ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε115/2022)

 

26 Οκτωβρίου 2023

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Α. ΚΟΝΗΣ, Δ/στες]

 

                               1. BROOKEMIL LTD,

                               2. GOTAMA LTD,

Εφεσείοντες

v.

 

NIMMO - SMITH, EDWARD OF THE GRAND DUCHY OF LUXEMBOURG, και άλλοι 29,

Εφεσιβλήτων

 

Λ. Χαβιαράς για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

Αλ. Γαβριηλίδης με Χ. Πιερή (κα) και Δ. Γιαννακού για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 8, 10, 11, 14, και 17

Αλ. Γαβριηλίδης για Σωτήρης Πίττας & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 13

Ξ. Καντούνα (κα) για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 19, 21 και 23

Γ. Μίτλετον για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 24

Κλ. Αχιλλέως (κα) για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδης ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 27

Αλ. Γαβριηλίδης για Στέλιος Αμερικάνος & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 30

Καμία Εμφάνιση για Εφεσίβλητους 3, 4, 5, 22, 25, 28 και 29

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:   Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 31.5.2022, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ. 3234/2016 και με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση των εφεσειόντων 1 και 2 για προσθήκη και συνένωση στην εν λόγω αγωγή των εφεσειόντων 2 ως εναγόντων 2, συνεπεία συμφωνίας εκχώρησης, καθώς και για άλλα συναφή διατάγματα.

 

Συνοψίζοντας την επίδικη στην αγωγή διαφορά, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξήγησε ότι:

 

«Η ενάγουσα η οποία ήταν εταιρεία που συστάθηκε στα Cayman Islands, με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο αξιώνει αποζημιώσεις για την απώλεια των μετοχών της στο κεφάλαιο δύο εταιρειών, της OJSC Kammeniy Most και της OJSC Kremlin Site (στο εξής μαζί οι «εταιρείες»), την ελάττωση της ποσοστιαίας συμμετοχής και την εν συνεχεία εξαφάνιση του μεριδίου της σε αυτές. Ως αποτέλεσμα σύμφωνα με το κλητήριο, απώλεσε το οικονομικό της συμφέρον επί δύο ακινήτων στη Μόσχα που είχε στην κατοχή της μέσω του μεριδίου της, στις πιο πάνω εταιρείες. Η εν λόγω απώλεια οφείλεται κατά την ενάγουσα και είναι συνέπεια των παράνομων πράξεων των εναγόμενων ή οποιουδήποτε από αυτούς που πραγματοποιήθηκαν εν μέρει στην Κύπρο και εν μέρει στο εξωτερικό.

Πολύ συνοπτικά είναι η θέση της ενάγουσας ότι όλοι οι εναγόμενοι ανέντιμα βοήθησαν τον εναγόμενο 1 στην παράβαση του καταπιστευματικού του καθήκοντος που όφειλε στην ενάγουσα ως διευθυντής της, χορηγώντας πληρεξούσια έγγραφα εκ μέρους της ενάγουσας κατά η περί την 25 Μαΐου 2011 στον εναγόμενο 4, προκειμένου να διευκολύνουν την παράνομη και μη εξουσιοδοτημένη μεταφορά του 50% του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών που  ανήκουν στην ενάγουσα, σε διάφορες οντότητες που τελούν υπό τον έλεγχο των εναγομένων.»

 

        Ως περαιτέρω εξήγησε:

 

«Ακολούθως και για διάφορους λόγους που αναγράφονται στην ένορκη δήλωση της αίτησης, η ενάγουσα έχει διαγραφεί από το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών των Cayman Islands. Σύμφωνα με την ενάγουσα, είναι και αυτό αποτέλεσμα, της συνομωσίας των εναγομένων προς καταδολίευση των μόνων περιουσιακών στοιχείων της ενάγουσας.

Στην συνέχεια, ο τελικός δικαιούχος της Jeptar που είναι μέτοχος στην ενάγουσα κατά 50% και ο οποίος μέχρι σήμερα έχει χρηματοδοτήσει την ενάγουσα και τις δικαστικές διαδικασίες της, έχει διευθετήσει την εγγραφή νέας κυπριακής εταιρείας με το όνομα Gotama Limited, η οποία θα έχει ως μόνο σκοπό την προώθηση των δικαστικών διαδικασιών της ενάγουσας προς όφελος των μετόχων της χωρίς η ίδια ή κάποιος τρίτος να δικαιούται οποιοδήποτε μέρος τυχόν θετικής απόφασης από το Δικαστήριο.»

 

        Είναι στη βάση αυτής της εκχώρησης που καταχωρήθηκε η ως άνω ενδιάμεση αίτηση, την οποία ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε, αναλύοντας το σκεπτικό του και καταλήγοντας:

 

«Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί για τους πιο κάτω λόγους:

· Η ενάγουσα ως μη υπαρκτό νομικό πρόσωπο λόγω της διαγραφής της από το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών των Cayman Islands δεν νομιμοποιείται να υπογράψει την επίδικη εκχώρηση αγώγιμων δικαιωμάτων ούτε να προωθεί την παρούσα αίτηση.

· Η επίδικη εκχώρηση παρότι διέπεται από το αγγλικό δίκαιο είναι παράνομη κατά το Κυπριακό δίκαιο και δεν μπορεί να εφαρμοστεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια αφού προσκρούσει σε διάταξη δημοσίας τάξης, ήτοι στο άρθρο 16 του Κεφ. 148, το οποίο καθορίζει ότι το δικαίωμα οποιασδήποτε θεραπείας για αστικό αδίκημα δεν εκχωρούνται διαφορετικά παρά ΅όνο από το Νόμο.

· Ακόμη και στην περίπτωση που εφαρμόζεται το αγγλικό δίκαιο, δεν έχει αποδειχθεί ότι η περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα του κοινοδικαίου που δεν επιτρέπει την εκχώρηση αγώγιμων δικαιωμάτων από αστικό αδίκημα.»

 

        Με την παρούσα έφεση, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα κατέληξε στο ότι η ενάγουσα δεν νομιμοποιείτο να υπογράψει την επίδικη εκχώρηση, δεδομένου ότι το ίδιο το Δικαστήριο είχε ενώπιον του μαρτυρία, την οποία αποδέχτηκε, ότι η εκχώρηση έγινε αμέσως πριν τη διαγραφή της ενάγουσας (1ος λόγος). Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το ως άνω δεύτερο καταληκτικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα συμπέρανε ότι πρόκειται για εκχώρηση αγώγιμου δικαιώματος, αγνοώντας τη θέση των αιτητών ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για εκχώρηση περιουσιακού στοιχείου, ήτοι του προϊόντος από τυχόν δικαστική απόφαση υπέρ της ενάγουσας στην αγωγή. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αγνόησε και δεν σχολίασε το γεγονός ότι τα αγώγιμα δικαιώματα της ενάγουσας και ή της Gotama Limited δεν έχουν εξαντληθεί και θα έπρεπε να προστατευθούν, ενώ με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το ως άνω τελευταίο καταληκτικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, μέσω των ικανών περιγραμμάτων αγόρευσης τους, πραγματεύονται την ουσία των λόγων έφεσης, προβάλλοντας τις θέσεις τους. Ηγέρθη, όμως, κατά την ακρόαση της έφεσης, από τους εφεσίβλητους, η θέση ότι η παρούσα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αφού η αγωγή, κατά την 30.3.2023, απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, είτε από τους εφεσείοντες 1 είτε από τους εφεσείοντες 2, παρόλο που, ως επηρεαζόμενο πρόσωπο, είχαν δικαίωμα να εφεσιβάλουν την εν λόγω απόφαση.

 

        Το γεγονός της μεταγενέστερης απόρριψης της αγωγής και το ότι η εν λόγω απόφαση απόρριψης δεν εφεσιβλήθηκε αποτελεί κοινώς παραδεκτό γεγονός. Ακούσαμε τους ευπαίδευτους συνηγόρους τόσο επί του ως άνω εγειρόμενου ζητήματος όσο και επί της ουσίας της έφεσης.

 

        Από την πλευρά του, ο κ. Χαβιαράς, εκ μέρους των εφεσειόντων 1 και 2, απέδωσε τη μη καταχώρηση έφεσης εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής της αγωγής απόφασης στο ότι η ενάγουσα στην αγωγή δεν υφίσταται. Η παρούσα έφεση, ως εξήγησε, αφορά αίτηση από τους ενάγοντες και τους εφεσείοντες 2 στους οποίους εκχωρήθηκε το δικαίωμα να προωθούν την αγωγή. Από τη στιγμή που δεν αναγνωρίστηκαν και δεν προστέθηκαν στον τίτλο, δεν υπήρχε δυνατότητα να προχωρούσαν σε έφεση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Εφόσον, όμως, η παρούσα επιτύχει και αναγνωριστούν οι εφεσείοντες 2 ως έχοντες δικαίωμα να προωθούν την αγωγή, τότε θα λάβουν διαβήματα επαναφοράς της αγωγής. Είναι διαφορετικό, εισηγήθηκε, το δικαίωμα αυτό να εκχωρηθεί σε μία υφιστάμενη διαδικασία και διαφορετικό να εκχωρηθεί δικαίωμα να αρχίσει μία καινούργια διαδικασία. Επομένως, θα πρέπει να προωθηθεί η παρούσα έφεση και αναλόγως να εξεταστεί πως θα προχωρήσουν σε μεταγενέστερο στάδιο, εφόσον επιτύχουν στην παρούσα.

 

        Από την πλευρά του, ο κ. Γαβριηλίδης, εκ μέρους όλων των εμφανιζόμενων εφεσιβλήτων, ως δηλώθηκε, επεσήμανε ότι οι εφεσείοντες γνώριζαν περί της απόρριψης της αγωγής. Η δε εκπνοή της προθεσμίας για έφεση εναντίον της απόφασης εκείνης, οδηγεί στο ότι η απόρριψη της αγωγής δεν μπορεί να ανατραπεί. Σε αντίθεση, υποστήριξε, με τη θέση των εφεσειόντων ότι δεν είχαν δικαίωμα έφεσης, η νομολογία (στην οποία παρέπεμψε) φανερώνει ότι οι εφεσείοντες 2, ως πρόσωπο το οποίο είχε επιδιώξει να καταστεί διάδικος, ως εφεσείοντες στην παρούσα και ως αιτητές σε αίτηση αναστολής της διαδικασίας και ενώ γνώριζαν για την απόφαση, είχαν κάθε δικαίωμα να εφεσιβάλουν την απόφαση ημερομηνίας 30.3.2023. Επομένως, αυτή κατέστη τελεσίδικη και, εξ ορισμού, η έφεση για ενδιάμεση απόφαση απώλεσε το αντικείμενο της, αφού δεν μπορεί να αναβιώσει την αγωγή.

 

        Καθίσταται εμφανές ότι η εξέταση των εγειρόμενων λόγων έφεσης εξαρτάται από το κατά πόσο η παρούσα έφεση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, ως αποτέλεσμα της μεταγενέστερης απόρριψης της αγωγής, χωρίς αυτή να έχει εφεσιβληθεί. Γι' αυτό και προχωρούμε πρώτα με την εξέταση του ζητήματος αυτού.

 

        Είναι γεγονός, ως προκύπτει από τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ότι οι εφεσείοντες 2, έχοντας υποβάλει, από κοινού με τους εφεσείοντες 1, αίτηση για συνένωση/προσθήκη τους ως ενάγοντες 2, όταν απέτυχαν, καταχώρησαν την παρούσα έφεση, η οποία ήταν σε εκκρεμότητα όταν στις 30.3.2023 αποφασίστηκε η απόρριψη της αγωγής. Οι δε εφεσείοντες 1/ενάγοντες στην αγωγή είχαν ήδη διαγραφεί από το μητρώο εταιρειών. Ως εκ του γεγονότος ότι το αποτέλεσμα της παρούσας, δυνητικά θα μπορούσε να καταστήσει τους εφεσείοντες 2 διάδικους στην αγωγή, καθίσταται προφανές ότι η απόφαση απόρριψης της αγωγής επηρεάζει αυτούς.

 

        Ως καθορίζεται από τη νομολογία, πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικος στη διαδικασία, μπορεί, μετά από άδεια του Εφετείου, μετά από μονομερή αίτηση, να καταχωρήσει έφεση επί απόφασης ή διατάγματος που επηρεάζει τα συμφέροντά του. Τέτοια άδεια δίδεται όταν αποδεικνύεται, έστω εκ πρώτης όψεως, ότι είναι πρόσωπο είτε ενδιαφερόμενο, είτε παραπονούμενο (aggrieved), είτε δυσμενώς επηρεασθέν από την απόφαση ή το διάταγμα, χωρίς σε εκείνο το στάδιο να εξετάζεται η δύναμη της υπόθεσης ενός τέτοιου αιτητή (Cyprus Asbestos Mines Co. Ltd (1990) 1 AAD 49, Κουή ν. Χριστοδούλου (2010) 1 ΑΑΔ 401, Γεωργιάδη κ.α ν. Ιωακείμ κ.α ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, ECLI:CY:AD:2018:B243, Πολιτική Αίτηση 5/2017, ημερομηνίας 21.5.2018).

 

        Στη βάση των ως άνω, καθίσταται αντιληπτό ότι οι εφεσείοντες 2 είχαν δικαίωμα να αποταθούν στο Εφετείο, κατά τον επίδικο χρόνο της απορριπτικής της αγωγής απόφασης, ώστε να εξασφάλιζαν άδεια να εφεσιβάλουν την εν λόγω απόφαση, ως πρόσωπο που ήταν μη διάδικος αλλά ήταν ενδιαφερόμενο για την ύπαρξη της αγωγής, εν αναμονή της εκδίκασης της παρούσας έφεσης και που ήταν παραπονούμενο και δυσμενώς επηρεασθέν από την εν λόγω απόφαση, αφού καταργούσε, με την απορριπτική απόφαση, την αγωγή στην οποία αναζητούσαν να καταστούν μέρος, διεκδικώντας τις σε αυτήν αναφερόμενες θεραπείες. Το δικαίωμα αυτό δεν το άσκησαν, με αποτέλεσμα η απόφαση απόρριψης της αγωγής να καταστεί τελεσίδικη. Τίθεται, εν προκειμένω, ότι η αγωγή, στην οποία η αίτηση που αφορά η παρούσα αποτελούσε ενδιάμεση αίτηση, τελεσίδικα δεν υπάρχει.

 

        Ως προκύπτει από τη νομολογία, έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης μπορεί να καταστεί αλυσιτελής, όταν η κύρια διαδικασία στην οποία εκδόθηκε έχει αποπερατωθεί, παρά το ότι εκκρεμεί έφεση κατά της απόφασης στην κύρια διαδικασία (Μετζίτη ν. Παυλίδου κ.α., ECLI:CY:AD:2023:A200, Πολιτική Έφεση Ε206/2015, ημερομηνίας 7.6.2023, Νικηφόρου ν. Σεβαστός κ.α., ECLI:CY:AD:2023:A208, Πολιτική Έφεση Ε85/2015 σχ. Με Ε86/2015, ημερομηνίας 14.6.2023). Πόσο μάλλον, όταν η κυρίως διαδικασία αποπερατώθηκε με απόφαση η οποία κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της (Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 2055), οπόταν ακολουθεί ότι παραμένει χωρίς αντικείμενο.

 

       Σαφής είναι η νομολογία επί του ότι τα Δικαστήρια δεν εκδικάζουν υποθέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο. Κατατοπιστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Αναφορικά με τον Victor Makushin(2013) 1 Α.Α.Δ. 2144:

 

«Πράγματι έτσι έχει το ζήτημα και επαναβεβαιώνουμε την σχετική επί του θέματος νομολογία ότι μια έφεση (ή προσφυγή) κατά κανόνα δεν μπορεί να προωθηθεί και διαγράφεται, αν μετά την καταχώρηση της και πριν την εκδίκαση της παραμείνει χωρίς αντικείμενο (βλ. Στράκκα Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176). Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως επισημαίνεται από τη νομολογία, η συνέχιση της δίκης δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό και για το λόγο αυτό η δίκη πρέπει να διακόπτεται καθότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω. Παρατίθενται επί του  προκειμένου αυτούσια τα πιο κάτω αποσπάσματα από την υπόθεση Τudor (ανωτέρω) που ομιλούν αφ' εαυτών:

 

"Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055, κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Όπως τέθηκε: 

"Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασής του."

  .........................

 Η επιδίωξη λοιπόν σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ' αυτόν, όπως στην ουσία γίνεται εδώ, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και  αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας. (Έλληνας ν Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, 170 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, σελ. 531).»

 

        Είναι στη βάση των πιο πάνω που διαπιστώνεται ότι στην παρούσα έφεση, η συνέχιση της δίκης δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε σκοπό, ενώ αδόκιμη και επί ματαίω θα ήταν η σε ακαδημαϊκό επίπεδο επίλυση των μεταξύ των διαδίκων διαφορών. Έστω και αν ήθελε κριθεί ότι οι εφεσείοντες 2 θα έπρεπε να είχαν καταστεί διάδικο μέρος, με δεδομένη την τελεσίδικη, ως εξηγείται ανωτέρω, απόρριψη της αγωγής, κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν θα προέκυπτε από την εκδίκαση της παρούσας έφεσης.

 

        Με δεδομένο ότι δεν αποφαινόμαστε επί της ουσίας της έφεσης, προς απόφαση παραμένει η ορθή, υπό τας περιστάσεις, διαταγή για τα έξοδα της παρούσας έφεσης. Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το ότι το θέμα της μεταβολής των συνθηκών η οποία κατέστησε την έφεση άνευ αντικειμένου, υλοποιήθηκε μετά την καταχώρηση των περιγραμμάτων αγόρευσης και τέθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης. Δεν μπορεί, όμως επίσης, να παραβλεφθεί το ότι, τηρουμένου του αυτονόητου δικαιώματος του καθενός να προωθεί τις θέσεις του, οι εφεσείοντες 2 (οι εφεσείοντες 1 εξακολουθούν να είναι διεγραμμένοι), έχοντας γνώση της απόρριψης της αγωγής και του ότι δεν εφεσίβαλαν την απόφαση αυτή, αλλά και με τη σχετική νομολογία να είναι σαφής, επέλεξαν να προχωρήσουν με την ακρόαση της έφεσης. Υπό αυτές τις περιστάσεις, κρίνουμε ορθό να επιδικάσουμε έξοδα εναντίον του αποτυχόντος διαδίκου, περιορίζοντας όμως αυτά στο ποσό που θα πρέπει, υπό τας περιστάσεις, να επιδικαστεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500,00 έξοδα υπέρ των εμφανιζόμενων εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 2. Νοείται ότι ένα κονδύλι εξόδων θα αφορά τους εφεσίβλητους που αντιπροσωπεύονται από κοινό συνήγορο.

 

 

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                        Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο