ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 73/2019)
30 Οκτωβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ
Εφεσείουσα
v.
ΖΕΒΡΑ GENERAL CONSTRUCTION LTD
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------------------------
Γ. Χατζηχάννα (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Ν. Καλλής, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη και με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Γ. Σεραφείμ. Διϊστάμενη είναι η απόφαση του Δικαστή Δ. Λυσάνδρου, που ακολουθεί.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/3/2019 στην Προσφυγή Aρ. 6289/2013, με την οποία ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δια της οποίας η Εφεσείουσα επέβαλε φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας επί ακινήτου το οποίο η Εφεσίβλητη εκμίσθωνε δυνάμει σχετικής σύμβασης μίσθωσης από το έτος 1981, ανερχόμενης στο ποσό των .., για το φορολογικό έτος 2013.
Με σχετική Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας ημερομηνίας 12/8/2013, γνωστοποιήθηκε στην Εφεσίβλητη η επίδικη επιβολή φορολογίας που αφορά το έτος 2013 και, εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η Εφεσίβλητη κατεχώρησε την υπό αναφορά Προσφυγή, η οποία είχε επιτυχή για την Εφεσίβλητη, κατάληξη.
Με τον Λόγο Έφεσης της, η Εφεσείουσα καταλογίζει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο για το εύρημα του στις σελίδες 16 έως 21 της Απόφασης του, ότι η επιβολή της επίδικης φορολογίας παραβιάζει τις διατάξεις των ’ρθρων 2, 3 και 18 του περί Φορολογίας Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου 24/1980 (εφεξής "Νόμος") και κατ' επέκταση, ότι παράνομα επιβλήθηκε η επίδικη φορολογία, καθότι η ακίνητη ιδιοκτησία ανήκει στη Δημοκρατία και όχι στην Εφεσίβλητη, η οποία είναι απλώς εκμισθωτής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέφερε τα ακόλουθα κατά την εξέταση του εγειρόμενου από την Εφεσίβλητη λόγου ακύρωσης περί παραβίασης των ’ρθρων 3 και 18 του σχετικού Νόμου:
«Κατά την πλευρά της αιτήτριας, παράνομα και εσφαλμένα επιβλήθηκε στην αιτήτρια η επίδικη φορολογία, καθότι η συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία και όχι στην αιτήτρια, η οποία είναι «ένας απλός εκμισθωτής». Η πλευρά των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι η επίδικη φορολογία επιβλήθηκε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 24/80, και ορθώς κρίθηκε ότι η αιτήτρια υπόκειται στη σχετική φορολόγηση, καθότι «δικαιούται να εγγράψει το μακράς διαρκείας δικαίωμά της δυνάμει του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224».
Από τα ενώπιον μου στοιχεία, προκύπτει εν πρώτοις ότι, πράγματι, μεταξύ της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας (μέσω του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας) ως ιδιοκτήτριας, και της αιτήτριας εταιρείας υπεγράφη σύμβαση μίσθωσης στις 7.10.1981. Η εν λόγω σύμβαση επισυνάπτεται στην αίτηση ακυρώσεως ως παράρτημα, αλλά περιέχεται και στον οικείο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τις διευκρινίσεις. Σύμφωνα με τον όρο 5(xi) της σύμβασης, ο μισθωτής υποχρεούται, μεταξύ άλλων, όπως «καταβάλλη άπαντας τους νυν ή εν τω μέλλοντι οφειλόμενους φόρους, τέλη, δικαιώματα και πάσης φύσεως επιβαρύνσεις, αίτινες θα εβάρυνον το κτήμα και τα υποστατικά, συμφώνως προς τους εκάστοτε εν ισχύϊ νόμους, κανονισμούς ή διατάγματα, ως εάν ταύτα απετέλουν ιδιοκτησία του Μισθωτού και ουχί του κράτους, και όπως αποζημιώνη τον ιδιοκτήτην δια παν ποσόν το οποίον ούτος ήθελε πληρώσει εις οιανδήποτε αρχήν (περιλαμβανομένης και κυβερνητικής τοιαύτης) υπό μορφή φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών ή άλλως πως».
Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει και η πλευρά της αιτήτριας, η πιο πάνω συμβατική πρόνοια δεν στοιχειοθετεί φορολογική υποχρέωση, εφόσον, κατά τη διάταξη του ’ρθρου 24.2 του Συντάγματος, επιβολή φόρου μπορεί να επιβληθεί μόνο «δια νόμου ή κατ' εξουσιοδότηση νόμου». Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία επί του θέματος, κατά την ερμηνεία των φορολογικών νόμων «ένας κοιτάζει με αντικειμενικότητα τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης και δεν υπάρχει περιθώριο για την εξακρίβωση της πρόθεσης του έξω από το λεκτικό του Νόμου και τίποτε δε διαβάζεται ότι υπάρχει ενώ δεν υπάρχει και τίποτε δεν εξυπακούεται. Όταν δε δεν υπάρχει ασάφεια στις λέξεις του Φορολογικού Νόμου, πρέπει να αποδίδεται, σ' αυτές η φυσική των σημασία» (βλ. KEO PLC ν Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D583, Υποθ. αρ. 1420/12, ημερ. 9.9.2015 και Serafino Shoe Industry & Trading Co. Ltd ν.
Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 310). Το δε καθήκον του Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον κάνει λογικό: αυτό αποτελεί έργο της νομοθετικής εξουσίας (βλ. KEO PLC, ανωτέρω, Tosoun ν. Kanaris(1969) 1 C.L.R. 637, 643 και Montedison S.P.A. V. Neoplast Ltd (1983) 1(B) Α.Α.Δ. 509, 514) και, συνεπώς, δεν υπάρχει έδαφος αναζήτησης της πρόθεσης του νομοθέτη έξω από το λεκτικό του ισχύοντος φορολογικού πλαισίου.
Στην υπό κρίση περίπτωση, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Νόμου 24/80, στο άρθρο 3 του οποίου προβλέπεται ότι «Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νό΅ου, αλλά τηρου΅ένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφ' όλης της ακινήτου ιδιοκτησίας που βρίσκεται στη Δη΅οκρατία επιβάλλεται και εισπράττεται για κάθε έτος φόρος κατά τους συντελεστές όπως εκτίθενται κατωτέρω επί της αξίας της ακινήτου ιδιοκτησίας κάθε ιδιοκτήτη», ενώ στο άρθρο 4 προβλέπεται ότι «Πας ιδιοκτήτης υποχρεούται να καταβάλη τον φόρον αναφορικώς προς άπασαν την ακίνητον αυτού ιδιοκτησίαν». Σύμφωνα με το άρθρο 18, δεν επιβάλλεται ή εισπράττεται φόρος επί ακινήτου ιδιοκτησίας που ανήκει στη Δημοκρατία.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον περιεχόμενο στο άρθρο 2 όρο «ακίνητη ιδιοκτησία», αυτός περιλαμβάνει και «(ε) προνόμια, δικαιώματα χρήσεως, πραγματικάς δουλείας, και τα πάσης φύσεως έτερα δικαιώματα και οφέλη τα αφορώντα, ή θεωρούμενα ως αφορώντα, εις το έδαφος ή οικοδομήματα ή έτερα κτίσματα ή έργα». Στο ίδιο άρθρο, «ιδιοκτήτης» σημαίνει «το πρόσωπον όπερ δικαιούται να εγγραφή ως ιδιοκτήτης ακινήτου ιδιοκτησίας, είτε ούτος είναι ούτω εγγεγραμμένος είτε όχι».
Δεδομένων των πιο πάνω πραγματικών γεγονότων και νομικών διατάξεων, τίθεται το ερώτημα κατά πόσον ορθώς επιβλήθηκε η επίδικη φορολογία στην αιτήτρια. Θεωρώ ότι, για σκοπούς ορθής ερμηνείας των προνοιών του Νόμου, δυνάμει του οποίου επιβλήθηκε η επίδικη φορολογία, θα πρέπει να ανατρέξει κανείς και στους όρους της υπό αναφορά σύμβασης μεταξύ της Δημοκρατίας και της αιτήτριας.
Ως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, η αιτήτρια είναι μισθωτής της συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας από το 1981. Σύμφωνα με την επιφύλαξη του όρου 3 της σύμβασης μίσθωσης, η αιτήτρια, εφόσον εκπληρώσει όλες τις συμβατικές της υποχρεώσεις, έχει δικαίωμα να ανανεώσει την ισχύ της μίσθωσης για ακόμη δυο, κατά μέγιστο όριο, χρονικά διαστήματα εκ τριάντα τριών ετών έκαστο. Πουθενά ωστόσο στην εν λόγω σύμβαση, και για τους σκοπούς αυτής, δεν προβλέπεται ότι ο μισθωτής, κατά την ενάσκηση των δικαιωμάτων του, θα μπορούσε και/ή δικαιούται να εγγράψει οποιοδήποτε δικαίωμα, ως η εισήγηση της πλευράς των καθ' ων η αίτηση. Συνεπώς, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως θα μπορούσε εν προκειμένω να υπαχθεί στην έννοια του όρου «ιδιοκτήτης» η αιτήτρια, αφού, ακόμα και να γίνει δεκτή η εισήγηση ότι η το δικαίωμα της αιτήτριας για εγγραφή εμπίπτει και/ή περιλαμβάνεται στην υπό του άρθρου 2(ε) του Νόμου ερμηνεία του όρου «ακίνητη ιδιοκτησία», από κανένα σημείο της σύμβασης δεν προκύπτει να έχει η αιτήτρια ένα τέτοιο δικαίωμα εγγραφής της ως ιδιοκτήτριας, παρά μόνο δικαίωμα ανανέωσης της μίσθωσης. Θεωρώ ότι η διάκριση μεταξύ των δυο είναι σαφής και, υπό το φως της προαναφερθείσας νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία των φορολογικών νόμων, κρίνω ότι οποιαδήποτε ερμηνευτική διεύρυνση είναι ανεπίτρεπτη. Ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης ακίνητης ιδιοκτησίας εξακολουθεί να είναι η Δημοκρατία και η επιβολή της επίδικης φορολογίας στην αιτήτρια, δεδομένων των προαναφερθεισών διατάξεων του Νόμου, είναι ανεπίτρεπτη».
Προτού εξεταστεί η ορθότητα των πιο πάνω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ακρόαση της παρούσας Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα προέβαλε ότι η Εφεσίβλητη κατέβαλλε από το 1980 μέχρι το 2012, φόρο ακίνητης ιδιοκτησίας χωρίς διαμαρτυρία, αποδεχόμενη ουσιαστικά τους όρους της σύμβασης μίσθωσης γης ημερομηνίας 7/10/1981, μεταξύ των οποίων ο όρος 5 (ΧI), σύμφωνα με τον οποίο, ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλλει τους οφειλόμενους φόρους, ως εάν είναι ιδιοκτησία του μισθωτού και όχι του κράτους. Κατ' επέκταση, ότι η Εφεσίβλητη στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της προσβαλλόμενης απόφασης.
Πρόσθετα, κατά τη συνήγορο της Εφεσείουσας, η Εφεσίβλητη στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή αυτό που αμφισβήτησε με την ένσταση της ημερομηνίας 31/7/2012 (Παράρτημα Ε΄ στη Ένσταση), είναι το ύψος της επιβληθείσας φορολογίας και όχι την επιβολή της.
Έχουμε εξετάσει τα πιο πάνω προδικαστικά ζητήματα, εφόσον άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και του παραδεκτού της Αίτησης Ακυρώσεως, που μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και αυτεπάγγελτα ως δημοσίας τάξεως (βλ. Χατζηκυριάκου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 261, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).
Όπως προκύπτει από το Αιτητικό της Προσφυγής, αυτό που η Εφεσίβλητη προσέβαλε με την Αίτηση Ακυρώσεως της, είναι την απόφαση της Εφεσείουσας η οποία της κοινοποιήθηκε στις 12/8/2013 "με την οποία επιβλήθηκε στην αιτήτρια φόρος ακίνητης ιδιοκτησίας της τάξης των (...)". Πρόκειται για την Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας του έτους 2013. Όπως δε έχει αναφερθεί και αποτελεί πραγματικό γεγονός, η Εφεσίβλητη εναντίον της πιο πάνω απόφασης δεν υπέβαλε ένσταση, αλλά προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Σημειώνεται επίσης, ότι προδικαστική ένσταση που η πλευρά της Δημοκρατίας ήγειρε σε σχέση με τη μη νομιμοποίηση της Εφεσίβλητης προς καταχώρηση της Προσφυγής λόγω μη προηγούμενης υποβολής ένστασης, απεσύρθη με σχετική δήλωση της συνηγόρου της Εφεσείουσας στο πρωτόδικο Δικαστήριο (σχετική αναφορά γίνεται στην σελίδα 9 της πρωτόδικης Απόφασης). Αναφέρεται επίσης, ότι η πιο πάνω προδικαστική ένσταση έτυχε εξέτασης από τον πρωτόδικο Δικαστή και απερρίφθη.
Συνεπώς η Εφεσίβλητη, ουδέποτε αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα την επιβολή της επίδικης φορολογίας, την οποία μετ' εννόμου συμφέροντος αμφισβήτησε με την υπό αναφορά Προσφυγή. Η ένσταση δε ημερομηνίας 31/7/2012 την οποία η πλευρά της Εφεσείουσας επικαλείται, δεν αφορά την επίδικη φορολογία του έτους 2013, αλλά προγενέστερη φορολογία. Η επίδικη φορολογική περίοδος, στη βάση της αρχής της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου (με εξαίρεση τις περιπτώσεις φόρου προστιθέμενης αξίας - βλ. Δημοκρατία v. N. Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679) είναι αυτοτελής διοικητική πράξη, την οποία εν προκειμένω αμφισβήτησε η Εφεσίβλητη.
Πρόσθετα, το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε με αίτηση ακυρώσεως τις προγενέστερες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, δεν μπορεί να εκληφθεί ως αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα, Δημήτριου Θ. Πυργάκη, "Το έννομο Συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας", σελίδες 286, 287:
«Εξ άλλου, δεν συνιστά αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης μόνη η παράλειψη του αιτούντος να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως κατά προγενέστερων πράξεων παρόμοιου περιεχομένου (Στε. Ολ. 1424/1952, 2189/1962, 3189/1987, Ολ. 2034 - 2036/2011)».
Συνεπώς απορρίπτονται οι συναφείς προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί και το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και της ορθότητας της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή έχει εκτεθεί ανωτέρω.
Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε πολύ πρόσφατα ίδιο με το προβαλλόμενο στην παρούσα υπόθεση ζήτημα, στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων v. Domoplex Ltd, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 86/2019, ημερομηνίας 24/10/2023, και καταλήξαμε ότι, η πρόνοια του ’ρθρου 18 (δ) (ii) του Νόμου, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη παρούσα υπόθεση, είναι κατά γραμματική ερμηνεία σαφής και επιδέχεται μόνο μίας επιτρεπτής ανάγνωσης. Ήτοι, ότι εξαιρείται της κατά Νόμο φορολογίας, η ακίνητη ιδιοκτησία, που ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία και όχι μόνο περιοριστικά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας επ' αυτής.
Διατηρούμε την ίδια άποψη και προς αποφυγή επαναλήψεων, παραθέτουμε το σκεπτικό και τη κατάληξη μας στην πιο πάνω υπόθεση, το οποίο υιοθετούμε για τους σκοπούς της παρούσας.
«Επί της ουσίας, καθοριστικά, κρίνουμε, για την έκβαση της παρούσας έφεσης, είναι τα οριζόμενα στο ’ρθρο 18 (δ) (ii) του Νόμου («Απαλλαγαί»), το οποίο έχει ως ακολούθως:
«18. Δεν επιβάλλεται ή εισπράττεται φόρος επί των ακολούθων:
(α)...
(β)...
(γ)....
(δ) ακινήτου ιδιοκτησίας -
(i)..
(ii) ανηκούσης εις την Δημοκρατίαν·
Η εφεσείουσα αποδέχθηκε και ενώπιον μας ότι, τα τεμάχια ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία και αυτό το ιδιοκτησιακό της δικαίωμα δεν το έχει απωλέσει από τις συμβάσεις. Επικαλέστηκε, ωστόσο, μεταξύ άλλων, τις πρόνοιες των ’ρθρων 2 (ερμηνεία της λέξεως «ακίνητη ιδιοκτησία») και 4(1) του Νόμου, προς υποστήριξη της εισήγησης της ότι, το άρθρο 18 (δ) (ii) του Νόμου εξαιρεί από τη φορολογική υποχρέωση μόνο το ιδιοκτησιακό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της ακινήτου ιδιοκτησίας και όχι το επίσης ιδιοκτησιακό, κατά την εισήγηση και κατά τον ορισμό «ακίνητη ιδιοκτησία» του Νόμου, εμπράγματο δικαίωμα της εφεσίβλητης επί της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας. Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Η πρόνοια του άρθρου 18 (δ) (ii) του Νόμου είναι, κατά γραμματική ερμηνεία, σαφής και επιδέχεται, κατά την άποψη μας, μόνο μίας επιτρεπτής ανάγνωσης, ήτοι ότι εξαιρείται της κατά Νόμο φορολογίας η ακίνητη ιδιοκτησία (ήτοι τα τεμάχια) που ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως είναι η εδώ υπό εξέταση περίπτωση και όχι μόνο περιοριστικά το ιδιοκτησιακό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας επ' αυτής. Αυτό ισχύει, κατά συνέπεια, ασχέτως αν μπορεί να υφίστανται και άλλα δικαιώματα άλλων επί της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως και αν αυτά χαρακτηρίζονται με βάση τον Νόμο. Ορθά, συνεπώς, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, η εισήγηση της εφεσείουσας δεν συνάδει με το γράμμα του Νόμου. Στο σημείο αυτό, με κάθε σεβασμό τόσο προς την μειοψηφία, στο πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά και στους εδώ διαδίκους, είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι έχουμε την άποψη ότι, ενόψει των πιο πάνω, δεν υφίσταται χώρος για χρήση της τελεολογικής ερμηνείας σε σχέση με το άρθρο 18 (δ) (ii) του Νόμου, είτε προς την μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Ως έχει επεξηγηθεί στη Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 528, 533:
«Με βάση τις αρχές που έχουν διατυπωθεί από τη νομολογία, όπου το λεκτικό του νόμου είναι σαφές τότε αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοια τους. (Βλέπε: Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348 και ΚΟΤ ν. Παπαδόπουλος (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, όπου στη σελίδα 89 αναφέρονται και τα εξής:-
"Η τελεολογική μέθοδος ερμηνεία των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά τα άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη."
Στην παρούσα υπόθεση οι πρόνοιες της επιφύλαξης είναι σαφείς και δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας εκτός αυτής που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη.»
Προσθέτουμε και ότι, αν το Δικαστήριο προσπαθούσε να αποδώσει άλλο νόημα στην επίμαχη διάταξη δι' άλλων ερμηνευτικών μεθόδων από αυτής του σαφούς γράμματος του Νόμου, θα υπεισερχόταν ανεπίτρεπτα στο πεδίο άλλων εξουσιών (βλ. Θάσος Θωμά ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 1278), κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης τους».
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος και ο προβληθείς Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα 3000 πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 73/2019)
30 Οκτωβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ
Εφεσείουσα,
v.
ZEBRA GENERAL
CONSTRUCTION LTD,
Εφεσίβλητης.
--------------------
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατία, για Εφεσείουσα.
Ν Καλλής, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.
--------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, θα αποδεχόμουν την παρούσα έφεση για τους ακόλουθους λόγους:
Καταρχάς, είναι προφανές ότι η Εφεσίβλητη/Αιτήτρια είχε έννομο συμφέρον για την καταχώρηση της πρωτόδικης Προσφυγής Αρ. 6289/13 κατά της επιβαλλόμενης επ΄ αυτής φορολογίας, παρότι δεν είχε προσβάλει ομοίως αντίστοιχες φορολογίες που της επιβλήθηκαν προηγουμένως, αφού έκαστη τέτοια φορολογία είναι αυτοτελής διοικητική πράξη. Αυτό, διότι -κατά το ’ρθρο 3 του Νόμου 24 του 1980- ο φόρος ακινήτου ιδιοκτησίας επιβάλλεται και εισπράττεται για κάθε έτος, τέτοιοι δε ετήσιοι φόροι θεωρούνται αυτοτελείς (Δημοκρατία ν. NICOLAS TYRIMOS TAVERN RESTAURANT LTD, (2000) 3 Α.Α.Δ. 679).
Ως εκ τούτου, απορρίπτω την προδικαστική ένσταση της Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η Αίτηση, περί απουσίας εννόμου συμφέροντος από πλευράς της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.
Ως προς την ουσία του επίδικου θέματος, θεωρώ ότι η Εφεσίβλητη/Αιτήτρια είναι «ιδιοκτήτης ακινήτου ιδιοκτησίας», ήτοι του -εκ της μίσθωσης- δικαιώματος χρήσης του κρατικού τεμαχίου, και, συνεπώς, υπόκειται, για αυτήν την «ακίνητον ιδιοκτησίαν», σε φορολογία βάσει του ’ρθρου 3 του Νόμου 24 του 1980, για τους λόγους που αναλύω στη διιστάμενή μου απόφαση ημερ. 24.10.2023 επί της Έφεσης κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 86/2019 Δημοκρατίας ν. DOMOPLEX LTD.
H Εφεσίβλητη/Αιτήτρια αντιτείνει ότι η επίδικη σύμβαση μίσθωσης δεν πληροί την προϋπόθεση του ’ρθρου 65Β(4)(β) του Κεφαλαίου 224, ώστε να δικαιούτο να την εγγράψει στο κτηματολογικό μητρώο, με αποτέλεσμα να μην συνιστά «ιδιοκτήτην» σε σχέση με τη μίσθωση για τον σκοπό του Νόμου 24 του 1980, δεδομένου ότι το ’ρθρο 2 του τελευταίου Νόμου ορίζει τον «ιδιοκτήτην» ως το πρόσωπο το οποίο δικαιούται να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης σε σχέση με συγκεκριμένη «ακίνητον ιδιοκτησίαν» (που επίσης ορίζεται στο ’ρθρο 2).
Με κάθε σεβασμό, παρατηρώ ότι η πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης, ναι μεν ισχυρίζεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου 24 του 1980 και ότι η Εφεσίβλητη/Αιτήτρια δεν είναι «ιδιοκτήτης» σε σχέση με το μισθωμένο κρατικό ακίνητο, αλλά -ως ορθά επισημαίνει η Εφεσείουσα/Καθ΄ ης η Αίτηση- δεν αναπτύχθηκε από την Εφεσίβλητη/Αιτήτρια πρωτόδικα λόγος ακύρωσης ο οποίος να επικαλείται το ’ρθρο 65Β(4)(β) του Κεφαλαίου 224, οπότε είναι δικονομικά απαράδεκτη η επίκληση αυτού του ’ρθρου κατ' έφεση (συνεκδικαζόμενες εφέσεις κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 94/2016 κ.α. Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 26.7.2023).
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.