ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: E202/2018)
17 Οκτωβρίου 2023
-----------------------------
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΙΜΙΤΕΔ
2. COSTAS & ZACK REALTY LIMITED
Ενάγουσες/Αιτήτριες/Εφεσίβλητες
και
ALPHA BANK CYPRUS LTD
Εναγόμενη/Καθ' ης η Αίτηση/Εφεσείουσα
Και δια Ανταπαιτήσεως
ALPHA BANK CYPRUS LTD
Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα/Καθ' ης η Αίτηση/Εφεσείουσα
και
1. ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΙΜΙΤΕΔ
2. COSTAS & ZACK REALTY LIMITED
3. ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗΣ
4. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗΣ
5. ΜΗΝΑΣ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ
6. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ
Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι
-----------------------------
Χρ. Ιωσήφ για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσείουσα
Καμία εμφάνιση για Εφεσίβλητες
------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητες 1 και 2 καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον της εφεσείουσας την αγωγή υπ' αριθμό 344/17 με την οποία αξιώνουν διατάγματα ακύρωσης σύμβασης δανείου ημερομηνίας 2.5.2008 που έγινε μεταξύ τους, ακύρωση των εξασφαλίσεων υποθηκών και εκχωρήσεων που δόθηκαν για το εν λόγω δάνειο, ως επίσης αποζημιώσεις. Στις 5.11.2018, στα πλαίσια αίτησης ημερομηνίας 25.10.2018 που καταχωρήθηκε από τις εφεσίβλητες, εκδόθηκαν απαγορευτικά διατάγματα εναντίον της εφεσείουσας με τα οποία απαγορεύεται ουσιαστικά στην εφεσείουσα να προωθεί την υφιστάμενη διαδικασία πλειστηριασμού για την εκποίηση των επίδικων υποθηκών βάσει του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου Ν.9/1965 ως έχει τροποποιηθεί.
Η εφεσείουσα προβάλλει 7 λόγους έφεσης για ακύρωση της επίδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αρνήθηκε να ακούσει τους δικηγόρους της, και έτσι ουσιαστικά παραβίασε το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη, ως αυτό προστατεύεται από το άρθρο 30 του Συντάγματος. Ο τρίτος λόγος έφεσης προωθεί τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τα επιχειρήματα της εφεσείουσας, ως προς την καταχρηστική φύση της αίτησης των εφεσίβλητων, ημερομηνίας 25.10.2018, και ο δεύτερος λόγος έφεσης, που είναι συνυφασμένος με τον τρίτο λόγο έφεσης, αφορά τη θέση ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν αποτελεί πλήρως αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 30 του Συντάγματος, καθώς δεν επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ως προς τη μη καταχρηστική φύση της αίτησης ημερομηνίας 25.10.2018. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προωθείται το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξήγαγε συμπεράσματα ότι πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, ενώ ο πέμπτος και ο έκτος λόγος έφεσης προωθούν τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου ως επίσης ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλεινε προς όφελος των εφεσιβλήτων. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα αμφισβητεί την κατάληξη του Δικαστηρίου να εκδώσει τα προσωρινά διατάγματα και να την καταδικάσει στα έξοδα της διαδικασίας, λόγω λανθασμένης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Και οι δύο πλευρές καταχώρισαν περιγράμματα αγόρευσης, ενώ κατά την ημέρα της ακρόασης δεν υπήρξε εμφάνιση ενώπιόν του Δικαστηρίου από πλευράς των δικηγόρων των εφεσίβλητων, αν και προς τούτο είχαν δεόντως ειδοποιηθεί από το Πρωτοκολλητείο. Παρών στην ακρόαση της έφεσης ήταν μόνο δικηγόρος εκ πλευράς της εφεσείουσας, o οποίος και υιοθέτησε το σχετικό περίγραμμα που έχει καταχωρίσει και αγόρευσε σύντομα και περιεκτικά, προωθώντας την έφεση της εφεσείουσας, παραπέμποντας και σε πρόσφατη νομολογία. Το Δικαστήριο όμως έχει ενώπιον του, στον φάκελο της υπόθεσης το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσίβλητων, το οποίο και θα λάβει υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης του.
Όπως φαίνεται από τον χρονολογικό πίνακα τον οποίο παραθέτουν οι δικηγόροι της εφεσείουσας στο περίγραμμα τους, στις 14.3.2017 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας το Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα. Στις 14.9.2017 καταχωρήθηκε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση εκ μέρους της εφεσείουσας και στις 19.10.2018 καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση από πλευράς των εφεσίβλητων, δια της οποίας αιτούντο την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων που να απαγορεύουν στην εφεσείουσα να προχωρήσει με τη διαδικασία εκποίησης της υποθήκης Υ2966/2008. Στις 22.10.2018 καταχωρήθηκε ένσταση στην αίτηση από την εφεσείουσα, ενώ στις 25.10.2018 που ήταν η αίτηση ορισμένη για ακρόαση, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο λόγω μη εμφάνισης των συνηγόρων των εφεσίβλητων κατά την ακρόαση. Την ίδια μέρα, δηλαδή 25.10.2018, καταχωρήθηκε από τις εφεσίβλητες δια κλήσεως αίτηση με την οποία και πάλι αιτούντο απαγορευτικά διατάγματα που να απαγορεύουν στην εφεσείουσα να προχωρήσει με εκποίηση της υποθήκης Υ2966/2008.
Στις 31.10.2018 καταχωρήθηκε ένσταση από την εφεσείουσα στην αίτηση ημερομηνίας 25.10.2018, η οποία ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 5.11.2018. Όπως φαίνεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, την εν λόγω ημερομηνία, δηλαδή 5.11.2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την αίτηση και προχώρησε στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ως οι παράγραφοί Α, Β και Γ της αίτησης, πλέον έξοδα. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε αυθημερόν, λίγη ώρα μετά που έλαβε τις αγορεύσεις των συνηγόρων και των δύο πλευρών.
Ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αναφέρεται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε έκδοση απόφασης από την έδρα (ex‑tempore), χωρίς να επιτρέψει στους δικηγόρους της εφεσείουσας να αγορεύσουν προφορικά επί των επίδικων ζητημάτων, παρά του ότι ρητά το ζήτησαν, αναφέροντας τους ότι η προφορική αγόρευση δεν ήταν αναγκαία, δεδομένης της κατάθεσης εκ μέρους της πλευράς των δικηγόρων των διαδίκων γραπτών περιγραμμάτων αγόρευσης. Προωθούν επίσης στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, τη θέση ότι το Δικαστήριο εξέδωσε ex‑tempore απόφαση, αφού παρέλαβε τα γραπτά περιγράμματα αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων σε διάστημα 5 περίπου λεπτών αργότερα και χωρίς να διακόψει τη συνεδρία για να μελετήσει τα περιγράμματα αγόρευσης, που ας σημειωθεί αποτελούνταν από 33 σελίδες το περίγραμμα της εφεσείουσας, και 29 σελίδες το περίγραμμα των εφεσίβλητων.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ημερομηνίας 25.10.2018, αν και η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 9:30 π.μ., οι συνήγοροι δήλωσαν ετοιμότητα από προηγουμένως για να προβούν σε αγορεύσεις και παρέδωσαν στο Δικαστήριο τις γραπτές τους αγορεύσεις και αντάλλαξαν μεταξύ τους τα κείμενα των αγορεύσεων. Δεν φαίνεται να υποβλήθηκε αίτημα για να αγορεύσουν προφορικά ενώπιόν του Δικαστηρίου. Πάλι από τα πρακτικά, προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διάβασε τις γραπτές αγορεύσεις, προχώρησε και σε κάποια παρατήρηση προς τους συνηγόρους των εφεσίβλητων, ενώ στις σελίδες 33 και 34 της απόφασης του αναφέρεται τόσο στην αγόρευση της συνηγόρου των εφεσίβλητων, αλλά και στην αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας, συνοψίζοντας τα όσα οι συνήγοροι των πλευρών στις αγορεύσεις τους αναφέρουν.
Όντως δεν αναφέρεται στα πρακτικά ο χρόνος που είχε παρέλθει μεταξύ της παραλαβής των γραπτών αγορεύσεων από το Δικαστήριο και της έκδοσης της αυθημερόν απόφασης του Δικαστηρίου, αλλά, ως αναφέρουμε και πιο πάνω, εφόσον το Δικαστήριο κάνει αναφορά στις αγορεύσεις των μερών και τη δομή τους, αναφέροντας περιληπτικά τις θέσεις εκάστου των συνηγόρων, θεωρούμε ότι είχε την ευκαιρία να διαβάσει και ότι πράγματι διάβασε τις εν λόγω αγορεύσεις. Ενόψει τούτου, θεωρούμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης, πραγματεύονται στην ουσία τα ίδια ζητήματα. Ο τρίτος λόγος έφεσης προωθεί τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του τα επιχειρήματα της εφεσείουσας ως προς την καταχρηστική φύση της αίτησης των εφεσίβλητων, ημερομηνίας 25.10.2018, ενώ ο δεύτερος λόγος έφεσης προωθεί τον ισχυρισμό ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν αποτελεί πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, καθώς δεν επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο έφτασε στα συμπεράσματα του ως προς τη μη καταχρηστική φύση της αίτησης των εφεσίβλητων, ημερομηνίας 25.10.2018.
Όπως φαίνεται από τον χρονολογικό πίνακα, στις 19.10.2018 είχε καταχωρηθεί μονομερής αίτηση εκ πλευράς εφεσίβλητων, με την οποία αιτούντο απαγορευτικά διατάγματα που να απαγορεύουν στην εφεσείουσα να προχωρήσει με εκποίηση της υποθήκης Υ2966/2008, είχαν δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγίες για καταχώρηση ένστασης από την εφεσείουσα, η οποία και την καταχώρησε στις 22.10.2018 και ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 25.10.2018, ημερομηνία κατά την οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο λόγω μη εμφάνισης των εφεσίβλητων. Την ίδια μέρα, δηλαδή 25.10.2018, καταχωρήθηκε νέα δια κλήσεως αίτηση εκ πλευράς εφεσίβλητων, η οποία ορίστηκε για ακρόαση στις 5.11.2018, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση από το Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 34 της απόφασης του αναφέρεται στη θέση που προβάλλεται στην αγόρευση των συνηγόρων της εφεσείουσας, ότι η αίτηση ημερομηνίας 25.10.2018 αποτελεί καταχρηστικό δικονομικό διάβημα εκ μέρους των εφεσίβλητων ένεκα της απόρριψης από το Δικαστήριο της αίτησης ημερομηνίας 10.9.2018 και ότι οι εφεσίβλητες κωλύονται από το να προωθούν την παρούσα αίτηση. Όντως φαίνεται να μην έχει αποφασίσει ειδικά το θέμα της κατάχρησης όπως εγείρεται από τους συνηγόρους της εφεσείουσας, αλλά αυτό να το έχει πραγματευτεί γενικότερα στο πλαίσιο της απόφασης του με την οποία έκρινε ότι ήταν δίκαιο και εύλογο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, μετά που αποφάσισε ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960.
Θεωρούμε από πλευράς μας ότι δεν υπήρχε καμία καθυστέρηση από πλευράς των εφεσίβλητων στην καταχώρηση της νέας αίτησης μετά την απόρριψη της πρώτης. Όπως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από τον χρονολογικό πίνακα, αυτό έγινε την ίδια μέρα, 25.10.2018. Η αίτηση ημερομηνίας 25.10.2018 καταχωρήθηκε δια κλήσεως, η εφεσείουσα έλαβε γνώση και είχε την ευκαιρία να προωθήσει τόσο την ένσταση της, όσο και να προβάλει τη θέση της στο Δικαστήριο. Περαιτέρω, η αίτηση ημερομηνίας 10.9.2018 δεν προωθήθηκε από τις εφεσίβλητες μέχρι τέλους, ούτε και εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους, στη βάση ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ικανοποιήθηκαν οι προϋποθέσεις της νομολογίας και της νομοθεσίας, ούτε καν προωθήθηκαν οι θέσεις των μερών ενώπιόν του Δικαστηρίου, εφόσον ουσιαστικά απερρίφθη λόγω μη εμφάνισης των συνηγόρων των εφεσίβλητων, επομένως οι αρχές του δεδικασμένου όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, και παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1Α.Α.Δ. 217, αλλά και οι αρχές του κωλύματος (res judicata) όπως εξετάστηκαν από τη νομολογία και παραπέμπουμε στην απόφαση S.C.F. Finance Company Ltd v. Khalil Said Masri (number 3) 1987, 2 WLR 81 και στην υπόθεση Yat Tung Co v. Dao Heng Bank (1975) Α. C. 581, δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη μιας αίτησης για λόγους μη εμφάνισης από τον συνήγορο που την καταχώρισε μπορεί να επενεργήσει από μόνη της ως κώλυμα στην καταχώριση άλλων αιτήσεων. Η καταχώριση δεύτερης αίτησης την ημέρα που απορρίφθηκε η πρώτη λόγω μη εμφάνισης, αλλά και η ευκαιρία που είχε η εφεσείουσα να προωθήσει τη θέση της ενώπιόν του Δικαστηρίου, δεν θεωρούμε ότι δημιουργούν στην παρούσα υπόθεση και με τα δεδομένα που την πλαισιώνουν, είτε κώλυμα (estoppel), είτε κατάχρηση διαδικασίας, είτε παραβίαση των αρχών του res judicata.
Κρίνουμε επομένως ότι ο 2ος και 3ος λόγος έφεσης επίσης δεν ευσταθούν.
Οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Ν.14/60
Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Ν.14/60, στο οποίο βασίζεται, μεταξύ άλλων η αίτηση, παρέχει το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων, κάτι το οποίο επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Οι προϋποθέσεις που πρέπει απαραίτητα να συνυπάρχουν για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το εν λόγω άρθρο είναι:
(α) Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(β) Ύπαρξη πιθανότητας ότι ο ενάγων δικαιούται σε θεραπεία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, και
(γ) Δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα.
Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 C.L.R.557, πέραν των πιο πάνω το Δικαστήριο θα πρέπει επιπρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα - βλ. Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ΄΄Βασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ.152. Σε τέτοιου είδους αιτήσεις, ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται και οι τρεις προαναφερόμενες προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο το Δικαστήριο στην ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα προχωρήσει να αποφασίσει υπέρ ή εναντίον της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος.
Το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι το οποίο θα αποτελέσει την κρίση του κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η διαπίστωση περί του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R.663 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ.248. Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ.731, τονίστηκε και πάλι πως «στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσαν με απόφαση επί της ουσίας της αγωγής».
Είναι επίσης νομολογημένο ότι στο στάδιο εξέτασης των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 και της σωρευτικής ικανοποίησης των κριτηρίων, το Δικαστήριο εξετάζει το δικόγραφο και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ώστε να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι δυο πρώτες προϋποθέσεις (βλ. Recnex Trading Ltd κ.ά. ν Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Εφ.71/11 ημερ. 16.4.14).
Για σκοπούς ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης, δηλαδή της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται με βάση τα δικόγραφα συζητήσιμη υπόθεση. Στην έννοια του δικογράφου περιλαμβάνονται σε τέτοιες διαδικασίες και οι ένορκες δηλώσεις.
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας του ενάγοντος στην αγωγή. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253:
«Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας που αποτελεί προϋπόθεση γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας: Βλ. Odysseos v. Pieris Estates Ltd. and Others (1982) 1 C.L.R.557. Διευκρινίζουμε ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας. Το Εφετείο στην υπόθεση Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 C.L.R.585, παρέθεσε επιδοκιμαστικά το εξής απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Slade J., στη Re Lord Cable (deceased) Garatt and Others v. Waters and Others (1976) 3 All E.R.417 (σελ.430) στην οποία εξηγείται ότι, ακόμα και μετά την απόφαση στην American Cyanamid v. Ethicon (1975) 1 All E.R.504, η προοπτική επιτυχίας δε μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας:
"Nevertheless, in my judgment it is still necessary for any plaintiff who is seeking interlocutory relief to adduce sufficiently precise factual evidence to satisfy the Court that he has a real prospect of succeeding in his claim for a permanent injunction at the trial. If the facts adduced by him in support of his motion do not by themselves suffice to satisfy the Court as to this, he cannot in my judgment expect it to assist him by inventing hypotheses of fact on which he might have a real prospect of success. For example, if he wishes the Court to grant him relief on the basis that another person has at all material times held certain assets as nominee for a third party, he must adduce sufficient factual evidence to show both the grounds on which such claim is made and that he has a real prospect of establishing that such assets are so held. Likewise, if he wishes the Court to grant him relief on the basis that certain trustees have in the past been acting in breach of trust, he must adduce factual evidence sufficient to show not only what acts or omissions are relied on but also that he has a real prospect of establishing that they constituted a breach of trust under the relevant system of law."»
Η τρίτη προϋπόθεση συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (ανωτέρω), το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων εξετάζεται μέσα στα πλαίσια αυτής της προϋπόθεσης. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά επαρκή θεραπεία η θεραπεία των αποζημιώσεων, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρούται η τρίτη προϋπόθεση. Αν η υπόθεση εκ της φύσης της δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων θα είναι αδύνατος, τότε εύκολα μπορεί να λεχθεί ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μελλοντικό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι' αυτό δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη. Επιπρόσθετα, στην υπόθεση Κυρισάββας κ.ά. v. Κίζη (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1245, λέχθηκε ότι η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, και ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψιν. Σχετικές επί τούτου είναι επίσης οι υποθέσεις Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848 και Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης, επίσης κατά την άποψη μας δεν μπορεί να επιτύχει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960, ότι δηλαδή οι ενάγοντες έπεισαν το Δικαστήριο ότι είχαν ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή τους.
Όπως έχει νομολογηθεί, για να ικανοποιηθεί η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 ένας αιτητής πρέπει να δείξει ότι η υπόθεση του όπως παρουσιάζεται μέσα από τη δικογραφία έχει κάτι περισσότερο από μία απλή δυνατότητα επιτυχίας, με το βάρος απόδειξης να είναι χαμηλότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το οποίο εφαρμόζεται για την απόδειξη της ουσίας της υπόθεσης του. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Ανδρέας Σάββα Κυτάλα κ.α. v. Άννα Χρυσάνθου κ.α. (ανωτέρω) και στο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στους ισχυρισμούς εφεσείουσας και εφεσίβλητων, όπως προκύπτουν μέσα από την αίτηση και ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν και τις δύο, αποφάσισε ότι υπήρχαν Τεκμήρια στην αίτηση των εφεσίβλητων που υποστήριζαν την απαίτηση τους. Είχε λάβει υπόψη του τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, αλλά όπως ορθά σημειώνει δεν θα προχωρούσε να σταθμίσει και να αξιολογήσει το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιόν του για να εξάξει τελικά συμπεράσματα, κάτι που θα έπρεπε να γίνει στη διαδικασία της ακρόασης της υπόθεσης, και αποφάσισε ότι τουλάχιστον ως προς το ποσό που οι αιτήτριες αξιώνουν με την παρούσα αγωγή, από την εκ πρώτης όψεως θεώρηση των πραγμάτων καταδεικνύεται και πληρείται και αυτή η προϋπόθεση.
Αντίθετη όμως είναι η θέση μας σε ό,τι αφορά τους πέμπτο και έκτο λόγο έφεσης, που αφορούν τη θέση της εφεσείουσας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, (ότι δηλαδή αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα προκληθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στους ενάγοντες) και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ των εφεσίβλητων.
Πυρήνας της απόφασης του Δικαστηρίου για αυτή τη διαπίστωση του, ήταν η ενδεχόμενη πώληση των ενυπόθηκων ακίνητων αν δεν εκδίδονταν τα αιτούμενα διατάγματα. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση.
«Δεν μπορούν να αντικατασταθούν, έστω και αν η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί σε χρήμα, επειδή κύριο γνώρισμα σε αυτή την περίπτωση και ουσιαστικό είναι τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως και σχετίζονται με τα ιδιοκτησιακά και περιουσιακά δικαιώματα των αιτητών και τις δυσμενείς συνέπειες από τυχόν μη έκδοση του διατάγματος...».
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ακόμα κρίνοντας ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα:
«Όσον αφορά τις αποζημιώσεις ως αναφέρεται και ανωτέρω, δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή την αγωγή. Το ζήτημα εδώ είναι καθαρά ιδιοκτησιακών και περιουσιακών δικαιωμάτων, που αν και μπορεί να αποτιμηθεί η ζημιά σε χρήμα, η τυχόν πώληση των ενυπόθηκων ακίνητων, οδηγεί, χωρίς επιστροφή, στην απώλεια αυτών από τους αιτητές με δυσμενείς συνέπειες για αυτούς...».
Με βάση τη νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, το δικαίωμα πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας από τράπεζες ή άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς προς όφελος των οποίων έχουν υποθηκευτεί ακίνητα για εξασφάλιση δανείων, έχει πλέον ξεκαθαριστεί ότι δεν είναι απόλυτο. Ειδικότερα στην απόφαση Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε203/2013, ημερομηνίας 11.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360, ο Δικαστής Παμπαλλής Δ. ανακοινώνοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου έχει αναφέρει τα πιο κάτω, απαντώντας σε παρόμοιο ισχυρισμό ως αυτό που έχει προβληθεί από τους ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση:
«H παραμονή της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με δική τους συγκατάθεση έχει εκ των προτέρων τεθεί υπό αμφισβήτηση, καθ' ότι τα συγκεκριμένα ακίνητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης.»
Λαμβάνοντας υπόψη μας τα πιο πάνω, είναι η θέση μας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ικανοποιείτο και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960, εφόσον λανθασμένα επικεντρώθηκε στην πώληση των ενυπόθηκων ακίνητων που σε τέτοια περίπτωση δεν μπορούν να αντικατασταθούν, ενώ στην ίδια παράγραφο της απόφασης του, (σχετική είναι η σελίδα 43) δέχτηκε ότι τυχόν ζημιά των εναγόντων μπορεί να υπολογιστεί σε χρήμα. Επομένως, οι λόγοι έφεσης αριθμός 5 και 6 επιτυγχάνουν και αυτό είναι αρκετό για να οδηγήσει την πρωτόδικη απόφαση και την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων σε ακυρότητα.
Ο έβδομος λόγος έφεσης επίσης επιτυγχάνει, ως απόρροια της επιτυχίας του έκτου λόγου έφεσης.
Ενόψει των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί ακυρώνονται. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσίβλητων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €5.400,00 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.