ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                       (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 46/2019)

 

6 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                                 1.   SATEMCO LTD

2.     APPINE TRADING LTD

                                                                                                       Εφεσείουσες,

v.

 

   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ

ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ

                                                                                                         Εφεσίβλητου.

 

--------------------

 

 Α. Αγγελίδης,  για Εφεσείoυσες.

Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για  Γενικό  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητο.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Κατόπιν κατ' επανάληψη αποτυχημένων προσπαθειών ως προς τούτο, ο Τουρκοκύπριος [.] (εφεξής «ο Τ/Κ πωλητής») εξασφάλισε τη συγκατάθεση του Υπουργού Εσωτερικών (εφεξής «ο Υπουργός») ως Κηδεμόνα των τουρκοκυπριακών περιουσιών (εφεξής «ο Κηδεμόνας») βάσει των περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 139 του 1991»), για την πώληση μέρους ακίνητης ιδιοκτησίας του στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές (εφεξής «οι ελεγχόμενες περιοχές») και, συγκεκριμένα του κτήματος με αρ.  εγγραφής [.] τ.μ. (η λοιπή έκταση εμβαδού [.] τ.μ., είχε απαλλοτριωθεί) στο Δήμο Γεροσκήπου (εφεξής «το ακίνητο»).

 

Ενώ, προηγουμένως, ο Κηδεμόνας αρνείτο να συγκατατεθεί στην πώληση του ακινήτου λόγω του ότι η προτεινόμενη τιμή πώλησης ήταν πολύ χαμηλότερη της αξίας του, τελικώς ενέκρινε την πώληση, σε δύο εταιρείες επιλογής του Τ/Κ πωλητή (συγκεκριμένα, τις εταιρείες SATEMCO LTD και ΑPPINE TRADING LTD -εφεξής «οι δύο εταιρείες»- οι οποίες είναι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες στην παρούσα υπόθεση), μερίδιο του τεμαχίου ανά [.] τ.μ. σε έκαστη εταιρία, με τιμή πώλησης [.] για έκαστο μερίδιο.

Ο Κηδεμόνας έδωσε τη συγκατάθεσή του (η οποία επισφραγίστηκε με επιστολές ημερ. 10.12.2010 και 27.12.2010, αντίστοιχα, του Υπουργείου Εσωτερικών -εφεξής «το Υπουργείο»- προς τον δικηγόρο του Τ/Κ πωλητή) λαμβάνοντας υπόψη την (τότε) τρέχουσα αγοραία αξία του ακινήτου και το γεγονός ότι ο Τ/Κ πωλητής διέμενε επίσημα στις ελεγχόμενες περιοχές από το 2006 (ως διαπιστώθηκε από τις αρμόδιες αρχές) και αντιμετώπιζε οικονομικές υποχρεώσεις.

 

Εν συνεχεία, ο Τ/Κ πωλητής συνομολόγησε, στις 10.1.2011, σύμβαση αγοραπωλησίας με έκαστη από τις δυο εταιρείες, οι οποίες συμβάσεις προέβλεπαν για την πώληση σε έκαστη εταιρεία μεριδίου [.] τ.μ. του ακινήτου για το ποσό των [.].

 

Εντούτοις, με επιστολή του ημερ. 28.3.2012, το Κτηματολόγιο έθεσε εκ νέου το ζήτημα στο Υπουργείο, και κατόπιν τούτου, το Υπουργείο υπέβαλε εσωτερικό σημείωμα ημερ. 27.2.2013 εισηγούμενο την απόσυρση της προηγηθείσας συγκατάθεσης από τον τέως Υπουργό, εισήγηση την οποία ο Κηδεμόνας υιοθέτησε στις 28.2.2013, δια της μονογραφής του και της σημείωσης «Απορρίπτεται 28.02» επί του κειμένου.

Ευλόγως, μπορεί να υποτεθεί ότι ο Κηδεμόνας υιοθέτησε το σκεπτικό του σημειώματος, το οποίο παραθέτει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

-ενώ η προηγηθείσα έγκριση αφορούσε αδιανέμητο μερίδιο [.] τ.μ. για την κάθε εταιρεία, αυτές εξασφάλισαν την πολεοδομική άδεια για διαίρεση των μεριδίων σε οικόπεδα (η οποία άδεια δεν έπρεπε να χορηγηθεί από την πολεοδομική αρχή άνευ συναίνεσης του Κηδεμόνα), βάσει της οποίας θα προέκυπτε καθαρό εμβαδό [.] τ.μ. μετά την εκτέλεση των απαιτητέων έργων υποδομής για την κατασκευή των οικοπέδων,

-η αγοραία αξία των μεριδίων είχε εν τω μεταξύ αυξηθεί,

-ο Τ/Κ πωλητής διαπιστώθηκε μετά από έρευνα ότι κατείχε περιουσίες στα κατεχόμενα που είναι ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας,

-μετά από νέα έρευνα, διαπιστώθηκε ότι ο Τ/Κ πωλητής είχε από το 2006 τη συνήθη διαμονή του στα κατεχόμενα (αντί στις ελεγχόμενες περιοχές ως πιστεύετο από τη Διοίκηση προηγουμένως, βάσει προηγηθείσας έρευνας), και

-οι αγοραστές πιέζουν για την διεκπεραίωση της μεταβίβασης λόγω της (κατ' ισχυρισμό) από πλευράς τους καταβολής της τιμής πώλησης στον Τ/Κ πωλητή.

 

Το Υπουργείο, εν συνεχεία, ενημέρωσε, με επιστολή του ημερ. 8.3.2013, το Κτηματολόγιο και το τελευταίο με τη σειρά του ενημέρωσε, με επιστολή του ημερ. 21.3.2013, την SATEMCO LTD, περί της επανεξέτασης των αιτημάτων αγοραπωλησίας των δύο εταιρειών και περί της απόσυρσης της έγκρισης ημερ. 12.8.2011 του Κηδεμόνα, βάσει της οποίας καταχωρήθηκαν τα δύο πωλητήρια έγγραφα στα κτηματολογικά μητρώα.

 

Με επιστολή τους ημερ. 17.5.2013, οι δύο εταιρείες αιτήθηκαν την επαναφορά της πρότερης έγκρισης του Κηδεμόνα, πλην όμως το αίτημά τους απορρίφθηκε, με επιστολή του Υπουργείου προς αυτές ημερ. 17.7.2013.

 

Eν τω μεταξύ, οι δύο εταιρείες καταχώρησαν περί την 7.6.2013 την Προσφυγή Αρ. 5262/2013 κατά της επιστολής του Υπουργείου ημερ. 21.3.2013, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με την απόφασή του ημερ. 24.1.2019 η οποία εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση.   

 

 

 Έννομο συμφέρον:


Πρωτόδικα, ο Εφεσίβλητος/Καθ' ου η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι η Προσφυγή Αρ. 5202/2013 έχριζε απόρριψης λόγω του ότι ο Τ/Κ πωλητής, και όχι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες, ήταν αυτός που είχε έννομο συμφέρον για την προώθηση τέτοιας προσφυγής.     

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την άνω προδικαστική ένσταση, κρίνοντας ότι το έννομο συμφέρον των Εφεσειουσών/Αιτητριών δημιουργήθηκε με την  αρχική συγκατάθεση του Κηδεμόνα για τις επίδικες πωλήσεις. Συνεπώς, η μεταγενέστερη ανάκληση της συγκατάθεσης έθιγε τα έννομα συμφέροντα των Εφεσειουσών/Αιτητριών άμεσα και προσωπικά, νομιμοποιώντας τες να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της ανάκλησης με την Προσφυγή τους.

          Η άνω πρωτόδικη κρίση δεν είναι αντικείμενο αντέφεσης από πλευράς του Εφεσίβλητου/Καθ' ου η αίτηση, αλλά μπορεί να τύχει εξέτασης από το Εφετείο αυτεπάγγελτα, ως θέμα δημόσιας τάξης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 170/2012 Σταύρου v. Βασιλείου, απόφαση ημερ. 27.6.2019).

 

           Συναφής είναι η Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 49/2015 Ιωαννίδης v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 9.3.2022, (στην οποία μας παρέπεμψε ο Εφεσίβλητος/Καθ' ου η αίτηση, κατά την ενώπιόν μας ακρόαση) όπου ‑κατά τα εκεί επίδικα γεγονότα‑ ο εκεί εφεσείων/αιτητής αγόρασε από Τουρκοκύπριο ακίνητη περιουσία και μετά προσκόμισε στο Κτηματολόγιο το πωλητήριο έγγραφο για κατάθεση, ώστε να τελεσθεί η μεταβίβαση του ακίνητου επ' ονόματί του. Ο Κηδεμόνας απέρριψε το αίτημα, ο εφεσείων/αιτητής ζήτησε επανεξέταση και, προτού λάβει απάντηση, καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 1530/2011, η οποία απορρίφθηκε. Εν συνεχεία καταχώρισε την άνω Αναθεωρητική Έφεση η οποία απερρίφθη από το Ανώτατο Δικαστήριο με το σκεπτικό ότι έννομο συμφέρον είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης ως πωλητής, και όχι ο εφεσείων/αιτητής ως αγοραστής, διότι -


(α) ο αγοραστής βασίζεται στη σύμβαση αγοραπωλησίας για να προσβάλει, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, την άρνηση του Κηδεμόνα να παράσχει τη συγκατάθεση του, και

(β) στην απουσία αυτής της συγκατάθεσης, η σύμβαση ήτο άκυρη (ενόψει του Νόμου 139 του 1991), οπότε και αδυνατούσε  να αποδώσει στον αγοραστή το απαιτητέο έννομο συμφέρον το οποίο προϋποτίθεται για την άσκηση ένδικου μέσου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

 Ο λόγος της Ιωαννίδης επιβεβαιώνει την αρχή ότι το συμφέρον (το οποίο ο προσφεύγων παρουσιάζει ως βλαφθέν, για να νομιμοποιείται να διεκδικεί δικαστική θεραπεία, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος) δέον να είναι έννομο (ως ρητά απαιτεί το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος) και άρα εξ ορισμού δεν μπορεί να απορρέει από πράξη που δεν είναι σύννομη (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929‑1959, σελ. 258).

Συμφωνούμε με τον λόγο της Ιωαννίδης και θεωρούμε ότι η εφαρμογή του στην ενώπιόν μας υπόθεση επιβεβαιώνει την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, περί του ότι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες έχουν το απαιτητέο έννομο συμφέρον, για τον εξής λόγο:

 

Σε αντίθεση με τα επίδικα γεγονότα στην Ιωαννίδης, εν προκειμένω οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες συνομολόγησαν συμβάσεις αγοραπωλησίας με τον Τ/Κ πωλητή μετά που εξασφάλισαν την συγκατάθεση του Κηδεμόνα και προσαρμόζοντας το περιεχόμενο των συμβάσεων ώστε να συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δόθηκε και εξαρτάτο αυτή η συγκατάθεση.

Έπεται ότι οι επίδικες συμβάσεις αγοραπωλησίας, σε αντίθεση με την σύμβαση στην Ιωαννίδης, ήταν σύννομες με τον Νόμο 139 του 1991, ως εγκριθείσες από τον Κηδεμόνα. Επομένως, οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες αντλούν από αυτές τις συμβάσεις έννομο συμφέρον για να προσβάλουν την εκ των υστέρων απόσυρση της συγκατάθεσης, η οποία και έθιγε αυτό τους το συμφέρον. 

 

Αυτό, διότι το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, για τον σκοπό προώθησης προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, απορρέει, όχι μόνο από τα εκ της νομοθεσίας αρυόμενα δικαιώματα, αλλά και από αυτά τα οποία αντλούνται από έγκυρη και νόμιμη σύμβαση· συνεπώς, ο αγοραστής ακίνητης ιδιοκτησίας, δυνάμει έγκυρης και νόμιμης σύμβασης (όπως εν προκειμένω), έχει έννομο συμφέρον για προσβολή διοικητικής πράξης η οποία αφορά τη συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία και η οποία επηρεάζει δυσμενώς την άσκηση των συμβατικών του δικαιωμάτων σε αυτή (Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου, (1998) 4 Α.Α.Δ. 465· συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 682/2009 κ.α. Βάρδας κ.α. v. Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου κ.α., απόφαση ημερ. 3.9.2013· Υπόθεση Αρ. 6/2015 G. A. Real Land Estates Ltd v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.10.2018).

 

Ενδεικτικό είναι το εξής απόσπασμα της απόφασης ημερ. 3.9.2013 επί των συνεκδικαζόμενων Υποθέσεων Αρ. 682/2009 κ.α.:

«Ο αγοραστής ακίνητης ιδιοκτησίας, δυνάμει σύμβασης, έχει έννομο συμφέρον για προσβολή διοικητικής πράξης που αφορά τη συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία και επηρεάζει δυσμενώς την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων του σ' αυτή (Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1998)3 ΑΑΔ 465).

 

Στην Υπόθεση Tofarco Ltd κ.α ν. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 233 γίνεται εκτεταμένη αναφορά ως προς το έννομο συμφέρον αγοραστή ακίνητης περιουσίας.   Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από τη σελίδα 238 και 239:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία μας, ο δικαιούχος συμβατικών δικαιωμάτων πάνω σε ξένη ακίνητη ιδιοκτησία θεωρείται ότι έχει το απαραίτητο έννομο συμφέρον ώστε να νομιμοποιείται στην προσβολή, κάτω από το άρθρο 146 του Συντάγματος, διοικητικής πράξης, απόφασης ή παράλειψης η οποία αφορά την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία και η οποία επηρεάζει δυσμενώς την άσκηση των συμβατικών δικαιωμάτων του πάνω σ' αυτή. Παράδειγμα εφαρμογής της πιο πάνω αρχής προσφέρει η υπόθεση Kypros Nicolaides v Improvement Board of Ayia Napa (1987) 3 C.L.R. 1485, στην οποία ο προσφεύγων ήταν ενοικιαστής του επίδικου ακινήτου δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως η οποία δεν είχε εγγραφεί στο Κτηματολόγιο, σύμφωνα με το άρθρο 65Β του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, όπως έχει τροποποιηθεί, παρά το γεγονός ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του Νόμου για να εγγραφεί. Με βάση τους όρους της εν λόγω σύμβασης, οι ιδιοκτήτες του ακινήτου είχαν παραχωρήσει στον προσφεύγοντα το δικαίωμα να προβεί σε τουριστική και οικιστική ανάπτυξη του ακινήτου σύμφωνα με δικά του αρχιτεκτονικά σχέδια. Αναφορικά με την εν λόγω ανάπτυξη, οι ιδιοκτήτες υπέβαλαν αίτηση στην αρμοδία Αρχή, εκ μέρους του προσφεύγοντα, για έκδοση της αναγκαίας άδειας οικοδομής την οποία η αρμόδια Αρχή αρνήθηκε να εκδώσει. Ο ενοικιαστής προσέβαλε την εν λόγω άρνηση. Η αρμόδια Αρχή ισχυρίστηκε ότι, ο ενοικιαστής εστερείτο του απαραίτητου έννομου συμφέροντος. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αβάσιμος.

 

Σχετική με το επίδικο θέμα είναι και η υπόθεση Ανδρέας Ζακχαίος ν Δήμου Αραδίππου (1993) 4 Α.Α.Δ. 456 στην οποία ο αγοραστής ακινήτου, ο οποίος θα καθίστατο ιδιοκτήτης μετά την εξόφληση του τιμήματος πωλήσεως που είχε συμφωνηθεί, καταχώρησε προσφυγή εναντίον της άρνησης του Δήμου Αραδίππου να εκδώσει άδεια διαχωρισμού του ακινήτου σε οικόπεδα, σύμφωνα με αίτηση που είχε υποβάλει ο πωλητής και ιδιοκτήτης του ακινήτου για λογαριασμό του αγοραστή. Ο Δήμος Αραδίππου ισχυρίστηκε ότι ο αγοραστής του ακινήτου δε νομιμοποιείται στην καταχώρηση τέτοιας προσφυγής. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό με την πιο κάτω αιτιολογία:

 

"Οι άδειες διαχωρισμού όπως και οι άδειες οικοδομής είναι πραγματοπαγείς (in rem) και όχι προσωποπαγείς (in personam). (Βλέπε Lordos & Anastassiades and another v. The District Officer of Limassol and another (1976) 2 C.L.R. 145. Επίσης Nakis Bonded Warehouse Ltd v. The Municipal Committee of Larnaca (1985) 3 C.L.R. 1179, και Μαρούλλα Δ. Μαυρονικόλα-Ιωαννίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2641.

 

Κατά συνέπεια μεταφέρονται αυτόματα με τη μεταβίβαση ιδιοκτησίας της γης στο νέο ιδιοκτήτη μια και συνδέονται άμεσα με το ακίνητο το ίδιο.».

 

Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», Έκτη Έκδοση, 2014, σελ. 457, πλαγιάριθμος 537: «'Έννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο νόμος ή η σύμβαση.». Εξυπακούεται  ότι τέτοια σύμβαση πρέπει να είναι έγκυρη και νόμιμη, αφού, σύμφωνα με το ίδιο σύγγραμμα, σελ. 456, πλαγιάριθμοι 535-536: «Έννομο είναι το συμφέρον που δεν αντίκειται στο δίκαιο και, επιπλέον, αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο προστασίας.».


Για όλους τους πιο πάνω λόγους, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο στο ότι οι Εφεσείουσες/Αιτήτριες έχουν το απαραίτητο έννομο συμφέρον για να προσβάλλουν την εκ του Κηδεμόνα ανάκληση της αρχικώς χορηγηθείσας συγκατάθεσης, ως προς την (εκ του Τ/Κ πωλητή) πώληση σε αυτές συγκεκριμένων εμβαδών του επίδικου ακίνητου.

 

Πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης:    


Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης περιστρέφονται γύρω από το παράπονο των Εφεσειουσών/Αιτητριών περί του ότι ο Κηδεμόνας, προτού αποσύρει την αρχικώς χορηγηθείσα συγκατάθεσή του για την εξ αυτών αγορά συγκεκριμένων μεριδίων του επίδικου τεμαχίου που ανήκε στον Τ/Κ πωλητή, όφειλε να τους χορηγήσει το δικαίωμα ακρόασης.

Κρίνουμε τους άνω λόγους έφεσης ως βάσιμους και τους αποδεχόμαστε, για τον εξής λόγο:           


Σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι ο Κηδεμόνας υποχρεούτο να χορηγήσει στις Εφεσείουσες/Αιτήτριες το δικαίωμα ακρόασης, κατά τα κωδικοποιούμενα στο Άρθρο 43 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων, αφού η προσβαλλόμενη πράξη έθιγε το έννομο τους συμφέρον όπως αυτό απορρέει από νόμιμη σύμβαση, ως αναλύσαμε πιο πάνω.

Με απλά λόγια, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος και το δικαίωμα του διοικούμενου να ακουστεί πριν η Διοίκηση επηρεάσει αυτό του το συμφέρον με την έκδοση δυσμενούς για αυτόν απόφασης, συνιστούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.


Τρίτος και Τέταρτος Λόγος Έφεσης:

 

Ενόψει της αποδοχής των προηγούμενων λόγων έφεσης, παρέλκει η εξέταση του τρίτου και του τέταρτου λόγου έφεσης (ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, (2017) 3 Α.Α.Δ. 112).

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Ενόψει της από πλευράς μας αποδοχής του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, ακυρώνεται ως παράνομη η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση και παραμερίζεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση ημερ. 24.1.2019 (περιλαμβανομένου του σκέλους της ως προς τα έξοδα) του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της Προσφυγής Αρ. 5262/2013.

 

Επιδικάζουμε το συνολικό ποσό των 3.000 ευρώ (επιπλέον ΦΠΑ) ως συνολικά έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση υπέρ των Εφεσειουσών/Αιτητριών και κατά του Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η Αίτηση. 

 

                                                                                                                                                                                                                      

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

                  

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο