ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E41/2018)
31 Οκτωβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
BANC DE BINARY LIMITED
Εφεσείουσας - Εναγόμενης
v.
PHILIP LALOR
Εφεσίβλητου - Ενάγοντα
-----------------------------
Γ. Κ. Κτωρίδης, για Άθως Δημητρίου Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα.
Σ. Νικολάου (κα), για M. Economides Kranos & Co LLC, για Εφεσίβλητο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με τέσσερεις λόγους έφεσης η Εφεσείουσα - Εναγόμενη προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παραμερισμού ημερ. 30.5.2017. Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 αφορούν στην εγκυρότητα ή κανονικότητα της επίδοσης ενώ ο Λόγος Έφεσης 4 αφορά στην κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.
Η αίτηση παραμερισμού στηρίχθηκε στην Δ.17 Θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[1] επί της οποίας η Νομολογία είναι πλούσια. Η ακύρωση απόφασης που εκδίδεται στην απουσία διαδίκου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η σχετική διακριτική ευχέρεια σε τέτοιες αιτήσεις έχουν αναλυθεί εκτενώς σε σωρεία αποφάσεων με κλασική, επί του θέματος, την Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Steven Bush κ.α v. Γιαννάκης Γιαννή, (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1342 όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει το Δικαστήριο η Δ.17, Θ.10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae ut sit finis litium. Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως η συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.»
Πιο πρόσφατα, στην Claire Morris v Saratoga Swimming Pools Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 647 λέχθηκαν τα εξής:
«Η νομολογία για το θέμα του παραμερισμού απόφασης, όπως είναι αποκρυσταλλωμένη, συνοψίστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Sabine Zehil v. Neil Roberts (2009) 1(A) A.A.Δ.678, από όπου και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου:-
«Με βάση τη Διάταξη 17 θεσμός 10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όταν εκδοθεί απόφαση, το δικαστήριο δύναται «στην κατάλληλη περίπτωση να ακυρώσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση, με όρους που θα ήταν δίκαιοι.»
Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία ασκείται αφού εξισορροπηθούν διάφοροι παράγοντες όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Στην υπόθεση Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ.893, συνοψίζονται οι σχετικές αρχές στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 897:-
«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ.941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1101.»
Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη. Το συγκεκριμένο δικαίωμα, δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά.
Στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ν. Μιχαήλ (2003) 1(Β) 1044 αναφέρθηκε ότι: «Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ' αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο.» (Βλ. επίσης Α.Ε.2572, Δημοκρατία ν. Ζήνα Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ.1060)».
Κρίνουμε χρήσιμη την εξέταση των Λόγων Έφεσης 1, 2 και 3 πρώτα, εφόσον τυχόν κατάληξη περί μη ύπαρξης έγκυρης επίδοσης θα καταστήσει άνευ αντικειμένου την εξέταση του Λόγου Έφεσης 4.
Το ιστορικό της αγωγής παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, ενώ διαπιστώνεται και ασάφεια ως προς το τι πραγματικά διεμείφθη η οποία δεν μπορεί παρά να προβληματίσει. Το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα στην αγωγή καταχωρίστηκε στις 27.9.2016 και ακολούθησε στις 25.11.2016 αίτηση από μέρους του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα για έκδοση απόφασης ως η απαίτηση λόγω μη καταχώρισης Σημειώματος Εμφάνισης, με αναφορά στο σώμα της αίτησης ότι πιστοποιημένο αντίγραφο του Κλητηρίου Εντάλματος είχε επιδοθεί στην Εφεσείουσα - Εναγόμενη στις 30.9.2016. Η αίτηση αυτή συνοδεύετο και από ένορκη δήλωση προς απόδειξη της απαίτησης. Παρά το ότι στις 9.12.2016 που η αίτηση ήταν ορισμένη στο πρακτικό καταγράφεται μόνο το αίτημα της συνηγόρου για έκδοση απόφασης υπέρ του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα (χωρίς κάποια επιπρόσθετη καταγραφή από μέρους του Δικαστηρίου), με πρακτικό ημερ. 15.12.2016 το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απουσία των συνηγόρων, δίδοντας οδηγίες όπως οι συνήγοροι του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα ειδοποιηθούν από το Πρωτοκολλητείο, κατέγραψε τα εξής:
«Δικ.: Θα πρέπει να προσκομιστεί προφορική μαρτυρία.
Το επιδοτήριο της αγωγής δεν είναι στον φάκελο του Δικαστηρίου».
Μετά από σχετικό αίτημα της συνηγόρου για τον Εφεσίβλητο - Ενάγοντα, η αίτηση επαναορίστηκε για απόδειξη στις 4.4.2017. Παρατηρούμε ότι στις 4.4.2017 το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει επί του πρακτικού του ότι «Ένορκη Δήλωση Επίδοσης... για τον Εναγόμενο 1 γίνεται Τεκμήριο Α1». Από το περιεχόμενο του Πρωτόδικου φακέλου, όμως, το έγγραφο που φέρεται να σημειώθηκε στις 4.4.2017 ως Τεκμήριο Α1 ήταν μία ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη Κ. Λουκά που φέρει ημερομηνία 11.4.2017 (ήτοι μεταγενέστερη της έκδοσης της μονομερούς απόφασης). Με την ένορκη δήλωση αυτή ο επιδότης δηλώνει ότι επέδωσε στις 30.9.2016 αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος για την Εφεσείουσα - Εναγόμενη έναντι της υπογραφής κάποιου Michael Franzis τον οποίο περιγράφει ως «άτομο στο εγγεγραμμένο γραφείο του πιο πάνω εναγόμενου», ενώ στο κάτω μέρος της ένορκης δήλωσης του επιδότη αναγράφεται ότι αποτελεί «Δεύτερη ένορκη δήλωση με βάση την πρώτη ημ. 30.09.2016». Σημειώνουμε επιπλέον ότι στην εν λόγω ένορκη δήλωση επίδοσης επισυνάπτεται αντίγραφο μίας ενόρκου δηλώσεως του ιδίου επιδότη ημερ. 30.9.2016, αντίγραφο της πρώτης σελίδας μόνο του Κλητηρίου Εντάλματος καθώς και αντίγραφο της απόδειξης χρέωσης των συνηγόρων του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα από τον επιδότη.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση στην αίτηση παραμερισμού το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι «Από τον φάκελο της δικογραφίας προκύπτει πως η αγωγή ... επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 30.9.2016» χωρίς καμία περαιτέρω επεξήγηση ως προς το ότι η πρωτότυπη ένορκη δήλωση επίδοσης απουσιάζει από τον φάκελο.
Ιδιόμορφα, όμως, είναι και τα όσα καταγράφονται σε σχέση με το γεγονός ότι η ημερομηνία της ενόρκου δηλώσεως επίδοσης είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης ερήμην. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει αυτούσια την ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση επί της αίτησης παραμερισμού, στο πλαίσιο της οποίας η ομνύουσα δικηγόρος του Εφεσίβλητου - Ενάγοντα, αφού εκφράζει την πεποίθηση ότι κατά την εκδίκαση της αίτησης για απόφαση υπήρχε στον φάκελο η πρωτότυπη ένορκη δήλωση επίδοσης, αναφέρει τα εξής:
«9. Εν συνεχεία, εξ'όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω, ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης ανατέθηκε στην δακτυλογράφο για λόγους σύνταξης της Απόφασης ημερομηνίας 04/04/2017. Κατόπιν μετάβασης του φακέλου στην δακτυλογράφο, ένεκα του ότι η δακτυλογράφος δεν εντόπισε την Ένορκη Δήλωση του ιδιώτη επιδότη ημερομηνίας 30/09/2016, ειδοποίησε δεόντως το Δικαστήριο και τους Δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση.
10. Ως εκ της ιδιότητας μου στο δικηγορικό γραφείο των Δικηγόρων του Ενάγοντα / Καθ'ου η Αίτηση μετέβηκα προσωπικά στο γραφείο της δακτυλογράφου για να λάβω περαιτέρω πληροφόρηση για τα διαβήματα που έπρεπε να λάβουμε ώστε η Ένορκη Δήλωση να καταχωριστεί εκ νέου στο φάκελο του Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτου, έλαβα ευθέως οδηγίες από το Δικαστήριο όπως γίνει συμπληρωματική Ένορκη Δήλωσης επίδοσης από τον ίδιο τον ιδιώτη επιδότη, ώστε να προχωρήσουμε κανονικά με την σύνταξη της Απόφασης...».
Παρά τα πιο πάνω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη Απόφαση καταγράφει ότι κατά την 4.4.2017 έλαβε υπόψη του την ένορκη δήλωση του επιδότη Κ. Λουκά και προχώρησε στην έκδοση της απόφασης, ενώ για το ζήτημα του ότι αυτή έφερε ημερομηνία 11.4.2017 το Πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει απλώς ότι «Εικάζω πως από παραδρομή γράφτηκε η ημερομηνία 11 Απριλίου. Δεν μπορώ όμως να καταλήξω σ' οποιοδήποτε συμπέρασμα αφού από τον φάκελο δεν καταδεικνύεται οτιδήποτε άλλο».
Το ζήτημα της επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος στον εναγόμενο, όμως, είναι ζήτημα ουσίας που άπτεται του Συνταγματικού δικαιώματος εκάστου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο. (βλ., Μεταξύ άλλων, Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν Chr. P. Michaelides Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 43 και Balm Maritime Company Limited v Biochemie R.O.S.E. Limited (1990) 1 Α.Α.Δ.602). Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η επίδοση ήταν κακή το Δικαστήριο υποχρεούται να παραμερίσει την εκδοθείσα απόφαση ex debito justitae, δηλαδή ως χρέος προς την ίδια την Δικαιοσύνη[2]. Όπως λέχθηκε στην Κυριακή Τσεσμέλογλου ν Σοφοκλής Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ.64:
«Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει σε ποιες περιπτώσεις είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς ακύρωση απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης. Διακρίνονται δύο περιπτώσεις: (α) όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε παράνομα, δηλαδή, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae και (β) όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει διά ενόρκου δηλώσεως εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ επεξηγεί ταυτόχρονα το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, χωρίς τη συμμετοχή του».
Σημειώνεται, ειρήσθω εν παρόδω, ενόψει του ότι πρόκειται για Συνταγματικό δικαίωμα που άπτεται της δίκαιης δίκης, οι αρχές παραμένουν αναλλοίωτες ανεξαρτήτως του αν το ζήτημα εξεταστεί υπό την σκοπιά των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Προέχει, συναφώς, η εξέταση του κατά πόσο η επίδοση, όπως αυτή υπάρχει στον φάκελο του Δικαστηρίου, ικανοποιεί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί καλή επίδοση. Το αρ. 372 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 προβλέπει ότι έγγραφο μπορεί να επιδοθεί σε εταιρεία με την άφεση του ή αποστολή του ταχυδρομικώς στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Η Δ.5 Θ.7 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφέρει τα εξής:
«In the absence of any statutory provision regulating service of process upon a corporate body, service of an office copy of a writ of summons or other process on the president or other head officer, or on the treasurer or secretary of such body, or delivery of such copy at the office of such body, shall be deemed good service; and in the case of any company not formed in Cyprus, the copy may be left at its place of business in Cyprus, or if there is no such place, with any person in Cyprus who appears to be authorized to transact business for the company in Cyprus, and such leaving of the copy shall he deemed good service unless the Court or a Judge otherwise orders. And where by any law provision is made for the service of any writ of summons or other process on any corporate body or any society or fellowship or any body or number of persons, corporate, or unincorporate, the service of the office copy of a writ may be effected accordingly».
Στην Δ.17 Θ.2 προβλέπεται και η υποχρέωση του ενάγοντα που επιθυμεί να προχωρήσει με αίτημα για απόφαση λόγω μη καταχώρισης Σημειώματος Εμφάνισης να καταχωρίσει ένορκη δήλωση επίδοσης[3].
Το ζήτημα έχει πραγματευτεί η απόφαση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν Chr. P. Michaelides Ltd (πιο πάνω) από την οποία παραθέτουμε και το σχετικό απόσπασμα:
«Το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, ιδωμένο υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρ. 30.1 και 30.3 (α) του Συντάγματος, αποτελεί τη λυδία λίθο της υπόθεσης. Το δικονομικό δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια της χώρας, που κατοχυρώνει το άρθρ. 30.1, περιλαμβάνει το δικαίωμα του διαδίκου: (α) να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους τον εγκαλούν στο δικαστήριο· και (β) να αναπτύξει σ' αυτό τους ισχυρισμούς του [(άρθρ. 30.3 (α) και (β)]. Το άμεσα εγειρόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο η επίδοση που έγινε, του ειδικά οπισθογραφημένου με την απαίτηση κλητηρίου εντάλματος, στην εφεσίβλητη-εναγόμενη, είναι έγκυρη.
Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η εφεσίβλητη είναι συγκροτημένη - και εγγεγραμμένη - ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Σύμφωνα με το αποδεικτικό της επίδοσης - ένορκο δήλωση από τον ιδιώτη επιδότη που διενήργησε την επίδοση - το κλητήριο ένταλμα της αγωγής "αφέθη στο εγγεγραμμένο γραφείον" στις 7/10/99. Η ίδια ακριβώς φράση και η αυτή χρονολογία αναγράφονται στο πάνω δεξιό μέρος του κλητηρίου που επισυνάφθηκε στην ένορκο δήλωση του επιδότη. Δεν υπάρχει υπογραφή παραλαβής.
.....
Είναι σημαντικό ότι ο δικαστής προέβη σε εύρημα, με βάση το υλικό που του προσκομίστηκε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί με την έφεση, ότι πράγματι η εφεσίβλητη δε γνώριζε για την αγωγή που κατατέθηκε εναντίον της. Το πληροφορήθηκε όταν πήρε επιστολή του δικηγόρου της Μητρόπολης που την καλούσε να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος της. Γιαυτό λοιπόν ο πρωτόδικος δικαστής συμπέρανε ότι η απόφαση ήταν ακυρωτέα ex debito justitiae "λόγω κακής επίδοσης και παράβασης των συνταγματικών δικαιωμάτων των εναγομένων να πληροφορηθούν για τη διαδικασία που εγέρθηκε εναντίον τους."
..........
Δεν είναι ακριβές ότι οι σχετικοί κανονισμοί του περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικού Κανονισμού [(καν. 20 και 21)], που διέπουν την επίδοση κλητηρίου σε ναυτικές αγωγές έχουν ουσιαστικές διαφορές από τη Δ.5, θ.7. Οι ομοιότητες είναι εμφανείς και με ένα πρόχειρο βλέμμα. Στην Sekavin, ανωτέρω, αναφέρθηκε ότι οι κανόνες που ρυθμίζουν την επίδοση δικαστικών εγγράφων, ιδιαίτερα οι προϋφιστάμενοι του Συντάγματος, πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρ. 30.3(α) και την αποτελεσματική προστασία του δικαιώματος που κατοχυρώνει.
Η απόφαση στη συνέχεια θεωρεί αμφίβολη την εφαρμογή του αρθρ. 372 στις δικαστικές διαδικασίες. Προχωρεί ωστόσο να διατυπώσει θετική άποψη ότι το άρθρ. 372 δεν μπορεί να ρυθμίζει την επίδοση δικαστικών εγγράφων. Αυτό είναι και το νόημα της απόφασης. Yπογραμμίζουμε την κρίσιμη σκέψη της απόφασης στη σελ. 76:
"If addressed to a legal entity, a corporation or a company, Rule 20 of the Admiralty Rules provides service must be effected in the manner provided by law for service of legal process upon them. The relevant provisions of the Companies Law are those of s. 372 providing "a document may be served on a company by leaving it or sending it by post to the registered office of the company." It is doubtful whether this rule applies to service of judicial proceedings. If that were the case it would appear to me to fall short of complying with the provisions of Article 30.3 (a)."
Tο ίδιο πνεύμα επικράτησε και στην υπόθεση Lexicon, ανωτέρω. Στην Balm Maritime Co., η επίδοση έγινε σύμφωνα με τη διάταξη 372. Το ναυτοδικείο εντούτοις ακύρωσε την απόφαση, που λήφθηκε ερήμην των εναγομένων, καθοδηγούμενο από τη συνταγματική αρχή του άρθρ. 30.3.(α).
Δεν αμφιβάλλουμε για την ορθότητα των παραπάνω πρωτόδικων αποφάσεων και ότι το ζήτημα της κανονικής επίδοσης κλητηρίου σε αγωγή βάσιμα έχει συσχετισθεί με το άρθρ. 30.3(α) και (β), θα προσθέταμε, του Συντάγματος. Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο. Τότε μόνο του παρέχεται η δυνατότης να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Το άρθρ. 30.3(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη των "θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών" του Συντάγματος.
Οι περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά και η αχλύς που περιβάλλει την επίδοση - δεν είναι καν γνωστό το πρόσωπο στο οποίο αφέθηκε το κλητήριο και η ιδιότητα του - δεν μας αφήνουν αμφιβολία για το παράτυπο της επίδοσης, με βάση την οποία λήφθηκε η ακυρωθείσα απόφαση. Αυτή ήταν και η αιτία, που η εφεσίβλητη δεν έλαβε γνώση της έγερσης της αγωγής για να αμυνθεί, όπως ήταν και η πρόθεση της. Ορθά λοιπόν παραμερίστηκε η απόφαση εφόσον δεν προηγήθηκε έγκυρη επίδοση. Η υπόθεση τελειώνει εδώ. Δεν χρειάζεται να εξετάσουμε αν καλά ασκήθηκε η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου».
Είναι γεγονός ότι η πλευρά της Εφεσείουσας - Εναγόμενης δεν δηλώνει με σαφήνεια κατά πόσο έλαβε ή όχι το αντίγραφο του Κλητηρίου Εντάλματος. Παρά ταύτα, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του καλή επίδοση επί της οποίας να μπορούσε να στηριχθεί εύρημα ότι η Εφεσείουσα - Εναγόμενη είχε λάβει γνώση της εναντίον της αγωγής. Η πρωτότυπη ένορκη δήλωση του επιδότη απουσίαζε ενώ επί της δεύτερης ένορκης δήλωσης του επιδότη επισυνάπτετο μόνο μια φωτοτυπία της πρώτης σελίδας του Κλητηρίου Εντάλματος. Ούτε καν η ιδιότητα του προσώπου που το παρέλαβε δεν αναγράφεται, αφού περιγράφεται απλώς ως «άτομο στο εγγεγραμμένο γραφείο». Τα στοιχεία αυτά δεν επέτρεπαν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι είχε ενώπιον του καλή επίδοση και θα έπρεπε να είχε παραμερίσει την απόφαση ex debito justitae. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση Ηλία Μανώλη ν Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Εφ. 413/11 ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37:
«Παράδειγμα πρόκλησης ακυρότητας ως εκ της μη επίδοσης της διαδικασίας, η οποία ως εκ τούτου δεν περιέρχεται σε γνώση του εναγομένου, παρέχει η υπόθεση Craig v. Kanssen [1943] K.B. 256, [1943] 1 All ER 108, στην οποία εξηγήθηκε ως κατωτέρω ο λόγος που η παράλειψη επίδοσης εγείρει θεμελιακό ζήτημα:
«... it is beyond question that failure to serve process where service of process is required goes to the root of our conceptions of the proper procedure in litigation. Apart from proper ex parte proceedings, the idea that an order can validly be made against a man who has had no notification of any intention to apply for it has never been adopted in this country.»
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Pritchard η φράση ex debito justitiae δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκη με περιπτώσεις ακυρότητας, όπως αφέθηκε να νοηθεί στην υπόθεση Craig, αλλά καλύπτει κάθε περίπτωση που ο εναγόμενος νομιμοποιείται δικαιωματικά σε παραμερισμό. Όπως το έθεσε ο Upjohn, L.J.:
«The phrase means that the [defendant] is entitled as a matter of right to have it set aside ... This means no more than that, in accordance with settled practice, the court can only exercise its discretion in one way, namely by granting the order sought.»
Εν πάση περιπτώσει, σε ότι αφορά την παράλειψη δέουσας επίδοσης, στην υπόθεση White v. Weston [1968] 2 W.L.R. 1459, που αφορούσε ακριβώς παράλειψη επίδοσης με συνεπακόλουθη έλλειψη γνώσης της διαδικασίας από τον εναγόμενο, ελέχθη ότι υπό τέτοιες περιστάσεις η απόφαση θα έπρεπε να παραμεριστεί ex debito justitiae και ότι η περαιτέρω συζήτηση ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε η περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ακυρότητα ή ως αντικανονικότητα, θα είχε μόνο ακαδημαϊκή σημασία.
Η προαναφερθείσα κυπριακή νομολογία υιοθέτησε την αντίληψη του αγγλικού δικαίου πως κακή επίδοση συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (fundamental vice) που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης. Έτι περαιτέρω μάλιστα, η νομολογία μας προσέδωσε στο ζήτημα τη συνταγματική διάσταση που προκύπτει από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, υποδεικνύοντας ότι η δέουσα επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και τη δυνατότητά του, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, να προβάλει την υπεράσπισή του».
Η έφεση επιτυγχάνει. Η Πρωτόδικη Απόφαση στην αίτηση για παραμερισμό, περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, ακυρώνεται και η απόφαση ημερομηνίας 4.4.2017 παραμερίζεται.
Η αγωγή να τεθεί ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για εκδίκαση.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.
[1] «10. Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just».
[2] «Από τη στιγμή που η επίδοση κρίθηκε κακή ... το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο ex debito justitae να παραμερίσει την απόφαση και δεν ετίθετο θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του (βλ. Άρθρο 30.3 (α) και (β) του Συντάγματος». Γεωργαλλίδης Νικόλας ν Χρυσοστόμου Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ.247
[3] «2.Where any defendant fails to appear to a writ of summons, and the plaintiff is desirous of proceeding upon default of appearance under any of the following Rules of this Order, he shall, before taking such proceeding upon default, file an affidavit of service, or of notice in lieu of service, as the case may he, if such affidavit has not already been filed by the Registrar».