ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
EΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε69/2018)
17 Νοεμβρίου 2023
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
--------------------
1. BIOTER GLOBAL HOLDINGS LTD
2. BIOTEP A.E.
Εφεσείοντες/Ενάγοντες 1 και 2
και
CHRISTIAN B. COMAIR
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου 2
--------------------
Για Εφεσείοντες: κ. Α. Τσάρκατζιης για κ.κ. Χρ. Πατσαλίδη ΔΕΠΕ
Για τον Εφεσίβλητο: κ. Χ. Παπαχριστοδούλου και κα Λ. Κράγιεμ για κ.κ. Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σια ΔΕΠΕ
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από τον κ. Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Στις 29/3/2017 οι ενάγοντες/εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και στις 30/3/2017 και 12/4/2017 εξασφάλισαν, δυνάμει μονομερών αιτήσεων, προσωρινά διατάγματα με τα οποία απαγορευόταν στον εναγόμενο 2/εφεσίβλητο να πωλήσει και επιβαρύνει μεγάλο αριθμό μετοχών σε διάφορες εταιρείες, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες του εξωτερικού.
Τα πιο πάνω διατάγματα ακυρώθηκαν με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 9/8/2017 λόγω απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων της υπόθεσης. Σύμφωνα με την απόφαση οι ενάγοντες/αιτητές έδωσαν στο Δικαστήριο, κατά το μονομερές στάδιο, μια παραπλανητική εικόνα τόσο για την εμπειρία του εναγόμενου 2/εφεσίβλητου και των εταιρειών του όσο και για την οικονομική του κατάσταση και τον κύκλο εργασιών του σε σχέση με τη δική τους αντίστοιχη κατάσταση, παρουσιάζοντας τον εναγόμενο 2/εφεσίβλητο ως το πρόσωπο που χρησιμοποίησε τα δικά τους πιστοποιητικά για να υποκλέψει τη φήμη τους, ενώ η πραγματική κατάσταση ήταν διαφορετική. Συνεπεία των πιο πάνω το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού προχώρησε στην ακύρωση των προσωρινών διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί μονομερώς, χωρίς να εξετάσει την ουσία τους. Η πιο πάνω απόφαση αποτελεί αντικείμενο της 'Εφεσης Ε165/2017.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, οι ενάγοντες - αιτητές/εφεσείοντες προχώρησαν στις 15/9/2017 στην καταχώρηση τρίτης, διά κλήσεως αίτησης («η αίτηση»), με την οποία ζητούν ουσιαστικά τα ίδια διατάγματα με αυτά που ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο ως επίσης διατάγματος που να εμποδίζει τον εναγόμενο 2/εφεσίβλητο να χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο την εμπορική επωνυμία Bioter και/ή να συναλλάσσεται και/ή εμπορεύεται ως Bioter και/ή να παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος και/ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος και/ή μέτοχος και/ή διευθύνων σύμβουλος των αιτητών/εφεσειόντων μέχρι πλήρους εκδίκασης της αγωγής.
Αφού καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση - εναγόμενου 2/εφεσίβλητου η αίτηση οδηγήθηκε για ακρόαση. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού υπό διαφορετική σύνθεση («το πρωτόδικο Δικαστήριο») εξέδωσε σχετική απόφαση («η εκκαλούμενη απόφαση»).
Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχωρεί σε περιγραφή των διαδίκων, τους ισχυρισμούς των εναγόντων/ εφεσειόντων και τις αξιώσεις τους όπως περιγράφονται στην έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε στο μεταξύ, ότι δηλαδή:
«(.) η ενάγουσα 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης νομότυπα εγγεγραμμένη στη Κυπριακή Δημοκρατία, με έδρα τη Λευκωσία και συστήθηκε το 2008 ως θυγατρική εταιρεία της ενάγουσας 2 που είναι Ελληνική κατασκευαστική εταιρεία. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι η ενάγουσα 2, είναι από τις μεγαλύτερες τεχνικές εταιρείες στην Ελλάδα με εμπειρία στην κατασκευή έργων υποδομής. Μοναδικός μέτοχος της ενάγουσας 1 κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν η ενάγουσα 2. Ο σκοπός για τον οποίο συστήθηκε η ενάγουσα 1, ήταν για να αναλάβει την εκτέλεση κατασκευαστικών και τεχνικών έργων εκτός Ελλάδας.
Στην συνέχεια οι ενάγουσες με πρωτοβουλία του εναγόμενου 2, συνεργάστηκαν μαζί του για την ανάληψη και εκτέλεση μεγάλων έργων υποδομής στο Κατάρ και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής. Για σκοπούς ανάληψης μεγάλων κατασκευαστικών έργων, οι ενάγουσες υπέγραψαν διάφορες συμφωνίες με τον εναγόμενο 2, στα πλαίσια των οποίων και προς εκτέλεση και υλοποίηση των συμφωνιών, δόθηκαν από τις ενάγουσες στον εναγόμενο 2, σχετικά πληρεξούσια.
Είναι η θέση των εναγουσών ότι ξεκίνησαν την συνεργασία με τον εναγόμενο 2, ο οποίος στη συνέχεια παραβιάζοντας τις μεταξύ τους συμφωνίες και εκμεταλλευόμενος τα όσα οι ενάγοντες του προσκόμισαν, όπως πιστοποιητικά, προφίλ των εναγόντων, πληρεξούσια κλπ, παρουσίαζε ψευδώς τον εαυτό του και τις εταιρείες δικών του συμφερόντων ως τις ενάγουσες ή ότι οι εταιρείες του έχουν σχέση με τις ενάγουσες ή ότι είναι εξουσιοδοτημένες από τις ενάγουσες κατά τρόπο που να δημιουργείται η πεπλανημένη εντύπωση και σύγχυση σε τρίτους ότι η επιχείρηση του εναγομένου 2, είναι η επιχείρηση των εναγουσών. Ως αποτέλεσμα, ο εναγόμενος 2 και η εταιρείες του, χρησιμοποιώντας τα πιστοποιητικά και βιογραφικά των εναγουσών να ανέλαβε και εκτελεί διάφορα έργα που δεν θα μπορούσε να εκτελέσει σε διαφορετική περίπτωση, αντί αυτά τα έργα να εκτελούνται από τις ενάγουσες.
Ως εκ τούτου, οι ενάγουσες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή με την οποία αιτούνται μεταξύ άλλων, διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγομένους να χρησιμοποιούν κατά οιονδήποτε τρόπο την εμπορική επωνυμία Bioter και να παρουσιάζονται ότι είναι εξουσιοδοτημένοι από τις ενάγουσες και/ή ότι οι εναγόμενες 1, 3, 4 και 6 αποτελούν θυγατρικές εταιρείες των εναγουσών και/ή ότι οι εναγόμενες αρ.1, 3, 4 και 6 έχουν μετοχική και/ή άλλη σχέση με τις ενάγουσες.
Επιζητούν επίσης διάταγμα με το οποίο να εμποδίζονται οι εναγόμενοι να χρησιμοποιούν τα πληρεξούσια έγγραφα που δόθηκαν από τις ενάγουσες στον εναγόμενο 2 και τις συμφωνίες μεταξύ εναγουσών και εναγόμενου 2 για συνεργασία ημερ. 12/10/2012 και 17/4/2013 με τρόπο που να δημιουργείται η πεπλανημένη εντύπωση στο κοινό ότι ο εναγόμενος 2 και οι εταιρείες δικών των συμφερόντων υπάγονται στις ενάγουσες, κατά τρόπον που να δημιουργείται σύγχυση σε τρίτους ότι οι επιχειρήσεις των εναγομένων είναι επιχειρήσεις των εναγουσών.
Τέλος επιζητούνται με την έκθεση απαίτησης, αποζημιώσεις για απάτη, συνωμοσία, αθέμιτο ανταγωνισμό και διαζευκτικά για παράβαση των πιο πάνω γραπτών συμφωνιών ημερ. 12/10/2012 και 17/4/2013.»
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρεται στο περιεχόμενο της αίτησης και της ένστασης και στις αγορεύσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών, κατέληξε σε συμπεράσματα και έκρινε ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει και την απέρριψε για τους πιο κάτω λόγους:
«1. Δεν έχουν αποκαλυφθεί με την παρούσα, τα γεγονότα που απεκρύβησαν στις δύο προηγούμενες μονομερείς αιτήσεις των εναγουσών όπως αυτά αναφέρονται στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημ. 9.8.17. Αντιθέτως οι ενάγουσες εξακολουθούν να στηρίζουν την παρούσα αίτηση τους στα ίδια γεγονότα, για τα οποία το Δικαστήριο στην πιο πάνω απόφαση του ανέφερε ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ότι έγιναν από τις ενάγουσες με σκοπό να το παραπλανήσουν προκειμένου να εκδώσει μονομερώς τα υπό κρίση συντηρητικά διατάγματα. Περαιτέρω, οι ενάγουσες δεν απέδειξαν στην παρούσα διαδικασία ότι η διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο μη αποκάλυψη ήταν αθώα.
2. Οι ενάγουσες απέτυχαν να αποδείξουν στην παρούσα αίτηση, τις τρεις προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος.»
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με επτά λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα θεώρησε ότι οι εφεσείουσες παρέλειψαν να αποκαλύψουν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και αυτό γιατί η αίτηση στηριζόταν μεταξύ άλλων και στο φάκελο του Δικαστηρίου ήτοι και στις ένορκες δηλώσεις του εφεσίβλητου οι οποίες καταχωρήθηκαν στα πλαίσια των αιτήσεων ημερομηνίας 29/3/2017 και 12/4/2017. Επίσης στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση παρατίθονταν και οι θέσεις του εφεσίβλητου στις ως άνω ένορκες δηλώσεις, για κάθε επίδικο ζήτημα ως αυτές προβλήθηκαν στα πλαίσια των ως άνω αιτήσεων. Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα θεώρησε ότι ήταν προαπαιτούμενο για την έκδοση νέων διαταγμάτων, οι εφεσείοντες να αποδείξουν το αθώο της αρχικής μη αποκάλυψης αφού σε περιπτώσεις όπου η απορριπτική απόφαση δεν επεκτείνεται σε ζητήματα επί της ουσίας, αλλά το Δικαστήριο για άλλους λόγους αρνείται να παραχωρήσει τη θεραπεία που ο διάδικος ζήτησε, δεν δημιουργείται δεδικασμένο στην έννοια που ορίζει η νομολογία και δεν εμποδίζεται το Δικαστήριο να εκδώσει εκ νέου διάταγμα μετά από νέα αίτηση έστω και αν δεν αποδειχθεί το αθώο ή μη της αρχικής μη αποκάλυψης. Περαιτέρω το αθώο ή μη της μη αποκάλυψης είναι ένας από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ήτοι αν θα εκδώσει νέο διάταγμα με όρους ή χωρίς και ότι αυτό που έχει σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ο κανόνας της ακύρωσης διατάγματος για μη αποκάλυψη να μην γίνει αντικείμενο αδικίας. Ο τρίτος λόγος έφεσης αποτελεί συνέχεια του δεύτερου μέσω του οποίου οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και πεπλανημένα θεώρησε ότι οι εφεσείοντες δεν απόδειξαν το αθώο της μη αποκάλυψης τους και αυτό γιατί, σύμφωνα με τους ίδιους, αυτοί με την ένορκη δήλωση τους επεξήγησαν και απέδειξαν το αθώο των όσων ανέφεραν στην αρχική τους ένορκη δήλωση σε σχέση με τον εφεσίβλητο και σε σχέση πάντοτε με τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τους λόγους ακύρωσης των διαταγμάτων ως επίσης γιατί οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση περί του αθώου ή μη, αναφορικά με δήλωση στην οποία δεν είχαν προβεί. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εκδώσει το επιπρόσθετο διατάγμα που ζητείτο με την αίτηση με την αιτιολογία ότι το αίτημα στηριζόταν σε παραπλανητικούς ισχυρισμούς. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες το επιπρόσθετο αιτούμενο διάταγμα δεν αποτελούσε μέρος της προγενέστερης αίτησης των εφεσειόντων ημερομηνίας 29/3/2017 και συνεπώς δεν εξετάστηκε στα πλαίσια της απόφασης ημερομηνίας 9/8/2017 και κατ' επέκταση δεν επρόκειτο για αίτημα των εφεσειόντων για ενεργοποίηση ακυρωθέντος διατάγματος. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να στηρίξει την απόφαση του και να μην εκδώσει το επιπρόσθετο διάταγμα βασιζόμενο στη προγενέστερη απόφαση ημερομηνίας 9/8/2017 όπου δεν εξετάστηκε η έκδοση ή μη του εν λόγω διατάγματος. Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2017, προέβη σε συγκεκριμένα ευρήματα, ήτοι ότι οι εφεσείοντες παρουσίασαν μια παραπλανητική εικόνα στο Δικαστήριο τόσο για την οικονομική κατάσταση του εφεσίβλητου και των εταιρειών του σε σχέση με τους ίδιους, όσο και για τον κύκλο εργασιών των εταιρειών του εφεσίβλητου αλλά σε καμία περίπτωση δεν κρίθηκαν οι λοιποί ισχυρισμοί των εφεσειόντων παραπλανητικοί και ούτε θα μπορούσαν να κριθούν ως τέτοιοι οι ισχυρισμοί τους που υποστηρίζουν το επιπρόσθετο διάταγμα στην αίτηση, αφού δεν ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την έκδοση της απόφασης του ημερομηνίας 9/8/2017. Ως πέμπτος λόγος έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα αποφάσισε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960 λόγω του ότι η εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε αποκλειστικά στη βάση των όσων λέχθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2017, χωρίς δηλαδή να προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της αίτησης σε δικά του ευρήματα (ως όφειλε), μολονότι το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2017 δεν εξέτασε εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 παρά μόνο τους ισχυρισμούς περί απόκρυψης στοιχείων και χωρίς το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε εξέταση και ανάλυση των προϋποθέσεων αυτών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2017 απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τα δικά τους πιστοποιητικά για να υποκλέψει τη φήμη τους. Με τον έκτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα θεώρησε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλεινε υπέρ του εφεσιβλήτου και αυτό γιατί με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δεν θα επηρεάζονταν οι εμπορικές του δραστηριότητες ή και η ικανότητα του να αναλάβει έργα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεξήγησε πως η έκδοση των διαταγμάτων θα τον εμπόδιζε να προωθεί τις εμπορικές του δραστηριότητες ή θα κατέληγε να απωλέσει την εμπορική του ευελιξία ως επιχειρηματίας, οι αρνητικές επιπτώσεις από τη μη έκδοση των διαταγμάτων ήταν δυσανάλογα αρνητικές για τους εφεσείοντες από ότι για τον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, λόγω του ότι ο εφεσίβλητος είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και συγκεκριμένα του Λιβάνου και δεν υπάρχει σε ισχύ οποιαδήποτε σύμβαση αμοιβαίας εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Λιβάνου και ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία πέραν των μετοχών των οποίων ζητείτο η παγοποίηση, εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είτε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αίτηση για όλους τους πιο πάνω λόγους ως επίσης λόγω του ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/1960.
Όπως αναφέρεται πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, και τούτο αποτελεί μέρος του πρώτου λόγου απόρριψης της αίτησης ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι η διαπιστωθείσα από το Δικαστήριο μη αποκάλυψη ήταν αθώα. Οι εφεσείοντες με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζουν ότι δεν είχαν υποχρέωση να αποδείξουν το αθώο της αρχικής μη αποκάλυψης και ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν προαπαιτούμενο για την έκδοση των διαταγμάτων που ζητούντο με την αίτηση. Υποδεικνύουν ότι η υπόθεση AK Intern. UK Ltd v. Πλοίου «Naime S» (ΑΡ.2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1456 στην οποία βασίστηκε η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτική. Επικαλούμενοι την υπόθεση Recnex Trading Ltd κ.α. v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 866 οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το αθώο ή μη της μη αποκάλυψης, είναι ένας από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ήτοι αν θα εκδώσει νέο διάταγμα με όρους ή χωρίς και ότι αυτό που έχει σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ο κανόνας της ακύρωσης διατάγματος λόγω μη αποκάλυψης να μην γίνει εργαλείο αδικίας και εκεί που πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος και η νομολογία για να εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα, αυτό να μην εκδίδεται με αποκλειστικό λόγο την προηγηθείσα μη αποκάλυψη. Στην προκείμενη περίπτωση καταλήγουν οι εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσης τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια στο κατά πόσον τα γεγονότα που έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 9/8/2017 ότι δεν αποκαλύφθηκαν, με βάση τα όσα οι εφεσείοντες αναφέρουν στην αίτηση αθώα η όχι δεν αποκαλύφθηκαν από τους εφεσείοντες.
Στην AK Intern. UK Ltd (ανωτέρω) το Ναυτοδικείο εξέδωσε μονομερώς διάταγμα σύλληψης του εναγόμενου πλοίου, το οποίο στη συνέχεια ακύρωσε λόγω μη αποκάλυψης δύο ουσιωδών γεγονότων. Δύο μέρες αργότερα οι ενάγοντες καταχώρησαν και πάλιν μονομερώς, παρόμοια αίτηση. Το Ναυτοδικείο διέταξε επίδοση της, εν όψει της παρουσίας του δικηγόρου του εναγομένου πλοίου. Το Ναυτοδικείο στην απόφαση του έκρινε ότι σε περίπτωση «που το Δικαστήριο καταλήγει να ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, δεν στερείται εξουσίας να το συνεχίσει, ή ακόμη και να εκδώσει δεύτερο, όταν τα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν είχαν αποκαλυφθεί, τεθούν ενώπιον του και νοουμένου ότι καταλήγει για το αθώο της μη αποκάλυψης και την ύπαρξη δυνατότητας έκδοσης του, εάν αποκαλύπτονταν τα σχετικά γεγονότα». Το Ναυτοδικείο θεώρησε ότι τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης ενέπιπταν στις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις, που σύμφωνα με τη νομολογία παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκδώσει δεύτερο προσωρινό διάταγμα παρόμοιο με το πρώτο (βλ. σύγγραμμα Γιώργος Ερωτοκρίτου & Πέτρος Αρτέμης «ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ» " INJUNCTIONS" σελ.301).
Είναι γεγονός ότι η ανωτέρω απόφαση εκδόθηκε πρωτοδίκως από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια αγωγής Ναυτοδικείου και επομένως δεν είναι δεσμευτική. Όμως η εν λόγω απόφαση στηρίχθηκε σε Αγγλική νομολογία και συμφωνούμε με το σκεπτικό της. Παραπέμπουμε ειδικότερα στη Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow [1988] 3 All ER 178 (CA) η οποία παραπέμπει στην Eastglen International Corp v. Monpare SA (1987) 137 NLJ 56 η οποία χαρακτηρίστηκε ως «εξαιρετική περίσταση» (exceptional case). Στην τελευταία υπόθεση ο πρώτος δικηγόρος για τους ενάγοντες καταχώρησε αίτηση για προσωρινό διάταγμα όπου ξεκάθαρα παρέλειψε να αποκαλύψει ένα ουσιώδες γεγονός. Όταν οι εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος, οι ενάγοντες διόρισαν νέους δικηγόρους οι οποίοι διέκοψαν την πρώτη αγωγή και καταχώρησαν νέα μαζί με νέα αίτηση η οποία συνοδευόταν από ένορκη δήλωση μέσω της οποίας φαινόταν ξεκάθαρα η παράλειψη αποκάλυψης στην πρώτη αγωγή. Σε αίτηση για παραμερισμό του δεύτερου προσωρινού διατάγματος λόγω της μη αποκάλυψης σε σχέση με το πρώτο προσωρινό διάταγμα, έγινε δεκτό ότι η παράλειψη οφειλόταν εξ ολοκλήρου στον πρώτο δικηγόρο των εναγόντων/αιτητών. Ο πρωτόδικος δικαστής ανέφερε ότι εάν μια παράλειψη είναι αθώα και τα μη αποκαλυφθέντα δεν είναι ουσιώδους σημασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφύγει να παραμερίσει το διάταγμα. Όμως τα πιο πάνω λέχθηκαν «εν παρόδω» (obiter) αφού εν τέλει παραμέρισε το διάταγμα. Παρόλα αυτά, λόγω του ότι η μη αποκάλυψη οφειλόταν αποκλειστικά στον προηγούμενο δικηγόρο, η έφεση που ακολούθησε έγινε κατά πλειοψηφία δεκτή και συνεχίστηκε η ισχύς του δεύτερου διατάγματος.
Στην Woodhouse v. Consignia Plc [2002] EWCA Civ. 275, στην οποία επίσης στηρίζεται η AK Intern. UK Ltd (ανωτέρω), αναφέρεται ότι υπάρχει δημόσιο συμφέρον να αποθαρρύνεται ένας διάδικος ο οποίος υποβάλλει μια ανεπιτυχή ενδιάμεση αίτηση από το να υποβάλλει μια μεταγενέστερη με σκοπό την απόδοση της ίδιας θεραπείας βασισμένη σε γεγονότα που θα μπορούσαν να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου με την πρώτη αίτηση (εκτός όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (special circumstances)) και αυτό γιατί υπάρχει ανάγκη, για το συμφέρον της δικαιοσύνης, να προστατεύονται οι καθ' ων η αίτηση από τυχόν καταπίεση μετά από επιτυχείς αιτήσεις που υποβάλλονται κάτω από τέτοιες συνθήκες.
Περαιτέρω τα όσα αναφέρονται στην AK Intern. UK Ltd (ανωτέρω) υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Recnex Trading Limited (ανωτέρω) στην οποία κάνει επίσης αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, και την οποία επικαλείται τόσο η πλευρά των εφεσειόντων όσο και η πλευρά των εφεσίβλητων. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Δεν έχει σημασία αν η απόφαση AK International UK Limited v. Του Πλοίου «ΝΑΙΜΕ S» Σημαίας Comoros Islands (Aρ.2), ανωτέρω, δεν είναι δεσμευτική. Με αναφορά σε Αγγλική νομολογία (Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100, Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow [1988] 3 All E.R. 178 (CA), Brink's MAT Ltd v. Elcombe [1988] 3 All E.R. 188 (CA), Bohbehani v. Salem [1989] 2 All E.R. 143 (CA) Woodhouse v. Consignia Plc [2002] EWCA Civ 275), το Δικαστήριο ενισχύει την κατάληξη του, την οποία υιοθετούμε. Στο τέλος της ημέρας δεν δημιουργείται δεδικασμένο στην έννοια που ορίζει η νομολογία. (Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, Λοΐζος Λουκά & Υιοι ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (1999) 1 Α.Α.Δ. 92, Αναστασία Forrest κ.ά. ν. Κίμωνα Βαρδάκη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 6, Μιχαήλ ν. Επίσημος Παραλήπτης (2003) 1 Α.Α.Δ. 975)»
Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω το Δικαστήριο όπου ακυρώνει διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, δεν στερείται εξουσίας να εκδώσει νέο διάταγμα, παρόμοιο με το πρώτο, όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Το αθώο της αρχικής μη αποκάλυψης είναι στοιχείο που ενδεχομένως να καταστήσει τις περιστάσεις «εξαιρετικές» και να δικαιολογήσει τη συνέχιση ή ακόμα και την έκδοση δεύτερου διατάγματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως θα εξηγηθεί κατά την εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης, δεν καταδείχθηκε το αθώο της αρχικής μη αποκάλυψης ούτως ώστε να κατατασσόταν η περίσταση ως «εξαιρετική» και να δικαιολογείτο συνακόλουθα ή έκδοση δεύτερου διατάγματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κρίνουμε επομένως ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν, μέσω του τρίτου λόγου έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτοί δεν απέδειξαν το αθώο της μη αποκάλυψης τους. Προβάλλουν ότι με την ένορκη δήλωση τους (στην αίτηση) επεξήγησαν και απέδειξαν το αθώο των όσων ανέφεραν στην αρχική ένορκη δήλωση τους σε σχέση με τον εφεσίβλητο και σε σχέση πάντοτε με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τους λόγους ακύρωσης των διαταγμάτων και ότι στο βαθμό που αυτό ήταν εφικτό, οι εφεσείοντες απέδειξαν το αθώο των όσων αρχικά ανέφεραν στην αρχική τους ένορκη δήλωση και παραθέτουν απόσπασμα από την ένορκη δήλωση του γενικού διευθυντή και διευθύνοντα συμβούλου της εφεσείουσας 2 που συνοδεύει την αίτηση.
Έχουμε μελετήσει την ένορκη δήλωση του γενικού διευθυντή και διευθύνοντα συμβούλου της εφεσείουσας 2 ως επίσης την ένορκη δήλωση του M. Haddad που συνοδεύoυν την αίτηση ως επίσης την συμπληρωματική ένορκη δήλωση του εν λόγω γενικού διευθυντή και διευθύνοντα συμβούλου που καταχωρήθηκε μετά την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους του εφεσίβλητου η οποία συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ίδιου. Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε σαφή αναφορά περί του αθώου της μη αποκάλυψης σε σχέση με τις προηγούμενες ένορκες δηλώσεις του ούτε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που να παραπέμπει σε εξαιρετικές περιστάσεις. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο ως άνω γενικός διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος προέβηκε σε δύο ένορκες δηλώσεις στα πλαίσια της πρώτης χρονικά αίτησης, μία που συνόδευε την αίτηση και μια συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Η απουσία οποιασδήποτε σαφούς αναφοράς στις ένορκες δηλώσεις της πλευράς των εφεσειόντων στα πλαίσια της (παρούσας) αίτησης σε σχέση με το αθώο της μη αποκάλυψης οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η πλευρά των εφεσειόντων δεν απέδειξε το αθώο της μη αποκάλυψης (ούτε οποιεσδήποτε άλλες εξαιρετικές περιστάσεις) και ως εκ τούτου η αντίθετη εισήγηση των εφεσειόντων δεν γίνεται δεκτή.
Οι εφεσείοντες, εισηγούνται περαιτέρω ότι δεν μπορούσαν να δώσουν οποιαδήποτε εξήγηση περί του αθώου ή μη, αναφορικά με δήλωση στην οποία δεν είχαν προβεί. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι οι αναφορές τους είχαν να κάνουν με την εμπειρία τους και τα έργα υποδομής που εκτέλεσαν, σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα που έλαβαν χώρα το έτος 2012 και πριν που είναι ο ουσιώδης χρόνος σε σχέση με την αίτηση όταν οι εφεσείοντες γνώρισαν τον εφεσίβλητο και ξεκίνησε η συνεργασία τους και όχι τα έτη 2014 και 2015 στα οποία αναφέρεται το Δικαστήριο στη σελίδα 18 της απόφασης του ημερομηνίας 9/8/2017.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Αν η πλευρά των εφεσειόντων αδυνατούσε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση περί του αθώου ή μη της μη αποκάλυψης όφειλε να το αναφέρει ρητά στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση ή στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του γενικού διευθυντή και διευθύνοντα συμβούλου της εφεσείουσας 2 και ο ισχυρισμός αυτός να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο.
Ως εκ των ανωτέρω ούτε ο τρίτος λόγος έφεσης γίνεται δεκτός.
Το γεγονός ότι με την αίτηση ζητείται η έκδοση ενός επιπρόσθετου διατάγματος δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού το επιπρόσθετο αιτούμενο διάταγμα, ως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 16 της εκκαλούμενης απόφασης, στηρίζεται ουσιαστικά στα ίδια γεγονότα με τις προηγούμενες δύο αιτήσεις. Δηλαδή η αίτηση δεν βασίζεται σε νέα ουσιώδη γεγονότα. Στην υπόθεση K.S.R. Comercio SA κ.α. v. Bluecoral Nav. Ltd (1995)1 Α.Α.Δ. 309 λέχθηκε ότι η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη διαδικασία οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπιση του, δεν δικαιολογεί νέο δικαστικό αγώνα για ό,τι παραλείφθηκε ( βλ. επίσης Henderson v. Henderson [1843] 3 Hare 100, Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, Κυπριακή Δημοκρατία v. Ονουφρίου Πολ. Εφεση 463/2012 ημερ. 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A517).
Υποδεικνύουμε ότι κατά τον χρόνο καταχώρησης των δύο μονομερών αιτήσεων είχε ήδη καταχωρηθεί το κλητήριο ένταλμα, γενικώς οπισθογραφημένο, όπου στην παράγραφο Α της οπισθογράφησης απαιτήσεως αξιώνεται «Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να εμποδίζει και/ή απαγορεύει στους Εναγόμενους και/ή τους αντιπροσώπους τους και/ή υπηρέτες τους και/ή οποιονδήποτε από αυτούς να παρουσιάζονται ως ΒΙΟΤΕΡ Α.Ε. και/η ως ΒΙΟΤΕΡ GLOBAL και/ή να παρουσιάζονται ότι είναι εξουσιοδοτημένοι από τους ενάγοντες και/ή έχουν την υποστήριξη αυτών (.)». Μπορούσαν επομένως οι εφεσείοντες το επιπρόσθετο αιτούμενο διάταγμα στην αίτηση να το είχαν αιτηθεί όταν αποτάθηκαν στο Δικαστήριο μονομερώς, πράγμα που δεν έπραξαν.
Τα πιο πάνω εκθεμελιώνουν τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εκδώσει το επιπρόσθετο διάταγμα, ο οποίος επίσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Έχουμε αποφασίσει ότι προϋπόθεση για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ήτο η κατάδειξη εξαιρετικών περιστάσεων, με το αθώο της αρχικής μη αποκάλυψης να αποτελεί στοιχείο που ενδεχομένως να κατάτασσε τις περιστάσεις ως «εξαιρετικές», ότι οι εφεσείοντες έχουν αποτύχει να πράξουν κάτι τέτοιο και αυτό έχει ως συνέπεια την απόρριψη των λόγων έφεσης υπ' αρ. 2 και 3 αλλά και την απόρριψη του λόγου έφεσης υπ' αρ. 4. Εν όψει των πιο πάνω, κρίνουμε περαιτέρω ότι είναι αχρείαστο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €10.000,00 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει) υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος των εφεσειόντων.
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.