ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε207/2018)
17 Οκτωβρίου 2023
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
-------------------------------
1. ΣΟΦΙΑ ΜΠΟΥΝΤΑΚΙΔΟΥ
2. ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
Εφεσειόντων/Εναγόντων
και
1. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
-------------------------------
Μ. Ιωάννου για Μ.Β. Ιωάννου, για Εφεσειόντες.
Γ. Χαραλάμπους για Γεωργιάδης & Πελίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους.
Δ. Νικολάτου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα.
ΣΤΑΥΡΟΥ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ: Οι ενάγοντες καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την αγωγή αρ. 5786/14 με την οποία εξαιτούνται διάφορες δηλώσεις και διατάγματα του Δικαστηρίου όπως και αποζημιώσεις για παράβαση και αθέτηση συμφωνίας και/ή παράνομη κατακράτηση χρημάτων και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη δέσμευση λογαριασμού πλέον τόκους και εξόδων.
Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, η απαίτηση των εναγόντων έχει ως βάση τη δέσμευση και/ή παγοποίηση του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσαν οι ενάγοντες στην εναγόμενη 1, και η οποία έλαβε χώρα μετά από αίτημα του εναγομένου 2. Ως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, το αποτέλεσμα της δέσμευσης και/ή παγοποίησης του τραπεζικού τους λογαριασμού ήταν, πέραν της δέσμευσης του εν λόγω λογαριασμού και του υπολοίπου του που τη δεδομένη στιγμή ήταν πιστωτικό ύψους €68.309,80, η αδυναμία των εναγόντων να πληρώσουν τη δόση τους σε δάνειο που διατηρούσαν στην Τράπεζα Κύπρου.
Στις 10/9/2018 οι ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης τους ζητώντας την προσθήκη σημαντικού αριθμού παραγράφων, οι οποίες φαίνονται αυτούσιες στην πρωτόδικη απόφαση και που αφορούσαν ισχυρισμούς σε σχέση με την υπόθεση 17583/15 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού στην οποία η ενάγουσα 1 ήταν η κατηγορούμενη 3. Η εν λόγω ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε στις 14/9/15 και στις 14/2/18 η ενάγουσα 1 (κατηγορούμενη 3) απαλλάγηκε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε μετά που οι εναντίον της κατηγορίες αναστάληκαν από τον εναγόμενο 2. Ο ενάγοντας 2 δεν ήταν κατηγορούμενος σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση και δη την υπόθεση 17573/15.
Πιο συγκεκριμένα, με την αίτηση τροποποίησης οι ενάγοντες επεδίωξαν να εισάξουν στην έκθεση απαίτησης τους ισχυρισμούς ότι μετά από αίτημα της ενάγουσας 1 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης του διατάγματος παγοποίησης και/ή δέσμευσης του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρούσε με τον ενάγοντα 2, και ότι το ποσό που βρισκόταν στο λογαριασμό τους αποδεσμεύτηκε και ότι η δέσμευση του συγκεκριμένου ποσού στον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό ήταν παράνομη και οι ενάγοντες υπέστησαν ζημιές και απώλειες. Επεδίωξαν επίσης να εισάξουν ισχυρισμούς ότι η ποινική δίωξη της ενάγουσας 1 στην υπόθεση 17573/15 του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού ήταν κακόβουλη στα πλαίσια της έννοιας του Άρθρου 32 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148 και ότι η δίωξη αυτή ανάγκασε τους ενάγοντες να προβούν σε διάφορες διαδικασίες και να υποστούν έξοδα προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματα και συμφέροντα τους και προς τούτο παραθέτουν σχετικές λεπτομέρειες. Ισχυρίζονται επίσης ότι η συμπερίληψη της ενάγουσας 1 σε κατηγορητήριο ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού τους έφερε σε δύσκολη θέση αφού πέραν της παγοποίησης του λογαριασμού των εναγόντων που ήταν άδικος και παράνομος, ως ισχυρίζονται, επηρεάστηκε επίσης η καλή φήμη που απολάμβαναν ως επιχειρηματίες, διαχειριστές εργοληπτικής εταιρείας. Ομοίως, λόγω του παγώματος των τραπεζιτικών λογαριασμών παρέμειναν χωρίς χρήματα, αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης και αναγκάστηκαν να αποταθούν στην Τράπεζα Κύπρου ζητώντας να παγοποιηθεί το στεγαστικό δάνειο που είχαν η οποία τους έδωσε παράταση χρόνου μόνο 2 μήνες και τέθηκε σε κίνδυνο η κατοικία τους που ήταν υποθηκευμένη για εξασφάλιση του δανείου τους. Επίσης, πάντοτε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων στην αίτηση τροποποίησης, είχαν σκοπό να δημιουργήσουν επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων και δεν μπορούσαν, λόγω της παγοποίησης του λογαριασμού τους, να προχωρήσουν σε αγορά αυτοκινήτων. Επιδίωξαν ακόμα την προσθήκη αξιώσεων για αποζημιώσεις συμπεριλαμβανομένων και παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Όπως φαίνεται από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την αίτηση συνόδευε η ένορκη δήλωση της ενάγουσας 1 στην οποία καταχωρήθηκε ένσταση και από τους δύο εναγόμενους. Ο εναγόμενος 1 με την ένσταση του που υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση της Χριστιάνας Λοΐζου, προέβαλε ως λόγους ένστασης μεταξύ άλλων ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα του εναγομένου 1, επιδιώκεται να εισαχθεί νέα βάση αγωγής που δεν υπήρχε κατά την καταχώρηση της αρχικής αγωγής και έκθεσης απαίτησης, οι τροποποιήσεις είναι άσχετες και αχρείαστες και ότι η αίτηση υποβάλλεται κακόπιστα και καταχρηστικά και με τεράστια καθυστέρηση
Ο εναγόμενος 2 με τη δική του ένσταση που υποστηρίζεται με την ένορκη δήλωση δικηγόρου στο γραφείο της Νομικής Υπηρεσίας αναφέρει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί αφού επιδιώκεται από τους ενάγοντες η δημιουργία νέων κατ΄ ισχυρισμό αγώγιμων δικαιωμάτων εναντίον του εναγομένου 2. Τα νέα αυτά αγώγιμα δικαιώματα δεν αποτελούν συναφή θέματα με τα ήδη εγειρόμενα, επιδιώκεται η δημιουργία νέας βάσης και/ή αιτίας αγωγής εναντίον του εναγομένου 2 αφού η υπάρχουσα αγωγή δεν φαίνεται να αποκαλύπτει οποιαδήποτε βάση και/ή αιτία αγωγής εναντίον του. Επίσης, οι προσθήκες δια της επιδιωκόμενης τροποποίησης δεν σχετίζονται άμεσα με τον κεντρικό ισχυρισμό που προβλήθηκε στην υπάρχουσα αγωγή, θα επιφέρουν, αν εγκριθούν, ριζική μετατροπή της αξίωσης και θα μεταβάλουν ουσιωδώς την αιτία αγωγής ως επίσης θα υπάρξει εκτροχιασμός της δικαστικής διαδικασίας τόσο σε ότι αφορά τα δικόγραφα όσο και την ακροαματική διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 19/11/2018 απέρριψε την αίτηση εστιαζόμενο στο βασικό λόγο ένστασης που προωθήθηκε και που ήταν η εισαγωγή, με την τροποποίηση, νέας βάσης αγωγής. Εφάρμοσε σχετικά τις αρχές της Forcam v. Hemslade Trading Ltd κ.α. Πολ. Έφεση 43/13 ημερ. 6/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A479 και επανέλαβε τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση αναφορικά με την προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικά την απόφαση Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) A.A.Δ. 426.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι πλείστοι των ισχυρισμών που επιδιώκονται να προστεθούν με την αίτηση τροποποίησης και αφορούν το διάταγμα παγοποίησης, θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί από προηγουμένως, όμως η καθυστέρηση αυτή από μόνη της δεν θα το εμπόδιζε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς των εναγομένων περί κακοπιστίας. Όμως, θεώρησε ότι γίνεται προσπάθεια προσθήκης ισχυρισμών και συμπερίληψης απαιτήσεων που έχουν διαφορετική βάση από αυτήν που υπήρχε με την καταχώρηση της αγωγής, οι οποίες θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο νέας αγωγής και συγκεκριμένα οι ισχυρισμοί για κακόβουλη δίωξη της ενάγουσας 1 από τον εναγόμενο 2, επίκληση για βλάβη στο όνομα και τη φήμη τους, ζήτημα επιβίωσης της οικογένειας αλλά και ότι η οικία τους βρίσκεται σε κίνδυνο.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 4 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος αφορά ισχυρισμούς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι πρόκειται για γεγονότα που προέκυψαν μεταγενέστερα, αλλά αφορούν μια εντελώς νέα βάση αγωγής και τα οποία μπορούν να αποτελέσουν νέα βάση αγωγής, ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται σε λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι πρόκειται για πρόωρη απαίτηση που στερείται βάσης τη στιγμή που η αγωγή εκκρεμεί προς εκδίκαση και η έκβαση της είναι αβέβαιη και άγνωστη. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό ότι εσφαλμένα και παράνομα το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι πλείστοι των ισχυρισμών των οποίων επιδιώκεται η εισαγωγή με την τροποποίηση θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί προηγουμένως, και ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο γεγονός ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη.
Έχουν υποβληθεί περιγράμματα των αγορεύσεων όλων των διαδίκων σύμφωνα με τις οδηγίες που δόθηκαν και οι συνήγοροι στο στάδιο της ακρόασης τα υιοθέτησαν όπως και τις αυθεντίες που έχουν συμπεριλάβει στα περιγράμματα τους και υποστήριξαν, η κάθε πλευρά, τη δική της θέση.
Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τόσο τα περιγράμματα αγόρευσης όσο και την πρωτόδικη απόφαση και θεωρούμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Στους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας όπως έχουν δημοσιευτεί στις 3/7/2023 στο Μέρος 18 με τίτλο «Τροποποιήσεις σε δικόγραφα», αναφέρεται ότι αν το δικόγραφο έχει επιδοθεί, διάδικος μπορεί να το τροποποιήσει μόνο (β) με άδεια του Δικαστηρίου, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό (βλ. 18.1 (2)). Η νομολογία επομένως που εφαρμοζόταν με βάση τους παλιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και δη τη Διαταγή 25 εξακολουθεί να ισχύει και εφαρμόζεται.
Οι νομικές αρχές που η νομολογία καθιέρωσε που υπάρχει μέχρι σήμερα επί του θέματος, παρόλο ότι δημιουργήθηκε με βάση τους παλαιούς θεσμούς, θεωρούμε ότι εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που διέπονται από τους νέους θεσμούς.
Όπως είναι γνωστό, οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας έχουν καθοριστεί με σαφήνεια από τη νομολογία. Από αυτές προκύπτει ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις δικογράφων από το Δικαστήριο, ακόμα και όπου οι περιπτώσεις αυτές είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά, η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ. Φοινιώτης ν. Green Mar Navigation (1989) 1(E) ΑΑΔ 33, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 934, Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 ΑΑΔ 607, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.α. (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237, Νικολάου ν. Μιλτιάδους κ.α. (2007) 1(Β) ΑΑΔ 1005, Preece κ.α. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2138, Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι (2012) 1(Α) ΑΑΔ 817, Kayat Trading Limited ν. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1(Α) ΑΑΔ 543, Kyriacos Andreou Arsiotis Developments & Constructions Ltd κ.α. ν. Highway Gardens City Ltd, ΠΕ 106/2012, ημερομηνίας 18.4.2018).
Σύμφωνα με τη νομολογία, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Κρέντου ν. General Constructions Company Ltd κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 1270).
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης και τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι η αναφορά σε πρόωρη απαίτηση δεν μπορεί να ευσταθίσει, παρατηρούμε ότι ενώ οι εφεσείοντες γενικεύουν τον εν λόγω λόγο και τον πραγματεύονται ωσάν η απόφαση του Δικαστηρίου για το θέμα αυτό αφορά την ουσία της αίτησης, είναι ολοφάνερο, όπως και οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ορθά εντοπίζουν, ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε προωρότητα αφορούσε αποκλειστικά και μόνο ένα από τα κονδύλια της επιδιωκόμενης τροποποίησης και ειδικά το αίτημα για συμπερίληψη κονδυλίου για ποσό €6.000 πλέον Φ.Π.Α. που οι ενάγοντες/εφεσείοντες αιτούνται ως έξοδα της αγωγής αρ. 5786/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η εκδίκαση της οποίας ακόμα εκκρεμεί.
Ο τρίτος λόγος έφεσης επίσης δεν μπορεί να επιτύχει εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση τροποποίησης επί το ότι «οι πλείστοι των ισχυρισμών που αξιώνονται με την επιδιωκόμενη τροποποίηση θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί προηγουμένως». Αυτό γιατί την ως άνω διαπίστωση του στις σελίδες 14-15 της απόφασης του αναφέρει ότι «η καθυστέρηση είναι ένας παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο αλλά δεν είναι αποφασιστικής σημασίας. Θα πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα της τροποποίησης. Από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τόσο της αίτησης όσο και των ενστάσεων δεν έχει τεθεί θέση που θα μπορούσε να τεθεί ως κακόπιστη ή που θα έπληττε το γνήσιο των προθέσεων των αιτητών. Από τα όσα πάλι έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στις ενστάσεις των καθ΄ων η αίτηση δεν προκύπτει κάτι που θα υποστήριζε την εγειρόμενη από τους τελευταίους κακοπιστία έχοντας υπόψη ότι έχουν και το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο για την ύπαρξη της».
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, την θέση των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι «δεν πρόκειται για γεγονότα που απλώς προέκυψαν μετά την καταχώρηση της αγωγής και επιζητείται η προσθήκη τους για να υποστηρίξουν την αρχική αιτία αγωγής αλλά για γεγονότα που ναι, προέκυψαν μεταγενέστερα, αλλά είναι για να υποστηρίξουν μια εντελώς νέα βάση αγωγής και που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο νεάς αγωγής», η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή αφού, αυτό που οι εφεσείοντες με την αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησής τους επιδιώκουν στην ουσία είναι η προσθήκη νέων ισχυρισμών και/ή η δημιουργία νέων αγώγιμων δικαιωμάτων εναντίον του εναγομένου/εφεσίβλητου 2. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την νομολογία και δη την απόφαση στις συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Εφέσεις αρ. 137/2013 και 138/2013 IKOS CIF LTD v. 1. Martin Coward κ.α. ημερ. 20/3/2014 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία δεν επιτράπηκε η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης καθότι με την αιτούμενη τροποποίηση ο αιτητής επεδίωκε να «δημιουργήσει» νέο αγώγιμο δικαίωμα. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:
«Σταθερή γραμμή της Νομολογίας επιβεβαιώνει ως θεμελιακή αρχή πως τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. Ακόμη και στις περιπτώσεις που επιδιώκεται νέα βάση αγωγής, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης συνιστά, σε κάθε περίπτωση, κυρίαρχο παράγοντα, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέπει τροποποίηση.
....................
Με δεδομένο, λοιπόν, το πραγματικό υπόβαθρο, είναι ξεκάθαρο ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιωκόταν η προσθήκη νέας βάσης αγωγής και, ταυτόχρονα, η δημιουργία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον των νέων διαδίκων, εφεσιβλήτων 2-13. Υπό αυτές τις συνθήκες, τυχόν ικανοποίηση του αιτήματος τροποποίησης θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της αγωγής, κατά τρόπο που θα μετέβαλλε εξολοκλήρου το χαρακτήρα της.»
Κατ΄ εφαρμογή της απόφασης IKOS CIF LTD (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται είναι η προβολή νέων ισχυρισμών και η δημιουργία νέων αγώγιμων δικαιωμάτων, ειδικότερα ισχυρισμών για κακόβουλη ποινική δίωξη της εφεσείουσας 1 στην ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού με αρ. 17373/15 εναντίον του εφεσίβλητου 2. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η προτεινόμενη τροποποίηση αποτελεί προσπάθεια των εφεσειόντων να δικογραφηθούν γεγονότα τα οποία δεν υπήρχαν όταν εγέρθηκε η αγωγή και να εισαχθούν θεραπείες και αξιώσεις εντελώς διαφορετικές από τις αρχικές θεραπείες και αξιώσεις της αγωγής οι οποίες και δεν θα μπορούσαν να ήταν μέρος των θεραπειών και αξιώσεων που οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την αρχή.
Όπως αναφέρθηκε και στην Πολιτική Έφεση 43/2013, Forcan v. Hemslade Trading Ltd κ.α., ημερ. 6/11/2018 «. η τροποποίηση κλητηρίου εντάλματος ανατρέχει στο χρόνο καταχώρησης του αρχικού κλητηρίου και κατά συνέπεια δεν μπορεί να δοθεί άδεια τροποποίησης κλητηρίου για να περιλάβει αιτία αγωγής που γεννήθηκε μετά την καταχώρηση του αρχικού κλητηρίου».
Παραπονούνται ακόμα οι εφεσείοντες ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) A.Α.Δ. 426, εντούτοις την εφάρμοσε λανθασμένα. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ορθά στις αρχές της υπόθεσης Saba (ανωτέρω) στην οποία πρέπει να σημειωθεί ότι η προσθήκη της επιδιωκόμενης τροποποίησης σχετιζόταν άμεσα με τον κεντρικό ισχυρισμό που προβλήθηκε εξαρχής και δεν επέφερε μαζική μετατροπή της φύσης της αξίωσης, και ορθά αναφέρθηκε στην διαπίστωση ότι η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής δεν οδηγεί άνευ εταίρου σε απόρριψη αίτησης για τροποποίηση. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι προτεινόμενες τροποποιήσεις εισαγάγουν ή όχι νέα βάση αγωγής που δεν μπορεί ευχερώς να δικαστεί με την υφιστάμενη.
Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε ότι στην περίπτωση όπου επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής η οποία δεν υπήρχε κατά τον χρόνο καταχώρισης του αρχικού δικογράφου αλλά προέκυψε μεταγενέστερα, δεν επιτρέπεται. Τούτο όμως διακρίνεται από την περίπτωση στην οποία τροποποιούνται δικόγραφα σε σχέση με γεγονότα τα οποία προέκυψαν μετά την καταχώρηση της αγωγής και τα οποία ο διάδικος επικαλείται για να υποστηρίξει την αρχική αιτία αγωγής. Σχετική είναι η υπόθεση Tilcon Ltd v. Land and Real Estate Investments Ltd (1987) 1 All E.R. 615.
Σημειώνουμε περαιτέρω ότι με την επιδιωκόμενη τροποποίηση οι εφεσείοντες επιδιώκουν να προσθέσουν, ως ορθά έχει αποφασιστεί, νέο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εφεσίβλητου 2 μόνο, και όχι και εναντίον της εφεσίβλητης 1. Όπως έχει αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Πολιτική Έφεση αρ. Ε4/2017 Federal Bank of Lebanon (Sal) v. Σιακόλας, ημερ. 11/10/2018, η προσθήκη τέτοιων αιτιών αγωγής μετά από τόσα χρόνια προκαλεί περαιτέρω καθυστέρηση στη διαδικασία και δημιουργία άλλων εξόδων καθώς επίσης δεν κρίνεται δόκιμο και εύλογο να προστεθεί νέο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον ενός μόνο από τους δύο διαδίκους υπό τις περιστάσεις.
Είναι ξεκάθαρο ότι η αρχική έκθεση απαίτησης βασιζόταν σε κατ΄ ισχυρισμό παράνομη δέσμευση και κατακράτηση του επίδικου ποσού ενώ η αιτούμενη τροποποίηση αφορά νέες βάσεις αγωγής ήτοι κακόβουλη δίωξη, απώλεια τόκου, καταβολή εξόδων για δικαστικές διαδικασίες και προσβολή στην καλή φήμη.
Περαιτέρω, θεωρούμε ότι τυχόν έγκριση της αιτούμενης τροποποίησης θα άλλαζε ριζικά την βάση και τη φύση της αγωγής. Σχετική αναφορά γίνεται στο Σύγγραμμα The Annual Practice 1956, Τόμος 1, σελ. 459, όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο απορρίπτει αίτηση τροποποίησης «where the amendment would change the action into one of a substantially different character which would more conveniently be the subject of a fresh action».
Ο τέταρτος λόγος έφεσης, ότι η έφεση στερείται αιτιολογίας, επίσης δεν ευσταθεί. Η αναφορά των συνηγόρων των εναγόντων/εφεσειόντων στην απόφαση JMC Polytrade v. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας και άλλου, (1992) 3 Α.Α.Δ. 294, είναι τουλάχιστον ατυχής καθότι η εν λόγω απόφαση ασχολείται με την αιτιολογία διοικητικών πράξεων και μια δικαστική απόφαση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με διοικητική πράξη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προσέγγισε το ζήτημα με βάση τα δεδομένα που είχε ενώπιον του, κατέγραψε στην απόφαση του τόσο τους επιδιωκόμενους ισχυρισμούς όσο και τις αρχές τις νομολογίας και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.900 υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων.
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.