ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Αρ. 36/2022)
16 Νοεμβρίου 2023
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ANDREW GORDON AUSTIN,
Εφεσείων
v.
ΝΑΤΑΛΙΑΣ ΛΟΪΖΟΥ,
Εφεσίβλητης
Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα
Τ. Τζίρτη (κα) για Τ. Τζίρτη & Σία για Εφεσίβλητη
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Με απόφασή του, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε τον εφεσείοντα/καθ' ου η αίτηση να καταβάλλει στην εφεσίβλητη/αιτήτρια το ποσό των €658,00 μηνιαίως από την ημερομηνία καταχώρισης της εναρκτήριας αίτησης, ως συνεισφορά του για τη διατροφή, την επιβίωση και την εκπαίδευση του τέκνου του. Τον διέταξε, περαιτέρω, να καταβάλει στην αιτήτρια ποσό €1.614,00, ως αναλογία στην οικονομική του δυνατότητα για ποσό €1.920,00, διδάκτρων του νηπιαγωγείου. Αιτούμενη θεραπεία για καταβολή από τον καθ' ου η αίτηση των ¾ των εξόδων του τέκνου για μελλοντικές δραστηριότητες, εκπαίδευση και εργοθεραπεία απορρίφθηκε ως αβάσιμη, μελλοντική και αβέβαιη. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Μέσω των δικογράφων τους, τα διάδικα μέρη έθεσαν το, κατ' ισχυρισμόν τους, πραγματικό υπόβαθρο προς υποστήριξη των θέσεων τους, ενώ η διαδικασία, ούσα υπόθεση διατροφής, εκδικάστηκε ως υπόθεση στην κατηγορία της «ταχείας εκδίκασης» δυνάμει της Δ.30 Θ.10(2) των εν ισχύ, τότε, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Στη βάση οδηγιών του Δικαστηρίου, καταχωρήθηκε η γραπτή μαρτυρία από πλευράς αιτήτριας/εφεσίβλητης και μετέπειτα, μετά μάλιστα από παρατάσεις, από πλευράς του καθ' ου η αίτηση. Η γραπτή μαρτυρία αυτή, τελικώς προήλθε από δικηγόρο ο οποίος εργαζόταν, κατά τον εν λόγω χρόνο, στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τον καθ' ου η αίτηση.
Με αυτά τα δεδομένα, η υπόθεση προχώρησε στην ακρόασή της, με τις γραπτές αγορεύσεις των πλευρών να κατατίθενται ηλεκτρονικά την ίδια ημέρα, ως οι οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο και επεφύλαξε την απόφασή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, επεσήμανε ότι η αιτήτρια κατέθεσε έγγραφη μαρτυρία, ενώ ο καθ' ου η αίτηση δεν κατέθεσε, ο ίδιος, μαρτυρία, αλλά κατέθεσε «γραπτή ένορκη μαρτυρία» δικηγόρος που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον καθ' ου η αίτηση, λέγοντας, αυτός, ότι προβαίνει στη «γραπτή ένορκη μαρτυρία» αντί του καθ' ου η αίτηση καθότι ο τελευταίος διαμένει και εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και ήταν αδύνατο να προβεί σε ένορκη μαρτυρία.
Αφού δε, συνόψισε τη μαρτυρία της αιτήτριας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη μαρτυρία που η πλευρά του καθ' ου η αίτηση κατέθεσε, έκρινε ότι η καταχώριση ένορκης δήλωσης δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον καθ' ου η αίτηση, ως γραπτή μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση, αντί να προβεί ο ίδιος σε ένορκη μαρτυρία, είναι παράτυπη. Θα έπρεπε, εξήγησε, ο καθ' ου η αίτηση να προβεί σε γραπτή ένορκη μαρτυρία στην Ύπατη Αρμοστεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο, ως προβλέπεται στη Δ.39 Θ.17 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Συνεπώς, κατέληξε, σε συμφωνία με τη θέση της συνηγόρου για την αιτήτρια στην αγόρευσή της, ότι η μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση είναι ανύπαρκτη και η μαρτυρία του δικηγόρου του δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Και δεν λήφθηκε υπόψη.
Ως αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε δικογραφημένους ισχυρισμούς του καθ' ου η αίτηση, κάποιους από τους οποίους έλαβε υπόψη ως παραδοχές και κάποιους έκρινε ως ατεκμηρίωτους και, στη βάση των ενώπιον του στοιχείων, κατέληξε στις πιο πάνω διαταγές. Έκρινε, επί του προκειμένου, ότι ήταν επιλογή του καθ' ου η αίτηση/εφεσείοντα να μην αποκαλύψει με μαρτυρία του τα εισοδήματά του.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με τέσσερεις λόγους έφεσης. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορούν τα επιδικασθέντα ποσά, με τη θέση ότι είναι υπερβολικά υψηλά, ενώ οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε προς υποστήριξη των δικογραφημένων με την Υπεράσπιση θέσεων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι ο εφεσείοντας δεν έθεσε ενώπιον του μαρτυρία προς υποστήριξη των δικογραφημένων θέσεων στην Υπεράσπιση και/ή λανθασμένα θεώρησε ως ανύπαρκτη, δεν αποδέχτηκε και δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία που τέθηκε προς υποστήριξη των ισχυρισμών αυτών. Με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι ο εφεσείοντας θα έπρεπε να προβεί σε γραπτή μαρτυρία στην Ύπατη Αρμοστεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Λονδίνο.
Θα μας απασχολήσουν πρώτα οι σχετιζόμενοι με τη μαρτυρία της Υπεράσπισης λόγοι έφεσης (1ος και 2ος), η οποία χαρακτηρίστηκε δικονομικά παράτυπη, καθ' όσον αφορά την καταχώριση ένορκης δήλωσης δικηγόρου ως γραπτή μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση, και ανύπαρκτη, καθ' όσον αφορά τη μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κατάσταση πραγμάτων την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δεν αφορούσε παραβίαση οποιουδήποτε δικονομικού κανόνα ώστε να δικαιολογεί διαπίστωση περί δικονομικής παρατυπίας. Που, εν προκειμένω, εφόσον δικαιολογείτο τέτοια διαπίστωση, θα αναμενόταν κατάλληλη διαχείριση της παρατυπίας, ως καθορίζει η νομολογία (Φαλέκκος ν Χριστοφίδη, (2013) 1 ΑΑΔ 2534, Wunderlich κ.ά. ν Παναγιώτου, (1999) 1(Α) ΑΑΔ 366).
Ούτε ο συνήγορος που κατέθεσε έγγραφη μαρτυρία εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση/εφεσείοντα ήταν συνήγορος που χειριζόταν την υπόθεση, οπόταν να ετίθετο ζήτημα αυτός να υπέχει τόσο θέση μάρτυρα όσο και συνηγόρου έχοντα το χειρισμό της υπόθεσης ή να ήταν ανεπιθύμητο να προβεί σε ένορκη δήλωση γεγονότων εκ μέρους του πελάτη του (M. F. v. Σ. Χ., ECLI:CY:DOD:2022:28, Έφεση Αρ. 33/2020, ημερομηνίας 19.7.2022).
Ως η κατάσταση πραγμάτων τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συγκεκριμένος συνήγορος κατέθεσε ως μάρτυρας εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του με τον τρόπο που έκρινε ορθό να τους θέσει. Προσοχή, επί του προκειμένου, απαιτείται ώστε να διαχωριστεί η παράθεση ισχυρισμών, ή ακόμη και μεταφορά ισχυρισμών από μάρτυρα, αφενός και η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας, αφετέρου. Προς καλύτερη αντίληψη, σε ανάλογη περίπτωση διαδικασίας με προφορική μαρτυρία, ένας τέτοιος μάρτυρας θα κατέθετε τους ισχυρισμούς του, χωρίς να αποκλειόταν από του να καταθέσει απλώς επειδή είναι συνήγορος στο γραφείο που εκπροσωπεί τον διάδικο. Άλλο θέμα παραμένει η εξέταση της μαρτυρίας επί της ουσίας της και η αποδεικτική της αξία.
Με τον τρόπο που το Δικαστήριο ενήργησε, η έγγραφη μαρτυρία που η Υπεράσπιση επέλεξε να προσφέρει αποκλείστηκε στην ολότητά της, ως μη γενόμενη και ως μη υπάρχουσα. Κι αυτό, ασχέτως του ότι ουσιαστικοί ισχυρισμοί τίθεντο με υποστήριξη τεκμηρίων, ή ασχέτως του ότι ουδέποτε ηγέρθη οποιοδήποτε ζήτημα ή ένσταση αναφορικά με αυτήν πριν από την ακρόαση. Άλλωστε, ακόμη και με την αγόρευση της συνηγόρου για την αιτήτρια/εφεσίβλητη, η επιχειρηματολογία που υποστήριζε τη θέση περί ανύπαρκτης μαρτυρίας, αφορούσε περισσότερο θέματα αξιολόγησης παρά οτιδήποτε άλλο.
Ήταν επιτρεπτό να τεθεί τέτοια μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, με διαθέσιμες όλες τις πρόνοιες τόσο της ως άνω Δ.30 όσο και του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 σε σχέση με παρουσία του μάρτυρα ή και του εφεσείοντα διαδίκου για αντεξέταση. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, η ουσία τέτοιας μαρτυρίας θα έπρεπε να κριθεί μέσω της αξιολόγησης της με βάση το Δίκαιο της Απόδειξης και τις πρόνοιες του Κεφ. 9.
Επομένως, βάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης.
Βάσιμος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης αφού, υπό τας περιστάσεις, η ευχέρεια που παρεχόταν από τις πρόνοιες της Δ.39 Θ.17 αποτελούσε, ακριβώς, ευχέρεια και όχι υποχρέωση. Με την όλη κατάσταση, ως διαμορφώθηκε, και πάλι το σημείο αυτό αποτελούσε, ενδεχομένως, παράγοντα που το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε.
Το αποτέλεσμα των δύο πρώτων λόγων έφεσης, προφανώς, συμπαρασύρει και τους άλλους δύο αφού το πραγματικό υπόβαθρο, επί του οποίου το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του, κατέστη ελλειπές, συνεπεία των ως άνω. Ελλείπει η αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε από την Υπεράσπιση η οποία αποκλείστηκε και δεν λήφθηκε υπόψη.
Κατά συνέπεια, η υπόθεση θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επανεξέταση.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία της αίτησης.
Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης €1.700,00, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.