ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


  ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε150/2022)

 

16 Οκτωβρίου 2023

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

1.  EUROENERGY INVESTMENTS LIMITED,

2.  TRES CANOPIA LIMITED,

3.  NATRACIAN LIMITED,

Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση

v.

 

PRIMAFACIO LIMITED,

Εφεσιβλήτων/Αιτητών

 

Μ. Κυπριανού με Χρ. Γαλανό για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση

Γ. Μούντης με Δ. Παπαπολυβίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους/Αιτητές

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:   Οι εφεσείοντες 2 είναι εναγόμενοι στην Αγωγή με αρ. CL2020/000760, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του High Court του Λονδίνου, ενώ και οι τρεις εφεσείοντες είναι εναγόμενοι στην Αγωγή με αρ. 46308/2021, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), εναντίον συνολικά εννέα εναγομένων. Σε αμφότερες τις αγωγές, ενάγοντες είναι οι εφεσίβλητοι. Στη βάση του Άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ημερομηνίας 12.12.2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν γενική αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, προς υποβοήθηση των ως άνω αγωγών.

 

Με την εν λόγω γενική αίτηση, επιζητείται διάταγμα παγοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των εφεσειόντων στην Κυπριακή Δημοκρατία και το εξωτερικό μέχρι του ποσού των €3.000.000,00. Επιζητείται, επίσης, διάταγμα απαγόρευσης μεταβολής της μετοχικής δομής και/ή της αξίας των θυγατρικών εταιρειών των εφεσειόντων και διάταγμα αποκάλυψης των περιουσιακών τους στοιχείων και των τραπεζικών τους λογαριασμών στην Κύπρο και το εξωτερικό.

 

Παράλληλα, με μονομερή τους αίτηση, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την έκδοση των ακολούθων διαταγμάτων:

 

«Α.   Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στους Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή οποιουσδήποτε αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους τους και/ή άτομα που ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους να αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή πωλήσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή υποθηκεύσουν και/ή εκχωρήσουν και/ή δωρίσουν οποιαδήποτε κινητή και/ή ακίνητη περιουσία την οποία αυτοί διατηρούν στην Κύπρο και/ή το εξωτερικό και την οποία κατέχουν άμεσα ή έμμεσα εξολοκλήρου ή/και  από κοινού με άλλα πρόσωπα και/ή ως πραγματικοί κάτοχοι και/ή ιδιοκτήτες και/ή τελικοί δικαιούχοι (beneficial owners), συμπεριλαμβανομένων μετοχών που κατέχουν σε άλλα πρόσωπα ή/και τραπεζικών λογαριασμών και/ή καταθέσεων σε οποιαδήποτε τράπεζα και/ή πιστωτικό και/ή συνεργατικό ίδρυμα είτε αυτά βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε στο εξωτερικό μέχρι του ποσού των ΕΥΡΩ 3.000.000και/ή προβούν σε οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της αξίας  οποιωνδήποτε περιουσιακών τους στοιχείων σε λιγότερο από Ευρώ 3.000.000, μέχρι την παρέλευση 60 ημερών από την έκδοση τελικής απόφασης στην Αγωγή CL 2020/000760 ενώπιον του High Court of London και/ή μέχρι την παρέλευση 60 ημερών από την τελεσιδικία της Αγωγή Αρ. 46308/2021 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Β.   Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στους Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 να διαφοροποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τη μετοχική δομή και/ή την αξία των θυγατρικών τους εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της μετοχικής δομής και/ή την αξία των Ελληνικών εταιρειών EE ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, αρ. ΓΕΜΗ 117529401000 και/ή  ΕΕ ΦΒ ΚΑΡΔΙΤΣΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ αρ. ΓΕΜΗ  120419801000 ΦΩΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ αρ. ΓΕΜΗ 124310001000 και/ή ΕΕ ΦΒ ΡΟΔΟΠΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ αρ. ΓΕΜΗ 120396601000 και/ή όπως λάβουν οποιαδήποτε απόφαση στο επίπεδο του Διοικητικού Συμβουλίου και/ή στο επίπεδο της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων τους σε σχέση με τα πιο πάνω, χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Αιτήτριας, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης στην ως άνω αριθμό και τίτλο Γενική Αίτηση, στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Γ.   Διάταγμα του Δικαστηρίου, επικουρικό και/ή υποβοηθητικό των διαταγμάτων Α και Β και Γ ανωτέρω, το οποίο να διατάζει τους Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 διά μέσω των αξιωματούχων και/ή υπαλλήλων και/ή συνεργατών και/ή αντιπροσώπων τους και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί εκ μέρους και/ή κατ' εντολή και/ή για λογαριασμό και/ή προς όφελος και/ή κατόπιν οδηγιών τους, όπως εντός 7 ημερών από την επίδοση του σχετικού διατάγματος, ετοιμάσουν και καταχωρήσουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιδώσουν στους δικηγόρους της Αιτήτριας, ένορκη δήλωση, η οποία να αναφέρει και/ή περιλαμβάνει και/ή παρέχει όλες τις πληροφορίες και/ή στοιχεία, καθώς και αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων, που οι ίδιοι και/ή οι αξιωματούχοι και/ή οι υπάλληλοι και/ή οι συνεργάτες και/ή οι αντιπρόσωποί τους και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή κατόπιν οδηγιών τους έχουν στη φύλαξη και/ή κατοχή και/ή υπό τον έλεγχό τους, αναφορικά με τα ακόλουθα:

(α)        όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς των Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3, τους οποίους διατηρούν είτε στο όνομα τους είτε σαν πραγματικοί κάτοχοι και/ή ιδιοκτήτες ή τελικοί δικαιούχοι (beneficial owners) σε τραπεζικά ιδρύματα στην Κύπρο και/ή στο εξωτερικό.

(β)        όλα τα περιουσιακά στοιχεία και/ή την κινητή και/ή ακίνητη περιουσία των Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3, είτε αυτά είναι στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό είτε αυτά είναι στο όνομα τους είτε όχι είτε τους ανήκουν εξ ολοκλήρου ή μαζί με άλλα πρόσωπα.

Δ.   Διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο να διατάζει τους Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 διά μέσω των αξιωματούχων και/ή υπαλλήλων και/ή συνεργατών και/ή αντιπροσώπων τους και/ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί εκ μέρους και/ή κατ' εντολή και/ή για λογαριασμό και/ή προς όφελος και/ή κατόπιν οδηγιών τους, όπως εντός 7 ημερών από την επίδοση του σχετικού διατάγματος, ετοιμάσουν και καταχωρήσουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και επιδώσουν στους δικηγόρους της Αιτήτριας, ένορκη δήλωση, η οποία να αναφέρει και/ή περιλαμβάνει και/ή παρέχει όλες τις πληροφορίες και/ή στοιχεία, καθώς και αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων και/ή συμβάσεων και/ή πληρεξουσίων εγγράφων και/ή αλληλογραφίας, που οι ίδιοι και/ή οι αξιωματούχοι και/ή οι υπάλληλοι και/ή οι συνεργάτες και/ή οι αντιπρόσωποί τους και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή κατόπιν οδηγιών τους έχουν στη φύλαξη και/ή κατοχή και/ή υπό τον έλεγχό τους, αναφορικά με τα ακόλουθα:

(α)        οποιαδήποτε συναλλαγή έλαβε χώρα μεταξύ της Καθ' ης Αίτηση 1 και του Ταμείου (Fund) FLEXAM TANGIBLE ASSET INCOME FUND S.C.A. SICAV RAIF, η οποία σχετίζεται άμεσα και/ή έμμεσα με την απόκτηση από το εν λόγω Ταμείο 5.000 μετοχών ιδιοκτησίας της Καθ' ης Αίτηση 1 στην ελληνική εταιρεία EE ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.

(β)        την εντολή αντιπροσώπευσης που δόθηκε από την Καθ' ης η Αίτηση 3 προς τον κ. Νικόλαο Βέρρα για την εκπροσώπηση της Καθ' ης Αίτηση 3 στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας EE ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ημερ. 22.06.20 καθώς και οποιεσδήποτε προπαρασκευαστικές και/ή άλλες πράξεις έλαβαν χώρα σχετικά με την εντολή αυτή.

(γ)        την εντολή αντιπροσώπευσης που δόθηκε από την Καθ' ης η Αίτηση 1 προς την κα. Φωτεινή Χαϊκάλη για την εκπροσώπηση της Καθ' ης Αίτηση 1 στη Γενική Συνέλευση της Εταιρείας EE ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ημερ. 03.07.20 καθώς και οποιεσδήποτε προπαρασκευαστικές και/ή άλλες πράξεις έλαβαν χώρα σχετικά με την εντολή αυτή.

(δ)        κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών που διατηρούν και/ή διατηρούσαν και/ή στους οποίους έχουν δικαίωμα υπογραφής στην Κύπρο και/ή το εξωτερικό και/ή τραπεζικών λογαριασμών κατά τον εν λόγω χρόνο οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 για την περίοδο από 22.05.20 μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της Ένορκης Δήλωσης.

(ε)        την καταβολή ποσού ύψους  € 2.000.000 και € 250.000 την 3/7/2020 από την εταιρεία Euroenergy Investments Corporation από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους προς την ελληνική εταιρεία EE ΦΒ ΑΡΧΑΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ η οποία πιστώθηκε και/ή δηλώθηκε σε δημόσια έγγραφα που καταχωρήθηκαν στο Γενικό Μητρώο Εταιρειών της Ελλάδας ότι έλαβε χώρα από την Καθ' ης η Αίτηση 1,

Ε.   Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα και/ή διαταγή του Δικαστηρίου ήθελε κριθεί εύλογη και/ή δίκαιη και/ή αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

ΣΤ. Τα έξοδα της παρούσας αίτησης, πλέον έξοδα επίδοσης, πλέον Φ.Π.Α. (Αρ. Μητρώου 10259720R).

Ζ.   Νοείται ότι το παρόν διάταγμα δεν απαγορεύει στις Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 να χρησιμοποιούν το ποσό των € 3.000 μηνιαίως για τα διοικητικά και/ή άλλα έξοδα τα οποία τυχόν έχουν καθώς και εύλογα ποσά για την παροχή νομική συμβουλής και εκπροσώπησης, νοουμένου ότι προτού χρησιμοποιηθούν τα εν λόγω ποσά οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 θα ενημερώνουν τους Δικηγόρους της Αιτήτριας από που θα προέλθουν τα σχετικά χρήματα.

Η.   Νοείται, περαιτέρω, ότι το παρόν διάταγμα δύναται να ανασταλεί και/ή θα παύσει να έχει ισχύ εάν και εφόσον οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 καταθέσουν στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εγγύηση πληρώνοντας το ποσό των ΕΥΡΩ 3.000.000 το οποίο θα κρατείται κατ' εντολή του Δικαστηρίου ή εάν υπάρξει άλλη συμφωνία για την παροχή σχετικής εγγύησης για το ίδιο ποσό το οποίο θα συμφωνηθεί με τους Δικηγόρους της Αιτήτριας.»

 

 

        Ως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει στην απόφασή του, τα αιτούμενα διατάγματα παγοποίησης και απαγόρευσης μεταβολής της μετοχικής δομής των θυγατρικών εταιρειών των εφεσειόντων, ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης, εκδόθηκαν μονομερώς, ενώ τα αιτήματα αποκάλυψης των παραγράφων Γ και Δ παρέμειναν για εξέτασή τους αφού ακουστεί και η θέση των εφεσειόντων. Έχοντας εκδικαστεί η αίτηση και τα εκδοθέντα διατάγματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την οριστικοποίηση των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων υπό παραγράφων Α και Β, τελούντων υπό την επιφύλαξη των παραγράφων Ζ και Η της αίτησης, καθώς επίσης την έκδοση διαταγμάτων ως οι παράγραφοι Γ και Δ της αίτησης. Επιδίκασε δε, τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

        Με την εισαγωγή του στα εξεταζόμενα από αυτό θέματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε το υπόβαθρο ότι η ενώπιον του διαδικασία προωθείται προς υποβοήθηση των ως άνω αναφερόμενων διαδικασιών στο εξωτερικό, εξήγησε ότι:

 

 «Επίσης έχει καταχωρηθεί και στην Κύπρο, η αγωγή του Ε.Δ. Λευκωσίας με αρ. 1339/20 για παρόμοια επίδικα θέματα (Κυπριακή αγωγή). Στην Κυπριακή αγωγή, συγκεκριμένες εταιρείες του Ομίλου Libra στο οποίο φέρεται να ανήκουν οι καθ'ων η αίτηση, ενάγουν αριθμό εναγομένων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται η αιτήτρια στην παρούσα.

Πολύ συνοπτικά, αναφέρω ότι οι διαφορές των διαδίκων πηγάζουν από ένα πλέγμα συναλλαγών στον τομέα της ενέργειας με κυρίαρχη την συμφωνία ημ. 6/2/2017 μεταξύ της αιτήτριας και της καθ'ης η αίτηση 2, δυνάμει της οποίας, η καθ'ης η αίτηση 2 αγόρασε από την αιτήτρια, συγκεκριμένα φωτοβολταϊκά πάρκα που η αιτήτρια κατείχε, μέσω αριθμού εταιρειών.

Το ποσό της συναλλαγής ήταν 26 εκατομμύρια ευρώ. Η αιτήτρια δέχεται ότι από το ποσό αυτό, της έχει ήδη καταβληθεί ποσό ύψους περίπου 24 εκατομμυρίων ευρώ. Ισχυρίζεται όμως στα πλαίσια διαφόρων διαδικασιών που προωθεί (συμπεριλαμβανομένης της παρούσας) ότι η καθ'ης η αίτηση 2 αδικαιολόγητα αρνείται να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των περίπου 2 εκατομμυρίων ευρώ. Το υπολειπόμενο αυτό ποσό, ήταν καταβλητέο δυνάμει της Σύμβασης, τον Δεκέμβριο του 2017.»

 

        Με την παρούσα έφεση, οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση προβάλλοντας συνολικά επτά λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε εξουσία να εκδώσει τα διά της μονομερούς αιτήσεως επιζητούμενα προστατευτικά μέτρα και/ή προσωρινά διατάγματα προς υποβοήθηση δύο αλλοδαπών διαδικασιών ταυτόχρονα. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση λόγω έλλειψης του στοιχείου του κατεπείγοντος κατά το μονομερές στάδιο εξέτασης της αίτησης και/ή λόγω υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης της εφεσίβλητης να καταχωρίσει την αίτηση, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα δεν έγιναν αποδεχτοί οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ότι η εφεσίβλητη δεν προέβη σε πλήρη και αληθινή αποκάλυψη κατά το μονομερές στάδιο της αίτησης και λανθασμένα δεν απερρίφθη η αίτηση για αυτόν το λόγο. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για πλήρωση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, ο έκτος λόγος έφεσης την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ της έγκρισης της αίτησης, ενώ ο έβδομος λόγος έφεσης προβάλλει ότι η ακραία δικονομική συμπεριφορά της εφεσίβλητης μετά την εξασφάλιση μονομερώς των διαταγμάτων, προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αίτησης, κάτι το οποίο, από μόνο του, δικαιολογούσε την απόρριψή της. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal το οποίο η εφεσίβλητη ζητούσε με την παράγραφο Δ της αίτησης και το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προχώρησε στην έκδοσή του.

 

         Δεδομένης της σημασίας του στοιχείου του κατεπείγοντος, ως δικαιοδοτικού όρου για την έκδοση μονομερώς ενός διατάγματος, θα μας απασχολήσει πρώτα ο δεύτερος λόγος έφεσης.   

 

        Προβάλλεται από τους εφεσείοντες ότι σύμφωνα με τη θέση των εφεσιβλήτων, το έναυσμα για την καταχώρηση της αίτησης ήταν ισχυριζόμενες αποξενώσεις περιουσιακών στοιχείων οι οποίες προέκυψαν βάσει συναλλαγών που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του έτους 2020, ήτοι περίπου ένα χρόνο πριν από την καταχώρηση της αίτησης και ενώ ήταν σε γνώση των εφεσιβλήτων από τότε. Όμως η υπόθεση των εφεσιβλήτων αφορά μία ισχυριζόμενη οφειλή η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, κατέστη πληρωτέα τον Δεκέμβριο του έτους 2017, χρόνος από τον οποίο θα πρέπει να υπολογιστεί η καθυστέρηση λήψης μέτρων από τους εφεσίβλητους. Δεν έλαβαν όμως οποιοδήποτε μέτρο παρά μόνο μετά την καταχώρηση της ως άνω αγωγής 1339/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Μεσολάβησαν, σύμφωνα με τη θέση των εφεσειόντων, τρία και πλέον χρόνια από την ισχυριζόμενη οφειλή και, σε κάθε περίπτωση, σχεδόν ένας χρόνος από τη λήψη γνώσης από τους εφεσίβλητους για τις μεταβιβάσεις των μετοχών Αρχάνι, χωρίς να έχουν δοθεί πειστικές εξηγήσεις ως προς την καθυστέρηση που οι εφεσίβλητοι επέδειξαν στην καταχώρηση της αίτησης.

 

        Υποδεικνύεται, επίσης, από τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε κανένα μέρος της απόφασής του, δεν ασχολήθηκε με το θέμα του κατεπείγοντος. Ενώ, με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και τη σχετική νομολογία (στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε) δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

         Από την πλευρά τους, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν τη θέση ότι κακώς έχει προβληθεί από τους εφεσείοντες και δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης και των διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν στις 18.7.2022. Οι ισχυρισμοί για το κατεπείγον δεν μπορούν να εξεταστούν κατ' έφεση, εφόσον το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα του Ιουνίου 2021 κατέστη απόλυτο στις 18.7.2022. Βάση για τη θέση αυτή των εφεσιβλήτων αποτελούν τα όσα αναφέρθηκαν στην Κασπαρή ν. Ανδρέου, (2004) 1 ΑΑΔ 784, διαφοροποιώντας τη νομολογία από τη θέση που ίσχυε όταν εκδόθηκε η Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου, (1998) 1 ΑΑΔ 598.

        Περαιτέρω θέση των εφεσιβλήτων, επί του προκειμένου, είναι ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τα Δικαστήρια δεν είναι υποχρεωμένα να εξετάζουν κάθε επιχείρημα που προβάλλεται από τους διαδίκους, αλλά να διατυπώνουν μία καθαρή δικαστική κρίση, η οποία να είναι και αιτιολογημένη. Συνεπώς, η μη εξέταση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου για ένα θέμα το οποίο η σύγχρονη τάση της νομολογίας επιτάσσει να μην προβάλλεται ως λόγος που να καταστρατηγεί το ζητούμενο, δηλαδή την απονομή της δικαιοσύνης, ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της νομολογίας. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους παρέπεμψε επί τούτου στην Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.α ν. Adeona Holdings Limited, (2015) 1 ΑΑΔ 386. Τέθηκε δε, η επί της ουσίας του ζητήματος επιχειρηματολογία των εφεσιβλήτων.

 

        Λόγω της πιο πάνω θέσης των εφεσιβλήτων σε σχέση με την επί του ζητήματος του κατεπείγοντος νομολογία, απαιτείται μια ευρύτερη ενασχόληση με το θέμα.

 

        Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η άποψη ότι η Κασπαρή (ανωτέρω) κατήργησε την προηγούμενη νομολογία. Καθόλα σχετικό προβάλλει το ακόλουθο απόσπασμα από την Αμβροσιάδου ν. Coward (2013) 1 ΑΑΔ 78:

 

«Είναι σαφές στη νομολογία ότι το κατεπείγον συνιστά δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση διατάγματος επί μονομερούς αίτησης.  Η παροχή θεραπείας χωρίς να ακουσθεί η πλευρά εναντίον της οποίας αυτή στρέφεται συνιστά παρέκκλιση από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και τα ευρύτερα συνταγματικά θέσμια και δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις όπου η ανάγκη είναι τόσο επείγουσα ώστε να μην παρέχεται χρόνος για ειδοποίηση της άλλης πλευράς χωρίς να διακινδυνεύεται η όλη εξασφάλιση η οποία επιδιώκεται. Εξ ου και η αναφορά σε «κατεπείγον». Επανειλημμένα το Εφετείο έχει κατακρίνει την ευκολία με την οποία εκδίδονται διατάγματα επί μονομερούς αίτησης ως θέμα συνήθους τακτικής χωρίς τον ιδιαίτερο προβληματισμό που η φύση του θέματος απαιτεί για την κατάδειξη του όντως κατεπείγοντος του πράγματος, έτσι που να παραγνωρίζεται η θεμελιακή σημασία του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου. Η τακτική αυτή μάλιστα απολήγει συχνά σε εξευτελισμό της διαδικασίας αφού, με δεδομένη πλέον την έκδοση του διατάγματος ex parte, η τελική κρίση παρατείνεται αδικαιολογήτως, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση που, ενώ το διάταγμα εξεδόθη ex parte την 19.1.2010, η τελική κρίση επήλθε την 21.1.2011, δηλαδή ένα ολόκληρο χρόνο μετά. Και δεν είναι δικαιολογία το ότι η καθυστέρηση μπορεί να οφείλεται σε ανετοιμότητα των δικηγόρων, αφού το δικαστήριο έχει τον έλεγχο και τη διαρκή υποχρέωση της ταχείας διεκπεραίωσης που δεν μπορεί να μεταθέτει. Επαναλαμβάνουμε το τι υποδείξαμε επανειλημμένως, ότι σε περίπτωση ex parte αίτησης για έκδοση διατάγματος είναι απείρως ορθότερο, εκτός βεβαίως αν όντως καταδεικνύεται το κατεπείγον, να δίδεται η ελάχιστη προνοούμενη ειδοποίηση στην άλλη πλευρά και η αίτηση να ακούεται εντός των ελαχίστων ημερών που είναι δυνατό αφού καταχωρηθεί η ένσταση. Αυτό θα αποφεύγει και την ανάγκη εκ των υστέρων κρίσης επί του κατεπείγοντος αλλά και θα διασφαλίζει ότι το δικαστήριο θα είναι πιο πληροφορημένο και ως προς ενδεχόμενη παράλειψη πλήρους αποκάλυψης (που και πάλι αν άλλως διεφαίνετο εκ των υστέρων θα καταργούσε το διάταγμα του) και ως προς την όλη εικόνα της υπόθεσης. Η απόφαση του δικαστηρίου, εκδιδόμενη έτσι και τελικώς και οριστικώς, αλλά και συντόμως ως θα όφειλε, θα εξυπηρετούσε ορθώς τις ανάγκες της δικαιοσύνης.

 

.....

 

Κατά την ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Coward μας παρέπεμψε σε νομολογία για να εισηγηθεί ότι, καθ' όσον η έφεση προσβάλλει την απόφαση της 21.1.2011 και όχι εκείνη της 19.1.2010, δεν μπορεί να εγείρει το θέμα του κατεπείγοντος. Παρέπεμψε προς τούτο στην πρόσφατη απόφαση Αποστόλου κ.ά. v Ιωάννου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 604, στην οποία έγινε παραπομπή και στην απόφαση Κασπαρή κ.ά. v Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784. Οι αποφάσεις αυτές όμως δεν καταργούν την αρχή, όπως προκύπτει από την διαχρονική νομολογία, ότι το θέμα του κατεπείγοντος, ως θέμα δικαιοδοτικό, μπορεί να εγερθεί κατ' έφεση εφόσον μάλιστα ήταν επίδικο θέμα και πρωτοδίκως. Τα λεχθέντα στην Κασπαρή ήσαν σε συνάρτηση με το ότι η έφεση εκεί εθεωρήθη ότι προσέβαλλε μόνο την οριστικοποίηση του διατάγματος σε σχέση με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και όχι την ίδια την προηγηθείσα απόφαση για έκδοση του διατάγματος μονομερώς. Εξ ου και η αναφορά ότι το διάταγμα που οριστικοποιήθηκε δεν εξεδόθη μονομερώς αλλά ουσιαστικά μέσω διαδικασίας δια κλήσεως στην οποία η Εφεσείουσα είχε καταχωρήσει ένσταση και ακουσθεί. Η διάσταση αυτή δεν αναδείχθηκε στην Αποστόλου κ.ά, στην οποία η Κασπαρή αναφέρεται με όρους που ενδεχομένως να την καθιστούσαν ευρύτερης εμβέλειας. Τούτο όμως, ίσως διότι και στην Αποστόλου κ.ά. εξελήφθη ότι η Έφεση αφορούσε μόνο την οριστικοποίηση του προηγουμένως μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, εξ ου και οι αναφορές ότι η ένσταση την οποία είχε καταχωρήσει ο Εφεσείων ήταν «κατά της συνέχισης της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος» και ότι η έφεση προσέβαλλε την ορθότητα της απόφασης με την οποία το διάταγμα κατέστη απόλυτο.

 

Η διαχρονική νομολογία όμως, καταδεικνύει ότι το κατεπείγον, ως δικαιοδοτικός όρος, μπορεί να κρίνεται στα πλαίσια έφεσης κατά της απόφασης οριστικοποίησης του διατάγματος, εφόσον μάλιστα είχε εγερθεί ως θέμα πρωτοδίκως και εγείρεται κατ' έφεση. Στη Vuitton v Δέρμοσακ Λτδ κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, εκρίθη ότι (σελίς 1462): 

 

«Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσο παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί».

 

Σε αυτή τη βάση, εθεωρήθη μάλιστα ότι διάδικος που βρίσκεται σε παρακοή διατάγματος εκδοθέντος μονομερώς μπορεί να ακουστεί σε διαδικασία αμφισβήτησης του διατάγματος εφ' όσον, εγείροντας το θέμα του κατεπείγοντος, ουσιαστικά αμφισβητεί τη νομιμότητα της έκδοσής του σε συνάρτηση με το θέμα του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου.

 

Στην In Re Stavros Hotel Apartments Ltd κ.ά.(1994) 1 Α.Α.Δ. 836, με την παρατήρηση ότι «το στοιχείο του κατεπείγοντος ή οποιασδήποτε άλλης ιδιαίτερης περίστασης αποτελεί όρο για την ύπαρξη εξουσίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από ex parte αίτηση», απεφασίσθη ότι συνιστούσε λόγο ακύρωσης τέτοιου διατάγματος η έλλειψη υποβάθρου καταδεικνύοντος το κατεπείγον. Ομοίως στην In Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 861. Στη M & Ch Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. The Timberland Co (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791 μάλιστα υπεδείχθη ότι (σ. 1797) «. σε μονομερείς αιτήσεις, ουσιώδη είναι και τα γεγονότα που σχετίζονται με το επείγον του ζητήματος», ώστε η υποχρέωση για πλήρη αποκάλυψη να επεκτείνεται και σε αυτά, καταδεικνύοντας έτσι την άρρηκτη σχέση μεταξύ του κατεπείγοντος και της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη που επίσης αφορά την όλη υπόσταση της μονομερούς αίτησης ως δικαιοδοτικού όρου. Στην καθοδηγητική υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd ν. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598 ο διάδικος εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί μονομερές διάταγμα έφερε ένσταση στην παράταση του όταν αυτό ήταν επιστρεπτέο ισχυριζόμενος ακριβώς ότι δεν είχε, κατά την έκδοση του διατάγματος μονομερώς, στοιχειοθετηθεί το κατεπείγον. Η εισήγηση αυτή επανελήφθη στα πλαίσια της έφεσης και έγινε δεκτή από το Εφετείο, με τα ακόλουθα να συνιστούν το rationale της απόφασης (Πικής, Π., σ. 604):

 

«Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.»

 

Η Resola και η Vuitton ακολουθήθησαν στη Χριστοδούλου ν. Antonious M.F.M. Vraets (1999) 1(Γ) A.A.Δ.1475, στην οποία παρετέθησαν με επιδοκιμασία τα ως άνω αποσπάσματα, όπως ομοίως και στη Zein κ.ά. ν. Παράσχου Κ. Καμπανέλλα Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606.

 

Με τις παρατηρήσεις λοιπόν στις οποίες έχουμε προβεί ως προς τις Κασπαρή και Αποστόλου κ.ά., καταλήγουμε ότι οι αποφάσεις εκείνες, εδραζόμενες στα δικά τους πλαίσια, δεν επηρεάζουν την ευρύτερη γενική αρχή ότι το θέμα του κατεπείγοντος μπορεί να εξετάζεται, ως δικαιοδοτικός όρος, εφ' όσον εγείρεται στην ένσταση κατά του διατάγματος και επ' εφέσει.»

 

        Ούτε, όμως στην Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. (ανωτέρω) καταργήθηκε η προηγούμενη ισχύουσα νομολογία. Το τι εκεί λέχθηκε (στο οποίο παρέπεμψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων) είναι το εξής:

 

«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.»

 

        Επαναβεβαίωση των ως άνω νομολογιακών αρχών επί του θέματος αποτελεί και η πολύ πρόσφατη απόφαση στις Ανδρέας Βγενόπουλος κ.α. ν. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και Ευθύμιος Μπουλούτας κ.α. ν. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, ECLI:CY:AD: 2023:A280, Πολιτικές Εφέσεις Ε141/2014 και Ε142/2014, ημερομηνίας 13.9.2023, στην οποία, μετά από ανάλυση των νομολογιακών αρχών, λέχθηκε, ξανά, ότι η νομολογία καταδεικνύει ότι το κατεπείγον, ως δικαιοδοτικός όρος, μπορεί να κρίνεται στο πλαίσιο έφεσης με την οποία προσβάλλεται η απόφαση οριστικοποίησης ενός διατάγματος, εφόσον είχε εγερθεί ως θέμα πρωτοδίκως και εγείρεται κατ' έφεση.

 

        Στην πρωτόδικη διαδικασία, το ζήτημα του κατεπείγοντος τέθηκε μέσω των λόγων ένστασης, ως άλλωστε παρατήρησε και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής τόσο μέσω της παράθεσης των λόγων ένστασης όσο και παραθέτοντας την εκδοχή των καθ'ων η αίτηση. Παρά ταύτα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα, είτε στη λεπτομερή παράθεση της νομικής πτυχής των εξεταζόμενων θεμάτων, είτε στην ουσιαστική εξέταση των εγειρομένων επιδίκων ζητημάτων. Ελλείπει, κατά συνέπεια, η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του σημαντικού αυτού στοιχείου, το οποίο αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση μονομερώς των διαταγμάτων υπό παραγράφους Α και Β και που ενδεχομένως να οδηγούσε σε ακύρωσή τους.

 

        Συνακόλουθα και αναπόφευκτα, βάσιμος κρίνεται ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

        Εξίσου σημαντικής εμβέλειας ως προς την περαιτέρω εξέταση αίτησης και οριστικοποίηση μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων είναι και η απόκρυψη ή μη πλήρης και αληθινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων. Στην παρούσα έφεση, το θέμα αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης.

 

        Είναι γεγονός ότι οι εφεσείοντες, κατά το στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, είχαν εγείρει με λεπτομέρεια μεγάλο αριθμό γεγονότων/ισχυρισμών (14) που κατά τη θέση τους δεν είχαν αποκαλυφθεί κατά το στάδιο της μονομερούς εξασφάλισης των διαταγμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραθέτοντας τους λόγους ένστασης, κατέγραψε και αυτούς. Έχοντας δε, αναλύσει με λεπτομέρεια και σαφήνεια τις νομολογιακές αρχές που αφορούν το θέμα, αποφάσισε αυτό με το εξής σκεπτικό:

 

«Το πρώτο θέμα που θα με απασχολήσει, είναι οι ισχυρισμοί των καθ' ων η αίτηση για απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων κατά την μονομερή έκδοση των διαταγμάτων. Αυτό γιατί σε περίπτωση που ευσταθεί αυτός ο ισχυρισμός, θα πρέπει τα εκδοθέντα μονομερώς διατάγματα να ακυρωθούν και η αίτηση να απορριφθεί χωρίς να εξεταστούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έγκρισης του αιτήματος.

Οι καθ' ων η αίτηση επικαλούνται διάφορα στοιχεία που κατά την άποψη τους παρουσιάστηκαν παραπλανητικά από την αιτήτρια, προκειμένου να πετύχει μονομερώς την έκδοση των υπό κρίση διαταγμάτων. Μεταξύ άλλων, αφορούν την εκδοχή των καθ' ων η αίτηση για την συναλλαγή Αρχάνη αλλά και της μη παράθεσης των θέσεων τους για τις ποινικές κατηγορίες που καταχωρήθηκαν εναντίον τους στην Ελλάδα. Δεν αποκαλύπτουν συγκεκριμένα τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που οι καθ' ων η αίτηση προβάλουν σε σχέση με την εμπλοκή της αιτήτριας στην κατ' ισχυρισμό απάτη που διαπράχθηκε εναντίον του Ομίλου Libra και που οδήγησε σε αυτές τις κατηγορίες.

Έχω μελετήσει με προσοχή τις πιο πάνω θέσεις και κρίνω με όλο τον σεβασμό προς τους συνηγόρους των καθ' ων η αίτηση ότι δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί για απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων.

Τα πιο πάνω στοιχεία που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση δεν συνιστούν κατά την άποψη μου, απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων. Πρόκειται όχι για γεγονότα αλλά για ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση με τους οποίους προφανώς η αιτήτρια διαφωνεί όπως πχ την κατ' ισχυρισμό εμπλοκή της αιτήτριας στην απάτη για την οποία καταχωρήθηκαν κατηγορίες στον Όμιλο Libra στην Ελλάδα. Τι ίδιο ισχύει και για την θέση των καθ' ων η αίτηση ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν απόρροια της απάτης που διαπράχθηκε από τον Φέλιξ Μπίτζιο και τους συνεργούς του, οι πράξεις των οποίων αποδόθηκαν εσφαλμένα στον Όμιλο. Ούτε μπορεί βέβαια να καταλογιστεί στην αιτήτρια, μη αποκάλυψη ισχυρισμών της άλλης πλευράς με τους οποίους διαφωνεί και για τους οποίους το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει αν όντως ευσταθούν, στην εκδίκαση της κυρίως υπόθεσης.  

Ανεξαρτήτως τούτου δεν έχει καταδειχθεί πως τα πιο πάνω στοιχεία  θα επηρέαζαν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την μονομερή εξέταση της παρούσας αίτησης. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με την θέση των καθ' ων η αίτηση ως προς την αποκάλυψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της αιτήτριας και του τελικού δικαιούχου της.

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, κρίνω ότι δεν έχουν αποδειχθεί οι θέσεις των καθ' ων η αίτηση  για απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων ώστε να δικαιολογείται η απόρριψη της αίτησης χωρίς να εξεταστούν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έγκρισης του αιτήματος για προσωρινά διατάγματα.»

 

        Από το ως άνω σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαπιστώνεται μια γενική, σωρευτική ενασχόληση με το υπό εξέταση θέμα χωρίς σαφή και στοχευμένη ενασχόληση με τα συγκεκριμένα εγειρόμενα από τους εφεσείοντες σημεία. Διατηρούμε την άποψη ότι δεν είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ποια είναι η πρωτόδικη κρίση επί ενός εκάστου των εν λόγω εγειρομένων σημείων, είτε από μόνων τους ξεχωριστά, είτε ομαδοποιημένων, ώστε να μπορεί να ασκηθεί δεόντως ο δευτεροβάθμιος έλεγχος.

 

        Υπό αυτό το πρίσμα, βρίσκουμε έρεισμα και στον τρίτο λόγο έφεσης.

 

        Καθίσταται προφανές ότι, στη βάση των ως άνω και της επιτυχίας των δεύτερου και τρίτου λόγων έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση που αφορά τα διατάγματα υπό παραγράφους Α και Β θα πρέπει να παραμεριστεί. Αναπόφευκτα, θα πρέπει να παραμεριστεί και η πρωτόδικη απόφαση που αφορά το υπό παράγραφο Γ διάταγμα, δεδομένου ότι αυτό εκδόθηκε ως επικουρικό των διαταγμάτων υπό παραγράφους Α και Β. Το ίδιο όμως κρίνουμε ότι θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα και για το υπό παράγραφο Δ διάταγμα, το οποίο, ως διάταγμα που αντλεί έρεισμα έκδοσης του στη βάση του δικαίου της επιείκειας, ενδεχομένως να επηρεάζεται από την όλη θεώρηση των γεγονότων και της παρουσίασης αυτών για τα οποία θα πρέπει να υπάρξει κατάληξη μετά την αποδοχή των δύο πιο πάνω λόγων έφεσης και ιδιαιτέρως του τρίτου λόγου έφεσης.

 

        Μας έχει απασχολήσει κατά πόσο το Εφετείο θα έπρεπε να εξετάσει και αποφασίσει τα πιο πάνω ζητήματα στα οποία δεν διαπιστώνεται η πρωτόδικη κρίση, προχωρώντας με την εξέταση και των υπολοίπων λόγων έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες παρέπεμψε σε σχετική νομολογία.

 

        Όπως λέχθηκε στην Trafalgar Developments Ltd κ.α. ν. Uralchem Holdings P.L.G. κ.α., ECLI:CY:AD:2019:A49, Πολιτική Έφεση 331/2017, ημερομηνίας 21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:A49:

 «Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι αυτό που καθοδηγεί κατά πόσο μία τέτοια υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί από το Εφετείο ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

......

Δεν υπάρχει πρωτόδικη κρίση επί των υπολοίπων θεμάτων που εγέρθηκαν. Εξέτασή τους από το Εφετείο στερεί από τους διαδίκους το δικαίωμα σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Προς τούτο, παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Μαυρονικόλα Ιωάννης κ.ά. ν. Κικής Φοινιώτη κ.ά. (1987) 1 ΑΑΔ 1659, η οποία αφορούσε ακύρωση προσωρινού διατάγματος εκδοθέντος μετά από μονομερή αίτηση, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επανεξέταση της αίτησης, κρίνοντας ότι αυτό θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης:

«Αντικείμενο της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης η οποία εκκαλείται υπό το πρίσμα των λόγων της έφεσης. Με την έφεση καθιερώνεται δεύτερο στάδιο θεώρησης των επιδίκων θεμάτων που απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι' αυτό η έφεση έχει ως επίμετρο την επανεκδίκαση (Δ.35 Θ3 - Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση, Πολ. Έφεση 8099, ημερ. 30.9.1993).»»

 

 

(βλ. επίσης, Hadjisolomou Bros Constructions Ltd v. A & N China House Restaurants Ltd κ.α., ECLI:CY:AD:2019:A435, Πολιτική Έφεση 296/2013, ημερομηνίας 22.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A435 και APL Alexander Promotions Ltd v. Gerlington Ltd κ.α, ECLI:CY:AD:2020:A433, Πολιτική Έφεση Ε40/15, ημερομηνίας 11.12.2020).

 

        Υπό τις περιστάσεις της παρούσας έφεσης και με δεδομένη τη μη διαπίστωση της πρωτόδικης κρίσης επί δύο καθοριστικών για την περαιτέρω εξέλιξη της αίτησης ζητημάτων αλλά και τη μη ύπαρξη δυνατότητας η αίτηση να τεθεί ενώπιον του ιδίου Δικαστή, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως η υπόθεση παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση των ζητημάτων που η αίτηση αφορούσε.

 

        Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.

 

Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία της αίτησης.

 

 

        Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων €6.500,00, πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο