ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 229/2024)

 

8 Νοεμβρίου 2024

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

INA YASAR

Εφεσείουσα

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----

 

Π. Παφίτης, για την Εφεσείουσα

Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της 18μηνης ποινής φυλάκισης, η οποία επιβλήθηκε στην Εφεσείουσα στις 12.8.2024, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κατόπιν παραδοχής σε κατηγορία πρόκλησης θανάτου χωρίς πρόθεση, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Π.Κ. Το θανατηφόρο δυστύχημα επισυνέβη στις 29.8.2021, με θύμα 28χρονο νεαρό άντρα. Η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική. Προσβάλλεται επίσης ως λανθασμένη η μη αναστολή της.

 

        Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας με βάση τους λόγους έφεσης οι οποίοι αναπτύσσονται στο διάγραμμα αγόρευσης ότι: (α) Κατά την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία δεν τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα με αποτέλεσμα να μην απονεμηθεί δικαιοσύνη, (β) Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική καθότι υπήρξε σφάλμα στην αξιολόγηση των γεγονότων που περιβάλλουν τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος και στην παραγνώριση παραδεκτών γεγονότων, τα οποία ορθώς αποτιμώμενα θα έπρεπε να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι το δυστύχημα οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία της Εφεσείουσας, (γ) Στο ίδιο πλαίσιο δεν εκτιμήθηκε ορθά η οριακή ευθύνη της Εφεσείουσας και η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος βάσει των παραδεκτών γεγονότων, (δ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέστειλε την ποινή φυλάκισης ενώ τούτο δικαιολογείτο βάσει του συνόλου των περιστάσεων.

 

(Ι)    Πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης (Λόγος Έφεσης 1)

 

        Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης κατά την διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επικεντρώνεται σε τρία περιστατικά τα οποία αφορούν τη μητέρα του θύματος, καθώς και στην αναβολή της ημερομηνίας επιβολής ποινής, τα οποία παρατίθενται με χρονολογική σειρά στη συνέχεια.

 

        (Α) Κατά την προηγούμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου (5.6.2024) πριν την παραδοχή της Εφεσείουσας, η μητέρα του θύματος ζήτησε τον λόγο από το Δικαστήριο και διατύπωσε επαίνους προς τη Δικαστή για την πρόσφατη απόφαση της σε θανατική ανάκριση αφορώσα το θάνατο εθνοφρουρού. Οι συνήγοροι και των δυο πλευρών ενώπιον μας συμφώνησαν ότι τούτο συνέβη ενώπιον του Δικαστήριο παρότι δεν καταγράφεται στο πρακτικό. Εν όψει της συμφωνίας και των δυο πλευρών και δεδομένου ότι δεν προσκρούει στο κείμενο του συνταχθέντος πρακτικού, δύναται να ληφθεί υπόψη βάσει των αποφασισθέντων στη Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά. (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801.

 

        (Β) Κατά την ημερομηνία (19.6.2024) αλλαγής απάντησης και παραδοχής της Εφεσείουσας, πριν τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου η μητέρα του θύματος ρώτησε τον συνήγορο Υπεράσπισης «Αν ήταν γιός σου, θα υπερασπιζόσουν αυτή τη γυναίκα;» στο οποίο ο ίδιος δεν αντέδρασε ενώ την επέπληξε αυστηρά η κατήγορος. Μετά την αλλαγή απάντησης σε παραδοχή η υπόθεση ορίστηκε για γεγονότα και ποινή στις 23.7.2024. Εκείνη την ημερομηνία, πριν τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου, ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε άδεια μέσω του κλητήρα για να δει τη Δικαστή στο γραφείο της μαζί με την κατήγορο χωρίς να αναφέρει τον λόγο, με σκοπό να πληροφορήσει το Δικαστήριο για το προαναφερθέν περιστατικό και να ζητήσει ρύθμιση της διαδικασίας κατά τρόπον ώστε να «αφεθεί η υπεράσπιση να επιτελέσει το έργο της χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις». Μετά από λίγο ο κλητήρας τον πληροφόρησε ότι η Δικαστής δεν μπορούσε να τους δεχτεί στο γραφείο της. Εν συνεχεία και για ευνόητους λόγους ως ισχυρίζεται, δεν υπέβαλε αίτημα κατά τη συνεδρίαση του Δικαστηρίου προς αποφυγή πρόκλησης εντάσεων ένεκα της παρουσίας της μητέρας του θύματος. Στο διάγραμμα αγόρευσης δεν διευκρινίζεται η φύση του αιτήματος το οποίο είχε σκοπό να υποβάλει.

 

        (Γ) Μετά την αλλαγή απάντησης της Εφεσείουσας (19.6.2024) και ορισμού της υπόθεσης για γεγονότα και ποινή στις 23.7.2023, το Δικαστήριο απηύθυνε τον λόγο στη μητέρα του θύματος, η οποία παρακολουθούσε τη διαδικασία, ενημερώνοντας την ότι λόγω αλλαγής απάντησης δεν θα διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία, και ότι την επόμενη ημερομηνία που είναι ορισμένη η υπόθεση θα ακουστούν γεγονότα, θα αγορεύσει ο συνήγορος της κατηγορουμένης για μετριασμό και θα δοθεί νέα ημερομηνία για ποινή.

 

        (Δ) Την 23.7.2024 τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα γεγονότα για τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος και ο συνήγορος της Εφεσείουσας αγόρευσε προς μετριασμό της ποινής. Η απόφαση επιφυλάχθηκε για τις 9.8.2024, πλην όμως το Δικαστήριο ειδοποίησε τις δυο πλευρές ότι η ποινή δεν θα μπορούσε να δοθεί την ημερομηνία εκείνη οπόταν επαναορίστηκε για τις 12.8.2024. Το Δικαστήριο εκφώνησε την απόφαση του και γραπτό κείμενο στάλθηκε ηλεκτρονικά στην υπεράσπιση την επομένη.

 

        Το πρώτο θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί βάσιμο λόγο επέμβασης κατά της ποινής βάσει των διαλαμβανομένων στο Άρθρο 145 του Κεφ. 155. Η απάντηση επί τούτου είναι αρνητική. Αποτελεί μόνο λόγο ακύρωσης της καταδίκης βάσει του εδαφίου (1)(β) του εν λόγω άρθρου. Ειρήσθω εν παρόδω ούτε έφεση κατά της καταδίκης θα μπορούσε να ασκηθεί εν όψει της παραδοχής της Εφεσείουσας, καθότι τούτο προϋποθέτει μη αποκάλυψη ποινικού αδικήματος από τα γεγονότα που εκτίθενται στο Κατηγορητήριο βάσει των προνοιών του Άρθρου 135(β) του Κεφ. 155, ή ότι: (α) ο εφεσείων δεν αντιλήφθηκε τη φύση της κατηγορίας ή δεν είχε πρόθεση να την παραδεχθεί, ή (β) επί των πραγματικών γεγονότων δεν μπορούσε να καταδικαστεί για το αδίκημα που κατηγορήθηκε (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 305, Hamad v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 253/22, ημερ. 31.7.2023). Εν προκειμένω καμία από τις εν λόγω προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται.

 

        Πέραν όμως των διαλαμβανόμενων στο Άρθρο 145 του Κεφ. 155, η πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης ενέχει τη σημασία παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων του δικαιώματος δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει το Άρθρο 30(2), (3) του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1), (3) της ΕΣΔΑ, οι οποίες εγγυήσεις καλύπτουν όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας, περιλαμβανομένου του σταδίου επιβολής ποινής (βλ. Χ v. the United Kingdom (1972) 2 Digest 766, T and V v. United Kingdom (2000) 30 EHRR 121, Cuscani v. United Kingdom (2003) 36 EHRR 2, Human Rights in Criminal Justice, 3η έκδοση, Ben Emmerson QC, Andrew Ashworth QC, Alison Macdonald etc., παρ. 20-66). Τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα υπερισχύουν οποιασδήποτε περί του αντιθέτου δικονομικής διάταξης. Με βάση το Άρθρο 188.1 του Συντάγματος διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι οποίες προϋπήρχαν του Συντάγματος, ερμηνεύονται και εφαρμόζονται, προσαρμοζόμενες «καθ' ο μέτρον είναι αναγκαίον, προς το Σύνταγμα» (βλ. The United Bible Societies v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395).

 

        Εξετάζοντας από αυτή την σκοπιά τον πρώτο λόγο έφεσης δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων της δίκαιης δίκης. Τα όσα ο συνήγορος της Εφεσείουσας αναφέρει σε σχέση με τη μητέρα του θύματος, υπό το στοιχείο (Α) ανωτέρω, δεν αποκαλύπτουν έλλειψη φαινομενικής αμεροληψίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συμφώνως της νομολογίας το κριτήριο είναι «η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές» (βλ. Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612). Τούτου λεχθέντος υπογραμμίζεται ότι τα Δικαστήρια θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά κατά την ενώπιον τους διαδικασία ούτως ώστε να μην επιτρέπουν την εκδήλωση συμπεριφορών οι οποίες δύνανται να αφήσουν «έστω και σκιά να αιωρείται» για την αντικειμενική τους αμεροληψία (βλ. κατ' αναλογία Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551).

 

        Τα όσα δε ο συνήγορος του Εφεσείοντος αναφέρει ότι επισυνέβηκαν εκτός διαδικασίας, υπό το στοιχείο (Β) ανωτέρω, ουδόλως σχετίζονται με τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης ούτε επηρέασαν δυσμενώς καθ' οιονδήποτε τρόπο την Υπεράσπιση. Ούτε τα όσα αναφέρονται υπό τα στοιχεία (Γ) και (Δ) ανωτέρω εγείρουν οποιοδήποτε θέμα παραβίασης των διαδικαστικών διασφαλίσεων της δικαίας δίκης. Η δε ολιγοήμερη αναβολή της ημερομηνίας επιβολής ποινής δεν εμπίπτει στην ανεπιθύμητη πρακτική η οποία αποδοκιμάστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2015) 2 Α.Α.Δ. 647.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

 

(ΙΙ)   Η έφεση κατά της ποινής (Λόγοι Έφεσης 2, 3, 4)

 

        Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που άπτονται της ποινής θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εν συντομία τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος ως προκύπτουν από την πρωτόδικη απόφαση και τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα.

 

        Στις 29.8.2021 περί ώρα 23:13 η Εφεσείουσα στάθμευσε το όχημα της στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ομονοίας στη Λεμεσό, σε σημείο όπου στο οδόστρωμα υπήρχε διπλή κίτρινη γραμμή που απαγορεύει τη στάθμευση οχημάτων. Η Λεωφόρος Ομονοίας εμπίπτει εντός των Δημοτικών ορίων του Δήμου Λεμεσού και πρόκειται για κατοικημένη περιοχή με εμπορικά καταστήματα και επιχειρήσεις. Είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης, με δυο λωρίδες κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση. Οι δυο κατευθύνσεις χωρίζονται με συνεχή άσπρη γραμμή εκτός από κάποιες συμβολές δρόμων όπου η συνεχής διαχωριστική γραμμή αλλάζει σε διακοπτόμενη, για να επιτρέπεται η στροφή οχημάτων δεξιά. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 50 χ.α.ω. Στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου υπήρχε βέλος κατεύθυνσης μόνο για ευθεία πορεία, ενώ στη δεξιά λωρίδα υπήρχε διπλό βέλος για ευθεία πορεία και στροφή δεξιά προς την οδό Βασιλέως Παύλου. 

 

        Η μέγιστη ορατότητα την οποία είχε η Εφεσείουσα από το σημείο που ήταν σταθμευμένο το όχημα της ήταν 235 μέτρα προς τα πίσω σε ευθεία γραμμή. Κατά μήκος της Λεωφόρου υπήρχε πολύ ικανοποιητικός φωτισμός. Η Εφεσείουσα αφού στάθμευσε παρανόμως στη αριστερή λωρίδα της Λεωφόρου Ομονοίας, εξήλθε του αυτοκινήτου της και αφού ψώνισε κάτι από παρακείμενο περίπτερο, εισήλθε ξανά στο αυτοκίνητο της περί ώρα 23:15. Ακολούθως ξεκίνησε τη μηχανή (23:16), άναψε τα φώτα πορείας και ενώ είδε το φως της μοτοσυκλέτας σε απόσταση από το κεντρικό καθρεφτάκι, «υπολόγισε πως είχε χρόνο να στρίψει και χωρίς να θέσει σε λειτουργία τον ηλεκτρικό δείκτη του οχήματος της, άρχισε να οδηγεί με διαγώνια πορεία στη Λεωφόρο Ομονοίας, με κατεύθυνση προς την απέναντι δεξιά πάροδο, δηλαδή προς την οδό Βασιλέως Παύλου». Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία και να συγκρουστεί με τη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε το θύμα, το οποίο τηρούσε τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ομονοίας με κατεύθυνση προς τα βόρεια και είχε αναμμένα τα φώτα πορείας. Το θύμα το οποίο δεν φορούσε προστατευτικό κράνος τραυματίστηκε θανάσιμα.

 

        Συμφώνως των ευρημάτων της Αστυνομίας (Τεκμήριο «Α») βάσει επιτόπιων μετρήσεων με τη χρήση οπτικών πλάνων από το προαναφερθέν περίπτερο, η απόσταση μεταξύ των θέσεων του αυτοκινήτου της Εφεσείουσας και της μοτοσυκλέτας του θύματος, ήταν 94 μέτρα και 80 εκατοστά. Κατά τη στιγμή που εκκίνησε το αυτοκίνητο της, η μοτοσυκλέτα βρισκόταν 91 μέτρα πιο πίσω. Το θύμα κάλυψε την απόσταση των 94,8 μέτρων μέχρι το σημείο σύγκρουσης σε 2.8 δευτερόλεπτα, το οποίο εξυπακούει ότι έτρεχε με μέση ταχύτητα 121 αντί 50 χ.α.ω. Επίσης, ως προκύπτει από τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ο μέσος χρόνος αντίδρασης ενός οδηγού στον κίνδυνο είναι περί το 1,5 δευτερόλεπτο. Σε περίπτωση που το θύμα κινείτο εντός του ορίου επιτρεπόμενης ταχύτητας (50 χ.α.ω.) θα κάλυπτε την εν λόγω απόσταση σε χρόνο 7 δευτερολέπτων, το οποίο κατά την εισήγηση του συνηγόρου της Εφεσείουσας, θα έδινε στο θύμα επαρκή χρόνο αντίδρασης για να αποφύγει τη σύγκρουση. Από εξετάσεις βιολογικών δειγμάτων που λήφθηκαν από το θύμα ανιχνεύτηκαν ναρκωτικές ουσίες (βενζεουλοεγκονίνη, εγκονίνη, κοκαϊνη) και αιθυλική αλκοόλη 26 mg/dl αντί 20mg/dl, που είναι το επιτρεπόμενο όριο.

 

        Εξετάζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το θανατηφόρο δυστύχημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία της Εφεσείουσας, ως ήταν η θέση της Υπεράσπισης. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης:

 

«Στην παρούσα περίπτωση, η κατηγορούμενη ξεκίνησε το όχημα της και παρόλο που είδε το φως της μοτοσυκλέτας από απόσταση, έσπευσε να εισέλθει διαγώνια στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας για να στρίψει δεξιά προς την οδό Βασιλέως Παύλου. Η βεβιασμένη ενέργεια της να μπει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας για να στρίψει προς την πάροδο, προκύπτει από το γεγονός πως έπραξε τα πιο πάνω σε διάστημα 3 δευτερολέπτων και χωρίς καν να θέσει σε λειτουργία το δεξιό ηλεκτροδείκτη του οχήματος της. Ασφαλώς η κατηγορούμενη όφειλε και είχε υποχρέωση να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και να το πράξει τούτο με τον ορθό τρόπο δηλαδή να προχωρήσει ευθεία και να στρίψει κάθετα προς την πάροδο δεξιά. Εάν οδηγούσε όπως πιο πάνω ήταν η υποχρέωση της, δεν θα εισέρχετο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και δεν θα ανέκοπτε την πορεία της μοτοσυκλέτας έστω και αν το θύμα κινείτο με αυξημένη ταχύτητα. Ο τρόπος οδήγησης της κατηγορούμενης ασφαλώς και δεν αποτελεί «στιγμιαίο» λάθος όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος της. Δυστυχώς, αυτή η ενέργεια της είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί μια ανθρώπινη ζωή. Το γεγονός ότι η κατηγορούμενη αντιλήφθηκε την παρουσία της μοτοσυκλέτας και αντί να βεβαιωθεί πως ήταν ασφαλές για την ίδια να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας, αποφάσισε βεβιασμένα να κινηθεί διαγώνια στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας για να προλάβει προφανώς να εισέλθει στην πάροδο προς την οδό Βασιλέως Παύλου, ήταν ασφαλώς επικίνδυνη ενέργεια. Η κατηγορούμενη ενώ δεν μπορούσε να υπολογίσει τη ταχύτητα με την οποία εκινείτο το θύμα, αποφάσισε να ρισκάρει και να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας παραβλέποντας το σοβαρό κίνδυνο σύγκρουσης, με την ελπίδα πως τίποτε δεν θα συνέβαινε».

 

        Κατά πρώτο λόγο ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας παραπονείται ότι πρωτοδίκως στην εξέταση των συνθηκών πρόκλησης του δυστυχήματος, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς  τα μαθηματικά δεδομένα που σχετίζονται με τη μεγάλη ταχύτητα με την οποία κινείτο η μοτοσυκλέτα του θύματος βάσει των κοινώς αποδεκτών γεγονότων. Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την εν λόγω εισήγηση. Όλα τα μαθηματικά δεδομένα, πράξεις και υπολογισμοί που ρίχνουν φως στις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης.

 

        Δεύτερον, με ιδιαίτερη έμφαση ο συνήγορος της Εφεσείουσας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή δεν έλαβε δεόντως υπόψη ότι βάσει των παραδεκτών γεγονότων του Τεκμηρίου «ΣΤ», η ευθύνη της Εφεσείουσας είναι οριακή και του θύματος συντρέχουσα. Και ότι η εν λόγω θέση λανθασμένα αποδίδεται στην Υπεράσπιση ενώ στην πραγματικότητα ήταν κοινώς αποδεκτό γεγονός. Περιπλέον είναι η θέση του συνηγόρου ότι το Τεκμήριο «ΣΤ» έγινε παραδεκτό γεγονός βάσει του Άρθρου 19 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με αποτέλεσμα τα πιο πάνω να καταστούν αναντίλεκτη μαρτυρία. Η κατ' ισχυρισμό μη αποδοχή της οριακής ευθύνης της Εφεσείουσας στην πρωτόδικη απόφαση είχε ως αποτέλεσμα η Υπεράσπιση να βρεθεί σε δυσμενή θέση καθότι αφέθηκε να πιστεύει ότι θα αποτελούσε τη βάση για την επιβολή ποινής.

 

        Με κάθε σεβασμό η εισήγηση ότι τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα για σκοπούς επιβολής ποινής έγιναν με βάση το Άρθρο 19 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, στερείται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Δεν προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου ότι τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο «ΣΤ» εγκρίθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα στη βάση του Άρθρου 19 (βλ. κατ' αναλογία Nanoka Ltd v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 322), παρά μόνο ότι κατατέθηκαν και έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο ως «περαιτέρω αποδεκτά γεγονότα», δηλαδή επιπροσθέτως των γεγονότων που εκτέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή (Τεκμήρια «Α» - «Ε») με τα οποία και συμφώνησε η Υπεράσπιση. Ούτε το Δικαστήριο κλήθηκε να εγκρίνει παραδεκτά γεγονότα με βάση  το εν λόγω άρθρο.

 

        Είναι προφανές ότι όλα τα αποδεκτά γεγονότα έγιναν βάσει της συνήθους διαδικασίας που ακολουθείται στο συγκεκριμένο στάδιο της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς επιβολής ποινής. Δηλαδή προηγήθηκε  παράθεση γεγονότων με ακρίβεια και λεπτομέρεια από την Κατηγορούσα Αρχή, τα οποία έγιναν αποδεκτά από την Υπεράσπιση, η οποία στη συνέχεια παρέθεσε (γραπτώς) περαιτέρω γεγονότα με τα οποία συμφώνησε η Κατηγορούσα Αρχή. Ανασκόπηση των αρχών οι οποίες διέπουν τη διαδικασία παράθεσης γεγονότων στο στάδιο της επιβολής ποινής γίνεται στην υπόθεση Κρυβούς ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 71/23, ημερ. 21.7.2023. Τόσον η Κατηγορούσα Αρχή όσον και η Υπεράσπιση έχουν καθήκον πληροφόρησης του Δικαστηρίου περί των πραγματικών γεγονότων τα οποία δυνατόν να επηρεάσουν τον καθορισμό της ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομία (2009) 2 Α.Α.Δ. 243). Η παράθεση γεγονότων για σκοπούς επιβολής ποινής δεν γίνεται βάσει του Άρθρου 19 του περί Αποδείξεως Νόμου καθότι δεν τίθεται θέμα απόδειξης γεγονότων με προφορική μαρτυρία. Τέτοιο θέμα δυνατόν να προκύψει μόνο εάν υπάρξει διάσταση επί γεγονότων ή εκδοχών επί ουσιαστικού ζητήματος για την επιμέτρηση της ποινής, οπόταν το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει τη διεξαγωγή δίκης τύπου Newton. Σε περίπτωση μη διεξαγωγής τέτοιας ακρόασης το Δικαστήριο πρέπει, κατά το δυνατό, να αποδέχεται την εκδοχή της Υπεράσπισης (βλ. Landau v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 178, Χατζηπαναγή ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 118).

 

        Αναφορικά με τη θέση του συνηγόρου ότι δεν ελήφθη υπόψη στην πρωτόδικη απόφαση πως η ευθύνη της Εφεσείουσας ήταν οριακή παρότι τούτο αποτελούσε μέρος των κοινώς αποδεκτών γεγονότων, επισημαίνεται ότι η παράθεση τέτοιων γεγονότων δεν δύναται να περιλαμβάνει αξιολογικές νομικές κρίσεις ή νομικούς χαρακτηρισμούς ως προς την έκταση της ευθύνης του κατηγορούμενου ή του θύματος για την πρόκληση του δυστυχήματος, ζήτημα το οποίο επαφίεται στην αποκλειστική κρίση του Δικαστηρίου κατά την επιμέτρηση της ποινής. Η ίδια αρχή ισχύει κατά την παραδοχή γεγονότων στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας με βάση το Άρθρο 19 του περί Αποδείξεως Νόμου. Τα «γεγονότα» δεν μπορούν να περιλαμβάνουν οτιδήποτε για το οποίο δεν θα μπορούσε να δοθεί προφορική μαρτυρία κατά τη δίκη. Περί τούτου αντλούμε καθοδήγηση από τα νομολογηθέντα εν σχέσει με το πανομοιότυπο Άρθρο 10 του Αγγλικού Criminal Justice Act 1967 (βλ. Coulson [1997] Crim L.R.886, Blackstone's Criminal Practice 2023, F1.1). Μάρτυς δεν μπορεί να καταθέσει για το έσχατο συμπέρασμα για το οποίο καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, σελ. 603). Κατ' αναλογία στο πλαίσιο ακρόασης τύπου Newton, μάρτυς δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη κατά πόσο η ευθύνη του κατηγορούμενου στην πρόκληση του δυστυχήματος ήταν οριακή ή τον βαθμό ευθύνης του θύματος. Εννοείται, σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, ότι είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η υπαρκτή δυνατότητα υποβολής σχετικών εισηγήσεων προς το Δικαστήριο στο στάδιο των αγορεύσεων, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της γνώμης των διαδίκων ή των συνηγόρων τους για αυτά.

 

        Στην προκείμενη περίπτωση καμία αδικία δεν προκλήθηκε στην πλευρά της Εφεσείουσας από την εσφαλμένη συμπερίληψη στα κοινώς αποδεκτά γεγονότα του συμπεράσματος ότι η ευθύνη της ήταν οριακή και του θύματος συντρέχουσα, καθότι όλα τα γεγονότα που αφορούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το θανατηφόρο δυστύχημα έγιναν αποδεκτά και λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Εκ των γεγονότων προέκυπτε η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος την οποία το Δικαστήριο συνυπολόγισε.

 

        Περαιτέρω, ως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, σε ποινικές διαδικασίες η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος για την πρόκληση του δυστυχήματος δεν εξουδετερώνει την ποινική ευθύνη της κατηγορούμενης (βλ. Triftarides v. Police (1968) 2 C.L.R. 140, Varnakides v. Police (1962) 2 C.L.R. 1). Όπως αποφασίστηκε στην R v. Hennigan (1971) 3 All E.R. 133, σε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω επικίνδυνης οδήγησης (κατά παράβαση του Άρθρου 1 του Road Traffic Act 1960), το μόνο το οποίο χρειάζεται να καταδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή είναι ότι η επικίνδυνη οδήγηση του κατηγορούμενου ήταν μια αιτία (a cause) του δυστυχήματος και ότι αυτή υπερέβαινε το ελάχιστο απαιτούμενο (de minimis). Δεν είναι αναγκαίο να καταδειχτεί ότι ήταν η ουσιώδης ή η μείζων αιτία ("substantial or major cause") του δυστυχήματος (βλ. επίσης R v. Hughes (2013) 4 All E.R. 613, Wilkinson's Road Traffic Offences, 27η έκδοση (2015) Τόμος Ι, παρ. 5.28, Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115).

 

        Στρεφόμαστε τώρα στο κατά πόσο η πρόκληση του δυστυχήματος οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία δικαιολογώντας ποινή προστίμου και στέρησης αδείας οδήγησης αντί φυλάκισης, το οποίο είναι το βασικό επιχείρημα του συνηγόρου της Εφεσείουσας. Η θέση της νομολογίας συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191:

 

«Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδηγού, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μη επιβληθεί στέρηση της άδειας. Όταν όμως το θανατηφόρο δυστύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού».

 

(βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Guilfoyle (1973) 2 All E.R. 844, R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 103, Δημοκρατία ν. Γερολέμου, Ποιν. Έφ. 169/16, ημερ. 28.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B63, Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 16/21, ημερ. 19.10.2021, Savencu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 194/19, ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B236).

 

        Στην Κουκκίδη, εξηγείται ότι η στιγμιαία αβλεψία συνίσταται σε «ένα μεμονομένο (sic) σφάλμα το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Είναι δηλαδή μια μόνο λανθασμένη κίνηση της στιγμής» [βλ. Φιντανάκης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 695, Savencu v. Αστυνομίας (ανωτέρω), Χριστοφή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/24, ημερ. 2.8.2024].

 

        Όπως έχει κατ' επανάληψη αναφερθεί σε δικαστικές αποφάσεις, οι όροι «αλόγιστη», «απερίσκεπτη» και «επικίνδυνη» πράξη ή συμπεριφορά υποδηλούν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος του Άρθρου 210 του Π.Κ. [Ανδρέου ν. Αστυνομία (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, Ζυπίτης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, Savencu v. Αστυνομίας, (ανωτέρω), Χριστοφή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)]. Στην Πέτρου ν Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 233, εξηγείται ότι ο όρος «απερίσκεπτη» στον εν λόγω Άρθρο, είναι ταυτόσημος με τον όρο "reckless" στην Αγγλική νομολογία, παραπέμποντας στις υποθέσεις R v Lawrence (1981) 1 All ER 974, και R v Caldwell (1981) 1 All ER 961 (βλ. και Savencu v Αστυνομίας (ανωτέρω), Χριστοφή ν Αστυνομίας (ανωτέρω)].

 

        Λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες πρόκλησης του θανατηφόρου δυστυχήματος δεν εντοπίζουμε σφάλμα στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν οφειλόταν σε στιγμιαία αβλεψία της Εφεσείουσας. Με βάση τα γεγονότα ενώ η Εφεσείουσα αντιλήφθηκε από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου τη μοτοσυκλέτα του θύματος βρισκόμενη 94,80 μέτρα πιο πίσω, χωρίς να θέσει σε λειτουργία τον δεξιό ηλεκτροδείκτη του αυτοκινήτου της, κινήθηκε βεβιασμένα σε διαγώνια πορεία. Η εν λόγω οδική της συμπεριφορά δημιούργησε ένα εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης δυστυχήματος. Τούτο δεν έγινε σε μια στιγμή καθότι από το σημείο στάθμευσης που βρισκόταν κάλυψε την απόσταση μέχρι την αρχή της διακεκομμένης γραμμής που επιτρέπεται η στροφή δεξιά προς την οδό Βασιλέως Παύλου σε χρόνο 3 περίπου δευτερολέπτων, ανακόπτοντας την πορεία του θύματος. Ως τα γεγονότα αποκαλύπτουν, δεν επρόκειτο για στιγμιαίο λάθος ή απροσεξία αλλά για απερίσκεπτη οδική συμπεριφορά, καθότι ενώ έλεγξε την τροχαία κίνηση προς τα πίσω από το κεντρικό καθρεφτάκι και αντιλήφθηκε τον μοτοσυκλετιστή, εντούτοις αδιαφορώντας για τον υπαρκτό κίνδυνο, έλαβε βεβιασμένα απόφαση να κινηθεί διαγώνια επί των δυο λωρίδων κυκλοφορίας της Λεωφόρου Ομονοίας, υπολογίζοντας ότι θα προλάβαινε να στρίψει δεξιά προς την οδό Βασιλέως Παύλου, χωρίς να ανάψει τον δεξιό ηλεκτροδείκτη, ούτως ώστε να δώσει στο θύμα ένδειξη της πρόθεσης της να εισέλθει στην Λεωφόρο και πορείας την οποία σκόπευε να ακολουθήσει.

 

        Προς υποστήριξη της θέσης περί στιγμιαίας απροσεξίας, ο συνήγορος της Εφεσείουσας παραπέμπει στην υπόθεση Φιντανάκης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), παραθέτοντας απόσπασμα από την απόφαση της μειοψηφίας. Η απόφαση όμως της πλειοψηφίας υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο. Κατ' έφεση επικυρώθηκε η καταδίκη και επιβολή διετούς ποινής φυλάκισης στον εφεσείοντα η οποία καίτοι αυστηρή δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική. Με βάση τα γεγονότα ο εφεσείων οδηγώντας ιδιωτικό αυτοκίνητο τύπου σαλούν, επιχείρησε να εισέλθει σε πάροδο η οποία βρισκόταν προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία μοτοσυκλέτας μεγάλου κυβισμού, η οποία οδηγείτο από την αντίθεση κατεύθυνση. Η σύγκρουση των δυο οχημάτων επισυνέβη περί το μέσο της λωρίδας κυκλοφορίας που οδηγούσε ο αποβιώσας μοτοσυκλετιστής. Από το σχεδιάγραμμα σκηνής ήταν πρόδηλο ότι ο εφεσείων άρχισε να υλοποιεί το εγχείρημα του να στρίψει δεξιά σε σημείο όπου υπήρχε συνεχής άσπρη γραμμή κατά μήκος της μέσης του δρόμου. Η σύγκρουση επισυνέβη 9 μέτρα πιο πίσω από το κεντρικό σημείο της διακεκομμένης γραμμής. Ο εφεσείων εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας ακολουθώντας διαγώνια φορά. Θα μπορούσε να δει τον μοτοσικλετιστή 200 μέτρα πριν τη σύγκρουση. Εντούτοις, δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του μοτοσυκλετιστή στον δρόμο παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο προς αποφυγή της σύγκρουσης και δεν υπήρχαν ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου στο οδόστρωμα. Παρότι ο μοτοσυκλετιστής κατανάλωσε ναρκωτικά σε κάποιο χρόνο πριν την πρόκληση του δυστυχήματος δεν υπήρχε μαρτυρία πως τούτο συνέβαλε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην πρόκλησή του.

 

        Στην απόφαση επισημαίνεται πως «αυτό που μέτρησε ιδιαίτερα στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την επιβολή της εν λόγω ποινής, ήταν η αλόγιστη και απερίσκεπτη, όπως διαπιστώθηκε, οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος, όταν αυτός εισήλθε βεβιασμένα στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, από μη επιτρεπτό σημείο του δρόμου και κινήθηκε διαγώνια, για κάποια απόσταση, μέχρι να φτάσει έναντι της παρόδου, στην οποία είχε πρόθεση να προχωρήσει. Δημιούργησε, έτσι, εν γνώσει του, ένα σοβαρό κίνδυνο, ο οποίος, με την εκδήλωσή του, επέφερε το τραγικό αποτέλεσμα που έχει προαναφερθεί». Επιδοκιμάζεται δε η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστή από τις υποθέσεις Γεν. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191, στις οποίες τονίζεται η υποχρέωση των δικαστηρίων για επιβολή αυστηρών ποινών, στις περιπτώσεις όπου το τροχαίο δυστύχημα που επιφέρει το θάνατο δεν οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία του κατηγορουμένου, αλλά σε εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή σε επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση.

 

        Άλλη υπόθεση την οποία επικαλείται ο συνήγορος της Εφεσείουσας είναι η Αστυνομία ν. Αναστάση, Ποιν. Έφ. 114/19, ημερ. 15.7.2020. Σε εκείνη την υπόθεση ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητο του σε δρόμο κάθετο προς Λεωφόρο που ήταν ο κύριος δρόμος με προτεραιότητα. Η ορατότητα του αριστερά επί της Λεωφόρου από όπου ερχόταν το αυτοκίνητο του θύματος, ήταν 422 μέτρα. Παρότι  είχε αντιληφθεί το αυτοκίνητο του θύματος να τον προσεγγίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, υπολόγισε ότι προλάβαινε να διασταυρώσει τον δρόμο και εκκίνησε και εισήλθε σε αυτόν. Η κρίση του απεδείχθη λανθασμένη και μοιραία για τον οδηγό του άλλου αυτοκινήτου το οποίο συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου στο ασφάλτινο παγκέτο του κυρίως δρόμου στην απέναντι πλευρά της παρόδου. Το θύμα δεν εφάρμοσε τα φρένα του αυτοκινήτου του. Διαπιστώθηκαν μόνο ίχνη πλαγιολίσθησης του αυτοκινήτου του με κατεύθυνση λοξώς  αριστερά. Το θύμα δεν έφερε ζώνη ασφαλείας.

 

        Πρωτοδίκως στον εφεσίβλητο επιβλήθηκε χρηματική ποινή και στέρηση της άδειας οδήγησης. Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θανατηφόρο δυστύχημα δεν οφειλόταν σε αδιαφορία αλλά κακή εκτίμηση του ότι προλάβαινε να εισέλθει στον κύριο δρόμο χωρίς να ανακόψει την πορεία του άλλου αυτοκινήτου. Η ποινή προσβλήθηκε ως έκδηλα ανεπαρκής. Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με την πρωτόδικη διαβάθμιση της οδικής συμπεριφοράς του εφεσίβλητου η οποία αφορούσε στιγμιαία απροσεξία λόγω αλόγιστου λάθους εκτιμήσεως (βλ. Κάρτερ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 78). Προς όφελος του ελήφθη υπόψη ότι «το θύμα οδηγούσε επικίνδυνα με μεγάλη ταχύτητα και δεν ελάττωσε ταχύτητα όταν το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος (sic) του ανέκοψε την πορεία, παρά την μεγάλη ορατότητα που είχε και το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος, ενώ βρισκόταν ακινητοποιημένος, εκκίνησε και διάνυσε μεγάλη απόσταση στην πορεία του». Επισημάνθηκε επίσης πως «το θύμα είχε καταναλώσει υπολογίσιμη ποσότητα αλκοόλ, που αναπόφευκτα επηρέαζε την ικανότητα του να οδηγεί με ασφάλεια».

 

        Είμαστε της γνώμης ότι η παρούσα διακρίνεται από την πιο πάνω υπόθεση ως προς τα γεγονότα. Κοινό στοιχείο και στις δυο υποθέσεις είναι η λανθασμένη εκτίμηση του οδηγού ότι θα προλάβαινε να καλύψει την απόσταση χωρίς να ανακόψει την πορεία του θύματος. Από κει και πέρα όμως τα γεγονότα διαφέρουν. Εν προκειμένω η Εφεσείουσα από θέση στάθμευσης ακολούθησε βεβιασμένα διαγώνια πορεία επί των δυο λωρίδων κυκλοφορίας της Λεωφόρου χωρίς να θέσει σε λειτουργία τον δεξιό ηλεκτροδείκτη του οχήματος της. Συνακόλουθα είναι μόνο μετά που εισήλθε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου και συνέχισε τη διαγώνια πορεία της που το θύμα θα ήταν λογικά σε θέση να αντιληφθεί ότι επρόκειτο να ανακόψει την πορεία του. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά για να αποφύγει τη σύγκρουση.

 

        Απομένει να εξεταστεί κατά πόσο η ποινή στο σύνολο της είναι έκδηλα υπερβολική. Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου στην ποινή είναι καλά γνωστές. Η έφεση δεν αποτελεί μέσο επανακαθορισμού της ποινής η οποία αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ό,τι εξετάζεται κατ' έφεση είναι κατά πόσο υπάρχει: (α) πασιφανής έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής, και (β) ουσιώδης απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της υπόθεσης. Επέμβαση χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (βλ. μεταξύ άλλων, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5.10.2016).

 

        Στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 329, επισημαίνεται ότι «τα θανατηφόρα τροχαία δυστυχήματα έχουν πάρει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας στη χώρα μας, γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιλογή ποινής» [βλ. και Παπαεπιφανείου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), Μακρής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 49/21, ημερ. 21.12.2021]. Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ηρακλέους, Ποιν. Έφ. 244/17, ημερ. 8.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B285, αναφέρεται ότι «οι προηγούμενες ποινές επί θανατηφόρων δυστυχημάτων είναι ενδεικτικές, αλλά δεν αποτελούν αυστηρή καθοδήγηση για το λόγο ότι δεν υπάρχει κατά κανόνα ταυτοσημία επί των γεγονότων».

 

        Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.2024, ποινή φυλάκισης 15 μηνών κατόπιν ακρόασης για πρόκληση θανατηφόρου δυστυχήματος κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Π.Κ., δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική. Με βάση τα γεγονότα η εφεσείουσα επέφερε το θάνατο 33χρονου μοτοσικλετιστή όταν το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε παρεξέκλινε από την πορεία του, εισερχόμενο στη λωρίδα του θύματος το οποίο οδηγούσε από την αντίθετη κατεύθυνση, με αποτέλεσμα τη μοιραία σύγκρουση. Στην υπόθεση Χριστοφή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) ποινή φυλάκισης 16 μηνών επιβληθείσα μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε έκδηλα υπερβολική υπό τις περιστάσεις και μειώθηκε σε 12 μήνες.

 

        Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης παρουσιάζουν ομοιότητες με αυτά της Χριστοφή, κυρίως σε ό,τι αφορά την υπερβολική ταχύτητα του θύματος το οποίο επέβαινε σε μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού. Εάν το θύμα οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας το ατύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, με τη λήψη κατάλληλων μέτρων. Εν προκειμένω θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καίτοι αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τη συντρέχουσα ευθύνη του θύματος και την παραδοχή της Εφεσείουσας πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, εντούτοις οι εν λόγω μετριαστικοί παράγοντες δεν αντανακλούνται καταλλήλως στην ποινή σε βαθμό που την καθιστά έκδηλα υπερβολική.

 

        Η Εφεσείουσα είναι λευκού ποινικού μητρώου και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας άλλαξε απάντηση παραδεχόμενη την ενοχή της. Συμφώνως της πάγιας νομολογίας η παραδοχή αποτελεί ένδειξη έμπρακτης μεταμέλειας δικαιολογώντας ανάλογη έκπτωση στην ποινή. Η Εφεσείουσα είναι μητέρα ενός παιδιού ηλικίας 14 ετών του οποίου έχει την αποκλειστική επιμέλεια και φροντίδα. Ο πατέρας του παιδιού εδώ και χρόνια ζει σε άλλη χώρα από όπου κατάγεται και δεν επιζητεί επικοινωνία ούτε συνεισφέρει με οποιοδήποτε τρόπο στην ανατροφή του. Το παιδί φοιτά στην Γ΄ τάξη του Γυμνασίου. Ο πατέρας της Εφεσείουσας απεβίωσε το 2007 ενώ η μητέρα της, η οποία διαμένει στη Μολδαβία, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας (καρκινοπαθής). Η Εφεσείουσα ήλθε στην Κύπρο το 2018 για να εργαστεί και έκτοτε εργοδοτείται στο Καζίνο Λεμεσού. Από το εισόδημα της καλύπτει τα έξοδα της ιδίας και του παιδιού της και βοηθά οικονομικά τη μητέρα της. Δεν έχει υποστηρικτικό περιβάλλον στην Κύπρο παρά μόνο μια ομοεθνή φίλη, η οποία διαμένει με το σύζυγο και τα παιδιά της στην ίδια πολυκατοικία. Μετά την επιβολή της ποινής φυλάκισης το Γραφείο Ευημερίας ανέθεσε στο εν λόγω άτομο τη φύλαξη και φροντίδα του 14χρονου παιδιού της Εφεσείουσας. Στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφέρεται ότι η Εφεσείουσα ήταν ψυχολογικά συντετριμμένη και σοκαρισμένη μετά το δυστύχημα. Για μήνες αρνείτο να οδηγήσει.  Η ίδια και το παιδί της έλαβαν ψυχολογική υποστήριξη  ώστε να μπορέσει «κυρίως η ίδια να το διαχειριστεί όσο πιο ορθά γίνεται, ώστε να μην επηρεαστεί συναισθηματικά το παιδί».

 

        Στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρεται ότι στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις της ποινής φυλάκισης στο παιδί της Εφεσείουσας. Παραπομπή γίνεται στην Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328, όπου αποφασίστηκε ότι οι επιπτώσεις της φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων, αλλά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής. Στην προκείμενη όμως περίπτωση το γεγονός ότι το παιδί μένει απροστάτευτο μετά τον εγκλεισμό της μητέρας στη φυλακή καθιστά τις συνέπειες της φυλάκισης σαφώς βαρύτερες για την οικογένεια της κατηγορούμενης, δικαιολογώντας σχετική έκπτωση στην ποινή (βλ. Τσιάκκα  κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282). Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προσδώσει μεγαλύτερη σημασία σε αυτό τον παράγοντα.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω κρίνουμε ότι η 18μηνη ποινή φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 10 μηνών.  

 

(ΙΙΙ)  Η μη αναστολή της ποινής φυλάκισης (Λόγος Έφεσης 5)

 

        Στρεφόμενοι στον λόγο έφεσης που αφορά τη μη αναστολή της ποινής φυλάκισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη σχετική εισήγηση αναφέρει λακωνικά πως «[τ]α όσα αναφέρθηκαν ως μετριαστικοί παράγοντες έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής». Με κάθε σεβασμό η άσκηση της διακριτικής του εξουσίας δεν ασκήθηκε βάσει των κριτηρίων τα οποία καθορίζει η νομολογία (βλ. Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 121/17, ημερ. 21.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D311). Ειδικότερα κατά την εξέταση του εν λόγω ζητήματος δεν φαίνεται να υπήρξε καμμιά εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και προσωπικών περιστάσεων της κατηγορούμενης και απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς παράγοντες, επιβαρυντικούς και μετριαστικούς, οι οποίοι δύνανται να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου, προσδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο «κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».  Συνακόλουθα δικαιολογείται η εξέταση του θέματος αναστολής της ποινής φυλάκισης από το Εφετείο.

 

        Εφαρμόζοντας τα νομολογιακά κριτήρια στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι η πρόκληση του θανατηφόρου δυστυχήματος λόγω της επικίνδυνης και απερίσκεπτης οδικής συμπεριφοράς της Εφεσείουσας υπό τις συνθήκες που αναλύονται εκτενώς ανωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος, δεν επιτρέπει την αναστολή της ποινής φυλάκισης, παρά το λευκό ποινικό μητρώο της Εφεσείουσας και τις προσωπικές της περιστάσεις, περιλαμβανομένων των επιπτώσεων της ποινής φυλάκισης στο ανήλικο τέκνο της. Τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος εξασθενώντας σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της αποτροπής [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (ανωτέρω), Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.2021, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)].

 

        Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 10 μηνών.

 

 

 

                                                                     Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                     Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                     Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο