ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 201/2021)
30 Νοεμβρίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
JAGJIT SINGH
Εφεσείων
‑ v ‑
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------------------------------
Χ. Γαβριηλίδης, για Χρίστος & Αντιγόνη Κων/νου Γαβριηλίδη Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα
Α. Μιχαήλ, Δημόσιος Κατήγορος Α', για Γενικόν Εισαγγελέα
Εφεσείων παρών
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων και η σύζυγός του αντιμετώπισαν από κοινού στο Ε.Δ. Λευκωσίας κατηγορία για κλοπή υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση του Άρθρου 270(β) του Ποινικού Κώδικα («Π.Κ»). Καταδικάστηκε μετά από ακρόαση μόνον ο ίδιος και με την παρούσα έφεσή του προσβάλλει τόσο την καταδίκη του όσο και το εκδοθέν διάταγμα αποζημίωσης αλλά όχι την επιβληθείσα 2ετή φυλάκιση με αναστολή εκτέλεσης.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, εντός του 2014 και ενώ ήταν αντιπρόσωποί της εταιρείας Masari Payment System Ltd (εφεξής «η Masari») η οποία ασχολείται με υπηρεσίες άμεσης μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό, έκλεψαν το ποσόν των €33.218,09, το οποίο αποτελούσε πληρωμές πελατών μέσω τους προς τη Masari για αποστολή χρημάτων στο εξωτερικό και, αντί βάσει της γραπτής συμφωνίας που υπήρχε με τη Masari να τής το παραδώσουν, οι κατηγορούμενοι 1 και 2 το οικειοποιήθηκαν.
Πρωτοδίκως κατέθεσαν για λογαριασμό της Κατηγορούσας Αρχής ο διευθυντής της Masari (Μ.Κ.1), η εξετάστρια της υπόθεσης (Μ.Κ.2) και ο διευθυντής της ΣΠΕ Στροβόλου (Μ.Κ.3) ενώ από πλευράς κατηγορουμένων είχαν καταθέσει ενόρκως οι ίδιοι. Η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας και απέρριψε την προφορική μαρτυρία των κατηγορουμένων, αποδεχόμενη όμως το όλον της γραπτής κατάθεσης της κατηγορουμένης 1, καθώς και μέρος αυτής του Εφεσείοντος. Διατύπωσε δε ευρήματα ως εξής:
«Η Masari είναι εταιρεία που ασχολείται με υπηρεσίες άμεσης μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό. Είναι εξουσιοδοτημένη από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου προς τούτο και έχει καταθέσεις σε τράπεζες σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, με σκοπό το ποσό που επιθυμεί ο εντολέας να αποστείλει στον αποδέκτη/δικαιούχο στο εξωτερικό, να είναι άμεσα διαθέσιμο. Ο τρόπος λειτουργίας της Masari και του δικτύου αντιπροσώπων της είναι ως αναφέρθηκε από τον παραπονούμενο στις σελ. 7‑8 της παρούσας.
Η κατηγορούμενη 1 υπήρξε κατά τον επίδικο χρόνο συμβατική αντιπρόσωπος της Masari βάσει της Σύμβασης Αντιπροσωπείας, Τεκμήριο 2. Ο κατηγορούμενος 2, δεν ήταν συμβατικός αντιπρόσωπος της Masari. Ήταν, όμως, ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης άμεσης μεταφοράς χρημάτων ΙΜΕ. Ο κατηγορούμενος 2 ήταν που είχε σχεδόν καθημερινή επαφή με τη Masari για τη λειτουργία της επιχείρησης, αυτός ήταν που προέβαινε στις σχετικές συναλλαγές που φαίνονται στους λογαριασμούς Τεκμήρια 3 και 9 και αυτός που κατέθετε προς όφελος της Masari χρήματα που προέκυπταν από αυτές. Το έγγραφο Τεκμήριο 6Α ετοιμάστηκε από τη Masari και αποστάληκε στην κατηγορούμενη 1 για υπογραφή. Η κατηγορούμενη 1 το υπόγραψε. Ο αριθμός λογαριασμού ο οποίος βρίσκεται επ' αυτού είναι αυτός που η ίδια η κατηγορούμενη 1 έδωσε στη Masari κατά την υπογραφή της συμφωνίας Τεκμήριο 2 (βλ. Παράρτημα αυτής). Ο λογαριασμός αυτός δεν είχε, καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, τα απαραίτητα κεφάλαια ώστε να δύναται να ενεργήσει ως εγγύηση για πληρωμή €40.000 από αυτόν (βλ. Τεκμήρια 18‑20).
Ο λογαριασμός της κατηγορούμενης 1 στη Masari (Τεκμήρια 3 και 9, ιδωμένα σωρευτικά) ποτέ δεν υπήρξε πιστωτικός ή έστω με μηδενικό υπόλοιπο. Ήταν καθόλη τη συνεργασία μεταξύ των μερών χρεωστικός. Δημιουργούνταν μεγάλα χρεωστικά υπόλοιπα τα οποία, παρόλο που μειώνονταν κατά καιρούς, ουδέποτε αποπληρώθηκαν. Κατά τον τερματισμό της Συμφωνίας Αντιπροσώπου και της λειτουργίας του λογαριασμού της κατηγορούμενης 1, το υπόλοιπο ήταν το επίδικο, ήτοι €33.218, 09.
Εξ' (sic) αυτών ο κατηγορούμενος 2 πήρε γύρω στα €23.000 για προσωπική χρήση και τα υπόλοιπα περίπου €10.000, τα έδωσε ως πίστωση σε πελάτες του που εν τέλει, δεν τον αποπλήρωσαν. Παρόλη την τοποθέτησή του στην κατάθεσή του ότι θα επέστρεφε τα χρήματα στη Masari, ουδέποτε το έπραξε μέχρι και σήμερα».
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποδεικνύοντας ότι ο μόνος που πήρε χρήματα ήταν ο Εφεσείων και τούτο εν αγνοία της κατηγορούμενης 1, αθώωσε την ίδια και καταδίκασε τον Εφεσείοντα, αφού διαπίστωσε ότι για τον ίδιο συνέτρεχαν όλα τα συστατικά στοιχεία, καθώς και η αναγκαία ένοχη διάνοια.
Λόγοι Έφεσης
Με τους 10 λόγους έφεσής του ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) Δεν επεξήγησε με σαφήνεια το πώς έχει καταλήξει σε εύρημα ενοχής, (2) Εσφαλμένα θεώρησε ότι πληρούντο τα συστατικά στοιχεία, (3) Εσφαλμένα κάλεσε τον Εφεσείοντα σε απολογία, (4) Εσφαλμένα απέκλεισε εξωγενή μαρτυρία εν σχέσει με τη σύμβαση, (5) Κατέληξε σε αντικρουόμενα συμπεράσματα σε σχέση με την ιδιότητα του «αντιπροσώπου», (6) Εσφαλμένα αποδέχθηκε τη θέση του Μ.Κ.1 για την εγγυητική, (7) Εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστο τον Μ.Κ.1, (8) Εσφαλμένα απέκλεισε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος, για τον τρόπο συνεργασίας, στη βάση του ότι αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τη σύμβαση, (8 bis) Εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι η ομολογία του Εφεσείοντος ισοδυναμούσε με παραδοχή στο αδίκημα του Π.Κ.270(β) και (9) Εσφαλμένα εξέδωσε διάταγμα καταβολής ποσού €6.000 στην παραπονούμενη εταιρεία Masari.
Καθίσταται εμφανές ότι οι λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης δύνανται να διακριθούν και εξεταστούν σε ενότητες, ήτοι (i) στον λόγο αρ. 3 που αφορά την κλήση σε απολογία, (ii) στους λόγους αρ. 6 και 7, που αφορούν ζητήματα αξιοπιστίας του Μ.Κ.1, (iii) στους λόγους αρ. 4 και 8, που αφορούν τον αποκλεισμό εξωγενούς καθώς και εν γένει μαρτυρίας του Εφεσείοντος και τέλος (iv) στους λόγους αρ. 1, 2, 5 και 8 bis, που αλληλοσυμπλέκονται και αφορούν ουσιαστικά τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος στη βάση των τελικών συμπερασμάτων.
Λόγος Έφεσης Αρ. 3
Σε σχέση με το εκ πρώτης όψεως στάδιο παραπονείται ο Εφεσείων ότι βάσει της δοθείσας μαρτυρίας δεν πληρούντο τα συστατικά στοιχεία και ότι ενώ ο Μ.Κ.1 γραπτώς και προφορικώς είχε διατυπώσει παράπονο μόνο εναντίον της κατηγορούμενης 1, εντούτοις το Δικαστήριο κατέληξε, χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς, ότι ο Εφεσείων λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος της Masari κατά παράβαση του Π.Κ.270(β).
Οι εφαρμοζόμενες στο ενδιάμεσο στάδιο αρχές εν σχέσει με την κλήση ή όχι ενός κατηγορουμένου να προβάλει την υπεράσπισή του είναι πολύ καλά γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Αρκούμαστε στο να πούμε πως έχουν συνοψιστεί επαρκέστατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Δράκου κ.ά. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851 (πλειοψηφία ολομέλειας του Α.Δ.) και στην πιο πρόσφατη Fowles v. Λ.Μ.G. κ.ά., Ποιν. Έφ. 57/22, ημερ. 8.5.23, ECLI:CY:AD:2023:B152. Ως προς το ζήτημα της αιτιολογίας υπενθυμίζουμε το λεχθέν στην υπόθεση Mariano κ.ά. v. Αστυνομίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ. 808 ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στη συνήθη πρακτική συνοπτικής αιτιολόγησης.
Στην παρούσα περίπτωση είναι εμφανέστατο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κλήση του Εφεσείοντος στην προσκομισθείσα μαρτυρία με ειδική μνεία στις δικές του δηλώσεις σε γραπτή κατάθεση (Τεκμήριο 13) περί του ότι είχε πάρει κάποιο ποσό χρημάτων λόγω οικονομικών του προβλημάτων. Παρομοίως εμφανές είναι ότι, σε σχέση με την ιδιότητα του αντιπροσώπου, ακολούθησε δεόντως τα αποφασισθέντα στην υπόθεση R v. Galbraith (1981) 2 All E.R. 1060, υποδεικνύοντας ότι στη γραπτή κατάθεσή του ο ίδιος είχε αναφέρει και άλλα γεγονότα από τα οποία στο τελικό στάδιο θα μπορούσε να προκύψει καταδίκη αναλόγως της τελικής οπτικής επί των γεγονότων («...depends on the view of the facts...»). Σε ένα τέτοιο ενδιάμεσο στάδιο το Δικαστήριο έχει καθήκον να ανακόψει την υπόθεση μόνον όταν καταλήγει σε συμπέρασμα ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία, εξεταζόμενη στην ύψιστη ισχύ της, δεν θα μπορούσε δεόντως να οδηγήσει ένα λογικό Δικαστήριο σε καταδικαστική απόφαση («...taken at it' s highest... could not convict upon it...»). Κρίνουμε ότι δεν ήταν τέτοια η παρούσα περίπτωση, δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Λόγοι Έφεσης Αρ. 6 και 7
Με τον λόγο έφεσης αρ. 7 ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον Μ.Κ.1 ως αξιόπιστο σε κρίσιμα σημεία της μαρτυρίας του, πλην όμως δεν προβάλλει οποιαδήποτε αιτιολογία για τη θέση του αυτή, πέραν των γενικόλογων και αόριστων θέσεων ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν του τις σοβαρές αντιφάσεις και παραλείψεις και ότι δέχθηκε μαρτυρία αντικρουόμενη από την κοινή λογική. Είναι και εδώ γνωστή η αρχή ότι οι εφέσεις συζητούνται μόνον επί συγκεκριμένων λόγων έφεσης και κυρίως ότι δεν εξετάζεται λόγος έφεσης εάν απουσιάζει η αιτιολογία του (Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 736, Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Συνεπώς, ελλείψει της απαιτούμενης εξειδίκευσης, ο λόγος έφεσης αρ. 7 υπόκειται σε απόρριψη.
Με τον λόγο έφεσης αρ. 6 όμως ο Εφεσείων προβάλλει εξειδικευμένα ότι έπρεπε να απορριφθεί η θέση του Μ.Κ.1 εν σχέσει με την «εγγυητική» ύψους €40.000. Είναι πολύ καλά γνωστές και οι αρχές επέμβασης του Εφετείου σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτύρων. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd, Ποιν. Έφ. 151/21 κ.ά, ημερ. 12.9.23).
Έχουμε εξετάσει με προσοχή όσα προβάλλει ο Εφεσείων πλην όμως δεν συμφωνούμε ότι η παρούσα αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Το περί ου ο λόγος έγγραφο, Τεκμήριο 6Α, συνίσταται από μερικές γραμμές επί συνήθους κόλλας (μεγέθους Α4), φέρει ημερομηνία 2.5.14, είναι υπογραμμένο από την κατηγορούμενη 1 και αναφέρει τα εξής επί λέξει:
|
|
|
|
|
|
Date 02/05/2014 |
| |
|
| |||||||
Pay: |
MASARI PAYMENT SERVICES only |
| ||||||
|
Limassol, Cyprus |
| ||||||
|
| |||||||
EURO 40.000,00 |
| |||||||
|
| |||||||
The Sum of FORTY THOUSAND EURO ONLY |
| |||||||
|
| |||||||
|
| |||||||
A/c No 2068...... EUR |
| |||||||
|
| |||||||
COOP of Strovolos LTD |
............................................ |
| ||||||
80 Arch. Kyprianou Avenue |
..... ATHANASIOU |
| ||||||
Strovolos |
| |||||||
|
|
|
|
|
|
|
|
|
Ο Μ.Κ.1 είχε πρωτοαναφέρει το έγγραφο αυτό στη δεύτερη κατάθεσή του (Τεκμήριο 4) συνδέοντάς το με τη συμβατική υποχρέωση της κατηγορουμένης 1 να παράσχει εγγύηση («...to provide a guarantee...») και σχολιάζοντας ότι εκείνη τους έδωσε εν τέλει «επιταγή» αλλά δεν ήταν επιταγή από βιβλιάριο, αφού όπως τους είχε πει τότε, δεν της έδιναν βιβλιάριο επιταγών λόγω της οικονομικής κρίσης του 2013. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτοντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 υπέδειξε ότι αυτός είχε δεχθεί ενόρκως πως ήταν οι νομικοί σύμβουλοι της Masari οι οποίοι είχαν ετοιμάσει το Τεκμήριο 6Α, το οποίο στη συνέχεια στάληκε στην κατηγορούμενη 1 και το υπέγραψε. Ας προστεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε πολύ πρώιμο στάδιο (πριν καν την αξιολόγηση μαρτυρίας) ασχολήθηκε με τη νομική φύση του Τεκμηρίου 6Α καταλήγοντας ότι αυτό δεν ήταν ούτε εγγύηση, ούτε επιταγή ούτε τραπεζική εγγυητική (κάτι που ήταν υποβολή και της Υπεράσπισης) αλλά ότι υπογράφοντας αυτό η κατηγορούμενη 1 ανέλαβε μια προσωπική υποχρέωση έναντι της Masari, ήτοι να της πληρώσει ποσό €40.000 από τον λογαριασμό της στη ΣΠΕ Στροβόλου.
Η όποια σημασία του Τεκμηρίου 6Α ήταν ότι ο Μ.Κ.1, ο οποίος είχε ήδη στην κατάθεσή του πει ότι όταν το κατέθεσε στη ΣΠΕ ήταν που έμαθε ότι δεν μπορούσε να εξαργυρωθεί αφού η κατηγορούμενη 1 δεν είχε τρεχούμενο λογαριασμό εκεί, προφορικά προσέθεσε πως μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι αυτή η «εγγύηση» ήταν άνευ αντικρίσματος «κατάλαβε» ότι ο σκοπός της κατηγορούμενης 1 ήταν εξαρχής να κλέψει τη Masari. Αυτή η προφορική προσθήκη είναι το επίκεντρο του κρινόμενου λόγου έφεσης.
Ο Εφεσείων χαρακτηρίζει ως αντιφάσεις τις αναφορές του Μ.Κ.1 και περαιτέρω προβάλλει ότι παρέλειψε επιμελώς να πει ότι το Τεκμήριο 6Α το είχε ετοιμάσει η Masari, ότι αυτή η παράλειψή του ήταν επί σκοπώ ενίσχυσης της θέσης του ότι η κατηγορούμενη 1 προτίθετο εξαρχής να κλέψει τη Masari, ότι εσφαλμένα έγιναν δεκτές αφενός οι θέσεις του Μ.Κ.1 για το τι αντιλήφθηκε όταν υπεγράφη το έγγραφο ή όταν δεν εξαργυρώθηκε και αφετέρου η θέση του ότι το είχαν ετοιμάσει νομικοί σύμβουλοι της Masari, διότι δεν προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία.
Δεν συμφωνούμε με τις εισηγήσεις αυτές. Ασφαλώς δεν ήταν αντίφαση το ότι δεν είχε δώσει τόσες λεπτομέρειες στη γραπτή κατάθεσή του ο Μ.Κ.1 σε σχέση με την κατάρτιση του Τεκμηρίου 6Α. Άλλωστε όλες τις λεπτομέρειες τις γνώριζε και η Υπεράσπιση, όπως και πράγματι τις ανέδειξε κατά την αντεξέτασή του, χωρίς να διαφαίνεται ότι ο Μ.Κ.1 αρνήθηκε να απαντήσει οτιδήποτε. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο κατέγραψε την εντύπωση που ο Μ.Κ.1 αποκόμισε από τη μη εξαργύρωση του Τεκμηρίου 6Α, λέγοντας όμως πως η θεώρηση αυτή του Μ.Κ.1 θα κρίνετο από το Δικαστήριο.
Ούτως ή άλλως η καταδίκη δεν θα μπορούσε και ούτε κρίθηκε στη βάση εντυπώσεων του Μ.Κ.1. Θα πρέπει σχετικά να επισημάνουμε πως εν τέλει η μόνη χρήση του στοιχείου αυτού από το Δικαστήριο ήταν η καταγραφή του στα περιστατικά που σχετίζοντο με τη διακοπή της συνεργασίας της Masari με τους κατηγορούμενους. Βασικά κατά την εξέταση των συστατικών στοιχείων είχε καταγραφεί ότι όταν η Masari αντιλήφθηκε ότι το μεγάλο υπόλοιπο δεν μπορούσε να καλυφθεί από τη φερόμενη ως «εγγύηση» των €40.000 που η κατηγορούμενη 1 υπέγραψε, τότε τερμάτισε τον λογαριασμό και τη συνεργασία με τους κατηγορούμενους.
Το ουσιωδέστερο όλων όμως ήταν πως αυτό έγινε κατά τους μήνες Οκτώβριο‑Νοέμβριο του 2014 όπως κατεδείκνυαν η επιστολή ημερ. 29.10.14 της Bank of Beirut S.A.L με την οποία η εν λόγω τράπεζα εκ μέρους της Masari αποτάθηκε για εξαργύρωση (Τεκμήριο 7) και η επιστολή της ΣΠΕ Στροβόλου Λτδ ημερ. 6.11.14 με την οποία απάντησε πως η κατηγορούμενη 1 δεν διατηρούσε τρεχούμενο λογαριασμό κοντά τους, απορρίπτοντας το αίτημα (Τεκμήριο 8).
Κατά συνέπειαν, αφενός όντως δεν είχε διασυνδεθεί ο Εφεσείων σε οποιαδήποτε περίπτωση με το Τεκμήριο 6Α (όπως και ο ίδιος υποστηρίζει στην έφεσή του) και αφετέρου η όποια εντύπωση ή αντίληψη ή πίστη του Μ.Κ.1 δημιουργήθηκε πολύ μεταγενέστερα και πάντως δεν είχε σχέση με τον χρόνο δημιουργίας του όποιου ελλείμματος, ούτε και απέδωσε βαρύτητα το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άποψη του Μ.Κ.1 περί ύπαρξης πρόθεσης της κατηγορουμένης 1 να κλέψει τη Masari (εξ ου και αθώωσε την ίδια την κατηγορούμενη 1).
Δεν θεωρούμε λοιπόν ότι υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στους λόγους έφεσης 6 και 7, οι οποίοι και απορρίπτονται.
Λόγοι Έφεσης Αρ. 4 και 8
Με τους λόγους έφεσης αρ. 4 και 8 ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα απέκλεισε ουσιώδη μαρτυρία και δη τη μαρτυρία του ιδίου εν σχέσει με τον τρόπο που πραγματικά γινόταν η συνεργασία των μερών. Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο, επίσης σε πρώιμο στάδιο, διευκρίνισε, με αναφορά στον κανόνα της μη αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας (parol evidence rule) και στην υπόθεση Polycarpou v. Polycarpou and others (1982) 1 C.L.R. 182, ότι η προφορική μαρτυρία «περί αποδοχής της Masari, αφενός, να δίδονται πιστώσεις στους πελάτες των κατηγορουμένων και αφετέρου να καθυστερούν πέραν της μιας εργάσιμης μέρας να πιστώνονται στον λογαριασμό της οι εισπράξεις από τους πελάτες, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τους όρους 12 και 13 της συμφωνίας αντιπροσώπου, Τεκμήριο 2» και δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
Είναι γεγονός επίσης ότι ο γενικός κανόνας της μη αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας (extrinsic evidence) προς αντίκρουση, τροποποίηση, αφαίρεση ή προσθήκη στους όρους κάποιας συμφωνίας εμπλέκεται συνηθέστερα σε αστικές παρά σε ποινικές υποθέσεις. Όμως δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί η συζήτησή του και σε ποινικές υποθέσεις, αν και σε αυτές συνηθέστερα συζητείται στη βάση αιτημάτων για αποδοχή παρά για τον αποκλεισμό τέτοιας μαρτυρίας (όπως ήταν εδώ η περίπτωση). Στην παλαιά υπόθεση Djamal v. The Chief Customs Officer (1961) C.L.R. 373 εξετάστηκε από αυτή τη σκοπιά το θέμα και έγινε δεκτή εξωγενής μαρτυρία σε ποινική υπόθεση προς διευκρίνιση της φύσης εγγράφου, ο δε Δικαστής Ιωσηφίδης τόνισε στην απόφασή του πως: «Generally speaking, at common law the rules relating to evidence in criminal cases are the same as in civil cases, subject to specific statutory modifications». Στην υπόθεση Κουλέρμου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 179/15, ημερ. 20.7.18, ECLI:CY:AD:2018:B372 επίσης επικυρώθηκε η χρήση εξωγενούς μαρτυρίας αφού κρίθηκε ότι αυτή στόχευε στο να καταδείξει κατά πόσον ο κατηγορούμενος είχε εξαπατήσει τον μάρτυρα και άρα το θέμα ενέπιπτε σε μια από τις εξαιρέσεις του κανόνα βάσει της παλαιότερης υπόθεσης Mavrou v. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635.
Σε σχέση με την παρούσα θα πρέπει εν πρώτοις να παρατηρήσουμε πως στην πραγματικότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αποκλείσει την εξωγενή μαρτυρία κατά την εισαγωγή της. Αντιθέτως ο Εφεσείων κατά τη μαρτυρία του είχε αφεθεί να αναπτύξει πλήρως τη θέση του επί του θέματος. Κατά δεύτερο και κυριότερο διαπιστώνουμε ότι, παρά την αρχική τοποθέτηση του Δικαστηρίου, εντούτοις στη συνέχεια υπήρξε κατ' αρχάς αξιολόγηση της θέσης του και μόνον μετά την απόρριψη της εισήγησης ότι υπήρξε προφορική συμφωνία ακολούθησε επίκληση του προαναφερθέντος κανόνα και τούτο διαζευκτικά ως εξής: «Εν πάση περιπτώσει, η γραπτή συμφωνία της Masari με την κατηγορούμενη 1 προνοεί ακριβώς το αντίθετο και λόγω του κανόνα περί αποκλεισμού της εξωγενούς μαρτυρίας οι σχετικές τοποθετήσεις του δεν γίνονται αποδεκτές». Αναπόφευκτα λοιπόν το ζήτημα άπτεται πρωτίστως της διενεργηθείσας αξιολόγησης και μόνον δευτερευόντως της εφαρμογής του κανόνα.
Εν σχέσει με την αξιολόγηση μαρτύρων έχουμε ήδη αναφερθεί στις σχετικές αρχές. Προσθέτουμε μόνον σε αυτό το σημείο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει στα πλαίσια της ενώπιόν του ζώσας διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Εξ ου και η εξουσία του Εφετείου ασκείται πάντοτε με μεγάλη προσοχή ούτως ώστε να μην εξουδετερώνεται το ισχυρό πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες.
Κρίνουμε πως δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας εν σχέσει με τον Εφεσείοντα. Έχουμε εξετάσει τα όσα προβλήθηκαν ενώπιόν μας εκ μέρους του, πλην όμως διαπιστώνουμε ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση εδραζόταν στο σύνολο της μαρτυρίας και δεν ήταν αποσπασματική. Η βασική θέση την οποία είχε προβάλει πρωτοδίκως ο Εφεσείων ήταν ότι (μετά την υπογραφή της συμφωνίας) η Masari είχε αποδεχθεί ένα διαφορετικό τρόπο («μοτίβο») συνεργασίας από εκείνον που είχε καταγραφεί στη συμφωνία αντιπροσώπευσης, Τεκμήριο 2. Θα πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο πως κατά τη δική μας αντίληψη αυτό το οποίο απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ούτε το ότι υπήρχαν πιστωτικά υπόλοιπα στον αλληλόχρεο λογαριασμό, κατά τη συνεργασία, ούτε το ότι η Masari έδειξε ανοχή όταν προέκυψαν. Αυτό το οποίο απέρριψε από την εκδοχή του Εφεσείοντος ήταν η θέση του πως υπήρξε για κάτι τέτοιο είτε ρητή προφορική είτε σιωπηρή μεταγενέστερη συμφωνία του Εφεσείοντος με τη Masari. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ικανοποιητικούς και πειστικούς λόγους για τη μη αποδοχή της θέσης του Εφεσείοντος και δεν συμφωνούμε ότι δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Λόγοι Έφεσης Αρ. 1, 2, 5 και 8
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν τη σαφήνεια της απόφασης και την κατάληξη περί στοιχειοθέτησης του αδικήματος. Μελετήσαμε με προσοχή όλες τις επιμέρους εισηγήσεις του Εφεσείοντος, ως αυτές αναπτύσσονται στις αιτιολογίες των πιο πάνω λόγων έφεσης.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι δεν υπήρξε ενασχόληση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και ότι λόγω αυτού δεν υπάρχει λογική αλληλουχία ως προς το πώς έχει καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε εύρημα ενοχής. Το Δικαστήριο κατέγραψε επιμελώς τα συστατικά στοιχεία και μέσα από το κείμενο αναδύεται ο τρόπος σκέψης και οι συλλογισμοί του. Το κατά πόσον κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί είναι διαφορετικό ζήτημα, το οποίο και αποτελεί αντικείμενο της έφεσης.
Το αδίκημα του Π.Κ.270 στην πραγματικότητα τιμωρεί αυστηρότερα κάποιες περιπτώσεις κλοπών των οποίων το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι το κλαπέν είχε ήδη, με κάποιον από τους περιγραφόμενους στο άρθρο τρόπους, περιέλθει νόμιμα στην κατοχή του δράστη. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι συνιστά διακεκριμένη μορφή κλοπής εν όψει των ιδιαίτερων περιστάσεων οι οποίες επαυξάνουν τη σοβαρότητα (και ότι αντιστοιχεί στην «υπεξαίρεση» των ηπειρωτικών συστημάτων).
Για ό,τι ενδιαφέρει στην παρούσα, ο συνδυασμός των Άρθρων Π.Κ.255 και Π.Κ.270(β) καταδεικνύει ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα θα πρέπει να καταδειχθεί σωρευτικά ότι ο κατηγορούμενος: (1) Απέκτησε κατοχή και αποκόμισε οτιδήποτε δυνάμενον να καταστεί αντικείμενο κλοπής, (2) Χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, (3) Δολίως, (4) Χωρίς να υφίσταται καλόπιστη αξίωση δικαιώματος, (5) Επί σκοπώ κατά τον χρόνο της κτήσης να αποστερήσει το αποκτηθέν μόνιμα από τον ιδιοκτήτη, (6) Το κλαπέν είναι περιουσία εμπεπιστευμένη (entrusted) στον δράστη είτε μόνον του είτε από κοινού με άλλον, (7) για ασφαλή φύλαξη ή χρήση ή πληρωμή ή παράδοση, (8) για οποιονδήποτε σκοπό ή προς οποιοδήποτε πρόσωπο (βλ. Ανδρονίκου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, Παναγή v. Αστυνομίας (Αρ.2) (2012) 2 Α.Α.Δ. 794).
Ισχυρίζεται ο Εφεσείων ότι δεν έχει επεξηγηθεί σαφώς η κατάληξη πως ο ίδιος λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος της Masari και όχι ως υπάλληλος της συζύγου του, ότι μόνον εναντίον εκείνης υπήρχε παράπονο, ότι η Masari ουδέποτε είχε εμπιστευτεί στον ίδιο οποιοδήποτε ποσόν, ότι εμπιστευματοδόχος, κάτοχος και υπεύθυνη για τη φύλαξη και διαχείριση των εισπραχθέντων χρημάτων ήταν η κατηγορούμενη 1 και ότι η κατάληξη πως ο ίδιος «λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος» ευρίσκεται σε αντίθεση με τη μη αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας αφού συμβαλλόμενη στη σύμβαση ήταν η κατηγορούμενη 1 βάσει των προνοιών της (όρος 13).
Σε σχέση με τις αιτιάσεις για την ύπαρξη ή όχι παραπόνου αναφορικά με τον ίδιο παραπέμπουμε στα όσα αναφέραμε πρόσφατα στην υπόθεση Πετρίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/21, ημερ. 31.10.21, ECLI:CY:AD:2021:D587 για τη δυνατότητα και αρμοδιότητα άσκησης δίωξης με βάση το συγκεντρωθέν μαρτυρικό υλικό, πάντοτε υπό τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέως. Είναι γεγονός πως ο Μ.Κ.1 εξέφρασε στις γραπτές καταθέσεις του παράπονο εναντίον της κατηγορούμενης 1 πλην όμως αυτό ήταν υπό την έννοια ότι με εκείνη είχε συμβληθεί η Masari γραπτώς και έτσι το αντιλαμβανόταν ο ίδιος, χωρίς αυτό να αναιρούσε σε οποιαδήποτε περίπτωση το παράπονό του για την κλοπή του ποσού για την οποία και προέβη σε καταγγελία. Εν πάση δε περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του δύο πρόσωπα τα οποία αντιμετώπιζαν από κοινού την ίδια κατηγορία και καθηκόντως αποφάσισε τα εγειρόμενα ζητήματα και για τους δύο κατηγορούμενους στη βάση της μαρτυρίας.
Ως προς το εγειρόμενο ζήτημα περί «αντιπροσώπου» κρίνουμε ορθό να επισημάνουμε εξαρχής πως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε κατά την παράθεση των συστατικών στοιχείων ούτε και κατά την ενασχόληση με αυτά δεν συμπεριέλαβε ως αναγκαία τη στοιχειοθέτηση τέτοιας ιδιότητας υπό την αυστηρή νομική έννοια που εισηγείται ο Εφεσείων. Αυτό διότι, παρά τη γενική προδιάθεση που δημιουργεί ο ευρύτερος πλαγιότιτλος του άρθρου («κλοπή υπό αντιπροσώπων κ.λπ») εντούτοις είναι σαφές ότι δεν τίθεται σε όλες τις μορφές του αδικήματος, ήτοι σε όλα τα εδάφια του Π.Κ.270, ως όρος εκ των ων ουκ άνευ η στοιχειοθέτηση της ιδιότητάς του «αντιπροσώπου», τουλάχιστον με την αυστηρή νομική έννοια (π.χ του Μέρους XIII του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149).
Για δε τη στοιχειοθέτηση ειδικότερα του αδικήματος που προνοείται από το Άρθρο Π.Κ.270(β), βασικά απαιτείται, πέραν των προβλεπόμενων στο Άρθρο Π.Κ.255, να καταδειχθεί μόνον ότι το κλαπέν είναι περιουσία την οποία κάποιος την έχει εμπιστευθεί στον δράστη για κάποιον από τους αναφερόμενους στο εν λόγω εδάφιο σκοπούς (βλ. και Παναγή, ανωτέρω). Στην υπόθεση Ανδρονίκου (ανωτέρω) τονίστηκε ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα ο κατηγορούμενος δυνατόν να κατέχει την περιουσία λόγω σχέσης εμπιστοσύνης από άλλο πρόσωπο, όπως προνοείται άλλωστε ρητώς και στην επιφύλαξη του Π.Κ.255, η οποία ακριβώς καλύπτει την περίπτωση σφετερισμού (ιδιοποίησης) περιουσίας από πρόσωπο το οποίο την κατείχε ως θεματοφύλακας της (fraudulent conversion), όπως π.χ. ήταν σε εκείνη την υπόθεση η σχέση της εταιρείας με το Ταμείο Συντάξεων. Η ουσία είναι ότι για το αδίκημα του Π.Κ.270(β) απαιτείται σχέση εμπιστοσύνης, ήτοι να έχει κάποιος εμπιστευτεί κάτι σε άλλον. Όπως έχει κριθεί στην Ανδρονίκου (ανωτέρω), σε σχέση με το ίδιο αδίκημα:
«Κατά συνέπεια, ένας καταπιστευματοδόχος («trustee») παρόλο που κατά νόμο θεωρείται απόλυτος ιδιοκτήτης, εν τούτοις μπορεί να κλέψει την περιουσία του καταπιστεύματος, διότι οι δικαιούχοι έχουν «equitable interest». Κατά παρόμοιο τρόπο, πρόσωπα που βρίσκονται σε σχέση εμπιστοσύνης με άλλα («fiduciary position») και που λόγω της θέσης αυτής δυνατό να αποκτήσουν μυστικά κέρδη μπορούν να θεωρηθούν ένοχοι κλοπής, ιδιαιτέρως όταν η περιουσία έτυχε εμπίστευσης ως πραγματικό γεγονός. (Attorrney-General's Reference (No.1 of 1985) [1986] QB 491)».
Στην παρούσα περίπτωση αποτέλεσε εύρημα, το οποίο δεν προσβάλλεται, πως τη συμβατική σχέση αντιπροσώπευσης βάσει της σχετικής συμφωνίας «Agency Agreement» (Τεκμήριο 2) την είχε η κατηγορούμενη 1. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου η Masari ασχολείται με υπηρεσίες άμεσης μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό. Προς τούτο έχει καταθέσεις σε τράπεζες σε διάφορες χώρες με σκοπό το ποσό που επιθυμεί ο εντολέας να αποστείλει σε δικαιούχο στο εξωτερικό, να είναι αμέσως διαθέσιμο. Ο αντιπρόσωπος πληκτρολογεί τη συναλλαγή στο ηλεκτρονικό σύστημα της Masari, το οποίο ενημερώνεται αυτόματα μέσω διαδικτύου (online) και μετά δίδει στον πελάτη απόδειξη για τα χρήματα που έστειλε, η οποία αναγράφει ένα μοναδικό αριθμό αναφοράς. Αυτόματα, το ηλεκτρονικό σύστημα της Masari, στέλλει γραπτό μήνυμα στον αριθμό τηλεφώνου του δικαιούχου στη ξένη χώρα, ο οποίος δύναται να επισκεφθεί στη χώρα του την Τράπεζα η οποία καταγράφεται στην απόδειξη και να λάβει αμέσως το ποσό που του έστειλε ο εντολέας, δείχνοντας τον αριθμό αναφοράς και στοιχεία ταυτότητας. Η πληρωμή στους δικαιούχους γίνεται από λεφτά της Masari που αυτή έχει κατατεθειμένα στις ξένες τράπεζες και γι' αυτόν τον λόγο γίνεται αμέσως. Ο αντιπρόσωπος καταβάλλει ύστερα στη Masari και το αργότερο μέχρι την επόμενη εργάσιμη μέρα (όρος 12, Τεκμήριο 2), το πλήρες ποσό που παρέλαβε από τον εντολέα, πλέον δικαιώματα και άλλα πληρωτέα έξοδα. Η πληρωμή γίνεται από τον αντιπρόσωπο είτε με τραπεζική κατάθεση, είτε με διαδικτυακή μεταφορά χρημάτων στον λογαριασμό της Masari. Σύμφωνα δε με τον όρο 13 της συμφωνίας, ο αντιπρόσωπος ενεργεί ως καταπιστευματοδόχος (trustee) για τα λεφτά που εισπράττει και οφείλει να τα παραδώσει άμεσα στη Masari. Τα λεφτά αυτά δεν ανήκουν στον αντιπρόσωπο, αλλά αυτός πληρώνεται με προμήθεια επί του συνολικού ποσού που εισπράττει από τους εντολείς, βάσει των συναλλαγών που καταχωρεί στο ηλεκτρονικό σύστημα της Masari. Οι υπάλληλοι της Masari έχουν πλήρη πρόσβαση στο σύστημα και μπορούν να ελέγχουν τους αντιπροσώπους.
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι ήταν απολύτως εύλογο το συμπέρασμα πως ο Εφεσείων δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο. Μέσα από την αξιολόγηση και αποδοχή της γραπτής μαρτυρίας της συζύγου του (της κατηγορούμενης 1) είχε καταστεί εύρημα πως τη συμφωνία Τεκμήριο 2 την είχε υπογράψει η ίδια απλώς και μόνον επειδή αυτή ήταν ημεδαπή, ότι στο κατάστημά τους εργαζόταν ο Εφεσείων που χειριζόταν όλα τα χρήματα και τις καταθέσεις ενώ η ίδια πήγαινε απλά κάποιες ώρες και τον βοηθούσε. Παρομοίως συνιστούσε εύρημα και το ότι στην ίδια τη συμφωνία, στα Στοιχεία Επικοινωνίας για την αντιπρόσωπο κατηγορούμενη 1 είχε δηλωθεί ο Εφεσείων ως αρμόδιο πρόσωπο («contact person») με το όνομα «Jack» και με ηλεκτρονική διεύθυνση «astro....jack».
Στην πιο πάνω ηλεκτρονική διεύθυνση γινόταν όλη η επικοινωνία με τον Εφεσείοντα ακόμα και προ της υπογραφής του Τεκμηρίου 2, με σκοπό την επίλυση ζητημάτων που υπήρχαν, καθώς και μέχρι τον τερματισμό, όπως κατέδειξαν οι επιστολές από 20.3.14 και εντεύθεν, ήτοι τα Τεκμήρια 22 έως 28 και 32 έως 34. Είναι δε ενδεικτικό πως η Masari είχε χορηγήσει εξαρχής κωδικούς για πλήρη πρόσβαση τόσο στον Εφεσείοντα όσο και στην κατηγορούμενη 1 (Τεκμήριο 23). Τα πιο πάνω δεν ήταν τυπικά στοιχεία και κυρίως ήταν αποδεκτά από τον ίδιο τον Εφεσείοντα μέσα από τη δική του γραπτή κατάθεση, Τεκμήριο 32, στην οποία είχε πει: «Because my wife she couldn' t work in the shop due to the fact that we had two children I was working and I was the only responsible for the shop. I was the only one who was dealing with money transfers».
Δεν έχουμε εντοπίσει στην πρωτόδικη απόφαση τη φράση για την οποία παραπονείται ο Εφεσείων, ήτοι ότι «λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος». Όμως και να είχε χρησιμοποιηθεί δεν θεωρούμε ότι θα συνιστούσε σφάλμα αφού «εν τοις πράγμασι» αυτό έπραττε ο ίδιος και τούτο στα πλαίσια εφαρμογής της συμφωνίας την οποία υπέγραψε η σύζυγός του (η οποία, ας σημειωθεί είχε δηλώσει πως ούτε καν την είχε διαβάσει). Αυτό το οποίο είχε ξεκαθαρίσει στα ευρήματά του το Δικαστήριο ήταν πως ο Εφεσείων «δεν ήταν συμβατικός αντιπρόσωπος της Masari» αλλά ο αποκλειστικά υπεύθυνος για την καθημερινή λειτουργία της επιχείρησης άμεσης μεταφοράς χρημάτων, κατά τον τρόπο που έχει προαναφερθεί. Το μόνο σχετικό το οποίο προσέθεσε κατά την υπαγωγή των γεγονότων στον Νόμο ήταν πως: «... η Masari τον εμπιστεύθηκε, ως συνεργάτη της κατηγορούμενης 1, να εισπράττει τα χρήματά της από τους πελάτες και να της τα καταβάλλει σύμφωνα με τη συμφωνία αντιπροσωπείας που είχε με την κατηγορούμενη 1. Ο κατηγορούμενος 2 έλαβε τα χρήματα αυτά από τους πελάτες με σκοπό να τα παραδώσει με ασφάλεια στη Masari».
Η πιο πάνω θεωρούμε πως ήταν και η ουσία του πρωτόδικου συλλογισμού. Ο Εφεσείων τόσο λόγω της συμβατικής σχέσης της συζύγου του όσο και λόγω της απευθείας συνεργασίας του με τη Masari ήταν πρόσωπο με σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στη Masari, εξαιτίας της οποίας σχέσης τον είχε εμπιστευθεί να εισπράττει και να κατέχει δική της περιουσία, δηλαδή χρήματα από πελάτες των οποίων τις εντολές αμέσως εκτελούσε η ίδια σε κάποια ξένη χώρα, καταβάλλοντας το ισόποσο στον εκάστοτε δικαιούχο.
Τα προηγηθέντα οδηγούν στις καταληκτικές βασικές εισηγήσεις του Εφεσείοντος. Εν ολίγοις προβάλλει ότι δεν υπήρχε παραδοχή περί του ότι ο ίδιος έκλεψε το οποιοδήποτε ποσό, ότι δεν ήταν κλοπή αλλά μια συμβατική σχέση η οποία δεν «πήγε καλά», ότι δεν υπήρξε πρόθεση μόνιμης αποστέρησης και ότι η Masari δεν παγοποίησε νωρίτερα τη διαδικασία αποστολής χρημάτων μέχρι την κατάθεση των εισπραχθέντων αλλά απέκοπτε μηνιαίως την προμήθεια του πράκτορα (εννοώντας της συζύγου του).
Κατ' αρχάς πρέπει να πούμε εν σχέσει με την τελευταία εισήγηση ότι πράγματι, ενώ ο Εφεσείων δεν κατέβαλλε κατά την επόμενη εργάσιμη μέρα το ισάξιο των διενεργηθεισών χρηματαποστολών, εντούτοις η Masari δεν άσκησε νωρίτερα το συμβατικό της δικαίωμα για τερματισμό της συνεργασίας. Η ύπαρξη καθυστερήσεων είναι διάχυτη στην κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 3. Πρόκειται βασικά για την ανοχή την οποία ορθώς επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πλην όμως αυτό ήταν δικαίωμα της Masari και εν πάση περιπτώσει ουδεμία σημασία δύναται να έχει ως προς το κατά πόσον υπήρξε κλοπή, θέμα το οποίο και εξετάζεται επί των ιδίων όρων και δη των αρχών του ποινικού δικαίου.
Διευκρινίζουμε πως το ζήτημα δεν ήταν το κατά πόσον κάποιοι πελάτες καθυστερούσαν εκείνοι να πληρώσουν τον Εφεσείοντα, παρά το ότι είχαν καταχωριστεί και εκτελεστεί οι μεταφορές που ζήτησαν. Σε μια τέτοια περίπτωση ασφαλώς εφόσον δεν είχε εισπράξει ο ίδιος ο Εφεσείων χρήματα έπεται πως δεν κατείχε περιουσία για λογαριασμό της Masari. Συνεπώς για τέτοιες περιπτώσεις ή τέτοια ποσά δεν ετίθετο ζήτημα και θεωρούμε πως εσφαλμένα αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο τρόπο όλα τα ποσά που φαίνονταν ως οφειλόμενο υπόλοιπο στις 17.10.14 που σταματά η συνεργασία και δη το όλον ποσόν των €33.218,09. Ήταν σαφές από το ιστορικό του λογαριασμού πως η προαναφερθείσα ανοχή της Masari άφηνε στον Εφεσείοντα το περιθώριο να καταχωρίσει μεταφορές στο σύστημα και να εισπράξει σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο. Αυτό όμως διαφέρει από τη διαχείριση χρημάτων τα οποία είχαν ήδη εισπραχθεί.
Φαίνεται πως ούτε ο ίδιος ο Εφεσείων αντιλαμβάνεται σήμερα τη διαφορά της μιας περίπτωσης από την άλλη, όπως δεν αντιλαμβάνεται και τη δυναμική των όσων εναργέστατα παραδέχθηκε στην κατάθεση που έδωσε 15 μήνες αργότερα (5.1.16) και δη στο Τεκμήριο 32 όπου σε μετάφραση από την ινδική είπε:
«Because of this they never closed the system and they let the credit to raise up until the amount of €33.000. They said that I stole from those €33.000. I took around €23.000 for personal use and I apologize for this. I made a mistake and I admit it and the rest €10.000 I didn't take it for myself but is the amount for the credit I made for some customers and they didn't pay me because the company closed the system ....... I'm sorry for the money I took but I had economic problem, my wife she is raising three kids and the house and she is unemployment. I very sorry I want to try to find the money to pay them back slowly slowly».
(έμφαση δοθείσα)
Δεν χρειάζεται, νομίζουμε, ιδιαίτερη ανάλυση. Σημειώνουμε μόνο κάτι το οποίο, παρά το σχετικό εύρημα, δεν είχε αναδειχθεί επαρκώς ούτε πρωτοδίκως ούτε ενώπιόν μας. Στις 5.10.14, μετά από αλλεπάλληλες επιστολές και παραινέσεις, ο Εφεσείων είχε καταθέσει στον λογαριασμό, Τεκμήριο 3, το ποσόν των €35.050 και τότε το υπόλοιπο μειώθηκε σε €3.740,78. Μέχρι τις 17.10.14 υπήρξαν άλλες 260 περίπου πραγματοποιηθείσες μεταφορές χρημάτων με το υπόλοιπο να εκτοξεύεται σε €33.218,09. Είναι θέμα κοινής λογικής πως είναι από αυτό που ο Εφεσείων δέχεται ότι πήρε για προσωπική χρήση το ποσόν των €23.000. Δηλαδή πήρε το ποσόν αυτό ο ίδιος από τις εισπράξεις τις οποίες έπρεπε να στείλει στη Masari και τούτο για προσωπικούς του σκοπούς. Στην πραγματικότητα δεν ετίθετο θέμα παραδοχής για προγενέστερα υπόλοιπα ή ημερομηνίες και κακώς συζητείται όλη η χρονική περίοδος της συνεργασίας.
Δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα για τη θεληματικότητα ή νομιμότητα της πιο πάνω κατάθεσης. Η ομολογία ενός εγκλήματος έχει χαρακτηριστεί και ως η βασιλίδα των μαρτυριών και δύναται αφ' εαυτής να θεμελιώσει την καταδίκη (Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Γρηγορίου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364). Στην παρούσα περίπτωση, ακόμα και αν δεν συνιστά πλήρη ομολογία διάπραξης αδικήματος (υπό την έννοια ότι δεν καλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία) είναι σαφές πως συνιστά ρητή παραδοχή των πλείστων συστατικών στοιχείων του αδικήματος της κλοπής ή και άλλων συναφών δυσμενών γεγονότων εκ μέρους του Εφεσείοντος (Το Δίκαιο της Απόδειξης, Ηλιάδης & Σάντης, 2014, σελ. 881).
Στη βάση λοιπόν των παραδοχών του Εφεσείοντος ορθώς διαπιστώθηκε ότι αυτός ενώ είχε νόμιμη κατοχή του ποσού των €23.000 στη συνέχεια το ιδιοποιήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση της ιδιοκτήτριας Masari, χωρίς να είχε οποιαδήποτε καλόπιστη αξίωση δικαιώματος σε τέτοιο ποσό και η πράξη του αυτή ήταν σκόπιμη και εκ προθέσεως, άρα ενήργησε δολίως (fraudently), κατά τον τρόπο που έχει εξηγηθεί στην Ανδρονίκου (ανωτέρω). Στην οποία εξηγήθηκε και το ότι μια περιουσία ανήκει όχι μόνο σε κάποιον που είναι απόλυτος ιδιοκτήτης της αλλά και σε οποιονδήποτε έχει επ' αυτής συμφέρον ή εμπράγματο δικαίωμα. Έχουμε ήδη εξηγήσει ότι τα χρήματα ευρίσκοντο στην κατοχή του βάσει της σχέσης εμπιστοσύνης, με προοπτική την παράδοσή τους στη Masari, άρα ήταν εμπεπιστευμένα στον ίδιο για τον συγκεκριμένο σκοπό.
Η εισήγηση ότι δεν υπήρχε πρόθεση μόνιμης αποστέρησης είναι θνησιγενής εν τη γενέσει της αφού η ίδια η λήψη των χρημάτων για προσωπική του χρήση καταδεικνύει χωρίς αμφιβολία την πρόθεσή του για μόνιμη αποστέρηση από τη Masari (βλ. Ανδρονίκου, ανωτέρω). Πράγμα το οποίο σφραγίζεται από την εν τέλει χρήση για προσωπικούς σκοπούς και τη μη επιστροφή τους οποτεδήποτε. Με κάθε σεβασμό προς τις σχετικές εισηγήσεις, έχουμε την άποψη πως η δράση του Εφεσείοντος συνιστά τον ορισμό της ιδιοποίησης περιουσίας η οποία ανήκει σε άλλον. Η πρωτόδικη κατάληξη ως προς αυτό το μέρος του κατηγορητηρίου, ήτοι της κλοπής κατά το Π.Κ.270(β) ποσού €23.000 ήταν ορθή. Εν όψει των προνοιών του Άρθρου 85(1) της Ποινικής Δικονομίας δεν απαιτείται τροποποίηση στην περίπτωση στοιχειοθέτησης μέρους της κατηγορίας.
Λόγος Έφεσης Αρ. 9
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την επιλογή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα αποζημίωσης ύψους €6.000 υπέρ της Masari βάσει του Άρθρου 24(1) του περί Δικαστηρίων Ν.14/60. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Εφεσείοντος ότι σε περίπτωση συνοπτικής εκδίκασης, αδικήματος το οποίο τιμωρείται με ποινή πέραν των πέντε ετών, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει γενικά την εξουσία να εκδώσει διάταγμα αποζημίωσης. Αντιθέτως έχουμε την άποψη ότι κατά τον ίδιο τρόπο που διατηρεί την εξουσία επιβολής ποινών της συνήθους αρμοδιότητάς του έτσι διατηρεί και την εξουσία έκδοσης διατάγματος αποζημίωσης μη υπερβαίνουσας τις €6.000 και τούτο «επιπροσθέτως ή εν υποκαταστάσει» οιασδήποτε άλλης ποινής την οποία θα επιβάλει εντός των ορίων της αρμοδιότητάς του, όπως προνοεί το πιο πάνω άρθρο. Θα ήταν παράλογο για σοβαρότερο αδίκημα να δικαιούται να επιβάλει τις ποινές της αρμοδιότητάς του αλλά να στερείται εξουσίας για διάταγμα αποζημίωσης της αρμοδιότητας του («εκ του μείζονος το έλασσον»).
Παρά ταύτα θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος αποζημίωσης χωρίς να είχε δηλωθεί ή συμφωνηθεί το ποσόν τέτοιας αποζημίωσης ενώπιόν του και μάλιστα ενόσω εκκρεμούσε αστική αγωγή της παραπονούμενης εταιρείας από το 2015, καθώς και ανταπαίτηση της κατηγορούμενης 1 (για διαφυγόν κέρδος). Ο σκοπός αυτών των διαταγμάτων είναι η αποφυγή των πολλαπλών διαδικασιών και η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων στους διαδίκους (Sentencing in Cyprus, G.M. Pikis, 2η έκδοση, σελ. 37). Μάλιστα στην υπόθεση Katsari a.o. v. Hambi (1969) 2 C.L.R. 298 λέχθηκε πως εναπόκειται στον κατήγορο να εγείρει το ζήτημα της αποζημίωσης μετά από την καταδίκη, οπότε το ποινικό Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα «... if the sum is not very large and is agreed between the parties concerned», ως μέρος της ποινής, όπως προνοεί και ο Νόμος.
Στη βάση των πιο πάνω θεωρούμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα την ευχέρειά του επ' αυτού του θέματος και ως εκ τούτου το διάταγμα αποζημίωσης υπόκειται σε ακύρωση.
Per Curiam: Εξ αφορμής των ζητημάτων που έχουν συζητηθεί και της παράθεσης άρθρων στην πρωτόδικη απόφαση, θεωρούμε χρήσιμη τη σημείωση ότι το Άρθρο 255 του Π.Κ. στο ελληνικό κείμενο το οποίο κατατέθηκε στη βουλή βάσει του περί Επισήμων Γλωσσών Ν.67/88, δεν φαίνεται να αποδίδει ορθά το αντίστοιχο αρχικό αγγλικό κείμενο του άρθρου. Προβλήματα εντοπίζονται εκ πρώτης όψεως στην απόδοση της φράσης «A person steals who» (με τη φράση «Όποιος κλέβει»), της φράσης «made in good faith» (σε εσφαλμένη σειρά) και στη μη ορθή απόδοση του όρου «being a bailee» («όντας»). Βέβαια παρόμοια προβλήματα παρατηρούνται σε πληθώρα άρθρων του ελληνικού κειμένου του Π.Κ. και εννοείται ότι υπερισχύει πάντοτε το αρχικό αγγλικό κείμενο, ως προνοείται και στο Άρθρο 4(5) του Ν.67/88. Ίσως θα πρέπει ο Γενικός Εισαγγελέας να φροντίσει για την επανεξέταση όλων των παλαιών άρθρων και να ενεργήσει στη βάση των αρμοδιοτήτων που τού ανέθεσε το Άρθρο 4(5) για διόρθωση «εμφανών λαθών». Μέχρι τότε θα πρέπει όλα τα Δικαστήρια να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικά στη χρήση του ελληνικού κειμένου χωρίς σύγκριση με το αρχικό αγγλικό κείμενο, το οποίο υπερισχύει (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Δράκου κ.α. (2012) 2 Α.Α.Δ. 851).
Για όλους τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται ενώ η έφεση εναντίον του διατάγματος αποζημίωσης επιτυγχάνει και αυτό ακυρώνεται.
X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.