ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018)

 

17 Νοεμβρίου, 2023

 

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1.       PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD

2.       ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΑΠΗΣ

3.       ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

4.       ΜΕΛΙΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

Εφεσείοντες / Εναγόμενοι

 

v.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ

 

Εφεσιβλήτου / Ενάγοντα

 

-----------------------------

 

Στ. Χριστοφόρου, για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ε. Μπριάνα (κα), για Προύντζος & Προύντζος Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό εκδίκαση Έφεσης είναι Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εξεδόθησαν διατάγματα που απαγόρευαν στους Εφεσείοντες - Εναγόμενους να αποξενώσουν με οποιοδήποτε τρόπο μετοχές που οι Εφεσείοντες - Εναγόμενοι αρ. 2 και 4 κατέχουν στην Εφεσείουσα - Εναγόμενη αρ. 1 εταιρεία αλλά και να αλλοιώσουν ή τροποποιήσουν το μετοχικό της κεφάλαιο μέχρι αποπεράτωσης της αγωγής στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθησαν.

 

Όπως προκύπτει από την αίτηση για προσωρινό διάταγμα και την ένσταση, θέση του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα ήταν πως είχε συμφωνήσει προφορικά με τους Εφεσείοντες αρ. 2 και 3 όπως συνεργαστούν μέσω της Εφεσείουσας αρ. 1 εταιρείας ως ισότιμοι μετόχοι και διευθυντές για την παροχή ελεγκτικών, λογιστικών και συναφών εργασιών, αλλά οι Εφεσείοντες με δόλιο τρόπο και κατά παράβαση της προαναφερόμενης συμφωνίας εκδίωξαν τον Εφεσίβλητο από την Εφεσείουσα αρ. 1. Εκδοχή των Εφεσειόντων - Εναγομένων ήταν πως είχε συζητηθεί μεταξύ των διαδίκων μόνο το ενδεχόμενο συνεργασίας αλλά όχι κάτι περισσότερο και ότι ουδέποτε συνήφθη συμφωνία μετόχων που να καθόριζε την μεταξύ τους σχέση στην Εφεσείουσα αρ. 1.

 

Με την υπό κρίση Έφεση προσβάλλεται η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου  με 7 Λόγους Έφεσης. Συγκεκριμένα οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60 (1ος και 4ος Λόγοι Έφεσης) ότι εσφαλμένα αποφάσισε πως το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα (7ος Λόγος Έφεσης), ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του αρ. 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 (2ος Λόγος Έφεσης) και ότι εσφαλμένα έκρινε ή δεν προέβη σε κάποιο εύρημα αναφορικά με την απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από μέρους του Εφεσίβλητου, πράγμα που καθιστά την Πρωτόδικη Απόφαση αναιτιολόγητη (3ος, 5ος και 6ος Λόγοι Έφεσης).

 

Θα εξετάσουμε πρώτα τους Λόγους Έφεσης που αφορούν στην ικανοποίηση των προϋποθέσεων που θέτει το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60.

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμο Ν14/60 παρέχει ευρείες εξουσίες στα Δικαστήρια να εκδίδουν οποιοδήποτε διάταγμα όταν αυτό κριθεί δίκαιο και πρόσφορο (ABP Hold. Ltd v. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 ΑΑΔ 694, Seamark Consult. Services Ltd κ.ά. ν. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1(Α) ΑΑΔ 162). Στην διαδικασία αιτήσεων με βάση το αρ. 32 το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιτυχία της αίτησης, ήτοι:

 

(α) Να υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση κατά την δίκη

(β) Να υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία

(γ) Το ότι χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα είναι      δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

  

Αν ικανοποιούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 CLR 557).

 

Επισημαίνουμε επίσης την καλά γνωστή αρχή ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας γιατί αυτό είναι κάτι που θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1983) 1 CLR 263, Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Molvi Estates Ltd v. Λ. Κίμωνος, Πολ. Εφ. Ε193/12 ημερ. 9.5.2023).

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω σημειώνουμε ότι πλείστα όσα καταγράφονται στον 1ο Λόγο Έφεσης αποτελούν την εκδοχή που οι Εφεσείοντες προβάλλουν στο πλαίσιο της αγωγής. Κατά την εξέταση, όμως, της πρώτης προϋπόθεσης του αρ. 32 του Ν14/60 το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, φράση που έχει ερμηνευθεί ότι αναφέρεται σε «disclosure of an arguable case on the strength of the pleadings", (αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων) (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (πιο πάνω).  Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Cypra Limited, Πολ. Εφ. Ε153/14 ημερ. 12.10.2022:

 

«Βασικά, η εν λόγω προϋπόθεση, αφορά στην ανάγκη ύπαρξης απαίτησης, η οποία να είναι δυνατό, κατά το δίκαιο, να αποτελέσει αντικείμενο διεκδίκησης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου».

 

Όσον αφορά στην δεύτερη προϋπόθεση παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση Molvi Estates Ltd ν. Λεωνίδα Κίμωνος (πιο πάνω) όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 αναφέρεται στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, 2041, ότι αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.  Στην Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, 207 αναφέρθηκε ότι η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις.  Αυτό που απαιτείται από τον αιτητή είναι να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Στην Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 257-8, εξηγήθηκε, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.  Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας».

 

Απαιτείται δε όπως περιγραφούν τέτοια γεγονότα που να καταστήσουν τις προβαλλόμενες θέσεις να έχουν προοπτική επιτυχίας.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επισήμανε ότι, εφόσον κατά τον χρόνο εκδίκασης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα δεν είχε ακόμη καταχωριστεί Έκθεση Απαιτήσεως, το «βάθρο για τη χορήγηση της ενδιάμεσης θεραπείας» θα έπρεπε να αναζητηθεί στις ένορκες δηλώσεις. Διαπίστωσε ότι η απαίτηση του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα εδράζετο επί παράβασης σύμβασης και δόλου των Εφεσειόντων - Εναγομένων. Προς τούτο κατέγραψε ότι ο δόλος αποτελεί ευρεία έννοια ως βάση αγωγής και έκρινε ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση.

 

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξαν γεγονότα που να θεμελιώνουν την ύπαρξη νομικά δεσμευτικής συμφωνίας αφού ελλείπει μαρτυρία ως προς τα συστατικά στοιχεία της συμφωνίας. Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα από την Πρωτόδικη Απόφαση:

 

«Ο Ενάγων στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του παρουσιάζει ως βάση του ισχυριζόμενου δόλου το γεγονός ότι, ενώ συμφώνησε με τους Εναγομένους 2 και 3 όπως συνεργαστούν ως συνέταιροι στην Εναγόμενη 1 εταιρεία, εντούτοις οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενεργώντας δόλια κατάφεραν να τον αποκλείσουν από την Εναγόμενη 1 εταιρεία χωρίς να υλοποιήσουν τα συμφωνηθέντα».

 

 

Συσχετίστηκε, κατ' επέκταση, η ισχυριζόμενη δόλια συμπεριφορά με την παράβαση της ισχυριζόμενης μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για συνεργασία. Εν πάση περιπτώσει, τα ενώπιον μας στοιχεία επιτρέπουν εξέταση του θέματος που εγείρεται με τον 1ο Λόγο Έφεσης.

 

Όπως προβλέπεται από το αρ. 10 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 «...οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών». Ο Εφεσίβλητος με τις ένορκες του δηλώσεις ισχυρίστηκε ότι συμφώνησε προφορικά με τους Εφεσείοντες - Εναγόμενους αρ. 2 και 3 όπως αποχωρίσουν από την εργασία τους και προχωρήσουν μέσω της Εφεσείουσας - Εναγομένης αρ. 1 εταιρείας στην οποία θα κατείχαν το 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου έκαστος και ο κάθε μέτοχος θα πρόσφερε τις υπηρεσίες του σε συγκεκριμένο τομέα της ειδικότητας του. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι κατέβαλαν και οι τρεις χρήματα για τις ανάγκες της Εφεσείουσας - Εναγόμενης αρ. 1 εταιρείας.

 

Θεωρούμε ότι τα πιο πάνω αρκούν για σκοπούς ικανοποίησης της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση όσον αφορά στην ισχυριζόμενη παράβαση συμφωνίας. Τονίζουμε δε ότι ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην εξαγωγή ευρήματος περί του αν υπήρξε όντως ή όχι συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, αφού αυτό θα ήταν εκτός των πλαισίων που θέτει ο Νόμος για εξέταση αιτήσεων για προσωρινό διάταγμα.

 

Επιπλέον, τα όσα ισχυρίζεται ο Εφεσίβλητος - Ενάγοντας, σε συνάρτηση με το Τεκμήριο Α που επισυνάφθηκε στην Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση (Έντυπο με το οποίο ο Εφεσείοντας αρ. 2 κοινοποιούσε στον Έφορο Εταιρειών την μεταβίβαση μετοχών στην Εφεσείουσα αρ. 1 εταιρεία στο όνομα του Εφεσίβλητου και του Εφεσείοντα αρ. 3), αρκούν για να ικανοποιήσουν και την δεύτερη προϋπόθεση που θέτει το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60. Όσον αφορά στο κατά πόσο προσκομίστηκε μαρτυρία που να δεικνύει ότι δόλια δεν υλοποιήθηκε η ισχυριζόμενη συμφωνία, σημειώνουμε ότι σύμφωνα με την Lawford v. Κώστας Χ'Γαβριήλ (2004) 1 Α.Α.Δ.818, στα αρχικά στάδια που βρίσκετο η υπό κρίση υπόθεση τα στοιχεία που έπρεπε να παρουσιαστούν έπρεπε να είναι τέτοια «...που να δικαιολογούν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, τον ισχυρισμό για εμφιλοχώρηση δόλου».

 

Όπως διαπίστωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στις ένορκες δηλώσεις του Εφεσίβλητου - Εναγόμενου προβάλλονται ισχυρισμοί περί συνεννόησης των Εφεσειόντων - Εναγομένων αρ. 2 και 3 και «ηθικά ανέντιμης συμπεριφοράς» αυτών. Ορθά, λοιπόν, κατέληξε ότι είχε ικανοποιηθεί και η δεύτερη προϋπόθεση του αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60.

 

Ούτε συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «σύγχησε τη πράξη μεταβίβασης μετοχών με τη πράξη κοινοποίησης μετοχών στον Έφορο Εταιρειών...». Η σημασία του Τεκμηρίου Α έγκειτο στην ενίσχυση των ισχυρισμών του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ώστε να ικανοποιηθούν οι πρώτες δύο προϋποθέσεις για την έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 

Συναφώς ο 1ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί.

 

   Στρεφόμενοι στην τρίτη προϋπόθεση που θέτει το αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60, παρατηρούμε ότι οι Εφεσείοντες με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλουν την θέση ότι ο Εφεσίβλητος - Ενάγοντας δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο που να αιτιολογεί και επεξηγεί με ποιον τρόπο θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αλλά και ότι δεν υπήρξε κάποιος ισχυρισμός ως προς την οικονομική κατάσταση της Εφεσείουσας - Εναγόμενης αρ. 1 εταιρείας.

 

   Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε την αρχή ότι οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης επί του συγκεκριμένου θέματος, κατέληξε ότι εφόσον οι μετοχές αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, τυχόν αποξένωση τους ενδεχομένως να καταστήσει αδύνατη την απονομή πλήρους δικαιοσύνης στο μέλλον. Αυτό έκρινε ότι ικανοποιούσε την τρίτη προϋπόθεση σε ότι αφορούσε τα αιτητικά για τα οποία το προσωρινό διάταγμα τελικώς εξεδόθη.

 

   Συμφωνούμε με το σκεπτικό αυτό του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος - Ενάγοντας αξιώνει με την αγωγή του Δηλώσεις και Διατάγματα που αφορούν σε δικαίωμα του επί του 1/3 του μετοχικού κεφαλαίου της Εφεσείουσας - Εναγόμενη αρ. 1 εταιρείας ή των περιουσιακών στοιχείων αυτής, περιλαμβανομένων και Δήλωσης ή Διατάγματος ότι οι Εφεσείοντες αρ. 2 και 4 κατέχουν το 1/3 των μετοχων της Εφεσείουσας αρ. 1 ως εμπιστευματοδόχοι του Εφεσίβλητου, δικαιολογείτο η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

   Οι Εφεσείοντες στην αγόρευση τους συσχέτισαν περαιτέρω την κατάληξη αυτή και με τον 7ο Λόγο Έφεσης, με τον οποίο προβάλλουν την θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έκδοσης των Διαταγμάτων. Δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι στην Αιτιολογία του Λόγου Έφεσης αυτού περιλαμβάνεται και η θέση ότι «...δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η απαίτηση του Ενάγοντα / Εφεσείοντα η οποία αποτιμάται σε χρηματική αποζημίωση θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη», πράγμα που εντάσσεται στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης και που έχει ήδη εξεταστεί πιο πάνω. Ταυτόχρονα, στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειόντων, προωθείται η εισήγηση ότι η έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων αποτελεί υπέρμετρη δέσμευση ενόψει της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από μέρους του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα, της έλλειψης στοιχείων για την ύπαρξη συμφωνίας και την ύπαρξη δόλου και του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την μαρτυρία των Εφεσειόντων - Εναγομένων. Ούτε και τα ζητήματα αυτά εντάσσονται, όμως, στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

   Όσον αφορά στο ισοζύγιο της ευχέρειας παραθέτουμε τα λεχθέντα στην υπόθεση Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λίμιτεδ κ.ά. ν. Λοϊζίδου, Πολ. Εφ. Αρ. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019:

  

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση».

 

   Δεδομένου του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μη έκδοση των διαταγμάτων θα άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο αποξένωσης των μετοχών που αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής ως επεξηγούμε ανωτέρω, ενώ η έκδοση τους δεν θα επέφερε οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες στους Εφεσείοντες, η κατάληξη του ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της έκδοσης των προσωρινών διαταγμάτων δικαιολογείτο.

 

Συναφώς, οι  4ος και 7ος Λόγοι Έφεσης δεν μπορούν να πετύχουν.

 

   Όσον αφορά στους Λόγους Έφεσης 3, 5 και 6 παρατηρούμε ότι αφορούν σε ισχυρισμούς περί μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από μέρους του Εφεσίβλητου - Εναγόμενου. Τα επίμαχα διατάγματα, όμως, δεν εξεδόθησαν στην απουσία των Εφεσειόντων - Εναγομένων. Αντιθέτως, κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου ζητήθηκαν από μέρους του Εφεσίβλητου και δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της αίτησης, μετατρέποντας αυτήν σε αίτηση δια κλήσεως. Οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να ακουστούν ενώπιον του Δικαστηρίου πριν την έκδοση της απόφασης και το Πρωτόδικο Δικαστήριο ζύγισε τις εκδοχές που τέθηκαν ενώπιον του εκατέρωθεν.

 

Σχετική με το θέμα είναι η απόφαση Εθνική Τράπεζα ν. Κυριακίδης (2011) 1 Α.Α.Δ 816, στην οποία λέχθηκε ότι είναι στις μονομερείς διαδικασίες που εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση, οι νομολογιακές αρχές για πλήρη αποκάλυψη. Στην πιο πάνω υπόθεση, ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκονταν και οι δύο διάδικοι που είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιον τους με αποτέλεσμα να μην τίθεται κατά το Εφετείο, ζήτημα παραπλάνησης (βλ. επίσης Πιττάκα ν. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 1895).

 

Με τα πιο πάνω δεν παραγνωρίζεται η υποχρέωση αιτητή, εφόσον η αίτηση παραμένει στη σφαίρα του δικαίου της επιείκειας, να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και χωρίς πρόθεση παραπλάνησης, έχοντας φυσικά πάντα υπόψιν ότι στις περιπτώσεις των αιτήσεων δια κλήσεως δίδεται η δυνατότητα στην άλλη πλευρά να παραθέσει τις δικές της θέσεις (βλ.  Boreh v. Republic of Djibouti and others [2015] 2 All E.R. (Comm) 669). Το ζήτημα εν προκειμένω, όμως, δεν προωθείται από τους Εφεσείοντες υπό αυτήν την παράμετρο, αλλά με αναφορά σε διάδικο «που προσφεύγει στο Δικαστήριο μονομερώς», περίπτωση στην οποία αφορά και όλη η Νομολογία που παρατέθηκε από τους Εφεσείοντες προς υποστήριξη των Λόγων Έφεσης 3 και 5.

 

Ούτως ή άλλως, εκείνο που παρατηρείται είναι ότι αυτά τα οποία ισχυρίζονται οι Εφεσείοντες ότι δεν αποκαλύφθηκαν από τον Εφεσίβλητο, αποτελούν απλώς την δική τους εκδοχή όσον αφορά στα γεγονότα και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα μη αποκάλυψης.

 

   Οι Λόγοι Έφεσης 3, 5 και 6 απορρίπτονται.

 

   Παραμένει η εξέταση του 2ου Λόγου Έφεσης με τον οποίο οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του αρ. 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6. Η υποπαρ. (1) του εν λόγου άρθρου αναφέρει τα εξής:

 

«Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο, ενώ εκκρεμεί σε αυτό αγωγή, να εκδίδει διάταγμα για τη μεσεγγύηση, διατήρηση, φύλαξη, πώληση, κατακράτηση ή επιθεώρηση περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής ή διάταγμα για την παρεμπόδιση οποιασδήποτε απώλειας, ζημιάς ή δυσμενούς επηρεασμού που δυνατό, αν δεν εκδοθεί το διάταγμα αυτό, να προξενηθούν σε πρόσωπο ή περιουσία, ενόσω εκκρεμεί τελική δικαστική απόφαση σε ζήτημα που επηρεάζει το πρόσωπο αυτό ή περιουσία ή ενόσω εκκρεμεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης».

 

Οι πρόνοιες του αρ. 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 μπορούν να εξεταστούν ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 (βλ. Palestine Plantations Company Ltd v. Olivier & Co. (Cyprus) Ltd 16 C.L.R. 122). Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από το αρ. 4 του Κεφ. 6 παραμένει ευρεία και δεν εκδίδεται διάταγμα από μόνο το γεγονός ότι το αίτημα αφορά περιουσία που είναι το αντικείμενο της αγωγής.

 

Οι μετοχές εν προκειμένω αποτελούσαν το αντικείμενο της αγωγής. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Επίσημος Παραλήπτης ν. Nicantony Trading Co Ltd (1998) 1 A.A.Δ 1653, οι πρόνοιες του αρ. 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 δεν προϋποθέτουν την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου, πράγμα που οδηγεί στο ότι δεν απαιτείτο μαρτυρία που να δεικνύει την ύπαρξη κινδύνου αποξένωσης τους ως η σχετική εισήγηση των Εφεσειόντων.

 

   Δεν θα συμφωνήσουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την ποιότητα της αξίωσης. Αντιθέτως, εξετάζοντας τον παράγοντα αυτό, επεξήγησε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν προβάλλονταν από μέρους του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα μόνο γενικόλογοι ισχυρισμοί αλλά και ότι η κατάληξη του ως προς την ικανοποίηση της πρώτης και δεύτερης προϋπόθεσης του αρ. 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν14/60 διαφοροποιούσε την υπό κρίση από την υπόθεση Κυτάλα ν. Χρυσάνθου (πιο πάνω).  

 

   Ούτε και ο 2ος Λόγος Έφεσης ευσταθεί.

 

   Η Έφεση απορρίπτεται και η Πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται.

 

   Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων €3.900.

 

 

 

                                                        Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                        Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                        Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο