ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 117/2019)
8 Δεκεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΛΟΥΚΙΑΣ ΛΟΝΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητου.
--------------------
κ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείουσα.
κ. Α. Παπασιάντης για Κ. Ιντιάνος & ΣΙΑ, για Εφεσίβλητο.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια ισόγειας κατοικίας και ημιυπόγειας κατοικίας στο ίδιο ακίνητο, στο Καϊμακλί.
Ο Eφεσιβλητος/Καθ'ου η αίτηση Δήμος Λευκωσίας (εφεξής «ο Δήμος»), ο οποίος είναι ο Εφεσίβλητος/Καθ' ου η Αίτηση, απέστειλε στην Εφεσείουσα/Αιτήτρια επιστολή ημερ. 27.5.2016, με την οποία της κοινοποίησε δύο πιστοποιητικά μη εξουσιοδοτημένων εργασιών τα οποία εξέδωσε, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, αναφορικά με τις δύο κατοικίες.
Με τα δύο πιστοποιητικά, ο Δήμος αποφαίνεται ότι έχουν πραγματοποιηθεί, σε σχέση με τις δύο κατοικίες, συγκεκριμένες εργασίες ουσιώδους σημασίας οι οποίες αναφέρονται στα πιστοποιητικά και οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με τις άδειες οικοδομής που εκδόθηκαν παλαιότερα για την ανέγερσή τους.
Ως αναφέρει η επιστολή, τα δύο πιστοποιητικά έχουν ως επακόλουθο -κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 10Γ(2) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου (εφεξής «το Κεφάλαιο 96»)- την εγγραφή (στο κτηματολογικό μητρώο) απαγόρευσης εκούσιας μεταβίβασης και επιβάρυνσης των δύο επηρεαζόμενων κατοικιών.
Επίσης, διά της εν λόγω επιστολής, ο Δήμος κάλεσε την Εφεσείουσα/Αιτήτρια όπως -εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης των δύο πιστοποιητικών- προχωρήσει με τις απαραίτητες ενέργειες προς θεραπεία των παρανομιών και στην υποβολή νέας αίτησης για εξασφάλιση πιστοποιητικού έγκρισης.
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 914/2016 κατά της νομιμότητας της προαναφερόμενης απόφασης του Δήμου, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξ ου και η ενώπιόν μας έφεση.
Συνοπτικά, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια υποστηρίζει ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση χρήζει παραμερισμού, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει ότι τα επίδικα πιστοποιητικά ή/και η επιστολή του Δήμου με την οποία κοινοποιήθηκαν σε αυτήν συνιστούν προϊόν παρανομίας και ανεπαρκούς αιτιολογίας (πρώτος και πέμπτος λόγος έφεσης), ανεπαρκούς έρευνας (δεύτερος λόγος έφεσης) και υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας (τρίτος λόγος έφεσης), παράβασης της Αρχής της Καλής Πίστης (τέταρτος λόγος έφεσης).
Συγκεκριμένα, οι αιτιάσεις της Εφεσείουσας/Αιτήτριας είναι οι ακόλουθες:
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η έκδοση των δύο πιστοποιητικών είναι παράνομη, επειδή η προσβαλλόμενη επιστολή στην οποία επισυνάπτονται αναφέρει -ως νομική τους βάση- το Άρθρο 10(5) του Κεφαλαίου 96, το οποίο όμως, κατά τον ισχυρισμό, είναι η βάση για την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης και όχι των επίδικων πιστοποιητικών των οποίων η ορθή βάση θα έπρεπε να είναι το Άρθρο 10Γ(1) του ίδιου Κεφαλαίου.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τον άνω ισχυρισμό, τον κρίνουμε αβάσιμο και τον απορρίπτουμε, για τους εξής λόγους:
Η επιστολή ναι μεν λανθασμένα αναφέρει ότι τα δύο πιστοποιητικά εκδόθηκαν βάσει του Άρθρου 10(5), πλην όμως τα ίδια τα πιστοποιητικά αναφέρουν ως νομική τους βάση το Άρθρο 10Γ του οποίου το εδάφιο (1) όντως προβλέπει για την έκδοση τέτοιων πιστοποιητικών.
Συνάγεται ότι η αναφορά της επιστολής στο Άρθρο 10(5) προδήλως συνιστά επουσιώδες τυπογραφικό λάθος, το οποίο δεν επιδρά στη νομιμότητα των επίδικων πιστοποιητικών.
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, εν συνεχεία, υποστηρίζει ότι τα δύο πιστοποιητικά είναι παράνομα επειδή την αναφέρουν ως «Αιτήτρια», χωρίς εντούτοις αυτή να έχει αιτηθεί την έκδοσή τους.
Ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος, με το εξής σκεπτικό:
Όντως, συνιστά σφάλμα το γεγονός ότι τα δύο πιστοποιητικά αναφέρουν την Εφεσείουσα/Αιτήτρια ως «Αιτήτρια». Αυτό όμως το σφάλμα, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί πλάνη περί τα πράγματα, συνιστά επουσιώδη πλάνη που αδυνατεί να επηρεάσει την νομιμότητα των δύο πιστοποιητικών. Αυτό, διότι η προσβαλλόμενη επιστολή, που τα επισυνάπτει ρητά, αναφέρει πως εκδόθηκαν μετά από έρευνα την οποία ο Δήμος διενήργησε αυτεπάγγελτα. Η έκδοση πιστοποιητικών, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, είναι νόμιμη, καθότι το Άρθρο 10Γ(1) χορηγεί στον Δήμο εξουσία έκδοσης τέτοιων πιστοποιητικών σε περίπτωση που κρίνει ότι έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες ουσιώδους σημασίας που δεν είναι σύμφωνες με την προηγηθείσα άδεια οικοδομής· έπεται ότι η προβλεπόμενη εξουσία είναι ευρεία και μπορεί να ασκηθεί ανεξαρτήτως του τρόπου (δια καταγγελίας, αυτεπάγγελτης έρευνας ή άλλως πως) με τον οποίο ο Δήμος καταλήγει στη σχετική κρίση του.
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια επίσης διατείνεται ότι η επίδικη επιστολή εκδόθηκε παράνομα, για το λόγο ότι υπογράφεται από αναρμόδιo πρόσωπo.
Κρίνουμε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί.
Το έννομο συμφέρον της Εφεσείουσας/Αιτήτριας θίγεται, όχι από την (ενημερωτικής φύσης) επιστολή, αλλά από τα συνημμένα σε αυτήν πιστοποιητικά μη εξουσιοδοτημένων εργασιών. Αυτά φέρουν υπογραφή κάτω από την οποία σημειώνεται η λέξη «Δήμαρχος» και επί της οποίας έχει τοποθετηθεί η σφραγίς του Δήμου Λευκωσίας, οπότε θεωρούνται νομοτύπως εκδοθέντα, βάσει του τεκμηρίου της νομιμότητας.
Eν προκειμένω, το τεκμήριο της νομιμότητας συσχετίζεται με τις διατάξεις του Κεφάλαιου 96· συγκεκριμένα, σε περίπτωση (όπως η επίδικη) που το Κεφάλαιο 96 χορηγεί την αρμοδιότητα σε Δήμο για την έκδοση πράξης, το Άρθρο 3(3)(α) του ίδιου Κεφαλαίου εξουσιοδοτεί ρητά (μεταξύ άλλων) τον Δήμαρχο ως προς την έκδοση της πράξης.
Περαιτέρω, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια εστιάζει σε συγκεκριμένη παρανομία για την οποία εκδόθηκε το πιστοποιητικό μη εξουσιοδοτημένων εργασιών που αφορά την ισόγειο κατοικία της. Κατά την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, η περιγραφή της εκ του Δήμου διαπιστωθείσας παρανομίας ως «ένταξη βεράντας στο ωφέλιμο εμβαδό» είναι υπέρ το δέον γενική και κατ' ακρίβειαν αφορά παρανομία για την οποία ευθύνεται η ιδιοκτήτρια της κατοικίας του πρώτου ορόφου.
Κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.
Η συγκεκριμένη (διαγνωσθείσα εκ του Δήμου) παρανομία διατυπώνεται στο πιστοποιητικό ως «ένταξη της βόρειας βεράντας στο ωφέλιμο εμβαδό» και, συνεπώς, είναι συγκεκριμένη, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν υποστηρίχθηκε από την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, επί παραδείγματι, ότι τέτοια βεράντα δεν υπάρχει ή δεν της ανήκει ή ότι στην βόρεια πλευρά της ισόγειας κατοικίας της υπάρχουν περισσότερες της μίας βόρειες βεράντες.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της περί του ότι, για τη συγκεκριμένη παρανομία, ευθύνεται, όχι η ίδια, αλλά η ιδιοκτήτρια της κατοικίας του πρώτου ορόφου στην ίδια οικοδομή, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια παραπέμπει σε επιστολή ημερ. 24.4.2003 με την οποία ο Δήμος επισημαίνει στην εν λόγω ιδιοκτήτρια ότι διαπιστώνει την από πλευράς της παράβαση των όρων της άδειας οικοδομής και του πιστοποιητικού έγκρισης (που αφορούν την δική της κατοικία), λόγω του κλεισίματος «τμήματος της βορειοδυτικής καλυμμένης βεράντας της ισόγειας κατοικίας για την δημιουργία δωματίου ανελκυστήρα».
Δεν θεωρούμε πειστικό τον άνω ισχυρισμό της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, διότι η διαπιστωθείσα άνω παράβαση σε σχέση με την κατοικία του πρώτου ορόφου δεν είναι εννοιολογικά ταυτόσημη με την παράβαση την οποία ο Δήμος χρεώνει στην ίδια σε σχέση με την ισόγεια κατοικία, ώστε να προκύπτει πράγματι από τον διοικητικό φάκελο πλάνη του Δήμου περί τα πράγματα σε σχέση με τον υπαίτιο της παράβασης. Ούτε η Εφεσείουσα/Αιτήτρια επικαλέστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου άλλη μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι για την συγκεκριμένη παράβαση όντως ευθύνεται η ιδιοκτήτρια της κατοικίας του πρώτου ορόφου.
Επιπροσθέτως, μαζί με το (παραθέτον την παρανομία για την βόρεια βεράντα) πιστοποιητικό μη εξουσιοδοτημένων εργασιών, το οποίο αφορά την ισόγεια κατοικία της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, ο Δήμος εξέδωσε ταυτόχρονα και τέτοιο πιστοποιητικό με το οποίο διαπιστώνει αντίστοιχη παράβαση (ήτοι, την αυθαίρετη ένταξη στο ωφέλιμο εμβαδό της βόρειας βεράντας) και σε σχέση με την κατοικία του πρώτου ορόφου, εξ ου και απέστειλε το δεύτερο πιστοποιητικό στην ιδιοκτήτρια της κατοικίας του πρώτου ορόφου.
Είναι έτσι εμφανές ότι ο Δήμος θεωρεί ότι η ίδια παρανομία αφορά έκαστη εκ των κατοικιών του ισογείου και του πρώτου ορόφου, θεωρώντας υπεύθυνη την ιδιοκτήτρια έκαστης κατοικίας, και ουδέν στοιχείο προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους ή προσάχθηκε πρωτόδικως ως μαρτυρία, που να δεικνύει πλάνη του Δήμου ως προς αυτή του την αντίληψη.
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια επίσης καταλογίζει στον Δήμο αλλότρια κίνητρα, κατηγορώντας τον ότι εξέδωσε τα επίδικα πιστοποιητικά για να την εξαναγκάσει να αιτηθεί νέο πιστοποιητικό έγκρισης, ώστε με αυτό τον τρόπο να νομιμοποιηθούν οι παραβάσεις της άδειας οικοδομής και του πιστοποιητικού έγκρισης που αφορούν την κατοικία του πρώτου ορόφου η οποία -ως αναφέραμε- ανήκει σε άλλη ιδιοκτήτρια.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τον άνω ισχυρισμό, τον κρίνουμε αβάσιμο και τον απορρίπτουμε, για τον εξής λόγο:
Δεδομένου ότι, ενόψει των ανωτέρω, η έκδοση της προσβαλλόμενης επιστολής και των συνημμένων αυτής πιστοποιητικών καλύπτονται από τεκμήριο νομιμότητας το οποίο η Εφεσείουσα/Αιτήτρια απέτυχε να ανατρέψει, συνάγεται ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια απέτυχε επίσης να αποδείξει παρανομία λόγω κατ' ισχυρισμόν αλλότριων κινήτρων του Δήμου.
Επί τούτου, υπομνύουμε ότι ο καταλογισμός μεροληψίας στην αρμόδια αρχή δεν αρκεί να προβάλλεται ως ισχυρισμός ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά δέον να αποδεικνύεται αυστηρά από τον προσφεύγοντα, έχοντας προηγουμένως θέσει τον ισχυρισμό του ενώπιον της Διοίκησης με την πρώτη ευκαιρία (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 7/2016 Φιλιππίδου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, απόφαση ημερ. 10.5.2023).
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια ακολούθως παραπονείται για παράβαση της αρχής της Καλής Πίστης από πλευράς του Δήμου, η οποία παράβαση προκύπτει από τα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται.
Έχοντας δεόντως εξετάσει των άνω ισχυρισμό, τον κρίνουμε ως αβάσιμο και τον απορρίπτουμε, για τον εξής λόγο:
Ο Δήμος ενημέρωσε την Εφεσείουσα/Αιτήτρια δύο έτη πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης επιστολής και των συνημμένων αυτής πιστοποιητικών, ήτοι με επιστολή του ημερ. 28.3.2014 προς τους δικηγόρους της, για το γεγονός ότι διαπίστωσε εργασίες οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την ιδιοκτησία της επί της οικοδομής και οι οποίες δεν ήταν συμβατές με το αρχικώς εκδοθέν πιστοποιητικό έγκρισης, καλώντας την να λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα προς θεραπεία της παρανομίας.
Υπό το φως των άνω γεγονότων, δεν εντοπίζουμε ένδειξη κακής πίστης από πλευράς του Δήμου.
Αφ' ης στιγμής ο Δήμος ενημέρωσε την Εφεσείουσα/Αιτήτρια προ διετίας για διαπιστωθείσες παρανομίες (για τις οποίες ευθυνόταν ως ιδιοκτήτρια), χωρίς να λάβει άμεσα μέτρα σε βάρος της, ώστε να της δώσει το χρόνο να άρει τις παρανομίες άνευ αντιμετώπισης ποινικών ή διοικητικών κυρώσεων, εναπόκειτο στην ίδια να ανταποκριθεί στις σχετικές παρατηρήσεις του Δήμου.
Τέλος, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια αιτιάται το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ότι δεν εξέτασε επαρκώς τους από πλευράς της προβληθέντες λόγους ακύρωσης που αφορούν την κατ' ισχυρισμό παράβαση της Αρχής της Νομιμότητας.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τον άνω ισχυρισμό, τον κρίνουμε αβάσιμο και τον απορρίπτουμε, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επισταμένα τους (εκ της Εφεσείουσας/Αιτήτριας) προβληθέντες ενώπιόν του λόγους ακύρωσης.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ουδείς λόγος έφεσης ευσταθεί και η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επικυρώνεται η νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων και η ορθότητα της απόφασης ημερομηνίας 31.5.2019 του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της Προσφυγής Αρ. 914/2016.
Επιδικάζονται, υπέρ του Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η Αίτηση και κατά της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, το ποσό των 3000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει) ως συνολικά έξοδα κατ' έφεση.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.