ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε48/18)
6 Νοεμβρίου 2023
[ΚΙΤΣΙΟΣ, ΑΜΠΙΖΑΣ, ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
BEN OLDMAN SPECIAL SITUATIONS FUND, LP,
Εφεσείοντες / Ενάγοντες,
v.
1. GALRAVIA COMMERCIAL LTD
2. SEGITO LIMITED
3. ETHOXY LIMITED
4. OGRASOUL LIMITED
5. CJSC "VMZ RED OCTOBER"
6. IGOR ZAVYALOV
7. NIKOLAI TIMOKHIN
Εφεσίβλητοι / Εναγόμενοι.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Σ. Πίττας και Α. Λάμπρου (κα) για Σωτήρης Πίττας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Χριστοδούλου και Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 26.02.2018, στην αγωγή 2799/16, με την οποία ακυρώθηκαν προσωρινά διατάγματα τα οποία εκδόθηκαν μονομερώς σε αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 29.9.2016.
Με την αγωγή η οποία καταχωρήθηκε στις 29.9.2016, οι εφεσείοντες ζητούν, μεταξύ άλλων, εναντίον όλων των εφεσιβλήτων δηλώσεις ότι συγκεκριμένες μετοχές της ρωσικής εταιρείας OJSC Stupino Metallurgical Company (στο εξής Stupino), κατέχονται από τις εφεσίβλητες κυπριακές εταιρείες 1-4: (α) σε καταπίστευμα, για τους εφεσείοντες και τους άλλους δανειστές στα πλαίσια Συμφωνίας Διευκόλυνσης (Facility Agreement) που παραχωρήθηκε στην εφεσίβλητη 5 με βάση το εμπίστευμα τύπου Quistclose ή εναλλακτικά για την εφεσίβλητη 5 με βάση το εξ' επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust), ή εναλλακτικά (β) ως αντιπρόσωποι (nominees) των εφεσιβλήτων 6-7.
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες ζητούν εναντίον των εφεσιβλήτων 1-4 διάταγμα μεταβίβασης των μετοχών Stupino τις οποίες οι εφεσίβλητες εταιρείες 1‑4 κατ' ισχυρισμό κατέχουν προς όφελος τους, ως εμπιστευματοδόχοι με βάση το εμπίστευμα τύπου Quistclose. Εναλλακτικά, ζητούν όπως οι μετοχές Stupino μεταβιβαστούν σε ένα διαχειριστή (receiver) ο οποίος θα οριστεί από το Δικαστήριο ως μέθοδος δίκαιης εκτέλεσης στα δικαιώματα της εφεσίβλητης 5. Ζητούν επίσης διαζευκτικά την καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει εμπιστεύματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 4.10.16 εξέδωσε μονομερώς προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγόρευε στους εφεσίβλητους 1-7 (i) να πωλήσουν, μεταβιβάσουν, ενεχυριάσουν, εκχωρήσουν, επιβαρύνουν και/ή διαθέσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο μετοχές της ρωσικής εταιρείας Stupino που κατέχονται και/ή είναι εγγεγραμμένες επ' ονόματι των εφεσιβλήτων αρ. 1-4 (ii) να διαθέσουν και/ή μειώσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο την αξία των περιουσιακών στοιχείων αυτών που ευρίσκονται στην Κύπρο ή ελέγχονται από την Κύπρο και (iii) να εξουσιοδοτήσουν ή επιτρέψουν καθ' οιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη από και/ή την Stupino και/ή τους αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες αυτής η οποία έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας των μετοχών της Stupino.
Εκδόθηκε επίσης προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγόρευε και/ή παγοποιούσε την άμεση και/ή έμμεση μεταβίβαση και/ή επιβάρυνση και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο διάθεση της νόμιμης (Legal) και/ή ωφέλιμης (Beneficial) κυριότητας και/ή ιδιοκτησίας των μετοχών των εφεσιβλήτων αρ. 1‑4.
Η αιτούμενη θεραπεία Α.3 που αφορούσε απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων της Stupino χωρίς να δοθεί προηγουμένως γραπτή προειδοποίηση τουλάχιστο 48 ωρών στους εφεσείοντες ή στους Κύπριους δικηγόρους τους, η αιτούμενη θεραπεία Γ που αφορούσε απαγόρευση στους εφεσίβλητους 6-7 να αποξενώσουν περιουσιακά τους στοιχεία που βρίσκονται στην Κύπρο και/ή που ελέγχονται στην Κύπρο ούτως ώστε η αξία αυτών να μην είναι μικρότερη του ποσού των Δολ. Αμερικής $100.000.000 και η αιτούμενη θεραπεία Δ που αφορούσε διάταγμα εναντίον των εφεσίβλητων 1-4 για αποκάλυψη πληροφοριών και εγγράφων, ορίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για επίδοση.
Η αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση νομικού συμβούλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους εφεσείοντες, ημερ. 29.9.2016. Καταχωρήθηκε επίσης συμπληρωματική ένορκη δήλωση της ιδίας, ημερ. 31.1.2017. Οι εφεσίβλητες εταιρείες 1-4 καταχώρησαν ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως η οποία συνοδευόταν από ένορκο δήλωση δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που τις εκπροσωπούσε. Καταχωρήθηκε επίσης συμπληρωματική ένορκος δήλωση της ιδίας δικηγόρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 26.2.2018, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, έκρινε έχοντας υπόψη ότι οι εφεσείοντες στηρίζουν την αγωγή τους σε εμπίστευμα τύπου Quistclose και σε εξ' επαγωγής εμπίστευμα με βάση το δίκαιο της επιείκειας, ότι τηρείται η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) για σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60 για ορατή πιθανότητα επιτυχίας και κατέληξε ότι αυτή δεν τηρείται εφόσον, κατά την κρίση του, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δεν προέκυπτε ότι εφαρμόζονταν οι αρχές του εμπιστεύματος τύπου Quistclose, αλλά ούτε και δημιουργήθηκε εξ' επαγωγής εμπίστευμα υπέρ της εφεσίβλητης 5. Αποφάνθηκε επίσης ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τις επίδικες απαιτήσεις των εφεσειόντων αναφορικά με τις μετοχές Stupino και προχώρησε στην ακύρωση του προσωρινού διατάγματος ημερ. 4.10.2016 και στην απόρριψη των υπόλοιπων αιτημάτων για τα οποία είχε διαταχθεί η επίδοση. Επεδίκασε δε έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Το Δικαστήριο, λόγω της διαπίστωσης του ότι δεν τηρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, δεν προχώρησε να εξετάσει την τρίτη προϋπόθεση, αλλά ούτε και τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων για καθυστέρηση και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας λόγω ήδη εκδοθείσας απόφασης στην Αγγλία επί του θέματος των μετοχών Stupino.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες επικαλούνται τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
«Πρώτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας, προέβη στα πλαίσια της ακρόασης της ενδιάμεσης αίτησης για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων σε ευρήματα επί της ουσίας της υπόθεσης των διαδίκων με το να αποφανθεί ότι δήθεν οι Εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι είχε δημιουργηθεί εμπίστευμα Quistclose και/ή ότι οι Εφεσείοντες δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την ιδιοκτησία των μετοχών STUPINO με βάση εμπίστευμα Quistclose και/ή ότι με βάση το αποδεικτικό υλικό που ετέθη ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη εμπιστεύματος Quistclose και/ή η ύπαρξη εξ επαγωγής εμπιστεύματος (Constructive Trust) προς όφελος της Εναγόμενης αρ. 5 και/ή ότι δήθεν οι Εφεσείοντες δεν δικαιούντο και/ή νομιμοποιούντο να διεκδικήσουν τις μετοχές STUPINO με βάση είτε το εμπίστευμα Quistclose είτε με βάση το εξ επαγωγής εμπίστευμα (Constructive Trust).
.............................
Δεύτερος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στο εύρημα και/ή αποφάσισε ότι δεν εφαρμόζοντο στην υπό εξέταση υπόθεση οι νομικές αρχές του εμπιστεύματος τύπου Quistclose και/ή ότι με βάση το αποδεικτικό υλικό που έθεσαν οι Εφεσείοντες ενώπιόν του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν απέδειξαν έστω και εκ πρώτης όψεως (PRIMA FACIE) την ύπαρξη και/ή δημιουργία εμπιστεύματος τύπου Quistclose.
..............................
Τρίτος Λόγος
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας, προέβη στο εύρημα ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη εξ επαγωγής εμπιστεύματος (Constructive Trust) και/ή ότι δεν νομιμοποιούντο να απαιτούν την ιδιοκτησία των μετοχών STUPINO από τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους αρ. 1‑4 εκ μέρους της Εναγόμενης αρ. 5 με βάση την ύπαρξη τέτοιου εξ επαγωγής εμπιστεύματος (Constructive Trust).
.............................
Τέταρτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας απέρριψε την ενδιάμεση αίτηση των Εφεσειόντων για συντηρητικά διατάγματα και/ή ακύρωσε τα μονομερή ενδιάμεσα διατάγματα, γιατί δήθεν δεν ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, ήτοι οι Εφεσείοντες δεν είχαν ικανοποιήσει το αποδεικτικό υλικό που έθεσαν ενώπιόν του Δικαστηρίου ότι υπήρχαν καλές πιθανότητες για να εκδοθεί απόφαση υπέρ αυτών στην αγωγή των και/ή με βάση το ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο ένταλμα των Εφεσειόντων/Εναγόντων.
.............................
Πέμπτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και καθ' υπέρβαση εξουσίας κατά την εκδίκαση της ενδιάμεσης αίτησης των Εφεσειόντων, αγνόησε και/ή δεν έλαβε καθόλου υπόψη του το γεγονός ότι με την αγωγή τους οι Εφεσείοντες απαιτούσαν από τους ημεδαπούς Εφεσίβλητους/Εναγόμενους αρ. 1‑4 την ιδιοκτησία των μετοχών STUPINO ως ιχνηλατηθέντα προϊόντα του επίδικου δανείου (Traceable products of loan) με βάση είτε το εμπίστευμα Quistclose (η «Πρωτεύουσα Αξίωση των Εφεσειόντων»), είτε με βάση εξ επαγωγής εμπίστευμα (Constructive Trust) προς όφελος του Εναγόμενου αρ. 5 («η Δευτερεύουσα Αξίωση των Εφεσειόντων») και ως εκ τούτου το Άρθρο 4 του Κεφ. 6 είχε πλήρη εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης.
.............................
Έκτος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή αυθαίρετα, απεφάνθη ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την απαίτηση και/ή την αγωγή των Εναγόντων/Εφεσειόντων εναντίον των ημεδαπών Εναγομένων αρ. 1‑4/Εφεσίβλητων.
..............................
Έβδομος Λόγος
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή καθ' υπέρβαση εξουσίας, απεφάνθη ότι η ιδιοκτησιακή αξίωση των Εφεσειόντων επί των μετοχών STUPINO δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τα ζητήματα της επίδικης δανειακής σύμβασης και τις απαιτήσεις των Εφεσειόντων για την αποπληρωμή του χρέους από την υπό εκκαθάριση Εναγόμενη αρ. 5 και κατά συνέπεια επειδή η Εναγόμενη αρ. 5 εβρίσκετο υπό εκκαθάριση στη Ρωσία, τα ρωσικά δικαστήρια ήταν τα μόνα που έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την απαίτηση των Εφεσειόντων εναντίον των Εναγομένων αρ. 1‑4/Εφεσίβλητων αναφορικά με τις μετοχές STUPINO.»
Οι θέσεις των εφεσειόντων είναι οι ακόλουθες:
Οι εφεσείοντες είναι οι τελικοί δικαιούχοι και διάδοχοι των αρχικών δανειστών της εφεσίβλητης 5. Η εφεσίβλητη 5 είναι εταιρεία που συστάθηκε στη Ρωσία. Το Μάρτιο του 2007 εξαγοράστηκε από τη ρωσική εταιρεία RusSpetsStal. Η RusSpetsStal έγινε η μητρική εταιρεία της εφεσίβλητης 5 και ήτο υπεύθυνη για τη διαχείριση της στο πλαίσιο μιας σύμβασης διαχείρισης ημερ. 2.4.2007. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της RusSpetsStal ήτο ο εφεσίβλητος 6. Ο εφεσίβλητος 6 έλεγχε την RusSpetsStal, ως εκ τούτου και την εφεσίβλητη 5. Στις 20.6.2007, οι μέτοχοι της RusSpetsStal ίδρυσαν στην Κύπρο την εταιρεία RusSpecsSteel. Στις 14.11.2007 η RusSpecsSteel ίδρυσε τη ρωσική εταιρεία SpetStalInvest, την οποία έλεγχαν ο εφεσίβλητος 6 και ο εφεσίβλητος 7, γαμπρός του εφεσίβλητου 6. Το Νοέμβριο του 2007 η SpetStalInvest συμφώνησε να αγοράσει τις μετοχές Stupino.
Στις 26.11.2007, όμιλος τραπεζών των οποίων διάδοχοι ήταν οι εφεσείοντες, παρείχε στην εφεσίβλητη 5, η οποία ήταν υπό τη διαχείριση της RusSpesStal, πιστωτική διευκόλυνση (δάνειο) δυνάμει Συμφωνίας Διευκόλυνσης (Facility Agreement) για το ποσό των USD 80.000.000. Σύμφωνα με τον όρο 3.1 της Συμφωνίας Διευκόλυνσης, η οφειλέτρια εφεσίβλητη 5 θα χρησιμοποιούσε το δάνειο που έλαβε από τον όμιλο δανειστών για να (α) χρηματοδοτήσει τις εξαγωγές των εμπορευμάτων της, (β) επαναχρηματοδοτήσει (refinance) χρέη που υπήρχαν και (γ) καλύψει άλλους γενικούς εταιρικούς σκοπούς.
Η εφεσίβλητη 5 απέκτησε γραμμάτια από τη ρωσική τράπεζα Gazprombank μέσω των οποίων θα διοχέτευε όλο το ποσό του δανείου που θα λάμβανε με βάση τη Συμφωνία Διευκόλυνσης στη SpetStalInvest για να μπορέσει να αγοράσει τις μετοχές Stupino. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, τα ποσά των γραμματίων ταιριάζουν ακριβώς με την αντιπαροχή που καταβλήθηκε για τις μετοχές Stupino. Στις 18.12.2007, εν αναμονή της επικείμενης πληρωμής των προκαταβολών στο πλαίσιο της Συμφωνίας Διευκόλυνσης, η εφεσίβλητη 5 συμφώνησε να πωλήσει και στη συνέχεια μεταβίβασε τα γραμμάτια Gazprombank στην SpetStalInvest. Στις 24.1.2008 η SpetStalInvest εκτέλεσε την αρχική συμφωνία αγοραπωλησίας μετοχών για να αποκτήσει τις μετοχές Stupino.
Η εφεσίβλητη 5 παραβίασε τις υποχρεώσεις της με βάση τη Συμφωνία Διευκόλυνσης και άφησε σημαντικό μέρος του δανείου ανεξόφλητο.
Οι εφεσείοντες, έχοντας αποκτήσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των αρχικών δανειστών, άρχισαν διαδικασίες στο Λονδίνο κατά της εφεσίβλητης 5, δηλαδή της οφειλέτειδας στο πλαίσιο της Συμφωνίας Διευκόλυνσης, η οποία περιλάμβανε μια Αγγλική ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας. Στις 6.6.2016 το Εμπορικό Δικαστήριο του Λονδίνου εξέδωσε ερήμην απόφαση εναντίον της εφεσίβλητης 5 για το ποσό των USD 36,195,013.50, πλέον €351,120.95, πλέον GBP 10,140.
Θέση των εφεσειόντων είναι ότι το εν λόγω δάνειο ημερ. 26.11.2007, αντί να χρησιμοποιηθεί για τους επιτρεπόμενους σκοπούς που όριζε ο όρος 3.1 της Συμφωνίας Διευκόλυνσης, χρησιμοποιήθηκε από τη διευθυντική ομάδα της εφεσίβλητης 5, συμπεριλαμβανομένων των εφεσιβλήτων 6 και 7 μέσω μιας σειράς συνδυασμένων και/ή σχετιζόμενων συναλλαγών για να αγοραστούν οι μετοχές Stupino, οι οποίες αγοράστηκαν αρχικά από τη ρωσική εταιρεία SpetStalInvest που ήταν θυγατρική εταιρεία της κυπριακής εταιρείας RusSpecsSteel και στη συνέχεια στην Rss Management. Μεταγενέστερα, μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2012, ή το αργότερο μέχρι 29.10.2012, οι μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα των εφεσιβλήτων 1-4 που είναι εγγεγραμμένες στην Κυπριακή Δημοκρατία και σε τρεις εταιρείες των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Στις 26.11.2009, η εφεσίβλητη 5, τέθηκε σε διαδικασία αφερεγγυότητας με απόφαση Ρωσικού Δικαστηρίου. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η SpetStalInvest πλήρωσε για να αποκτήσει τις μετοχές Stupino με χρήματα του δανείου που παραχώρησε ο όμιλος δανειστών στην εφεσίβλητη 5 με βάση τη Συμφωνία Διευκόλυνσης.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι εφεσίβλητες 1-4 κατέχουν τις μετοχές Stupino με βάση το εμπίστευμα Quistclose αφού η αγορά των μετοχών έγινε με την παράνομη χρησιμοποίηση χρημάτων που με βάση τις αρχές της επιείκειας (equity) ανήκαν στην εφεσίβλητη 5 - οφειλέτιδα. Κατά τους εφεσείοντες, ο ισχυρισμός ότι οι μετοχές Stupino αγοράστηκαν με τα χρήματα της δανειακής σύμβασης αποδεικνύεται από το ότι η συνολική τιμή των γραμματίων και η τιμή αγοράς των μετοχών είναι πανομοιότυπες, η δανειακή σύμβαση εκτελέστηκε λίγες μέρες μετά την πώληση των μετοχών και από το ότι ο πρώην γενικός διευθυντής της εφεσίβλητης 5 παραδέχθηκε ότι οι προκαταβολές που χορηγήθηκαν στην εφεσίβλητη 5 χρησιμοποιήθηκαν για να αγοραστούν μετοχές της Stupino.
Είναι περαιτέρω θέση των εφεσειόντων ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εφεσίβλητες 1-4 ήταν καλόπιστοι αγοραστές για αξία χωρίς προειδοποίηση της παραβίασης του καθήκοντος εμπιστοσύνης. Επιπρόσθετα, η ιχνηλάτιση είναι αναγκαία γιατί δεν μπορούν να είναι στο παρόν στάδιο σίγουροι για την ταυτότητα των προσώπων που ενήργησαν για λογαριασμό των εφεσιβλήτων 1-4 και ποιος διευθέτησε να αποκτήσουν τις μετοχές Stupino ή ποιός συνήψε τις συμφωνίες για λογαριασμό τους.
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες βασίζουν την υπόθεση τους σε εξ επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust) προς όφελος της εφεσίβλητης 5 αναφορικά με τις μετοχές που κατ' ισχυρισμό οι εφεσίβλητες 1-4 κατέχουν στην εταιρεία Stupino. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες ως πιστωτές του οφειλέτη, δηλαδή της εφεσίβλητης 5, προβάλλουν ότι οι εφεσίβλητες εταιρείες 1 - 4 είναι εξ επαγωγής καταπιστευματοδόχοι (constructive trustees) των μετοχών Stupino για την εφεσίβλητη 5, με αυτές τις μετοχές να είναι ανιχνεύσιμη περιουσία (traceable property) που λήφθηκε και κατέχεται από αυτές, μετά από παραβιάσεις των καθηκόντων εμπιστοσύνης που οφείλονταν στους εφεσείοντες.
Οι εφεσίβλητοι 1-4 από την άλλη υποστηρίζουν ότι μεταβίβασαν τις μετοχές Stupino σε Ρωσικές εταιρείες από τις 28.12.2015 και συνακόλουθα δεν τις κατέχουν πλέον και ότι το έγγραφο που επεσύναψε η άλλη πλευρά προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους ότι οι μετοχές κατέχονται από αυτούς, είναι πλαστό. Αρνούνται επίσης ότι χρησιμοποιήθηκαν χρήματα από την πιστωτική διευκόλυνση (Facility Agreement) ημερ. 26.11.2007 για την αγορά εκ μέρους της εφεσίβλητης 5 των μετοχών Stupino. Η πληρωμή έγινε με βάση δύο υποσχετικές σημειώσεις της Gazprombank για το ποσό των 40 εκ. δολαρίων Αμερικής, τις οποίες έλαβε η εταιρεία SpetStalInvest από την εφεσίβλητη 5 στη βάση μεταξύ τους συμφωνίας. Μετά από τελεσίδικες δικαστικές διαδικασίες στη Ρωσία και εξώδικους συμβιβασμούς στη Ρωσία, έγινε πλήρης αποπληρωμή του ποσού που δόθηκε από την εφεσίβλητη 5 στην SpeStalInvest για την αγορά των μετοχών Stupino.
Περαιτέρω, προβάλλουν ότι ούτε με βάση το αγγλικό δίκαιο δημιουργείται εμπίστευμα Quistclose λόγω του ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η Συμφωνία Διευκόλυνσης προνοούσε τη χρήση των χρημάτων αποκλειστικά για συγκεκριμένο σκοπό, αλλά ούτε και προνοούσε ότι τα χρήματα θα χρησιμοποιούντο για συγκεκριμένες προαναγνωρισμένες πληρωμές. Είναι περαιτέρω θέση των εφεσίβλητων 1-4 ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί εμπίστευμα τύπου Quistclose λόγω του ότι εγγεγραμμένη μέτοχος των μετοχών Stupino είναι η Bank Rossiya. Ούτε και έχει δημιουργηθεί, κατά τη θέση τους, εξ' επαγωγής εμπίστευμα (Constructive Trust) προς όφελος της εφεσίβλητης 5 αναφορικά με τις μετοχές που κατ' ισχυρισμό κατέχουν οι εφεσίβλητες 1-4 στη Stupino. Υποστηρίζουν ότι ο μόνος που θα μπορούσε να επικαλεστεί εξ' επαγωγής εμπίστευμα είναι ο εκκαθαριστής της εφεσίβλητης 5, αφού οποιοδήποτε εξ' επαγωγής εμπίστευμα θα είναι προς όφελος της εφεσίβλητης 5.
Συμφωνούν επίσης με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας να εκδικάσουν την απαίτηση των εφεσειόντων αναφορικά με τις μετοχές Stupino. Οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν σε απόφαση στη Γενική Αίτηση 4/2015 ημερ. 6.10.2015 την οποία άλλος πιστωτής της εφεσίβλητης 5 καταχώρισε για εγγραφή στην Κυπριακή Δημοκρατία αγγλικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της εφεσίβλητης 5. Στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης καταχωρήθηκε ενδιάμεση αίτηση για δέσμευση των μετοχών Stupino με ισχυρισμό ότι αυτές ανήκαν στην εφεσίβλητη 5. Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τότε Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κ. Μαλαχτός, απεφάνθη ότι αρμόδια για να επιληφθούν οποιαδήποτε θέματα αναφορικά με την εφεσίβλητη 5 ήταν τα Ρωσικά Δικαστήρια, εφόσον η εφεσίβλητη 5 τελούσε υπό εκκαθάριση. Υπέμνησε ότι μόνο στην περίπτωση που η εφεσίβλητη 5 κινείτο νομικά η ίδια εναντίον των κυπριακών εταιρειών προσωπικά, πιθανόν να υπήρχε δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ξεκίνησε την εξέταση των αιτούμενων θεραπειών υπό το πρίσμα του Άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6. Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον λόγο έφεσης 5 ο οποίος αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι το Άρθρο 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 είχε πλήρη εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης εφόσον το αντικείμενο των ενδιάμεσων διαταγμάτων, δηλαδή οι μετοχές Stupino, ήταν το αντικείμενο της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, δεν θα έπρεπε να εφαρμόσει το Άρθρο 32 του Ν. 14/60 χωρίς να λάβει υπόψη το Άρθρο 4 του Κεφ. 6.
Σε σχέση με το Άρθρο 4 του Κεφ. 6, λέχθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση Dolego Estates Ltd κ.ά. v. Φιλίππου κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1217:
«Το άρθρο 4 αναφέρεται στις θεραπείες τις οποίες το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει και ειδικά ότι είναι δυνατό να δεσμευθεί περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Αγωγής. Οι προϋποθέσεις όμως που πρέπει να συντρέχουν για τη δέσμευση περιουσίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της Αγωγής είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπό κρίση αίτηση αφορούσε δεσμευμένες περιουσίες που συνιστούσαν το αντικείμενο της αγωγής και επομένως ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του Άρθρου 4 του Κεφ. 6 οι οποίες μπορούσαν να εξεταστούν ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Υπέμνησε επίσης ότι το Άρθρο 32 του Ν. 14/60 είναι ευρύτερης αποδοχής και ότι όταν αίτηση εξετάζεται δυνάμει αυτού, αυτόματα λαμβάνονται υπόψη οι πρόνοιες του Άρθρου 4 του Κεφ. 6 (βλ. Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε ότι δεν εκδίδεται διάταγμα με βάση το Άρθρο 4 του Κεφ. 6 από μόνο το γεγονός ότι το αίτημα αφορά περιουσία που είναι το αντικείμενο της αγωγής και προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο τηρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60.
Δεν βρίσκουμε έρεισμα για παρέμβαση μας στο θέμα που εγείρεται με τον λόγο έφεσης 5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά το Άρθρο 4 του Κεφ. 6 κατά την εξέταση του υπό κρίση προσωρινού διατάγματος.
Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1 μέχρι 4 μαζί, λόγω της συνάφειας τους. Αυτοί ουσιαστικά αφορούν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε ευρήματα επί της ουσίας και ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60.
Είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ότι κατά παράβαση των νομικών αρχών που καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, η απόφαση Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν αποδείξει τη δημιουργία εμπιστεύματος Quistclose και/ή την ύπαρξη εμπιστεύματος (Constructive Trust) προς όφελος της εφεσίβλητης 5 και ότι δεν νομιμοποιούντο να απαιτούν την ιδιοκτησία των μετοχών Stupino από τις εφεσίβλητες εταιρείες 1-4, προβαίνοντας με αυτή την κρίση σε ευρήματα επί της ουσίας της διαφοράς. Επίσης, παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι το εφαρμοστέο δίκαιο της υπόθεσης ήταν το Αγγλικό Δίκαιο και ότι με βάση γνωμοδότηση Άγγλου δικηγόρου που παρουσίασαν, αποδεικνύεται ότι έχει δημιουργηθεί εκ πρώτης όψεως εμπίστευμα Quistclose και εξ' επαγωγής εμπίστευμα και επομένως ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσιβλήτων 1-4 υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, προτάσσοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της κυρίως υπόθεσης. Είναι η θέση τους ότι εν πάση περιπτώσει δεν χρειάζετο το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία, εφόσον από απλή ανάγνωση του όρου 3.1(c) της Συμφωνίας Διευκόλυνσης προκύπτει ότι δεν έχει δημιουργηθεί το εμπίστευμα Quistclose. Είναι περαιτέρω θέση τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι δεν έχει δημιουργηθεί εξ' επαγωγής εμπίστευμα και ότι ορθά εφάρμοσε το Αγγλικό Δίκαιο το οποίο είναι παραδεκτό, όπως ανέφεραν, ότι εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.
Το Άρθρο 32 του Ν. 14/60 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Για την επιτυχή επίκληση του Άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις:
(i) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(ii) η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και
(iii) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του απαιτούμενου διατάγματος (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 782, Πουργουρίδη v. Μέζου (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, M & Ch Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. v. Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, A. J. Georghiades Estates Ltd v. N. Haddad Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε100/2021, ημερ. 23.10.23).
Το Δικαστήριο, στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο δεν αποφασίζει επί της ουσίας της αγωγής, αλλά περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Ν. 14/60. Δεν απαιτείται η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξης του (T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Γ Α.Α.Δ. 1802, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muscita Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015, Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 731, Trafalgar Developments Ltd κ.ά. v. Uralchem Holdings P.L.G. κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017, ημερ. 21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:A49, ECLI: CY: AD: 2019:A49).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε εκτενή αναφορά στις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 και προέβη σε ανάλυση της φύσης των εμπιστευμάτων Quistclose με αναφορά στην ομώνυμη απόφαση της Βουλής των Λόρδων Barclays Bank Ltd v. Quistclose Investments Ltd [1970] AC 567. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξήγησε ότι το εν λόγω εμπίστευμα αποτελεί μέσο εξασφάλισης για τους πιστωτές, νοουμένου ότι στη σύμβαση δανείου έχει προστεθεί ρήτρα δια της οποίας διευκρινίζεται ότι ο δανειστής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα μόνο για συγκεκριμένο σκοπό. Σε περίπτωση που χρησιμοποιηθούν για οιονδήποτε άλλο λόγο, τότε δημιουργείται εμπίστευμα για το επίδικο ποσό προς όφελος του πιστωτή.
Όπως επεξηγείται στο σύγγραμμα Underhill & Hayton, "Law of Trusts & Trustees" 18η Έκδοση, σελ. 21, παρα. 1.25:
"A loan arrangement may commence as a trust of the money loaned to enable the borrower only to carry out a particular purpose resulting, if the purpose is performed, in a pure debtor - creditor relationship excluding any trust, but in the event of non-performance of the purpose the lender can rely on the loaned money being held on trust for the lender. This was the situation in Barclays Bank Ltd v. Quistclose Investments Ltd."
Στην υπόθεση Quistclose (ανωτέρω) η εταιρεία Rolls Razor έλαβε δάνειο από την εταιρεία Quistclose για τον συγκεκριμένο εξειδικευμένο σκοπό της πληρωμής μερισμάτων στους μετόχους της. Τα χρήματα κατατέθηκαν σε ξεχωριστό ειδικό λογαριασμό της Rolls Razor στη τράπεζα Barclays. Η Rolls Razor τέθηκε υπό εκκαθάριση πριν την πληρωμή μερισμάτων. Η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε ότι τα εν λόγω χρήματα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την τράπεζα Barclays για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων (overdraft) της Rolls Razor προς την Barclays και ότι είχε δημιουργηθεί εμπίστευμα για το επίδικο ποσό προς όφελος της εταιρείας Quistclose, ως πιστωτή.
Η απόφαση Quistclose ακολουθήθηκε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Twinsectra Ltd v. Yardley and others [2002] UKHL 12.
Στην απόφαση Bieber and others v. Teathers Ltd (in Liquidation) [2012] EWCA Civ 1466 υιοθετήθηκε η απόφαση Twinsectra (ανωτέρω), με την οποία κρίθηκε ότι για να στοιχειοθετηθεί εμπίστευμα τύπου Quistclose θα πρέπει να αποδειχθεί από τον ενάγοντα ότι:
· τα χρήματα θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για συγκεκριμένο σκοπό (to use it in a particular way)
· τα χρήματα θα χρησιμοποιούντο αποκλειστικά για να εκτελεστούν συγκεκριμένες προαναγνωρισμένες πληρωμές (be used exclusively to effect particular identified payments) και
· η κυριότητα των χρημάτων δεν είχε ποτέ περάσει στα χέρια των δανειοληπτών (the recipient has no beneficial interest in the money) και ο δανειολήπτης πρέπει να τα επιστρέψει εφόσον τα χρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Στην απόφαση Bellis & Co v. Challinor and others [2015] EWCA Civ. 59, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Quistclose-type trusts are a species of resulting trust which arise where property (usually money) is transferred on terms which do not leave it at the free disposal of the transferee. That restriction upon its use is usually created by an arrangement that the money should be used exclusively for a stated purpose or purposes: see Twinsectra at para. 71".
Τα εξ' επαγωγής εμπιστεύματα (constructive trusts) πηγάζουν από τις αρχές τις επιείκειας, οι οποίες με βάση το Άρθρο 29(1)(γ) του Ν.14/60, τυγχάνουν εφαρμογής ως αρχές δικαίου στην Κύπρο. Στην απόφαση Χριστοφόρου v. Χριστοφόρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1551 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τα απολήγοντα και τα εξ' επαγωγής εμπιστεύματα:
«Τα απολήγοντα και τα εξ' επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ' εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση ρητή ή εξυπακουόμενη».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην υπό κρίση υπόθεση, αποφάνθηκε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί εμπίστευμα Quistclose, αλλά ούτε και εξ' επαγωγής εμπίστευμα. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργηθεί εμπίστευμα τύπου Quistclose αφού όπως επισημάνθηκε, η επίδικη σύμβαση δεν καθορίζει αποκλειστικό σκοπό χρησιμοποίησης των χρημάτων που δανείστηκε η εναγόμενη 5. Συγκεκριμένα, η δανειακή σύμβαση (τεκμ. 28 στην 1η Ε.Δ. Bokova), αναφέρει στο άρθρο 3.1 τους σκοπούς για τους οποίους παραχωρείται δάνειο ως ακολούθως:
"Purpose
The Borrower shall apply all amounts borrowed by it under the Facility towards:
(a) financing the export of the Pruducts
(b) refinancing its existing indebtedness; and
(c) other general corporate purposes",
Ο αμέσως επόμενος όρος 3.2, διευκρινίζει:
"Monitoring
No Finance Party is bound to monitor or verify the application of any amount borrowed pursuant to this Agreement".
Από την ανάγνωση του όρου 3.1(c) προκύπτει ότι η επίδικη σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης δεν προβλέπει την χρήση των χρημάτων για συγκεκριμένο σκοπό, αλλά ούτε και προνοεί ότι τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για συγκεκριμένες προαναγνωρισμένες πληρωμές. Ο όρος «other general corporate purposes» του άρθρου 3.1 (c) είναι ευρύς δεδομένου ότι δίνει δικαίωμα στην εναγομένη 5 να χρησιμοποιήσει τα χρήματα του δανείου για οποιουσδήποτε άλλους εταιρικούς σκοπούς, πλην και πέραν από αυτούς που αναφέρονται στις παραγράφους 3.1(a) και (b).
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3.2 δεν υπάρχει οιοσδήποτε έλεγχος από τον δανειστή, των χρημάτων που δόθηκαν με βάση την συμφωνία πιστωτικής διευκόλυνσης. Αντιθέτως, ο δανειολήπτης ήταν ελεύθερος να χρησιμοποιήσει τα χρήματα όπως ο ίδιος πίστευε χωρίς οποιοδήποτε έλεγχο (monitoring) από την πλευρά των δανειστών.
Όπως προαναφέρθηκε, απαραίτητο στοιχείο της απόδειξης εμπιστεύματος τύπου Quistclose είναι η διατήρηση δικαιώματος στους δανειστές, για τον έλεγχο της χρήσης των χρημάτων από τον δανειολήπτη μέσω καταπιστεύματος (βλ. Bieber v. Teathers ανωτέρω). Στοιχείο που στην παρούσα περίπτωση, η παράγραφος 3.2 της επίδικης σύμβασης αποκλείει ρητά.
Περαιτέρω, η απαίτηση της ενάγουσας για μεταβίβαση των μετοχών Stupino στο όνομα της δυνάμει εμπιστεύματος Quistclose, είναι κατά την κρίση μου λανθασμένη. Το εμπίστευμα Quistclose όπως έχει καθιερωθεί στο αγγλικό δίκαιο της επιείκειας, αφορά στα χρήματα του δανείου που κατ' ισχυρισμό χρησιμοποιήθηκαν αντισυμβατικά και όχι την περιουσία που αποκτήθηκε κατά παράβαση της δανειακής σύμβασης. Ακόμη δηλαδή και να αποδεικνύονταν οι προϋποθέσεις για την δημιουργία εμπιστεύματος Quistclose αυτό θα αφορούσε εμπίστευμα στο ποσό που δανείστηκε η εναγομένη αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα δημιουργείτο εμπίστευμα στις μετοχές που κατ' ισχυρισμό αποκτήθηκαν κατά παράβαση της δανειακής σύμβασης. Όπως προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, το εμπίστευμα αφορά μόνο χρηματικό ποσόν και ειδικά το ποσόν του δανείου και όχι οτιδήποτε άλλο. Όπως προαναφέρθηκε, το εμπίστευμα Quistclose αποτελεί τρόπο προστασίας του πιστωτή σε περίπτωση αφερεγγυότητας και εκκαθάρισης του οφειλέτη με αποτέλεσμα το δανεισθέν ποσόν να μην αποτελεί μέρος της διαδικασίας εκκαθάρισης και του ενεργητικού του πιστωτή. Δεν προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία ότι το εν λόγω εμπίστευμα επεκτείνεται πλην του δανεισθέντος ποσού και σε περιουσιακά στοιχεία που αγοράστηκαν αντισυμβατικά με το ποσόν του δανείου. Υπό τας περιστάσεις δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί εμπίστευμα Quistclose στις μετοχές Stupino όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα.
Περαιτέρω από το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου δεν καταδεινύεται εξ' επαγωγής εμπίστευμα (constructive trust) υπέρ της εναγομένης 5. Υπενθυμίζεται ότι η θέση της ενάγουσας ότι το εξ' επαγωγής εμπίστευμα δημιουργήθηκε όχι υπέρ της αλλά υπέρ της εναγομένης 5 και ότι οι μετοχές Stupino είναι ανιχνεύσιμη περιουσία (traceable property) που κατέχεται από τις εναγόμενες 1 έως 4, μετά από παραβιάσεις των καθηκόντων εμπιστοσύνης που όφειλε η εναγομένη 5 στην ενάγουσα. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που δημιουργήθηκε τέτοιο εμπίστευμα υπέρ της εναγομένης 5, η ενάγουσα δεν έχει αποδείξει πως η ίδια νομιμοποιείται στην ιδιοκτησιακή της απαίτηση επί των πιο πάνω μετοχών. Από μόνο του το γεγονός ότι έχει εκχωρηθεί στο όνομα της το επίδικο χρέος, δεν την νομιμοποιεί να διεκδικεί την ιδιοκτησία των πιο πάνω μετοχών εκ μέρους της εναγομένης 5. Υπενθυμίζεται δε ότι ο εκκαθαριστής της εναγόμενης 5 στη Ρωσία δεν διεκδικεί τις εν λόγω μετοχές ούτε προκύπτει να επικαλείται οιονδήποτε εμπίστευμα προς όφελος της εναγομένης 5.»
Όπως τονίστηκε στην απόφαση Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.ά. (ανωτέρω):
«Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας, που αποτελεί προϋπόθεση, γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας: (βλ. Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557). Διευκρινίζουμε ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας.»
Επομένως, η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας. Μια προκαταρκτική έστω αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορέσει το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική αξία της υπόθεσης του διαδίκου που αιτείται την έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Στην απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά. v. Πέτρου Σιακόλα κ.ά. (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A102 ECLI:CY:ΑD:2017:Α102), λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ορθή είναι η κοινή θέση ότι σ΄αυτό το στάδιο το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση και ευρήματα επί της ουσίας πέραν του ό,τι είναι αναγκαίο για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας που συνίστανται στη διαπίστωση του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 και οι σχετικές αρχές της νομολογίας (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Demades Overseas Ltd v. Studio Ma. St Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799, Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015, Μιχαηλίδης v. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209).
Όπως εξηγήθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του. Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»
Δεν συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τα πιο πάνω συμπεράσματα του για μη ύπαρξη εμπιστεύματος Quistclose, ή εξ' επαγωγής εμπιστεύματος, προέβη σε ευρήματα επί της ουσίας της υπόθεσης. Κατ' αρχάς επαναλαμβάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη σχετική νομολογία, τόνισε ότι δεν θα εξέταζε την ουσία της υπόθεσης και ότι το έργο του, περιορίζετο στη διαπίστωση κατά πόσο τηρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο μελέτησε, όπως ανέφερε στην απόφαση, όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα, τις ένορκες δηλώσεις αλλά και τις εκατέρωθεν αγορεύσεις των δικηγόρων, με σκοπό να καταλήξει κατά πόσο υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, με βάση το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και τη νομολογία, ότι δεν δημιουργήθηκε εμπίστευμα Quistclose, ούτε και εξ' επαγωγής εμπίστευμα και ότι συνακόλουθα δεν πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός των αποδεκτών και νομολογημένων ορίων τα οποία αφορούν στην έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, εφαρμόζοντας τόσο το Κυπριακό όσο και το Αγγλικό Δικαιο, χωρίς να αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης. Επισημαίνουμε περαιτέρω ότι όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασιστούν όταν εκδικαστεί η ουσία της (Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banka D.D. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 225).
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1 μέχρι 4 απορρίπτονται.
Ακολουθεί η εξέταση των λόγων έφεσης 6 και 7 που αφορούν το θέμα της δικαιοδοσίας. Το θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης και ως εκ τούτου μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Παναγιώτου v. Χατζήκυριακου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362). Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση (Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1E A.A.D. 729, Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 (B) Α.Α.Δ. 1160).
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την απαίτηση τους.
Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ότι η κύρια αξίωση τους είναι εναντίον των εφεσιβλήτων 1-4 που είναι κυπριακές εταιρείες και ότι τόσο η οφειλέτιδα εφεσίβλητη 5 όσο και οι εφεσίβλητοι 6 και 7 είναι αναγκαίοι διάδικοι. Υπάρχει καλή και συζητήσιμη υπόθεση για διεκδίκηση και ιχνηλάτιση της ιδιοκτησίας των μετοχών Stupino προσωπικά εναντίον των εφεσιβλήτων 1-4 που είναι κυπριακές εταιρείες στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον τους δικαιωματικά δυνάμει του Άρθρου 4 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1215/12. Οι εφεσείοντες έχουν καλή συζητήσιμη υπόθεση εναντίον των κυπριακών εταιρειών - εφεσιβλήτων 1-4 και έχουν συνενώσει στην κυπριακή αγωγή τους αλλοδαπούς εφεσιβλήτους 5-7 ως αναγκαίους διάδικους γιατί οι απαιτήσεις των εφεσειόντων εναντίον των ημεδαπών εφεσιβλήτων 1-4 είναι αλληλένδετες και αλληλοεξαρτώμενες με τις απαιτήσεις εναντίον των αλλοδαπών εφεσιβλήτων και ως εκ τούτου η δικαιοσύνη απαιτεί να εκδικαστούν ενώπιον ενός Δικαστηρίου προκειμένου να αποφεχθεί η πολλαπλότητα των διαδικασιών και ο κίνδυνος της έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.
Οι εφεσείοντες περαιτέρω προβάλλουν ότι η ιδιοκτησιακή απαίτηση τους για περιουσία που κατέχουν οι κυπριακές εταιρείες στο εξωτερικό και συγκεκριμένα για τις μετοχές Stupino με βάση το εμπίστευμα Quistclose ήταν ανεξάρτητη και δεν αφορούσε τη διαδικασία εκκαθάρισης της εφεσίβλητης 5 που εκκρεμούσε στη Ρωσία. Προωθούσαν δε τη διαζευκτική δευτερεύουσα απαίτηση τους με βάση το εξ' επαγωγής εμπίστευμα εκ μέρους της εφεσίβλητης 5 γιατί ο εκκαθαριστής της εφεσίβλητης 5 αρνήθηκε να ενεργήσει για να διεκδικήσει την ιδιοκτησία των μετοχών Stupino εκ μέρους της εφεσίβλητης 5, παρόλο που εκλήθη να το πράξει από τους εφεσείοντες. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι η υπό κρίση αίτηση δεν σχετίζεται με την έκδοση ερήμην απόφασης από το Αγγλικό Δικαστήριο εναντίον της εφεσίβλητης 5 για το επίδικο δάνειο, ούτε η απαίτηση επί των μετοχών γίνεται για σκοπούς εκτέλεσης.
Αντίθετα, είναι η θέση των εφεσιβλήτων 1-4 ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας για δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι ότι η απαίτηση συναρτάται με τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης 5, η οποία βρίσκεται υπό καθεστώς πτωχευτικής διαδικασίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και/ή σε σχέση με απαιτήσεις των πιστωτών της εφεσίβλητης 5. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα Ρωσικά Δικαστήρια είναι το κατάλληλο forum για να εκδικάσουν την υπό κρίση διαδικασία εφόσον το ρωσικό δίκαιο είναι αυτό που εφαρμόζεται στις πλείστες συναλλαγές τις οποίες το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση με τη δικαιοδοσία, αποφάνθηκε τα ακόλουθα:
«Σε καμία περίπτωση η ιδιοκτησιακή απαίτηση της ενάγουσας επί των μετοχών Stupino δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα ζητήματα της επίδικης δανειακής σύμβασης και τις απαιτήσεις της ενάγουσας για αποπληρωμή του χρέους από την υπό εκκαθάριση εναγομένη 5. Από την στιγμή που η εναγομένη 5 βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης στην Ρωσική Ομοσπονδία, τα Ρωσικά Δικαστήρια είναι τα μόνα που έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την απαίτηση της ενάγουσας εναντίον των καθ' ων η αίτηση για τις πιο πάνω μετοχές.
Υιοθετείται επί του προκειμένου η ανάλυση του αδελφού Προέδρου στην Γενική Αίτηση 4/15 του Ε.Δ. Λάρνακας με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για παγοποίηση των μετοχών Stupino σε διαδικασία εγγραφής της αλλοδαπής απόφασης που εκδόθηκε από το Αγγλικό High Court και η οποία αφορούσε μέρος του επίδικου δανείου της εναγομένης 5 στον αρχικό όμιλο δανειστών. Στην πιο πάνω απόφαση λέχθηκε με παραπομπή στο άρθρο 47 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2021 ότι αρμόδια για να επιληφθούν οποιαδήποτε θέματα για την περιουσία της εναγόμενης 5, είναι τα Ρωσικά Δικαστήρια αφού η εταιρεία αυτή τελεί υπό εκκαθάριση στην Ρωσική Ομοσπονδία. Λέχθηκε ταυτόχρονα ότι μόνο στην περίπτωση που η εναγομένη 5 κινείτο νομικά η ίδια εναντίον των Κυπριακών εταιρειών προσωπικά για δημιουργία εμπιστεύματος, πιθανόν να υπήρχε δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Το γεγονός όμως αυτό δεν νομιμοποιεί την ενάγουσα να καταχωρήσει αγωγή αντί της εναγομένης 5 και να διεκδικεί η ίδια τις μετοχές Stupino, επικαλούμενη εξ' επαγωγής εμπίστευμα.»
Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει λόγος επέμβασης μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη δικαιοδοσία. Είναι εμφανές ότι η απαίτηση των εφεσειόντων συναρτάται άμεσα με τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης 5, η οποία βρίσκεται υπό εκκαθάριση. Εφόσον η εφεσίβλητη 5 βρίσκεται υπό καθεστώς εκκαθάρισης, δικαιοδοσία έχουν τα Ρωσικά Δικαστήρια.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 6 και 7 απορρίπτονται.
Εν κατακλείδι, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €6.800,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.