ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 226/2021)
27 Νοεμβρίου 2023
[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Πρ.), Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΩΡΟΣ ΑΣΙΗΚΑΛΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΛΑΓΓΙΔΗ
Εφεσίβλητης
------------------------------
Ρ. Μάρκου (κα) για Μ. Κιτρομηλίδης, Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα
Κ. Ευσταθίου με Μ. Κέστωρος (κα) και Κωστόπουλο, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη
ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ θα δώσει η Γ. Κυριακίδου, Δ.
Ο Χ.Β. Χαραλάμπους, Δ. θα δώσει δική του διϊστάμενη απόφαση, όσον αφορά το σκεπτικό αλλά με ίδιο αποτέλεσμα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφία)
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.: Η Εφεσίβλητη εξ αποφάσεως οφειλέτης προς τον Εφεσείοντα, δυνάμει αποφάσεως εκδοθείσας στην Αγωγή με αρ. 3798/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 14.11.2016 αντιμετώπισε πρωτοδίκως ιδιωτική ποινική στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Αφορούσε 10 κατηγορίες επί το ότι παρέλειψε να καταβάλει προς τον Εφεσείοντα τις, εξ αποφάσεως μηνιαίες δόσεις, για την περίοδο 1.9.2018-1.6.2019 συνολικού ποσού €1.000 (€100 έκαστη), κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(γ), 3(2) και 4(2) και (3) του Νόμου 60(Ι)/2008 και των Άρθρων 2 και 90 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.
Κατά την ακροαματική διαδικασία η Εφεσίβλητη προέβαλε ως υπεράσπιση οικονομική αδυναμία να συμμορφωθεί με το προαναφερθέν διάταγμα μηνιαίων δόσεων δηλώνοντας ότι από το 2017 μέχρι και την ημέρα της ακρόασης ήτο άνεργη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, έκρινε ότι πρέπει πρώτα να ικανοποιηθεί ότι αποδείχθηκε πως η μη καταβολή των δόσεων από κάποιον, εκ δικαστικής αποφάσεως, οφειλέτη οφείλεται σε κάποιον άλλο λόγο εκτός από οικονομική ή φυσική αδυναμία του. Σε περίπτωση που η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε ένα από τους δύο ως άνω λόγους, το αδίκημα δεν διαπράττεται και το Δικαστήριο αθωώνει τον οφειλέτη χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετάσει κατά πόσο αποδείχθηκε οποιαδήποτε από τις υπερασπίσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 3(4)(γ) του επίδικου Νόμου. Εξετάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο την εκδοχή του Εφεσίβλητου χωρίς να υπεισέλθει στην αξιολόγηση της προσφερθείσας μαρτυρίας και χωρίς να αξιολογηθεί το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη είχε δεχθεί διάταγμα μηνιαίων δόσεων ενώ ήταν άνεργη και λαμβάνοντας υπόψη μόνο το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη κατά την περίοδο από το 2017 έως τις 8.3.2021 δήλωσε ότι ήταν άνεργη, έκρινε πως η μη καταβολή των επίδικων δόσεων εκ μέρους της οφείλετο σε οικονομική της αδυναμία και όχι σε οποιοδήποτε άλλο λόγο αθωώνοντας την στις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε χωρίς να ασχοληθεί με τις υπερασπίσεις του Άρθρου 3(4)(γ) του επίδικου νόμου.
Ο Εφεσείων με τον μοναδικό λόγο έφεσης προσβάλλει ως νομικά εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την υπόθεση και να αθωώσει την Εφεσίβλητη στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ήταν η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα και πλημμελώς τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, ήτοι το Άρθρο 3(1)(γ) και τις υπερασπίσεις του Άρθρου 3(4)(γ) του Περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικών Αποφάσεων Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν.60(Ι)/2008), επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.
Αντίθετη ήταν η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσίβλητης ο οποίος υποστήριξε τη νομιμότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Στην υπόθεση Κεσίδης ν. Χαράλαμπου Παπανικόλα και Υιοί Λίμιτεδ, Ποιν. Έφ. Αρ. 39/2021, 22.12.2021 αναφέρονται τα ακόλουθα ως προς την εφαρμογή των Άρθρων 3(1)(γ) και το Άρθρο 3(4)(γ) του Περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικών Αποφάσεων Πιστωτών Νόμου του 2008 (Ν.60(Ι)/2008).
«Το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου, επί του οποίου εδράζετο η κατηγορία, προνοεί τα εξής:
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
(α) .......
(β) .......
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία.
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»
Οι υπερασπίσεις για το εν λόγω αδίκημα καθορίζονται στον ίδιο το Νόμο. Σε όση έκταση αφορά την παρούσα υπόθεση προνοούνται τα εξής:
«3(4) Σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία για αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει:
(α) .........
(β) ........
(γ) προκειμένου περί κατηγορίας δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), ότι έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις ή ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ' αυτόν.»
Στην υπόθεση Νικολάου ν. CITI Principal Investments Ltd (2016) 2 A.A.Δ. 1346 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω άθρων:
«Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου η παράλειψη καταβολής προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία συνιστά ποινικό αδίκημα.
Στην υπό κρίση περίπτωση η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος είχε στοιχειοθετηθεί με την προσαγωγή αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι ο εφεσείων (α) είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης με πιστωτή την εφεσίβλητη, (β) δεν είχε εξοφλήσει το χρέος του, (γ) αποδέκτηκε να το εξοφλήσει με μηνιαίες δόσεις και στη βάση αυτή εκδόθηκε σχετικό διάταγμα και (δ) παρέλειψε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο. Στη βάση αυτή ό,τι παρέμεινε για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η στοιχειοθέτηση και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για την οποία ο Νόμος αναγνωρίζει στον οφειλέτη την Υπεράσπιση της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας. Επί του προκειμένου δεν μπορεί να υποστηριχτεί βάσιμα - όπως είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα - ότι το βάρος απόδειξης για τη μη ύπαρξη οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας το έχει ο πιστωτής εφόσον το ζήτημα αυτό εμπίπτει αποκλειστικά στη γνώση του οφειλέτη (βλ. Ζίττης ν. ΣΕΔΙΓΕΠ Λύσης Λτδ (2016) 2 Α.Α.Δ. 247). Κατά συνέπεια το υπό συζήτηση βάρος απόδειξης, ως Υπεράσπιση, ήταν επί των ώμων του εφεσείοντα το οποίο μπορούσε να αποσείσει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ζήτημα για το οποίο και ο ίδιος ο Νόμος (Άρθρο 3(4)(γ)) είναι σαφής, προνοώντας ότι εναπόκειται στον οφειλέτη να αποδείξει ότι «έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος». Με ό,τι όμως ο εφεσείων πρόβαλε πρωτοδίκως απέτυχε να το αποσείσει και επομένως οι υπό συζήτηση λόγοι έφεσης κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται».
(Βλ. επίσης Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Δέσπω Παρδάλη, Ποιν. Έφ. Αρ. 153/2015, 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B427, CITI Principal Investments Ltd ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. Αρ. 302/2015, 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:B347, στις οποίες υιοθετήθηκε η υπόθεση Νικολάου ανωτέρω).
Στην υπόθεση Ντάγκλας ν. Κυλίλη, Ποιν. Έφ. Αρ. 76/2019, 22.4.2020, αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
«Όμως, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η στοιχειοθέτηση της υπόθεσης συνετελέσθηκε αφ΄ης στιγμής ο εφεσίβλητος απέδειξε πως στις 2.5.2014 επιδικάσθηκαν τα ως άνω έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και συνεπώς απεδόθη στον τελευταίο η ιδιότητα του εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη χρέους εντός της εννοίας του αρθ.2 του ως άνω Νόμου και του αρθ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Περαιτέρω, αποδείχτηκε η έκδοση του διατάγματος για μηνιαίες δόσεις και η μη πληρωμή των πιο πάνω δόσεων.
Ο εφεσείων, όπως ήδη υποδείξαμε, δεν προέβαλε κάποια από τις ως άνω υπερασπίσεις που νομοθετικά προβάλλονται αλλά και νομολογιακά αναλύθηκαν (βλ. Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Παρδαλή, Ποιν. Έφ. 153/15, 28.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:B427, Νικολάου ν. City Principal Investments Ltd, Ποιν. Έφ. 160/14, ημερ. 20.12.2016, Προδρόμου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Ποιν. Έφεση 25/12, 20.2.2014)».
Στην υπόθεση Φραγκούδη ν. Συνεργατική Εταρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Ποιν. Έφ. Αρ. 218/2018, ημερ. 31.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B453 αναφέρθηκαν επίσης και τα ακόλουθα:
«Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία (βλ. Αναστάσιος Νικολάου ν. Citi Principal Investments Ltd, Ποινική Έφεση 160/2014, ημερομηνίας 20/12/2016) το βάρος απόδειξης ότι υφίσταται μια από τις υπερασπίσεις του άρθρου 3(4)(γ) του Νόμου 60(1)/2008 βρίσκεται στους ώμους του ίδιου του εφεσείοντα, ο οποίος δεν το έχει αποσείσει. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετείτο καμιά από τις υπερασπίσεις του άρθρου 3(4)(γ) του Νόμου 60(Ι)/2008 μας βρίσκει σύμφωνους».
Με βάση την ερμηνεία που δόθηκε από την πιο πάνω νομολογία στις πρόνοιες του Νόμου 60(1)/2008, Άρθρα 3(1)(γ) και 3(4) αυτού, ορθή είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τις πρόνοιες των εν λόγω άρθρων του Περί Καταδολίευσης των Δικαστικών Αποφάσεων Νόμου (2008) (Ν.60(1)/2008) επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης. Κρίνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εντοπίσει ορθά ότι το βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ευρισκόταν στους ώμους της Εφεσίβλητης να αποδείξει φυσική ή οικονομική αδυναμία η οποία θα έπρεπε να αποδειχθεί ως προαπαιτούμενο και ότι αυτή η αδυναμία συνδέετο με τις υπερασπίσεις που καταγράφονται στο Άρθρο 3(4)(γ) δηλαδή «ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ' αυτόν».
Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των επίδικων αδικημάτων, δηλαδή ότι η Εφεσίβλητη εκ Δικαστικής απόφασης οφειλέτης, δεν εξόφλησε το χρέος της και στις 30.5.2018 αποδέχθηκε να το εξοφλήσει με διάταγμα μηνιαίων δόσεων ύψους €100, τις οποίες παρέλειψε να πληρώσει, η Εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει φυσική ή οικονομική αδυναμία η οποία συνδέετο με τις υπερασπίσεις οι οποίες μπορούσαν να προβληθούν στα πλαίσια του Άρθρου 3(4)(γ) του σχετικού Νόμου. Ο ισχυρισμός της Εφεσίβλητης ότι από το 2017 μέχρι 8.3.2021 ήταν άνεργη, από μόνος του χωρίς περαιτέρω αξιολόγηση που να οδηγεί σε εύρημα οικονομικής αδυναμίας και εν πάση περιπτώσει ασύνδετος με τη μεταβολή της οικονομικής της κατάστασης από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος και η παράλειψη της να αποταθεί στο Δικαστήριο για μείωση του ποσού ή αναστολή του διατάγματος, δεν δικαιολογούσαν εύρημα ότι είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης για φυσική ή οικονομική αδυναμία να καταβάλει τις επίδικες μηνιαίες δόσεις.
Ενόψει των προαναφερθέντων η Έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η Εφεσίβλητη κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1-10 που αντιμετωπίζει.
Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 226/2021)
27 Νοεμβρίου 2023
[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Πρ.), Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΩΡΟΣ ΑΣΙΗΚΑΛΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΛΑΓΓΙΔΗ
Εφεσίβλητης
------------------------------
Ρ. Μάρκου (κα) για Μ. Κιτρομηλίδης, Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα
Κ. Ευσταθίου με Μ. Κέστωρος (κα) και Κωστόπουλο, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφία)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Οι λεπτομέρειες, το ιστορικό και τα επιμέρους στοιχεία της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης έχουν ήδη αναφερθεί στην απόφαση της πλειοψηφίας. Το Άρθρο 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Ν.60(1)/08 ποινικοποιεί την παράλειψη καταβολής δόσης την οποία είχε διατάξει παλαιότερα αρμόδιο Δικαστήριο, όταν η παράλειψη οφείλεται σε λόγο άλλον από οικονομική ή φυσική αδυναμία. Το Άρθρο 3(4)(γ) προσφέρει τρεις υπερασπίσεις στον κατηγορούμενο για τέτοιο αδίκημα και συγκεκριμένα αποτελεί υπεράσπιση εάν αυτός αποδείξει (i) είτε ότι πλήρωσε τις δόσεις (ii) είτε ότι έχει μεταβληθεί η κατάσταση του από το διάταγμα καταβολής με δόσεις (iii) είτε ότι υπέβαλε αίτηση για τροποποίηση ή αναστολή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τα πιο πάνω άρθρα είχε την άποψη πως θα έπρεπε πρώτα να ικανοποιηθεί ότι η μη καταβολή δόσεων οφείλεται σε κάποιο «λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία» και εάν κατέληγε ότι η μη καταβολή οφείλετο σε έναν από αυτούς τους λόγους έπεται ότι το αδίκημα δεν διαπράττεται, οπότε αθωώνει τον κατηγορούμενο χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετάσει την τυχόν απόδειξη οποιασδήποτε από τις υπερασπίσεις του Άρθρου 3(4)(γ). Αφού λοιπόν ανέφερε αυτά, στην τελευταία παράγραφο της απόφασης του είπε τα εξής:
«Στην παρούσα υπόθεση το πρώτο θέμα το οποίο χρήζει απόφανσης είναι το κατά πόσο η μη καταβολή των επίδικων δόσεων από την κατηγορούμενη οφείλεται σε οικονομική ή φυσική της αδυναμία. Έχοντας υπόψη μου το γεγονός ότι η κατηγορούμενη κατά την περίοδο από τις 4.5.2017 έως τις 8.3.2021 ήταν άνεργη κρίνω πως η μη καταβολή των επίδικων δόσεων εκ μέρους της οφείλεται σε οικονομική της αδυναμία και όχι σε οποιοδήποτε άλλο λόγο».
Πρωτοδίκως είχε κατατεθεί βεβαίωση από αρμόδια υπηρεσία ότι ο Εφεσείων ήταν δηλωμένη ως άνεργη για την περίοδο από 4.5.17 έως 8.3.21. Κάπου στο ενδιάμεσο αυτής της περιόδου και δη στις 30.5.18 ο Εφεσείων είχε εμφανιστεί ενώπιον αρμόδιου (αστικού) Δικαστηρίου και είχε δεχθεί την έκδοση του επίμαχου διατάγματος μηνιαίων δόσεων. Επίδικες στην πρωτόδικη ποινική διαδικασία ήταν οι πρώτες 10 δόσεις βάσει αυτού του διατάγματος, ήτοι για την περίοδο από 1.9.18 έως 1.6.19.
Αναμφίβολα εγείρεται ζήτημα ερμηνείας των προαναφερθέντων άρθρων. Οι αρχές είναι πολύ καλά γνωστές και δεν θεωρώ ότι απαιτείται εξαντλητική παράθεση τους. Η αυστηρή γραμματική ερμηνεία ανήκει στο παρελθόν (Κιτρομηλίδης v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 162) και προκρίνεται η τελολογική ερμηνεία ήτοι με αναφορά στο σκοπό του νομοθετήματος (Hermes Ins Ltd v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 406) πλην όμως οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά (Popov v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 338, Eurofreight v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29) και σε περίπτωση αμφιβολίας να προτιμάται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη (Γαλατάκης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78) αφού η τελολογική ερμηνεία δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις του νόμου ή την μεταβολή του κειμένου της νομοθεσίας.
Στην υπόθεση Νικολάου v. Citi Principal Investments Ltd (2016) 2 A.A.Δ. 1346 λέχθηκε ότι για το αδίκημα του Άρθρου 3(1)(γ) «. ο Νόμος αναγνωρίζει στον οφειλέτη την Υπεράσπιση της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας» και ότι το βάρος απόδειξης για τη μη ύπαρξη της το έχει ο οφειλέτης στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το ίδιο λέχθηκε για τις υπερασπίσεις του Άρθρου 3(4)(γ) στην υπόθεση Φραγκούδη v. Σ.Π.Ε. Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Ποιν. Έφ. Αρ. 218/18, ημερ. 31.10.19, ECLI:CY:AD:2019:B453, ήτοι πως το βάρος απόδειξης ότι υφίσταται μια από αυτές ευρίσκεται στους ώμους του ίδιου του οφειλέτη.
Το ερμηνευτικό πρόβλημα το οποίο ανακύπτει δεν αφορά το βάρος απόδειξης των υπερασπίσεων αυτών είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση (για το οποίο όλοι συμφωνούν ότι βαρύνει τον οφειλέτη). Το εγειρόμενο ζήτημα αφορά το κατά πόσον το Άρθρο 3(4)(γ) συνιστά ανάλυση ή επεξήγηση της υπεράσπισης η οποία προσφέρεται στο ίδιο το Άρθρο 3(1)(γ) κατά τρόπο που ένα Δικαστήριο όταν ασχολείται με τον όρο «οικονομική αδυναμία» θα πρέπει να έχει υπόψιν του μόνον τις υπερασπίσεις που προσφέρει το Άρθρο 3(4)(γ) ή κατά πόσον πρόκειται για διαφορετικές, αυτόνομες πρόνοιες οι οποίες προσφέρουν υπερασπίσεις, έστω και αν κατά την εξέταση του, σαφώς ευρύτερου όρου «οικονομική αδυναμία», είναι δυνατόν να συνεκτιμηθούν και οι ενέργειες (υπερασπίσεις) που αναφέρονται στο Άρθρο 3(4)(γ). Έχω την άποψη ότι ισχύει το δεύτερο για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Εάν ο Νομοθέτης ήθελε να προσφέρει μόνο τις υπερασπίσεις του Άρθρου 3(4)(γ) θα μπορούσε να το προνοούσε ρητώς καταγράφοντας αυτές στο Άρθρο 3(1)(γ) και όχι να τις προσφέρει σε ξεχωριστό εδάφιο.
(β) Οι υπερασπίσεις της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας στο Άρθρο 3(1)(γ) δεν μπορεί να μην σημαίνουν τίποτα περισσότερο από τις προσφερόμενες στο Άρθρο 3(4)(γ) και τούτο είναι αυταπόδεικτο από το ότι μόνο στο 3(1)(γ) υπάρχει αναφορά και σε «φυσική αδυναμία» η οποία δυνατόν να σημαίνει ασθένεια, ανωτέρα βία, εγκλωβισμό, απαγωγή κ.λπ ήτοι κάτι εντελώς άσχετο με την οικονομική κατάσταση κάποιου.
(γ) Στο ίδιο το Άρθρο 3(4)(γ) δεν προσφέρονται μόνο υπερασπίσεις που αφορούν οικονομική αδυναμία αλλά προστίθεται και η περίπτωση εξόφλησης ενώ ακόμα και για την απλή καταχώριση αίτησης τροποποίησης ή αναστολής θα μπορούσε να λεχθεί εδώ πως η ίδια η καταχώριση αφ΄ εαυτής δεν σημαίνει ότι είναι βάσιμη και ότι θα εγκριθεί τελικά και όμως ο Νομοθέτης ήθελε να την προσφέρει ως υπεράσπιση, από κοινού με την περίπτωση μεταβολής της οικονομικής κατάστασης. Με άλλα λόγια η ίδια η καταχώριση (αίτησης) αφ΄ εαυτής δεν σημαίνει οικονομική αδυναμία αλλά ο Νόμος την προσφέρει ως υπεράσπιση.
Έχω λοιπόν την άποψη πως ο όρος «οικονομική αδυναμία» είναι γενικότερος όρος, τον οποίο συνειδητά επέλεξε ο Νομοθέτης μη θέλοντας την καταδίκη οποιουδήποτε επιτύχει στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων να πείσει ότι ευρίσκετο σε αδυναμία να πληρώσει. Εξ ου και απαιτείται ερμηνεία από το Δικαστήριο και εφαρμογή στα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πράττοντας δε αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψιν το κατά πόσον υπήρξε μεταβολή της οικονομικής κατάστασης ή το κατά πόσον υπεβλήθη αίτηση για τροποποίηση ή αναστολή.
Εκεί που έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι στο ότι παρέλειψε να ερμηνεύσει τον όρο «οικονομική αδυναμία» και να εξετάσει την υπεράσπιση αυτή, έχοντας παράλληλα την ευχέρεια να συνεκτιμήσει, σοβαρά μάλιστα, και το κατά πόσον υπήρξε μεταβολή της οικονομικής κατάστασης ή έστω υποβολή αίτησης για τροποποίηση ή αναστολή. Αντί να το πράξει, φαίνεται ότι στηρίχθηκε μόνο στο ότι η οφειλέτης ήταν δηλωμένη ως άνεργη και μάλιστα χωρίς το Δικαστήριο να προβεί σε οποιαδήποτε συσχέτιση αυτού του στοιχείου με θέματα οικονομικής αδυναμίας, ιδιαίτερα όταν η ίδια η οφειλέτης είχε παλαιότερα εμφανιστεί σε Δικαστήριο και δήλωσε τότε ικανή να καταβάλει το χρέος με δόσεις. Βασικά δεν προβλημάτισε καθόλου το γεγονός ότι η συγκεκριμένη οφειλέτης δήλωσε την ικανότητα καταβολής μηνιαίων δόσεων.
Το διάταγμα μηνιαίων δόσεων στην παρούσα περίπτωση είχε εκδοθεί εκ συμφώνου. Συνεπώς θα πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο πως το Δικαστήριο που το εξέδωσε είχε στηριχθεί στη δική της σαφή δήλωση για την ικανότητα της να καταβάλλει το ποσόν που είχε αποδεχθεί ως μηνιαία δόση και τούτο από οικονομικούς πόρους τους οποίους ασφαλώς η ίδια ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να γνωρίζει όταν το είχε αποδεχθεί. Σε αντίθετη περίπτωση θα εσήμαινε πως η οφειλέτης είχε εξαπατήσει το εκδόσαν το διάταγμα Δικαστήριο προβαίνοντας σε ψευδή δήλωση για την ικανότητα της. Στην παρούσα περίπτωση η οφειλέτης δεν προέβαλε κάτι τέτοιο στο ποινικό Δικαστήριο. Η απλή αναφορά της ότι δέχθηκε να εκδοθεί το διάταγμα μηνιαίων δόσεων αν και δεν εργαζόταν δεν ισοδυναμούσε με κάποια από τις προβλεπόμενες υπερασπίσεις οποιουδήποτε από τα πιο πάνω εδάφια και εσφαλμένα κατά την άποψη μου κρίθηκε πρωτοδίκως ότι είχε αποσείσει το βάρος που της αναλογούσε, αφού μόλις μερικούς μήνες πριν την έναρξη των δόσεων είχε δηλώσει ικανή για πληρωμές με δόσεις.
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, καταλήγω ότι ευσταθεί ο λόγος έφεσης και συμφωνώ με την κατάληξη της πλειοψηφίας.
X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.