ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E66/2022)

 

17 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΜΕΣΣΙΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                 

     ----------------------------

 

1.   NIKOΛΑ ΚΑΤΣΕΛΛΗ

2.   ΚΩΣΤΑ ΚΑΤΣΕΛΛΗ

Eφεσειόντων

και

 

1.   ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

2.   ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT (CYPRUS) LTD

Εφεσίβλητων

-----------------------------

 

K. Χατζηϊωάννου για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σια, για Εφεσείοντες.

Ι. Κορφιώτη (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με επτά λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες (αιτητές στην  πρωτόδικη διαδικασία) προσβάλλουν την ενδιάμεση απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ. 24.3.2022, με την οποία απέρριψε την αίτηση τους ημερ. 22.9.2021 (εφεξής η πρωτόδικη Αίτηση) με την οποία ζητούσαν:

Α.  Διάταγμα Δικαστηρίου αναστέλλον τη διαδικασία εγγραφής του κτήματος υπ΄ αριθμό εγγραφής 2/166 υπό τεμ.91 του ΦΣ 21/460611 στο Δήμο Λευκωσίας επ΄ ονόματι των εναγομένων 1 μέχρι εκδικάσεως και τελικής αποπερατώσεως της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής ή νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή

 

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου απαγορεύον την περαιτέρω μεταβίβαση και/ή εγγραφή του κτήματος υπ΄ αριθμό εγγραφής 2/166 υπό τεμ. 91 του ΦΣ 21/460611 στο Δήμο Λευκωσίας επ΄ ονόματι οποιουδήποτε άλλου τρίτου πλην του Κώστα Κατσελλή μέχρι εκδικάσεως και τελικής αποπεράτωσης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής ή νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε τα γεγονότα της υπόθεσης, ούτε εξέτασε τις επί μέρους λεπτομέρειες με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες εστιάζουν σε τρεις «συμφωνίες αναδιάρθρωσης», όπως τις χαρακτηρίζουν, ημερ. 19.2.2021, 6.5.2021 και 1.6.2021. Η τελευταία, μολονότι συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία, νομικά δεσμευτικής συμφωνίας, εκλήφθηκε εσφαλμένα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως απλή μη δεσμευτική «προσφορά». Με τον δεύτερο λόγο έφεσης (ο οποίος είναι συναφής), οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να προβεί σε εύρημα ότι προέκυψε και υπεγράφη νέα δεσμευτική «συμφωνία αναδιάρθρωσης» μεταξύ των μερών για διευθέτηση των χρεών του εφεσείοντα 1, μεταξύ των οποίων και το ενυπόθηκο χρέος, δια της πώλησης ακινήτου που άνηκε στον εφεσείοντα 2. Αυτό, ικανοποιεί την απαίτηση για «animus novandi».  Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες πάλι εστιάζουν στην κατ' ισχυρισμό «συμφωνία αναδιάρθρωσης» ημερ. 1.6.2021, υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει την επίπτωση της εν λόγω «συμφωνίας» στη διαδικασία του μέρους VΙΑ του περί Μεταβιβάσεως & Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο «πλήρη σύγχυση όσον αφορά τα γεγονότα με αποτέλεσμα να προβαίνει σε αυθαίρετα ή άσχετα συμπεράσματα ή εσφαλμένα ευρήματα και κατάληξη». Στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες καταλογίζουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ενασχόληση με μια σειρά από άσχετα, όπως τα χαρακτηρίζουν, ζητήματα, μεταξύ των οποίων της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε το 2013 και του γεγονότος της μη αμφισβήτησης της  διαδικασίας πλειστηριασμού. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομικές αρχές που ισχύουν για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Στο πλαίσιο αυτό αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και μη εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 4, 5, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6.  Με τον έκτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν η ενδεδειγμένη, αφήνοντας υποψίες για προδιαγραμμένο αποτέλεσμα. Στον λόγο αυτό, οι εφεσείοντες εκφράζουν επίκριση και παράπονο για την όλη πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας και για την αντιμετώπιση που έτυχαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μέχρι και την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης του.  Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι με τη μεταβίβαση και εγγραφή του ακινήτου επ' ονόματι της εφεσίβλητης 1 καθ' ον χρόνο τους είχε ήδη επιδοθεί η πρωτόδικη Αίτηση, καταχράστηκαν τη δικαστική διαδικασία και το δικαίωμα τους να ακουστούν, ζήτημα με το οποίο παρέλειψε να ασχοληθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Προτού αναφερθούμε γενικά στη δομή της έφεσης και ειδικά στους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, αξίζει να γίνει μια αναγωγή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρησης της πρωτόδικης Αίτησης, έτσι ώστε να καταστούν ευκολότερα κατανοητά τα συνακόλουθα συμπεράσματα μας.

 

Ξεκινούμε από το γεγονός ότι στις 5.7.2013 η Σ.Π.Ε. Στροβόλου εξασφάλισε διαιτητική απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και του εφεσείοντα 2 ως εγγυητή για το ποσό των €107.987,81 πλέον τόκο 9% από 5.7.2013 πλέον έξοδα. Η εν λόγω διαιτητική απόφαση, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης 2333/2013, ενεγράφη στο Ε.Δ. Λευκωσίας για σκοπούς εκτέλεσης, δυνάμει διατάγματος ημερ. 13.12.2013.  Το υπό αναφορά χρέος εξασφαλίζετο από την υποθήκη Υ15247/2010 την οποία παραχώρησε ο εφεσείοντας 2 επί του προαναφερθέντος, επίδικου ακινήτου.

 

Την 1.7.2017 η ΣΠΕ Στροβόλου συγχωνεύθηκε με την εφεσίβλητη 1, μεταφέροντας της όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της. Η εφεσίβλητη 2 είναι εταιρεία διαχείρισης και ρύθμισης χρεών και έχει από την 1.2.2018 αναλάβει τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων της εφεσίβλητης 1, μεταξύ των οποίων και το προαναφερθέν, μη εξυπηρετούμενο δάνειο.

 

Το χρέος - όπως και άλλο που είχε ο εφεσείοντας 1 έναντι της εφεσίβλητης 1 - παρέμεινε ανικανοποίητο και έτσι η εφεσίβλητη 1 ξεκίνησε διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου με την επίδοση προς τους εφεσείοντες επιστολής ημερ. 9.12.2019 με επισυνημμένη την ειδοποίηση «τύπου Ι». Στις 20.11.2020 καθορίστηκε ηλεκτρονικός πλειστηριασμός του ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς όμως να καρποφορήσει, αφού δεν βρέθηκε ενδιαφερόμενος αγοραστής.

 

Στη συνέχεια ακολούθησαν αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες συζητήσεις και διαβουλεύσεις μεταξύ των διαδίκων προς τον σκοπό εξεύρεσης συμβιβαστικής διευθέτησης, καλύπτουσα όχι μόνον το προαναφερθέν χρέος, αλλά και το άλλο του εφεσείοντα 1 (υπό στοιχεία λογαριασμού 04210-7251895). Η κατάληξη αυτών των συζητήσεων και διαβουλεύσεων, κατά την προεξάρχουσα εκδοχή των εφεσειόντων, ήταν η συνομολόγηση «συμφωνίας αναδιάρθρωσης» ημερομηνίας 1.6.2021. Η συμφωνία αυτή, σε αδρές γραμμές,  προέβλεπε την εξόφληση των χρεών του εφεσείοντα 1 δια της πληρωμής ενός ποσού €170.000 (χωρίς να προσδιορίζεται ημερομηνία καταβολής), το οποίο θα εξασφαλιζόταν με την πώληση ενός παραθαλάσσιου ακινήτου στη Λεμεσό, ιδιοκτησία του εφεσείοντα 2, προς συγκεκριμένο, κατονομαζόμενο αγοραστή.  Τελικά, χωρίς να ευθύνονται οι εφεσείοντες, η πώληση δεν επιτεύχθηκε. Ο προτιθέμενος αγοραστής δεν μπόρεσε να συμμορφωθεί με τις επιτακτικές απαιτήσεις της εφεσίβλητης 1, ήτοι να παρουσιάσει εξελεγμένους λογαριασμούς (ήτο εταιρεία) και άλλα αποδεικτικά που αφορούσαν στη νόμιμη προέλευση των χρημάτων αγοράς του ακινήτου.

 

Όπως και να έχει, η εν λόγω συμφωνία, πάντα κατά τους εφεσείοντες, αντικατέστησε την αρχική συμφωνία δανείου, εξουδετέρωσε συνειρμικά τη διαιτητική απόφαση και την εγγραφή της στο Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης και ήτο εμπόδιο στην όποια προσπάθεια ή διαδικασία εκποίησης της υποθήκης. Με άλλα λόγια, τυγχάνει εφαρμογής η γνωστή νομική αρχή της αποδέσμευσης/αντικατάστασης (Novation).  

 

Παρόλα ταύτα, η εφεσίβλητη 1, ενεργώντας κατ΄ αντίθεση με τη «συμφωνία αναδιάρθρωσης», υπενθύμισε στις 2.7.2021 τους εφεσείοντες ότι είχαν παρέλθει έξι μήνες από την ημερομηνία του αποτυχημένου πλειστηριασμού και ότι εκκρεμούσε ακόμα η καταβολή του ποσού των €170.000. Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι το άρθρο 44ΙΑ(1) του Νόμου 9/1965 προβλέπει ότι:

 

«Σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος δανειστής δεν πωλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο εντός χρονικής περιόδου έξι (6) μηνών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας του πρώτου πλειστηριασμού, τότε ο ενυπόθηκος δανειστής έχει την επιλογή να αγοράσει το ενυπόθηκο ακίνητο στην αγοραία αξία του βάσει της τελευταίας εκτίμησης που διενεργήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους ή με εξ υπαρχής διεξαγωγή διαδικασίας εκτίμησής του με βάση τις διατάξεις του άρθρου 44Δ.»

 

Στις 20.8.2021 η εφεσίβλητη 1 απέστειλε επιστολή προς τον εφεσείοντα 1, με την οποία τον πληροφορούσε ότι θα ασκούσε η ίδια το δικαίωμα αγοράς του ακινήτου που της παρείχε η προαναφερθείσα νομοθετική διάταξη. Η επιστολή αυτή ταχυδρομήθηκε στις 26.8.2021 και φαίνεται να παραλήφθηκε από τον εφεσείοντα 1 στις 2.9.2021. Στις 25.8.2021 η εφεσίβλητη 1 υπέβαλε αίτηση στο Κτηματολόγιο για μεταγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα της και στις 26.8.2021 προχώρησε τοιουτοτρόπως στην αγορά του, καταβάλλοντας μάλιστα στο Τμήμα Φορολογίας κεφαλαιουχικό φόρο ύψους €55.574,00 και τέλη Κοινοτικού Συμβουλίου ύψους €168.15. Με επιστολή της ημερ.6.9.2021, η εφεσίβλητη 1 ενημέρωσε τον εφεσείοντα 1 για την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος αγοράς του ενυπόθηκου ακινήτου. Στις 13.10.2021 εκδόθηκε ο τίτλος ιδιοκτησίας του ακινήτου στο όνομα της εφεσίβλητης 1, γεγονός το οποίο κοινοποίησαν οι δικηγόροι των εφεσίβλητων στους δικηγόρους των εφεσειόντων με επιστολή τους ημερομηνίας 14.10.2021.

 

Στρεφόμενοι τώρα στα της έφεσης, είναι προφανές ότι η πεμπτουσία της δυσαρέσκειας και διαφωνίας των εφεσειόντων εδράζεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αναγνωρίσει ότι υπεγράφη νέα δεσμευτική «συμφωνία αναδιάρθρωσης» των χρεών, με την οποία επιτεύχθηκε απεγκλωβισμός ουσιαστικά από τα όσα προηγήθηκαν. Η «συμφωνία» αυτή είναι η τρίτη στη σειρά που συνομολογήθηκε μεταξύ των μερών και φέρει ημερ. 1.6.2021. Ενώ λοιπόν προβάλλεται με μεγάλη επίταση αυτό το επιχείρημα, ευρισκόμενο μάλιστα στον πυρήνα των λόγων έφεσης 1, 2 και 3, στο πρωτόδικό Δικαστήριο δεν ετέθη καθόλου. Οι εφεσείοντες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στήριξαν την επιχειρηματολογία τους στο πρώτο έγγραφο ημερ.19.2.2021 και όχι στα μετέπειτα έγγραφα ημερ.6.5.2021 και 1.6.2021.  

 

Η παράλειψη αυτή ετέθη επιτακτικά από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσίβλητων τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης της όσο και ενώπιον μας κατά την ακρόαση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναγνώρισε την παράλειψη, αλλά τη δικαιολόγησε λέγοντας ότι «την ένορκη δήλωση την έκανε ο ενάγοντας 2 [ο εφεσείοντας 2] και δεν είχε υπόψη του τις άλλες δυο [ημερ.6.5.2021 και 1.6.2021]». Η θέση αυτή δημιουργεί ομολογουμένως εντύπωση αφού ήταν δικής του ιδιοκτησίας το παραθαλάσσιο ακίνητο στη Λεμεσό που επρόκειτο να πωληθεί προς εξόφληση των χρεών του εφεσείοντα 1.  Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρούμε ότι είναι δυνατό επί του προκειμένου να γίνει επίκληση ή διαχωρισμός της γνώσης ή άγνοιας του κάθε εφεσείοντα. Η έφεση ασκήθηκε από κοινού, όπως από κοινού είναι τα τεθέντα επιχειρήματα και οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης.  Συνεπώς, ατομική, αλλά και κοινή ήταν η υποχρέωση των εφεσειόντων να έθεταν πρωτόδικα τα όσα θέτουν κατ' έφεση.   

 

Επί τούτου, υποδεικνύουμε ότι η όποια ομοιότητα ή συνάφεια των τριών εγγραφών δεν περισώζει την κατάσταση. Συνεπώς, το ότι ετέθη υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου το πρώτο έγγραφο ημερ. 19.2.2021, δεν διανοίγει το δρόμο για επανεξέταση της κρίσης του στη βάση του τρίτου εγγράφου ημερ.1.6.2021.       

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι ζήτημα ή επιχείρημα (νομικό ή πραγματικό) που δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα, δεν εξετάζεται κατ' έφεση (βλ. Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Χατζηνεοκλέους κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 595, Φακοντή ν. Βρυωνή (2003) 1 Α.Α.Δ. 1714, Vourna Limited κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δηµόσια Εταιρεία Λίµιτεδ, Πολιτική Έφεση 295/2013, ηµερ. 24.10.2019 και Ορουντιώτης κ.α v. Loukas Georghiou Management Ltd. κ.α Πολιτική Έφεση 71/2017, ημερ. 14.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A453).

 

Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται.

 

Ακόμα και αν εξετάζονται οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης επί της ουσίας τους, πάλι θα απορρίπτονταν αφού σε αντίθεση με τη θέση των εφεσειόντων, το έγγραφο ημερ. 1.6.2021 δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία αναδιάρθρωσης. Το έγγραφο αυτό που τιτλοφορείται «προσφορά» (συνημμένο 3 στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων), θα πρέπει να διαβάζεται μαζί με την επιστολή  (συνημμένο 4). Μαζί, τα δύο έγγραφα συναποτελούν τη συνεκτική και συνολική συνεννόηση των μερών. Στο συνημμένο 3 γίνεται μεν αναφορά στην καταβολή ποσού €170.000 προς εξόφληση των χρεών, αλλά η καταβολή του συνδέεται ρητά με την πώληση του ακινήτου στη Λεμεσό σε συγκεκριμένη, κατονομαζόμενη εταιρεία. Στο συνημμένο 4, διασαφηνίζεται ότι η υλοποίηση της πράξης (πώληση και καταβολή) θα πρέπει να γίνει εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της προσφοράς. Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι μετά την παρέλευση των 60 ημερών η προσφορά θα παύει να έχει οποιαδήποτε ισχύ και δεν θα δεσμεύει την εφεσίβλητη 1. Ακόμα, τονίζεται ότι σε περίπτωση μη υλοποίησης, η όποια διαδικασία εκποίησης παραμένει σε ισχύ και θα προωθείται σε όλα τα στάδια. Οι δύο τελευταίες πρόνοιες, σε περίπτωση μη υλοποίησης, απάλλασσαν την εφεσίβλητη 1 από την όποια υποχρέωση να προβεί η ίδια σε πράξη απεμπλοκής, αφού αυτή επερχόταν αυτόματα.    

 

        Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η πώληση του ακινήτου στη Λεμεσό προς την αναφερόμενη εταιρεία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Ομοίως, ποτέ δεν καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη 1 το ποσό των  €170.000. Με άλλα λόγια, τα συμφωνηθέντα ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Οι λόγοι της μη υλοποίησης ως έχει αναφερθεί αφορούν στην αδυναμία της προτιθέμενης αγοράστριας εταιρείας να παρουσιάσει εξελεγμένους λογαριασμούς, αλλά και στοιχεία για τη νόμιμη προέλευση και διαδρομή των χρημάτων αγοράς.  Η επί τούτου απαίτηση της εφεσίβλητης 1, όχι μόνον καλύπτεται από τα προαναφερθέντα έγγραφα (συνημμένα 3 και 4), αλλά και επιβάλλεται από τον Νόμο.

       

Επομένως, ακόμα και αν με την υπογραφή της προσφοράς ημερ.1.6.2021, συνομολογήθηκε συμφωνία μεταξύ των μερών, αυτή η συμφωνία ήταν υπό την αίρεση υλοποίησης συγκεκριμένης πράξης εντός συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας.  Με τη μη υλοποίηση της πράξης, η συμφωνία κατέστη ανίσχυρη, ατελέσφορη και θνησιγενής, χωρίς να χρειαζόταν επί του προκειμένου οποιαδήποτε περαιτέρω, τερματική πράξη από μέρους της εφεσίβλητης 1. Το γεγονός τούτο - ακόμα και αν τίθετο για εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο - δεν θα άφηνε περιθώριο για κατάληξη για «πιθανότητα επιτυχίας» ως η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.

 

Στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, General Principles (27η έκδοση) Τόμος, παρ.12-028 αναφέρονται τα εξής:

 

«Conditions subsequent.  The obligation of one or both parties may be made subject to a condition that it is to be immediately binding, but if certain facts are ascertained to exist or upon the occurrence or non - occurrence of some further event, then either the contract is to cease to bind or one or both parties are to have the right to avoid the contract or bring it to an end».

 

Σχετικά επί του προκειμένου είναι και τα άρθρα 31, 32 και 35 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, όπως και οι υποθέσεις Κανναουρίδης v. Οικοδομική Εταιρεία Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου «Η ΜΕΡΙΜΝΑ» Λτδ (2002) 1Β Α.Α.Δ.1390, 1397-1398 και CLR INVESTMENT FUND LTD v. ALLIANCE INTERNATIONAL REINSURANVE COMPANY LTD (2012) 1Β Α.Α.Δ 1009.    

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης θα πρέπει επίσης να απορριφθεί.  Με δεδομένη την ανεδαφικότητα της θέσης περί συνομολόγησης, άλλης ενδιάμεσης συμφωνίας μεταξύ των μερών που να αντικατέστησε τα όσα προηγήθηκαν, και να αδρανοποίησε τα όσα ακολούθησαν, δεν εντοπίσαμε αυθαίρετο, άσχετο ή εσφαλμένο συμπέρασμα στην πρωτόδικη απόφαση, τέτοιας υφής και σημασίας που να δικαιολογεί ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τόσο η διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε το 2013, όσο και η εγγραφή της στο Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης, αλλά και η όλη διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου, που κύλισε χωρίς καμία απολύτως ένσταση από πλευράς εφεσειόντων, ήταν εξόχως ουσιαστικά ζητήματα και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασχολήθηκε με τα συγκεκριμένα ζητήματα.

 

        Συνεπώς απορρίπτεται ο λόγος έφεσης 4.

 

Σε ό,τι αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης, πάλι γίνεται επίκληση «συμφωνίας αναδιάρθρωσης». Πέραν της ανεδαφικότητας της θέσης αυτής, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνον καταγράφει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν 14/60, αλλά και τις εφαρμόζει κατά τρόπο λελογισμένο, συνάδοντα με την προσαχθείσα μαρτυρία, αλλά και τη σχετική επί του θέματος Νομολογία.

 

Είναι γεγονός ότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν γίνεται αναφορά στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 9 του Κεφ.6, τα οποία συγκαταλέγονται στη νομική βάση της πρωτόδικης Αίτησης.

 

        Το άρθρο 4 του Κεφ. 6 που είναι το προεξάρχων προνοεί ότι:

 

  «4.‑(1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιονδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αυτό, να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία, ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης.».

 

          Το άρθρο 4 (και επόμενα) εφαρμόζονται εκεί όπου η έκδοση συντηρητικού διατάγματος έχει σκοπό την προστασία της περιουσίας που είναι αντικείμενο της αγωγής (βλ. Palestine Plantations Co. Ltd v. Oliver & Co.(Cyprus) Ltd 16 C.L.R 122 και Compania Portuguesa De Transportes Maritime of Lisbon ν. Sponsalia Shipping Co Ltd (1987) 1 C.L.R. 11).  Το άρθρο αυτό μπορεί να εξετασθεί ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (βλ. Παπαστράτης v. Πετρίδης (1979) 1 C.L.R 231). Εντούτοις, έχει επικρατήσει η πρακτική να εξετάζονται από κοινού υπό το πρίσμα της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εξάλλου, το άρθρο 4 (όπως και το άρθρο 5) του Κεφ. 6 προβαίνει σε ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρεται, αλλά δεν επηρεάζει τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/60, το οποίο προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων για έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων (βλ. Αντωνία Παναγίδου κ.α. ν. Μαρία Παναγίδου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 396), αλλά και το ουσιαστικό δίκαιο έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων (βλ. Demades Overseas Ltd v. STUDIO MUST LTD (1996) 1 Α.Α.Δ. 799).

 

          Στην Αίτηση της Pafico Ltd. κ.α. Πολ. Έφεση 1/2021, ημερ.21.9.2021, επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η έκδοση άδειας για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος  τύπου Certiorari, στηριζόμενη στο επιχείρημα ότι το κατώτερο Δικαστήριο περιόρισε τη δικαιοδοσία του σε διαδικασία αίτησης για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος που αφορούσε ακίνητο, καθ' ότι δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.6, αλλά μόνο αυτές του άρθρου 32 του Ν14/60. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξομοιώνοντας  ουσιαστικά την προϋπόθεση του άρθρου 4 με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, υποδεικνύει στη σελ.4 της απόφασης του τα εξής:

 

«Όταν μπορεί να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, δηλαδή με την έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή, ό,τι προβλέπει δηλαδή η τρίτη προϋπόθεση της επιφύλαξης του άρθρου 32 του Ν.14/1960, η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος είναι συνήθως αχρείαστη.  Αυτό συμβαίνει σε κάθε περίπτωση, περιλαμβανομένων εκείνων όπου εφαρμόζεται το άρθρο 4 του Κεφ.6 και το αιτούμενο διάταγμα αφορά σε περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής.  Το άρθρο 4 με εξειδικευμένες αναφορές σε σχέση με την περιουσία που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, ουσιαστικά ενσωματώνει την ίδια φιλοσοφία.»

 

Κατά λογική και νομική απόρροια, η παράλειψη ειδικής αναφοράς δεν καθιστά την πρωτόδικη κρίση τρωτή. Τόσο η δικαιοδοσία, όσο και η ουσία των προϋποθέσεων για την έκδοση  παρεμπιπτόντων διαταγμάτων ενυπάρχουν στο άρθρο 32 του Ν14/60 και υπερκαλύπτουν την πρόνοια του άρθρου 4 του Κεφ.6. Με το άρθρο 32, όπως προαναφέραμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς και ικανοποιητικώς.

 

Το ενδογενές του λόγου αυτού επιχείρημα, ότι η χρηματική αποζημίωση δεν θα αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής ενόψει του ιδιαίτερου χαρακτήρα του ακινήτου που περιγράφεται στον τίτλο ως «αρχαίο μνημείο Β», είναι χωρίς έρεισμα.  Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ακινήτου, δεν αποκλείει, ούτε δυσκολεύει εξ ορισμού και μόνον την απόδοση πλήρους δικαιοσύνης  με την απόδοση χρηματικής αποζημίωσης στο τέλος. Πέραν της απλής ανάδειξης του γεγονότος, θα πρέπει να καταδεικνύεται κατά τρόπο ουσιαστικό και πρακτικό η σημασία και σπουδαιότητα αυτής της ιδιαιτερότητας του ακινήτου για τον εκάστοτε αιτητή, ώστε να διαφαίνεται παράλληλα η ακαταλληλότητα της χρηματικής αποζημίωσης σε περίπτωση αποξένωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αναδείξουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ακινήτου, ως στοιχείο που να αποκλείει ή να δυσκολεύει την απονομή δικαιοσύνης με την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης. Στην παράγραφο 18 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την πρωτόδικη Αίτηση, το μόνον που αναφέρουν είναι ότι πρόκειται για την επαγγελματική τους στέγη και δεν θα μπορέσουν να επαναδραστηριοποιηθούν, αφού δεν θα έχουν που να εγκαταστήσουν και λειτουργήσουν τα μηχανήματα τους. Αυτό το πρόβλημα όμως, θα υφίσταται ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του ενυπόθηκου ακινήτου και κάλλιστα μπορεί να αποτιμηθεί και να αποζημιωθεί σε χρήμα.

 

Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονείται ότι είναι οι εφεσείοντες που παραχώρησαν το συγκεκριμένο ακίνητο ως εξασφάλιση υπό μορφή υποθήκης. Με την πράξη τους αυτή απεμπόλησαν το απόλυτο της κυριότητας του ακινήτου, θέτοντας το συνάμα υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» ενδεχόμενης πώλησης σε περίπτωση εκποίησης της υποθήκης (βλ. LOUCAS PANAYIOTOU ESTATES LTD κ.α. v. HELENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, Πολ. Έφεση Ε203/2013 ημερ.11.9.2019 - ECLI:CY:AD:2019:A360 και ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ κ.α. v. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD κ.α. Πολ. Έφεση Ε134/2020, ημερ. 19.10.2023).  

 

Απορρίπτεται και ο πέμπτος λόγος έφεσης.        

 

Ερχόμαστε στους λόγους έφεσης 6 και 7, οι οποίοι είναι συνυφασμένοι μεταξύ τους και έτσι θα εξεταστούν μαζί. Αφορούν στην πρωτόδικη διαδικασία και τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάνοντας λόγο ακόμα για «υποψίες προδιαγραμμένου αποτελέσματος».  

 

        Για να εξεταστούν αυτοί οι λόγοι έφεσης είναι σημαντικό πρώτα να γίνει μια αναδρομή στο διαδικαστικό χρονικό της πρωτόδικης Αίτησης ως προκύπτει από τον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας.

Ως προαναφέραμε, η πρωτόδικη Αίτηση ήταν ημερ. 22.9.2021. Καταχωρήθηκε μονομερώς ως επείγουσα και ορίστηκε για εξέταση στις 24.9.2021. Δεν υπάρχει πρακτικό στον πρωτόδικο φάκελο για το τι ειπώθηκε στις 24.9.2021 και για το πώς η αίτηση βρέθηκε να ορίζεται στις 6.10.2021. Ακολούθως, εντοπίζεται ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 30.9.2021 των συνηγόρων των καθ' ων η αίτηση (εφεσίβλητων), στο οποίο γίνεται λόγος για συνεννόηση με τους συνηγόρους των αιτητών (εφεσειόντων) για την καταχώρηση ένστασης. Χωρίς να έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε την αναφορά, σημειώνουμε, ότι δεν επιβεβαιώνεται (γραπτώς τουλάχιστον) αυτή η συνεννόηση και/ή συναίνεση. Στις 6.10.2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να επιλήφθηκε της πρωτόδικης Αίτησης στην απουσία των διαδίκων, να την όρισε στις 26.10.2021 με οδηγίες να καταχωρηθεί μέχρι τότε ένσταση. Στις 26.10.2021 φαίνεται να εμφανίζεται δικηγόρος εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση (εφεσίβλητων) και χωρίς να εντοπίζεται συγκεκριμένη αιτιολογία, η πρωτόδικη Αίτηση ορίζεται εκ νέου στις 3.11.2021 για οδηγίες. Στο πρακτικό εκείνης της ημερομηνίας καταγράφεται δέσμευση των συνηγόρων των καθ' ων η αίτηση (εφεσίβλητων) όπως μη μεταβιβάσουν το ενυπόθηκο ακίνητο προς τρίτο πρόσωπο μέχρι την εκδίκαση της πρωτόδικης Αίτησης.

 Σε σχέση με την πιο πάνω διαδικαστική πορεία πραγμάτων, δίδεται εξήγηση στον έκτο λόγο έφεσης, την οποία επανέλαβε ενώπιον μας κατά την ακρόαση ο ευπαίδευτος συνήγορος κ. Χατζηιωάννου. Η εξήγηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε πρακτικό, ούτε όμως είμαστε σε θέση να την αμφισβητήσουμε. Εκείνο το οποίο ανενδοίαστα επισημαίνουμε, είναι ότι για κάθε εμφάνιση ενώπιον Δικαστηρίου, τυπική ή ουσιαστική, σύντομη ή χρονοβόρα, θα πρέπει απαρέγκλιτα να τηρείται πρακτικό του Δικαστηρίου. Τούτο προς διασφάλιση της διαφάνειας της δικαστικής διαδικασίας, αλλά και προστασία όλων των παραγόντων της δίκης.   

 Συνεπώς, αν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αρχική ημερομηνία που η πρωτόδικη Αίτηση άχθη ενώπιον του για εξέταση, ήτοι στις 24.9.2021, είχε επιφυλάξεις στο κατά πόσον ενδεικνυόταν να εξεταστεί στην απουσία της άλλης πλευράς, όφειλε να δώσει στην πλευρά των αιτητών δύο επιλογές. Η πρώτη, θα ήταν η δυνατότητα να αγορεύσει ο συνήγορος τους, εμμένοντας και εστιάζοντας στο ζήτημα του κατεπείγοντος και κατ' επέκταση της αναγκαιότητας η Αίτηση να εξεταζόταν πάραυτα. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε συνακόλουθα να εκδοθεί από το Δικαστήριο αιτιολογημένη απόφαση επί του ζητήματος. Η δεύτερη επιλογή, θα ήταν να ζητηθεί η συναίνεση της πλευράς των αιτητών όπως η πρωτόδικη Αίτηση τους επιδοθεί στην άλλη πλευρά, μετατρέποντας την έτσι από μονομερή σε δια κλήσεως. Σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να υπάρχει πρακτικό του Δικαστήριο που να αντικατοπτρίζει τα συμφραζόμενα.    

        Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μέχρι την πρώτη, από κοινού εμφάνιση των συνηγόρων ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 26.10.2021 και συγκεκριμένα στις 13.10.2021, το ακίνητο, κατόπιν μιας διαδικασίας η οποία είχε από καιρού δρομολογηθεί, μεταβιβάστηκε επισήμως στην εφεσίβλητη 1 με την έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας στο όνομα της.  Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα το αιτητικό (α) της πρωτόδικης Αίτησης (ως καταγράφεται στη σελίδα 2 ανωτέρω), να καταστεί ουσιαστικά άνευ αντικειμένου, προκαλώντας τη δικαιολογημένη ενδεχομένως δυσφορία και δυσαρέσκεια του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων. Επί της ουσίας όμως δεν πλήγηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα των εφεσειόντων, αφού η Αίτηση τους εξετάστηκε κανονικά στην πορεία, με όλα τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης να βρίσκονται στη θέση τους. Αν δε, πετύχαινε η πρωτόδικη Αίτηση, έστω με την έκδοση του διατάγματος ως το αιτητικό (β), ο επιδιωκόμενος σκοπός της μη αποξένωσης του ακινήτου, θα επιτυγχάνετο.  

        Τέλος, επισημαίνουμε ότι πουθενά δεν φαίνεται δέσμευση της εφεσίβλητης 1 να μην προχωρήσει στην εγγραφή του ακινήτου στο δικό της όνομα, ώστε να τίθεται ζήτημα κακοπιστίας, ανυπακοής και/ή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και συνακόλουθης ανοχής τέτοιας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως η εισήγηση στον λόγο έφεσης 7.

        Εν όψει των πιο πάνω απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 6 και 7.

Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσίβλητων.

 

 

ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο