ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 162/2021)
14 Νοεμβρίου 2023
[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Πρ.), Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ERMES DEPARTMENT STORES PLC
2. WOOLWORTH (CYPRUS) PROPERTIES PLC
3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΗΛΙΑΔΗΣ
Εφεσειόντων
‑ v ‑
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ
Εφεσιβλήτου
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Χ. Φρακάλας για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Ανδρέας Χρ. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες
Σ. Χατζηνεοφύτου (κα) για Γ. Χατζηνεοφύτου και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο
ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Γ. Κυριακίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα 1 κρίθηκε ένοχη, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε ιδιωτική ποινική υπόθεση η οποία κατεχωρήθη από τον Δήμο Πάφου, στις κατηγορίες που αφορούσαν (α) το αδίκημα της κατοχής και χρήσης οικοδομής, την οποία ενοικιάζει από το 2001, χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης (1η κατηγορία), κατά παράβαση των Άρθρων 2 ‑ 5, 10(1), 19 και 20 του Κεφ. 96, και ο Εφεσείων 3, Διευθυντής και Πρόεδρος της Εφεσείουσας 1, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ότι παρείχε συνδρομή σε αυτή για το εν λόγω αδίκημα (5η κατηγορία) καθώς και (β) το αδίκημα της παράνομης μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής, (δηλαδή τη χρήση υπόγειου χώρου στάθμευσης σε αποθήκες), χωρίς την άδεια του Δήμου Πάφου (3η κατηγορία) κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(ε)(στ), (2)(β) και 20 του Κεφ. 96, και ο Εφεσείων 3 ότι παρείχε συνδρομή σε αυτή για το εν λόγω αδίκημα (4η κατηγορία).
Σημειώνεται ότι για την τρίτη και τέταρτη κατηγορία οι Εφεσείοντες 1 και 3 συμμορφώθηκαν αίροντας την παράνομη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης, τερματίζοντας τη χρήση του υπόγειου χώρου στάθμευσης, ως αποθήκης, ενώ για την 1η και 5η κατηγορία δεν υπήρξε συμμόρφωση μέχρι την επιβολή ποινής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στους Εφεσείοντες 1 και 3 ποινές προστίμου και εξέδωσε διάταγμα τερματισμού χρήσης του εν λόγω κτηρίου, βάσει του Άρθρου 20(3)(β) του Κεφ. 96.
Οι Εφεσείοντες 1 και 3 καταχώρησαν έφεση εναντίον της καταδίκης και ποινής, την οποία περιόρισαν μόνο κατά της ποινής και συκεκριμένα εναντίον της έκδοσης του διατάγματος τερματισμού χρήσης της εν λόγω οικοδομής.
Έφεση η οποία καταχωρήθηκε από την Εφεσείουσα 2 δεν υποστηρίχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία και ως εκ τούτου αυτή υπόκειται σε απόρριψη.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα όπως αυτά εμφαίνονται στην καταδικαστική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εφεσείουσα 1, δημόσια εταιρεία, ήταν κάτοχος ως ενοικιαστής και διαχειριστής του κτηρίου ΚΟΡΟΙΒΟΣ, το οποίο ευρίσκεται στα Δημοτικά όρια του Δήμου Πάφου, το οποίο λειτουργεί και είναι ανοικτό προς το κοινό από το 2001 μέχρι σήμερα. Η Εφεσείουσα 2 ήταν από το 1989 και μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2019 η ιδιοκτήτρια της γης, στην οποία ανεγέρθηκε και λειτούργησε το πιο πάνω αναφερόμενο κτήριο, ενώ από τον Αύγουστο του 2019 μεταβιβάστηκε σε άλλη εταιρεία. Σύμφωνα με το ιστορικό της ανέγερσης του κτηρίου στις 18.12.97 παραχωρήθηκε από τον Δήμο Πάφου άδεια οικοδομής με εγκεκριμένη χρήση του επίδικου κτηρίου ως υπεραγοράς. Στις 11.4.01 υποβλήθηκε στον Δήμο Πάφου αίτηση για πολεοδομική άδεια για Πολυκατάστημα. Στις 3.10.01 γνωστοποιήθηκε από τον Δήμο Πάφου η χορήγηση πολεοδομικής άδειας με περιγραφή αναπτύξεως «προσθήκες και μετατροπές σε υπό ανέγερση υπεραγορά». Στις 25.4.02 υποβλήθηκε στον Δήμο Πάφου αίτηση άδειας οικοδομής για μετατροπές, προσθήκες στην υπό ανέγερση υπεραγορά. Στις 4.7.03 γνωστοποιήθηκε από τον Δήμο Πάφου η χορήγηση πολεοδομικής εγκρίσεως με περιγραφή αναπτύξεως το Πολυκατάστημα. Στις 7.3.07 παραχωρήθηκε από τον Δήμο Πάφου η τελευταία άδεια οικοδομής με αρ. Κ5., ως καλυπτική άδεια ριζικών μετατροπών σε εγκεκριμένη χρήση οικοδομής ως Υπεραγορά. Οι εν λόγω αποφάσεις του Δήμου Πάφου δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί με οποιονδήποτε τρόπο από αρμόδιο Δικαστήριο. Στις 9.7.08 ο Δήμος Πάφου απέστειλε επιστολή προς την εταιρεία Woolworth and Co (Cyprus Ltd) προειδοποιώντας για τη λειτουργία της υπεραγοράς, χωρίς να έχει εξασφαλίσει πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από τον Δήμο Πάφου. Επίσης στις 26.7.12 απεστάλη επιστολή προς την εταιρεία Super Home Center ότι χρησιμοποιεί μέρος του ισογείου/υπογείου χώρου στάθμευσης στα επίδικα τεμάχια, καλώντας τους να μετακινήσουν τα αντικείμενα που ευρίσκονται εκεί. Μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου, στις 9.1.15 υποβλήθηκε στον Δήμο Πάφου, τροποποιητική αίτηση για μετατροπές και προσθήκες για πολεοδομική άδεια με αρ. 1/15 υφιστάμενης υπεραγοράς από την Εφεσείουσα 2 ενώ στις 13.11.15 υποβλήθηκε και αίτηση για αλλαγή χρήσης από υπεραγορά σε πολυκατάστημα. Στις 20.7.17 γνωστοποιήθηκε στους Εφεσείοντες η άρνηση χορηγήσεως της πολεοδομικής άδειας 1/15 από το Δήμο. Στις 7.8.17 υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή εκ μέρους της 2 ης κατηγορούμενης η οποία έγινε αποδεκτή από την Υπουργική Επιτροπή. Ο Δήμος επανεξετάζοντας αυτή το 2020 απέρριψε την αίτηση. Εναντίον της νέας απόφασης κατεχωρήθη νέα ιεραρχική προσφυγή η οποία εκκρεμεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αφού αναφέρθηκε σε Νομολογία που διέπει την έκδοση διατάγματος τέτοιας φύσης, εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα με το εξής σκεπτικό:
«Έχει προβληματίσει το Δικαστήριο η θέση της υπεράσπισης ότι εντός του κτηρίου ασκούν δραστηριότητα και άλλα νομικά πρόσωπα και εργοδοτείται αρκετός αριθμός ατόμων σε αυτά.
Έχοντας κατά νου τα γεγονότα, τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων τα οποία καταγράφηκαν αναλυτικά πιο πάνω ειδικότερα ότι το κτήριο Κ. κατέχεται και χρησιμοποιείται για σειρά ετών από την κατηγορούμενη 1, στο οποίο προσέρχεται καθημερινά μεγάλος αριθμός ατόμων, στα επίδικα τεμάχια που ανήκαν στην κατηγορούμενη 2 ιδιοκτήτρια μέχρι και το 2019 χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρησης της παρούσας και στα πλαίσια της πιο πάνω αναφερθείσας νομολογίας κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προνοεί το Άρθρο 20(3)(β) του Κεφ. 96 για την έκδοση διατάγματος τερματισμού της χρήσης αυτού.
Λαμβάνοντας υπόψη μου την αρχή της αναλογικότητας και ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση τέτοιου διατάγματος είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας η οποία για σειρά ετών στην παρούσα έχει αρθεί αλλά και ότι ως αναφέρθηκε επανειλημμένως η νομοθεσία του Κεφ. 96 είναι αυστηρή διότι σχετίζεται με την ασφάλεια των οικοδομών και κατ΄ επέκταση των χρηστών και με αυτό τον τρόπο και υπό αυτή τη φιλοσοφία πρέπει να ερμηνεύεται ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εκδίδει και τα ανάλογα διατάγματα τερματισμού, απαγόρευσης, κατεδάφισης κ.α. εξασκώ την διακριτική μου ευχέρεια και για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης εκδίδω εναντίον της κατηγορούμενης 1 και του κατηγορούμενου 15 στις κατηγορίες 1 και 5 διάταγμα τερματισμού της χρήσης της οικοδομής ήτοι του κτιρίου Κ. του ευρισκομένου στα τεμάχια 1xx7 και 1xx8 εντός του Δήμου Πάφου τα οποία ζητεί η Κατηγορούσα Αρχή, εντός δύο μηνών από σήμερα εκτός εάν στο μεταξύ εξασφαλιστεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή ήτοι τον Δήμο Πάφου».
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι ο τερματισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο της χρήσης του κτηρίου ως εμπορικού κέντρου συνιστά εκδήλως υπερβολική ποινή, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας της ποινής, και συνιστά τιμωρία εμφανώς δυσανάλογη προς την βαρύτητα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν οι Εφεσείοντες. Περαιτέρω, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό των διαφόρων αιτήσεων που έγιναν προς τον Εφεσίβλητο Δήμο ήταν η θέση του ότι από το 2015 και εντεύθεν οι Εφεσείοντες έχουν προβεί σε κάθε δυνατό διάβημα προς τον σκοπό εξασφάλισης πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, ζητώντας τροποποιητική πολεοδομική άδεια η οποία δεν εκδόθηκε από τον Δήμο Πάφου. Ασκήθηκε εναντίον αυτής της απόφασης ιεραρχική προσφυγή η οποία πέτυχε και παρά την απόφαση της εξ υπουργών επιτροπής ο Δήμος επανεξετάζοντας αυτή για δεύτερη φορά το 2020 την απέρριψε και εκκρεμεί εναντίον αυτής της απόφασης νέα ιεραρχική προσφυγή.
Αντίθετη ήταν η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Εφεσίβλητου. Ήταν η θέση της ότι η έκδοση του διατάγματος τερματισμού της χρήσης της επίδικης οικοδομής ήταν η αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις. Η μη έκδοση του επίδικου διατάγματος θα ισοδυναμούσε με αποδοχή από το Δικαστήριο της παρανομίας και ανοχή για συνέχιση της λειτουργίας μιας οικοδομής χωρίς να υπάρχει η εκ των προτέρων έκδοση πιστοποιητικού τελικής εγκρίσεως, κατά παράβαση του σχετικού Νόμου. Το διάταγμα τερματισμού χρήσης του επίδικου εμπορικού κέντρου δεν συνιστά εκδήλως υπερβολική ποινή υπό τις περιστάσεις. Αντίθετα ήταν η μόνη υπό τις περιστάσεις ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί (επιπρόσθετα από την χρηματική ποινή που επιβλήθηκε). Ήταν περαιτέρω η θέση της ότι η άδεια που βρίσκεται σήμερα σε ισχύ σε σχέση με τη χρήση του υποστατικού είναι για υπεραγορά. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση ήταν αναγκαία η καταχώρηση αίτησης για μετατροπές και προσθήκες σε πολεοδομική άδεια και η τελική έγκριση από τον Δήμο Πάφου. Ήταν περαιτέρω η θέση της ότι η απόρριψη της αίτησης από το Δημοτικό Συμβούλιο μετά την επιτυχία της ιεραρχικής προσφυγής έλαβε χώρα αφού εξετάστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο και οι λόγοι μη έκδοσης της άδειας δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας ποινικής υπόθεσης λόγω αναρμοδιότητας του ποινικού Δικαστηρίου να την εξετάσει. Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτει ότι για το επίδικο κτήριο θα έπρεπε να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης εντός 21 ημερών από την συμπλήρωση των οικοδομικών εργασιών του κτηρίου σε σχέση με την οποία εκδόθηκε η άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 3 του Κεφ. 96 και έπρεπε να γνωστοποιηθεί στην αρμόδια αρχή η συμπλήρωση των εργασιών και να υποβληθεί αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης (βλ. Άρθρο 10(2) του Κεφ. 196) κάτι που παρέλειψαν οι Εφεσείοντες να πράξουν.
Σύμφωνα με το Άρθρο 20(3)(β) του Κεφ. 96 το Δικαστήριο σε περίπτωση οικοδομής για την οποία (α) δεν χορηγήθηκε το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης ή (β) όταν η χρήση της οικοδομής δεν είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη άδεια, έχει εξουσία μεταξύ άλλων να εκδώσει διάταγμα τερματισμού της χρήσης της οικοδομής. Το γεγονός ότι επηρεάζεται ενοικιαστής της οικοδομής και τρίτα πρόσωπα δεν διαφοροποιεί την εν λόγω εξουσία.
Στην υπόθεση Elfi Entertainment Ltd κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2006) 2 Α.Α.Δ. 361, στην οποία έγινε αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση και η οποία αφορούσε το δραστικό διάταγμα κατεδάφισης οικοδομών εναντίον ενοικιαστών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν οικοδομές χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης λέχθηκε ότι:
«Αυστηρή επομένως η εφαρμογή του Νόμου, πόσο (sic) μάλλον για τους εδώ εφεσίβλητους που όφειλαν ως ιδιοκτήτες να λάβουν πιστοποιητικό έγκρισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και διέταξε τους εφεσείοντες να κατεδαφίσουν τις παράνομες οικοδομές με σκοπό τον τερματισμό της συνέχισης της παρανομίας. Το γεγονός ότι μόνον οι ιδιοκτήτες των παράνομων οικοδομών θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για έκδοση του αναγκαίου πιστοποιητικού εγκρίσεως και το ότι οι σχέσεις των εφεσειόντων‑ενοικιαστών με τους ιδιοκτήτες ήταν τεταμένες δεν απάλλασσε τους εφεσείοντες από την ποινική τους ευθύνη αλλά ούτε και ήταν λόγος για μη έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης εναντίον των εφεσειόντων. Αλλιώτικα αν τα δικαστήρια δεν εξέδιδαν διατάγματα κατεδάφισης οικοδομών, που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές χωρίς πιστοποιητικό εγκρίσεως, εναντίον των ενοικιαστών, αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα από τους ιδιοκτήτες για να μην κατεδαφίζουν παράνομες οικοδομές τους που κατέχονται και χρησιμοποιούνται από ενοικιαστές. Η άρνηση του ιδιοκτήτη της οικοδομής να αποταθεί στην αρμόδια αρχή για έκδοση πιστοποιητικού εγκρίσεως δεν αίρει την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων. Διαφορετική κατάληξη θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες του Άρθρου 10 του Κεφ. 96. Οποιοσδήποτε επιθυμεί την κατοχή και χρήση οικοδομών θα πρέπει πρώτα να βεβαιώνεται ότι αυτές είναι νόμιμες και ότι έχουν και άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως δυνάμει του άρθρου 20 του ιδίου Νόμου το δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης εναντίον προσώπων που χρησιμοποιούν και κατέχουν οικοδομές άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως, παρά το ότι αυτοί δεν είναι και ιδιοκτήτες.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι δεόντως αιτιολογημένη. Συνεπώς απορρίπτεται η έφεση των εφεσειόντων».
Ορθή είναι η θέση του Εφεσίβλητου ότι ο επηρεασμός δικαιωμάτων τρίτων προσώπων και δη εταιρειών οι οποίες ασκούν δραστηριότητα εντός του κτηρίου θα έπρεπε να αποτελέσει προβληματισμό για τους Εφεσείοντες όταν επέλεγαν να παραχωρησουν ή να ενοικιάσουν χώρο σε εταιρείες (του ίδιου ομίλου) εντός υποστατικού για το οποίο δεν έχει εκδοθεί, πριν τη λειτουργία του, πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.
Περαιτέρω, έχουμε την άποψη ότι, οι όποιες προσδοκίες για έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, τις οποίες επεσήμαναν οι Εφεσείοντες, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Στην υπόθεση MARINAKIS DEVELOPERS LTD v. Επάρχου Λάρνακας (2010) 2 Α.Α.Δ. 606 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Είναι στοιχειώδες πως απαιτείτο άδεια οικοδομής και πως χωρίς αυτή η ανέγερση οικοδομών ήταν παράνομη. Η όποια πρακτική για ανέγερσή οικοδομής με την προσδοκία, όσο εύλογη και αν αυτή θα μπορούσε να είναι, πως θα αποκτηθεί άδεια οικοδομής δεν αίρει το αξιόποινο της πράξης. Ακόμα και σε περιπτώσεις που εκδηλώνεται ανοχή. Η υπόθεση Muriel Beaumont κ.ά. v. Νίκου Παπακλεοβούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 525 σελ. 32, την οποία επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος είναι σχετική. Σ' αυτά τα πλαίσια δε, η αντίληψη πως θα έπρεπε ο Έπαρχος να είχε εκδώσει άδειες οικοδομής δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Η νομιμότητα της άρνησης έκδοσης άδειας οικοδομής ή όποιας άλλης εκτελεστής διοικητικής απόφασης θα ήταν δυνατό, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, να είχε προσβληθεί με τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα «αλλά όχι να πάρουν το νόμο στα χέρια τους)».
(Βλ. επίσης Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στην αυστηρότητα της νομοθεσίας που διέπει την ανέγερση και κατοχή οικοδομών επειδή πράγματι αυτή σχετίζεται με την ασφάλεια των οικοδομών και κατ' επέκταση των χρηστών. Οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας στην απόφαση του την αυστηρότητα των προνοιών του Νόμου εξέδωσε το επίδικο διάταγμα κρίνοντας ότι το κτήριο δεν ήταν ασφαλές, δεν ευσταθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνέδεσε την έκδοση του επίδικου διατάγματος με το ζήτημα ασφάλειας του κτηρίου. Η υποχρέωση που θέτει το Άρθρο 10 του Κεφ. 96 για καταχώρηση αίτησης για έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης εντός 21 ημερών από την συμπλήρωση της οικοδομικής εργασίας τίθεται έτσι ώστε η αρμόδια αρχή να πιστοποιήσει ότι η εργασία ολοκληρώθηκε σύμφωνα με την άδεια.
Η θέση των Εφεσειόντων ότι, όπως η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης δικαιολογείται μόνο όταν υπάρχουν ουσιαστικές παρεκκλίσεις από την πολεοδομική άδεια και την άδεια οικοδομής, σύμφωνα με τη νομολογία, το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση τερματισμού χρήσης της οικοδομής, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Έχουμε την άποψη ότι οι συνέπειες των δυο διαταγμάτων είναι εντελώς διαφορετικές. Το διάταγμα τερματισμού χρήσης δεν επιφέρει την δραστικότητα που επιφέρει το διάταγμα κατεδάφισης αλλά τερματίζει τη χρήση κάποιας οικοδομής εντός των πλαισίων της νομοθεσίας μέχρι τη νομιμοποίηση της χρήσης με τις κατάλληλες διαδικασίες. Στην παρούσα υπόθεση το επίδικο κτήριο χρησιμοποιείται ως πολυκατάστημα ενώ η επιτρεπόμενη χρήση του είναι ως υπεραγορά. Η μη έκδοση καλυπτικής πολεοδομικής άδειας και οι λόγοι που οδήγησαν τον Δήμο Πάφου στη μη έκδοση της δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας διότι αποτελούν πράξεις που ελέγχονται από Διοικητικό Δικαστήριο.
Το παράπονο των Εφεσειόντων ότι δεν λήφθηκε υπόψη πρωτοδίκως το ιστορικό των αιτήσεων των Εφεσειόντων και η προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες άδειες δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Προκύπτει ότι πρωτοδίκως λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα της υπόθεσης. Η ύπαρξη αδειών οικοδομής και πολεοδομικής άδειας δεν αποτελούν παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκδοση διατάγματος τερματισμού χρήσης. Ο Νόμος ποινικοποιεί την κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη των εν λόγω αδειών, παρέχεται δε διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης ή τερματισμού χρήσης της οικοδομής. Η εφαρμογή του Άρθρου 20(3) αναφορικά με τη δυνατότητα έκδοσης των υπό αναφορά διαταγμάτων, δεν συνδέεται με την ύπαρξη άδειας οικοδομής ή πολεοδομικής άδειας, η ύπαρξη των οποίων θεωρείται άσχετος παράγοντας (βλ. Δήμος Λεμεσού v. Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 1 και Milan Garaca κ.α v. Τάκκα (2007) 2 Α.Α.Δ. 165).
Η θέση των Εφεσειόντων ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος συνιστά εκδήλως υπερβολική ποινή η οποία παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας της ποινής σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκαν, ήτοι της κατοχής, χρήσης και λειτουργίας οικοδομής, χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Ορθή είναι η θέση του Εφεσίβλητου Δήμου ότι η συνεχιζόμενη χρήση και λειτουργία μιας οικοδομής, η οποία είναι ανοικτή προς το κοινό επί καθημερινής βάσεως και εργοδοτεί μεγάλο αριθμό προσωπικού, πέραν των 20 ετών, χωρίς την εκ των προτέρων έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, δεν άφηνε άλλα περιθώρια στο Δικαστήριο. Τυχόν ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος θα έδινε τη δυνατότητα στους Εφεσείοντες να συνεχίσουν να διαπράττουν επί καθημερινής βάσης αδίκημα, ήτοι να χρησιμοποιούν ή λειτουργούν ή να ανέχονται τη λειτουργία και χρήση της οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι ορθά ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αυτή ασκήθηκε δικαστικά και με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και ότι δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης σε αυτήν.
Η Έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσειόντων.
Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.