ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 384/18)
30 Νοεμβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΙΕΡΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΚΥΚΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΥΛΛΗΡΙΑΣ κ.κ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ
Εφεσείουσα
ν.
ΜΙΧΑΛΗ ΚΤΙΣΤΗ
Εφεσίβλητου
-----------------------------
Χαρίλαος Βελάρης και Πέτρος Παγιάσης (ασκούμενος δικηγόρος) για Βελάρης & Βελάρης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Χριστάκης Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις στον Εφεσίβλητο αφού κρίθηκε ότι δικαιολογημένα τερμάτισε την απασχόληση του λόγω της διαγωγής των Εφεσειόντων, η οποία ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό σε παραίτηση στη βάση του Άρθρου 7(1) του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου («ο Νόμος»). Η επικαλούμενη διαγωγή των Εφεσειόντων ήταν η μείωση του ωραρίου απασχόλησης του Εφεσίβλητου στο μισό και η αντίστοιχη μείωση των απολαβών του.
Καταχωρίστηκε επίσης αντέφεση από τον Εφεσίβλητο που αφορά μεταξύ άλλων στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το βάρος απόδειξης αλλά και το ύψος των αποζημιώσεων που του επιδικάστηκαν.
Οι Εφεσείοντες προβάλλουν μόνο έναν λόγο έφεσης. Εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες ήταν πως αποτελεί νομολογιακά καθιερωμένη αρχή ότι αν ο εργοδοτούμενος δεν παραιτηθεί «άμεσα» από την εργασία του, με την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος από τη μεταβολή των όρων εργοδότησης, επιβεβαιώνει τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Εν προκειμένω, οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι από την ημερομηνία που ο Εφεσίβλητος πληροφορήθηκε τη σχετική απόφαση των Εφεσειόντων για μεταβολή των όρων εργοδότησης του (19.6.2013) μέχρι την ημερομηνία που αυτός αποχώρησε από την εργασία του παρήλθαν πέραν των τεσσάρων μηνών, περίοδος που δεν μπορεί στη βάση της νομολογίας να θεωρηθεί εύλογη. Υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ως αφετηρία για τον υπολογισμό του εύλογου διαστήματος έπρεπε να θεωρηθεί το τέλος Σεπτεμβρίου 2013 όταν ο Εφεσίβλητος έλαβε τον πρώτο μειωμένο μισθό για τον μήνα Ιούλιο 2013 και όχι η ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε το νέο ωράριο εργασίας, ήτοι το τέλος Ιουνίου του 2013. Περαιτέρω, θεωρούν ότι εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη θέση του Εφεσίβλητου ότι δεν εφάρμοσε το νέο μειωμένο ωράριο, έπρεπε να οδηγηθεί στην κρίση ότι ο χρόνος έναρξης του εύλογου χρονικού διαστήματος ήταν ως εισηγούνται ανωτέρω.
Σημειώνουμε πρώτα ότι δυνάμει του Άρθρου 12(11A) του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, Ν. 8/1967, όπως τροποποιήθηκε, απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο». Θεωρούμε ότι η πιο πάνω πρόνοια εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση για το Εφετείο σύμφωνα με τους περί Απovoμής της Δικαιoσύvης (Πoικίλες Διατάξεις) Νόμους του 1964 έως 1991 (όπως τροποποιήθηκαν) (βλ. Benyamin Steinmetz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης αρ. 3/23, 13/10/2023.)
Όσον αφορά το τι αποτελεί «νομικό σημείο» εν τη εννοία του πιο πάνω Άρθρου παραθέτουμε απόσπασμα από την ΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ERMES DEPARTMENT STORES PLC, Πολιτική Έφεση Αρ. 309/14 ημερ. 16/3/2022:
«Για τούτη την περί αρχών πτυχή, αποφανθήκαμε στην Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυριάδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430 και στην Terra Santa College v. Παπαπαρασκευά και Άλλου, Π.Ε. 93/13, ημ. 21.12.20 - και υστερότερα στην Kallinika Developing Limited v. Γεωργίου και Άλλης, Π.Ε. 383/14, ημ. 12.10.21, ECLI:CY:AD:2021:A451 - υπογραμμίζοντας και τα εξής:
«...Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις ...».
Επομένως, σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης θα εξετάσουμε κατά πόσο το εκδικάσαν Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις νομικές αρχές και συνεκτίμησε την ενώπιον του μαρτυρία καταλήγοντας σε συμπεράσματα τα οποία εύλογα υποστηρίζονται από αυτή.
Το Άρθρο 7(1) του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου προβλέπει ότι:
«7.-(1) Όταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησιν του παρ' εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοιαν του άρθρου 3.
(2) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν δυνάμει του παρόντος άρθρου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι ο εργοδοτούμενος δεν ετερμάτισε την απασχόλησιν του νομίμως.»
Όπως αναφέραμε πιο πάνω, δεν εφεσιβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαγωγή των Εφεσειόντων ήταν τέτοια που να θεωρείται βάσει του πιο πάνω Άρθρου 7 (1) του Νόμου ως τερματισμός από μέρους τους. Ο λόγος έφεσης βασίζεται στη νομολογία που εξετάζει το κατά πόσο ο απολυθείς (ο Εφεσίβλητος), αποποιήθηκε (waived) του δικαιώματος του να απαιτήσει αποζημίωση.
Η βασική νομική αρχή περί απεμπόλησης του ρηθέντος δικαιώματος τίθεται στην Louis Tourist v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98 όπου οι εκεί εφεσείοντες (εργοδότες) είχαν εισηγηθεί ότι η συνέχιση της εργασίας της εργοδοτούμενης για το χρόνο ο οποίος μεσολάβησε μεταξύ της απαράδεκτης διαγωγής τους τεκμηρίωνε αποποίηση (waiver) του δικαιώματος της να τερματίσει την απασχόληση της εξαιτίας της εν λόγω διαγωγής τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με τη θέση των Εφεσειόντων και αποφάσισε ότι «Απεμπόληση δικαιώματος (waiver) μπορεί να τεκμηριωθεί από τη συμπεριφορά του δικαιούχου μόνο εφόσον αυτή υποδηλώνει αναμφισβήτητα (unequivocally) εγκατάλειψη του δικαιώματος.»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)
Το πιο πάνω απόσπασμα από τη Louis Tourist υιοθετήθηκε στην Investylia Public Company Ltd ν. Χρίστου Ιωαννίδη (2016) 1 ΑΑΔ 914 ως εξής:
«Από τη χρήση της λέξης «αναμφισβήτητα», στο απόσπασμα ανωτέρω, προκύπτει, σαφώς, ότι η βεβαιότητα, με την οποία πρέπει να διαπιστώνεται η παραίτηση δικαιώματος (waiver), δεν μπορεί να είναι ολιγότερη του επιπέδου της συγκατάθεσης.»
Στην Investylia αποφασίστηκε περαιτέρω ότι, με βάση βεβαίως τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, η παρέλευση του χρόνου δεν αποτελούσε, χωρίς άλλο, απραξία τέτοιας αδικαιολόγητης διάρκειας ώστε να μπορεί να εκληφθεί ως συγκατάθεση για παραίτηση του εφεσίβλητου από το επίδικο δικαίωμα. Λήφθηκε υπόψη, επίσης, ότι δεδομένης της εκεί σχέσης των διαδίκων δεν υπήρξε οποιοσδήποτε επηρεασμός της θέσης του διαδίκου που επικαλείτο την απεμπόλιση.
Στην Πούρικος ν. Σάββα & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 507 αποφασίστηκε ότι για να υπάρξει απεμπόληση δικαιώματος, ή συγκατάνευση (acquiescence) ή εγκατάλειψη δικαιωμάτων (waiver) θα πρέπει να ικανοποιείται η προϋπόθεση ότι το πρόσωπο το οποίο κατ' ισχυρισμό απεμπόλησε τα δικαιώματά του είχε πλήρη γνώση όλων των σχετικών γεγονότων.
Αν και οι Investylia και Πούρικος δεν αφορούσαν απεμπόληση του δικαιώματος που είναι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε ότι οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στην παρούσα υπόθεση.
Ερχόμενοι τώρα στη θέση του Εφεσείοντα ότι με την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος από τη μεταβολή των όρων εργοδότησης, ο εργοδοτούμενος επιβεβαιώνει τη νέα κατάσταση πραγμάτων αν δεν παραιτηθεί άμεσα από την εργασία του, σημειώνουμε ότι δεν εντοπίσαμε κυπριακή νομολογία που να ερμηνεύει το Άρθρο 7(1) του Νόμου με τον τρόπο που ο συνήγορος εισηγείται. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα μας παρέπεμψε σε αγγλική νομολογία η οποία πραγματεύεται παρόμοιες πρόνοιες της αγγλικής νομοθεσίας. Τέτοιες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο, αλλά είναι χρήσιμες στην ερμηνεία των νομοθετημάτων της κυπριακής νομοθεσίας που προέρχονται από που το αγγλικό νομικό σύστημα (βλ. KASSINOU ν. EFSTATHIOU (1984) 1 CLR 77 όπου υιοθετήθηκε η Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287).
Η αρχή που προκύπτει από την κυπριακή νομολογία σχετικά με την απεμπόληση δικαιώματος γενικώς, είναι ότι ο παράγοντας χρόνος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά και ότι η ίδια αρχή εφαρμόζεται και σε σχέση με την εφαρμογή του Άρθρου 7(1) του Νόμου.
Στρεφόμαστε τώρα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης:
Αρχικά, επισημαίνουμε ότι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος κατά το εν λόγω διάστημα εφάρμοσε το νέο μειωμένο ωράριο, δεν ευσταθεί. Μελετώντας προσεχτικά το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης παρατηρήσαμε ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα αναφορικά με το ζήτημα της τήρησης του μη μειωμένου ωραρίου από μέρους του δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτή και συνακόλουθα δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων. Ταυτόχρονα όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ούτε τη θέση των Εφεσειόντων ότι ο Εφεσίβλητος τηρούσε το μειωμένο ωράριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε κανένα εύρημα ως προς το ζήτημα του ωραρίου που τηρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσίβλητος και ως εκ τούτου το σημείο αυτό ορθά δεν επηρέασε την κρίση του ως προς τα τελικά του συμπεράσματα.
Τονίζουμε σχετικά ότι το βάρος απόδειξης αναφορικά με την αποποίηση του δικαιώματος λόγω της ισχυριζόμενης από τους Εφεσείοντες τήρησης του μειωμένου ωραρίου από τον Εφεσίβλητο ήταν στους ώμους των Εφεσειόντων. Παραπέμπουμε κατ' αναλογία στην Βασιλείου κ.α. ν. Μενελάου κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 1125 η οποία αφορούσε εγκατάλειψη δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από παραγραφή:
«Το βάρος της απόδειξης ότι το δικαιούχο πρόσωπο με δική του ενέργεια που μαρτυρεί εγκατάλειψη ή αποποίηση έχει απωλέσει τα δικαιώματά του, βρίσκεται στο διάδικο εκείνο που προβάλλει τον ισχυρισμό για εγκατάλειψη ή αποποίηση τους. Στις περιπτώσεις δε που η εγκατάλειψη ή αποποίηση είναι συμπερασματική και όχι ρητή, εκείνος που την επικαλείται πρέπει να επισημάνει και να υποδείξει γεγονότα από την προσαχθείσα μαρτυρία από τα οποία είναι εύλογο να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το δικαιούχο πρόσωπο έχει εγκαταλείψει τα δικαιώματά του.»
Επίσης, στην Πούρικος, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι το βάρος της απόδειξης της συγκατάνευσης ή εγκατάλειψης δικαιωμάτων με τις αναγκαίες προϋποθέσεις τους το έχει ο διάδικος που τις επικαλείται.
Θεωρούμε ότι η ίδια αρχή ισχύει και αναφορικά με το βάρος απόδειξης της παραίτησης από το εν προκειμένω δικαίωμα του Εφεσιβλήτου κατά την εφαρμογή του Άρθρου 7(1) του Νόμου.
Επισημαίνουμε επίσης σχετικά, ότι το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει ο Εφεσείοντας περιορίζεται, όπως αποφασίστηκε στην Lounic Confectionery ν Θεόδωρου Θεοδώρου (Αρ. 2) (2015) 1 ΑΑΔ 2247, στο «να αποδείξει ότι η απασχόληση του τερματίστηκε για τους λόγους που εισάγει από τον εργοδότη του, αντικρούοντας τοιουτοτρόπως το μαχητό τεκμήριο του Άρθρου 7(2) του Νόμου.»
Θα εξετάσουμε επομένως τον πρώτο λόγο έφεσης σε σχέση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως θα τα αναλύσουμε πιο κάτω.
Με τη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εφεσειόντων, τονίσθηκε ότι προκύπτει από τη στάση του Εφεσίβλητου κατά τον ουσιώδη χρόνο ότι επιβεβαίωσε την τροποποιημένη σύμβαση εργασίας.
Σε σχέση με αυτό παρατηρούμε ότι αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσίβλητος από την πρώτη στιγμή που ενημερώθηκε σχετικά για την απόφαση των Εφεσειόντων εξέφρασε τη διαφωνία του τόσο σε συνάντηση με τον Ηγούμενο στις 26.6.2013, όσο και με σειρά επιστολών. Προκύπτει επίσης από την πρωτόδικη απόφαση ότι, ενώ οι Εφεσείοντες έθεσαν σε εφαρμογή το μειωμένο ωράριο από τις 19.6.2013, εντούτοις ο μισθός Ιουνίου κατεβλήθη κανονικά χωρίς οποιαδήποτε μείωση, οι δε μισθοί του προσωπικού για τον μήνα Ιούλιο καταβλήθηκαν στις 25.9.2013, οπόταν μια μέρα μετά ο Εφεσίβλητος κοινοποίησε δεύτερη επιστολή στον Ηγούμενο, εκφράζοντας ξανά την έντονη αντίθεσή του. Το ίδιο επανέλαβε με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 9.10.2013 και ακολούθως με προσωπική επιστολή του ημερομηνίας 25.10.2013 με την οποία υπέβαλε και την παραίτησή του από την 31.10.2013, επικαλούμενος εξαναγκασμό σε παραίτηση. Θεωρούμε ότι τα πιο πάνω δικαιολογούσαν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν διακρίνουμε λόγο επέμβασής μας.
Οι Εφεσείοντες υποβάλλουν ότι η συμπεριφορά του Εφεσίβλητου ήταν αντιφατική και δεν μπορεί να επενεργήσει υπέρ του. Εν προκειμένω θεωρούμε καίριο το γεγονός ότι για πρώτη φορά ο μειωμένος μισθός για τον μήνα Ιούλιο καταβλήθηκε στον Εφεσίβλητο την 25.9.2013 και την επόμενη μέρα ο Εφεσίβλητος αντέδρασε αποστέλλοντας την ως άνω επιστολή. Ορθό θεωρούμε τον συνυπολογισμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο του γεγονότος της καταβολής ολόκληρου του μισθού του Ιουνίου του 2013 μαζί με άλλους παράγοντες ώστε να καταλήξει ότι το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει δεν ήταν υπερβολικό.
Σημειώνουμε περαιτέρω ότι, όπως φαίνεται από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η πλήρης γνώση όλων των σχετικών γεγονότων από τον Εφεσίβλητο, στοιχείο σημαντικό κατά τον λόγο της Πούρικος ανωτέρω, επήλθε την 25.9.2013, ημερομηνία που ορθά έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμά του.
Εν πάση περιπτώσει στην παρούσα υπόθεση, υπό το φως της σαφούς διαμαρτυρίας του Εφεσίβλητου θεωρούμε ότι, είτε ο εύλογος χρόνος προσμετράται από την καθιέρωση του μειωμένου ωραρίου από το τέλος Ιουνίου 2013 όπως εισηγούνται οι Εφεσείοντες, είτε από την 25.9.2013 που ο Εφεσίβλητος έλαβε τον πρώτο μειωμένο μισθό του για τον μήνα Ιούλιο 2013, η όποια καθυστέρηση του δεν υποδηλώνει, σύμφωνα με τον λόγο της Louis Tourist, ότι αναμφισβήτητα (unequivocally) εγκατάλειψε το δικαίωμα του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε αγγλική νομολογία θεώρησε ότι ο χρόνος μέχρι που ο Εφεσίβλητος επέλεξε να τερματίσει την απασχόλησή του προσμετράται σε συνάρτηση με το κατά πόσο η όποια καθυστέρηση του να τερματίσει την εργοδότησή του μπορεί να εκληφθεί ως απεμπόληση του δικαιώματος του. Βάσισε την απόφασή του στη θεώρηση του ότι, βάσει της νομολογίας, αποτελεί σφάλμα για το Δικαστήριο να εξισώσει την καθυστέρηση με την επιβεβαίωση και ότι το όλο θέμα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με άλλα θέματα. Συμφωνούμε με την κρίση αυτή.
Εν όψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, ορθά οδηγήθηκε στο ότι ο Εφεσίβλητος τερμάτισε την απασχόληση του λόγω της διαγωγής των Εφεσειόντων, η οποία ισοδυναμούσε με εξαναγκασμό σε παραίτηση στη βάση του Άρθρου 7(1) του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου και επομένως ο μοναδικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Στρεφόμαστε τώρα στην αντέφεση.
Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης ο Εφεσίβλητος παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι αυτός είχε το βάρος να αποδείξει ότι μετά τις 19.06.2013 συνέχισε να εργάζεται με το ίδιο ωράριο και ημέρες όπως και προηγουμένως και ότι εν πάση περιπτώσει εσφαλμένα έκρινε ότι δεν απέσεισε το εν λόγω βάρος.
Αναφερθήκαμε πιο πάνω στην πραγματική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της τήρησης του ωραρίου και στο ότι αυτή δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο τα συμπεράσματα του.
Αποφασίσαμε δε πιο πάνω σχετικά με τον λόγο έφεσης το θέμα του βάρους απόδειξης.
Επομένως, θεωρούμε τον λόγο αυτό άνευ αντικειμένου και δεν θα τον εξετάσουμε περαιτέρω.
Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα και αντίθετα με τη μαρτυρία δεν αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο τους ισχυρισμούς του Εφεσιβλήτου περί υποσχέσεων του Ηγουμένου προς τον ίδιο ότι θα εξέταζε το θέμα της μείωσης των μισθών και του ωραρίου του. Παρατηρούμε ότι για το θέμα οι μαρτυρίες του Εφεσίβλητου και του Ηγουμένου ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Εφεσίβλητου δεν είχαν διατυπωθεί στις ως άνω επιστολές του προς τους Εφεσείοντες και, θεωρώντας αυτούς ζωτικής σημασίας για την απαίτηση του Εφεσιβλήτου, έκρινε ότι η παράλειψη του Εφεσίβλητου να τους επικαλεστεί οδηγούσε στο ότι αυτοί δεν ήταν αληθείς. Το πιο πάνω συμπέρασμα είναι εύλογο και δεν χωρεί επέμβασή μας.
Με το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου αντέφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσιβλήτου υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως τα όσα λέχθηκαν από τον Ηγούμενο στη συνάντηση με τους εργοδοτουμένους στις 26.6.2013 δεν αποτελούσαν υποσχέσεις από μέρους του. Επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι «τα όσα λέχθηκαν από τον Ηγούμενο στη συνάντησή στις 26.6.2013 προκύπτουν μέσα από τα πρακτικά που τηρούσε η κυρία Στυλιανού, χωρίς ωστόσο να αποτελούν υποσχέσεις εκ μέρους του Ηγουμένου.» Σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία αναφορικά με την έννοια του «νομικού σημείου», θεωρούμε ότι εν όψει του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα όσα λέχθηκαν κατά τη συνάντηση αποτυπώνονται στα πρακτικά, μπορούμε να προβούμε σε δικό μας συμπέρασμα. Εν προκειμένω συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από τα πρακτικά δεν προκύπτει πως τα λεχθέντα αποτελούν διαβεβαιώσεις, επομένως και ο δεύτερος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο αντέφεσης προβάλλεται ότι το ποσό της αποζημίωσης που επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αντιστοιχεί με απολαβές 71,5 βδομάδων είναι έκδηλα ανεπαρκές.
Υποστηρίζεται με τον τρίτο λόγο αντέφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το ελάχιστο ποσό που θα ελάμβανε ο Εφεσίβλητος αν κηρυσσόταν πλεονάζον προσωπικό βάσει του σχετικού Τέταρτου Πίνακα του Νόμου με βάση μόνο τα χρόνια υπηρεσίας του. Υπολογίζοντας την αποζημίωση που επιδικάστηκε, παρατηρούμε ότι επιδικάστηκαν 2.5 βδομάδων ημερομίσθια περισσότερο από τον ελάχιστο προβλεπόμενο στον πιο πάνω Πίνακα αριθμό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης όπως παρατίθενται στο Άρθρο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου. Ασκώντας την διακριτική του ευχέρεια επιδίκασε στον Εφεσίβλητο αποζημίωση πέραν του ελαχίστου προβλεπόμενου από τον Νόμο ποσού. Δεν θεωρούμε ότι παρέχεται λόγος επέμβασης στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στην Μουζούρης Σίμος ν. Κόσμο-Πλαστ και Σία και Άλλου (2007) 1 ΑΑΔ 896 επειδή διαπιστώθηκε πως εμφανώς τα κριτήρια είχαν ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο μόνο φραστικά, χωρίς δηλαδή οποιαδήποτε εξήγηση πώς αυτά επηρεάζουν το ποσό της αποζημίωσης, διατάχθηκε επανεκδίκαση ως προς το ζήτημα των αποζημιώσεων.
Επίσης, στην Δ. Σ. ν. ARGOSY TRADING COMPANY LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 310/2012, ημερ. 13/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:A39 αποφασίστηκε ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του τις πραγματικές περιστάσεις επί των οποίων στηρίχτηκε ευθέως ο λόγος απόλυσης της εφεσείουσας και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από αυτές σε βάρος της, αποτελούσε σοβαρό σφάλμα εκ μέρους του το οποίο δικαιολογούσε επέμβαση προς αύξηση της επιδικασθείσας αποζημίωσης.
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις πέραν του ελάχιστου. Διαφαίνεται δε ότι έλαβε υπόψη τα κριτήρια που προβλέπονται στον Νόμο και δεν διαπιστώνουμε σφάλμα που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συνεπώς, και ο τρίτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση και η αντέφεση αποτυγχάνουν.
Εν όψει του πιο πάνω αποτελέσματος, η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.