ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 70/18)

 

24 Οκτωβρίου 2023

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 


ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων - Εναγόμενος - Εξ' ανταπαιτήσεως Ενάγων,

 

v.

1. A.CH. TRAVEL & TOURS LTD

 

   Εφεσίβλητη - Ενάγουσα - Εξ' ανταπαιτήσεως Εναγομένη 1.

 

v.

 

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΜΠΗ
3. ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΟΥ,
4. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 

 

Eφεσίβλητοι 2, 3, 4 - Εξ' ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 2, 3, 4.


____________________

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Χρ. Χρυσάνθου, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα.

Α. Πολυδώρου και Κωνσταντίνου (κα), για Άντης Πολυδώρου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους 1 & 2.

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση αφορά τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 08.10.2011 και ώρα 16:30 στον αυτοκινητόδρομο Αγίας Νάπας‑Λάρνακας, με εμπλεκόμενα τα ακόλουθα οχήματα:


(
i) όχημα, ιδιοκτησίας του εφεσείοντα‑εναγόμενου και εξ' ανταπαιτήσεως ενάγοντα, (στο εξής «εφεσείοντας») οδηγός του οποίου ήταν ο ίδιος και στο οποίο ως συνοδηγός επέβαινε η  εγκυμονούσα σύζυγος του (ΜΥ1) και το ενός χρόνου τέκνο τους,


(
ii) όχημα, ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης-ενάγουσας και εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενης 1 (στο εξής «εφεσίβλητης 1»), οδηγός του οποίου ήταν ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 2 ‑ εφεσίβλητος 2 (στο εξής «εφεσίβλητος 2») με συνοδηγό αλλοδαπό εργάτη του εφεσίβλητου 2,

(iii) όχημα, οδηγός του οποίου ήταν ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3.

Συνεπεία του ατυχήματος και τα τρία οχήματα υπέστησαν ζημιές, ενώ ο εφεσείοντας, η σύζυγος του (ΜΥ1) και ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3 υπέστησαν σωματικές βλάβες. Είναι παραδεκτό ότι οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καλές. Το ατύχημα έλαβε χώρα υπό συνθήκες έντονης βροχόπτωσης και βρεγμένου ασφαλτικού οδοστρώματος.

  Η εφεσίβλητη 1, με την αγωγή της, αξίωνε εναντίον του εφεσείοντα €12.342,78 πλέον τόκους και έξοδα για τη ζημιά που υπέστη το όχημα της το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2. Στην έκθεση απαίτησης της η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι το ατύχημα οφείλετο σε αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του εφεσείοντα. Η εκδοχή της εφεσίβλητης 1 ήταν ότι ο εφεσίβλητος 2 οδηγούσε κανονικά το όχημα της στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, όταν ο εφεσείοντας, o οποίος οδηγούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη δεξιά λωρίδα, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του και αφού ξέφυγε της πορείας του, κινήθηκε στην αριστερή λωρίδα, ανακόπτοντας την πορεία του οχήματος της, το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2, με αποτέλεσμα τα δύο οχήματα να συγκρουστούν.

 

Ο εφεσείοντας, με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση του, αρνήθηκε την ευθύνη για το ατύχημα και αξίωσε €17.660,00 για τη ζημιά που υπέστη το δικό του όχημα και γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες που υπέστη, συνεπεία του ατυχήματος.  Ισχυρίστηκε ότι σε κάποιο σημείο του δρόμου έχασε τον έλεγχο του οχήματος του λόγω πτώσης σε κοίλωμα του οδοστρώματος στο οποίο είχε συσσωρευθεί μεγάλη ποσότητα νερού που δημιουργήθηκε λόγω της βαριάς βροχόπτωσης, ότι κινήθηκε δεξιότερα με αποτέλεσμα να χτυπήσει στο δεξιό κιγκλίδωμα του δρόμου και ότι στη συνέχεια το όχημα του  ακινητοποιήθηκε στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου. Ο εφεσίβλητος 2, o οποίος ακολουθούσε, οδηγούσε χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και συγκρούστηκε με αυτόν, προκαλώντας του σωματικές βλάβες και στο όχημα του ζημιές. Επέρριψε επίσης ευθύνη για το ατύχημα και στον εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενο 3, αποδίδοντας του αμελή οδήγηση.  Η ανταπαίτηση στρεφόταν και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα - εφεσίβλητου 4 για ισχυριζόμενη αμέλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την κατασκευή και συντήρηση του αυτοκινητόδρομου στο επίμαχο σημείο.

Κατά την ακρόαση στην πρωτόδικη διαδικασία, αποσύρθηκε η εξ' ανταπαιτήσεως απαίτηση του εφεσείοντα εναντίον του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3, χωρίς έξοδα. Ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3, δεν κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη, λήφθηκε όμως υπόψη από το Δικαστήριο η κατάθεση του στην Αστυνομία (Τεκμ. ΘΧ5).

Περαιτέρω, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι διάδικοι συμφώνησαν επί πλήρους ευθύνης, τα ακόλουθα: ότι οι ειδικές αποζημιώσεις της εφεσίβλητης 1 ανέρχονται στο ποσό των €12.307,00 και ότι οι  ειδικές αποζημιώσεις του εφεσείοντα ανέρχονται στο ποσό των €17.150,00 και οι γενικές αποζημιώσεις στο ποσό των €1.500,00.

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, προς υποστήριξη της υπόθεσης της εφεσίβλητης 1 κατέθεσαν ως μάρτυρες δύο αστυφύλακες των Βρετανικών Βάσεων (ΜΕ1 και ΜΕ3) και ο εφεσίβλητος 2 (ΜΕ2). Προς υποστήριξη της υπόθεσης του εφεσείοντα κατέθεσαν ως μάρτυρες, εκτός από τον ίδιο (ΜΥ2), η σύζυγος του (ΜΥ1) και αστυφύλακας των Βρετανικών Βάσεων (ΜΥ3). Προς υποστήριξη της υπόθεσης του εφεσίβλητου 4 κατέθεσε Τεχνικός στο Τμήμα Δημοσίων Έργων της Δημοκρατίας.    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα και τη ζημιά της εφεσίβλητης 1 ήτο ο εφεσείων και ότι η εφεσίβλητη 1, ο εφεσίβλητος 2 και ο εφεσίβλητος 4 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν είχαν καμία ευθύνη για το επίδικο ατύχημα και τη ζημιά του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην αγωγή προς όφελος της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντα, για το ποσό των €12.307,00 ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα με έξοδα εναντίον του.

Ο εφεσείοντας καταχώρησε την υπό κρίση έφεση προβάλλοντας ως λόγους έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε το τεκμήριο ΘΧ5, δηλαδή την κατάθεση του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3 στην Αστυνομία, για την αλήθεια του περιεχομένου του (πρώτος λόγος), ότι εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του χωρίς να την αντιπαραβάλει με την πραγματική μαρτυρία η οποία ήτο ενώπιόν του (δεύτερος λόγος), ότι εσφαλμένα και χωρίς να αιτιολογεί πλήρως επιμέρισε όλη την ευθύνη στον εφεσείοντα και δεν κατένειμε δικαίως την ευθύνη μεταξύ των εμπλεκομένων οδηγών (τρίτος λόγος), ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε νομικές αρχές σε σχέση με το βάρος απόδειξης (τέταρτος λόγος), ότι λανθασμένα έκρινε ως αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και τους μάρτυρες του (πέμπτος λόγος), ότι παρερμήνευσε την ενώπιόν του μαρτυρία και εσφαλμένα διέγνωσε τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος (έκτος λόγος), ότι εσφαλμένα έκρινε ως αξιόπιστο τον εφεσίβλητο 2 και τους μάρτυρες που παρουσίασε η εφεσίβλητη 1 (έβδομος λόγος), ότι εσφαλμένα δεν απέδωσε ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος στον εφεσίβλητο 4, Γενικό Εισαγγελέα (όγδοος λόγος), ότι εσφαλμένα απέδωσε ολόκληρο το ποσό της αξίωσης και απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντα (ένατος λόγος).

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ετοίμασαν περιγράμματα αγόρευσης.  Στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα στην παρούσα διαδικασία, αποσύρθηκε η έφεση εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.  Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν τα εξής:

«... δεν θα προωθηθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας η απαίτηση του εφεσείοντα εναντίον του εφεσίβλητου 4 και ως εκ τούτου θα αποσυρθεί ο λόγος έφεσης 8».


  Εφόσον η αγωγή κατά την πρωτόδικη διαδικασία έχει αποσυρθεί εναντίον του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3 και κατ' έφεση ο εφεσείοντας απέσυρε την έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 4-Γενικού Εισαγγελέα, η έφεση περιορίζεται στο θέμα της ευθύνης του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων 1 και 2.  

  Η θέση του εφεσείοντα ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος όταν ρωτήθηκε μετά το ατύχημα, στη σκηνή του δυστυχήματος από τον ΜΕ1 που ήταν ο πρώτος αστυνομικός που πήγε στη σκηνή, ήταν η εξής: «Όπως επήεννα έδωκα μεσ' τα νερά τζιαί χτύπησα το κιγκλίδωμα, τζιαί μετά εχτύπησε μου άλλος που έρκετουν που πίσω τζιαί ο άλλος τον άλλον» (Τεκμ. ΘΧ8). Ανακρινόμενος  την 13.10.2011 από τον ΜΥ3, αστυνομικό των Βρετανικών Βάσεων, ο εφεσείοντας ανάφερε τα εξής: «... έβρεχε πάρα πολύ εκείνη την ώρα. Εγώ κρατούσα τη δεξιά λωρίδα διότι μπροστά μου υπήρχε κάποιο άλλο όχημα το οποίο σήκωνε σύννεφο νερού με τα λάστιχα του, με αποτέλεσμα η ορατότητα μου να είναι σχεδόν αδύνατη. Μπήκα δεξιά για να βλέπω. Το όχημα στα αριστερά το προσπέρασα και οδήγησα για κάποια ώρα μέχρι που στο σημείο της γέφυρας... χωρίς να δω κάτι και χωρίς να κάμω οποιαδήποτε κίνηση το αυτοκίνητο μου γύρισε λοξώς δεξιά, χτύπησε με το μπροστινό δεξί μέρος το κιγκλίδωμα. Προσπάθησα να το επαναφέρω... όμως δεν εγίνετουν. Συνέχισε στην ίδια πορεία με τα μούτρα να τρίβονται στο κιγκλίδωμα.».  Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο θυμόταν «τι όχημα προσπέρασε» απάντησε, «δεν το θυμάμαι διότι ήταν τόσα πολλά τα νερά». Ο εφεσείοντας ρωτήθηκε επίσης για την ταχύτητα που οδηγούσε το όχημα του αμέσως πριν από το ατύχημα και απάντησε ότι: «ήταν περίπου 80 χλμ λόγω καιρού». Αναφορικά με την άποψη του για τον λόγο του ατυχήματος, ο εφεσείοντας κατά την ανάκριση από τον ΜΥ3 κατέθεσε τα εξής: «Το σημείο του δρόμου εκεί, άμα έχει έντονη βροχόπτωση κάμνει λάντα, η οποία είναι πολλά επικίνδυνη. Γι' αυτό τουμπαρίσκουν. Αυτό δεν το γνώριζα πριν το ατύχημα. Τώρα όμως ξέρω ότι στο σημείο αυτό πρόσφατα, σε διάστημα 10 ημερών προκλήθηκαν 3 δυστυχήματα. Θέλω να σας το φέρω σε γνώση σας να κάμετε κάτι να σαστεί ο δρόμος.» (Τεκμ. ΘΧ3).

 Αντεξεταζόμενος, ο εφεσείοντας παραδέχτηκε ότι όταν προσπάθησε να αλλάξει λωρίδα, η βροχή ήταν καταρρακτώδης. Επίσης, παραδέχτηκε ότι για να προσπεράσει τα οχήματα και να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα, ανέπτυξε κάποια ταχύτητα, η οποία όμως, κατά τον ίδιο, «δεν ήταν υπερβολική». Ισχυρίστηκε ότι η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το όχημα του αμέσως πριν από το ατύχημα, δεν ήταν «ιλιγγιώδης» και παρά το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε ελέγξει το ταχύμετρο, η ταχύτητα του δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 10 χιλιόμετρα ανά ώρα αυτής των οχημάτων που προσπέρασε λόγω των καιρικών συνθηκών, αλλά και λόγω του ότι στο όχημα του επέβαινε και η οικογένεια του. Προσδιόρισε επίσης ότι χρονικά η σύγκρουση του οχήματος του με το όχημα της εφεσίβλητης 1 το οποίο οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2 ήταν 5 δευτερόλεπτα μετά που το όχημα του ακινητοποιήθηκε στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου. Όταν προσπέρασε τα προπορευόμενα οχήματα, στα 60 μέτρα περίπου, είχε ελέγξει τον δρόμο από τον κεντρικό καθρέφτη του οχήματος του και αντιλήφθηκε ότι ο δρόμος ήταν ελεύθερος για να οδηγήσει και πάλι το όχημα του στην αριστερή λωρίδα. Είχε αναπτύξει μία απόσταση 60 μέτρων, ώστε να μην αντιμετωπίζουν πρόβλημα από την ανασήκωση των υδάτων από το οδόστρωμα λόγω της κίνησης του οχήματος του.

Ο εφεσίβλητος 2, ανακρινόμενος από τον ΜΥ3, αστυνομικό των Βρετανικών Βάσεων, είπε τα εξής: «Ο καιρός ήταν πολύ βροχερός, είχα αναμμένα τα φώτα πορείας ως επίσης και τα φώτα κινδύνου. Κρατούσα την αριστερή λωρίδα με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 80 χιλιόμετρα. Στο σημείο του ατυχήματος, είδα να με προσπερνά από δεξιά ένα ασημένιο BMW 520. Μόλις με προσπέρασε σε απόσταση 15 μέτρων από εμένα και ενώ ήταν στη δεξιά λωρίδα, είδα το αυτοκίνητο αυτό να γυρίζει 360 μοίρες προς τα αριστερά. Όπως γύρισε εισήλθε στην πλευρά μου. Αμέσως πάτησα φρένο, το αυτοκίνητο μου πήγε τριφτό σε ευθεία πορεία και χτύπησε πάνω στο 520» (Τεκμ. ΘΧ4). Ανακρινόμενος από τον ΜΥ3 αναφορικά με το κατά πόσο προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για να αποφύγει τη σύγκρουση, είπε τα εξής: «Επειδή ήταν πολύ κοντά μου, δεν μπορούσα να στρίψω, μόνο πρόλαβα να πατήσω στόπερ.» 

 

Αντεξεταζόμενος, ο εφεσίβλητος 2 υποστήριξε ότι χρονικά από τη στιγμή που παρατήρησε το όχημα του εφεσείοντα να κινείται ανεξέλεγκτο στο δρόμο μέχρι που αυτό βρέθηκε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας όπου κινείτο το δικό του όχημα, ήταν σε «κλάσματα δευτερολέπτου».  Σε ερώτηση για το πόσο μακριά από το δικό του όχημα ήταν το όχημα του εφεσείοντα όταν «ξεκίνησε να κάνει σβούρα», είπε ότι ήταν γύρω στα 60‑80 μέτρα και ενστικτωδώς πάτησε φρένα. Εξήγησε ότι μέχρι να πατήσει τα φρένα και με την ταχύτητα των 70‑80 χιλιομέτρων που πήγαινε μέσα στο δρόμο, το πιο πιθανόν όπως είπε, να πάτησε φρένο σε απόσταση 20‑30 μέτρα μέχρι την ώρα της σύγκρουσης.

 

Ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3, o οποίος τελικά δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, στην ανακριτική του κατάθεση στον ΜΥ3, ανάφερε τα εξής (Τεκμ. ΘΧ5): «Οδηγούσα στην αριστερή λωρίδα του δρόμου περίπου 70‑80 χιλιόμετρα, διότι έβρεχε καταρρακτωδώς. Περνά ένα αυτοκίνητο από τη δεξιά λωρίδα με αρκετά μεγαλύτερη ταχύτητα από εμένα. Δεν ξέρω ποια ήταν η ταχύτητα του. Όπως οδηγούσα, μετά από λίγα δευτερόλεπτα είδα μπροστά μου ένα αυτοκίνητο κάθετα μέσα στη μέση του δρόμου. Προσπάθησα να το αποφύγω στρίβοντας δεξιά και πατώντας στόπερ, αλλά ήταν αδύνατο.». Σε ερώτηση από τον ΜΥ3 για την ορατότητα αμέσως πριν το ατύχημα, ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3 απάντησε: «Όχι πολλή. Θυμάμαι ένα μπροστά μου στην ίδια λωρίδα και περίπου στην ίδια ταχύτητα, ακολουθούσα άλλο όχημα από απόσταση ασφαλισμένη, δηλαδή τουλάχιστον πέντε αυτοκίνητα. Δεν θυμούμαι τι όχημα ήταν, αλλά ξέρω ότι είχε αναμμένα τα φώτα κινδύνου τα κίτρινα.». Ο ίδιος ακολουθούσε αυτό το όχημα για 6‑7 χιλιόμετρα «... όταν άρχισαν τα νερά ο άνθρωπος ελάττωσε όπως έκαμα και εγώ, κρατούσαμε τον ίδιο ρυθμό», είπε.  Το εν λόγω όχημα εκ των υστέρων διαπίστωσε ότι ανήκε στον εφεσίβλητο 2, το δε όχημα που τον προσπέρασε ήταν το όχημα με το οποίο τελικά συγκρούστηκε «μετά από λίγα δευτερόλεπτα, πάντως κάτω από λεπτό».

 

Θα εξετάσουμε μαζί τους λόγους έφεσης 1, 2, 5 και 7 οι οποίοι αφορούν την αποδεκτότητα και αξιολόγηση μαρτυρίας.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε και έλαβε υπόψη την κατάθεση στην Αστυνομία του εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενου 3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η κατάθεση αυτή «είναι και η πιο αποκαλυπτική και αφ' ης στιγμής η λήψη της και τα αναφερόμενα σε αυτή ως γεγονότα, δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς εναγόμενου [ή/και ενάγουσας] με τον οποιοδήποτε τρόπο κατά τη δίκη, διατηρούν την αξία τους ως δηλώσεις προσώπου που είναι παραδεχτό ότι ενεπλάκη στο ατύχημα και είχε γνώση και άποψη των γεγονότων [ως εξέλαβε ότι διαδραματίστηκαν]. Αποδίδεται δε σε αυτή από το Δικαστήριο, η ανάλογη υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις βαρύτητα. Από αυτή, ελεγχόμενα τα όσα γεγονότα καταγράφονται σε αυτή υπό το φως και των όσων γεγονότων ο Χαμπή ισχυρίστηκε στη δική του κατάθεση, αλλά και δια ζώσης μαρτυρώντας στο Δικαστήριο, καταρρίπτονται δύο κατά την κρίση μου βασικοί ισχυρισμοί του εναγόμενου. Ότι, αμέσως πριν από το ατύχημα, ο εναγόμενος οδηγούσε με ταχύτητα περί τα 80 χιλιόμετρα. Και ότι, προσπερνώντας τα οχήματα που προπορεύονταν του δικού του οχήματος, αμέσως πριν από το ατύχημα, είχε αναπτύξει τέτοια απόσταση, ώστε, όταν το όχημα του μετά τη σύγκρουση του στο εσωτερικό διαχωριστικό κιγκλίδωμα στον αυτοκινητόδρομο, ακινητοποιήθηκε στον δρόμο (φράσσοντας ουσιαστικά την εξωτερική/αριστερά λωρίδα κυκλοφορίας), οι οδηγοί που τον ακολουθούσαν ‑ και ειδικότερα ο Χαμπή‑ είχαν χρόνο αντίδρασης να οδηγήσουν το όχημα τους κατά τρόπο που η σύγκρουσης με το όχημα του μπορούσε να αποφευχθεί».

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο είναι ορθή η πιο πάνω κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να αποδεκτεί ως μαρτυρία την πιο πάνω κατάθεση, απόντος του μάρτυρα κατά τη δίκη.

 

Στην απόφαση Θεοπίστη Τουμαζή ν. Vandita Dixit (2015) 1 Α.Α.Δ. 963, όπου εξετάστηκε το κατά πόσο παρουσιασθείσα, εξ' ακοής μαρτυρία, απόντος μάρτυρα, μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Εκτός από τα τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια που αναγράφονται στο Άρθρο 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αλλά και το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 27(1), ένα δικαστήριο, για να αποφασίσει ως προς τη βαρύτητα που θα προσδώσει σε εξ ακοής μαρτυρία, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν του και το συμφέρον της δικαιοσύνης, δηλαδή τους σκοπούς της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το οποίον περιλαμβάνει πρωτίστως τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ακριβοδίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων.

 

Υπάρχει νομολογία σύμφωνα με την οποίαν, ο ένας από τρεις σημαντικούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν προς διαπίστωση του κατά πόσον παρουσιασθείσα, εξ ακοής μαρτυρία, (απόντος μάρτυρα), μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη, είναι και το κατά πόσον «υπάρχουν άλλοι αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως ισχυρές δικονομικές δικλίδες που να διασφαλίζουν την ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του απόντος μάρτυρα» (Δέστε: Al‑Khawaja and Tahery v. The United Kingdom [2012] 54 EHRR 23 (απόφαση ΕΔΔΑ) και R v. Tahery (No 2) [2013] EWCA Crim 1053) ‑ Δέστε επίσης το σύγγραμμα Ηλιάδης και Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, σελ. 324 κ.επ.).

 

   Στις αποφάσεις Delta v. France [1993] 16 EHRR 574 και Saidi v. France [1994] 17 EHRR 251 του ΕΔΔΑ αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ κατά το ότι, η καταδικαστική (εθνική) απόφαση, είχε στηριχθεί κατά κύριο λόγο σε γραπτές καταθέσεις μαρτύρων που δεν παρουσιάστηκαν για αντεξέταση και οι οποίες συνιστούσαν τη μοναδική ή την κύρια μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου, με τρόπο που επηρεαζόταν ο πυρήνας του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.

 

Από τις προαναφερόμενες αποφάσεις προκύπτει ότι η δυνατότητα αντεξέτασης ενός ουσιαστικού μάρτυρα, με σκοπό την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, είναι βασικό στοιχείο της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων.»

 

Στην απόφαση Μάριος Βαττής v. Χριστούλλα Αυξεντίου κ.ά. (2016) 1 ΑΑΔ 2289 όπου αστυνομικός, εξεταστής του ατυχήματος κατέθεσε στη δίκη κατάθεση που είχε δώσει ο εφεσίβλητος προς την αστυνομία και ο οποίος δεν πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία,  λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ακολουθεί, στη συνέχεια, η εξέταση του λόγου που αφορά στην εκτίμηση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου αναφορικά με τη χρησιμότητα των εγγράφων τεκμηρίων 5 και 7.  Όταν ένας μάρτυρας καταθέτει προφορικά στο δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας δίκης, η μαρτυρία του προσφέρεται για το αληθές του περιεχομένου της. Όταν, όμως, ο μάρτυρας καταθέτει και κάποιο έγγραφο, δε συνεπάγεται ότι αυτό προορίζεται, απαραίτητα, για τον ίδιο, πιο πάνω, σκοπό· πόσο μάλλον δε όταν τα όσα καταγράφονται σε αυτό δεν προέρχονται από τον ίδιο το μάρτυρα, αλλά αποτελούν δηλώσεις άλλου προσώπου, δηλαδή είναι εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με τον ορισμό της λέξης αυτής στο Άρθρο 23* του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Επομένως, είναι λογικά αναμενόμενο η πλευρά που προτείνει την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου να καθορίσει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί.  Αν παραλείψει να το πράξει, ενεργεί με δικό της κίνδυνο, ειδικά, αν ούτε και το εκδικάζον δικαστήριο επέμβει, προς διευκρίνιση του όλου θέματος.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αστυνομικός, εξεταστής του δυστυχήματος κατέθεσε τις καταθέσεις που είχαν δώσει προς την Αστυνομία ο εφεσίβλητος, τεκμήριο 5, και η εφεσίβλητη, τεκμήριο 2.

..............................

Ουδέποτε, όμως, καθορίστηκε ο σκοπός της κατάθεσής τους και, ειδικά, κατά το στάδιο της δίκης, που αυτή είχε συμβεί. Είναι προφανές πως, κατ' εκείνο το στάδιο, τα δύο έγγραφα δεν προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για το αληθές του περιεχομένου τους, δεδομένου ότι περιείχαν τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές των εφεσιβλήτων, όπως αυτές αναφέρονται πιο πάνω.

.............................

Όταν δε ήρθε η σειρά της πλευράς του να προσφέρει μαρτυρία, η δικηγόρος του δήλωσε ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο εξωτερικό και, ως εκ τούτου, δε θα πρόσφερε οποιαδήποτε μαρτυρία. Επομένως, είναι ορθή η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι το έγγραφο τεκμήριο 5 δεν κατατέθηκε, προκειμένου η πλευρά του εφεσείοντος να στηριχτεί στο περιεχόμενό του, γι' αυτό και δεν αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα των προνοιών του Άρθρου 27 του Κεφ. 9.»

 

Η κατάθεση του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3 κατατέθηκε ως τεκμήριο ΘΧ5 κατά την πρώτη ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης από αστυφύλακα των Βρετανικών Βάσεων (ΜΕ1). Ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3 ο οποίος προέβη στην κατάθεση (Τεκμ. ΘΧ5) ήτο ο οδηγός ενός εκ των εμπλεκόμενων οχημάτων στο ατύχημα και μεταγενέστερα διάδικος, επομένως είχε συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Περαιτέρω, η κατάθεση του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3 κατατέθηκε μαζί με την κατάθεση του εφεσείοντα (Τεκμ. ΘΧ3) και της συζύγου του (Τεκμ. ΘΧ2) οι οποίες ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες ως προς το ποιος ευθύνεται για το ατύχημα, επομένως καμιά κατάθεση δεν προορίζετο για να χρησιμοποιηθεί για την αλήθεια του περιεχομένου της. Δεν καθορίστηκε ο σκοπός της κατάθεσης του εν λόγω τεκμηρίου κατά το πολύ αρχικό τότε στάδιο, προφανώς και λόγω του ότι η ανταπαίτηση του εφεσείοντα εναντίον του προβαίνοντος στην κατάθεση - εξ΄ανταπαιτήσεως εναγομένου 3, δεν είχε τότε αποσυρθεί, ούτε υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3 δεν θα κατέθετε ο ίδιος προφορικά την εκδοχή του για τις συνθήκες του ατυχήματος.

 

Εφόσον ο εξ' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 3 δεν προσήλθε να καταθέσει ο ίδιος προφορικά την εκδοχή του για τις συνθήκες του ατυχήματος, η κατάθεση του στην αστυνομία (Τεκμ. ΘΧ5) εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε κατά πόσο η αποδεκτότητα της κατάθεσης στην αστυνομία του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, επηρέασε την έκβαση της απόφασης.  

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι έργο κατ' εξοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Το Εφετείο κατά κανόνα σπάνια επεμβαίνει. Η επέμβαση του στην αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας καθώς επίσης στα ευρήματα στα οποία αυτό έχει οδηγηθεί δικαιολογείται μόνο, όταν τα ευρήματα είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) ΑΑΔ 300, Γ.Μ.Β v. T.A Έφεση Αρ. 15/20, 24.11.22 ECLI:CY:DOD:2022:32).

 

Στην υπό κρίση έφεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείοντας δεν ήταν ειλικρινής σε ότι αφορούσε τις συνθήκες του δυστυχήματος και ότι τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του (ΜΥ1) προσπάθησαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο ότι επεσυνέβησαν γεγονότα που θα μπορούσαν να μεταφέρουν την ευθύνη, είτε μερικώς είτε ολικώς, στην άλλη πλευρά.

 

Από τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παραδεκτό ότι κατά τον επίδικο χρόνο έβρεχε καταρρακτωδώς, η ορατότητα ήτο περιορισμένη και το οδόστρωμα ήτο βρεγμένο.  Ο εφεσείοντας στη μαρτυρία του ανέφερε τα εξής: «Το δρόμο τον κάνω καθημερινά. Ήξερα στο σημείο εκεί κρατεί νερά». Παραδέχθηκε, αντεξεταζόμενος, ότι «. είχε καταρρακτώδη βροχή, δεν έβλεπες μπροστά σου», ότι όταν επιχείρησε να αλλάξει λωρίδα η βροχή ήτο καταρρακτώδης και ότι ο δρόμος ήτο ολισθηρός.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

«Και σε αυτή την υπόθεση, υπήρχαν δεδομένα που δεν επέτρεπαν την οδική συμπεριφορά του Εναγομένου, ο οποίος, βρίσκω, υπέπεσε του επιπέδου οδήγησης που αναμένεται από έναν λογικό, συνετό, ικανό και έμπειρο οδηγό. Ο ίδιος αποδέχθηκε με την μαρτυρία του ότι οι βροχές ήταν καταρρακτώδεις. Ήταν μάλιστα για αυτό τον λόγο που η ορατότητα του κατά την οδήγηση, ήταν, όπως και ο ίδιος δήλωσε, περιορισμένη. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με την «ομίχλη» που δημιουργούσε η ανασήκωσης των όμβριων υδάτων από το οδόστρωμα από τα οχήματα που προπορεύονταν του δικού του, οδήγησε τον Εναγόμενο να τα προσπεράσει, σε σημείο του δρόμου γνώριμο προς αυτόν ότι «κρατεί νερά» [[iv]]. Η οδήγησης ήταν μάλιστα τόσο δύσκολη, ως αναγνώρισε ο Εναγόμενος, που αρκετά οχήματα, όπως παρατήρησε και ο ίδιος κατά την διαδρομή του, ήταν σταματημένα στο επιστρωμένο έρεισμα του αυτοκινητοδρόμου. Εντούτοις, για τον ίδιο, αυτό δεν ήταν επιλογή, καθότι έπρεπε να μεταβεί στην Λευκωσία (πρώτα Αστρομερίτη για πάρει την σύζυγο του και ακολούθως Λευκωσία) επειδή τρείς περίπου ώρες μετά, αναλάμβανε καθήκοντα βάρδιας. Η επιλογή του όμως να συνεχίσει την οδήγηση του οχήματος του και να προσπεράσει στο συγκεκριμένο σημείο του αυτοκινητόδρομου, υπό τις περιστάσεις που επικρατούσαν λόγω της έντονης βροχόπτωσης, που καθιστούσαν τον δρόμο επικίνδυνο [[v]], και με την ταχύτητα που οδήγησε το όχημα του, καταδεικνύει και την αμέλεια του (βλ. Αλέξης Χριστοφίνης ν Στέλλας Φραντζή, Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2011, 31/05/2017, ECLI:CY:AD:2017:A202). Επισημαίνεται εδώ, ότι, το όχημα του Εναγομένου, δεν ολίσθησε μόνο ελάχιστα. Ο Εναγόμενος έχασε εντελώς τον έλεγχο του οχήματος του, το οποίο, είναι άξιο να σημειωθεί, ολισθαίνοντας, συγκρούστηκε με το εσωτερικό κιγκλίδωμα του αυτοκινητοδρόμου, για να συνεχίσει την ανεξέλεγκτη πορεία του και για μία πολύ μεγάλη απόσταση, -ως προαναφέρθηκε, πέραν των 78 μ.- και να καταλήξει να ανακόψει την ελεύθερη οδική κυκλοφορία στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του αυτοκινητοδρόμου όπου κινείτο νόμιμα και κανονικά το όχημα της Ενάγουσας.».

 

Ο εφεσείοντας, ανέφερε αντεξεταζόμενος ότι ανέπτυξε κάποια ταχύτητα, όταν προσπέρασε, ότι η ταχύτητα των αυτοκινήτων που προσπέρασε ήταν μικρότερη από τη δική του και ότι η ταχύτητα του δεν μπορούσε να υπερέβαινε τα 10 χιλιόμετρα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το σημείο αυτό, αποδέκτηκε και την κατάθεση του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3 (Τεκμ. ΘΧ5) ότι ενώ αυτός και ο εφεσίβλητος 2 οδηγούσαν με ταχύτητα που δεν υπερέβαινε τα 80 χιλιόμετρα, ο εφεσείων τους προσπέρασε με αρκετά μεγαλύτερη ταχύτητα.  Η κύρια όμως μαρτυρία την οποία έλαβε υπόψη ήταν αυτή του εφεσίβλητου 2 ο οποίος ανέφερε ότι ο ίδιος οδηγούσε με ταχύτητα που δεν ξεπερνούσε τα 80 χιλιόμετρα και ότι τον προσπέρασε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα με μεγάλη ταχύτητα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης έλαβε υπόψη το σχεδιάγραμμα που ετοιμάστηκε από τον ΜΕ1 (Τεκμ. ΘΧ1) και το παραδεκτό γεγονός από όλα τα μέρη ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα σύρθηκε σε απόσταση 78 μέτρων, για να συμπεράνει, με βάση την κοινή λογική, όπως ανέφερε, ότι ο εφεσείοντας οδηγούσε με μεγαλύτερη ταχύτητα απ' αυτή που ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν συνιστά αμέλεια, αλλά εξετάζεται στη βάση του συνόλου των περιστατικών του δυστυχήματος για να κριθεί αν η ταχύτητα συνέδραμε στην πρόκληση του (Τσολιά v. Χριστοφίδη (2002) 1 ΑΑΔ 730).

 

Με βάση τη νομολογία, είναι επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να αποκλείσει ή να επιβεβαιώσει εκδοχή ως προς την ταχύτητα, κατ' εξαίρεση στον κανόνα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να λειτουργεί ως εμπειρογνώμονας, να καταφύγει στην απλή κοινή λογική και εμπειρία για να αξιολογήσει την εκδοχή οποιουδήποτε από τους οδηγούς ώστε να καταλήξει σε συμπεράσματα κατά πόσο η ταχύτητα των εμπλεκομένων οδηγών ήταν ψηλή ή χαμηλή (Χρίστου v. Χρίστου (2015) 1 ΑΑΔ 1527).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση δεν λειτούργησε ως εμπειρογνώμονας, αλλά αξιολόγησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία όπως και την παραδοχή του εφεσείοντα ότι αυτός ανέπτυξε μεγαλύτερη ταχύτητα από τα αυτοκίνητα που προσπέρασε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το παραδεκτό γεγονός ότι όταν ο εφεσίβλητος 2 παρατήρησε το όχημα του εφεσείοντα να είναι εκτός ελέγχου, η απόσταση μεταξύ των δύο αυτοκινήτων ήταν 60 - 80 μέτρα και αποδέκτηκε τη θέση του εφεσίβλητου 2 ότι μέχρις ότου αυτός αντιδράσει «ενστικτωδώς» ώστε να πατήσει φρένο, η απόσταση μειώθηκε στα 20 - 30 μέτρα και ότι δεν είχε το χρόνο να οδηγήσει το όχημα του με τρόπο ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση λόγω του ότι όλα συνέβησαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όπως είπε.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το εύρημα του αυτό συνάδει με τη μαρτυρία τόσο του εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η σύγκρουση του οχήματος του με το όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος 2 επεσυνέβη 5 δευτερόλεπτα μετά που το όχημα του ακινητοποιήθηκε στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου, όσο και της συζύγου του (ΜΥ1) η οποία είπε ότι επεσυνέβη «σε κλάσματα του δευτερολέπτου».

 

Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η κατάθεση του εξ' ανταπαιτήσεως εναγομένου 3 (ΘΧ5) δεν ήτο η μοναδική ή η κύρια μαρτυρία στην οποία βασίστηκε το Δικαστήριο.  Το γεγονός ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη ουδόλως επηρέασε τα καταληκτικά ευρήματα του, τα οποία βασίστηκαν σε πρωτογενή μαρτυρία και τα οποία κρίνουμε ότι είναι ορθά. Εξετάσαμε επίσης την επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου 2 τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο και αξιόπιστο αντίστοιχα.  Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς εξηγήσεις και για το πως κατέληξε στην αξιολόγηση του. Δεν βρίσκουμε λόγο ή έδαφος για να παρέμβουμε. Με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έκρινε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο, ταυτόχρονα κατέρρευσε και η εκδοχή του.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 7 απορρίπτονται.

 

Θα προχωρήσουμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν στον επιμερισμό της ευθύνης και το βάρος απόδειξης, δηλαδή τους λόγους έφεσης 3, 4, 6 και 9.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις για την απόδοση αμέλειας, ότι δηλαδή ο ενάγων πρέπει να δείξει στοιχεία αμέλειας εκ μέρους του εναγομένου, ως επίσης και να αποδείξει αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας και των ζημιών που έχει υποστεί (Κυριάκου κ.α. v. Κανάρη (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1436).  Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κριτήριο για την αμέλεια είναι αντικειμενικό.  Ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει συμπεριφερθεί και επιδείξει προσοχή και φροντίδα χαμηλότερου επιπέδου, υπό τις περιστάσεις από το επίπεδο που αναμένεται από ένα λογικό συνετό, ικανό και έμπειρο οδηγό.  Το μέτρο δεν είναι εκείνο του τέλειου οδηγού, αλλά του λογικού, συνετού και ικανού οδηγού (Αριστείδου v. Πολυδώρου (2016) 1 ΑΑΔ 37). Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών (Θρασυβούλου v. Κουλέρμου κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 293).

 

Ως προς το βάρος απόδειξης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση Χρυσάνθου v. Φραντζή (2010) 1 ΑΑΔ 1295 όπου επαναλήφθηκε η αρχή ότι σε πολιτική δίκη ο ενάγων πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος 2 ετέθη σε κίνδυνο από τις λανθασμένες ενέργειες του εφεσείοντα και ότι «υπό τις δοθείσες περιστάσεις (καιρικές, ορατότητας και του τρόπου που το όχημα του εναγόμενου κινήθηκε στο δρόμο όταν πλέον είχε εμφανώς απωλεσθεί ο έλεγχος οδήγησης του)» άσκησε την επιμέλεια που λογικά αναμενόταν από τον ίδιο να ασκήσει και κατέληξε ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για το επίδικο ατύχημα ήτο ο εφεσείοντας. 

 

Ως εκ των ανωτέρω, συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει ως αποκλειστικά υπεύθυνο για το ατύχημα τον εφεσείοντα. Καταλήγουμε ότι δεν τίθεται θέμα συντρέχουσας αμέλειας του εφεσίβλητου 2. Είναι σαφές ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν πρέπει να κρίνεται αποσπασματικά, αλλά σφαιρικά και στην ολότητα της. Δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα ή στην κατάληξη του Δικαστηρίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε σωστά τις αρχές που διέπουν την απόδειξη της αμέλειας και λειτούργησε στη βάση ορθής καθοδήγησης ως προς το βάρος απόδειξης.  

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 3, 4, 6 και 9 απορρίπτονται. Απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 8, ο οποίος αποσύρθηκε κατά την ενώπιον μας διαδικασία.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.200,00 εναντίον του εφεσείοντα πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει). 

      

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                          Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                          Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο