ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική Έφεση Αρ. 74/2021
(Σχετ. Ποιν. Εφ. 95/2021)
31 Οκτωβρίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΩΥΣΗ ΜΑΥΡΟΛΟΥΚΑ
Εφεσείοντος
- ν -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Ποινική Έφεση Αρ. 95/2021
(Σχετ. Ποιν. Εφ. 74/2021)
ΜΩΥΣΗ ΜΑΥΡΟΛΟΥΚΑ
Εφεσείοντα
- ν -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
-----------------------------------------
Βίκτωρ Φ. Ακάμας με Γιάννη Πολυχρόνη, για Εφεσείοντα
Αντώνης Αντωνίου, για Γενικό Εισαγγελέα
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Μ.Γ. Πική, Δ.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ Δ.Ε.: Στις 31.5.21 ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας για κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών, ήτοι 2 κιλών και 286,2 γραμμαρίων κοκαΐνης, 10 κιλών και 938,1 και γραμμαρίων κάνναβης και 351,4 γραμμαρίων της ουσίας MDMA. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 15 ετών για κατοχή με σκοπό την προμήθεια στις πρώτες δυο ποσότητες ναρκωτικών, και 4 ετών για την τρίτη. Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και ποινής.
Τα ναρκωτικά ανευρέθηκαν από την αστυνομία στις 24.2.2017, κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος έρευνας, σε οικία στην οδό Γύψου ΧΧΧ, στον συνοικισμό Αγίου Γεωργίου Βρυσούλλων, στο χωριό Αχερίτου της Επαρχίας Αμμοχώστου. Η καταδίκη στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία συνιστάμενη σε γενετικό υλικό και δακτυλικά αποτυπώματα του Εφεσείοντος επί ανευρεθέντων αντικειμένων τα οποία σχετίζονται με τα ναρκωτικά.
Η οικία στην οποία εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά ήταν η τρίτη στη σειρά η οποία ερευνήθηκε την ημέρα εκείνη, βάσει ενταλμάτων έρευνας τα οποία αφορούσαν οικίες και υποστατικά του Εφεσείοντος και του αδελφού του (Κ.Μ.), λόγω εύλογης υπόνοιας απόκρυψης ναρκωτικών και οπλισμού. Πρώτα ερευνήθηκε το πατρικό σπίτι του Εφεσείοντος στο οποίο διέμενε με τη μητέρα και αδελφό του, ακολούθως η διπλανή οικία με παρακείμενη αποθήκη και τέλος η οικία στην οδό Γύψου ΧΧΧ (εφεξής «οικία»). Και τα τρία εντάλματα έρευνας εκτελέστηκαν στην απουσία του Εφεσείοντος, παρότι ειδοποιήθηκε να είναι παρών. Κατά τις έρευνες παρών ήταν μόνο ο αδελφός του. Μετά την ανεύρεση των επίδικων ναρκωτικών, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Εφεσείοντος ο οποίος καταζητείτο και συνελήφθη από την αστυνομία μετά πάροδο 3,5 ετών.
Ήταν η βασική θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος κατά τη δίκη και κατ΄ έφεση, ότι η απουσία του κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στην οικία κατέστησε την έρευνα παράνομη και αντισυνταγματική, με αποτέλεσμα τα ναρκωτικά να συνιστούν προϊόν παρανόμως και αντισυνταγματικώς ληφθείσας μαρτυρίας. Η δε παρουσία του αδελφού του κατά την έρευνα (την οποία αμφισβητεί) δεν περισώζει τη νομιμότητα της έρευνας, καθότι ο Εφεσείων ήταν μοναδικός ενοικιαστής και κάτοχος του χώρου της οικίας, ως διεφάνη στην πορεία των αστυνομικών εξετάσεων. Ο Εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία κατά τη δίκη, ούτε προέβη σε ανωμοτί δήλωση, ούτε κάλεσε μάρτυρες υπεράσπισης. Η μοναδική μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου προερχόταν από αστυνομικά όργανα και εμπειρογνώμονες τους οποίους κάλεσε η κατηγορούσα αρχή.
Η καταδίκη προσβάλλεται με εννέα λόγους έφεσης. Ο πρώτος και κυριότερος αφορά την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 18.2.2021, μετά από δίκη εντός δίκης, στην οποία αποφασίστηκε η νομιμότητα εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας και η κατάθεση των κατασχεθέντων τεκμηρίων. Συναφής με τον πρώτο, είναι ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος στρέφεται κατά της απόρριψης αιτήματος για επανεξέταση της ενδιάμεσης απόφασης. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη αιτήματος της υπεράσπισης για κλήτευση προς αντεξέταση της μητέρας και αδελφού του Εφεσείοντος με βάση το άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, προς αμφισβήτηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου να απορρίψει αίτημα για επανακλήτευση του Μ.Κ.1. η οποία συναρτάται με την αξιοπιστία του Μ.Κ.4, σχετικά με την παρουσία του αδελφού του Εφεσείοντος κατά την έρευνα της οικίας. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του ευρήματος του Κακουργιοδικείου ότι ο Εφεσείων ειδοποιήθηκε από τη μητέρα και τον αδελφό του να παρευρεθεί στην έρευνα. Ο έκτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της αποδοχής μέρους της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονος Δρος Καριόλου (Μ.Κ.9), αφορώσα τον κατακερματισμό γενετικού υλικού μετά πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, το οποίο σχετίζεται με το εύρημα χρήσης της οικίας από τον Εφεσείοντα κατά τον χρόνο της αστυνομικής έρευνας. Με τον έβδομο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης βάσει της περιστατικής μαρτυρίας. Με τον όγδοο λόγο και ένατο έφεσης οι 15ετείς συντρέχουσες ποινές φυλάκισης προσβάλλονται ως εσφαλμένες λόγω σφάλματος αρχής και ως έκδηλα υπερβολικές.
Έκαστος λόγος έφεσης θα εξεταστεί με τη σειρά που προβάλλεται.
(Ι) Η δίκη εντός δίκης
Κατά τη δίκη η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση στην κατάθεση των κατασχεθέντων ναρκωτικών. Προέβαλε τη θέση ότι η εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στην απουσία του Εφεσείοντος, συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 30(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής το οποίο κατοχυρώνουν τα άρθρα 15 του Συντάγματος και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ»).
Ακολούθησε δίκη εντός δίκης. Ο μοναδικός μάρτυρας ο οποίος κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή, ήταν ο υπεύθυνος των ερευνών, αρχιαστυφύλακας Κωνσταντίνου (εφεξής «Μ.Κ».), ενώ ουδείς μάρτυρας κλήθηκε από την υπεράσπιση. Συμφώνως της μαρτυρίας του Μ.Κ., προτού αρχίσει η εκτέλεση των ενταλμάτων έρευνας, ζήτησε από τη μητέρα του Εφεσείοντος να του τηλεφωνήσει για να παρευρεθεί στην έρευνα, πράγμα το οποίο έπραξε στην παρουσία του από το κινητό της τηλέφωνο. Κατά την τηλεφωνική επικοινωνία, ο Μ.Κ. άκουσε τη μητέρα να λέει: «Είναι ο ΧΧΧ εδώ της δίωξης Ναρκωτικών και σε θέλει να έρθεις κάτω για να σε ερευνήσει». Μετά το πέρας της επικοινωνίας, ο Μ.Κ. ρώτησε τη μητέρα αν θα έρθει ο Εφεσείων, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Στη συνέχεια ζήτησε από τον αδελφό να ξαναεπικοινωνήσει με τον Εφεσείοντα, το οποίο έπραξε, πληροφορώντας τον ότι είχε το τηλέφωνο του κλειστό. Ο Εφεσείων ήταν απών κατά την εκτέλεση και των τριών ενταλμάτων έρευνας. Παρών ήταν μόνον ο αδελφός του. Σε σχέση με την έρευνα της οικίας, επειδή ο αδελφός δεν είχε κλειδιά, ο Μ.Κ. αναγκάστηκε να παραβιάσει το κλειδωμένο παράθυρο της κουζίνας για να εισέλθει στην οικία μαζί με άλλα αστυνομικά όργανα και τον αδελφό, ο οποίος στο μεταξύ τελούσε υπό σύλληψη μετά την έρευνα αποθήκης στο προηγούμενο υποστατικό όπου ανευρέθηκαν 16 κάλυκες όπλου.
Στην έρευνα της οικίας εντοπίστηκε και παραλήφθηκε από την αστυνομία μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, ζυγαριές ακριβείας και άλλα αντικείμενα. Κάθε φορά που ανευρίσκονταν ναρκωτικές ουσίες γινόταν στον αδελφό επίστηση στον νόμο. Με την ανεύρεση των ναρκωτικών, ο αδελφός επανασυνελήφθη για αυτόφωρο αδίκημα. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο Μ.Κ. έδωσε οδηγίες σε αστυνομικό περίπολο να εντοπίσει τον Εφεσείοντα στην περιοχή των Βρυσούλλων, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.
Ήταν η βασική θέση του συνηγόρου του Εφεσείοντος κατά την αντεξέταση του Μ.Κ., ότι η μητέρα και ο αδελφός του, δεν επικοινωνήσαν μαζί του τηλεφωνικώς πριν την εκτέλεση των ενταλμάτων έρευνας, και ότι ο αδελφός του δεν ήταν παρών κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στην οικία.
Το Κακουργιοδικείο στην ενδιάμεση του απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη (α) τη θεμελιακή αρχή περί μη αποδεκτότητας μαρτυρίας ληφθείσας κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων (βλ. Αστυνομία ν. Γιάλλουρος (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 268/2015, ημερ. 13.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B534), (β) την υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει πέραν λογικής αμφιβολίας τη νομιμότητα κατάσχεσης των τεκμηρίων κατά την αστυνομική έρευνα, (γ) τον περιορισμό των ευρημάτων στα όρια του απολύτως αναγκαίου, για να διαφυλαχτεί ανοικτό το γενικότερο θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων το οποίο αποφασίζεται στην κυρίως δίκη (βλ. Ioannides v. The Republic (1968) 2 C.L.R. 169, Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40), προχώρησε σε ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας του Μ.Κ. την οποία αποδέχτηκε, απορρίπτοντας όλες τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις της υπεράσπισης.
Το Κακουργιοδικείο επισήμανε ότι η υπεράσπιση, παρά την έντονη αμφισβήτηση της μαρτυρίας του Μ.Κ., δεν κάλεσε τη μητέρα και αδελφό του Εφεσείοντος να καταθέσουν, και επομένως δεν υπήρχε ενώπιον του αντίθετη εκδοχή των γεγονότων. Από τη μαρτυρία του Μ.Κ. προκύπτει σαφώς ότι ο Εφεσείων ενημερώθηκε για την έρευνα, επιλέγοντας να μην παρουσιαστεί. Δεν ανευρέθηκε ούτε από αστυνομικό περίπολο το οποίο τον αναζήτησε κατά τη διάρκεια της έρευνας. Στη συνέχεια εκδόθηκε εναντίον του ένταλμα σύλληψης και έκτοτε καταζητείτο μέχρι που συνελήφθη μετά από τρία και πλέον έτη. Συμπληρωματικά σημειώνεται στην ενδιάμεση απόφαση, ότι η ηθελημένη απουσία του Εφεσείοντος κατά την έρευνα, συνάγεται από το ότι παρακίνησε την ιδιοκτήτρια της οικίας μετά την έρευνα, να κλείσει το κινητό της για να μην απαντήσει στην Αστυνομία, και να φύγει για να μην της ληφθεί κατάθεση.
Επί της νομικής βάσης της έρευνας, αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση, ότι ο Μ.Κ., μαζί με τους υπόλοιπους αστυνομικούς, είχαν την εξουσία βάσει του άρθρου 30(2) του Κεφ. 155, σε συνδυασμό με το άρθρο 11(2) στο οποίο παραπέμπει, να παραβιάσουν το κλειδωμένο παράθυρο της οικίας για να εισέλθουν στην οικία, εφόσον ο Εφεσείων ειδοποιήθηκε και δεν παρευρέθηκε στο μέρος. Κρίθηκε ότι η εξουσία των αστυνομικών οργάνων δεν σχετίζεται με τις πρόνοιες του άρθρου 11(1) του Κεφ. 155, ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης, αφού το άρθρο 30(2) παραπέμπει ειδικά στο άρθρο 11(2).
Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος, ότι άνευ κατεπείγοντος λόγου, η εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στην απουσία του υπήρξε παράνομη και αντισυνταγματική. Παραβιάστηκε το άρθρο 30(2) του Κεφ. 155, το οποίο διέπει την έρευνα σε κλειστό χώρο. Παραβιάστηκε επίσης το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνουν τα άρθρα 15 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ, και το απαραβίαστο της κατοικίας που κατοχυρώνει το άρθρο 16 του Συντάγματος. Ο παράνομος και αντισυνταγματικός τρόπος εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας κατέστησε τα ανευρεθέντα ναρκωτικά μη αποδεκτή μαρτυρία κατά τη δίκη καθιστώντας την καταδίκη ακροσφαλή.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται από τους συνήγορους του Εφεσείοντος στο ότι ο αδελφός του δεν ήταν ενοικιαστής κατά τον χρόνο της έρευνας και ουδεμία σχέση είχε με την οικία, ως εκ των υστέρων διεφάνη από τις αστυνομικές εξετάσεις. Μοναδικός ενοικιαστής και κάτοχος της οικίας κατά τον χρόνο της έρευνας ήταν ο Εφεσείων. Σύμφωνα με τη θέση τους, κατά πόσον η αστυνομία πίστευε ότι ο αδελφός ήταν από κοινού ενοικιαστής κατά τον χρόνο εκτέλεσης του εντάλματος είναι παντελώς αδιάφορο. Η όποια καλή πίστη των αστυνομικών οργάνων, δεν δύναται να θεραπεύσει την παρανομία η οποία προκύπτει από τη διεξαγωγή της έρευνας στην απουσία του Εφεσείοντος.
Προσβάλλεται επίσης ως εσφαλμένο το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου στην ενδιάμεση απόφαση (α) ότι ο Εφεσείων ειδοποιήθηκε από τη μητέρα του να είναι παρών στην έρευνα αλλά επέλεξε να είναι απών, και (β) ότι ο αδελφός προσπάθησε να του τηλεφωνήσει στη συνέχεια, αλλά το τηλέφωνο του ήταν κλειστό. Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι οι ισχυρισμοί αυτοί παρέμειναν μετέωροι, καθότι ο Μ.Κ. δεν είδε σε ποιον τηλεφωνούσε, ούτε άκουσε με ποιον συνομιλούσε η μητέρα, με αποτέλεσμα το Κακουργιοδικείο να προβεί σε υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων. Για την απόσειση του αποδεικτικού βάρους η κατηγορούσα αρχή όφειλε να καλέσει τη μητέρα και αδελφό του Εφεσείοντος ως μάρτυρες στη δίκη εντός δίκης.
Οι συνήγοροι του Εφεσείοντος θεωρούν επίσης ως εσφαλμένη τη σύνδεση η οποία γίνεται στην ενδιάμεση απόφαση, μεταξύ της μη παρουσίας του Εφεσείοντος αφενός, και της σύλληψης του μετά από τρία και πλέον έτη αφετέρου. Εισηγούνται ότι τα δυο είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Επίσης θεωρούν λανθασμένο το συμπέρασμα ότι η ηθελημένη απουσία του Εφεσείοντος κατά την έρευνα, ενισχύεται από την εκ των υστέρων παρακίνηση της ιδιοκτήτριας της οικίας, να κλείσει το τηλέφωνο και να φύγει για να μην εντοπιστεί από την αστυνομία και να δώσει κατάθεση.
Ο συνήγορος της Εφεσίβλητης, από την άλλη, υποστήριξε την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης και τη νομιμότητα και συνταγματικότητα της αστυνομικής έρευνας. Σχετικά με τις δυο αποφάσεις του ΕΔΑΔ, είναι η θέση του ότι διαφοροποιούνται πλήρως επί των γεγονότων.
Έχουμε διεξέλθει με προσοχή την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, αντιπαραβάλλοντας την με τα πρακτικά της δίκης εντός δίκης. Θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείου προέβη σε ορθά ευρήματα με βάση την ενώπιον του μαρτυρία εντός του περιορισμένου πλαισίου της δίκης εντός δίκης. Δεν προέβη σε υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων. Τα συμπεράσματα υποστηρίζονται από τη μαρτυρία του Μ.Κ. την οποία αποδέχτηκε, στην παρουσία του οποίου έγιναν τα δυο επίμαχα τηλεφωνήματα προς τον Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ο Μ.Κ., δεν υπέθεσε ότι η μητέρα μιλούσε στον Εφεσείοντα εφόσον (α) το τηλεφώνημα έγινε κατά παράκληση του Μ.Κ., (β) ακολούθως την είδε να καλεί από το κινητό της τηλέφωνο, (γ) στο τηλέφωνο την άκουσε να λέει ότι ο Μ.Κ. θέλει τον Εφεσείοντα να είναι παρών στην έρευνα, και (δ) η ίδια ανέφερε στον Μ.Κ. ότι μιλούσε με τον Εφεσείοντα. Το ίδιο ισχύει και για τον αδελφό, ο οποίος τηλεφώνησε στον Εφεσείοντα κατά παράκληση του Μ.Κ., αμέσως μετά το τηλεφώνημα της μητέρας, ενημερώνοντας τον ότι ο Εφεσείων είχε το τηλέφωνο του κλειστό.
Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το Κακουργιοδικείο μετέθεσε το αποδεικτικό βάρος στους ώμους της υπεράσπισης, λόγω της διαπίστωσης ότι στην απουσία αντίθετης μαρτυρίας από τη μητέρα και αδελφό του Εφεσείοντος, η μαρτυρία του Μ.Κ., παρέμεινε αναντίλεκτη. Είναι η θέση του ότι η υπεράσπιση δεν είχε καμία υποχρέωση παρουσίασης μαρτυρίας, για να αντικρούσει ισχυρισμούς του Μ.Κ., οι οποίοι προέρχονταν από εξ ακοής μαρτυρία της μητέρας και αδελφού.
Διαφωνούμε πλήρως με αυτή την εισήγηση.
Πρώτον, η εν λόγω διαπίστωση δεν αφορά ούτε σχετίζεται με μετάθεση του αποδεικτικού βάρους. Καθίσταται σαφές από την ενδιάμεση απόφαση ότι το αποδεικτικό βάρος ήταν κατά πάντα χρόνο στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Η επιλογή των μαρτύρων οι οποίοι θα κληθούν από την κάθε πλευρά στη δίκη εντός δίκης εναπόκειται στα διάδικα μέρη. Από τη μαρτυρία η οποία θα προκύψει εξαρτάται, κατόπιν αξιολόγησης, η απόσειση του αποδεικτικού βάρους, βάσει των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Δεύτερον, η μαρτυρία που αφορά το τηλεφώνημα της μητέρας προς τον Εφεσείοντα δεν ήταν εξ ακοής, καθότι έγινε στην παρουσία του Μ.Κ., ο οποίος άκουσε τι ελέχθη. Σχετικά με τη δήλωση της μητέρας στον Μ.Κ., ότι μιλά με τον Εφεσείοντα, η οποία έγινε ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα με το τηλεφώνημα, εμπίπτει στην εξαίρεση του res gestae, στον εξ ακοής κανόνα. Τα ίδια ισχύουν και για το τηλεφώνημα του αδελφού του Εφεσείοντος, ο οποίος δήλωσε στον Μ.Κ. ότι του τηλεφώνησε αλλά το τηλέφωνο του ήταν κλειστό. Περισσότερα επί τούτου θα αναφέρουμε στον τρίτο λόγο έφεσης, ο οποίος άπτεται της απόρριψης αιτήματος της υπεράσπισης να κλητεύσει τη μητέρα και αδελφό του Εφεσείοντος βάσει του άρθρου 26 του Κεφ. 9.
Τρίτον, εφόσον ήταν θέση της υπεράσπισης ότι δεν ειδοποιήθηκε ο Εφεσείων από τη μητέρα για να είναι παρών στην έρευνα και ο αδελφός δεν επιχείρησε να του τηλεφωνήσει, η προώθηση της θέσης αυτής επαφίετο αποκλειστικά στην υπεράσπιση. Η κατηγορούσα αρχή δεν είχε καμία νομική υποχρέωση ή καθήκον να καλέσει τη μητέρα και αδελφό του Εφεσείοντος για να επιβεβαιώσουν τα όσα ο Μ.Κ., ανέφερε στη μαρτυρία του σχετικά με τις εν λόγω τηλεφωνικές κλήσεις, ούτε η μαρτυρία του Μ.Κ. άφηνε οποιαδήποτε κενά περί τούτου. Ορθώς το Κακουργιοδικείο αναφέρει ότι στην απουσία αντίθετης μαρτυρίας από τη μητέρα και αδελφό του Εφεσείοντος, η μαρτυρία του Μ.Κ. παρέμεινε αναντίλεκτη.
Προχωρούμε σε εξέταση της νομικής πτυχής.
Η έρευνα σε κλειστό τόπο διέπεται από το άρθρο 30 του Κεφ. 155, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«30.-(1) Όταν τόπος που υπόκειται σε έρευνα είναι κλειστός, καθένας που διαμένει σε αυτόν ή είναι υπεύθυνος για αυτόν, κατά την απαίτηση αστυνομικού ή άλλου προσώπου που έχει εξουσία έρευνας, πρέπει να επιτρέψει ελεύθερη είσοδο στον αστυνομικό αυτό ή το πρόσωπο και να παρέχει κάθε εύλογη διευκόλυνση προς διεξαγωγή έρευνας σε αυτό.
(2) Αν δεν δύναται να εξασφαλιστεί είσοδος με τον τρόπο αυτό σε τέτοιο τόπο, ο αστυνομικός ή άλλο πρόσωπο που έχει εξουσία έρευνας δύναται να προχωρήσει σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 11» (Υπογράμμιση δική μας).
Το άρθρο 11 του Κεφ. 155, το οποίο αφορά έρευνα χώρου κατά την καταδίωξη προσώπου που διαφεύγει τη σύλληψη, προνοεί τα ακόλουθα:
«11.-(1) Αν οποιοσδήποτε, που έχει εξουσία να προβεί σε σύλληψη είτε δυνάμει εντάλματος ή όχι, έχει λόγο να πιστεύει ότι το πρόσωπο που θα συλληφθεί έχει εισέλθει ή βρίσκεται εντός οποιουδήποτε χώρου, καθένας που διαμένει σε αυτό το χώρο ή ο υπεύθυνος αυτού, κατόπιν αίτησης, πρέπει να επιτρέψει ελεύθερη είσοδο στο πρόσωπο που έχει την εξουσία αυτή και να παρέχει κάθε εύλογη διευκόλυνση για τη διεξαγωγή έρευνας σε αυτό για ανακάλυψη του αναζητούμενου προς σύλληψη.
(2) Αν η είσοδος στο χώρο αυτό δεν δύναται να επιτευχθεί δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, καθένας που έχει εξουσία να προβεί στη σύλληψη δύναται να εισέλθει στο χώρο αυτό και να ερευνήσει αυτό για την ανεύρεση εκείνου που θα συλληφθεί και για να επιτύχει είσοδο σε αυτό, δύναται να διαρρήξει οποιαδήποτε εξωτερική ή εσωτερική πόρτα ή παράθυρο οποιασδήποτε οικίας ή χώρου, που βρίσκονται είτε υπό την ευθύνη εκείνου που θα συλληφθεί ή άλλου προσώπου ή να επιτύχει είσοδο στην οικία αυτή ή χώρο με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.»
Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι για να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Κεφ. 155, θα πρέπει πρώτα να υπάρξει αδυναμία εξασφάλισης εισόδου με τον τρόπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου. Με δεδομένο ότι ενοικιαστής και υπεύθυνος της οικίας ήταν ο Εφεσείων, και αυτός απουσίαζε, δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 30(2). Για να γίνετο τούτο θα έπρεπε ο Εφεσείων να μην επιτρέψει στα αστυνομικά όργανα να εισέλθουν στην οικία, το οποίο εν προκειμένω δεν συνέβη.
Προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εφεσείοντος παραπέμπουν στο σύγγραμμα «Εντάλματα Έρευνας και Κατάσχεση Πραγμάτων» του Π. Γ. Πολυβίου (έκδοση 2021), όπου στις σελ. 373, 374 κάτω από τον τίτλο «Προειδοποίηση και Πληροφόρηση Κατόχου Κατοικίας ή Ακινήτου», αναφέρεται η κυρίαρχη άποψη του κοινοδικαίου, «ότι εκτός από συνθήκες κατεπείγουσας ανάγκης, οι αστυνομικοί οι οποίοι έχουν εξασφαλίσει ένταλμα έρευνας θα πρέπει να δώσουν σαφή προειδοποίηση για την πρόθεση τους να εισέλθουν στο συγκεκριμένο υποστατικό πριν πράξουν τούτο». Ο συγγραφέας αναφέρεται στις μακρές ιστορικές καταβολές αυτής της άποψης, από την υπόθεση Semayne's το 1604, όπου καθιερώθηκε ο κανόνας ότι πριν την εκτέλεση εντάλματος το όργανο της τάξης θα πρέπει να δώσει προειδοποίηση στον κάτοχο του υποστατικού ότι πρόκειται να εισέλθει. Παραπομπή γίνεται στο στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά στην υπόθεση Eccles v. Bourque [1975] 2 S.C.R. 739, όπου μετά από ιστορική αναδρομή στον κανόνα, αναφέρεται ότι εκτός από κατεπείγουσες περιστάσεις τα αστυνομικά όργανα πρέπει να ανακοινώσουν την παρουσία τους πριν την είσοδο. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
"..In the ordinary case police officers, before forcing entry, should give (i) notice of presence by knocking or ringing the doorbell, (ii) notice of authority, by identifying themselves as law enforcement officers and (iii) notice of purpose, by stating a lawful reason for entry. Minimally they should request admission and have admission denied although it is recognized there will be occasions on which, for example, to save someone within the premises from death or injury or to prevent destruction of evidence or if in hot pursuit notice may not be required» (Υπογράμμιση δίκη μας).
Έχουμε ανατρέξει στην Καναδέζικη νομολογία, η οποία αναλύεται εκτενώς στο κλασσικό σύγγραμμα «The Law of Search & Seizure in Canada», 12η έκδοση (2021) των James A. Fontana και David Keeshan. Η απόφαση στην Eccles v. Bourque (ανωτέρω) θεωρείται ως κεφαλαιώδους σημασίας (σελ. 278), αναγνωρίζοντας όλες τις αρχές εκτέλεσης ενταλμάτων οι οποίες καθιερώθηκαν από το κοινοδίκαιο, εισάγοντας, από την άλλη, το στοιχείο των επειγουσών περιστάσεων (exigent circumstances), ως εξαίρεση στον γενικό κανόνα.
Ο όρος «επείγουσες περιστάσεις» ερμηνεύτηκε στην υπόθεση Re MacGregor and The Queen (1985) 23 CCC (3d) 266, ως ακολούθως, στη σελ. 273: «The term "exigent circumstances" implies a situation where there is a need for immediate action: an urgent or critical situation." Στην ίδια απόφαση αποφασίστηκε ότι στην απουσία επειγουσών περιστάσεων η αστυνομία έχει καθήκον να επιχειρήσει να εντοπίσει τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο της κατοικίας, για να τον πληροφορήσει για την παρουσία της και την προτιθέμενη έρευνα. Στην υπόθεση R. v. Pan (2012) O.J. No. 4162, το Εφετείο του Οντάριο θεώρησε ότι χρόνος 30-40 δευτερολέπτων αφότου η αστυνομία κτύπησε το κουδούνι ήταν εύλογος χρόνος για να προχωρήσει με βίαιη είσοδο κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας.
Εν προκειμένω δεν υπάρχει μαρτυρία για την ύπαρξη επειγουσών περιστάσεων σε σχέση με την έρευνα στην οικία. Το ερώτημα επομένως είναι κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση με τον γενικό κανόνα, ο οποίος εν πολλοίς ενσωματώνεται στο άρθρο 30 του Κεφ. 155.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά στην υπόθεση R. v. Cornell [2010] 2 S.C.R. 142, είναι η κύρια αυθεντία (leading case) σχετικά με τις εφαρμοστέες αρχές κατά την εξέταση της νομιμότητας του τρόπου εκτέλεσης δικαστικού εντάλματος έρευνας (βλ. The Law of Search & Seizure in Canada (ανωτέρω) σελ. 269). Η βασική αρχή είναι ότι οι αποφάσεις της αστυνομίας ως προς τον τρόπο εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, θα πρέπει να κρίνονται βάσει του τι ήταν ή θα έπρεπε να ήταν γνωστό στην αστυνομία κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας, και όχι με αναφορά σε εκ των υστέρων γνώση. Εάν μεταγενέστερα η πληροφόρηση της αστυνομίας αποδειχθεί λανθασμένη, τούτο δεν εκθεμελιώνει τη νομιμότητα της έρευνας, ούτε καθιστά τα κατασχεθέντα αντικείμενα μη αποδεκτή μαρτυρία. Όπως αναφέρεται στη σελ. 269 του εν λόγω συγγράμματος με αναφορά στην Cornell:
"(1) The police action must be judged by what was or should reasonably have been known to them at the time, non in the light of how things turned out to be. Just as the Crown cannot rely on after-the-fact justifications for the search, the decision about how to conduct it cannot be attacked on the basis of circumstances that were not reasonably known to the police at the time."
(βλ. R. v. Rutledge [2017] O.J. 4032 και The Law of Search & Seizure in Canada (ανωτέρω) σελ. 269, 281).
Συναφής με την πιο πάνω αρχή είναι η θέση του Αγγλικού δικαίου ότι το εύλογο της υποψίας για ανακοπή, έρευνα και σύλληψη προσώπου άνευ δικαστικού εντάλματος, βάσει των εξουσιών οι οποίες παρέχονται στην αστυνομία βάσει του σχετικού νόμου (Police and Criminal Evidence Act 1984), αποτιμάται βάσει της πληροφόρησης και αντίληψης την οποία είχε το αστυνομικό όργανο κατά το χρόνο διενέργειας της έρευνας ή σύλληψης, χωρίς αναφορά σε εκ των υστέρων γνώση (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2023, παρ. D1.4).
Στην προκείμενη περίπτωση η απουσία του Εφεσείοντος κατά την έρευνα, παρότι ειδοποιήθηκε να είναι παρών και παρήλθε χρόνος πέραν των δυο ωρών μέχρι την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας στην οικία, οδηγεί ευλόγως στο συμπέρασμα ότι η απουσία του υπήρξε ηθελημένη. Του δόθηκε πέραν του εύλογου χρόνου για να είναι παρών στην αστυνομική έρευνα. Προφανώς δεν ήθελε να επιτρέψει ελεύθερη είσοδο στην αστυνομία, τοσούτω δε μάλλον να παρέχει κάθε εύλογη διευκόλυνση για τη διεξαγωγή της έρευνας, ως ορίζει το άρθρο 30(1) του Κεφ. 155. Με βάση το άρθρο 30(2) του Κεφ. 155, εφόσον δεν κατέστη δυνατή η εξασφάλιση εισόδου στην οικία με τον τρόπο που καθορίζεται στο εδάφιο (1) του ιδίου άρθρου, η αστυνομία δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις να προχωρήσει στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας με τον τρόπο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 11. Δεν ήταν λογικά αναμενόμενο από την αστυνομία να περιμένει επ' αόριστο την άφιξη του Εφεσείοντος, για την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας.
Πέραν τούτου κατά τον χρόνο εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, η πληροφόρηση της αστυνομίας ήταν ότι ο αδελφός του Εφεσείοντος ήταν ο ένας εκ των δυο ενοικιαστών της οικίας. Βάσει αυτής της πληροφόρησης εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, το οποίο προσδιορίζει την οικία, ως οικία του Εφεσείοντος και του αδελφού του. Το ότι εκ των υστέρων διεφάνη ότι ο αδελφός δεν ήταν στην πραγματικότητα ενοικιαστής, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της έρευνας ούτε την εγκυρότητα του εντάλματος έρευνας, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε με κανένα ένδικο μέσο, ούτε υπήρξε ισχυρισμός για κακοπιστία των αστυνομικών οργάνων. Όπως αναγνωρίζει η πιο πάνω νομολογία, η νομιμότητα των ενεργειών της αστυνομίας κρίνεται βάσει της πληροφόρησης την οποία είχε κατά τον χρόνο της έρευνας, και όχι υπό το φως της εκ των υστέρων γνώσης.
Επομένως η παρουσία του αδελφού κατά την έρευνα παρείχε πρόσθετο νομιμοποιητικό έρεισμα στην εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Εφόσον δεν είχε τα κλειδιά εισόδου και δεν μπορούσε να επιτρέψει ελεύθερη είσοδο στην αστυνομία, ενεργοποιούνταν οι πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Κεφ. 155.
Oι συνήγοροι του Εφεσείοντος αναφέρονται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Φλώριδας (Η.Π.Α.), στην υπόθεση Silva v. State 344 So 2d 559, 562 (1977), όπου έρευνα άνευ δικαστικού εντάλματος, σε ερμάρι διαμερίσματος όπου διέμενε ο αιτητής και η συμβία του εκρίθη παράνομη, καθότι το ερμάρι βρισκόταν κάτω από τον αποκλειστικό έλεγχο και κατοχή του αιτητή, και η συμβία δεν είχε πρόσβαση στο ερμάρι. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι κατ' αναλογία, εφόσον ο αδελφός δεν είχε κανένα δικαίωμα στην οικία και ο ίδιος ήταν απών, η έρευνα της αστυνομίας ήταν παράνομη.
Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε ένταλμα έρευνας του οποίου η εκτέλεση υπήρξε νόμιμη για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει.
Πρόσθετα, οι συνήγοροι του Εφεσείοντος εισηγούνται ότι για την είσοδο σε κλειστό χώρο, πέραν των προνοιών του εδαφίου (2) του άρθρου 11 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 30(2), θα πρέπει να ικανοποιούνται ταυτόχρονα και οι πρόνοιες του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου. Εισηγείται ότι το αστυνομικό όργανο το οποίο θα εκτελέσει το ένταλμα έρευνας, θα πρέπει να έχει λόγο να πιστεύει ότι το πρόσωπο έχει εισέλθει ή βρίσκεται εντός του χώρου.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι νομικά εσφαλμένη. Το άρθρο 30(2) παραπέμπει ειδικά στον τρόπο που καθορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 11, και όχι σε ολόκληρο το λεκτικό του εδαφίου (2), το οποίο αφορά τη σύλληψη καταδιωκόμενου προσώπου σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται είσοδος με τον τρόπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 11. Βάσει του λεκτικού του εδαφίου (1), η εμβέλεια του περιορίζεται στη διαδικασία έρευνας χώρου προς τον σκοπό σύλληψης καταδιωκόμενου προσώπου, νοουμένου ότι το πρόσωπο έχει εισέλθει και βρίσκεται εντός του χώρου, και το αστυνομικό όργανο έχει λόγο να πιστεύει ότι βρίσκεται εντός αυτού. Το εδάφιο (1) του άρθρου 11 δεν σχετίζεται και δεν αφορά τη διαδικασία έρευνας σε κλειστό χώρο, η οποία αποτελεί αντικείμενο του άρθρου 30. Ούτε τα γεγονότα της υπόθεσης κατά τον χρόνο της έρευνας σχετίζονται με σύλληψη καταδιωκόμενου προσώπου.
Στρεφόμαστε τώρα στην εξέταση της θέσης ότι η έρευνα υπήρξε αντισυνταγματική, παραβιάζουσα το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και απαραβίαστου της κατοικίας που κατοχυρώνουν τα άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος αντίστοιχα, και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Δεν αμφισβητείται ότι η υπό αναφορά οικία στην οποία ανευρέθηκαν τα ναρκωτικά, συνιστά «κατοικία» για σκοπούς του άρθρου 16 του Συντάγματος. Ο όρος «κατοικία» ερμηνεύεται διασταλτικά και περιλαμβάνει κάθε χώρο που χρησιμοποιείται για διαμονή μόνιμη ή προσωρινή, ή για εργασία και ο οποίος δεν είναι προσιτός για όλους, περιλαμβανομένης διαμονής σε εξοχική κατοικία, ή δωμάτιο ξενοδοχείου και περιλαμβάνει επαγγελματικούς χώρους γραφείου. Στην ερμηνεία του όρου «κατοικία» στο άρθρο 16 του Συντάγματος, αντλείται καθοδήγηση από τη νομολογία του ΕΔΑΔ στην ερμηνεία του ιδίου όρου στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας, ως προέκταση του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (βλ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 150/22, ημερ. 19.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B17, Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες» του Α. Μάνεση 4η έκδοση, σελ. 224, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η έκδοση (2016), του Λ.Α. Σισιλιάνου, σελ. 404-405, Law of the European Convention on Human Rights, 5η έκδοση (2023) των Harris, O'Boyle and Warbrick, σελ.514-515)
Το απαραβίαστο της κατοικίας υπόκειται στους κάτωθι περιορισμούς οι οποίοι ρητώς καθορίζονται στο άρθρο 16.2 του Συντάγματος:
«2. Η είσοδος εις οιανδήποτε κατοικίαν ή οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής δεν επιτρέπεται, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ή οσάκις η είσοδος ενεργήται τη ρητή συναινέσει του ενοίκου ή προς τον σκοπόν διασώσεων θυμάτων οιουδήποτε αδικήματος βίας ή οιασδήποτε καταστροφής» (Υπογράμμιση δική μας).
Η φράση «ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει» σημαίνει ότι η έρευνα πέραν της ύπαρξης δικαστικού εντάλματος δεόντως αιτιολογημένου, θα πρέπει να συνάδει με τα όσα ο νόμος ορίζει για το σύννομο της αστυνομικής έρευνας σε κατοικία. Θα πρέπει επομένως να υπάρξει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 30 του Κεφ. 155. ’λλως πως η έρευνα καθίσταται αντισυνταγματική. Νομικό έρεισμα για αυτή τη θέση αντλούμε από το σύγγραμμα Ατομικά Δικαιώματα του Π.Δ. Δαγτόγλου, 4η έκδοση (2012), σελ. 346 - 351, όπου ερμηνεύεται η ίδια φράση στο άρθρο 9 του Ελληνικού Συντάγματος το οποίο προστατεύει το άσυλο της κατοικίας, με αναφορά στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες διέπουν τη διεξαγωγή κατ' οίκον έρευνας, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Για λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει υπήρξε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 30 κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας και επομένως δεν τίθεται θέμα παραβίασης του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Η επιχειρηματολογία ότι η έρευνα αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 15 του Συντάγματος, στηρίζεται στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις υποθέσεις Μοδέστου ν. Ελλάδος, Προσφυγή υπ' αριθμόν 51563/13, υπόθεση ημερ. 16.03.2017, και Bagiyeva v Ukraine, Application No. 41085/05, απόφαση ημερ. 28.07.2016.
Με βάση τα γεγονότα στην Μοδέστου, η είσοδος και έρευνα στην οικία του προσφεύγοντος από την αστυνομική και εισαγγελική αρχή διενεργήθηκε στην απουσία του. Για να πετύχουν είσοδο στην οικία κάλεσαν κλειδαρά ο οποίος άνοιξε την εξώπορτα. Στην παρουσία μιας γειτόνισσας η οποία ήταν Ολλανδή υπήκοος, προέβησαν σε έρευνα και κατάσχεση πολλών αντικειμένων. Η έρευνα διήρκησε 12,5 ώρες. Από την δικογραφία δεν ήταν σαφές εάν οι αρχές επιχείρησαν να επικοινωνήσουν με τον προσφεύγοντα πριν την διενέργεια της έρευνας, ούτε επιχείρησαν να τον ειδοποιήσουν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η δε Ολλανδή, η οποία κλήθηκε από την αστυνομία ως μάρτυρας στην έρευνα με βάση το νόμο (άρθρο 257 Ποινικής Δικονομίας), δεν είχε καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας με αποτέλεσμα να μη δύναται να λαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τα διαδραματισθέντα κατά την έρευνα. Η έρευνα κατέληξε στην κατάσχεση εκατοντάδων εγγράφων τα οποία ουδέποτε διευκρινίστηκε αν είχαν άμεση σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Το ένταλμα έρευνας ήταν ασαφές ενώ δεν υπήρξε εκ των υστέρων δικαστικός έλεγχος. Η παρουσία του προσφεύγοντος κατά την έρευνα ήταν εκ των πραγμάτων σημαντική για να διασφαλιστεί ότι θα περιοριζόταν στο αναφερόμενο επί του εντάλματος αδίκημα, και δεν θα υπήρχαν τυχόν καταχρήσεις. Αποφασίστηκε ότι υπό τις περιστάσεις η επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής ήταν δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Τα γεγονότα της ενώπιον μας υπόθεσης διαφέρουν ουσιωδώς από αυτά στην Μοδέστου. Εδώ υπήρχε ξεκάθαρη μαρτυρία από τον Μ.Κ., ότι ο ένοικος του υπό διερεύνηση χώρου (Εφεσείων) ειδοποιήθηκε για να είναι παρών στην έρευνα, αλλά ηθελημένα απουσίασε. Πέραν τούτου στην έρευνα παρών ήταν ο αδελφός του, ο οποίος αναγραφόταν στο δικαστικό ένταλμα ως ένας από τους υπεύθυνους του χώρου. Η έρευνα της οικίας εξουσιοδοτήθηκε από δικαστικό όργανο και ο σκοπός του εντάλματος ήταν απολύτως σαφής. Τα δε κατασχεθέντα ναρκωτικά ήταν το αντικείμενο της έρευνας. Η είσοδος της αστυνομίας με διάρρηξη του παραθύρου έγινε βάσει του άρθρου 30(2) του Κεφ. 155, εφόσον δεν μπορούσε άλλως πως να εξασφαλιστεί είσοδος στην οικία. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας γινόταν στον αδελφό επίστηση στο νόμο κάθε φορά που ανευρίσκονταν ναρκωτικά. Δεν τέθηκε ούτε υπήρξε θέμα κατάχρησης εξουσίας από μέρους των αστυνομικών οργάνων. Εν προκειμένω η επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής έγινε σύμφωνα με τον νόμο και υπήρξε πλήρης αναλογικότητα της επέμβασης με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Στο διάγραμμα αγόρευσης ο Εφεσείων διερωτάται γιατί η αστυνομία δεν τον ανέμενε να έρθει στο μέρος εφόσον δεν υπήρχε κατεπείγων λόγος εκτέλεσης του εντάλματος. Εν όψει της έντονης παρουσίας της αστυνομίας και δεδομένου ότι η πόρτα εισόδου της οικίας ήταν κλειδωμένη, εξ αντικειμένου δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί το αποτέλεσμα της έρευνας. Δεν αποκρύπτονταν, για παράδειγμα, εκρηκτικές ύλες στην οικία με άμεσο κίνδυνο ανάφλεξης, ώστε να καθίσταται αναγκαία και επιτακτική η άμεση είσοδος της αστυνομίας, για την αποτροπή βλάβης ή απώλειας σε ανθρώπινες ζωές.
Διαφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η έρευνα της οικίας έγινε μετά πάροδο δυο ωρών και δεκαπέντε λεπτών από την ειδοποίηση του Εφεσείοντος. Του δόθηκε πολύ πέραν του εύλογου χρόνου για να εμφανιστεί. Θα ήταν παράλογο για την αστυνομία να περιμένει επ' αόριστο την άφιξη του Εφεσείοντος για να εκτελέσει το ένταλμα. Επιπρόσθετα η αναγραφή του αδελφού στο ένταλμα έρευνας ως ενός εκ των κατόχων της οικίας, παρείχε πρόσθετο νομιμοποιητικό έρεισμα στην αστυνομία για εκτέλεση του εντάλματος. Εφόσον δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί ελεύθερη πρόσβαση στην οικία μέσω του Εφεσείοντος και του αδελφού του, η αστυνομία νομίμως προχώρησε βάσει του άρθρου 30(2) του Κεφ. 155, σε παραβίαση του πλαϊνού παραθύρου της κουζίνας για να επιτύχει την είσοδο.
Ερχόμαστε τώρα στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Bagiyeva v. Ukraine (ανωτέρω). Με βάση τα γεγονότα η αστυνομία εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα έρευνας διαμερίσματος, για το οποίο υπήρχε λόγος να πιστεύεται ότι φυλάγονταν πλαστά έγγραφα και μέσα παραχάραξης εγγράφων. Κατά την άφιξη της αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι το διαμέρισμα ήταν κλειδωμένο, και ουδείς ανταποκρίθηκε όταν χτυπήθηκε το κουδούνι εισόδου. Ακολούθως η αστυνομία κάλεσε ειδική μονάδα, η οποία παραβίασε την είσοδο διαμερίσματος. Η έρευνα διεξήχθη στην παρουσία δυο μαρτύρων και ενός αντιπροσώπου της διαχειριστικής επιτροπής της πολυκατοικίας. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων υπήρξε από μέρους τους ειδοποίηση της αιτήτριας για την έρευνα.
Σύμφωνα με την αιτήτρια, εκείνη τη μέρα βρισκόταν με τη θυγατέρα της εκτός πόλης, είχε συνεχώς το κινητό τηλέφωνο μαζί της, και δεν επικοινώνησε μαζί της η Αστυνομία. Μετά πάροδο τριών ημερών η αιτήτρια επέστρεψε στο διαμέρισμα. Βρήκε την πόρτα εισόδου παραβιασμένη και σφραγισμένη. Με την άδεια του αστυνομικού εξεταστή εισήλθε στο διαμέρισμα το οποίο βρισκόταν σε ανάστατη κατάσταση. Διεπίστωσε ότι έλειπαν ορισμένα αντικείμενα ιδιοκτησίας της, τα οποία δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο κατασχεθέντων αντικειμένων. Ακολούθησε καταγγελία στην αστυνομία για κλοπή περιουσίας και κατάχρηση εξουσίας υπό των αστυνομικών οργάνων τα οποία συμμετείχαν στην έρευνα. Στην πορεία οι αστυνομικές αρχές παραδέχτηκαν ότι κατασχέθηκε αριθμός αντικείμενων τα οποία δεν περιλήφθηκαν στον κατάλογο, τα οποία επέστρεψαν στην αιτήτρια. Στην απόφαση το ΕΔΑΔ σημειώνει ότι δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του πειστική μαρτυρία ότι η αιτήτρια ειδοποιήθηκε από την αστυνομία πριν την έρευνα. Οι καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως αμερόληπτη μαρτυρία. Το δικαστικό ένταλμα δεν έθεσε κατάλληλα όρια για τον σκοπό της έρευνας και τα αστυνομικά όργανα κατάσχεσαν αντικείμενα τα οποία δεν ενέπιπταν εντός του πλατιού εύρους της έρευνας ως ορίστηκε από το δικαστήριο. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αρχές παραδέχτηκαν την κατάσχεση αντικειμένων τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στην έρευνα. Οι δε μάρτυρες οι οποίοι κλήθηκαν από την αστυνομία να παραστούν στην έρευνα και οι εκπρόσωποι της διαχειριστικής επιτροπής του κτιρίου, δεν διασφάλισαν ότι έγινε καταγραφή όλων των κατασχεθέντων αντικειμένων. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ασφαλιστικές δικλείδες του εθνικού δικαίου αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, με αποτέλεσμα η έρευνα του διαμερίσματος της αιτήτριας να συνιστά επέμβαση δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Αντιπαραβάλλοντας τα γεγονότα στην Bagiyeva με αυτά της ενώπιον μας υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι διαφέρουν ουσιωδώς. Εν προκειμένω δεν υπάρχουν διϊστάμενοι ισχυρισμοί γεγονότων στο κατά πόσο ειδοποιήθηκε ο Εφεσείων από την αστυνομία για να παρευρεθεί στην έρευνα. Πέραν τούτου, παρών πριν και κατά την έρευνα ήταν ο αδελφός του Εφεσείοντος, γεγονός το οποίο παρείχε πρόσθετο νομιμοποιητικό έρεισμα στην έρευνα, για τους τους λόγους που εξηγήσαμε. Η μοναδική εκδοχή γεγονότων ήταν αυτή του Μ.Κ., η οποία κατόπιν αξιολόγησης, έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο. Ούτε ο Εφεσείων, ούτε η μητέρα και αδελφός του κλήθηκαν ως μάρτυρες υπεράσπισης για να αντικρούσουν τη μαρτυρία του Μ.Κ., η οποία, ως ορθά διαπιστώνει το Κακουργιοδικείο, παρέμεινε αναντίλεκτη. Επίσης, δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να πλήττει τα κίνητρα ή την αντικειμενικότητα του Μ.Κ., ή οτιδήποτε το νομικά επιλήψιμο στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας, η οποία διεξήχθη εντός του αυστηρού πλαισίου του δικαστικού εντάλματος. Αντίθετα, στην Bagiyeva υπήρξε εμφανής κατάχρηση εξουσίας των αστυνομικών οργάνων, τα οποία κατέσχεσαν περιουσία της αιτήτριας εκτός πλαισίου της έρευνας και καθόλα άσχετης με την υπό διερεύνηση υπόθεση, ήτοι τέσσερα κινητά τηλέφωνα, κάρτες κινητής τηλεφωνίας, κοσμήματα και μπουκάλα ουίσκι, το οποίο οδήγησε στην εναντίον τους καταγγελία για κλοπή.
Το ΕΔΑΔ αναφέρει ότι οι καταθέσεις των αστυνομικών οργάνων αφορώσες την ειδοποίηση της αιτήτριας πριν την έρευνα, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως αμερόληπτη μαρτυρία, και επομένως δεν τέθηκε ενώπιον του πειστική μαρτυρία από τις αρχές. Με την εν λόγω διαπίστωση, η οποία ήταν συνυφασμένη με τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν τίθεται οποιοσδήποτε γενικός κανόνας ότι οι καταθέσεις αστυνομικών οργάνων εν γένει στερούνται αμεροληψίας ή αντικειμενικότητας. Περαιτέρω, είναι σαφής η νομολογία του ΕΔΑΔ, ότι δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση γεγονότων με αυτή του ημεδαπού δικαστηρίου (fourth instance doctrine) εκτός, κατ΄εξαίρεση, σε περιπτώσεις όπου τα ευρήματα ή συμπεράσματα είναι εμφανώς αυθαίρετα κατά τρόπο που οδηγούν σε παραβίαση της Σύμβασης, το οποίο δεν ισχύει στην προκείμενη περίπτωση (βλ. Practical Guide on Admissibility Criteria (31.08.2022) Council of Europe, παρ. 293 - 296, De Tommaso v Italy, Αίτηση 43395/09, απόφαση ημερ. 23.02.2017 [GC], παρ. 170, Kononov v. Latvia Αίτηση 36336, απόφαση ημερ. 17.05.2010 [GC] παρ. 189).
Δεύτερον, παρατηρούμε ότι στην Bagiyeva, ο καθόλα επιλήψιμος τρόπος εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας από τις αστυνομικές αρχές, τον οποίο επιμαρτυρεί η κατάσχεση προσωπικής περιουσίας της Αιτήτριας άσχετης με την έρευνα, οδηγώντας σε καταγγελία για κλοπή περιουσίας, δημιουργούσε εξ αντικειμένου αμφιβολία για τα κίνητρα των αστυνομικών οργάνων, στερώντας τη μαρτυρία τους από τα εχέγγυα αντικειμενικότητας. Πρόσθετα, ως αναφέρεται στην απόφαση, οι δυο μάρτυρες και εκπρόσωπος της διαχειριστικής επιτροπής οι οποίοι παρευρέθηκαν στην έρευνα, δεν βεβαίωσαν ότι η κατάσχεση αντικειμένων βρισκόταν εντός πλαισίου του εντάλματος έρευνας. Σε αντίθεση με τη παρούσα υπόθεση, όπου όλα τα κατασχεθέντα αντικείμενα ήταν εντός πλαισίου της έρευνας. Επίσης παρών κατά την έρευνα στην οικία ήταν ο αδελφός του Εφεσείοντος, ο οποίος βάσει του δικαστικού εντάλματος, ήταν συνυπεύθυνος του χώρου.
Οι συνήγοροι του Εφεσείοντος αναφέρονται και στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Kilyen v Romania, Αίτηση 44817/04, απόφαση ημερ. 25.2.2014, όπου δυο αστυνομικοί χωρίς ένταλμα έρευνας εισήλθαν στην αυλή της κατοικίας του Αιτητή ενόσω αυτός ήταν απών και χωρίς τη συγκατάθεση του, με σκοπό να ελέγξουν εάν τα δυο σταθμευμένα οχήματα ήταν κλοπιμαία. Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης καθότι τα σχετικά άρθρα του εθνικού δίκαιου, ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις αστυνομικών οργάνων, δεν περιείχαν ειδικές και καθαρές πρόνοιες για έρευνα κατοικιών χωρίς ένταλμα έρευνας, και δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη συγκατάθεση του κατόχου της κατοικίας (βλέπε παρ. 33-36). Δεν υπήρχε επομένως ικανοποιητική νομική βάση για την επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής.
Η εν λόγω απόφαση ουδεμία σχέση έχει με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εδώ υπήρχε σαφής εξουσιοδότηση για την έρευνα βάσει δικαστικού εντάλματος. Η δε είσοδος στην οικία με παραβίαση του παραθύρου, για λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, έγινε νόμιμα βάσει του άρθρου 30(2) του Κεφ. 155.
Τέλος, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και εκτός πλαισίου της δίκης εντός δίκης, λήφθηκε στην ενδιάμεση απόφαση υπόψη (α) ότι ο Εφεσείων όχι μόνο δεν παρουσιάστηκε εκείνη την ημέρα αλλά συνελήφθη μετά που καταζητείτο για περίοδο τριών χρόνων, και (β) η επιθυμία του να μην παρευρεθεί στην έρευνα φαίνεται και από το μεταγενέστερο γεγονός ότι παρακίνησε την ιδιοκτήτρια της οικίας να κλείσει το τηλέφωνο της για να μην απαντήσει στην αστυνομία και να φύγει για να μην της ληφθεί κατάθεση. Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την εισήγηση. Θεωρούμε ότι η εκ των υστέρων συμπεριφορά του Εφεσείοντος, ειδικά το ότι ήταν καταζητούμενο πρόσωπο για τρία και πλέον χρόνια, αποτελεί στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας το οποίο ενισχύει το συμπέρασμα περί ηθελημένης απουσίας του κατά την έρευνα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
(ΙΙ) Η μη επανεξέταση της ενδιάμεσης απόφασης 18.2.2021
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην επανεξετάσει την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση, καθότι δεν τέθηκαν ενώπιον του νέα στοιχεία ή μαρτυρία. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της απόφασης, στη σελ. 18:
«Κατ' αρχάς δεν διαφωνούμε με την υπόδειξη στην Αίτηση Παύλου, ανωτέρω [Αρ. 28/2021, ημερ. 1.3.2021], ότι το Δικαστήριο διατηρεί σε κάθε περίπτωση, την ευχέρεια αποκλεισμού αυτής της μαρτυρίας σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά απεναντίας συμφωνούμε και γι' αυτό ερωτήθηκε ο συνήγορος υπεράσπισης ποια ήταν τα νέα στοιχεία ή νέα μαρτυρία. Ανέφερε ότι η Δίκη εντός Δίκης είναι μια ξεχωριστή δίκη από την κυρίως Δίκη. Ήδη αυτό λέχθηκε στην ενδιάμεση μας απόφαση στη Δίκη εντός Δίκης στις 18.2.2021 και επομένως δεν υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση. Επίσης ανέφερε ότι τώρα κατέθεσαν 9 μάρτυρες κατηγορίας ενώ στη Δίκη εντός Δίκης 1 μάρτυρας κατηγορίας. Και με αυτό συμφωνούμε. Όμως δεν είναι ζήτημα αριθμού μαρτυρίας, αλλά στοιχείων που παρατίθενται με τη μαρτυρία, τέτοιων που να δικαιολογούν την επανεξέταση του ζητήματος της αποδεκτότητας των τεκμηρίων. Οι Μ.Κ.2, 4 και 7 που σχετίζονται με τις έρευνες που δεν είχαν ιδίαν γνώση για τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του Μ.Κ.1 και της μητέρας και του αδελφού του κατηγορούμενου, αφού αυτοί δεν ήταν παρόντες κατά τη συνομιλία του Μ.Κ.1 με αυτά τα πρόσωπα και απλώς λάμβαναν οδηγίες από τον Μ.Κ.1. Οι υπόλοιποι Μ.Κ. δεν σχετίζονται με αυτό το ζήτημα. Η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι κανένας Μ.Κ., εννοώντας βέβαια απ' αυτούς που έλαβαν μέρος στις έρευνες και κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν επιβεβαίωσε ότι κλήθηκε ο κατηγορούμενος να παραστεί στο μέρος δεν αποτελεί νέα μαρτυρία, αφού εξ' αρχής η Κατηγορούσα Αρχή, περί αυτού του ζητήματος η θέση της ήταν ότι ο Μ.Κ.1 μόνο είχε γνώση ..» (Υπογράμμιση δική μας).
Στο διάγραμμα αγόρευσης του ο Εφεσείων προβαίνει σε λεπτομερή καταγραφή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του.
Έχουμε εξετάσει ενδελεχώς τη μαρτυρία η οποία έχει δοθεί στην κυρίως δίκη, αντιπαραβάλλοντας την με τη μαρτυρία της δίκης εντός δίκης, και συμφωνούμε πλήρως με την πιο πάνω κατάληξη του Κακουργιοδικείου. Η επανεξέταση ενδιάμεσης απόφασης για αποδοχή μαρτυρίας μετά από δίκη εντός δίκης, δικαιολογείται μόνον όταν η μαρτυρία η οποία δίνεται στην κυρίως δίκη, δημιουργεί αμφιβολίες για την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης (βλ. Watson (1980) 2 All E.R. 293, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2012) 2 Α.Α.Δ. 320, Στυλιανού κ.α. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 268/15 (Σχ. με 298/15, 304/15, 307/16) ημερ. 13.12.2018, Blackstone's Criminal Practice 2023, D16.48).
Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τη μαρτυρία του Μ.Κ.1 στην κυρίως δίκη, η οποία ήταν ταυτόσημη με την μαρτυρία του στη δίκη εντός δίκης, επί όλων των αμφισβητούμενων ζητημάτων. Κατά την αντεξέταση ο Μ.Κ.1 αρνήθηκε όλες τις περί του αντιθέτου υποβολές της υπεράσπισης. Ερωτηθείς ποια η αναγκαιότητα να εκτελέσουν το ένταλμα στην απουσία του Εφεσείοντος, διερωτήθηκε αν έπρεπε να περιμένουν τέσσερα χρόνια για να το εκτελέσουν. Εφόσον δόθηκε εύλογος χρόνος στον Εφεσείοντα να εμφανιστεί και δεν εμφανίστηκε στον χώρο της έρευνας, η αστυνομία δεν μπορούσε να περιμένει επ' άπειρον για να εκτελέσει το ένταλμα. Επικαλέστηκε δε την παρουσία του αδελφού του Εφεσείοντος κατά την έρευνα ως πρόσθετο νομιμοποιητικό έρεισμα για την εκτέλεση του εντάλματος, καθότι αναγραφόταν επ' αυτού ως ύποπτος και συνυπεύθυνος της οικίας. Είναι μόνο εκ των υστέρων κατά τις αστυνομικές εξετάσεις που διεφάνη ότι ο αδελφός δεν είχε σχέση με την οικία και τα ανευρεθέντα ναρκωτικά.
Ο υπαστυνόμος ΧΧΧ Ιωάννου (Μ.Κ.2) στη μαρτυρία του αναφέρει ότι ο Μ.Κ.1 τον ενημέρωσε για την απουσία του Εφεσείοντος κατά την έρευνα και ότι προηγουμένως ενημερώθηκε από τη μητέρα του για να είναι παρών. Έγιναν έρευνες προς εντοπισμό του, με περίπολο της αστυνομίας εντός του χωριού Βρυσούλες, και σε κάποιους άλλους χώρους για τους οποίους είχαν πληροφορίες ότι πιθανόν να βρισκόταν, χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Ο Μ.Κ.2 αναφέρθηκε λεπτομερώς και στις ενέργειες της αστυνομίας προς εντοπισμό και αναζήτηση του Εφεσείοντος, μετά που εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Ενημερώθηκαν όλα τα τμήματα της αστυνομίας, τοποθετήθηκαν τα στοιχεία του στο Stop List, ενημερώθηκαν τα οδοφράγματα για την ύπαρξη του εντάλματος σύλληψης, γίνονταν προσπάθειες εντοπισμού του, και δημοσιεύτηκε μια φορά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι είναι καταζητούμενος με τη φωτογραφία του. Μετά πάροδο 3,5 ετών κατόπιν πληροφόρησης, έγινε κατορθωτή η σύλληψη του Εφεσείοντος σε υποστατικό στο χωριό Αυγόρου, το οποίο κατά τον Μ.Κ.2 ήταν κρησφύγετο. Σχετικά με τη νομική βάση εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας, ο Μ.Κ.2, επίσης επικαλέστηκε την παρουσία του αδελφού του Εφεσείοντος, ο οποίος κατονομαζόταν στο ένταλμα ως ένας εκ των δυο υπόπτων και συνυπεύθυνων της οικίας.
Στο ερώτημα γιατί δεν έθεσαν την οικία υπό φρούρηση και να περιμένουν να εντοπιστεί ο Εφεσείων προτού εκτελεστεί το ένταλμα, ο μάρτυς απάντησε ότι εφόσον ειδοποιήθηκε και δεν προσήλθε στον χώρο για να εκτελεστεί το ένταλμα θεώρησαν πλέον δεδομένο ότι δεν θα ερχόταν. «’ρα και να φρουρούσαμε το σπίτι και μια μέρα και 2 και 5, όπως εξελίχτηκαν τα γεγονότα πάλι δεν θα ερχόταν ο κατηγορούμενος».
Οι Μ.Κ.4 και Μ.Κ.7 δεν πρόσθεσαν οτιδήποτε επί της μαρτυρίας του Μ.Κ.1. Επιβεβαίωσαν πλείστα όσα ανέφερε για τις έρευνες, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η είσοδος στην οικία, και την παρουσία του αδελφού καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Ως προς την τηλεφωνική ειδοποίηση του Εφεσείοντος από τη μητέρα και το τηλεφώνημα του αδελφού του, οι Μ.Κ.4 και Μ.Κ.7 ανέφεραν ότι αυτά δεν έγιναν στην παρουσία τους και επομένως δεν είχαν πρωτογενή γνώση. Ανέφεραν μόνο ότι πληροφορήθηκαν το γεγονός από τον Μ.Κ.1. Σε ό,τι αφορά τη νομική βάση εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας στην απουσία του Εφεσείοντος, όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας επικαλέστηκαν την παρουσία του αδελφού του Εφεσείοντος, ο οποίος αναφερόταν επί του εντάλματος ως ένας εκ των δυο κατόχων της οικίας και ως ύποπτος για απόκρυψη ναρκωτικών. Ανέφεραν επίσης ότι εκ υστέρων στην πορεία των αστυνομικών εξετάσεων διεφάνη ότι ο αδελφός δεν είχε σχέση με την οικία ή τα ναρκωτικά.
Στη βάση των πιο πάνω, κρίνουμε ότι όχι μόνο δεν δημιουργούνται αμφιβολίες για την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης, αλλά τουναντίον ενισχύεται το συμπέρασμα για την ύπαρξη ηθελημένης απουσίας του Εφεσείοντος κατά την έρευνα και το σύννομο των ενεργειών της αστυνομίας. Επιπρόσθετα, η εξαφάνιση του Εφεσείοντος μετά την έρευνα και η μη σύλληψη του για περίοδο 3,5 ετών ενώ καταζητείτο από την αστυνομία, αποτελεί περιστατική μαρτυρία ένοχης συμπεριφοράς, βάσει των όσων αναφέρονται στο πλαίσιο εξέτασης του έβδομου λόγου έφεσης.
Τέλος, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η επανεξέταση της ενδιάμεσης απόφασης δικαιολογείτο καθότι στην τελική απόφαση το Κακουργιοδικείο έκρινε αναξιόπιστη την ιδιοκτήτρια της οικίας (Μ.Κ.5), ενώ στην ενδιάμεση απόφαση γίνεται αναφορά σε κατάθεση της στην αστυνομία, συμφώνως της οποίας μετά την έρευνα ο Εφεσείων την παρακίνησε να κλείσει το κινητό της τηλέφωνο για να μην απαντήσει στην αστυνομία και να φύγει για να μην της ληφθεί κατάθεση. Διαφωνούμε. Προκύπτει από την ενδιάμεση απόφαση ότι η αναφορά στην κατάθεση της Μ.Κ.5 γίνεται συμπληρωματικά, άνευ επηρεασμού του υπόλοιπου μέρους της μαρτυρίας του Μ.Κ. επί του οποίο ερείδεται το συμπέρασμα περί ηθελημένης απουσίας του Εφεσείοντος κατά την έρευνα. Συνεπώς, η αναξιοπιστία της Μ.Κ.5, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε αμφιβολία για την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
(ΙΙΙ) Η απόρριψη αιτήματος για κλήτευση της μητέρας και αδελφού του Εφεσείοντος για αντεξέταση
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 5.4.2021, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της υπεράσπισης βάσει του άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, να κλητευθούν για αντεξέταση η μητέρα και αδελφός του Εφεσείοντος, καθότι οι δηλώσεις τους στις οποίες αναφέρθηκε ο Μ.Κ.1, αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο αφού εξέτασε λεπτομερώς τις αρχές οι οποίες διέπουν τη φύση της εξ ακοής μαρτυρίας, με αναφορά στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 2η έκδοση, 2016, των Ηλιάδη & Σάντη (σελ. 284, 291, 308, 309, 319), και την απόφαση στην Δημοκρατία ν. Πανή (Αρ.1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 124, κατέληξε ότι το αίτημα δεν αφορά εξ ακοής μαρτυρία. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι στην παρουσία του η μητέρα του κατηγορούμενου πήρε τηλέφωνο και μίλησε με τον κατηγορούμενο, όμως δεν του είπε οτιδήποτε για τη συνομιλία τους, απλώς άκουσε τη μητέρα του που του είπε ότι γίνεται έρευνα και να έρθει στο μέρος. Συνεπώς, δεν αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία αυτό που ο Μ.Κ.1 άκουσε να λέει η μητέρα του κατηγορούμενου. ’λλο είναι το θέμα αν μίλησε ή όχι με τον κατηγορούμενο η μητέρα του.
Σε σχέση με την αναφορά του Μ.Κ.1 ότι ο αδελφός του κατηγορούμενου πήρε τηλέφωνο τον κατηγορούμενο και ήταν κλειστό, όπως του είπε ο αδελφός του κατηγορούμενου και πάλι δεν αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, αφού αυτό είναι που του είπε ο αδελφός του κατηγορούμενου και όχι η αναφορά κάποιου άλλου προσώπου. Το κατά πόσο πήρε τηλέφωνο τον κατηγορούμενο ή όχι ο αδελφός του και το τηλέφωνο του κατηγορούμενου ήταν κλειστό είναι άλλο ζήτημα.
Κατά συνέπεια ως εκ των πιο πάνω το αίτημα αυτό απορρίπτεται». (Υπογράμμιση δική μας)
Συμφωνούμε με την κατάληξη του Κακουργιοδικείου και εν μέρει με το σκεπτικό. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι το τηλεφώνημα της μητέρας έγινε κατά παράκληση του Μ.Κ.1, ο οποίος την είδε να τηλεφωνά και την άκουσε να ειδοποιεί τον καλούμενο να έρθει στο μέρος για να παρευρεθεί στην αστυνομική έρευνα. Παρότι ο Μ.Κ.1 δεν είδε τον αριθμό τον οποίο καλούσε δεν άκουσε με ποιον μιλούσε η μητέρα, τον πληροφόρησε ότι μιλούσε με τον Εφεσείοντα. Ο δε αδελφός, ο οποίος επιχείρησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον Εφεσείοντα στη συνέχεια, πληροφόρησε τον Μ.Κ.1 ότι είχε το τηλέφωνο του κλειστό.
Στο άρθρο 23 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, δίνεται ο εξής ορισμός στην εξ ακοής μαρτυρία:
«εξ ακοής μαρτυρία" σημαίνει δήλωση που έγινε από πρόσωπο άλλο από εκείνο που καταθέτει σε πολιτική ή ποινική διαδικασία και η οποία προσάγεται ως μαρτυρία για απόδειξη των όσων αναφέρονται σε αυτή.»
Το άρθρο 23 είναι το εισαγωγικό άρθρο του «Ειδικού Μέρους», το οποίο εντάχθηκε στο Κεφ. 9, με την τροποποίηση του 2004 (Ν.32(Ι)/2004). Η ουσιαστική αλλαγή την οποία επέφερε η τροποποίηση, ήταν το άρθρο 24(1) με το οποίο καταργήθηκε ο κανόνας αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, παρέχοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στο δικαστήριο να μην αποδεχτεί εξ ακοής μαρτυρία εάν κρίνει ότι τούτο δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Πριν την κατάργηση του εξ ακοής κανόνα, η εξ ακοής μαρτυρία γινόταν αποδεκτή μόνο εάν ενέπιπτε σε μια από τις αναγνωρισμένες εξαιρέσεις του κοινοδικαίου. Οι εξαιρέσεις αυτές διατηρούνται με το άρθρο 24(3) το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«24 (3) Οι διατάξεις των άρθρων 26, 27 και 28 του παρόντος Μέρους δεν εφαρμόζονται αναφορικά με εξ ακοής μαρτυρία, η οποία θα ήταν αποδεκτή εν πάση περιπτώσει και χωρίς την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω μαρτυρία καθίσταται αποδεκτή και δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου».
Στην προκείμενη περίπτωση η ενέργεια της μητέρας να τηλεφωνήσει και τα όσα ο Μ.Κ.1 την άκουσε να λέει τηλεφωνικώς, δεν είναι εξ ακοής αλλά πρωτογενής μαρτυρία, καθότι έλαβαν χώρα στην παρουσία του Μ.Κ.1. Τα ίδια ισχύουν για την ενέργεια του αδελφού να τηλεφωνήσει στον Εφεσείοντα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα «Zuckerman on Criminal Evidence» (2η έκδοση) (2010), σελ. 385 (τελευταία παράγραφος):
«Imagine you are opposing counsel challenging a witness testifying in court with the clinching question: how do you know that? If the witness would reply 'I saw it', 'I heard it', 'I touched it', 'I felt it', or 'I smelt it' (taking care to define 'it', the contested fact to which the witness purports to testify, with appropriate precision), this is non-hearsay testimonial evidence. Evidence of what the witness perceived with his or her unaided senses, or in other words direct testimonial evidence, evades the clutches of the hearsay rule. But if the witness replies to the effect that 'so-and-so told me', her testimony is hearsay and prima facie inadmissible to the extent that it is adduced for a hearsay purpose, i.e. for its truth content".
(βλέπε και Phipson on Evidence (19η έκδοση) (2018) σελ. 932, παρ. 28-07, Andrews & Hirst on Criminal Evidence (4η έκδοση) (2001), σελ. 497, και Το Δικαιο της Απόδειξης, 2η έκδοση των Ηλιάδη και Σάντη, σελ. 291).
Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσο η δήλωση της μητέρας ότι μιλούσε με τον Εφεσείοντα, και η δήλωση του αδελφού ότι τηλεφώνησε στον Εφεσείοντα, αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία. Επί τούτου ο Μ.Κ.1 δεν είχε πρωτογενή γνώση καθότι δεν άκουσε το άλλο μέρος στη συνομιλία, ούτε γνώριζε την ταυτότητα του καλούμενου. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης είμαστε της γνώμης ότι οι δηλώσεις εμπίπτουν στην εξαίρεση του res gestae στον εξ ακοής κανόνα. Με βάση το κοινοδίκαιο η εξαίρεση του res gestae περιλαμβάνει τρεις διαφορετικές κατηγορίες δηλώσεων, οι οποίες στην Αγγλία, ρητώς διατηρούνται και προσδιορίζονται στο άρθρο 118(4) του Criminal Evidence Act 2003. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι το εδάφιο 4(b), συμφώνως του οποίου η δήλωση είναι δεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της, εάν συνοδεύεται από πράξη η οποία μπορεί να αξιολογηθεί ορθά ως μαρτυρία μόνο εάν εξεταστεί σε συνάρτηση με την δήλωση.
Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα του από το σύγγραμμα Phipson on Evidence (19η έκδοση) (2018), όπου εξηγείται η εν λόγω εξαίρεση στον εξ ακοής κανόνα, σελ. 1093, παρ. 31-24:
«By the Criminal Justice Act 2003, s. 118(1), para. 4 the following rule of law is preserved:
"Res gestae
Any rule of law which in criminal proceedings a statement is admissible as evidence of any matter stated if-
(b) the statement accompanied an act which can be properly evaluated as evidence only if considered in conjunction with the statement"
Statements accompanying and explaining an act have long been treated as admissible at common-law on the ground that they are part of the res gestae».
"Though you cannot give in evidence the declaration per se, yet when there is an act accompanied by a statement which is so mixed up with it to become part of the res gestae, evidence of such statement may be given" 104 [per Gove J. Howe v Malkin (1878) 40 L.T.196]
The rationale is obvious: if words and conduct constitute a composite act, the court may be misled if the conduct is considered without the accompanying words. An example given by the Law Commission involves a person running off as a policeman approaches. "This might appear incriminating; but if, as he runs away, the person calls out that he risks missing his last train home, the fact-finders should know this event even if they might choose not to believe the explanation. 105 [LRC, Report 245, para 8.123n]. In People v Cawley [2015] IECA 100 (CA), a Garda officer gave evidence that he had gone to a house with a warrant and made the sister of one of the defendants aware of specific items he was looking for. He testified that she had responded by pointing out various items to him, but on several occasions, he went further and added the explanation that she had given. The Court of Appeal said that the further details were admissible. "The statements ... were related to the performance of an act in issue or relevant to an issue . The act in each instance was the act of pointing an item out . Declarations that explain the performance of an act constitute a component of the recognised exception to the hearsay rule that embraces statements forming part of the res gestate". (Υπογράμμιση δική μας)
(βλ. και Cross & Tapper on Evidence, 10η έκδοση (2010), σελ. 571, Archbold 2021, παρ. 11-81).
Οι άλλες δυο κατηγορίες δηλώσεων εμπίπτουσες στην εξαίρεση του res gestae με βάση το κοινοδίκαιο, οι οποίες διατηρούνται και προσδιορίζονται στο άρθρο 118(4) του Criminal Evidence Act 2003, είναι (α) όταν η δήλωση έγινε από πρόσωπο τόσο συναισθηματικά φορτισμένο από γεγονός, ώστε η πιθανότητα κατασκευής ή παραποίησης του γεγονότος μπορεί να αγνοηθεί, και (β) εκεί όπου η δήλωση σχετίζεται με τη φυσική αίσθηση (physical sensation) ή νοητική κατάσταση του δηλούντος. Η σχετικότητα του άρθρου 118(4) με το άρθρο 24(3) του Κεφ. 9, αφορά στον προσδιορισμό των τριών διαφορετικών περιπτώσεων δηλώσεων οι οποίες εμπίπτουν στην εξαίρεση του res gestae με βάση το κοινοδίκαιο, οι οποίες, μαζί με όλες τις εξαιρέσεις στον εξ ακοής κανόνα, διατηρούνται με το άρθρο 24(3).
Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό αμφισβήτηση πράξη είναι το τηλεφώνημα της μητέρας προς τον Εφεσείοντα. Αναμφίβολα η δήλωση της μητέρας προς τον Μ.Κ.1, ότι στο τηλέφωνο μιλούσε με τον Εφεσείοντα, είναι επεξηγηματική του τηλεφωνήματος, έγινε ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα με το τηλεφώνημα, και αποτελεί μέρος του ιδίου πλέγματος γεγονότων. Συνεπώς ικανοποιεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους η δήλωση του αδελφού προς τον Μ.Κ.1, ότι τηλεφώνησε στον Εφεσείοντα αλλά το τηλέφωνο του ήταν κλειστό, αποτελεί μέρος του res gestae. Η αμφισβητούμενη πράξη ήταν το τηλεφώνημα προς τον Εφεσείοντα. Η δε δήλωση του αδελφού ήταν επεξηγηματική της ανεπιτυχούς τηλεφωνικής κλήσης.
Η εφαρμογή της εξαίρεσης του res gestae στις προαναφερθείσες δηλώσεις, η οποία διατηρείται βάσει του άρθρου 24(3), καθιστά την εν λόγω μαρτυρία της μητέρας και του αδελφού ότι τηλεφώνησαν στον Εφεσείοντα, δεκτή για την αλήθεια του περιεχομένου της. Συνακόλουθα δεν παρεχόταν εξουσία κλήτευσης μαρτύρων βάσει του άρθρου 26 του Κεφ. 9, εφόσον δεν εφαρμόζεται σε μαρτυρία η οποία θα ήταν εν πάση περιπτώσει αποδεκτή και χωρίς την κατάργηση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
(ΙV) H απόρριψη αιτήματος για επανάκληση του Μ.Κ.1
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 5.4.2021, με την οποία απέρριψε αίτημα της υπεράσπισης για επανάκληση του Μ.Κ.1, υποβληθέντος βάσει του άρθρου 54 του Κεφ. 155. Σκοπός της επανάκλησης ήταν να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες ετοιμάστηκε και πιστοποιήθηκε από τον Μ.Κ.1, η φερόμενη ανυπόγραφη κατάθεση του Μ.Κ.4 τεκμήριο 37, την οποία ο Μ.Κ.4 δεν αναγνώρισε στη μαρτυρία του. Η κατάθεση την οποία ο Μ.Κ.4 αναγνώρισε και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης, ήταν το Έγγραφο Ε1. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι και οι δυο καταθέσεις δόθηκαν στην υπεράσπιση πριν την αντεξέταση του Μ.Κ.1.
Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι τα όσα προέκυψαν από τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 δεν μπορούσαν με εύλογη επιμέλεια να προβλεφθούν από την υπεράσπιση, καθότι (α) ο Μ.Κ.1 στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε στο τεκμήριο 37, και (β) η υπεράσπιση δεν γνώριζε τις απαντήσεις τις οποίες θα έδινε ο Μ.Κ.4 κατά την αντεξέταση επί του εγγράφου 37, και επομένως η υπεράσπιση δεν θα μπορούσε να προβεί σε «προληπτική» αντεξέταση του Μ.Κ.1. Οι διαφορές μεταξύ των δυο καταθέσεων (υπογραμμένης και ανυπόγραφης) αφορούν τις φερόμενες απαντήσεις του αδελφού του Εφεσείοντος κατά την ανεύρεση ναρκωτικών στην οικία, στο πλαίσιο εκτέλεσης του εντάλματος έρευνας. Συγκεκριμένα, στην υπογραμμένη κατάθεση Έγγραφο Ε1, σε δυο περιπτώσεις αναφέρεται ότι ο αδελφός δεν έδωσε καμία απάντηση, ενώ στο τεκμήριο 37 φέρεται να απαντά και να δηλώνει άγνοια, και σε τέσσερεις άλλες περιπτώσεις στο Έγγραφο Ε1, αναφέρεται μόνο ότι έγινε επίστηση της προσοχής του στον νόμο, ενώ στο τεκμήριο 37, προστίθεται, ότι δεν έδωσε καμία απάντηση. Οι συνήγοροι του Εφεσείοντος εισηγούνται ότι οι διαφορές μεταξύ των δυο καταθέσεων υποστηρίζουν τη θέση ότι ο αδελφός δεν ήταν παρών στην έρευνα.
Στην ενδιάμεση του απόφαση το Κακουργοδικείο, κατόπιν αναφοράς στο άρθρο 54 του Κεφ. 155, και τη σχετική νομολογία (βλ. Savva "Pambos" v. The Police (1986) 2 C.L.R. 30), έκρινε ότι η υπεράσπιση δεν βρέθηκε εξ απροόπτου, καθότι και τα δυο έγγραφα βρίσκονταν στην κατοχή της κατά τον χρόνο αντεξέτασης του Μ.Κ.1. Τα δε ερωτήματα για τα οποία ζητείτο η επανάκληση του Μ.Κ.1, θα μπορούσαν να τεθούν από την υπεράσπιση στον Μ.Κ.1 στο στάδιο της αντεξέτασης, εφόσον αυτός ήταν που πιστοποίησε το τεκμήριο 37. Επίσης, η μαρτυρία για την οποία ζητείτο η επανάκληση δεν ήταν ουσιώδης για τη δίκαιη κρίση της υπόθεσης, αφής στιγμής η κατάθεση την οποία υιοθέτησε και αναγνώρισε ο Μ.Κ.4 ήταν το Έγγραφο Ε1.
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση. Η εξουσία του δικαστηρίου να επανακαλεί μάρτυρα ασκείται μόνο εκεί όπου το θέμα εγείρεται εξ απροόπτου, «σε βαθμό δηλαδή που ο ανθρώπινος νους δεν θα μπορούσε να προβλέψει», ή του οποίου η σχετικότητα δεν μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί εξ υπαρχής (βλ. Savva "Pambos" v. The Police (ανωτέρω), R. V. Joseph (1971) 56 Cr. App. R. 60, R. V. Scott (1984) 79 Cr. App. R. 49, «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (2η έκδοση) των Ηλιάδη και Σάντη, σελ. 736, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (2η έκδοση) του Γ.Μ. Πική, σελ. 212., Archbold 2021, παρ. 4-410).
Στην προκείμενη περίπτωση το θέμα δεν ηγέρθη εξ απροόπτου. Η υπεράσπιση είχε στα χέρια της και τα δυο έγγραφα κατά τον χρόνο αντεξέτασης του Μ.Κ.1. Ήταν δε εμφανές ότι το Έγγραφο 37 δεν έφερε την υπογραφή του Μ.Κ.4, παρά μόνο την πιστοποίηση και υπογραφή του Μ.Κ.1. Από τον Μ.Κ.4 υπεγράφη μόνο η κατάθεση του Έγγραφο Ε1. Εφόσον το αίτημα επανάκλησης αφορούσε ερωτήματα τα οποία σχετίζονταν αποκλειστικώς με το έγγραφο 37, αυτά θα μπορούσαν ευλόγως να είχαν υποβληθεί κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1. Το ότι ο Μ.Κ.4 υιοθέτησε μόνο το περιεχόμενο της γραπτής του κατάθεσης δηλώνοντας άγνοια για το Έγγραφο 37, δεν ήταν κάτι το απρόβλεπτο, εφόσον το έγγραφο δεν έφερε την υπογραφή του.
Πρόσθετα, ούτε η επανάκληση του Μ.Κ.1, ήταν «ουσιώδης για τη δίκαιη κρίση της υπόθεσης», ως είναι το κριτήριο το οποίο θέτει το άρθρο 54 του Κεφ. 155. Οι διαφορές μεταξύ των δυο εγγράφων τις οποίες επισήμανε η υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.4, ήταν επουσιώδεις. Και στα δυο έγγραφα αναφέρεται ότι ο αδελφός του Εφεσείοντος ήταν παρών στην έρευνα, ενώ δεν υπάρχει διαφορά ως προς τα τεκμήρια τα οποία του υπεδείχθησαν από την αστυνομία. Επομένως, οι επισημανθείσες διαφορές ήταν ήσσονος σημασίας και δεν δημιουργούν αμφιβολία για την παρουσία του αδελφού κατά την έρευνα της οικίας. Ορθώς το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η επανάκληση του Μ.Κ.1.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
(V) Το εύρημα ότι ειδοποιήθηκε ο Εφεσείων από τη μητέρα και αδελφό του για να παρευρεθεί στην έρευνα
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του Κακουργοδικείου ότι ο Εφεσείων ειδοποιήθηκε από τη μητέρα του να είναι παρών κατά την αστυνομική έρευνα, και ότι προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του στη συνέχεια το αδελφός του αλλά το τηλέφωνο του ήταν κλειστό. Υποστηρίζεται ότι το εύρημα ήταν αποτέλεσμα απαράδεκτης μετάθεσης του αποδεικτικού βάρους στην υπεράσπιση.
Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι πρώτον, εσφαλμένα έγινε δεκτή η θέση του Μ.Κ.1 ότι η μητέρα ειδοποίησε τηλεφωνικώς τον Εφεσείοντα, και στη συνέχεια επιχείρησε να του τηλεφωνήσει ο αδελφός του, αλλά είχε το τηλέφωνο του κλειστό, αφής στιγμής ο Μ.Κ.1 δεν είχε πρωτογενή γνώση. Δεύτερον, το Κακουργοδικείο προέβη σε υποθέσεις ότι η μητέρα του Εφεσείοντος είχε κάθε λόγο να ειδοποιήσει τον Εφεσείοντα να έρθει στο μέρος και ο αδελφός δεν είχε κανένα λόγο να πει ψέματα στον Μ.Κ.1. Το δικαστήριο στηρίχτηκε σε υποψίες και εικασίες για την εξαγωγή των εν λόγω συμπερασμάτων, κατά παράβαση της νομολογιακά καθιερωμένης αρχής ότι δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι (βλ. μεταξύ άλλων, Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 365, Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9). Τρίτον, ο Εφεσείων δεν είχε καμία υποχρέωση να κλητεύσει οποιοδήποτε μάρτυρα προς αντίκρουση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, καθότι το βάρος απόδειξης ήταν στους ώμους της κατηγορούσας αρχής.
Οι αρχές βάσει των οποίων το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση μαρτυρίας ή στα ευρήματα ή συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, έχουν εξηγηθεί και αναλυθεί σε πληθώρα δικαστικών αποφάσεων. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση μαρτυρίας, εκεί όπου διαπιστώνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε παράλογα, αυθαίρετα ή ανυπόστατα συμπεράσματα, τα οποία δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του μαρτυρία ή δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά. Η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά, αλλά συνολικά στη βάση ενιαίας προσέγγισης. Αναφορικά με αντιφάσεις στην αξιολόγηση της μαρτυρίας το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός εάν είναι ουσιαστικής μορφής δημιουργώντας ρήγμα στην υπόθεση, πλήττοντας καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Εναπόκειται στον διάδικο ο οποίος αμφισβητεί ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετιζόμενα με την αξιοπιστία των μαρτύρων, να ικανοποιήσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα. (βλ. μεταξύ άλλων, Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 44/19, ημερ. 18.9.2020, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/2021, ημερ. 16.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B95, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.α., Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 20.7.2022, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, ECLI:CY:AD:2021:B23 και P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Εφ. 151/21 κ.α., ημερ. 12.9.2023).
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τα υπό αναφορά ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και θεωρούμε ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης. Τα ευρήματα ήταν καθόλα εύλογα και επιτρεπτά. Δεν πρόκειται για υποθέσεις ή εικασίες αλλά για λογικά και ορθά συμπεράσματα στηριζόμενα στη μαρτυρία του Μ.Κ.1, τον οποίο το Κακουργιοδικείο έκρινε αξιόπιστο. Θα ήταν δε παράλογο για το δικαστήριο εάν κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η μητέρα και ο αδελφός προσποιούνταν ότι τηλεφωνούσαν στον Εφεσείοντα. Το ίδιο ισχύει και για το συμπέρασμα ότι η μητέρα είχε κάθε λόγο να ειδοποιήσει τον Εφεσείοντα να είναι παρών στην έρευνα. Δεν υπήρχε καμία μαρτυρία εκ της οποίας θα μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η μητέρα δεν επιθυμούσε την παρουσία του Εφεσείοντος, τοσούτο δε μάλλον ότι είχε σκοπό να παραπλανήσει τις αστυνομικές αρχές. Τα ίδια ισχύουν και για τον αδελφό του Εφεσείοντος. Λογικό είναι επίσης το συμπέρασμα ότι το κλείσιμο του τηλεφώνου του Εφεσείοντος, μετά το εν λόγω τηλεφώνημα της μητέρας, οφείλεται στο ότι δεν ήθελε να δεχτεί άλλα τηλεφωνήματα σχετικά με την έρευνα. Το οποίο συνάδει πλήρως με την απουσία του κατά την έρευνα και σύλληψη του μετά πάροδο 3,5 ετών καθόν χρόνο καταζητείτο από την αστυνομία
Ο πέμπτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
(VI) Αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του Δρος Καριόλου
Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του Δρος Καριόλου, αφορώσα τον κατακερματισμό γενετικού υλικού, περί του οποίου δεν ήταν απόλυτος, με αποτέλεσμα το δικαστήριο ανεπίτρεπτα να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα.
Κατά πάγια νομολογία το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει η να αποδεχτεί ως αξιόπιστο μόνο μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (βλ. μεταξύ άλλων Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 293, Μιχαηλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 125/17 κ.α., ημερ. 26.4.2918).
Ήταν η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος κατά την αντεξέταση του Δρος Καριόλου (Μ.Κ.9), ότι ενοικίασε την οικία περί τον Ιούλιο - Αύγουστο του 2016, και από τον Δεκέμβριο του 2016 και εντεύθεν δεν την ξαναχρησιμοποίησε. Ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από την υπεράσπιση προς υποστήριξη αυτής της θέσης.
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση περί μη χρήσης της οικίας από τον Εφεσείοντα μετά τον Δεκέμβριο του 2016, στηριζόμενο στη μαρτυρία του Μ.Κ.9, ότι: (α) σε περιττώματα τα οποία βρίσκονταν σε χαρτί αποχωρητηρίου μέσα σε κάλαθο απορριμμάτων της οικίας εντοπίστηκε πλήρες γενετικό υλικό του Εφεσείοντος, και (β) λόγω του μεγάλου βιολογικού φορτίου των περιττωμάτων το γενετικό υλικό αρχίζει να κατακερματίζεται μετά πάροδο τριών βδομάδων και δεν μπορεί να εντοπιστεί μετά πάροδο 4-5 βδομάδων.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, σελ. 46:
«Όπως ανέφερε ο Μ.Κ.9, που αντίθετη μαρτυρία δεν υπάρχει, η οποία αποτελεί και την ουσιωδέστερη μαζί με τα δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορούμενου, και του οποίου τη μαρτυρία αποδεχόμαστε διότι ήταν ακριβής, πλήρως ειλικρινής και εφοδίασε το Δικαστήριο με εκείνα τα επιστημονικά κριτήρια για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει τα δικά του συμπεράσματα και να καταλήξει στη συνέχεια στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα και του οποίου τα ευρήματα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου, ότι με την παρέλευση χρονικού διαστήματος 3 εβδομάδων το γενετικό υλικό αρχίζει να κατακερματίζεται, δηλαδή χάνονται γενετικά χαρακτηριστικά του και έτσι στις 4-5 βδομάδες δεν είναι δυνατό να μπορεί να εντοπιστεί γενετικό υλικό τέτοιο που να μπορεί να αναγνωριστεί ή να εξακριβωθεί το γενετικό υλικό συγκεκριμένου ατόμου.
Μάλιστα στην περίπτωση των ανθρωπίνων περιττωμάτων, τα οποία εμπεριέχουν βακτήρια τα οποία καταστρέφουν το γενετικό υλικό, μετά τις (3) βδομάδες δεν θα μπορούσε να εξακριβωθεί και να αναγνωριστεί γενετικό υλικό του κατηγορούμενου στα χαρτιά υγείας που βρέθηκαν σε κάλαθο στην τουαλέτα της εν λόγω οικίας.
Επί αυτών των ισχυρισμών του μάρτυρα, ο οποίος αναφέρθηκε σε μελέτες και δη σε μελέτη του εργαστηρίου του, ο συνήγορος υπεράσπισης τον ρώτησε αν την είχε μαζί του. Ο Μ.Κ.9 απάντησε όχι αλλά υπάρχει. Ο συνήγορος υπεράσπισης άφησε το θέμα ως εδώ και δεν ζήτησε αναβολή της υπόθεσης για να την παρουσιάσει σε άλλη δικάσιμο. Ως εκ τούτου αποδεχόμαστε ότι ο Μ.Κ.9 έχει τέτοια μελέτη και ήταν στην βάση αυτής και της εμπειρίας του που προέβη στην ως άνω θέση και γνώμη του.
Ως εκ τούτου η θέση ότι ενοικίαζε την εν λόγω οικία μέχρι τον Δεκέμβρη του 2016 και επομένως μεταγενέστερα δεν κατείχε ή χρησιμοποιούσε την οικία στην οδό Γύψου ΧΧΧ, δεν μπορεί να ευσταθίσει και απορρίπτεται και εκ των πραγμάτων αυτός κατείχε την οικία και την χρησιμοποιούσε».
Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα στηρίχτηκε στην εν λόγω μαρτυρία του Μ.Κ.9, εν όψει της αναφοράς του ότι δεν μπορεί να είναι απόλυτος για την αλλοίωση του γενετικού υλικού μετά πάροδο τριών βδομάδων από την εναπόθεση του σε αντικείμενο. Πέραν τούτου, η γνώμη του εμπειρογνώμονα βασίστηκε σε μελέτη η οποία δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι εφόσον η ύπαρξη της μελέτης τέθηκε υπό αμφισβήτηση από την υπεράσπιση, το βάρος παρουσίασης της μελέτης βρισκόταν στους ώμους της κατηγορούσας αρχής, η οποία θα μπορούσε να το πράξει κατά την αντεξέταση του μάρτυρα υπό μορφή διευκρινίσεων. Παράλληλα, παραβιάστηκε ο νομολογιακά αναγνωρισμένος κανόνας ότι οι δικαστές δεν πρέπει να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες εκφράζοντας γνώμη χωρίς να έχουν ενώπιον τους σχετική μαρτυρία.
Έχουμε ανατρέξει στο πρακτικό της δίκης και διεξήλθαμε με προσοχή τη μαρτυρία του Μ.Κ.9. Το Κακουργιοδικείο δεν κατέστησε τον εαυτό του εμπειρογνώμονα, αλλά τουναντίον στηρίχτηκε και αξιολόγησε ορθώς την ενώπιον του μαρτυρία, βάσει των αναγνωρισμένων νομολογιακών αρχών οι οποίες διέπουν την αποδοχή και αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης (2η έκδοση) των Ηλιάδη και Σάντη, σελ. 582 - 584). Ο Μ.Κ.9 παρείχε στο δικαστήριο τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ορθότητας των συμπερασμάτων του (βλ. μεταξύ άλλων, Φώτος Χατζηδημητρίου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου κ.α. (2015) 2 Α.Α.Δ. 140, R. ν. Harris (2006) 1 Cr. App. R. 55, B. (T.) [2006] 2 Cr. App. R. 3, Archbold 2021 παρ. 10-53).
Προκύπτει από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονος στηριζόμενη σε μελέτη από τη διεθνή βιβλιογραφία, πως όταν το γενετικό υλικό εκτεθεί σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, μετά πάροδο τριών βδομάδων περίπου, αρχίζει το φαινόμενο του κατακερματισμού. Στη δε τέταρτη και πέμπτη βδομάδα δεν μπορούσε να παρατηρηθεί γενετικό προφίλ. Η μελέτη αφορούσε γενετικό υλικό που είχε εναποτεθεί σε χώρο που υπήρχε περιβαλλοντική επιβάρυνση υγρασίας και κάποιας θερμοκρασίας, διακύμανση θερμοκρασίας μέρας και νύχτας και δείχνει καθαρότατα κατακερματισμό γενετικού υλικού.
Ο Μ.Κ.9 επισήμανε το μεγάλο βιολογικό φορτίο το οποίο φέρουν τα ανθρώπινα περιττώματα, το οποίο μπορεί να καταστρέψει πολύ σύντομα το γενετικό προφίλ εάν και εφόσον υπάρχει, σε αντίθεση με άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Στην κυρίως εξέταση ερωτώμενος για τη θέση της υπεράσπισης ότι ο Εφεσείων δεν ξαναχρησιμοποίησε την οικία από τον Δεκέμβριο του 2016, δηλαδή δυο περίπου μήνες νωρίτερα από την ανεύρεση των τεκμηρίων, απάντησε στηριζόμενος στην εν λόγω μελέτη, ότι σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να είχε παρατηρηθεί κατακερματισμός του γενετικού υλικού, αντί το πλήρες γενετικό υλικό του Εφεσείοντος το οποίο εντοπίστηκε στα περιττώματα. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι συνήθως μετά την τρίτη βδομάδα παρατηρούμε κατακερματισμό γενετικού υλικού.
Παρόλο που δεν ήταν απόλυτος στις τοποθετήσεις του, χαρακτηριστικό το οποίο συνάδει με την αντικειμενική έκφραση γνώμης από εμπειρογνώμονα, οι αναφορές του στηρίζονταν σε βιβλιογραφία και μελέτες που έγιναν και από τη δική του ομάδα, συμφώνως των οποίων το γενετικό υλικό υπόκειται σε κατακερματισμό, μετά από παρατεταμένο χρόνο σε επιφάνειες. Στην υποβολή της θέσης ότι ο Εφεσείων δεν χρησιμοποίησε την οικία μετά τον Δεκέμβριο του 2016, ο Μ.Κ.9 απάντησε ξεκάθαρα ότι: «εάν από τον Δεκέμβριο του 2016 μέχρι και τις 24.2.2017, δεν υπήρχε άτομο να εναποθέσει αυτά τα αντικείμενα θα παρατηρούσαμε κατακερματισμό του γενετικού υλικού αφού έχουν περάσει πέραν των 30 ημερών, δηλαδή πέραν των τριών εβδομάδων και γι' αυτό είχα πει στην αρχή ότι ο εντοπισμός όχι ενός, 5 πάνω σε 5 διαφορετικά τεκμήρια εντοπίσαμε πλήρη γενετικά προφίλ, άρα κατά τη δική μου άποψη δεν συνάδει με τον ισχυρισμό αυτό».
Παραπονείται ο Εφεσείων ότι εφόσον η μελέτη τέθηκε υπό αμφισβήτηση το βάρος παρουσίασης της μελέτης ήταν στους ώμους της κατηγορούσας αρχής. Διαφωνούμε πλήρως με αυτή την εισήγηση. Η αμφισβήτηση της επιστημονικής βάσης επί της οποίας ερείδεται η μαρτυρία εμπειρογνώμονα με σκοπό να πληγεί η αξιοπιστία του, αποτελεί αντικείμενο της αντεξέτασης. Τούτο περιλαμβάνει αντεξέταση εφ' όλης της ύλης, περιλαμβανομένων επιστημονικών μελετών, συγγραμμάτων, βάσεων δεδομένων, πειραμάτων, κ.τ.λ. (βλ. Expert Evidence: Law, Procedure and Advocacy, 2η έκδοση, Ian Freckelton, Hugh Selby, σελ. 744).
Αντεξεταζόμενος ο Μ.Κ.9, αν έχει να παρουσιάσει κάποια μελέτη η οποία να υποστηρίζει τη θέση ότι στις τρεις βδομάδες γίνεται κατακερματισμός του γενετικού υλικού, ανέφερε ότι δεν την έχει μαζί του αλλά θα μπορούσε να την προσκομίσει, το οποίο δεν ζητήθηκε από το συνήγορο υπεράσπισης. Δόθηκε επομένως στην υπεράσπιση η ευκαιρία παρουσίασης της μελέτης προς τον σκοπό αμφισβήτησης της αξιοπιστίας του Μ.Κ.9. Η κατηγορούσα αρχή δεν είχε καμία υποχρέωση παρουσίασης της μελέτης κατά την επανεξέταση. Το δε περιορισμένο πεδίο για το οποίο παρέχεται το δικαίωμα επανεξέτασης, δεν προσφερόταν για παρουσίαση της μελέτης, εφόσον δεν συνιστούσε θέμα το οποίο έχρηζε διευκρίνισης. Ούτε η περίπτωση ήταν τέτοια που καθίστατο αναγκαία η παρουσίαση εγγράφου προς αποκατάσταση της αξιοπιστίας μάρτυρα κατηγορίας κατά την επανεξέταση (βλ. κατ΄αναλογία Μιχαήλ ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 145/14 (Σχ. 146/14), ημερ. 15.4.2016).
Ο έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
(VII) H περιστατική μαρτυρία
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης η οποία στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε περιστατική μαρτυρία, συνιστάμενη σε γενετικό υλικό και δακτυλικά αποτυπώματα του Εφεσείοντος επί μεγάλου αριθμού τεκμηρίων.
Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι ενοικίασε την οικία περί τον Ιούλιο - Αύγουστο 2016, και δεν την ξαναχρησιμοποίησε από τον Δεκέμβριο του 2016 και εντεύθεν. Όταν απέκτησε κατοχή της οικίας εντόπισε στο σέντε διάφορες ταξιδιωτικές τσάντες οι οποίες περιείχαν διάφορα αντικείμενα, όπως άλλες τσάντες, νάιλον τσάντες, και διάφορες συσκευές τις οποίες δεν θυμάται. Περιεργάστηκε τις τσάντες και τις άφησε νομιζόμενος ότι είναι του ιδιοκτήτη. Στην οικία υπήρχαν κουτί με λαστιχένια γάντια τα οποία χρησιμοποίησε σε διάφορες περιπτώσεις όταν καθάριζε την οικία. Η δε τσάντα-παγωνιέρα η οποία βρέθηκε σε καρέκλα στο καθιστικό της οικίας, δυνατόν να βρισκόταν σε μια από τις ταξιδιωτικές τσάντες στο σέντε της οικίας. Διαζευκτικά εισηγήθηκε ότι επειδή τα αντικείμενα στα οποία εντοπίστηκε το γενετικό υλικό και δακτυλικά αποτυπώματα του Εφεσείοντος είναι εύκολα μεταφερόμενα, μπορεί η εναπόθεση του γενετικού υλικού να μην έγινε στον χώρο της οικίας και να μην σχετίζεται με τα ναρκωτικά. Οι εν λόγω θέσεις υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.9. Εκ των θέσεων του Εφεσείοντος συνάγεται ότι δέχεται την άμεση επαφή του με τα αντικείμενα επί των οποίων ανευρέθηκε το γενετικό υλικό και δακτυλικά του αποτυπώματα, πλην όμως ισχυρίζεται ότι η επαφή υπήρξε αθώα.
Σχετικά με τον εντοπισμό γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων άλλων προσώπων, ήταν η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο άλλα πρόσωπα να εισήλθαν και να χρησιμοποίησαν την οικία για παράνομο σκοπό, ειδικά κατά την περίοδο που ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε την οικία. Με βάση την επιστημονική μαρτυρία του Μ.Κ.9, δεν μπορεί να καθορισθεί ο χρόνος εναπόθεσης γενετικού υλικού και επομένως, εκεί όπου υπάρχει μικτό γενετικό υλικό, δεν μπορεί να καθορισθεί ποιο πρόσωπο ήρθε τελευταίο σε επαφή με το αντικείμενο. Το ίδιο ισχύει και για τα δακτυλικά αποτυπώματα. Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τρίτο πρόσωπο να ήρθε σε επαφή με αντικείμενο λαμβάνοντας προφυλάξεις με τη χρήση γαντιών, και να μην άφησε γενετικό υλικό ή δακτυλικά αποτυπώματα.
Σε σχέση με τις ταξιδιωτικές τσάντες που ανευρέθηκαν στο σέντε της οικίας, ο Εφεσείων επικαλείται τη μαρτυρία της ιδιοκτήτριας Μ.Κ.5, (α) ότι πριν την ενοικίαση της στον Εφεσείοντα, η οικία ενοικιαζόταν σε κάποιον άγνωστο Ρουμάνο, και (β) ότι δεν καθάρισε το σέντε πριν την ενοικίαση της οικίας στον Εφεσείοντα. Επομένως δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τα ναρκωτικά στις τσάντες να ανήκαν στον προηγούμενο ενοικιαστή. Επί τούτου αναφέρουμε ότι επειδή η Μ.Κ.5 κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο αναξιόπιστη, η μαρτυρία της είναι μηδενικής αξίας και δεν θα εξετάσουμε οποιαδήποτε εισήγηση η οποία σχετίζεται με τη μαρτυρία της (βλ. μεταξύ άλλων Αθανασίου ν Κουνούνη (1992) 1 Α.Α.Δ. 614). Ούτε στην έφεση προσβάλλεται το εύρημα αναξιοπιστίας της Μ.Κ.5. Παραμένει όμως προς εξέταση η γενική τοποθέτηση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι κατά την ενοικίαση εντόπισε τις τσάντες στο σέντε της οικίας, τις οποίες αφού περιεργάστηκε, δεν τις μετακίνησε από τη θέση τους.
Για σκοπούς ορθής αντίληψης του συνόλου της περιστατικής μαρτυρίας, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το μέρος της απόφασης (σελ. 27-31) στο οποίο καταγράφονται τα σημεία εντοπισμού γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων του Εφεσείοντος επί των αντικειμένων τα οποία κατασχέθηκαν από την οικία με εξαγωγή ανάλογων ενοχοποιητικών συμπερασμάτων:
«Στη γκρίζα και μπλε χρώματος τσάντα-παγωνιέρα, με την επιγραφή «cool bag» Τεκμήριο 4, η οποία βρέθηκε πάνω σε πλαστική καρέκλα στο καθιστικό της οικίας στη οδό XXXXX ΧΧΧΧ, εντοπίστηκε εσωτερικά της μικτό γενετικό υλικό του οποίου η κύρια συνεισφορά σε γενετικό υλικό ταυτίζεται με αυτό του κατηγορουμένου, βλ. συμπέρασμα 2 σελίδα 8 του Τεκμηρίου 43.
Για να ανευρεθεί το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στο εσωτερικό μέρος της τσάντας-παγωνιέρας, πρέπει είτε να την άνοιξε, είτε ήταν ανοικτή και ο κατηγορούμενος με κάποιο τρόπο, όπως π.χ. αγγίζοντας την εσωτερικά εναπόθεσε το γενετικό του υλικό σε αυτή.
Στην πράσινη νάιλον τσάντα δεμένη με κόμπο, η οποία περιείχε δεύτερο νάιλον διαφανές σακούλι, το οποίο περιείχε MDMA βάρους 351.4 γραμμαρίων, η οποία βρέθηκε στο πάνω ράφι ερμαριού της οικίας, εξωτερικά της εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, μέρος του οποίου δότης είναι ο κατηγορούμενος.
Σε αυτή δεν εντοπίστηκε γενετικό υλικό ή δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου.
Στην πράσινη νάιλον τσάντα, Τεκμήριο 5, Α/Α 12 στο Τεκμήριο 1, φωτογραφίες 27, 28 και 29 του Τεκμηρίου 16, δεμένη με κόμπο η οποία περιείχε δεύτερη πράσινη νάιλον τσάντα δεμένη με κόμπο που βρέθηκε στο μεσαίο ράφι ερμαριού υπνοδωματίου στην ίδια ως άνω οικία, η οποία περιείχε κοκαΐνη βάρους 189.3 γραμμαρίων, εντοπίστηκε στην πρώτη τσάντα στα χερούλια και στην περιοχή του κόμπου, μικτό γενετικό υλικό, μέρος του οποίου δότης είναι ο κατηγορούμενος, συμπέρασμα 4 στη σελίδα 8 του Τεκμηρίου 43. Επίσης βρέθηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στα χερούλια της δεύτερης τσάντας και στην περιοχή του κόμπου μικτό γενετικό υλικό του οποίου κύριος δότης είναι ο κατηγορούμενος, Α/Α 12 στο Τεκμήριο 1, φωτογραφίες 27, 28 και 29 του Τεκμηρίου 16, συμπεράσματα 4 και 5 στη σελίδα 8 του Τεκμηρίου 43.
Για να ανευρεθεί στο ίδιο σημείο και των δύο νάιλον πράσινων τσαντών το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου σημαίνει ότι είτε άγγιξε τις δύο τσάντες στο σημείο των χερουλιών, είτε έδεσε τον κόμπο στο σημείο των δύο χερουλιών των δύο νάιλον τσαντών. Τονίζουμε όμως ότι οι τσάντες αυτές βρέθηκαν εντός του πάνω ραφιού του ερμαριού.
Στο ίδιο μεσαίο ράφι του ερμαριού του υπνοδωματίου της εν λόγω οικίας στην πράσινη νάιλον τσάντα δεμένη με κόμπο, με διαφανές σακούλι δεμένο με κόμπο με δεύτερη πράσινη τσάντα δεμένη με κόμπο η οποία περιείχε κοκαΐνη βάρους 112 γραμμαρίων, Τεκμήριο 6, Α/Α 13 στο Τεκμήριο 1, φωτογραφίες 27, 28 και 29 του Τεκμηρίου 16, στην περιοχή του κόμπου χερουλιών της πρώτης τσάντας, καθώς και στην εξωτερική της επιφάνεια υπήρχε μικτό γενετικό υλικό του οποίου κύριος δότης είναι ο κατηγορούμενος, συμπέρασμα 6 στη σελίδα 8 του Τεκμηρίου 16. Στην περιοχή των χερουλιών και του κόμπου της πρώτης τσάντας εντοπίστηκε και γενετικό υλικό του Παπλωματά.
Για να ανευρεθεί το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στην πρώτη νάιλον πράσινη τσάντα στην περιοχή του κόμπου των χερουλιών της καθώς και στην εξωτερική της επιφάνεια σημαίνει ότι το γενετικό υλικό του εναποτέθηκε με ένα από τους τρόπους που αναφέρεται προηγουμένως. Σημειώνουμε ότι η τσάντα και το σακούλι βρέθηκαν εντός του μεσαίου ραφιού του ίδιου ως άνω ερμαριού. Αξίζει όμως να στρέψουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι στο κάτω ράφι του ίδιου ερμαριού βρέθηκε σε μαύρη νάιλον συσκευασία τυλιγμένη με μεμβράνη (την οποία μεμβράνη εντοπίζουμε και αλλού) με την επιγραφή «MEGA» και λογότυπο «χαμαιλέων», κοκαΐνη βάρους 1 κιλό και 3.9 γραμμαρίων. Η ανεύρεση τους δε στο εσωτερικό των ραφιών καταδεικνύει ότι αυτές ήταν κρυμμένες για να μην φαίνονται και να μην εντοπίζονται εύκολα.
Στη μια μαύρη ταξιδιωτική τσάντα, Τεκμήριο 7, Α/Α 15 στο Τεκμήριο 1, που βρέθηκε στον αποθηκευτικό χώρο (σέντε) εξωτερικά της εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό μέρος του οποίου δότης είναι ο κατηγορούμενος, συμπέρασμα 8 στη σελίδα 9 του Τεκμηρίου 43.
Ίδια, ως άνω, διαπίστωση μας, δηλαδή η εναπόθεση του γενετικού υλικού του κατηγορουμένου έγινε με ένα από τους τρόπους που αναφέρουμε ανωτέρω, είναι και σε αυτήν την περίπτωση.
Τονίζουμε ότι και αυτή ήταν κρυμμένη, όπως και οι τρεις νάιλον τσάντες και μάλιστα σε μια καλύτερη κρυψώνα, αφού όπως φαίνεται από τη φωτογραφία 16 του Τεκμηρίου 16, χρειάζεται μεγάλη και ιδιαίτερη προσπάθεια για να εντοπιστεί.
Στη ζυγαριά ακριβείας μάρκας «KENWOOD», Τεκμήριο 8, Α/Α 26 στο Τεκμήριο 1, η οποία βρέθηκε στην μπλε ταξιδιωτική τσάντα που ήταν στο σέντε, εντοπίστηκε στην περιοχή των κουμπιών της μονό γενετικό υλικό το οποίο ταυτίζεται με αυτό του κατηγορούμενου, συμπέρασμα 10 στη σελίδα 10 του Τεκμηρίου 43, καθώς και αποτύπωμα του κατηγορουμένου.
Η ανεύρεση γενετικού υλικού του κατηγορουμένου αλλά όχι μικτού γενετικού υλικού, σημαίνει ότι μόνο του κατηγορουμένου υπάρχει γενετικό υλικό και κανενός άλλου. Ο εντοπισμός του μάλιστα όπως και του αποτυπώματος στην περιοχή των κουμπιών, από τη στιγμή που αυτή ήταν μέσα στο κουτί της, στο οποίο κουτί εξωτερικά, στα δύο μεγάλα πλαϊνά μέρη απεικονίζεται η εικόνα της ζυγαριάς και επομένως δεν χρειαζόταν από περιέργεια να το ανοίξει για να δει τι είχε μέσα, δεν μπορεί να προήλθε από αθώα εναποθέτηση του αγγίζοντας την τυχαία ή ψαχουλεύοντας στις ταξιδιωτικές τσάντες που ήταν στο σέντε, αλλά από τη χρήση των κουμπιών, προφανώς, για την ζύγιση των ναρκωτικών ουσιών, αφού δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο προς ζύγιση και μάλιστα με ζυγαριά ακριβείας.
Στην νάιλον τσάντα μέσα στην οποία υπάρχει μία συσκευασία από μεμβράνη εντός της οποίας υπάρχει τεμάχιο μαύρου σακουλιού, με καφέ κολλητική ταινία και μια συσκευασία από πλαστικό με καφέ κολλητική ταινία, Τεκμήριο 9, Α/Α 27 στο Τεκμήριο 1, η οποία βρέθηκε στην μπλε ταξιδιωτική τσάντα στο σέντε, εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό, μέρος του οποίου ταυτίζεται με αυτό του κατηγορουμένου στην εξωτερική πλευρά της μεμβράνης. Επίσης εντοπίστηκε γενετικό υλικό του κατηγορουμένου στην εξωτερική πλευρά του μαύρου τεμαχίου του σακουλιού, συμπεράσματα 12 και 13 στις σελίδες 10 και 11 του Τεκμηρίου 43.
Η ανεύρεση του γενετικού υλικού του κατηγορουμένου στα δύο αναφερθέντα σημεία, είτε προήλθε από άγγιγμα του κατηγορουμένου σε αυτά, είτε από την ενασχόληση του με τη συσκευασία των ναρκωτικών ουσιών που περιέχονταν στη μπλε ταξιδιωτική τσάντα στην οποία βρέθηκαν οι έξι (6) αεροστεγώς σφραγισμένες νάιλον συσκευασίες εντός των οποίων περιέχετο κάνναβης.
Στα τεμάχια από νάιλον τσάντες, νάιλον τσάντες, ρολό με νάιλον σακούλες χρώματος μπλε, γάντι και τεμάχιο γαντιού, Τεκμήριο 10, Α/Α 28 στο Τεκμήριο 1, εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό στην άκρη ρολού που κόβονται οι μαύρες σακούλες, μέρος του οποίου δότης είναι ο κατηγορούμενος, συμπέρασμα 14 στη σελίδα 11 του Τεκμηρίου 43. Επίσης από τα τεμάχια από τις νάιλον τσάντες και από τις νάιλον τσάντες εντοπίστηκε γενετικό υλικό που ταυτίζεται με αυτό του κατηγορουμένου, συμπέρασμα 15 στη σελίδα 11 του Τεκμηρίου 43 και σε μια από τις πράσινες τσάντες αποτυπώματα του κατηγορουμένου.
Η εναπόθεση του γενετικού υλικού στα δύο αυτά σημεία προήλθε με ένα από τους δύο τρόπους που αναφέρθηκε προηγουμένως. Δηλαδή είτε άγγιξε τις τσάντες είτε τους έκανε χρήση κατά τη συσκευασία των ναρκωτικών ουσιών.
Από τα 4 εξωτερικά πλαϊνά κουτιού γαντιών, Τεκμήριο 11, Α/Α 38 στο Τεκμήριο 1, που ήταν σε συρτάρι στο υπνοδωμάτιο, φωτογραφία 31 στο Τεκμήριο 16, εντοπίστηκε γενετικό υλικό το οποίο ταυτίζεται με αυτό του κατηγορουμένου, συμπέρασμα 17 στη σελίδα 12 του Τεκμηρίου 43
Ήταν θέση της Υπεράσπισης ότι τα γάντια ήταν για τη χρήση τους κατά το καθαρισμό της οικίας στην οδό XXXXX ΧΧΧΧ, όταν αυτός διέμενε σε αυτή από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβρη του 2016 που την εγκατέλειψε. Μας εκπλήσσει που τα γάντια, για καθαρισμό της οικίας, βρέθηκαν σε συρτάρι του υπνοδωματίου και όχι στην κουζίνα ή στην τουαλέτα. Όμως είναι πιθανόν να τα άφησε εκεί. Τα τέσσερα γάντια όμως, που ήταν μέσα στην μπλε ταξιδιωτική τσάντα η οποία ήταν μέσα στο σέντε, πως εξηγείται η παρουσία τους αν ήταν για καθαρισμό της οικίας, Α/Α 29 στο Τεκμήριο 1; Η εξήγηση είναι ότι η χρήση τους ήταν για να τα τοποθετεί στα χέρια του ο κατηγορούμενος όχι για καθαρισμό της οικίας αλλά για να μην αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό, πράγμα που τελικά δεν κατάφερε.
Στο χερούλι που βρίσκεται στο πρώτο πλαϊνό της μαύρης ταξιδιωτικής τσάντας, Τεκμήριο 12, Α/Α 39 στο Τεκμήριο 1, που βρέθηκε στο σέντε, εντοπίστηκε μικτό γενετικό υλικό του οποίου κύριος δότης είναι ο κατηγορούμενος, συμπέρασμα 18 στη σελίδα 12 του Τεκμηρίου 43.
Και σε αυτή την περίπτωση η ανεύρεση του γενετικού υλικού του κατηγορουμένου προήλθε είτε από άγγιγμα είτε κατά την τοποθέτηση της στο σέντε από τον κατηγορούμενο.
Σε κάθε ένα από τα κομμάτια χρησιμοποιημένων χαρτιών υγείας, στο σημείο του καφέ λεκέ, Τεκμήριο 13, τα οποία ήταν σε κάλαθο απορριμμάτων στην τουαλέτα, Α/Α 40 στο Τεκμήριο 1, εντοπίστηκε γενετικό υλικό το οποίο ταυτίζεται με αυτό του κατηγορουμένου, συμπέρασμα 19 στη σελίδα 12 του Τεκμηρίου 43.
Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εναπόθεση του γενετικού υλικού στα χαρτιά υγείας ήταν από τη χρήση τους από τον κατηγορούμενο και από κανένα άλλο.
Στα χείλη γυάλινου ποτηριού, Τεκμήριο 14, Α/Α 42 στο Τεκμήριο 1, εντοπίστηκε γενετικό υλικό με κύρια συνεισφορά του κατηγορουμένου το οποίο ταυτίζεται με το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου, συμπέρασμα 21 στη σελίδα 13 του Τεκμηρίου 43.
Σίγουρα η εναπόθεση του γενετικού υλικού του κατηγορουμένου προήλθε από τη χρήση του γυάλινου ποτηριού.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του Μ.Κ.6 και εκ των δύο εκθέσεων Τεκμήρια 35 και 39 βρέθηκαν, (α) στην ζυγαριά KENWOOD, Τεκμήριο 8, στην περιοχή των κουμπιών της, δακτυλικό αποτύπωμα του αριστερού αντίχειρα του κατηγορουμένου, MF52A και επίσης στα χερούλια της πρώτης νάιλον πράσινης τσάντας, Τεκμήριο 10, δακτυλικά αποτυπώματα του αριστερού μεσαίου δακτύλου, του δεξιού μικρού δακτύλου και του δεξιού δείκτη του κατηγορούμενου, MF54, Α, Β και Γ, αντίστοιχα. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 35, 39, 18 και 1. Τα ως άνω, αντικείμενα, ζυγαριά και άδεια πράσινη νάιλον τσάντα, βρέθηκαν στον αποθηκευτικό χώρο (σέντε)».
Συμφωνούμε με τις παρατηρήσεις και συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου τα οποία λογικά συνάγονται από την εν λόγω περιστατική μαρτυρία.
Σημειωτέον ότι στις τρείς ταξιδιωτικές τσάντες στο σέντε της οικίας οι οποίες αναφέρονται στο προαναφερθέν απόσπασμα, υπήρχαν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ως ακολούθως: Στη μια μαύρη ταξιδιωτική τσάντα (τεκμήριο 7) υπήρχαν αεροστεγώς σφραγισμένη νάιλον συσκευασία η οποία περιείχε κάνναβη βάρος 1 κιλού και 497.4 γραμμαρίων και μια μαύρη γυναικεία τσάντα, εντός της οποίας υπήρχε μια αεροστεγώς σφραγισμένη πλαστική συσκευασία με καφέ κολλητική ταινία και λαδόκολλες, εντός της οποίας υπήρχε κοκαΐνη βάρους 981 γραμμαρίων. Στην άλλη μαύρη ταξιδιωτική τσάντα (τεκμήριο 12), υπήρχαν τρεις αεροστεγώς σφραγισμένες πλαστικές συσκευασίες, εκ των οποίων η μια περιείχε κάνναβη βάρους 1 κιλού και 503.2 γραμμαρίων, η δεύτερη κάνναβη βάρους 1 κιλού και 4.9 γραμμαρίων και η τρίτη κάνναβη βάρους 1 κιλού και 505.6 γραμμαρίων. Στην (τρίτη) μπλε ταξιδιωτική τσάντα υπήρχαν έξι αεροστεγώς σφραγισμένες πλαστικές συσκευασίες με κάνναβη βάρους 671.7 γραμμαρίων στην πρώτη, 996.9, 1 γραμμαρίων στην δεύτερη, ενός κιλού και 53.2 γραμμαρίων στην τρίτη, 506.1 γραμμαρίων στην τέταρτη, ενός κιλού και 504.5 γραμμαρίων στην πέμπτη, και 795.5 γραμμαρίων στην έκτη συσκευασία.
Το Κακουργιοδικείο, αφού πρώτα παραθέτει τις νομολογιακές αρχές οι οποίες διέπουν το αδίκημα της κατοχής και κατοχής με σκοπό τη προμήθεια ναρκωτικών, καθώς και τη φύση και σημασία της περιστατικής μαρτυρίας, προχωρά στις ακόλουθες σημαντικές διαπιστώσεις.
Πρώτον, εκ του πλήρους γενετικού υλικού του Εφεσείοντος το οποίο εντοπίστηκε σε απορρίμματα χαρτιού υγείας σε κάλαθο αποχωρητηρίου στην οικία, εν όψει της μαρτυρίας του Μ.Κ.9 περί κατακερματισμού γενετικού υλικού μετά την τρίτη εβδομάδα, απορρίπτει τη θέση της υπεράσπισης ότι η ενοικίαση και χρήση της οικίας ήταν μόνο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016. Συνακόλουθα προβαίνει σε εύρημα ότι ο Εφεσείων ήταν κάτοχος και χρήστης της οικίας και είχε τον φυσικό έλεγχο των ναρκωτικών εντός της οικίας. Πρόσθετα, η γνώση της κατοχής των ναρκωτικών συνάγεται και από τους χώρους στους οποίους βρέθηκαν τα ναρκωτικά, ως επίσης από την ανεύρεση ζυγαριάς ακριβείας σε έπιπλο στο καθιστικό της οικίας (παραδεκτό γεγονός) επί της οποίας εντοπίστηκαν ίχνη και των τριών ναρκωτικών ουσιών που φυλάγονταν στην οικία, ήτοι κάνναβης, κοκαΐνης και MDMA.
Δεύτερον, καταρρίπτει τη θέση ότι τα ναρκωτικά στο σέντε αφέθηκαν στην οικία από τον προηγούμενο ενοικιαστή, ως μη συνάδουσα με την κοινή λογική ένεκα των μεγάλων ποσοτήτων και χρηματικής τους αξίας. Ούτε υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει τέτοιο συμπέρασμα. Σχετικά με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι δυνατόν να μπαινόβγαιναν άλλα άτομα στην οικία εν αγνοία του Εφεσείοντος, καθόν χρόνο δεν χρησιμοποιούσε την οικία, και πήραν διάφορες νάιλον τσάντες, σακούλια, γάντια κτλ., που τα είχε για καθαρισμό της οικίας και σε αυτά συσκεύασαν τα ναρκωτικά, το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι δεν υπήρξε μαρτυρία για παραβίαση της κατοικίας από οποιοδήποτε πρόσωπο, ούτε τέθηκε τέτοια θέση στα αστυνομικά όργανα τα οποία έλαβαν μέρος στην επιχείρηση έρευνας της κατοικίας. Επρόκειτο για έωλους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς, οι οποίοι στερούντο μαρτυρικού υπόβαθρου.
Επί των εν λόγω εισηγήσεων και τοποθετήσεων των συνηγόρων του Εφεσείοντος, άμεσα σχετική είναι η πάγια θέση της νομολογίας, η οποία αποτυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λιάτσου Δ., όπως ήταν τότε, στην Guruli v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 263/2017, ημερ. 22.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:B160:
«..ένα Δικαστήριο δεν ασχολείται με απομακρυσμένες πιθανότητες, ούτε με θεωρίες που ευφάνταστα μπορεί να προωθήσει η υπεράσπιση, όπως και έγινε στην παρούσα περίπτωση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νικολάου (Αρ.1) 2010 2 ΑΑΔ 525). Όπως και η νομολογία μας επιτάσσει (Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41, Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706), ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητά της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής, ανθρώπινης, εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει και να αξιολογεί διαζευκτικές εκδοχές ή πιθανότητες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να προβληθούν στην απουσία μαρτυρικού υλικού. Οι όποιες διαζευκτικές πιθανότητες θα πρέπει να είναι τέτοιες, που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.
(βλ. και Αγγελή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 70/2017, ημερ. 27.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B90, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/2020, ημερ. 27.5.2021).
Τρίτον, από τον εντοπισμό γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων του Εφεσείοντος επί των προαναφερθέντων αντικειμένων ως αναλυτικά προσδιορίζονται και καθορίζονται στην απόφαση, συνάγεται αβίαστα η γνώση του για τις ναρκωτικές ουσίες. Η οποία, σε συνάρτηση με τον φυσικό έλεγχο των ναρκωτικών, αποδεικνύει την κατοχή τους από τον Εφεσείοντα, και συνακόλουθα την κατοχή με σκοπό την προμήθεια ένεκα των μεγάλων ποσοτήτων που βρέθηκαν στην κατοχή του (βλ. άρθρο 30Α του Ν.29/77). Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας στην υπόθεση αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή του Εφεσείοντος, μη επιδεχόμενο οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση ή ερμηνεία.
Συμφωνούμε πλήρως με την απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κατοχής απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών βάσει του άρθρου 6(1)(2) του Ν.29/77, εξετάστηκαν σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων. To εν λόγω άρθρο αποτελεί αντιγραφή του αντίστοιχου άρθρου 5(1)(2) του Αγγλικού Misuse of Drugs Act 1971. Στην υπόθεση Lambert (2002) 2 A.C. 545, o Λόρδος Hope ανέφερε ότι η έννοια της κατοχής απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών συναποτελείται από το φυσικό και το νοητικό στοιχείο (βλ. και McNamara (1988) 87 Cr. App. R. 246, Blackstone's Criminal Practice 2023, B.19.27). Η έννοια της κατοχής συνίσταται στον φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου το οποίο κατέχεται. To φυσικό στοιχείο προϋποθέτει απόδειξη ότι η απαγορευμένη ουσία βρίσκεται κάτω από τη φύλαξη ή υπόκειται στον έλεγχο του κατηγορούμενου (βλ. Lambert (ανωτέρω) και Boyesen (1982) A.C. 768). Το άρθρο 2(3) του Ν.29/77, διευρύνει την έννοια της κατοχής ώστε να περιλαμβάνει φύλαξη της απαγορευμένης ουσίας από τρίτο πρόσωπο, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο της (βλ. μεταξύ άλλων, Queiss v. Republic (1987) 2 C.L.R. 49, Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 256, Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, Χρίστου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 46/17, ημερ. 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B334).
Το νοητικό στοιχείο προϋποθέτει γνώση ότι η απαγορευμένη ουσία βρίσκεται κάτω από τον φυσικό έλεγχο του κατηγορούμενου, και συνήθως, όπως και το φυσικό στοιχείο, αποδεικνύεται με περιστατική μαρτυρία (βλ. μεταξύ άλλων Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, Χριστάκης Ιωάννου «Τίτος» ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388). Η έννοια της κατοχής και φύλαξης ή ελέγχου της απαγορευμένης ουσίας ως καταγράφεται στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016 παρ. B19.23, B19.24, αναφέρεται με επιδοκιμασία στην Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 123/15, ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B385.
Η υπεράσπιση του άρθρου 32(2) του Ν. 29/77, ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε γνώση ή υποψία ή λόγο να υποψιαστεί την ύπαρξη οποιουδήποτε γεγονότος προβαλλόμενου από την κατηγορούσα αρχή, το οποίο πρέπει να αποδείξει για να πετύχει την καταδίκη του, και τα όσα διαλαμβάνονται στο εδάφιο (3) του ιδίου άρθρου, δεν μεταθέτουν καθ' οιονδήποτε τρόπο το αποδεικτικό βάρος (legal burden) στους ώμους του κατηγορούμενου. Το άρθρο 12.4 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας δεν επιτρέπει οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία (βλ. Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211). Για να πετύχει στις υπερασπίσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 32 (αντίστοιχο του άρθρου 28 του Misuse of Drugs Act 1971) ο κατηγορούμενος θα πρέπει με αξιόπιστη μαρτυρία να δημιουργήσει λογική αμφιβολία για το ζήτημα της γνώσης του (βλ. Maciuca v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 72/15, ημερ. 22.1.2018, Lambert (ανωτέρω), H.M. Advocate (2005) HCJAC 10, Blackstone's Criminal Practice 2013, B.19.104-109).
Στο σύγγραμμα Archbold 2023, παρ. 27-61, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με ναρκωτικά τα οποία ανευρίσκονται σε υποστατικά, τα οποία κατέχονται ή σχετίζονται με τον κατηγορούμενο:
"In Lewis (G.) (1988) 87 Cr. App. R. 270, CA, police officers discovered drugs, during a search of a house of which L was the sole tenant. L's case was that he rarely visited the house which was frequented by others. The drugs had apparently been found in a cassette case hidden under some clothing. The appellant submitted that the minimum that had to be proved was knowledge of the existence of the cassette case. The court rejected this, holding that the following is an adequate direction (conforming to Warner): a person is in possession of something when he has knowledge of its presence and some control over it; but he would not have possession of it unless he either knew, or the circumstances were such that he had the opportunity, whether he availed himself of it or not, to learn or to discover in a general way what the items were". (Υπογράμμιση δική μας).
Η φύση και σημασία της περιστατικής μαρτυρίας και πότε αποδεικνύει πέραν λογικής αμφιβολίας την ενοχή του κατηγορούμενου εξηγήθηκε και αναλύθηκε σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων. Η βασική αρχή η οποία προκύπτει είναι ότι τότε μόνο δικαιολογείται η καταδίκη βάσει περιστατικής μαρτυρίας όταν το σωρευτικό αποτέλεσμα των στοιχείων τα οποία συνθέτουν την περιστατική μαρτυρία, οδηγεί αβίαστα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενο άλλη λογική εξήγηση ή ερμηνεία. Η εξέταση της περιστατικής μαρτυρίας γίνεται συνολικά και όχι μικροσκοπικά ή αποσπασματικά. Παρότι ξεχωριστά στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας δεν στοιχειοθετούν από μόνα τους την ενοχή του κατηγορούμενου, αυτή δύναται να προκύπτει συμπερασματικά πέραν λογικής αμφιβολίας, από τη σύνθεση του συνόλου της περιστατικής μαρτυρίας (βλ. μεταξύ άλλων Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Παφίτης & ’λλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, Καϊμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 662, Δημοκρατία ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. 59/20, ημερ. 27.5.2021). Το γενετικό υλικό και δακτυλικά αποτυπώματα αποτελούν μορφή περιστατικής μαρτυρίας ικανή να θεμελιώσει εύρημα ενοχής (βλ. Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νικολάου (Αρ.1) (2010) 2 Α.Α.Δ. 525).
Σε σχέση με το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος που εντοπίστηκε σε διάφορα αντικείμενα τα οποία βρίσκονταν μέσα στη μπλε ταξιδιωτική τσάντα, ορθώς το Κακουργιοδικείο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο μονό γενετικό υλικό και δακτυλικό αποτύπωμα του Εφεσείοντος στην περιοχή των κουμπιών της ζυγαριάς ακριβείας, το οποίο καταρρίπτει την όποια αθώα εξήγηση επαφής του με το περιεχόμενο της μπλε ταξιδιωτικής τσάντας, επιμαρτυρώντας τη γνώση του για τις ναρκωτικές ουσίες. Είναι προφανές ότι η ζυγαριά ακριβείας αποσκοπούσε στη ζύγιση των ναρκωτικών.
Η εισήγηση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι το γενετικό του υλικό στη μπλε ταξιδιωτική τσάντα δυνατόν να οφείλεται στο ότι απλά τη βρήκε στο σέντε από τον προηγούμενο ενοικιαστή και την περιεργάστηκε, πέραν του ότι συγκρούεται με την κοινή λογική και στερείται μαρτυρικού υπόβαθρου, καταρρίπτεται από την εν λόγω περιστατική μαρτυρία. Τοιουτοτρόπως καταρρίπτεται και η όποια αθώα εξήγηση επαφής του με τις άλλες δυο μαύρες ταξιδιωτικές τσάντες στις οποίες εντοπίστηκε γενετικό του υλικό στην εξωτερική τους επιφάνεια, εφόσον βρέθηκαν μαζί με την μπλε ταξιδιωτική τσάντα στον ίδιο αποθηκευτικό χώρο (σέντε).
Σε ότι αφορά τις ναρκωτικές ουσίες που εντοπίστηκαν σε ερμάρι της οικίας, το γεγονός ότι στη μια συσκευασία (κοκαΐνης βάρους 189.3 γραμμαρίων) στο μεσαίο ράφι ερμαριού σε υπνοδωμάτιο, η οποία βρισκόταν εντός δυο πράσινων σακουλιών δεμένων με κόμπο, εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Εφεσείοντος στα σημεία των κόμπων και στα χερούλια των δυο σακουλιών, και στην άλλη ποσότητα (κοκαΐνης βάρους 112 γραμμαρίων), η οποία επίσης βρισκόταν εντός δυο πράσινων σακουλιών, εντοπίστηκε γενετικό του υλικό στο σημείο του κόμπου και στο χερούλι της εσωτερικής τσάντας, αποτελεί άλλο ισχυρό στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας.
Δεν παραγνωρίζεται ότι στο ίδιο ερμάρι στο κάτω ράφι υπήρχε σε νάιλον συσκευασία τυλιγμένη με μεμβράνη, κοκαΐνη βάρους ενός κιλού και 3.9 γραμμαρίων, στην οποία δεν εντοπίστηκε γενετικό υλικό ή δακτυλικά αποτυπώματα του Εφεσείοντος. Εντούτοις, η απουσία γενετικού υλικού ή δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν οδηγεί στο αρνητικό συμπέρασμα ότι δεν άγγιξε ή δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με το αντικείμενο (βλ. Χρ. Χατζηπέτρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 123, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 191/2016, ημερ. 6.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:B477, Δημοκρατία ν. Νικολάου (ανωτέρω)). Η δε γνώση του για την λόγω συσκευασία ναρκωτικών συνάγεται από την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία, ειδικά από τον εντοπισμό γενετικού του υλικού σε άλλες συσκευασίες ναρκωτικών εντός του ιδίου ερμαριού, σε συνάρτηση με το ότι ήταν ο μοναδικός ενοικιαστής και κάτοχος της οικίας (βλ. Lewis (G.) (1988) 87 Cr. App. R. 270).
Ούτε ήταν λογικά αναμενόμενο το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος να ανευρεθεί σε όλες τις συσκευασίες ναρκωτικών. Όπως ανέφερε ο Μ.Κ.9 στη μαρτυρία του, αν ένα άτομο αγγίζει ένα αντικείμενο υπάρχει η πιθανότητα να εναποθέσει ή να μην εναποθέσει το γενετικό του υλικό σε μια επιφάνεια.
Συμφώνως της νομολογίας η περιστατική μαρτυρία αξιολογείται συνολικά με ενιαία προσέγγιση και όχι κατά τρόπο μικροσκοπικό ή αποσπασματικό (βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) Αγγελή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Στην παρούσα υπόθεση, το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας, σωρευτικά αποτιμώμενο, οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο Εφεσείων γνώριζε για τη φύση των αντικειμένων τα οποίο κατείχε, μη επιδεχόμενο οποιασδήποτε άλλης αθώας ερμηνείας ή εξήγησης. Η γνώση σε συνάρτηση με τον φυσικό έλεγχο των ναρκωτικών, ο οποίος προκύπτει από την ενοικίαση και χρήσης της οικίας από τον Εφεσείοντα, στοιχειοθετεί και αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε. Το ότι επί ορισμένων αντικειμένων στην οικία υπήρχε και γενετικό υλικό άλλων προσώπων δεν μειώνει ούτε αποδυναμώνει την ισχύ της περιστατικής μαρτυρίας κατά του Εφεσείοντος, η οποία εν προκειμένω ήταν συντριπτική.
Επιπρόσθετο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ήταν ότι από την ημέρα ανεύρεσης των ναρκωτικών και έκδοσης εντάλματος συλλήψεως εναντίον του Εφεσείοντος, καταζητείτο από την αστυνομία για περίοδο 3,5 ετών. Η εν λόγω συμπεριφορά δεν επιδέχεται άλλης λογικής ερμηνείας ή εξήγησης εκτός από επίγνωση της ενοχής του. Όπως ορθά επισήμανε το Κακουργιοδικείο, η εξήγηση την οποία επιχείρησε να δώσει στη δίκη, ότι επειδή τα εντάλματα έρευνας εκτελέστηκαν στην απουσία του κατά τρόπο παράνομο, διακατείχετο από αίσθημα αστυνομικής κατάχρησης και ανασφάλειας δικαίου και επομένως περίμενε να δει τι θα γινόταν με τον πραγματικό ένοχο τον Παπλωματά (γενετικό υλικό του εντοπίστηκε σε σακούλι στο ράφι ερμαρίου, εντός του οποίου υπήρχαν 112 γραμμάρια κοκαΐνης) και μόνο μετά να ξεκαθαρίσει τη θέση του, δεν στέκει στην λογική αφού (α) όταν επέλεγε να μην παρουσιαστεί στην αστυνομία ουδείς γνώριζε ποιου ή ποιων ατόμων εντοπίστηκε το γενετικό υλικό, (β) συνελήφθη από την αστυνομία ένα και πλέον έτος μετά την καταχώριση ποινικής υπόθεσης εναντίον του Παπλωματά.
Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» των Ηλιάδη και Σάντη (2η έκδοση) σελ. 570-571, αναφέρεται ότι:
«Υπό προϋποθέσεις, η συμπεριφορά του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως περιστατική μαρτυρία ενοχής υπό τα ίδια κριτήρια αξιολόγησης ψεμάτων του κατηγορούμενου ως ενισχυτικής (ή περιστατικής) μαρτυρίας [βλ. Κεφάλαιο 13 - ενισχυτική μαρτυρία] (Shaib v Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 188/14, ημερ. 17.7.15, Steer v R (2008) A Crim R 106, Quinland v R (2006) 164 A Crim R. 106). Τέτοιο συμπέρασμα που πρέπει να συνάδει με συμπεριφορά σχετιζόμενη μόνο με ενοχή του κατηγορούμενου στο επίδικο αδίκημα και όχι σε άλλο αδίκημα ή ξένους προς το επίδικο αδίκημα λόγους (R v Cook (2004) NSWCCA 52) μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη σκηνή του εγκλήματος, επιχείρησε να αντισταθεί κατά τη σύλληψη ή παρέλειψε να εμφανιστεί στη δίκη..»
Στην υπόθεση R. V. Cook (ανωτέρω), το Εφετείο του Νέας Νότιας Ουαλίας της Αυστραλίας, εξηγεί πότε μαρτυρία αποφυγής σύλληψης ή φυγοδικίας υποδηλώνει την ύπαρξη ένοχης συνείδησης, συνιστώντας περιστατική μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου:
"50 Where evidence of flight is relied upon as evidence of a consciousness of guilt, the principles of law applicable to directions which must be given to the jury are, in my view, identical to those which govern the directions to be given to a jury where lies are relied upon as such evidence. Those principles are stated in Edwards, Zoneff and Hyde. The conventional direction in relation to lies drawn from those, and other cases, requires a degree of adaptation in order to be accommodated to evidence of flight relied upon by the Crown for the same purpose. In particular, it is necessary, in my opinion, to draw attention to the circumstance that an accused person may behave in a way suggestive of a recognition of guilt for reasons other than such recognition of guilt - for example, fear of being unjustly accused. It is also necessary to point out to the jury that the consciousness must be a consciousness of guilt of the specific offence charged, and not, for example, of some other offence or some other discreditable conduct. The flight (or lie) may only be used as evidence of a consciousness of guilt of the offence charged where the jury is satisfied that it points unequivocally to consciousness of guilt of that offence and not some other offence or discreditable conduct". (Υπογράμμιση δίκη μας)
(βλ. μεταξύ άλλων, και Mulvihill v. R. [2016] NSWCCA 259)
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Νικολάου (ανωτέρω), η φυγοδικία του Εφεσίβλητου κατά τη διαδικασία παραπομπής στο Κακουργιοδικείο, θεωρήθηκε ως περιστατική μαρτυρία η οποία, συναρτώμενη με την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία στην υπόθεση, δεν άφηνε λογική αμφιβολία για την ενοχή του Εφεσίβλητου. Το οποίο επιβεβαιώνει την εφαρμογή του ως άνω κανόνα, ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, δύναται να αποτελέσει περιστατική μαρτυρία ενοχής, όταν δεν επιδέχεται άλλης λογικής ερμηνείας ή εξήγησης.
Τέλος, επισημαίνεται ότι η μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση ήταν πολύ ισχυρότερη από αυτή στην Αγγλική υπόθεση Lewis (G.) (ανωτέρω). Η γνώση του Εφεσείοντος δεν προκύπτει μόνο εκ του ότι ως ενοικιαστής και κάτοχος της οικίας είχε πρόσβαση ή μπορούσε να είχε πρόσβαση στα μέρη της οικίας όπου εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά. Το γενετικό του υλικό και δακτυλικά αποτυπώματα επί μεγάλου αριθμού τεκμηρίων συνδεόμενων με τα ναρκωτικά, απεκάλυπταν σωρευτικά τη γνώση του για τις ναρκωτικές ουσίες.
Οι συνήγοροι του Εφεσείοντος επικαλούνται την υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 687, όπου ανατράπηκε καταδικαστική απόφαση λόγω αδυναμιών στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας, η οποία συνίστατο σε γενετικό υλικό του Εφεσείοντος στο πάνω μέρος διάφανου σακουλιού εντός του οποίου βρισκόταν ξηρή φυτική ύλη κάνναβης. Η ξηρή φυτική ύλη κάνναβης βάρους 980,10 γραμμαρίων, ανευρέθηκε σε δυο πλαστικά δοχεία που έκλειναν με βιδωτό πώμα, μέσα σε δυο διάφανα σακούλια. Τα πλαστικά δοχεία ήταν τοποθετημένα μέσα σε ανοικτό χαρτοκιβώτιο, πάνω σε δύο μαύρα νάιλον σακούλια. Στο ένα διάφανο σακούλι όπου εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος, υπήρχε και το γενετικό υλικό άλλου αγνώστου ή αγνώστων προσώπων, ενώ στο άλλο νάιλον σακούλι και στα μαύρα σακούλια υπήρχε γενετικό υλικό προσώπων αγνώστων στα γεγονότα της υπόθεσης.
Η αδυναμία της περιστατικής μαρτυρίας έγκειτο στο ότι (α) πρόσβαση στην αποθήκη είχαν και άλλα άτομα της οικογένειας του Εφεσείοντος, (β) «καμία μαρτυρία δεν υπήρχε για την ύπαρξη γενετικού υλικού του στην επιφάνεια των δοχείων, ούτε εντοπίστηκε οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να τον συνδέσει με το περιεχόμενο τους», (γ) «καμία μαρτυρία δεν υπήρχε και ως προς τον χρόνο ή τις περιστάσεις εναπόθεσης του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο νάιλον σακούλι», (δ) «ως εκ της φύσης του, το σακούλι ήταν ουδέτερο και μη προσωπικό στοιχείο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διάφορα άτομα για ποικίλους σκοπούς». Σε σχέση με το τελευταίο έγινε αναφορά στην υπόθεση Maguire v. HM Advocate 2003 S.L.T. 1307, η οποία αφορούσε δακτυλικά αποτυπώματα, όπου λέχθηκε ότι πολλά εξαρτώνται από τη φύση του αντικειμένου στο οποίο εντοπίζεται το αποτύπωμα ή ο συνδετικός κρίκος με τον κατηγορούμενου και τη σχέση του με τον χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος. «Η ευκολία με την οποία μπορεί αθώα ένας κατηγορούμενος να έχει έρθει σε επαφή με ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να είναι τέτοια που ακόμη και στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης εκ μέρους του να μην δύναται να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα επαρκούς σύνδεσης μεταξύ του και του εγκλήματος» (βλ. Χρυσάνθου (ανωτέρω)).
Τα γεγονότα της Χρυσάνθου (ανωτέρω) διαφέρουν ουσιωδώς από αυτά στην παρούσα υπόθεση. Πρώτον, για λόγους που εξηγήθηκαν ο Εφεσείων ήταν ο μοναδικός ενοικιαστής και κάτοχος της οικίας εντός της οποίας εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά. Επομένως είχε τον φυσικό έλεγχο όλων των ναρκωτικών τα οποία ανευρέθηκαν. Δεν υπήρξε μαρτυρία παραβίασης ή πρόσβασης στην οικία από τρίτα πρόσωπα. Δεύτερον, η ανεύρεση γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων του Εφεσείοντος σε πολύ μεγάλο αριθμό αντικειμένων ως αναφέρονται και προσδιορίζονται στην πρωτόδικη απόφαση, επιμαρτυρεί σωρευτικά τη γνώση του για τα ναρκωτικά. Τρίτον, το γεγονός ότι καταζητείτο για περίοδο 3,5 ετών, αποτελεί επιπρόσθετο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του. Σε αντίθεση με την Χρυσάνθου, η περιστατική μαρτυρία εναντίον του Εφεσείοντος υπήρξε συντριπτική.
Ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
(VIII) Ποινή - Κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής και έκδηλα υπερβολική.
Με τον όγδοο και ένατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή των 15 χρόνων στις κατηγορίες κατοχής με σκοπό την προμήθεια 2 κιλών και 286,2 γραμμαρίων κοκαΐνης (2η κατηγορία) και 10 κιλών και 938,1 γραμμαρίων κάνναβης (6η κατηγορία) αντίστοιχα, ως εμπεριέχουσα σφάλμα αρχής και ως έκδηλα υπερβολική. Παραπονείται ο Εφεσείων ότι δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη οι προσωπικές του περιστάσεις και το χρονικό διάστημα 4,5 ετών που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής. Επίσης, ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης ένεκα της καταχώρησης ξεχωριστού κατηγορητήριου εναντίον του Κ.Π., του οποίου το γενετικό υλικό βρέθηκε μαζί με το γενετικό υλικό του Εφεσείοντος σε σακούλι το οποίο περιείχε κοκαΐνη βάρους 112 γραμμαρίων, σε ερμάρι της οικίας. Οι δυο λόγοι έφεσης θα συνεξεταστούν ένεκα της συνάφειας των θεμάτων τα οποία εγείρονται.
Η επιχειρηματολογία που αφορά το σφάλμα αρχής επικεντρώνεται στο κάτωθι απόσπασμα της απόφασης:
«Συμφωνούμε με τον συνήγορο υπεράσπισης και λαμβάνουμε υπόψη ότι η καθαρότητα της κοκαϊνης ήταν 28% στοιχείο που προσδίδει μειωμένη αξία σε σχέση με κοκαϊνη με μεγαλύτερη καθαρότητα, όπως επίσης λαμβάνουμε υπόψη ότι για την κάνναβη δεν υπάρχει καθόλου ποσοτικός προσδιορισμός της ουσίας τετραϋδροκανναβινόλης, στοιχείο που προσδίδει ανάλογα με το ποσοστό μεγαλύτερη αξία στην κάνναβη, όμως αυτό το στοιχείο έχει να κάνει με το τελικό κέρδος που θα αποκομισθεί και έτσι το λαμβάνουμε υπόψη (βλ. υποθέσεις Memic ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 197/2011, ημερομηνίας 16.4.2014, Παντελή ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 247/2013, ημερομηνίας 29.4.2014, Σιδερένου ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2016, ημερομηνίας 9.6.2016, Shail v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 137/2014, ημερομηνίας 8.7.2016, και Almeida v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 22/2015, ημερομηνίας 7.7.2015)»
Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαστική γνώση, ούτε και οποιαδήποτε μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του σχετικά με την αξία των επίδικων ναρκωτικών ουσιών, ούτως ώστε να λάβει υπόψη του το τελικό κέρδος. Επίσης δεν συνεκτίμησε ορθά (α) τη σημασία της χαμηλής περιεκτικότητας σε κοκαΐνη, και (β) την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου προσδιορισμού της ποσότητας τετραϋδροκανναβινόλης (THC) στην ρητίνη κάνναβης. Θα έπρεπε κατ' εφαρμογή του αξιώματος in dubio pro reo να υπολογίσει ότι η κάνναβη ήταν της χαμηλότερης δυνατής ποιότητας και χαμηλότερης δυνατής αξίας.
Σφάλμα αρχής υπάρχει όταν η ποινή είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς το νόμο ή τα γεγονότα, ή τους νομολογιακά αναγνωρισμένους παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στην επιβολή ποινής, ή όπου το πρωτόδικο δικαστήριο επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες (βλέπε R. V. Sofoclis Georghiou, 22 C.L.R. 147, Georghiou Alexandrou "Vrakas" alias "Patitoutsi" v. The Police (1966) 2 C.L.R. 77, District Officer v. Eleni Michael Pittordi (1967) 2 C.L.R. 131, A-G v. Neophytos Nicola Vaisiotis alias Kaizer a.o. (1967) 2 C.L.R. 20, Philippou v. The Police (1983) 2 C.L.R. 245, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 97, 98, 100, Archbold 2021, παρ. 7-141).
Η καθαρότητα των ναρκωτικών ουσιών, ως σχετικός παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής, αναγνωρίστηκε από την Αγγλική νομολογία, η οποία υιοθετείται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
«Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε για να υποστηρίξει τη θέση του, η καθαρότητα των ναρκωτικών στα οποία αφορούν οι κατηγορίες, όπως αυτές που αντιμετώπισε ο εφεσείων, αποτελεί πράγματι σχετικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη, (βλ. R. v. Aranguren a.ο. [1994] 99 Cr. App. R. 347, R. v. Patel [1995] 16 Cr. App. R.(S.) 267, R. v. Morris [2001] 1 Cr. App. R. 4, R. v. Mashaollahi [2001] Cr. App. R. 6, R. v. Xherahi, [2003] EWCA Crim 1614 και R. v. Stephens [2012] EWCA Crim 829).
Περαιτέρω μελέτη της πιο πάνω νομολογίας αποκαλύπτει ότι η διερεύνηση του παράγοντα αυτού διενεργείται από το δικαστήριο στη βάση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Υπαρχούσης τέτοιας μαρτυρίας, το πρώτο στοιχείο για το οποίο το δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί είναι κατά πόσο η ναρκωτική ουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο επιδέχεται νοθείας και, άρα, η σύνθεσή της δυνατό να έχει, σε κάποιο στάδιο, μεταβληθεί. Στη συνέχεια, αν αυτό, όντως, έχει συμβεί, θα πρέπει να ικανοποιηθεί τι ποσότητα ή ποσοστό της όλης ανευρεθείσας ουσίας αποτελεί το ανόθευτο ναρκωτικό που αναφέρεται στην κατηγορία ..» (Υπογράμμιση δική μας).
(βλ. και Levent Shail (2016) 2 A.A.Δ. 657).
Υπογραμμίζεται ότι η ανάγκη για ποιοτικό προσδιορισμό της καθαρότητας της απαγορευμένης ουσίας στην οποία αναφέρεται η Αγγλική νομολογία, με αφετηρία την υπόθεση Aranguren (1994) 99 Cr. App. R. 347, σχετίζεται με ναρκωτικά Τάξης «Α». Δεν αφορά ναρκωτικά τάξης «Β» όπως είναι η ρητίνη κάνναβης, ούτε επηρεάζει την θέση της νομολογίας πριν την εν λόγω υπόθεση, σε σχέση με ναρκωτικά τάξης «Β» ή «Γ» (βλ. Misuse of Drugs and Drug Trafficking Offences 6η έκδοση (2012), Rudi Fortson QC, σελ. 902). Από την άλλη, σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία το αυξημένο ποσοστό (15 -20%), τετραϋδροκανναβινόλης (THC) στη ρητίνη κάνναβης, γνωστό και ως "skank", δικαιολογεί την επιβολή αυστηρότερης ποινής λόγω της αυξημένης δραστικότητας (potency) του ναρκωτικού (R. ν. Dung [2014] EWCA Crim 348). Γενικά, το αυξημένο ποσοστό τετραϋδροκανναβινόλης σε ορισμένα είδη κάνναβης, προσδίδει ουσιωδώς ψηλότερη αγοραστική αξία συγκριτικά με κάνναβη μικρότερης δραστικότητας (R. v. Auton [2011] EWCA Crim 76).
Πρωτοδίκως έγινε παραδεκτό γεγονός ότι η επίδικη κοκαϊνη ήταν περιεκτικότητας 28%. Ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του Εφεσείοντος ενώπιον του Κακουργιοδικείου κατά την αγόρευση προς μετριασμό της ποινής, ότι η εν λόγω περιεκτικότητα την «καθιστά εξαιρετικά χαμηλής ποιότητας και συνεπώς εξαιρετικά χαμηλής εμπορικής αξίας». Στο προαναφερθέν απόσπασμα από την απόφαση ποινής, το Κακουργιοδικείο συμφωνεί και λαμβάνει υπόψη την πιο πάνω εισήγηση, προς όφελός του Εφεσείοντος.
Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής καθότι το Κακουργιοδικείο προσμέτρησε υπέρ του Εφεσείοντος τη μειωμένη καθαρότητα της κοκαΐνης, εφαρμόζοντας τα αποφασισθέντα στην Memic (ανωτέρω).
Αναφορικά με τον μη ποσοτικό προσδιορισμό της τετραϋδροκανναβινόλης (THC) στην επίδικη ρητίνη κάνναβης, τονίζεται ότι η Αγγλική νομολογία η οποία υιοθετείται στο ανωτέρω απόσπασμα από την Memic (ανωτέρω), δεν αφορά ρητίνη κάνναβης αλλά ναρκωτικά τάξης «Α». Η αυξημένη περιεκτικότητα τετραϋδροκανναβινόλης (THC) της ρητίνης κάνναβης, λαμβάνεται υπόψη ως επιπρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας, δικαιολογώντας την επιβολή ψηλότερης ποινής, ένεκα της αυξημένης δραστικότητας και μεγαλύτερης αγοραστικής αξίας της ναρκωτικής ουσίας. Προκύπτει από την απόφαση ότι επειδή δεν υπήρξε ποσοτικός προσδιορισμός της τετραϋδροκανναβινόλης, η επίδικη κάνναβη λήφθηκε υπόψη ως χαμηλής αγοραστικής αξίας, το οποίο προσμέτρησε υπέρ του Εφεσείοντος (βλέπε Γλυκερίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 171/20, ημερ. 8.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B287, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 38/19 (Σχ.50/19) ημερ. 20.1.2022).
Κρίνουμε ότι η εν λόγω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου υπήρξε ορθή και δεν διακρίνουμε κανένα σφάλμα αρχής.
Παρεμπίπτοντος στο σημείο αυτό θα θέλαμε να προβούμε στις ακόλουθες επισημάνσεις. Βάσει των Αγγλικών Definitive Sentencing Guidelines for Drug Offences (εφεξής «Sentencing Guidelines») τα οποία εκδόθηκαν στις 24.1.2012, και τέθηκαν σε ισχύ στις 27.2.2012, η καθαρότητα των ναρκωτικών έπαψε να αποτελεί μέτρο υπολογισμού της ποσότητας και της βλάβης (harm) που προκαλείται στον χρήστη (βλέπε Blackstone's Criminal Practice 2023, Β19.152, 19.169). Σε κατάλληλες όμως περιπτώσεις δύναται να προσμετρήσει ως επιβαρυντικός παράγοντας, καθότι είναι πρόδηλο πως άτομα τα οποία ασχολούνται με μεγάλης καθαρότητας ναρκωτικά είναι πιο κοντά στο κέντρο της παράνομης επιχείρησης, παρά εκείνοι οι οποίοι ασχολούνται με ναρκωτικά τα οποία έχουν νοθευτεί για πώληση στον χρήστη (βλ. Kelly [2014] EWCA Crim 114). Στον Blackstone's Criminal Practice 2023, στην παράγραφο B19.147, οι εκδότες εισηγούνται ότι η παλαιά νομολογία, η οποία προηγήθηκε των Sentencing Guidelines του 2012, ". should no longer relied upon (or at least considered with great care: e.g. Dyer [2013] EWCA Crim 2114, and Healey [2012] EWCA Crim 1005)".
Επομένως, η προ των Sentencing Guidelines, Αγγλική νομολογία η οποία ακολουθείται στις αποφάσεις Memic και Shail, δεν είναι πλέον σχετική στην Αγγλία για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής σε υποθέσεις ναρκωτικών Τάξης «Α». Τα Sentencing Guidelines του 2012, και οι αλλαγές τις οποίες επέφεραν, δεν συζητήθηκαν και δεν εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις εν λόγω αποφάσεις.
Τα Sentencing Guidelines (ως είχαν τον Μάρτιο 2011 για επαγγελματική διαβούλευση), ακολουθήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις Valdez v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/16, ημερ. 21.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B57, και Μαυρουδής ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 112/21, ημερ. 19.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:B485, σε σχέση με την ποινολογική μεταχείριση μεταφορέων ναρκωτικών. Και στις δυο αποφάσεις ακολουθείται η Αγγλική απόφαση R. ν. Boakye (2012) EWCA Crim 838, με παράθεση σχετικού αποσπάσματος (παρ. 34) για τους μεταφορείς ναρκωτικών. Ανάλογες παρατηρήσεις γίνονται στην ίδια απόφαση κατ΄ εφαρμογή των Sentencing Guidelines, σε σχέση με τον υπολογισμό της ποσότητας των ναρκωτικών τάξης «Α», βάσει του ακάθαρτου συνολικού βάρους των ναρκωτικών. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
"38. Second, whereas the previous case law proceeded upon the basis of quantity of drugs measured at 100% purity, the new guideline does not. The reason is that the Council was advised that in many cases, especially at the lower end of offending, scientific analysis of purity may not be available. For this reason, amongst others, the indicative quantities of weight, which the new guideline adopts as a broad measure of harm, are not the same as those spoken of in Aramah, as subsequently modified. They are gross, not 100% purity weights. Of course, in dealing with a large consignment where there has been analysis and the weight at 100% purity is known, a court may well pay attention to the additional information which it has been given. It may determine to adjust up or down, either for very high or very low purity. However, the initial indicator of the category of offence is the weight as seized." (Υπογράμμιση δική μας)
Η νέα ποινολογική προσέγγιση την οποία θέτουν τα Sentencing Guidelines 2012, τα οποία αναθεωρήθηκαν και αντικαταστάθηκαν το 2021, συνοψίζεται στο κάτωθι απόσπασμα του Blackstone's Criminal Practice 2023, παρ. B19.169:
«The guideline sets out, for each of the forms of offence covered, three levels of culpability at Step 1: 'leading role', 'significant role' and 'lesser role'. A non-exhaustive list of characteristics which may demonstrate the particular offender's role is provided. The guideline then sets out, for each of the forms of offence covered, a three-fold or four-fold classification of 'category of harm' based upon indicative quantity of the drug concerned (upon which the sentencing starting point in each category is based). The various quantities listed in the guidelines are indicative only, and they are not thresholds (Henry [2013] EWCA Crim 1415, [2014] 1 Cr App R (S) 55 (347)).
In assessing harm, quantity is determined by the weight of the product. In Kerley [2015] EWCA Crim 1193, [2015] 2 Cr App R (S) 69 (475), the offenders fell to be sentenced for their involvement in a conspiracy to supply amphetamine. The drugs had been seized while stored 'wet', with a greater weight than if stored and sold 'dry'. The Court of Appeal said that normally dealers caught in possession of drugs should be sentenced on the basis of the weight of the drugs they had at the relevant time (the 'wet' weight in this case) and that evidence would have to be adduced before a different approach could be taken. The Court of Appeal in Nnamani [2015] EWCA Crim 596, [2015] 2 Cr App R (S) 23 (219) said that with matters of weight the guidelines had to be applied 'with realism', so that, where D had been found in possession of nearly 700 grams of cocaine of high purity and nearly 600 grams of a cutting agent for use with Class A drugs, the judge had been right to add the two amounts together to determine the weight for sentencing purposes.
In relation to the purity of the drug, see B19.152, and consider Kelly [2014] EWCA Crim 1141, [2014] 2 Cr App R (S) 70 (549), a case involving conspiracy to supply Class A drugs, in which the Court explained that there can be circumstances where both quantity and purity of the drug is important in determining D's role. It was an 'obvious inference' that offenders who dealt with high-purity drugs were closer to the center of operations than those who dealt with drugs which had been diluted for street use». (Υπογράμμιση δική μας).
Με κάθε σεβασμό, θεωρούμε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες τίθενται με τα εν λόγω Sentencing Guidelines, με την επιμέτρηση της ποινής να γίνεται βάσει του μεικτού βάρους (gross weight) των ναρκωτικών τάξης «Α», (step 1), και την αυξημένη καθαρότητα (βλ. R. V. Hussein (Jamil) [2018] EWCA Crim 509) να προσμετρά ως επιβαρυντικός παράγοντας (step 2), αποτελεί ρεαλιστικότερη προσέγγιση για σκοπούς επιβολής ποινής (βλ. Nnamani [2015] EWCA Crim 596). H μειωμένη καθαρότητα η οποία συνήθως εντοπίζεται σε κοκαΐνη η οποία πωλείται στον χρήστη (street supplies), δεν πρέπει κατά κανόνα να προσμετρά ως μετριαστικός παράγοντας (βλ. R. v .Cooper [2017] EWCA Crim 558). Στην Kelly (ανωτέρω) επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που η επίδικη ποσότητα ναρκωτικού είναι υψηλής καθαρότητας, η επιβληθείσα ποινή θα είναι σαφώς αυστηρότερη από αυτή που θα επιβαλλόταν σε ιδίου βάρους νοθευμένη ποσότητα μειωμένης καθαρότητας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«16. As the court raised with counsel in the course of submissions, if it were the case that an offender higher up the chain, and therefore more likely to be dealing with Class A drugs at high concentration, were able to get the benefit of a lower quantity in terms of a permanent assignment to category 2, whereas exactly the same consignment of drugs passed down through the chain to someone of lesser responsibility and with lesser prospect of gain, who cut the drugs, diluted them and produced a larger quantity, then if that had the consequence that the person with less responsibility, less gain and further down the chain ended in category 1, that would be not merely an injustice, but a misuse of the guidelines themselves»
Στρεφόμαστε τώρα στην εξέταση του λόγου έφεσης εννέα που αφορά την υπερβολικότητας της ποινής. Το κριτήριο για την ύπαρξη υπερβολικότητας στην ποινή είναι (α) εμφανής αναντιστοιχία μεταξύ σοβαρότητας του αδικήματος και επιβληθείσας ποινής, και (β) ουσιώδης απόκλιση από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία, το οποίο συναρτάται με την ομοιομορφία στην μεταχείριση των παραβατών και την αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το άρθρο 28 του Συντάγματος (βλ. μεταξύ άλλων Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141). Ο καθορισμός της ποινής αποτελεί αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής ούτε προβαίνει σε επανακαθορισμό της. Επέμβαση χωρεί μόνον όπου η ποινή υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης και τη φύση του εγκλήματος, είναι εξ αντικειμένου έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής, ή όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (βλ. μεταξύ άλλων, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13, ημερ. 5.10.2016, Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 116/2022, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:B127)
Εν προκειμένω, οι επιβαρυντικές συνθήκες οι οποίες περιβάλλουν την διάπραξη των αδικημάτων, περιγράφονται στο κάτωθι απόσπασμα της απόφασης ποινής, σελ. 9-10:
«Ο κατηγορούμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε μετατρέψει την οικία στην οδό Γύψου ΧΧΧ σε καλά καμουφλαρισμένο παράνομο χώρο φύλαξης και αποθήκευσης μερικών εκ των πιο διαδεδομένων ναρκωτικών ουσιών που κυκλοφορούν στην παράνομη αγορά. Ήταν πλήρες εξοπλισμένη με τα απαραίτητα αντικείμενα και εργαλεία για να συσκευάζονται και μετρούνται με ακρίβεια βάρους και ασφαλούς προφύλαξης, αφού από τις αεροστεγώς σφραγισμένες συσκευασίες που ήταν τοποθετημένα, μεταφέρονταν σε ζυγαριές ακριβείας, όπως καταδεικνύεται από τη ζυγαριά FURI στην οποία βρέθηκαν ίχνη και από τα τρία είδη ναρκωτικών ουσιών που βρέθηκαν στην εν λόγω οικία, δηλαδή κοκαΐνης, MDMA και κάνναβης και τη ζυγαριά KENWOOD στην οποία βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του κατηγορούμενου και στη συνέχεια να τοποθετούνται σε νάιλον συσκευασίες οι οποίες βρίσκονταν, πληθώρα, σε διάφορους χώρους της οικίας, ενώ δεν παρέλειψε να έχει στη διάθεση του πλαστικά γάντια.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος προέβαινε σε εμπορία ναρκωτικών, ο οποίος διέθετε κάθε λογής ναρκωτικών ουσιών για να προμηθεύει σε παράνομο πελάτη.
Οι ποσότητες μάλιστα κάνναβης και κοκαΐνης, η καθαρότητα της οποίας ήταν 28% ήταν τόσο μεγάλες που μπορούσε να προμηθεύσει μεγάλο αριθμό παράνομων πελατών και να διασπείρει έτσι το δηλητήριο σε πολλούς ανθρώπους και κυρίως νέους που ακόμη δεν έχουν αναπτύξει το βαθμό εκείνο άμυνας τους έναντι τέτοιων απατηλών απολαύσεων, θανατηφόρων όμως σε κάποιες περιπτώσεις, που να μπορούν να αντισταθούν και να αποτρέψουν τον εμποτισμό τους από το δηλητήριο των ναρκωτικών ουσιών.
Με σκοπό και στόχο το παράνομο και εύκολο κέρδος, όποιο και αν είναι αυτό, το οποίο σίγουρα ήταν σημαντικό αφού πρόκειται για κιλά και όχι μερικά γραμμάρια, οι ποσότητες ναρκωτικών που διέθετε ο κατηγορούμενος στην εν λόγω οικία, αν δεν εντοπίζονταν από τις αστυνομικές αρχές, σίγουρα θα διατίθονταν σε μεγάλο αριθμό ατόμων και κάποια από αυτά σε νέους ανθρώπους που θα είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή τους».
Η ύπαρξη προσχεδιασμού ή οργανωμένου σχεδίου εμπορίας ναρκωτικών αποτελεί ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/19, ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B173).
Η αναγκαιότητα επιβολής αυστηρών και ακόμη αυστηρότερων ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών, ιδιαίτερα εκεί όπου η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας, τονίζεται σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων, αποσκοπώντας στην καταπολέμηση της μεγάλης αυτής μάστιγας, η οποία με διαρκώς αυξανόμενους ρυθμούς σπέρνει τον όλεθρο και την καταστροφή στις ζωές νεαρών κυρίως ατόμων. Το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών τα οποία κατέχονται με πρόθεση εμπορίας, αποτελούν αποφασιστικής σημασίας παράγοντες στον καθορισμό του ύψους της ποινής (βλ., μεταξύ άλλων, Berne ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 437). Στην Κλεομένης ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350, τονίστηκαν τα ακόλουθα:
Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική». (Βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατία (2010) 2 ΑΑΔ 633, και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει).
(βλ. και Ναζίπ v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 808, Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 79/2017, ημερ. 13.3.2017, Valdez v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 144/16 κ.α., ημερ. 21.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:B57, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωκράτους, Ποιν. Εφ. 67/21, ημερ. 17.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:B92).
Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου σε υποθέσεις ναρκωτικών, ιδιαίτερα όπου υπάρχει το στοιχείο της εμπορίας, είναι ήσσονος σημασίας ένεκα της ανάγκης επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Η σημασία της εξατομίκευσης της ποινής εξασθενεί μπροστά στην ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου (βλέπε, μεταξύ άλλων, Παυλίδης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220, Gloli v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Ζωμενής ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 400, Ρεσλάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 127). Από την άλλη, δεν πρέπει να δίνεται η εντύπωση ότι οι προσωπικές συνθήκες δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη (βλ. Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 448, Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211, Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 333).
Προηγούμενες αποφάσεις επιβολής ποινών δεν δημιουργούν δεσμευτικό προηγούμενο καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και συνθήκες διάπραξης του εκάστοτε αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Είναι όμως προσδιοριστικές των ελαφρυντικών και επιβαρυντικών περιστάσεων που λαμβάνονται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, και ενδεικτικές ως προς τον καθορισμό του μέτρου τιμωρίας ομοειδών αδικημάτων, χάριν επίτευξης ομοιομορφίας στην μεταχείριση των αδικοπραγούντων (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1, Valdez κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/16 (Σχ. 145/16) ημερ. 21.2.2017, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 (Σχ. 130/19) ημερ. 10.3.2021).
Οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε το Κακουργιοδικείο είναι ενδεικτικές των ποινών που επιβάλλονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Στην Μαυρικίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 359, για κατοχή με σκοπό τη προμήθεια 6341,3376 γρ. κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη, επικυρώθηκε ποινής φυλάκισης 12 ετών σε έγγαμο πατέρα ανήλικου παιδιού με λευκό ποινικό μητρώο, κατόπιν ακρόασης. Στην Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 14 ετών για εισαγωγή κατοχή με σκοπό τη προμήθεια 6.453.34 κιλών ξηρής φυτικής κάνναβης, επιβληθείσες κατόπιν παραδοχής, μειώθηκαν σε 12 έτη. Ο Εφεσείων βαρυνόταν με μια προηγούμενη καταδίκη για μηδαμινή ποσότητα ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β. Στην Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221, επικυρώθηκε 12ετής ποινή φυλάκισης επιβληθείσα κατόπιν ακρόασης, για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 11 κιλών και 538,61 γραμμαρίων ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης βάσει οργανωμένου σχεδίου. Ο Εφεσείων ήταν άτομο νεαρής ηλικίας (22 ετών), λευκού ποινικού μητρώου το οποίο είχε τελέσει αρραβώνα. Η ποινή εκρίθη ως απόλυτα ισορροπημένη. Στην Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 63, επικυρώθηκαν 10ετείς ποινές φυλάκισης, κατόπιν ακρόασης, για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 8.957,7 γραμμάριων φυτικής κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Στην Παύλου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 44/16, ημερ. 4.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:B130, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 9 ετών, κατόπιν παραδοχής, για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 11 κιλών και 454,9473 γραμμαρίων κάνναβης, σε άτομο νεαρής ηλικίας (22 ετών), λευκού ποινικού μητρώου, ο οποίος ενήργησε ως μεταφορέας. Στην Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 141/2017, ημερ. 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B202, επικυρώθηκε κατ΄έφεση 14ετής ποινή φυλάκισης, επιβληθείσα μετά από ακροαματική διαδικασία, για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 12 κιλών και 944 γραμμάριων κάνναβης, βάσει καλά οργανωμένου σχεδίου στο οποίο ο Εφεσείων - άτομο λευκού ποινικού μητρώου - διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο.
Ιδιαίτερα αυστηρές είναι οι ποινές σε υποθέσεις κοκαΐνης. Στην Dos Santos (2005) 2 Α.Α.Δ. 297, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 ετών, κατόπιν παραδοχής, για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια κοκαΐνης βάρους 1.021 γραμμαρίων, αυξήθηκαν κατ' έφεση σε 9 έτη. Στην Αντρέου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 204/21, ημερ. 21.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B490, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών κατόπιν παραδοχής για κατοχή με σκοπό την προμήθεια κοκαϊνης συνολικού βάρους 854,26 γραμμαρίων, η οποία δεν κρίθηκε καν αυστηρή. Λήφθηκαν υπόψη και άλλες υποθέσεις με πολύ μικρότερες ποσότητες κοκαΐνης κάτω των 20 γραμμαρίων. Πρόσφατα, στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωκράτους, Ποιν. Έφ. 67/21, ημερ. 17.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:B92, ποινές φυλάκισης 6 ετών για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 476,34 γραμμαρίων κοκαΐνης και 10 κιλών, 159 γραμμαρίων κάνναβης κατόπιν παραδοχής, κρίθηκαν ως έκδηλα ανεπαρκείς και αυξήθηκαν κατ' έφεση σε 10 έτη αντίστοιχα. Ο Εφεσίβλητος ήταν άτομο νεαρής ηλικίας το οποίο αντιμετωπίστηκε ως μεταφορέας.
Ενδεικτικές της αυστηρότητας των ποινών σε υποθέσεις κοκαΐνης είναι και υποθέσεις που αφορούν μικρότερες ποσότητες, όπως η Chucri Saliba v. Γενικού Εσιαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 388, όπου επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών κατόπιν παραδοχής σε άτομο νεαρής ηλικίας το οποίο μετέφερε στο στομάχι του 62 σκευάσματα τα οποία περιείχαν κοκαϊνη βάρους 130.2612 γραμμαρίων, για να τα πωλήσει στην Κύπρο. Στην Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 231, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης εννέα ετών για εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 389,36 γραμμαρίων κοκαΐνης, σε πατέρα δυο παιδιών με λευκό ποινικό μητρώο, ο οποίος δεν αποκόμισε κανένα οικονομικό όφελος, τονίζοντας ότι η κοκαΐνη αποτελεί σκληρό ναρκωτικό (βλ. Saremi v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 251).
Συνάγεται από τη νομολογία ότι σε υποθέσεις σκληρών ναρκωτικών δικαιολογείται η επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών ποινών λόγω των ολέθριων συνεπειών που επιφέρουν, καταλήγοντας, δυστυχώς, πολλές φορές στο θάνατο νεαρών ατόμων.
Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε στον κατάλληλο βαθμό υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες τους οποίους επικαλέστηκε, ιδιαιτέρως το λευκό ποινικό του μητρώο, τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετωπίζει, το γεγονός ότι από το 2017 από μόνος του κατάφερε να απεξαρτηθεί από τις ναρκωτικές ουσίες, και την πάροδο 4,5 ετών από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής. Παραπονείται επίσης ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση μεταξύ του ιδίου και του Κ.Π., καθότι εναντίον του δεύτερου καταχωρήθηκε το 2019, ξεχωριστή ποινική υπόθεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 112 γραμμαρίων κοκαΐνης.
Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο και την κατάσταση υγείας του Εφεσείοντος, τα οποία όμως ορθώς δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα στην επιβολή αποτρεπτικής ποινής (βλ. μεταξύ άλλων, Redjep v. Mehmet (2004) 2 Α.Α.Δ. 217).
Λήφθηκε επίσης υπόψη η απεξάρτηση του Εφεσείοντος από ναρκωτικές ουσίες το 2017. Δεν θα μπορούσε όμως να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής, ένεκα των μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών για τις οποίες καταδικάστηκε, μέρος των οποίων αφορούσαν σκληρά ναρκωτικά Τάξης «Α». Σε τέτοιες υποθέσεις προέχει η ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών. Οι υποθέσεις στις οποίες η απεξάρτηση ήταν καταλυτικής σημασίας παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής, αφορούσαν ασυγκρίτως μικρότερες ποσότητες ναρκωτικών ως προκύπτει από τα γεγονότα των σχετικών υποθέσεων. Η Καρακάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 463, αφορούσε κατοχή 6 χαπιών έκσταση και 5 τεμαχίων από το ίδιο είδος χαπιών, συνολικού βάρους 2,5 γραμμαρίων, η Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 513, κατοχή ηρωίνης βάρους 3,6422 γραμμαρίων, η Τσιάκκα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, κατοχή με σκοπό τη προμήθεια ηρωϊνης βάρους 48.0943 γραμμαρίων, η Μαυραντωνίου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 333, κατοχή κάνναβης βάρους 59,3521 γραμμαρίων, και η Γιαννάκης Νικόλαος ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 364, εισαγωγή και κατοχή με σκοπό τη προμήθεια κοκαΐνης συνολικού βάρους 51,8558 γραμμαρίων.
Σε ότι αφορά την πάροδο 4,5 ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, η περίοδος των 3,5 ετών που καταζητείτο δεν θα ήταν δυνατό να αποτελέσει σημαντικό μετριαστικό παράγοντα καθότι υπαίτιος της καθυστέρησης ήταν ο Εφεσείων (βλ. κατ' αναλογία Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276). Ως προς το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, ορθά σημειώνεται στην απόφαση ότι δεν υπήρξε καμία ουσιαστική αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Εφεσείοντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104 Γρηγορίου ν Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 281/22, ημερ. 27.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:B111).
Τέλος, αναφορικά με τη θέση περί άνισης μεταχείρισης η οποία προκύπτει από την καταχώριση ξεχωριστής ποινικής υπόθεσης στις 8.3.2019, εναντίον του ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου δεν τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης εν όψει της καταφανώς σοβαρότερης ποινικής ευθύνης του Εφεσείοντος, ο οποίος κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για ασυγκρίτως μεγαλύτερες ποσότητες ναρκωτικών (βλ. Ζαχαρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 595, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/19, ημερ. 27.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B173 και Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 54).
Η δε καταδίκη του Εφεσείοντος μετά από ακροαματική διαδικασία δεν επέτρεπε την έκπτωση στην ποινή η οποία δικαιολογείται σε περιπτώσεις παραδοχής, ως απτού στοιχείου έμπρακτης μεταμέλειας και οικονομίας πολύτιμου δικαστικού χρόνου (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 424, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 κ.α. ημερ. 10.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:B88).
Καταλήγοντας κρίνουμε ότι η ποινή δεν είναι έκδηλα υπερβολική αλλά καθόλα αρμόζουσα. Επρόκειτο για υπόθεση εμπορίας μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών στην οποία ο Εφεσείων διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο. Το Κακουργιοδικείο δεόντως συνυπολόγισε όλα τα ενώπιον του στοιχεία με βάση τα καθιερωμένα νομολογιακά κριτήρια, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάγκη επιβολής αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής.
Οι εφέσεις κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.Ε.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ Δ.Ε.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ Δ.Ε.