ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε100/2021)
23 Οκτωβρίου 2023
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
A. J. GEORGHIADES ESTATES LTD,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1
v.
N. HADDAD LTD,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
Ν. Κ. Χριστοφόρου για Εφεσείοντες/Εναγόμενους 1
Μ. Σιακού (κα) για Νέστορα Αδάμου Νικηφόρου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους/Ενάγοντες
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 14.5.2021, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ. 10/2021 και με την οποία προσωρινά διατάγματα τα οποία είχαν εκδοθεί μονομερώς, στις 26.1.2021, στη βάση αίτησης των εναγόντων, οριστικοποιήθηκαν. Πρόκειται για τα εξής διατάγματα:
«Α. Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να εμποδίζονται οι Εναγόμενοι 1 - Καθ' ων η Αίτηση 1 και / ή ο Διευθυντής και / ή Γραμματέας και / ή οι υπηρέτες και / ή οι αντιπρόσωποι τους από το να πωλήσουν και / ή μεταπωλήσουν και / ή μεταβιβάσουν και / ή με οποιοδήποτε τρόπο επιβαρύνουν και / ή αποξενώσουν το 52 /100 μερίδιο του ακινήτου με αριθμό εγγραφής XXXXX, Φ / Σχ. 41 / 57.1.3, Τμήμα D Τεμάχιο XXXXX, Ενορία Σκάλα στην Λάρνακα επί της οδού XXXXX 34, XXXXX στην Λάρνακα μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσας Αγωγής και / ή μέχρι νετέρας διαταγής του Σεβαστού Δικαστηρίου.
Β. Προσωρινό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να εντέλλει τον Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας και / ή τους λειτουργούς και / ή υπαλλήλους και / ή υπηρέτες και / ή αντιπρόσωπους τους να μην προβεί σε οιανδήποτε Δήλωση Πώλησης και / ή Μεταβίβασης και / ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξένωσης του 52/100 μεριδίου του ακινήτου με αριθμό εγγραφής XXXXX, Φ / Σχ. 41 / 57.1.3, Τμήμα D Τεμάχιο XXXXX, Ενορία Σκάλα στην Λάρνακα επί της οδού XXXXX 34, XXXXX στην Λάρνακα μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσας Αγωγής και / ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Σεβαστού Δικαστηρίου»
Οι εφεσείοντες είναι οι εναγόμενοι 1 στην ως άνω αγωγή. Εναγόμενος 2 είναι υιός του διευθυντή των εναγομένων 1 και εναγόμενη 3, η σύζυγος του εναγόμενου 2. Εναγόμενοι 4 είναι Συνεργατικό ίδρυμα. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς στην έκθεση απαίτησης των εναγόντων, η αξίωση αφορά λανθασμένη κατάθεση από τους εναγόμενους 4 επιταγής των εναγόντων για ποσό €85.000,00 σε λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3 αντί τρίτης, σχετιζόμενης με τους ενάγοντες, εταιρείας. Οι ενάγοντες αποδίδουν στους εναγόμενους 4 αμέλεια, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας και παράβαση ρητής και/ή εξυπακουόμενης συμφωνίας, ως οι λεπτομέρειες που παραθέτουν στην έκθεση απαίτησης, προβάλλοντας, μεταξύ αυτών, τον ισχυρισμό, ότι δημιουργήθηκε αδικαιολόγητος πλουτισμός υπέρ των εναγομένων 4 και/ή των εναγομένων 1 και/ή των εναγομένων 2 και 3 και εναντίον των εναγόντων για το ποσό των €85.000,00. Γι' αυτό και ζητούν εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3 και 4 απόφαση για το εν λόγω ποσό δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή δυνάμει παράβασης συμφωνίας και/ή άλλως πως, ενώ, εναντίον των εναγομένων 4 αποζημιώσεις, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις και παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Το όλο πλέγμα γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο παράθεσε στην απόφασή του ως ακολούθως:
«Τα ιδιαίτερα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης, αποδιδόμενα μέσω της ενόρκου δηλώσεως του ενάγοντα, συνοψίζονται ως ακολούθως. Η εναγόμενη 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Διευθυντής αυτής ο κ. XXXXX Γεωργιάδης. (Ερεύνα του Εφόρου Εταιρειών-Τεκμήριο Β). Ο Εναγόμενος 2 είναι ο υιός του Διευθυντή της εναγόμενης 1 και η Εναγόμενη 3 είναι η σύζυγος του του εναγόμενου 2. Οι Εναγόμενοι 4 είναι Συνεργατική Εταιρεία, νομίμως εγγεγραμμένη συμφώνως με τον Νόμο. Η αρχική ονομασία των εναγόμενών 4 ήταν Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αμμοχώστου /Λάρνακας Λτδ, ενώ κατά την 3.9.18 μετονομάστηκαν σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ.
Τον Ιούνιο του 2016 οι ενάγοντες συμφώνησαν με την εναγόμενη 1 όπως οι πρώτοι αγοράσουν και οι τελευταίοι πωλήσουν έξι διαμερίσματα επί του κτιρίου με την ονομασία «XXXXX» στην οδό XXXXX 34, XXXXX στην Λάρνακα, τα οποία αντιστοιχούσαν στο 32/100 μερίδιο του όλου ακινήτου με αριθμό εγγραφής XXXXX, Φ/Σχ.41/ 57/1.3, Τμήμα D, Τεμάχιο XXXXX, Ενορία Σκάλα στην Λάρνακα Το τίμημα πώλησης συμφωνήθηκε στις €400.000,00.(Τεκμήριο Γ). Ο όρος 2 του Τεκμηρίου Γ (Συμφωνία Πώλησης) δήλωνε ότι το προαναφερθέν τίμημα θα καταβάλλετο σε συγκεκριμένους λογαριασμούς καθ' υπόδειξη της εναγομένης 1. Οι ενάγοντες κατέθεσαν αντιστοίχως την 6.9.16 και 30.11.6: (α) ποσό €200.000,00 σε λογαριασμό του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Αμμοχώστου- Λάρνακας Λτδ επ' ονόματι των εναγομένων 1 (Τεκμήριο Δ) και (β) €200.000,00 σe λογαριασμό του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Αμμοχώστου - Λάρνακας Λτδ υπ' αριθμό XXXXX118-3 επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3 (Τεκμήριο Ε). Oι εναγόμενοι 4 με την συνολική καταβολή του ποσού των €400.000, αποδέσμευσαν και απάλλαξαν το 32/100 του όλου μεριδίου του ακινήτου, παραχωρώντας ειδική συγκατάθεση στην εναγόμενη 1 με επιστολή τους ημερομηνίας 17.10.16, ECLI:CY:AD:2016:D147 (Τεκμήριο Στ). Η πράξη αγοραπωλησίας προγραμματίστηκε για την 29.11.16, ημερομηνία κατά την οποία ο αιτητής μετέβηκε για ολοκλήρωση της πράξης στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας, με την πώληση να λαμβάνει τον χαρακτηριστικό αριθμό 2324/2016 (Απόδειξη Κατάθεσης υπ' αριθμό 2324/2016 Τεκμήρια Ζ και Η).
Τα γεγονότα περιπλάκησαν όταν ο ομνύοντας την 30.11.2016, μετέβηκε σε υποκατάστημα των εναγομένων 4, παραδίδοντας την επιταγή υπ' αριθμό XXXXX0709 δια το ποσό των €200.000,00 η οποία αφορούσε την επίδικη αγοραπωλησία προς κατάθεση, στον καθ' υπόδειξη λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3 και ακόμη μία επιταγή με αριθμό XXXXX0708 (Τεκμήριο Θ) για το ποσό των €85.000,00 προς κατάθεση σε λογαριασμό εταιρείας συμφερόντων των εναγόντων, ήτοι της GA DIGNITY GROUP LTD, ως αυτή μετονομάστηκε, επιταγή η οποία ουδεμία σχέση είχε με την επίδικη πράξη αγοραπωλησίας. Όμως ως ισχυρίζεται ο ομνύοντας, οι εναγόμενοι 4, λανθασμένα και/ή εκ παραδρομής κατέγραψαν επί αυτής ως δικαιούχους τους εναγόμενους 2 και 3, με αποτέλεσμα το εν λόγω ποσό να καταλήξει και αυτό σε δικό τους λογαριασμό αντί στον λογαριασμό της GA DIGNITY GROUP LTD (Τεκμήριο Κ). Το πιο πάνω λάθος δεν είχε διαπιστωθεί παρά μόνο όταν, τον Σεπτέμβριο του 2020, η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ζήτησε από τους αιτητές, πελάτες της, όπως επικαιροποιήσουν τα στοιχεία τους, γεγονός που οδήγησε αυτούς στην διεξαγωγή οικονομικού και λογιστικού ελέγχου, εξ' ού και ο εντοπισμός της λανθασμένης κατάθεσης του επίδικου ποσού.
Τα πιο πάνω, οδήγησαν τον ομνύοντα σε επικοινωνία με τον διευθυντή των εναγόμενων 1, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι πράγματι, το εν λόγω ποσό κατατέθηκε σε λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3, αναφέροντας μάλιστα ότι και το Τμήμα Φορολογίας απαίτησε την καταβολή επιπρόσθετης φορολογίας από τους εναγόμενους 1, θεωρώντας ότι το τίμημα πώλησης του επίδικου ακινήτου ήταν €485.000,00 αντί €400.000,00. Οι εναγόμενοι 4, του ανέφερε, κατέθεσαν το ποσό των €85.000 έναντι των υποχρεώσεων των Καθ' ων 2 και 3, με τον λογαριασμό υπ' αριθμό XXXXX0776 να διευθετείται μετά την κατάθεση και του προαναφερθέντος ποσού. Δυνάμει των πιο πάνω, ο διευθυντής των εναγομένων 1 διαβεβαίωσε τον ομνύοντα ότι θα προέβαινε στις κατάλληλες ενέργειες για επιστροφή του εν λόγω ποσού. Οι αιτητές και οι εναγόμενοι 1, από κοινού, μέσω του δικηγορικού γραφείου Νέστορας Αδάμου Νικηφόρου Δ.Ε.Π.Ε. απέστειλαν στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία δυνάμει συμφωνίας μεταφοράς εργασιών ημερομηνίας 25.6.18 απέκτησε και/ή ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο και/ή τις υποχρεώσεις και/ή τα δικαιώματα του Συνεργατικού Ταμιευτήριου Αμμοχώστου - Λάρνακας Λτδ επιστολή, (Τεκμήριο Λ) καλώντας την όπως μεταφέρει το εν λόγω ποσό στον λογαριασμό υπ' αριθμό XXXXX3401, ως η αρχική πρόθεση των εναγόντων. Με επιστολή της ημερ. 14.1.21 (Τεκμήριο Μ) η Ελληνική Τράπεζα ενημέρωσε ότι ο λογαριασμός υπ' αριθμό XXXXX0776, επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3, δεν έχει μεταφερθεί στην Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Μέσω δε δεύτερης πράξης, την 2.7.19 οι αιτητές αγόρασαν από τους Καθ' ων η Αίτηση 1 ακόμη δύο (2) διαμερίσματα επί του επίδικου Ακινήτου, με τον ομνύοντα να επισυνάπτει αντίγραφο σχετικής απόδειξης κατάθεσης πώλησης του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας ως Τεκμήριο Ξ.
Την 16.12.20, και μη έχοντας λάβει πίσω το ποσό των €85.000, ο ομνύοντας κάλεσε παρουσία και αντιπροσώπου των εναγόντων, σε συνάντηση τον Διευθυντή των Καθ' ων η Αίτηση 1, κ. XXXXX Γεωργιάδη, όπου πληροφορήθηκε περί της πρόθεσης των Καθ' ων η Αίτηση 1 όπως πωλήσουν το υπόλοιπο μερίδιο τους επί του επίδικου ακινήτου, προκειμένου να τακτοποιήσουν τις οικονομικές εκκρεμότητες τους τόσο προς τους Καθ' ων η Αίτηση 4, αλλά και προς τους αιτητές. Αντιθέτως, όμως, όταν ο ομνύοντας επικοινώνησε εκ νέου την 22.1.21 με τον κ. Γεωργιάδη προς μεγάλη του έκπληξη ενημερώθηκε ότι όχι μόνο οι Καθ' ων η Αίτηση 1 εξηύραν αγοραστή, αλλά και ότι ολόκληρο το τίμημα πώλησης θα δίδετο αυτόματα στους Καθ' ων η Αίτηση 4 έναντι των οικονομικών υποχρεώσεων των Καθ' ων η Αίτηση 2 και 3.
Ο κ. Γεωργιάδης, αναφέρει ο ομνύοντας, τον ενημέρωσε ότι οι Καθ' ων η Αίτηση 4 συμφώνησαν για την πώληση του εναπομείναντος μεριδίου, νοουμένου ότι ολόκληρο το τίμημα πώλησης θα κατατίθετο έναντι των οικονομικών υποχρεώσεων των Καθ' ων η Αίτηση 2 και 3 και υπό την προϋπόθεση ότι η μεταβίβαση θα λάμβανε χώρα μέχρι την 29.1.21. δηλαδή, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου. Στο επισυναπτόμενο Τεκμήριο Ζ φαίνεται ότι οι οφειλές των Καθ' ων η Αίτηση 1- 3 για το 2016 ξεπερνούσαν το ενάμιση εκατομμύριο ευρώ. Περαιτέρω, ο ομνύοντας μέσω του ίδιου τηλεφωνήματος, ενημερώθηκε ότι το επίδικο ακίνητο είναι το μοναδικό ακίνητο το οποίο είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι των Καθ' ων η Αίτηση 1, με την αξία του εναπομείναντος μερίδιού να ανέρχεται περίπου στις €500.000 ( Τεκμήριο Ο).»
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να οριστικοποιήσει τα ως άνω προσωρινά διατάγματα, προσβάλλεται από τους εφεσείοντες/εναγόμενους 1 με πέντε λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης προσβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένη, αφού, ως προβάλλεται, δεν αποκαλύπτετο, διά μέσου της προσαχθείσας μαρτυρίας, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και/ή ορατή πιθανότητα οι ενάγοντες να δικαιούνται σε θεραπεία εναντίον των εφεσειόντων. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την τρίτη προϋπόθεση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, προβάλλοντας ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν προκύπτει καμία ζημιά εις βάρος των εφεσειόντων από τη διατήρηση του διατάγματος, ενώ, με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, δεν έλαβε υπόψη τη ζημιά που θα προκύψει από το διάταγμα σε τρίτα πρόσωπα που δεν λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι δεν αποκαλύφθηκε ότι οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων είχαν στο παρελθόν ενεργήσει εκ μέρους των εφεσειόντων με σκοπό την επίλυση της διαφοράς, ενώ, με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε λανθασμένα εξετάζοντας το ισοζύγιο της ευχέρειας.
Χρήσιμη θεωρούμε, υπό τας περιστάσεις, μία συνοπτική παράθεση των νομολογιακών αρχών που αφορούν την έκδοση τέτοιας φύσης προσωρινών διαταγμάτων. Οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα βάσει του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60 έχουν διαμορφωθεί, διατυπωθεί και αναλυθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ., μεταξύ άλλων, Acropol Shipping Co. Ltd & other v. Rossis, (1975) 1 C.L.R.38, Constantinides ν. Μακρυγιώργου κ.ά., (1978) 1 C.L.R.585, Μ. & Μ. Transport v. Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Λεμεσού Λτδ, (1981) 1 C.L.R. 605, Odysseos v. Pieris Estates κ.ά.,(1982) 1 Α.Α.Δ.557). Τρεις είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος με βάση την πιο πάνω νομολογία:
(1) Να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δίκη. Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι επιβάλλει οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τα δικόγραφα.
(2) Να εμφανίζεται πιθανότητα ο ενάγοντας να δικαιούται στην αιτούμενη θεραπεία. Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα, αλλά πάντως κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
(3) Πρέπει να φανεί στο Δικαστήριο ότι χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Επιπρόσθετα το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή να διατηρήσει ένα διάταγμα, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Bacardi v. Vinco, (1996) 1 ΑΑΔ 788.
Όταν, πέραν του ως άνω Άρθρου 32 του Ν.14/60, η αίτηση βασίζεται και στο Άρθρο 5 του Κεφ.6, ως αναφέρεται στην Lakatamitis v. Theodorou, (1983) 1 C.L.R. 520, θα πρέπει να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου στο βαθμό που δεν συμπίπτουν με αυτές που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60. Από τη σχετική νομολογία προκύπτει ότι τέτοια προϋπόθεση είναι να εμποδιστεί πιθανόν ο Ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν να εκδοθεί υπέρ του με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο.
Στο στάδιο της ακρόασης της αίτησης θα πρέπει να αποφεύγεται η ενασχόληση με τους αντικρουόμενους ισχυρισμούς των διαδίκων και η επακόλουθη κατάληξη σε συμπεράσματα. Οι νομολογιακά καθιερωμένες προϋποθέσεις έκδοσης του ενδιάμεσου διατάγματος, θα πρέπει να εκπηγάζουν από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η έρευνα του Δικαστηρίου θα πρέπει να σταματά στο σημείο που επιτρέπει τη διαπίστωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας κάποιας προοπτικής επιτυχίας. Όπως τονίστηκε στην Jonitexo v. Adidas, (1984) 1 Α.Α.Δ. 263, το Δικαστήριο δεν κάνει αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας γιατί αυτό θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης (βλ. επίσης, Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka D.D., (1999) 1 ΑΑΔ 225). Το τι, φυσικά, θα πρέπει να διαχωριστεί είναι ακριβώς η αναγκαιότητα εξέτασης από το Δικαστήριο κατά πόσο τα ενώπιον του στοιχεία ικανοποιούν τις σχετικές προϋποθέσεις που αναφέρονται ανωτέρω.
Προχωρώντας με την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι αυτοί δεν αποκόμισαν οποιοδήποτε όφελος, άμεσο ή έμμεσο, που να φανερώνει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και/ή ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής των εφεσιβλήτων στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όπως φανερώνεται από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, η υποχρέωση των εφεσειόντων, ως ενυπόθηκοι οφειλέτες έναντι των τραπεζικών λογαριασμών των εναγομένων 2 και 3, περιοριζόταν στο ύψος των €400.000,00, όπως συμφωνήθηκε εγγράφως με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, προς συνολική διευθέτηση των λογαριασμών των εναγομένων 2 και 3, συμπεριλαμβανομένου και του λογαριασμού στον οποίο κατατέθηκε η επίδικη επιταγή των €85.000,00. Συνεπώς, κανένα όφελος δεν μπορούσαν να έχουν οι εφεσείοντες από το εν λόγω ποσό. Κατά την κατάθεση της εν λόγω επιταγής, οι εφεσείοντες δεν ήταν πλέον ενυπόθηκοι οφειλέτες αφού ο εν λόγω λογαριασμός διευθετήθηκε συνολικά με την κατάθεση των €400.000,00 στους λογαριασμούς των εναγομένων 2 και 3. Επομένως, εισηγούνται, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι οι εφεσείοντες, ως ενυπόθηκοι οφειλέτες, απεκόμισαν έμμεσο όφελος από την κατάθεση της επίδικης επιταγής στους λογαριασμούς των εναγομένων 2 και 3, επί των οποίων κανένα έλεγχο δεν είχαν και δεν θα μπορούσαν να επιλέξουν να κρατήσουν ή να επιστρέψουν το όφελος. Η δε διαγραφή του ποσού που αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα γινόταν με την κατάθεση των €400.000,00.
Από την πλευρά τους, οι εφεσίβλητοι, υπεραμυνόμενοι της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, θεωρούν ότι από τη στιγμή που το ποσό των €85.000,00 κατατέθηκε στο λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3, το υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού μειώθηκε κατά το ισάξιο ποσό και, κατά συνέπεια, η επιβάρυνση επί του ενυπόθηκου ακινήτου, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, μειώθηκε, επίσης κατά το ισάξιο ποσό. Ο λογαριασμός μηδενίστηκε όταν κατατέθηκε, μεταξύ άλλων ποσών και η εν λόγω επιταγή των εφεσιβλήτων για €85.000,00. Θεωρούν, επίσης, ότι εάν δεν κατατίθετο η ως άνω επιταγή στο λογαριασμό, η τράπεζα θα προέβαινε σε μικρότερη διαγραφή ποσού, γεγονός που καταδεικνύει άμεσο συμφέρον των εφεσειόντων από την εν λόγω πράξη.
Διαφωτιστικά του πως το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και αποφάσισε το θέμα είναι τα κάτωθι αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση:
«H πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται, εφόσον αποκαλύπτεται από τον αιτητή, συζητήσιμη υπόθεση με βάση την καταχωρηθείσα δικογραφία. Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι στο παρόν στάδιο, δηλαδή για σκοπούς έκδοσης και ενδεχόμενης οριστικοποίησης των εκδοθέντων διαταγμάτων, η εν λόγω προϋπόθεση πληρούται, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης. Προκύπτει ότι το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων / αιτητών εδράζεται επί των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
.......
Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση, θα πρέπει να γίνει μια εκ πρώτης όψεως εξέταση της προσκομισθείσας μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να κρίνεται η αξιοπιστία της ή το βάσιμο των εν λόγω ισχυρισμών. Ως έχει νομολογηθεί, η δεύτερη προϋπόθεση χαρακτηρίζεται ως «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέταση της μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου.
.........
Οι αναφερόμενοι ισχυρισμοί στις ένορκες δηλώσεις των μερών ως προς τα γεγονότα ουδόλως διαφέρουν, υπάρχει δε πλήρης σύμπνοια ως προς την πορεία που αυτά ακολούθησαν. Τα πιο πάνω γεγονότα, ως αυτά περιγράφονται και επιβεβαιώνονται μέσω των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων Γεωργίου και Γεωργιάδη, καταδεικνύουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι και η δεύτερη προϋπόθεση πληρούται, αφού οι ενάγοντες έχουν καταλλήλως τεκμηριώσει μια πιθανότητα επιτυχίας επί της ουσίας της αγωγής, εναντίον, μεταξύ άλλων και των εναγόμενων 1. Σε αντίθεση με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου των εναγομένων, η μεταξύ των μερών συμφωνία και το τίμημα πώλησης κατατέθηκαν σε λογαριασμούς των εναγόμενων 2 και 3 καθ' υπόδειξη των εναγομένων 1, με σκοπό όμως την ολοκλήρωση και συμπλήρωση των όρων της μεταξύ των εναγόμενών 1 και εναγόντων, συμφωνίας. Επιπλέον, εξασφάλιση του λογαριασμού υπ' αριθμό XXXXX0776 επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3 στον οποίο κατατέθηκε το ποσό των €85.000 αποτελεί το επίδικο ακίνητο, αποκλειστικοί ιδιοκτήτες του οποίου και πάλι, είναι οι εναγόμενοι 1.
Περαιτέρω, οι εναγόμενοι 1, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν οι ενυπόθηκοι οφειλέτες του λογαριασμού στον οποίο κατατέθηκε η επιταγή του ποσού των €85.000. Επιβεβαίωση των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου αποτελεί το περιεχόμενο των παραγράφων 7 και 9 της ένορκης δήλωσης και συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης Γεωργιάδη αντιστοίχως, καθώς και τα Τεκμήρια 1-4 και 9 που κατέθεσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι 1 στην παρούσα διαδικασία. Επιπλέον, οι επιστολές της Συνεργατικής Κεντρικής τράπεζας ημερ. 12.12.15 και 17.10.16, αντίστοιχα, (Τεκμήρια 2 και 9 της μαρτυρίας Γεωργιάδη), έχουν ως θέμα την διευθέτηση δανειακών συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένου και του λογαριασμού υπ' αριθμό XXXXX0776, επιστολές οι οποίες προσυπογράφονται από τον ομνύοντα ως Διευθυντή των εναγομένων 1 και ενυπόθηκων οφειλετών των προς διευθέτηση λογαριασμών των εναγομένων 2 και 3.
Ορθή κρίνει το Δικαστήριο την τοποθέτηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των αιτητών στην γραπτή της αγόρευση, ότι το όφελος των €85.000 δεν το έλαβαν μόνο οι εναγόμενοι 2 και 3, οι οποίοι βρέθηκαν με το επιπλέον αυτό ποσό στους λογαριασμούς τους, αλλά έμμεσο όφελος έλαβαν και οι εναγόμενοι 1, αφού με την εν λόγω κατάθεση το υπόλοιπο του λογαριασμού των εναγομένων 2 και 3, όχι μόνο μειώθηκε, αλλά αντιστοίχως, μειώθηκε και η επιβάρυνση επί του ενυπόθηκου ακινήτου, ιδιοκτησίας των εναγομένων 1. Περαιτέρω, μια προσεκτική εξέταση των γεγονότων, αλλά και της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, δείχνει ότι η εκ παραδρομής κατάθεση του εν λόγω ποσού είχε ως αποτέλεσμα, όπως οι εναγόμενοι 2 και 3 επωφεληθούν διαγραφής υποχρεώσεων τους, ύψους €288.041,77 υποχρεώσεις οι οποίες εξασφαλίζονταν από την παραχωρηθείσα υποθήκη επί του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των εναγομένων 1. Είναι λογικό ότι της εν λόγω διαγραφής, επωφελήθησαν και οι εναγόμενοι 1.
'Άξιο επίσης αναφοράς στο σημείο αυτό, είναι το παραδεκτό μεταξύ των διαδίκων γεγονός, ότι το κατατεθέν ποσό των €85.000 δεν αφορούσε την επίδικη αγοραπωλησία, με το Δικαστήριο να μνημονεύει από την ενώπιον του μαρτυρία, χωρίς αυτή βέβαια να αξιολογείται εις βάθος στο παρόν στάδιο, ότι τα εν λόγω χρήματα ουδέποτε προορίζονταν από τους αιτητές να καταλήξουν σε λογαριασμούς των εναγόμενων 2 και 3, ούτε όπως αυτά χρησιμοποιηθούν εμμέσως προς μείωση και/ή ακόμη και εξόφληση των δανειακών υποχρεώσεων των προαναφερόμενων, από την οποία διευθέτηση, επωφελήθησαν και οι εναγόμενοι 1. Οι εναγόμενοι, ας σημειωθεί, καμία αναφορά δεν κάνουν επί της πολυσέλιδης κατά τα άλλα ένορκης τους δήλωσης, για τον λόγο, αφού παραδέχονται ότι το χρηματικό ποσό δεν τους οφειλόταν, και εκ παραδρομής κατατέθηκε στον λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3, που αυτό δεν επιστρέφεται στους αιτητές. Αντιθέτως, ο κ. Γεωργιάδης, ως ανωτέρω καταγράφηκε, δηλώνει, ως λαμβάνει νομικών και οικονομικών συμβουλών, ότι καμία τέτοια υποχρέωση δεν έχει η εταιρεία του. Δυνάμει, συνεπώς, όλων των πιο πάνω, αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι τα πιο πάνω γεγονότα, ως έχουν αποτυπωθεί από την ενώπιον του Δικαστηρίου μη αμφισβητούμενη μαρτυρία, εφαρμοζόμενα επί των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως βάσης αγωγής, υποδεικνύουν πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής στον απαιτούμενο από τη νομολογία βαθμό.»
Δεν θα μας απασχολήσει το κατά πόσο στην έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων είχε τεθεί επαρκές υπόβαθρο ισχυρισμών γεγονότων, ικανό να ικανοποιήσει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης καθ' όσον αφορά τους εφεσείοντες/εναγόμενους 1. Κι αυτό γιατί δεν προβάλλεται τέτοια θέση με τους λόγους έφεσης.
Εμφανώς, το τι οι εφεσείοντες προσβάλλουν είναι την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το όφελος που αποφάσισε ότι είχαν οι εφεσείοντες, στη βάση μάλιστα των δικών τους ισχυρισμών και στοιχείων που έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Που δεν είναι άλλο από το όφελος που αυτοί είχαν ως ενυπόθηκοι οφειλέτες για το λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3, όταν κατατέθηκε σ' αυτόν η ως άνω επιταγή, μείωσε την οφειλή του λογαριασμού και οδήγησε στη διαγραφή ποσού, μηδενίζοντας το υπόλοιπο του λογαριασμού τον οποίο εξασφάλιζε το ακίνητο των εφεσειόντων.
Κατά πρώτον, θα πρέπει να αποδοθεί η σημασία της ξεχωριστής νομικής οντότητας των εφεσειόντων από τους εναγόμενους 2 και 3, έστω και αν υφίσταται στενή συγγενική σχέση μεταξύ του διευθυντή των εφεσειόντων και των εναγόμενων 2 και 3 και έστω και αν μέρος του τιμήματος της αγοραπωλησίας ακινήτων μεταξύ εφεσειόντων και εφεσιβλήτων, κατατέθηκε, με οδηγίες των εφεσειόντων, σε λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3. Οι εν λόγω πράξεις ουδεμία σχέση είχαν με την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη κατάθεση της επιταγής των €85.000,00 από τους εναγόμενους 4 στο λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3, επί του οποίου, όντως, δεν προκύπτει να είχαν οποιονδήποτε έλεγχο οι εφεσείοντες.
Ενώ, όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ως άνω στοιχεία, ως προέκυπταν από την ένορκη δήλωση του διευθυντή των εφεσειόντων και τα τεκμήρια που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ουδόλως φαίνεται να έλαβε υπόψη το ότι η απαλλαγή της εξασφάλισης του υπό αναφορά λογαριασμού των εναγομένων 2 και 3, ήτοι του ακινήτου των εφεσειόντων, ολοκληρώθηκε με την πλήρωση της προϋπόθεσης της καταβολής των €400.000,00, ως η ρύθμιση των μερών που αφορούσε. Κάτι που επίσης τέθηκε στην ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, χωρίς να τύχει αμφισβήτησης από τους εφεσίβλητους. Ούτε ενώπιον μας τέθηκε υπό αμφισβήτηση το γεγονός αυτό της ως άνω ρύθμισης. Από αυτό συνάγεται ότι η κατ' ισχυρισμό λανθασμένη κατάθεση των €85.000,00 στο λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3 δεν συνέτεινε με οποιονδήποτε τρόπο στην απαλλαγή της ως άνω εξασφάλισης των εφεσειόντων, ούτε μπορούσε άλλωστε να έχει μια τέτοια επίδραση, υπό τας περιστάσεις.
Επομένως, κρίνουμε ως λανθασμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες απεκόμισαν όφελος από την κατάθεση των €85.000,00 στο λογαριασμό των εναγομένων 2 και 3. Κι αυτό με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπό εξέταση ενδιάμεσης διαδικασίας.
Το ως άνω σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε αναπόφευκτα στη λανθασμένη κρίση του καθ' όσον αφορά τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος, γεγονός που καθορίζει το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης. Κι αυτό γιατί η ως άνω κατάληξη επί των δύο πρώτων προϋποθέσεων, καθιστά μη αναγκαίο να εξετάσουμε τα θέματα που εγείρονται με τους άλλους λόγους έφεσης, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν περιττό. Με την ως άνω κατάληξη, δεν θα υπήρχε υπόβαθρο για εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος σε σχέση με τα υπό κρίση διατάγματα.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται επίσης η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα, τα οποία επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων 1/καθ' ων η αίτηση/εφεσειόντων και εναντίον των εναγόντων/αιτητών/εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα ακυρώνονται στην ολότητά τους.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων €2.800,00 πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.