφεσης 1 έως 6, την αιτιολογία που τους υποστηρίζει καθώς και τα επιχειρήματα των συνηγόρων της εφεσείουσας αλλά και της εφεσίβλητης.

 

Καταλήγουμε πως η εφεσείουσα απέτυχε να στοιχειοθετήσει τους λόγους έφεσης αρ. 1, 2, 4, 5 και 6.  Το Άρθρο 2 του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου θέτει έναν γενικό κανόνα για τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών, αναγνωρίζοντας δικαιοδοσία σε τέτοια κράτη, αν τα πρόσωπα που ενάγονται έχουν την κατοικία τους στο έδαφος του κράτους μέλους όπου ενάγονται.  Με το Άρθρο 3, του ίδιου Κανονισμού, προνοείται πως, αν συντρέχουν οι κανόνες που προβλέπονται στα τμήματα 2 έως 7 του Κανονισμού, ήτοι στα Άρθρα 5 έως 24, είναι δυνατό, και προφανώς επιτρεπτό πρόσωπα να εναχθούν, κατ' εξαίρεση του κανόνα της δωσιδικίας της διαμονής, και σε κράτος μέλος στο οποίο δεν έχουν την κατοικία τους. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ορθά ηγέρθηκε η αγωγή των εφεσίβλητων εναντίον της εφεσείουσας στην Κύπρο διότι, μεταξύ άλλων, η ενώπιον του υπόθεση αποτελούσε διαφορά εκ συμβάσεως, η οποία στηριζόταν σε τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα, και πως ο τόπος που οφειλόταν η εκπλήρωση της παροχής ήταν η Κύπρος, η δε εφεσείουσα, συμβατικά, θα κατέβαλλε το τίμημα της πώλησης, στα γραφεία της εφεσίβλητης, τα οποία βρίσκονται στην Κύπρο.

 

Το Τμήμα 2 του Κανονισμού 44/2001, με τίτλο Ειδικές δικαιοδοσίες, στο Άρθρο 5, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

 

 

1. α)   ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

 

     β)  για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

          — εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

— εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

 

     γ)  το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β)»

 

Δεδομένης της προαναφερόμενης πρόνοιας, κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είχε ειδική δικαιοδοσία για να επιλύσει, επί της ουσίας, τη διαφορά, που ηγέρθηκε ενώπιον του. Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν πλήρως αιτιολογημένη, με ενταγμένα τα γεγονότα που είχε ενώπιον του στις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001.

 

Όσον αφορά στη θέση, του συνηγόρου της εφεσείουσας, ότι τα τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα αποτελούν καταναλωτικές συμβάσεις, και ως εκ τούτου, δυνάμει του Άρθρου 16.2 του Κανονισμού 44/2001, η αγωγή μπορούσε να ακουσθεί μόνο ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων, επειδή εκεί έχει την κατοικία της η εφεσείουσα, την απορρίπτουμε καθ' ότι, στο δικόγραφο (υπεράσπιση) της εφεσείουσας δεν τέθηκε ισχυρισμός ότι τα τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα συνιστούσαν καταναλωτικές συμβάσεις, ώστε να εξετασθεί τέτοιο ζήτημα από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Το Άρθρο 15 του Κανονισμού 44/2001  ορίζει τα ακόλουθα:

 

 «1.  Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και σημείο 5 του άρθρου 5 (βλέπε και αγγλικό κείμενο):

α) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή·

β) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή·

γ) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ' αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.» 

 

 

Καθίσταται προφανές πως η κρίση, από πρωτόδικο δικαστήριο, ως προς το κατά πόσο μία σύμβαση δύναται να χαρακτηρισθεί «καταναλωτική», εν τη εννοία του Άρθρου 15 του Κανονισμού 44/2001, και κατ' επέκταση να προσδοθεί διεθνής δικαιοδοσία, ως προνοείται στο Τμήμα 4, ήτοι Άρθρα 15-17, προϋποθέτει  προσκόμιση ανάλογης μαρτυρίας.  Η εφεσείουσα δεν δικογράφησε τέτοιον ισχυρισμό ώστε να τον αντικρούσει η πλευρά της εφεσίβλητης.  Σημειωτέον δε πως η κύρια, δικογραφημένη, θέση της εφεσείουσας ήταν ότι ουδέποτε υπήρξαν μεταξύ της και της εφεσίβλητης έγκυρες συμφωνίες αγοραπωλησίας, των τριών διαμερισμάτων, θέση που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και επί τούτου δεν ηγέρθηκε λόγος έφεσης.  Εξάλλου η προδικαστική ένσταση επί της υπεράσπισης της εφεσείουσας, ως προς τη δικαιοδοσία, αφορούσε άλλα ζητήματα τα οποία εξετάστηκαν πρωτόδικα στο στάδιο της τελικής απόφασης, και ορθώς απορρίφθηκαν, ως έχουμε ήδη αποφανθεί λόγω της ύπαρξης ειδικής δικαιοδοσίας στη βάση του Άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001.   

 

Περαιτέρω, θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας, είναι επίσης πως το πρωτόδικο δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, παρερμήνευσε τη νομολογία, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 31.10.2012, όταν αποφάσισε πως οι παραλείψεις ή παραβιάσεις του Κανονισμού 1393/2007, ως προς την επίδοση μεταφρασμένων εγγράφων στην εφεσείουσα, θα έπρεπε να εγερθούν αφού προηγείτο εμφάνιση υπό διαμαρτυρία. Η θέση δεν ευσταθεί. Ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι τέτοιο ζήτημα μπορούσε να εξετασθεί μόνο αν καταχωρούνταν εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, ως προνοείται στη Δ.16 Κ.9 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Όπως διαπιστώνεται, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, καταχωρίστηκε εμφάνιση, εκ μέρους της εφεσείουσας και η διαδικασία ολοκληρώθηκε σ' αυτή τη βάση, χωρίς να καταχωριστεί εμφάνιση υπό διαμαρτυρία ή να ακολουθήσει αίτηση παραμερισμού της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, ή των εγγράφων που επιδόθηκαν σ' αυτήν, ώστε το ζήτημα των παραπόνων της να εξετασθεί και να αποφασιστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Επιπλέον δεν συμφωνούμε, με το συνήγορο της εφεσείουσας, ότι οι ισχυριζόμενες παραλείψεις, σχετιζόμενες με τον Κανονισμό 1393/2007, και ειδικότερα παραλείψεις στην επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων, μπορούν να εγερθούν ως λόγοι ενάντια στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου.

 

Καθίσταται επίσης αναγκαίο να επισημάνουμε πως ό,τι αποφασίστηκε με την ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 31.10.2012, ήταν αυτό ακριβώς που ζήτησε η εφεσείουσα, με τη σχετική αίτηση της, ήτοι την εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, και αυτό αποφάνθηκε ότι, με βάση τη Δ.27 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν ήταν δυνατό να εξετασθεί και να αποφασισθεί το εν λόγω ζήτημα, καθ' ότι υπήρχαν αμφισβητούμενα γεγονότα και άρα δεν επρόκειτο για αμιγώς νομικό ζήτημα.  Ως προς αυτή την πρωτόδικη κρίση δεν ηγέρθηκε, από την εφεσείουσα, λόγος έφεσης. 

 

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης αρ. 3 σημειώνουμε τα ακόλουθα:  Το Άρθρο 22.1 του ΕΚ 44/2001 το οποίο προβλέπει περί αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, των δικαστηρίων του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου, σε υποθέσεις εμπράγματων δικαιωμάτων, δεν τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, καθ' ότι η αγωγή στηριζόταν σε επίλυση της διαφοράς η οποία δεν  σχετιζόταν με τα εμπράγματα δικαιώματα επί των τριών αγοραπωλητήριων.  Αν και ζητήθηκε, διαζευκτικά, επί της έκθεσης απαίτησης, ειδική εκτέλεση των εγγράφων, όταν εξετάστηκε, πρωτόδικα, η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη δεν απέδειξε τις προϋποθέσεις για ειδική εκτέλεση, στη βάση του Κεφ. 232, αναφέρθηκε, από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι «Εκείνο που απλά μπορεί να αναφερθεί είναι πως η Ενάγουσα δεν επιζητεί ειδική εκτέλεση των συμβολαίων δυνάμει του Κεφ. 232, ώστε να χρήζουν εξέτασης οι πρόνοιες αυτού.  Εξάλλου, η θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης δυνάμει του ανωτέρου Νόμου επιζητείται γενικά από αγοραστή ακινήτου, του οποίου οι πρόνοιες του Νόμου στοχεύουν να προστατεύσουν.».  Η καταχώριση των τριών αγοραπωλητήριων στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο και αυτό επενεργούσε ως εμπράγματο βάρος (βλέπε Άρθρο 7 Κεφ. 232 το οποίο ίσχυε μέχρι το 2011 όπου αντικαταστάθηκε με τον Ν.81(Ι)/2011-σχετικό το Άρθρο 5) ως ορθά, υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, ωστόσο η αγωγή, ουσιαστικά, αφορούσε μόνο στην αξίωση για χρηματικό ποσό, λόγω παράβασης των τριών αγοραπωλητηρίων εγγράφων, εξαιτίας της μη καταβολής δόσης έναντι της προόδου των εργασιών των τριών διαμερισμάτων.  Η δε ανταπαίτηση αφορούσε στην επιστροφή του ποσού της προκαταβολής. Η εφεσείουσα έχει δίκαιο, επί του ζητήματος αυτού, ωστόσο, ως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, δεν επηρεάζεται.

 

Δεδομένων των προειρημένων και εφ' όσον κρίθηκε, πρωτοδίκως ορθά, ότι τα κυπριακά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία, ό,τι απέμενε για το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ο καθορισμός της κατά τόπο αρμοδιότητας, δυνάμει του εσωτερικού δικαίου το οποίο ρυθμίζει το θέμα.  Το Άρθρο 21(2) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960, στο οποίο παρέπεμψε και το πρωτόδικο δικαστήριο, προβλέπει ότι «Οσάκις η αγωγή αφoρά εις διαvoμήv ή πώλησιv oιασδήπoτε ακιvήτoυ  ιδιoκτησίας ή oιovδήπoτε άλλo θέμα αφoρώv εις ακίvητov ιδιoκτησίαv, αύτη θα εισάγεται εv τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω της επαρχίας εvτός της oπoίας κείται η τoιαύτη ιδιoκτησία.».  Ενόψει της εν λόγω πρόνοιας κρίνουμε ότι, ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου κατέληξε ότι ήταν κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την ενώπιον του διαφορά, δεδομένου ότι τα τρία διαμερίσματα, η σύμβαση πώλησης των οποίων δημιούργησε τη διαφορά των διαδίκων στο δικαστήριο, βρίσκονται στην Πάφο.  Άλλωστε, κρίνουμε ότι ορθά επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε και στην παράγραφο 1(α) του Άρθρου 21 του Ν.14/1960, θεωρώντας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ήταν κατά τόπο αρμόδιο και επειδή η βάση της αγωγής είχε προκύψει εν όλω ή εν μέρει στην Πάφο, και τούτο, διότι η συνομολόγηση των τριών αγοραπωλητήριων συμβολαίων ολοκληρώθηκε στην Πάφο, όπου υπέγραψε τα συμβόλαια η εφεσίβλητη.  Επιπρόσθετα, η μη πληρωμή των δόσεων, οφειλόμενων έναντι του τιμήματος, ούτε συμφωνήθηκε ούτε και υποδείχθηκε από την εφεσίβλητη να γίνει οπουδήποτε στο εξωτερικό, ενώ αυτή διατηρούσε γραφεία στην Πάφο.

 

Ενόψει όλων των προαναφερόμενων κρίνουμε πως, η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι αυτό ήταν κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση που τέθηκε ενώπιον του, είναι ορθή. 

 

Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 4, 5 και 6 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.  

 

Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αρ. 7, προωθήθηκε η θέση πως εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία δικαστηρίου είναι δύο διαφορετικά ζητήματα, συνεπώς η συμφωνηθείσα ρήτρα εφαρμογής του κυπριακού δικαίου, επί των τριών συμβολαίων αγοραπωλησίας των τριών διαμερισμάτων, δεν προσέδιδε δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια, ως αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Η θέση υποστηρίζεται και από το επιχείρημα ότι οι πρόνοιες του Ν.14/1960, με τις οποίες κατανέμεται δικαιοδοσία, εσωτερικά, στην Κύπρο, ως προς τις απαιτήσεις που αφορούν ακίνητα, δεν καλύπτουν περιπτώσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 23 του Κανονισμού 44/2001, στις οποίες εμπεριέχεται το διεθνές στοιχείο.  Εν πάση περιπτώσει, λέγει ο συνήγορος της εφεσείουσας, στα προειρημένα συμβόλαια δεν περιέχεται ρήτρα συμφωνίας περί της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων ή περί αποκλεισμού των αγγλικών δικαστηρίων.  Προστίθεται δε και το επιχείρημα πως, όταν πρόκειται για καταναλωτικά συμβόλαια, εν τη έννοια των Άρθρων 15-17 του Κανονισμού 44/2001, κάθε συμφωνία δικαιοδοσίας που τυχόν περιέχεται σ' αυτά δεν είναι δεσμευτική.  Τέλος εισηγείται, ο συνήγορος της εφεσείουσας, ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 44/2001 υπερισχύουν του κυπριακού δικαίου, ενώ με την ερμηνεία  που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο αφαιρείται, από τον καταναλωτή, το πλεονέκτημα να ενάγεται μόνο στα δικαστήρια της κατοικίας του, ως προνοείται στο Άρθρο 16 του Κανονισμού 44/2001.

 

Έχουμε εξηγήσει πιο πάνω τους λόγους που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά που τέθηκε ενώπιον του.  Η εξήγηση μας, την οποία έδωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο, απαντά, ως κρίνουμε, και στις θέσεις αλλά και στα επιχειρήματα που υποστήριξαν την αιτιολογία του λόγου έφεσης αρ. 7, εκτός από τη θέση της εφεσείουσας ότι εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία δικαστηρίου είναι δύο διαφορετικά ζητήματα, την οποία εξετάζουμε στη συνέχεια.  Είναι χρήσιμο να υποδείξουμε, σ' αυτό το στάδιο, ότι στον όρο 31, επί των τριών αγοραπωλητήριων εγγράφων προβλέπεται πως: «This agreement is governed by and shall be construed in accordance with the Laws of the Republic of Cyprus».    Ο πιο πάνω όρος, κρίνουμε, μπορεί να συνυπολογισθεί στην κρίση του δικαστηρίου, προκειμένου μαζί και με άλλα στοιχεία να κριθεί ότι είναι ευχερέστερο μία διαφορά να εκδικασθεί από κυπριακό δικαστήριο, δεν συνιστά όμως όρο για ξεκάθαρη επιλογή των δύο συμβαλλόμενων, διαδίκων στην παρούσα έφεση, να προσδοθεί δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. Συμφωνούμε με τη θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας, ωστόσο, επισημαίνουμε πως πρόκειται για πρόσθετο λόγο που το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι είχαν δικαιοδοσία τα κυπριακά δικαστήρια. 

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, κρίνουμε πως το ορθό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι τα κυπριακά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την παρούσα υπόθεση, δυνάμει του Άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001, για τους λόγους που νωρίτερα έχουμε εξηγήσει, παραμένει αλώβητο και δεν επηρεάζεται. 

 

Ο λόγος έφεσης αρ. 10 αφορά στην κρίση, του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι η μη έγκαιρη παράδοση των διαμερισμάτων, αλλά και οι τυχόν παραβάσεις των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης, δεν αποτέλεσαν επίδικα θέματα.  Σύμφωνα με την εφεσείουσα η εν λόγω κρίση είναι  λάθος, διότι στην παράγραφο 26 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της, αυτή ήγειρε τα πιο πάνω ζητήματα, συνεπώς ήταν επίδικα.

 

Καθηκόντως και εύλογα έχουμε ανατρέξει στην παράγραφο 26 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, που καταχώρισε η εφεσείουσα, η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«26.  Ανεξαρτήτως των πιο πάνω ισχυρισμών της και διαζευκτικά προς αυτούς, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι Ενάγοντες ουδέποτε ετερμάτισαν τα εν λόγω συμβόλαια και συνεπώς δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι τα διαμερίσματα δεν συμπληρώθηκαν σε βαθμό που να δικαιολογεί απαίτηση των Εναγόντων για πληρωμή δυνάμει των όρων των συμβολαίων (Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)».

 

Φρονούμε πως το πιο πάνω περιεχόμενο, του δικογράφου της εφεσείουσας, δεν δικαιολογεί συμπέρασμα πως αυτή ήγειρε, ως επίδικα θέματα, τη μη έγκαιρη παράδοση, προς αυτήν, των αγορασθέντων διαμερισμάτων αλλά και τυχόν παραβάσεις από τέτοια συμπεριφορά.  Ό,τι ήταν επίδικο αφορά στο κατά πόσο οφείλονταν οι πληρωμές, εκ μέρους της εφεσείουσας, σε συνάρτηση με την πρόοδο των εργασιών.  Προέκυψε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν κατέστη δυνατόν να εξασφαλίσει, η εφεσείουσα, δάνειο για να πληρώσει τις δόσεις, ταυτόχρονα όμως ήταν εύρημα, του πρωτόδικου δικαστηρίου, πως αν και δεν είχαν ολοκληρωθεί όλες οι εργασίες, πρόοδος υπήρχε, συνεπώς δικαιολογημένα δημιουργήθηκε η υποχρέωση της εφεσείουσας για πληρωμή.  Υπενθυμίζουμε, εκ νέου, πως πυρήνας της υπεράσπισης της εφεσείουσας ήταν πως τα τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα δεν ήταν έγκυρα, και ζητούσε με την ανταπαίτηση της, επιστροφή των €164.461,43 (£96.255), ως εισπραχθέντων στη βάση άκυρων συμφωνιών. Καμία θέση περί καθυστέρησης στην παράδοση των διαμερισμάτων ηγέρθηκε. Είναι δε πρόδηλο πως ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, επί της παραγράφου 26 της Υπεράσπισης της, αφορούσε στην αναλογία των ποσών που όφειλε να πληρώσει, στη βάση του ότι δεν όφειλε ολόκληρο το απαιτηθέν ποσό των δόσεων, και όχι ότι υπήρχε μη έγκαιρη παράδοση των διαμερισμάτων.  Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τέτοιον ισχυρισμό.  Άλλωστε όταν αποστέλλονταν οι επιστολές από την εφεσίβλητη, το έτος 2009, αυτή  δεν όφειλε να έχει ολοκληρωμένα τα διαμερίσματα για παράδοση, η δε τελευταία πληρωμή, που ορθά δεν ζητήθηκε από την εφεσίβλητη να της καταβληθεί, συμφωνήθηκε να γίνει με την παράδοση των διαμερισμάτων, τον Σεπτέμβριο του 2010. 

 

Συνακόλουθα ο λόγος έφεσης αρ. 10 αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Με τον λόγο έφεσης αρ. 11, προωθήθηκε η θέση, από την εφεσείουσα, πως δεν απαιτείτο ακύρωση της συμφωνίας, προκειμένου να επιτύχει η ανταπαίτηση της, ως αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, καθ' ότι, συνεχίζει η επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, σύμφωνα με τη μαρτυρία, υπήρξε εγκατάλειψη του έργου και αδυναμία παράδοσης των διαμερισμάτων.  Ως αποτέλεσμα, εξ αιτίας της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, η εφεσίβλητη κατακρατεί τα ποσά που της δόθηκαν για την αγορά των διαμερισμάτων, και δη για αντάλλαγμα που δεν δόθηκε στην εφεσείουσα, τούτο δε είναι ενάντια στις αρχές της επιείκειας.

 

Έχουμε εξετάσει και αξιολογήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα της εφεσείουσας.  Κρίνουμε πως δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης στην πρωτόδικη απόφαση.  Το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, με το οποίο απέρριψε την ανταπαίτηση, ήταν ορθό.  Χωρίς υπόβαθρο τερματισμού των τριών αγοραπωλητήριων συμβολαίων (βλέπε υπόθεση Δρυάδης κ.ά. v. Καλησπέρα (1998) 1 Α.Α.Δ. 881) εκ μέρους της εφεσείουσας ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τέτοιο ζήτημα και στη βάση που εισηγείται η εφεσείουσα.  Παραπέμπουμε στην υπόθεση DEMARI KRONOS LIMITED v. GRAY κ.α., ECLI:CY:AD:2023:A62, Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2014, ημερομηνίας 22.02.2023, ECLI:CY:AD:2023:A62, στην οποία γίνεται εκτενής ανάλυση ως προς τις αρχές επιδίκασης αποζημιώσεων, και επιστροφής προκαταβολής, όταν διαρρηχθεί μία σύμβαση ή όταν τερματισθεί, νόμιμα ή μη, που δεν ήταν όμως η περίπτωση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Περαιτέρω, ούτε και δικογραφημένος ισχυρισμός υπήρξε ότι η σύμβαση ματαιώθηκε, ώστε να εξεταζόταν θέμα επιστροφής της προκαταβολής.

 

Συνακόλουθα απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 11.

 

Όσον αφορά στους λόγους έφεσης αρ. 8 και 9, η θέση και τα επιχειρήματα της εφεσείουσας είναι πως, σύμφωνα με το Άρθρο 10 του Κεφ. 232, το οποίο καταργήθηκε, και το Άρθρο 15 του Περί Πωλήσεως Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011, Ν.81(Ι)/2011, ο πωλητής δεν έχει κανένα δικαίωμα από τη σύμβαση πώλησης ακινήτου, εκτός αν έχει έτοιμο το ακίνητο προς μεταβίβαση και ο αγοραστής αρνείται να καταβάλει το τίμημα.  Σε τέτοια περίπτωση ο πωλητής  έχει μόνο δικαίωμα αποζημίωσης, συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση, για πληρωμή ποσοστού επί της τιμής πώλησης εκάστου διαμερίσματος, ήταν εκτός του πλαισίου το νόμου και καθ' υπέρβαση εξουσίας. Επιπλέον, συνεχίζει η επιχειρηματολογία της εφεσείουσας,  η απόφαση όπως καταβληθεί στους εφεσίβλητους μέρος του τιμήματος της πώλησης, για το κάθε ένα διαμέρισμα, προσκρούει στις αρχές της επιείκειας, καθ' ότι οι εφεσίβλητοι, όταν ζήτησαν την καταβολή μέρους της αξίας των διαμερισμάτων, δεν ήταν σε θέση να τελειώσουν το έργο.  Τον Σεπτέμβριο του 2010 που όφειλαν να το παραδώσουν, αυτό ήταν ημιτελές και εγκατελειμμένο, έστω και αν αυτό οφειλόταν στις  καθυστερήσεις πληρωμής των δόσεων, εκ μέρους της εφεσείουσας, η οποία ειδοποιήθηκε να πληρώσει μόλις στις 25.11.2009.  Δεν υπήρχε εξαρχής προοπτική κτήσης των διαμερισμάτων, κατά δε την ακρόαση της υπόθεσης, το 2017, επτά χρόνια μετά, το έργο ήταν ακόμη εγκατελειμμένο και σε άθλια κατάσταση.

 

Εξετάσαμε τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ενώπιον μας ο συνήγορος της εφεσείουσας.  Κρίνουμε κατ' αρχήν ότι τόσο η πρόνοια του Άρθρου 10 του Κεφ. 232 όσο και του Άρθρου 15 του Ν.81(Ι)/2011, δέον όπως ερμηνεύονται πως, η περίπτωση που ο πωλητής έχει δικαιώματα μόνο για αποζημίωση, είναι συνυφασμένη με το ότι πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις που τίθενται από τα προαναφερόμενα άρθρα, ήτοι, μεταξύ άλλων, όταν ο αγοραστής (α) έχει καλέσει πριν την έγερση της αγωγής τον πωλητή για εξαναγκασμό ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης (Άρθρο 2(8) του Κεφ. 232) και (β) ότι ηγέρθηκε αγωγή εντός 6 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία συνάφθηκε η σύμβαση για εξαναγκασμό της ειδικής εκτέλεσης αυτής (Άρθρο 2(δ) του Κεφ. 232), προϋποθέσεις ίδιες και στο Ν.81(Ι)/2011, οι οποίες όμως δεν συντρέχουν στην παρούσα υπόθεση, αφού η εφεσείουσα, ως ο αγοραστής, με την ανταπαίτηση της δεν ζήτησε ειδική εκτέλεση, εξάλλου ούτε αποδέκτηκε την ιδιοκτησία, ως προνοείται στο Άρθρο 10.  Επισημαίνεται εκ νέου, ως υπέδειξε και το πρωτόδικο δικαστήριο, πως οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Κεφ. 232 και του Ν.81(Ι)/2011 σκοπεύουν στην προστασία του αγοραστή.   

 

Ερχόμενοι στην επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιδικάσει ποσό, προς όφελος της εφεσίβλητης, έχοντας ως βάση το τίμημα της πώλησης και αφαιρώντας την προκαταβολή, που η εφεσείουσα κατέβαλε για την αγορά των τριών διαμερισμάτων, στη βάση του σκεπτικού ότι «για εξεύρεση της πληρωτέας τιμής θα αφαιρεθεί το ποσό που ήδη η Εναγόμενη έχει καταβάλει»  κρίνουμε ως ακολούθως: Η υπόθεση Καλησπέρα v. Δρυάδη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867 υπέδειξε όντως, μεταξύ άλλων, πως εφόσον ο πωλητής δεν τερμάτισε το συμβόλαιο είχε δικαίωμα να διεκδικήσει την πληρωμή των δόσεων, όπως έπραξε και η εφεσίβλητη στην παρούσα υπόθεση.  Είναι σημαντικό όμως να επισημανθεί πως, σύμφωνα με τον όρο 2 των τριών αγοραπωλητήριων εγγράφων, η καταβολή των δόσεων θα γινόταν ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών.  Ο συγκεκριμένος όρος επί των τριών αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, με μόνη διαφορά στα ποσά (ενδεικτικά παραθέτουμε το ένα εκ των τριών συμβολαίων), έχει ως ακολούθως:

 

«2.   The purchase price payable by Purchaser to the Vendor in consideration for the sale of the property herein recorded is the sum of Two Hundred and Twenty Eight Thousand, Eight Hundred and Fifty Pounds (CYP £228,850) payable by the Purchaser to the Vendor as follows:

 

2.1.    The amount of CYP £1,171 as a deposit and which amount has been received by the Vendor.

2.2.    The amount of CYP £32,616 on signature of this agreement.

2.3.    The amount of CYP £183,080 to be paid direct to the Vendor progressively in stages on demand by the Vendor and according to the progress of the construction work on the property.  Payment in terms hereof is to be made to the Vendor either from the mortgage loan obtained by the Purchaser from a local bank or from the Purchasers own funds.

2.4.    The amount of CYP £11,443 on possession of the property by the Purchaser.

 

The above described purchase price includes the cost of combined furniture/electrical pack(cream/beige), plus picture pack»

 

Προκύπτει, από τον πιο πάνω όρο, ότι τα ποσά της προκαταβολής και της τελευταίας πληρωμής κατά την παράδοση δεν σχετίστηκαν με την πρόοδο των εργασιών. Αυτή ήταν η ρητή πρόθεση των συμβαλλομένων. Άλλωστε στο ποσό της αξίας των διαμερισμάτων περιλαμβάνεται και η αξία της γης.  Συνεπώς ό,τι όφειλε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει, δεδομένου και του περιεχομένου της παραγράφου 26 της υπεράσπισης (ανωτέρω), αλλά και του μη τερματισμού των συμβολαίων, ήταν κατά πόσον οφειλόταν ολόκληρο το ποσό της δόσης ή μέρος αυτής στη βάση της προόδου των εργασιών.  Αυτό εξέτασε ουσιαστικά πλην όμως χρησιμοποίησε στοιχεία και ποσά τα οποία δεν είχαν συμφωνηθεί να συνυπολογισθούν.

 

Δεδομένου ότι έχουμε ενώπιον μας το ποσοστό προόδου των εργασιών, των τριών διαμερισμάτων, το οποίο καθορίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και αυτό δεν αμφισβητείται, ό,τι παραμένει είναι ο καθορισμός του ποσού με βάση τα συμφωνηθέντα.  Ασκώντας την εξουσία που παρέχεται στο εφετείο, δυνάμει του Άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960, αλλά και του ΜΕΡΟΥΣ 41.13(4) προχωρούμε στην εξαγωγή του δικού μας συμπεράσματος, ως ακολούθως:

 

Η ορθή βάση ανεύρεσης του ποσού, στη βάση της προόδου των εργασιών για τα τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα, είναι τα οφειλόμενα ποσά δυνάμει των τριών συμφωνιών, επί της αξίας των εκτελεσθείσων εργασιών, για το κάθε διαμέρισμα, και στη βάση του ποσοστού που το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ότι υπήρξε.  Ήτοι 43,7% επί του ποσού €312.810,75 για το διαμέρισμα Antigone C1, οπότε προκύπτει ότι το ποσό της δόσης είναι €136.698,30, 50,2% επί του ποσού των €282.158,44 για το διαμέρισμα Maria 6, οπότε προκύπτει ότι το ποσό της δόσης είναι €141.643,53 και 51,7% επί του ποσού των €282.158,44 για το διαμέρισμα Aphrodite, οπότε προκύπτει ότι το ποσό της δόσης είναι €145.875,91, ήτοι συνολικό ποσό €424.217,74.  Αυτό το ποσό όφειλε να επιδίκαζε το πρωτόδικο δικαστήριο, ωστόσο, εφόσον το μειωμένο ποσό που επιδικάστηκε ήταν, ορθά, στη βάση των απλήρωτων δόσεων πλην όμως δεν προσβλήθηκε με έφεση ή αντέφεση, από την εφεσίβλητη, δεν δύναται να της επιδικαστεί (βλέπε υπόθεση GALATARIOTIS TELECOMMUNICATION LTD v. ΔΗΜΗΤΡΗ Ι. ΣΙΟΥΚΟΥΡΟΓΛΟΥ ΛΤΔ κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 29).

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 8 και 9.

 

Για όλους τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Τα έξοδα της έφεσης ύψους €3.600,00 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) επιδικάζονται προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

 

                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο