ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E79/18)
24 Νοεμβρίου 2023
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
BANK OF CHINA (HONG KONG) LIMITED,
Εφεσείουσας/Εναγόμενης 1
ΚΑΙ
VAIMICUS ESTATES LIMITED,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
-----------------------------
Χρ. Αχιλλέως (κα) και Χ. Χαραλάμπους (κα) για κ.κ. Αριστοδήμου Λοϊζίδη Γιολίτη LLC, για την εφεσείουσα
Χ. Πιερή (κα) για κ.κ. Σκορδή. Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητη
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου.
..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Η ενάγουσα μετά από άδεια του Δικαστηρίου καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε Κλητήριο Γενικά Οπισθογραφημένο την αγωγή υπ' αριθμό 6075/2015 εναντίον των εναγομένων: 1. Bank of China (Hong Kong) Limited και 2. Khoo Kim Guang, και οι δύο από το Χονγκ Κονγκ, με την οποία αξιώνει:
Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η μεταφορά του ποσού των Ευρώ 106.000 που έγινε κατά ή περί την 26/09/2014 από τον λογαριασμό της Ενάγουσας αρ. 3570-04-7080-70 που η Ενάγουσα διατηρούσε και διατηρεί με ή στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ προς τον λογαριασμό του Εναγομένου 2 με αρ. 01239492089684 που ο Εναγόμενος 2 διατηρούσε ή και διατηρεί με ή στην Εναγόμενη 1 (στο εξής «η Δόλια Μεταφορά Χρημάτων») διενεργήθηκε συνεπεία και ως αποτέλεσμα δόλου και/ή απάτης και/ή άνευ νομίμου ανταλλάγματος και είναι άκυρη εξ υπαρχής.
Β. Ευρώ 106.000 ως ποσό το οποίο καταβλήθηκε σε αυτές αχρεωστήτως και/ή άνευ νομίμου ανταλλάγματος (money had and received) και/ή ως ποσό το οποίο η Εναγόμενη 1 και ο Εναγόμενος 2 οφείλουν να αποδώσουν στην Ενάγουσα ως εμπιστευματοδόχοι δυνάμει εξ επαγωγής εμπιστεύματος (constructive trustees) ή και
άλλως και/ή ως αποζημιώσεις για αμέλεια και/ή για παράβαση θέσμιου καθήκοντος
(breach of statutory duty) και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή για δόλο και/ή για συνομωσία για καταδολίευση και/ή για πρόκληση ζημιάς στην Ενάγουσα.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την Εναγόμενη 1 και τον Εναγόμενο 2 όπως, εντός 7 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του Διατάγματος, ορκιστούν (στην περίπτωση της Εναγομένης 1 μέσω ενός εκ των Διοικητικών των Συμβούλων ή μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου με εξουσία ενέργειας), καταχωρίσουν και παραδώσουν
στους δικηγόρους της Ενάγουσας ένορκες δηλώσεις με τις οποίες να αποκαλύπτουν ή και στις οποίες να αναφέρουν τις ακόλουθες πληροφορίες και τα ακόλουθα έγγραφα:
(i) κάθε πληροφορία που αυτοί γνωρίζουν και κάθε έγγραφο που αυτές έχουν στην κατοχή τους και που αφορά ή και σχετίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα με (α) το τί απέγινε ή και το πώς χρησιμοποιήθηκε το χρηματικό ποσό που εμβάσθηκε στον ως άνω λογαριασμό με αρ. 01239492089684 που ο Εναγόμενος 2 διατηρούσε ή και διατηρεί με ή στην Εναγόμενη 1 ως αποτέλεσμα της Δόλιας Μεταφοράς Χρημάτων
και (β) οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν με το ποσό αυτό ή οποιοδήποτε μέρος αυτού,
(ii) το πλήρες όνομα και την πλήρη διεύθυνση κάθε προσώπου το οποίο έδωσε προς αυτούς ή προς οποιοδήποτε από αυτούς οποιασδήποτε οδηγίες σε σχέση με την μεταφορά ή και την απόσυρση ή και τη χρήση ή και την πληρωμή σε τρίτα πρόσωπα του χρηματικού ποσού που εμβάσθηκε στον ως άνω λογαριασμό με αρ. 01239492089684 που ο Εναγόμενος 2 διατηρούσε ή και διατηρεί με ή στην Εναγόμενη 1 ως αποτέλεσμα της Δόλιας Μεταφοράς Χρημάτων ή οποιουδήποτε μέρους του ποσού αυτού,
(iii) το όνομα και την πλήρη διεύθυνση κάθε προσώπου προς το οποίο μεταφέρθηκε ή και το οποίο έλαβε ή και στο οποίο πληρώθηκε το χρηματικό ποσό που εμβάσθηκε στον ως άνω λογαριασμό με αρ. 01239492089684 που ο Εναγόμενος 2 διατηρούσε ή και διατηρεί- με- ή στην Εναγόμενη 1 ως αποτέλεσμα της Δόλιας Μεταφοράς Χρημάτων ή οποιοδήποτε μέρος του ποσού αυτού
(iv) πλήρεις καταστάσεις (statements) του λογαριασμού με αρ. 01239492089684 που ο Εναγόμενος 2 διατηρούσε ή και διατηρεί με ή στην Εναγόμενη 1 στις οποίες να αναφέρονται ή και στις οποίες να εμφαίνονται όλες οι μεταφορές και αποσύρσεις χρημάτων που έγιναν από τον εν λόγω λογαριασμό από την 26/09/2014 και εντεύθεν, οι αριθμοί των λογαριασμών προς τους οποίους έγιναν τέτοιες μεταφορές χρημάτων και τα ονόματα των δικαιούχων των εν λόγω λογαριασμών και τα ονόματα και στοιχεία των προσώπων που προέβηκαν σε σχετικές αποσύρσεις χρημάτων,
(v)
![]() |
(vi) πλήρεις λεπτομέρειες οποιωνδήποτε επικοινωνιών που έλαβαν χώρα μεταξύ αυτών ή οποιουδήποτε εξ αυτών και οποιασδήποτε τράπεζας ή και οποιασδήποτε κρατικής ή διεθνούς αρχής ή και οποιουδήποτε κρατικού ή διεθνούς οργανισμού ή και οποιουδήποτε άλλου προσώπου και που σχετίζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με τη Δόλια Μεταφορά Χρημάτων ή και με οποιεσδήποτε ενέργειες που έγιναν σε σχέση με αυτή και κάθε έγγραφο που σχετίζεται με ή και στο οποίο καταγράφονται τέτοιες επικοινωνίες.
Όπως φαίνεται από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιόν του Δικαστηρίου, το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στην εναγόμενη 1 η οποία και καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και αίτηση στις 2.1.2017 για έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να ακυρώνεται και να απορρίπτεται και/ή παραμερίζεται και/ή αναστέλλεται η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος, το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, η επίδοση της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και διακοπή και αναστολή της ως άνω αγωγής λόγω του ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια και συγκεκριμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και/ή τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είναι το κατάλληλο και/ή φυσικό και/ή πρόσφορο βήμα για εκδίκαση της παρούσας αγωγής.
Σε ό,τι αφορά τον εναγόμενο 2, το κλητήριο ένταλμα έληξε χωρίς να του επιδοθεί, ουδέποτε ανανεώθηκε και ο εναγόμενος 2 δεν εμφανίζεται και δεν αποτελεί πλέον μέρος της παρούσας διαδικασίας. Σημειώνεται ότι η αγωγή, ως οι συνήγοροι έχουν πληροφορήσει το παρόν Δικαστήριο κατά την ημέρα ακρόασης της υπό κρίση αίτησης, παραμένει ακόμα στο στάδιο καταχώρισης της με το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ως έχει αναφερθεί.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο επιλήφθηκε της αίτησης της εναγόμενης 1/αιτήτριας, ημερομηνίας 2.1.2017 και της σχετικής ένστασης που καταχωρήθηκε από την ενάγουσα στις 3.5.2017, και οι δύο εκ των οποίων συνοδεύονται από ένορκες δηλώσεις δικηγόρων που εργάζονται στα δικηγορικά γραφεία που εκπροσωπούν τα διάδικα μέρη, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της εναγόμενης 1/αιτήτριας με έξοδα υπέρ της ενάγουσας/καθ' ης η αίτηση και εναντίον της εναγόμενης 1/αιτήτριας.
Σύμφωνα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, φαίνεται ότι η βάση της αγωγής στην οποία εδράζεται η αξίωση της ενάγουσας, προέκυψε στην Κύπρο στη βάση του Άρθρου 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, του Άρθρου 21 (1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60, αλλά και της Δ.6 θ.1 ότι δηλαδή η αγωγή στηρίζεται σε αστικό αδίκημα που έγινε στην Κύπρο. Ήταν η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με βάση τα γεγονότα ως ίσχυαν τότε, ότι η παρούσα αγωγή εδράζεται σε βάση αγωγής που κατ' ουσία προέκυψε στην Κύπρο και σε αστικά αδικήματα που κατ' ουσία φέρονται να διαπράχθηκαν στην Κύπρο, τα οποία από μόνα τους αποτελούν παράγοντα που καθιστά το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατάλληλο για εκδίκαση της αγωγής.
Επίσης, αποφάσισε ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου από την καθ' ης η αίτηση/ενάγουσα, τα Δικαστήρια της Κύπρου είναι τα πιο αρμόδια και κατάλληλα Δικαστήρια για να εκδικάσουν την αγωγή.
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση, η οποία στηρίζεται σε δύο λόγους:
Ο πρώτος λόγος έφεσης στηρίζεται σε δύο βάσεις, ότι: α) λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση εναντίον της εφεσείουσας στηρίζεται σε Δόλο, αφού δεν έχει καταχωρηθεί Έκθεση Απαίτησης ώστε να διαφαίνεται αυτό, και β) το ίδιο ισχύει σε σχέση με τις άλλες γενικές αναφορές που γίνονται στο κλητήριο ένταλμα, αναφορικά με τα άλλα αγώγιμα δικαιώματα, όπως Αδικαιολόγητο Πλουτισμό, Αμέλεια και Παράβαση Θέσμιων Καθηκόντων της εφεσείουσας.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης έχει ως βάση ότι η Κύπρος δεν είναι το κατάλληλο forum προς εκδίκαση της παρούσας διαφοράς, καθώς θα έπρεπε να θεωρηθεί ως καταλληλότερο μέρος εκδίκασης της εν λόγω διαδικασίας το Χονγκ Κονγκ καθώς συνδέεται περισσότερο με τα επίδικα γεγονότα απ' ό,τι η Κύπρος.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης οι συνήγοροι υιοθέτησαν τα περιγράμματα που καταχώρισαν στο Δικαστήριο και η συνήγορος που εμφανίστηκε για την ενάγουσα/εφεσίβλητη, δήλωσε ενώπιόν του Δικαστηρίου ότι η αιτία και βάση αγωγής που προωθεί η εφεσίβλητη, είναι ο Αθέμιτος Πλουτισμός ως αυτοτελής και ανεξάρτητη βάση αγωγής, διευκρινίζοντας ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ εφεσείουσας 1 και εφεσίβλητης.
Σε συντομία, αντικείμενο της διαφοράς μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας (όπως έχει ήδη αναφερθεί, εναντίον του εναγόμενου 2 το κλητήριο ένταλμα έχει εκπνεύσει), είναι πλαστογραφημένες και μη εξουσιοδοτημένες οδηγίες για μεταφορά ποσού €106.000,00 από τον τραπεζικό λογαριασμό της εφεσίβλητης που διατηρούσε στο International Business Unit (IBU) της Τράπεζας Κύπρου στη Λευκωσία στον λογαριασμό του εναγόμενου 2 που διατηρούσε στην εφεσείουσα στο Χονγκ Κονγκ για τον σκοπό αγοράς ακίνητης περιουσίας στο Χονγκ Κονγκ.
Με τη θέση της συνηγόρου της ενάγουσας/εφεσίβλητης ότι η βάση αγωγής της είναι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και μόνο, θα προσεγγιστεί το θέμα από το Δικαστήριο. Αναφέρουμε ότι η συνήγορος της εφεσείουσας, έθεσε ενώπιόν του Δικαστηρίου τη θέση ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός δεν δημιουργεί αυτοτελές αγώγιμο δικαίωμα με βάση το Κυπριακό Δίκαιο και ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός στην Κύπρο αποτελεί τον πυρήνα για την αξίωση της αποκατάστασης. Ο σκοπός της θεραπείας αυτής είναι ουσιαστικά η αποστέρηση του οφέλους που έχει αποκομίσει o εναγόμενος και η αποκατάσταση της ζημιάς που έχει υποστεί ο ενάγοντας. Σύμφωνα με την Κυπριακή Νομολογία για να μπορέσει να επιτύχει η Αποκατάσταση λόγω Αδικαιολόγητου Πλουτισμού θα πρέπει η υπόθεση να εμπίπτει εντός των προϋποθέσεων που θέτει το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου. Το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου ήταν η εισήγηση της, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Σημασία δεν έχει πού έχει επέλθει η ζημιά της εφεσείουσας, αλλά πού έχει επέλθει το όφελος, το οποίο ξεκάθαρα έχει επέλθει στο Χονγκ Κονγκ (πίστωση του λογαριασμού του εναγόμενου 2 στο Χονγκ Κονγκ με το ποσό των €106.000,00). Ήταν η θέση της ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια ξεκάθαρα δεν έχουν δικαιοδοσία να αποφασίσουν για το συγκεκριμένο ζήτημα. Σύμφωνα με τη συνθήκη μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Χονγκ Κονγκ, το Χονγκ Κονγκ είναι η χώρα που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα διαφορά και είναι και το πιο κατάλληλο forum, με το δεδομένο ότι εκεί έχει επέλθει το κατ' ισχυρισμό όφελος στον εναγόμενο 2.
Αντίθετη ήταν η θέση της συνηγόρου της εφεσίβλητης. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι όταν εμβάζεται χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό, η τράπεζα στην οποία διατηρείται ο λογαριασμός ξεκάθαρα «πλουτίζει» αφού τα σχετικά χρήματα καθίστανται ιδιοκτησία της τράπεζας. Στην παρούσα υπόθεση αποτελεί αδιαμφισβήτητο και παραδεχτό γεγονός ότι η εφεσείουσα έλαβε το ποσό των €106.000,00 που εμβάστηκε από τον λογαριασμό της εφεσίβλητης στον λογαριασμό του εναγόμενου 2 και έτσι είναι ξεκάθαρο ότι λαμβάνοντας το πιο πάνω ποσό, η εφεσείουσα πλούτισε εις βάρος της εφεσίβλητης και ότι ο πλουτισμός της εφεσίβλητης αδιαμφισβήτητα ήταν αδικαιολόγητος, αφού το σχετικό ποσό εμβάστηκε αχρεωστήτως κατά πλάνη και συνεπεία δόλου. Παρόλο που παραδέχεται ότι ο πλουτισμός της εφεσείουσας επεσυνέβη στο Χονγκ Κονγκ, όπου το ποσό των €106.000,00 που εμβάστηκε από τον λογαριασμό της εφεσίβλητης λήφθηκε από την εφεσείουσα, τα ουσιώδη γεγονότα που καθιστούν τον σχετικό πλουτισμό αδικαιολόγητο, και από τα οποία προκύπτει η υποχρέωση της εφεσείουσας να αποκαταστήσει το σχετικό ποσό στην εφεσίβλητη, έλαβαν χώρα στην Κύπρο, αφού μεταξύ άλλων οι πλαστογραφημένες οδηγίες στη βάση των οποίων διενεργήθηκε η δόλια μεταφορά χρημάτων αποστάλθηκαν στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την ενάγουσα στην Κύπρο, το οποίο βασίστηκε και ενήργησε στη βάση των πλαστογραφημένων οδηγιών στην Κύπρο, οι πλαστογραφημένες οδηγίες διαβιβάστηκαν στο International Business Unit της Τράπεζας Κύπρου στην Κύπρο και η δόλια μεταφορά χρημάτων (η οποία είχε ως αποτέλεσμα το σχετικό χρηματικό ποσό να εμβαστεί στην εφεσείουσα αχρεωστήτως έγινε από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρείτο στην Κύπρο).
Επίσης, θεωρεί ότι η Κύπρος είναι καταλληλότερο forum για εκδίκαση της αγωγής και όχι το Χονγκ Κονγκ, καθ' ότι η βάση αγωγής προέκυψε στην Κύπρο, πλείστοι από τους μάρτυρες που θα κληθούν από την εφεσίβλητη βρίσκονται στην Κύπρο, τα έγγραφα που αφορά η αιτία αγωγής είναι στην Κύπρο και η ζημιά έχει επέλθει στην Κύπρο.
Επίσης ισχυρίζονται ότι η εναγόμενη 1, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι τα δικαστήρια του Χονγκ Κονγκ αποτελούν καταλληλότερο forum για εκδίκαση της αγωγής, δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος αυτό.
Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) που παρέχεται από τους κανόνες της επιείκειας (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (27η έκδοση), σελ. 1392, παρ. 29-007 και Minerve Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Πρόκειται για ιδιότυπη αρχή που έχει ως στόχο την απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που εκφεύγουν της στενής εφαρμογής των αρχών του δικαίου των συμβάσεων και γενικά δεν εντάσσονται στα στεγανά του κοινοδικαίου. Στο σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-007, αναφέρεται, ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κάποιος έχει άδικα πλουτίσει σε βάρος άλλου και θα πρέπει έτσι να αποκαταστήσει την αδικία. Στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, αναφέρθηκε ότι η αρχή του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού προσφέρει ανταπόδοση πέραν και ανεξάρτητα οποιουδήποτε συμβατικού πλαισίου ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», του δικηγόρου Πολυβίου Γ. Πολυβίου, τόμος Β σελίδα 777 και επόμενες, στο κεφάλαιο 32 με τίτλο «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Αποκατάσταση (Unjust Enrichment and Restitution)», γίνεται έντονη συζήτηση κατά πόσο ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός αποτελεί αυτόνομη κατηγορία δικαίου ή κατά πόσο υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις με τα δικά τους χωριστά χαρακτηριστικά εκτός του δικαίου των συμβάσεων, όπου το Δικαστήριο θα εκδώσει κάποια θεραπεία με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων, χωρίς όμως αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν ακόμη αυτόνομη και ανεξάρτητη κατηγορία δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ο Lord Diplock στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investment Ltd [1978] A.C. 95, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο γενική και ενοποιημένη κατηγορία δικαίου βασισμένη στον Αδικαιολόγητο Πλουτισμό.
Η ίδια θεώρηση έχει εκφραστεί και σε κυπριακές δικαστικές αποφάσεις. Αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Minerva Finance Investment Ltd v. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Το Άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.»
Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος που προκύπτει από το Άρθρο 70 και έχουν εκτεθεί οι τέσσερις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:
«On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfilment of the conditions is a question of fact in each case.»
Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξόδοις του ενάγοντος (at the plaintiff's expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust)(βλ. Goff and Jones The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45, Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 Α.Α.Δ. 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti v. Sawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και μια τέταρτη, σύμφωνα με την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόμενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση.
Είναι ορθή η θέση της εφεσείουσας ότι, όπως προκύπτει από το κλητήριο ένταλμα και την ένορκη δήλωση που στήριξε την ένσταση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα ενάγεται ως η τράπεζα στην οποία μεταφέρθηκαν τα χρήματα και κατατέθηκαν στον λογαριασμό του εναγόμενου 2 ο οποίος διατηρείτο σε υποκατάστημα της στο Χονγκ Κονγκ. Καμία αναφορά δεν υπάρχει ότι η εφεσείουσα είχε εμπλοκή στην οποιαδήποτε δόλια μεταφορά των χρημάτων της εφεσίβλητης, πέραν μιας γενικής αναφοράς ότι η εφεσείουσα έκδηλα γνώριζε ή έπρεπε να γνώριζε ότι η μεταφορά χρημάτων διενεργήθηκε συνέπεια Δόλου, αφού το έμβασμα έγινε σε πρόσωπο που δεν ασχολείτο με αγοραπωλησία ακίνητων (δηλαδή τον εναγόμενο 2), με τον οποίο η εφεσίβλητη δεν είχε προηγούμενες συναλλαγές, κάτι που η εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.
Επίσης, τίθεται ο επιδερμικός ισχυρισμός ότι από συμβουλή που έλαβε η εφεσίβλητη από δικηγόρους στο Χονγκ Κονγκ, η νομοθεσία του Χονγκ Κονγκ επέβαλλε στην εφεσείουσα να ελέγξει τη μεταφορά των χρημάτων στον λογαριασμό του εναγόμενου 2. Καμία άλλη αναφορά υπάρχει για την εφεσείουσα. Όλες οι υπόλοιπες βάσεις αγωγής και/ή αξιώσεις της εφεσίβλητης αφορούν απαίτηση εναντίον του εναγόμενου 2 για τον οποίο όμως, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αγωγή δεν εκκρεμεί πια.
Με δεδομένα τα πιο πάνω, αλλά και τις αρχές που αφορούν το θέμα του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού όπως έχουν πρόσφατα τεθεί στην υπόθεση ΑΡΧΙΠΠΕΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΛΤΔ και άλλη v. Δημητρίου Κακαβού (2015) 1Α.Α.Δ. 2195, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι θεραπείες στη βάση Αδικαιολόγητου Πλουτισμού δίνονται κατ' εξαίρεση και στην απουσία σύμβασης ή διάρρηξης αυτής, οι θεραπείες του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού και της Αποκατάστασης βασίζονται στον αδικαιολόγητο προσπορισμό οφέλους από πρόσωπο σε βάρος άλλου στην απουσία σύμβασης ή συμφωνίας και ότι σκοπός της θεραπείας δεν είναι η κάλυψη της ζημιάς στον ενάγοντα, αλλά η αποστέρηση του οφέλους ή κέρδους από τον εναγόμενο, παρατηρούμε ότι δεν έχει τεθεί τίποτα ενώπιόν του Δικαστηρίου αναφορικά με το τι έγινε το ποσό των €106.000,00 που έχει μεταφερθεί στον λογαριασμό του εναγόμενου 2 που διατηρεί με την εφεσίβλητη στο Χονγκ Κονγκ, άρα είναι άγνωστο κατά πόσο έχει αποκομίσει η εφεσείουσα οποιοδήποτε όφελος για να μπορεί η θεραπεία της αποκατάστασης να εφαρμοστεί. Βεβαίως δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι αυτό το σημείο, δηλαδή η κατάληξη του ποσού των €106.000, αποτελεί το αιτητικό υπoπαράγραφο Γ που αξιώνεται με την παρούσα αγωγή. Εν πάση περιπτώσει, το όποιο όφελος της εφεσίβλητης επήλθε στο Χονγκ Κονγκ όπου δραστηριοποιείται και προσφέρει τραπεζικές υπηρεσίες. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας δεν υπάρχει καμία απολύτως συμβατική ή άλλη σχέση. Και με βάση το δεδομένο ότι η βάση της ανάκτησης ήταν ο πλουτισμός του εναγόμενου (στη συγκεκριμένη περίπτωση του εναγόμενου 2) και όχι η απώλεια του ενάγοντα, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε έρεισμα στη διατήρηση της παρούσας αγωγής εναντίον της εναγόμενης 1, ειδικά τη στιγμή που όπως έχει ήδη πολλάκις αναφερθεί, η αγωγή εναντίον του εναγόμενου 2 δεν υφίσταται πια.
Στην παλαιότερη υπόθεση Νάκης Θεοχαρίδης v. Ιωάννη Ιωάννου κ.α. (2012) 1Α.Α.Δ. 1311, έχει αναφερθεί από την πλειοψηφία ότι: «Για να ισχύει η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις: α) ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση ενός οφέλους, β) το όφελος θα πρέπει να αποκτήθηκε εις βάρος του ενάγοντα και γ) θα πρέπει να είναι άδικο να επιτρέπει στον εναγόμενο να κρατήσει το όφελος.»
Στην υπόθεση Μιχάλης Ζένιος Λτδ και Touch Properties & Investments Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 484/2012, ημερ. 10 Ιουνίου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A225, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις αρχές που αφορούν την αξίωση για αποζημιώσεις στη βάση του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού, στις αρχές της υπόθεσης ΑΡΧΙΠΠΕΑ (ανωτέρω) και πρόσθεσε ότι η βασική αρχή που εξάγεται από την πιο πάνω νομολογία είναι ότι μία αξίωση για αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν θεωρείται ως αξίωση για αποζημίωση για απώλεια, αλλά για απόσπαση του οφέλους που αδικαιολόγητα αποκόμισε ο εναγόμενος με έξοδα του ενάγοντα, με παραπομπή στην υπόθεση Benedetti v. Sawiris (2013) 3WLR 351.
Στην παρούσα περίπτωση όπως υποδείξαμε προηγουμένως, δεν γνωρίζουμε κατά πόσο είναι η εφεσείουσα που έχει εμπλουτιστεί από την απόκτηση του οφέλους, του ποσού των €106.000,00, γιατί δεν γνωρίζουμε αν όντως το ποσό αυτό παρέμεινε κατατεθειμένο στον λογαριασμό του εναγόμενου 2 που διατηρεί με την εφεσείουσα στο Χονγκ Κονγκ, ή κατά πόσο το ποσό αυτό ο εναγόμενος 2 το έχει αποσύρει. Επομένως, δεν γνωρίζουμε ποιος από τους εναγόμενους έχει προσποριστεί το όφελος των €106.000,00 και με το δεδομένο ότι η αγωγή δεν εκκρεμεί πια εναντίον του εναγόμενου 2, και με την παντελή έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων και/ή αγώγιμου δικαιώματος που να αφορά την εφεσείουσα, θεωρούμε ότι ούτε και αυτή η βάση αγωγής μπορεί να επιτύχει.
Τούτα, πέραν του ότι υπάρχει κατά την άποψη μας και δικαιολογημένα, η ένσταση της εφεσείουσας αναφορικά με το κατά πόσο η Κύπρος είναι το κατάλληλο forum για να εκδικαστεί η παρούσα αγωγή, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα λειτουργεί στο Χονγκ Κονγκ, υπόκειται στους νόμους του Χονγκ Κονγκ και ελέγχεται ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών της από αρχές του Χονγκ Κονγκ, ο εναγόμενος 2 επίσης διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό στο Χονγκ Κονγκ και είναι κάτοικος Χονγκ Κονγκ. Τα χρήματα μεταφέρθηκαν από την Κύπρο στο Χονγκ Κονγκ και ουσιαστικά η μόνη σχέση που έχει η Κύπρος με την όλη υπόθεση, είναι ότι εκτελέστηκε η οδηγία που κατ' ισχυρισμό της εφεσίβλητης είναι πλαστογραφημένη από την εφεσίβλητη στην Κύπρο, μέσω του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε στο International Business Unit της Τράπεζας Κύπρου στην Κύπρο.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση ενόψει και της διαφοροποίησης που έχει γίνει σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά και της θέσης της συνηγόρου της εφεσίβλητης για τη βάση αγωγής που προωθεί, πρέπει να παραμεριστεί. Η έφεση επιτυγχάνει. Εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι Α, Β, Γ και Δ της αίτησης ημερ. 2.1.2017.
Επιδικάζονται επίσης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €1.661 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.