ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 58/2019)
11 Οκτωβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΩΣΤΑ ΛΑΜΠΡΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΜΠΑΚΑΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,
Εφεσίβλητων.
--------------------
E. Συμεωνίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους
Εφεσείοντες
Γ. Χατζηπέτρου, για τους Εφεσίβλητους.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξή της, όχι όμως ως προς το σκεπτικό της. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη και με αυτήν συμφωνεί ο Δικαστής Γ. Σεραφείμ. Απόφαση με το ίδιο αποτέλεσμα με αυτό της πλειοψηφίας, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: H παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 6360/2013 κ.ά., ημερομηνίας 18/2/2019.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μείωση που επήλθε στο εφάπαξ ποσό το οποίο οι Εφεσίβλητοι εδικαιούντο να λάβουν κατά την αφυπηρέτησή τους, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Άρθρου 7(1)(α)(ii) του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012 (Ν.216(Ι)/2012), παραβίαζε το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, καθώς επίσης και την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δυνάμει και του Άρθρου 1Α του Συντάγματος.
Το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει την περίπτωση, παρατίθεται στη πρωτόδικη Απόφαση και σε συντομία είναι το ακόλουθο:
Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των κρατικών υπαλλήλων, όπως είναι οι Εφεσίβλητοι, διέποντο από τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου, Ν.97(Ι)1997 (με τις τροποποιήσεις του). Με τον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 69(Ι)/2005, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1/7/2005, προσετέθη στο Άρθρο 8 του βασικού Νόμου, επιφύλαξη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού του εφάπαξ ποσού ταυτόχρονα με την σταδιακή επέκταση του ορίου ηλικίας για υποχρεωτική αφυπηρέτηση των δημοσίων υπαλλήλων από το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους στο εξηκοστό τρίτο έτος, που έγινε στο Άρθρο 12 του ίδιου Νόμου, με την προσθήκη της παραγράφου 4Α.
Στις 28/12/2012, δημοσιεύτηκε ο Ν.126(Ι)/2012, ο οποίος θα ετίθετο σε ισχύ από την 1/1/2013 και ο οποίος κατάργησε και αντικατέστησε τους περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμους του 2011(Ν.113(Ι)/2011 και Ν. 191(Ι)/2011), με πρόνοιες που αφορούσαν τον τρόπο υπολογισμού των ωφελημάτων αφυπηρέτησης υπαλλήλων για την υπηρεσία πριν και μετά την 1/1/2013, αλλά και τη σταδιακή επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων από το εξηκοστό τρίτο έτος, στο εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Σύμφωνα με το Άρθρο 7 του Ν.126(Ι)/2012, ο υπολογισμός του εφάπαξ ποσού για την υπηρεσία του υπαλλήλου πριν από τη 1/1/2013 θα γινόταν πλέον με συντελεστή 14/3 (με συγκεκριμένες επιφυλάξεις).
Οι Εφεσείοντες στρέφονται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερις Λόγους Έφεσης.
Με τον Λόγο Έφεσης 1 προβάλλουν ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν αποκρυσταλλώσει δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Με τον Λόγο Έφεσης 2, προβάλλουν ότι, το πρωτόδικό Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι έπρεπε οι Εφεσείοντες να κάνουν επίκληση των λόγων που προβλέπονται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος για να περιορίσουν το αποκρυσταλλωμένο περιουσιακό δικαίωμα των Εφεσιβλήτων. Αντικείμενο του Λόγου Έφεσης 3, είναι το λανθασμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκε η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και με το Λόγο Έφεσης 4 προβάλλεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι υπήρξε παραβίαση της δικαιολογημένης προσδοκίας των Εφεσίβλητων, οι οποίοι προγραμμάτισαν τη ζωή τους με δεδομένο τους συντελεστές του εφάπαξ που ήταν σε ισχύ πριν το Ν.216(Ι)/2012.
Λόγοι Έφεσης 1 και 2
Λόγω της συνάφειάς τους, οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 θα εξεταστούν σωρευτικά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την επιχειρηματολογία των Εφεσίβλητων αναφορικά με το εφάπαξ, ως συνταξιοδοτικό δικαίωμα, έκρινε ότι οι επίδικες διατάξεις επέφεραν ανεπίτρεπτο περιορισμό, μη επιτρεπόμενο στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος, θεωρώντας ότι παραβιάστηκε συμβατικό και αποκρυσταλλωμένο περιουσιακό δικαίωμα των Εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Κουτσελίνη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 740/2011 κ.ά., ημερομηνίας 17/10/2014, καθώς επίσης και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Αυγουστής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 898/2013, ημερομηνίας 27/11/2018.
Θεωρούμε, με κάθε σεβασμό προς την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι στα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση, με συγκρίσιμα πραγματικά δεδομένα, εφαρμογής τυγχάνουν τα αποφασισθέντα στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία v. Αυγουστή κ.ά., Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 177/2018 κ.ά., ημερομηνίας 10/4/2020.
Στην πιο πάνω απόφαση, υιοθετήθηκαν (κατά πλειοψηφία) τα νομολογηθέντα στην Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 1480/2011 κ.ά., ημερομηνίας 11/6/2014, όπου αποφασίστηκε ότι η μείωση στο μισθό δεν επηρέαζε τον πυρήνα του δικαιώματος, ο οποίος παρέμεινε άθικτος και δεν αδρανοποιήθηκε ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.
Αντιμετωπίζοντας η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (κατά πλειοψηφία), κατά ενιαίο τρόπο το ζήτημα των μισθών και των συντάξεων, έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος διαφοροποίησης από την Χαραλάμπους (ανωτέρω), ως προς το ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών "εκτός αν συντρέχει η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης" και κατέληξε ότι, δεν είχε επηρεαστεί ο πυρήνας του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε είχε τεθεί σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση των επηρεαζομένων.
Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Εν κατακλείδι στην Χαραλάμπους αποφασίστηκε ότι η συγκεκριμένη μείωση, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν επηρέαζε τον πυρήνα του δικαιώματος επί του μισθού, ο οποίος (πυρήνας) παρέμεινε έτσι άθικτος και καθόλου δεν αδρανοποιήθηκε ώστε να πρόκειται για στέρηση ή περιορισμό, εκτός των αποδεκτών πλαισίων του Άρθρου 23. Η κατάληξη ήταν να απορριφθεί το παράπονο των αιτητών για παραβίαση του Άρθρου 23 ενώ, για τους ίδιους λόγους, απορρίφθηκε, afortiori,και η εισήγηση τους για παράβαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου.
Ακολούθησε η υπόθεση Κουτσελίνη στην οποία τονίστηκε ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την στέρηση ή τον περιορισμό περιουσιακού- ιδιοκτησιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίας ωφελείας ή δημοσίου συμφέροντος και ότι ο περιορισμός, ήδη αποκρυσταλλωμένων, συνταξιοδοτικών ωφελημάτων θα ήταν επιτρεπτός μόνο για τους σκοπούς που αναφέρονται στο Άρθρο 23.3. Θεώρησε, εν προκειμένω, το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι διαπιστώσεις εκείνες δεν περιορίζονταν στο δικαίωμα σε συντάξεις, εφόσον τόσο οι συντάξεις όσο και οι μισθοί αποτελούν ιδιοκτησία εν τη εννοία του Άρθρου 23.
Το ερώτημα, επομένως, που εγείρεται είναι το κατά πόσο δικαιολογείται διαφοροποίηση μεταξύ μισθών και συντάξεων. Στην υπόθεση Κουτσελίνη έγινε αναφορά σε νομολογία με βάση την οποία η σύνταξη αναγνωρίστηκε ως περιουσιακό δικαίωμα (Αzinas ν. Cyprus, Appl. No. 56679/00, Απόφαση ΕΔΔΑ ημερ. 28.4.2004, Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 241, Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584). Τούτο δεν αμφισβητείται. Νοουμένου ότι ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής σύνταξης, στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας, η προσδοκία απόκτησης αξίωσης για σύνταξη, η οποία γεννάται κατά τον χρόνο της πρόσληψης, συνιστά, εν δυνάμει, ιδιοκτησία και αποκρυσταλλώνεται ως ιδιοκτησιακό δικαίωμα με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση (Αποστολάκης ν. Ελλάδα, Υπόθ. Αρ. 3957/09, ημερ. 22.10.2009, Φιλίππου (ανωτέρω)).
Το ερώτημα όμως που τίθεται και πάλι είναι το κατά πόσο, είτε το Άρθρο 23.1 είτε το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου διασφαλίζουν δικαίωμα σε σύνταξη συγκεκριμένου ύψους. Η αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει οδηγήσει το ΕΔΔΑ να απορρίψει, ως απαράδεκτη, rationae materiae, προσφυγή για ψηλότερη σύνταξη υποδεικνύοντας ότι η αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα σε σύνταξη συγκεκριμένου ύψους (Pronina v. Ukraine, Appl. No. 63566/00, ημερ. 10.1.2006). H ίδια προσέγγιση χαρακτηρίζει και πιο πρόσφατες αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε μειώσεις συντάξεων, ως έκτακτα μέτρα για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, όπως εν προκειμένω (Κουφάκη (ανωτέρω) Mateus v. Portugal and Januáriov. Portugal(ανωτέρω), DaSilvav. Portugal, Appl.No. 13341/ ημερ. 1.10.2015).
Στην Κουτσελίνη αποφασίστηκε ότι η «αναστολή» στην καταβολή σύνταξης, όπως επρονοείτο από τον επίμαχο Νόμο, είχε ουσιαστικά την έννοια πως οι αιτητές έχαναν, οριστικά, το δικαίωμα τους στη σύνταξη για όσο χρονικό διάστημα διαρκούσε η θητεία ή η υπηρεσία τους στις συγκεκριμένες θέσεις. Πέραν τούτου, κρίθηκε ότι δεν ετίθετο θέμα διαφοροποίησης μεταξύ των δύο περιπτώσεων που είχαν τεθεί υπό εξέταση, δηλαδή εκείνων που έχαναν ολότελα τη σύνταξη και εκείνων που την έχαναν μερικώς διότι, ως αποφασίστηκε, υπήρχε ανεπίτρεπτος περιορισμός ή στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών, χωρίς καν στην αιτιολογική έκθεση του Νόμου να γίνεται επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, αλλά μόνο επίκληση λόγων «εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων». Η ουσία πάντως της Κουτσελίνη, ήταν πως επρόκειτο περί επιβολής στέρησης ή περιορισμού, του δικαιώματος ιδιοκτησίας, στο διηνεκές, που δεν εδικαιολογείτο από το Άρθρο 23.3.
Εν όψει τούτου η «σύνταξη» ως περιουσιακό δικαίωμα έτυχε στην Κουτσελίνη απόλυτης αναγνώρισης, εφόσον αποφασίστηκε ότι δεν χωρούσε στάθμιση του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας αφενός και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών, αφετέρου, όπως γίνεται στα πλαίσια εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου, επί τη βάσει των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης εξισορρόπησης συγκρουόμενων θεμιτών συμφερόντων (Δέστε Panfile v. Romania, Appl. No 13902/11, ημερ. 20.3.2012 που αφορούσε σε παρόμοιο ζήτημα όπως η Κουτσελίνη).
Πάντως η έννοια της «σύνταξης» ως προστατευόμενο αγαθό στα πλαίσια του Άρθρου 23.1, ζήτημα που εγείρεται εν προκειμένω αλλά και αποφασίστηκε στην Χαραλάμπους σε ότι αφορά την έννοια του «μισθού», δεν φαίνεται να εξετάστηκε στην Κουτσελίνη, ούτε στις αποφάσεις που εκεί αναφέρονται (Φιλίππου και Παύλου).
Σχετική αναφορά είχε γίνει στην Λαούτας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 40, όπου λέχθηκε, obiter, ότι «τα εγγυημένα συνταγματικά δικαιώματα συνίστανται στην παροχή σύνταξης σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα περί συντάξεων νομοθεσία» και, συνεπώς, δεν αναγνωρίστηκε συνταγματικό δικαίωμα για σύνταξη συγκεκριμένου ύψους.
Στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ως άνω, (Δέστε Pronina v. Ukraine, (ανωτέρω)) δεν γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ μισθών και συντάξεων (Δέστε επίσης Stec a.o. v. The United Kingdom (ανωτέρω)). Δεν εντοπίζουμε λόγο για διαφορετική προσέγγιση. Ούτε και η Κουτσελίνη και η προγενέστερη νομολογία, για το λόγο που εξηγήθηκε ανωτέρω, παρέχει τέτοιο έρεισμα.
Εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα εν προκειμένω είναι διαφορετικά. Στην Κουτσελίνη επρόκειτο για πλήρη ή μερική αποστέρηση της σύνταξης, στο διηνεκές. Εν προκειμένω πρόκειται για μείωση της σύνταξης που γίνεται κατά τον προαναφερόμενο περιορισμένο, ορθολογιστικά κλιμακωτό και, κυρίως, για περιορισμένη χρονική διάρκεια, τρόπο.
Αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, κατά τρόπο ενιαίο, το ζήτημα των μισθών και των συντάξεων, δεν έχουμε εντοπίσει λόγο διαφοροποίησης από την Χαραλάμπους, από την οποία, ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι δεσμευόμαστε ως προς το ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Με γνώμονα τις νομολογιακές αρχές που έχουν καθιερωθεί από την πιο πάνω απόφαση, κρίνουμε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα σε συγκεκριμένο ύψος εφάπαξ ποσού κατά την αφυπηρέτησή τους, εφόσον δεν έχει αποδειχθεί ότι από την συγκεκριμένη μείωση που επήλθε με την εφαρμογή των επίδικων διατάξεων του σχετικού Νόμου επηρεάστηκε ο πυρήνας του δικαιώματος, ούτε και ότι τέθηκε σε καθ' οιονδήποτε τρόπο σε κίνδυνο, η αξιοπρεπής διαβίωσή τους. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν πρόκειται για στέρηση περιουσίας και παραβίασης ιδιοκτησιακού δικαιώματος εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος.
Κατά συνέπεια γίνονται αποδεκτοί οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2.
Λόγοι Έφεσης 3 και 4
Η αποδοχή των Λόγων Έφεσης 1 και 2 προδιαγράφει και την τύχη των Λόγων Έφεσης 3 και 4.
Η κρίση μας περί μη ύπαρξης αποκρυσταλλωμένου δικαιώματος των Εφεσίβλητων σε συγκεκριμένο ύψος του εφάπαξ ποσού που θα ελάμβαναν κατά την αφυπηρέτησή τους, μόνο απλή προσδοκία τους προσέδιδε, λαμβανομένης υπόψη της νομολογιακής αρχής ότι δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα στην επ' αόριστο διατήρηση των νομοθετικών ρυθμίσεων.
Ακόμα και αν μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η γενική αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συνιστά δυνατότητα ελέγχου νομοθετικής διάταξης, δηλαδή ανώτερου ιεραρχικά κανόνα δικαίου, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Καρατζάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 480, 488, 489, μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας προσδοκίας ή γενικότερα κακής πίστης ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης, όταν με τη στάση της δημιούργησε ορισμένη εντύπωση ως προς τον τρόπο χειρισμού συγκεκριμένου θέματος. Δεν είναι σε καμιά όμως περίπτωση αντιφατική ή γενικότερα κακόπιστη ή καταλυτική εννόμων προσδοκιών, αυτή καθ΄ εαυτή η άσκηση εξουσίας προς ουσιαστική ρύθμιση θέματος, όταν η διοίκηση έχει εκ του νόμου εξουσία νέων ρυθμίσεων. Σε τέτοια περίπτωση, κάθε υφιστάμενη ρύθμιση και κατά συνέπεια, κάθε επίπτωσή της, ευνοϊκή ή δυσμενής για τα πρόσωπα στα οποία αφορά, διαρκεί ενόσω δεν διαφοροποιείται, κατά τη δυναμική που ενυπάρχει, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρέχει ο νόμος.
Επομένως, κρίνουμε με κάθε σεβασμό εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παραβιάστηκε εν προκειμένω η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και προσδοκίας των Εφεσίβλητων.
Ως εκ τούτου γίνονται αποδεκτοί οι Λόγοι Έφεσης 3 και 4.
Ως αποτέλεσμα, η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη Απόφαση, συμπεριλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα, παραμερίζεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα, €4.000 εναντίον των Εφεσίβλητων και υπέρ των Εφεσειόντων, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, συμφωνώ ως προς το αποτέλεσμά της (περί επιτυχίας της έφεσης) και ως προς τα επιδικαζόμενα έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων/Καθ'ων η Αίτηση, αλλά παραθέτω ακολούθως δικό μου σκεπτικό ως προς το βάσιμο και αποδεκτό των λόγων έφεσης.
Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες/Καθ'ων η Αίτηση καταλογίζουν σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, επειδή έκρινε ότι το Άρθρο 7 του Νόμου των περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 216(Ι) του 2012») έθιξε, κατά τρόπο ασύμβατο με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, αποκρυσταλλωθέν περιουσιακό δικαίωμα το οποίο απέλαυαν στη βάση προγενέστερης νομοθετικής διάταξης η οποία εμμέσως αντικαταστάθηκε από το άνω Άρθρο.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τους άνω λόγους έφεσης, κρίνω ότι είναι βάσιμοι και τους αποδέχομαι, για τους ακόλουθους λόγους:
H παρούσα υπόθεση αφορά την καταβολή εφάπαξ σε αφυπηρετήσαντες δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι -ως Εφεσίβλητοι/Αιτητές- διατείνονται ότι το εφάπαξ συνιστά αποκρυσταλλωθέν περιουσιακό τους στοιχείο το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Το επικαλούμενο εκ των Εφεσιβλήτων/Αιτητών εφάπαξ προβλέπεται στην δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 8(1) των περί Συντάξεων Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 97(Ι) του 1997»), ως παρατίθεται στον τροποποιητικό Νόμο 69(Ι) του 2005 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2005:
Συγκεκριμένα, το επίδικο μέρος του Άρθρου 8(1) έχει ως εξής:
«8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου σε κρατικό υπάλληλο ο οποίος έχει συμπληρώσει υπηρεσία πέντε ή περισσότερα έτη καταβάλλεται κατά την αφυπηρέτησή του σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 (Περιπτώσεις χορήγησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων)-
(α) [..]
(β) εφάπαξ ποσό ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία:
[...]
Νοείται περαιτέρω ότι το εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται σε δημόσιο υπάλληλο περιλαμβανομένων του Γενικού Ελεγκτή και του Γενικού Λογιστή και των Βοηθών τους και σε μέλος της Αστυνομίας που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερο αυτού και καθηγητή, δυνάμει του παρόντος Μέρους κατά την αφυπηρέτησή του-
(α) με ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πρώτου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων δώδεκα ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία·
(β) με ή μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού δεύτερου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων εικοσιτεσσάρων ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκαπέντε και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία· και
(γ) με τη συμπλήρωση του εξηκοστού τρίτου έτους της ηλικίας του και με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας τετρακοσίων τριάντα έξι ή περισσότερων μηνών, είναι ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκαπέντε και μισό και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία:
[.]».
Οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές διατείνονται ότι το άνω εφάπαξ, το οποίο δικαιούντο ως περιουσιακό δικαίωμα, επηρεάστηκε δυσμενώς (σε παράβαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος) από το Άρθρο 7(1) του Νόμου 216(Ι) του 2012 το οποίο τέθηκε σε ισχύ κατά την 1.1.2013 και του οποίου το επίδικο μέρος είχε (κατά τον ουσιώδη χρόνο) ως εξής:
«7.-(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε οικείου νόμου ή κανονισμών, τα ωφελήματα αφυπηρέτησης υπαλλήλου υπολογίζονται αθροιστικά, ως ακολούθως:
(α) Για την υπηρεσία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013-
[.] και
(β) για την υπηρεσία από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά-
(i) [.] και
(ii) εφάπαξ ποσό ίσο με την ετήσια σύνταξη πολλαπλασιαζόμενη επί δεκατέσσερα(14) και διαιρουμένου του ποσού που προκύπτει διά τρία (3):
[.]».
Εκ της αντιπαραβολής των άνω δύο Άρθρων, διαφαίνεται ότι η διάταξη η οποία επηρέασε τους Εφεσίβλητους/Αιτητές είναι το Άρθρο 7(1)(β)(ii) του Νόμου 216 του 2012 το οποίο μείωσε τον συντελεστή σε σχέση με την υπηρεσία τους από την 1.1.2013 και μετά, για τον σκοπό υπολογισμού του εφάπαξ.
Τα εγειρόμενα διά της έφεσης ερωτήματα είναι (α) κατά πόσο ο υψηλότερος συντελεστής του εφάπαξ βάσει του Άρθρου 8(1) του Νόμου 97(Ι) του 1997 συνιστά για τους Εφεσίβλητους/Αιτητές περιουσιακό δικαίωμα προστατευθέν από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, και
(β) εάν ναι, κατά πόσο το εν λόγω δικαίωμα θίγηκε κατά τρόπο τον οποίο δεν επιτρέπει το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Δεδομένου ότι το Άρθρο 23 του Συντάγματος προστατεύει το ίδιο δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο εγγυάται το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 9/2009 και 10/2005 Interstylia Public Company Ltd v. Τσεριώτη κ.α., (2013) 1 Α.Α.Δ. 614), καθοδήγηση ως προς την έννοια του ιδιοκτησιακού δικαιώματος μπορεί να αντληθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «το ΕΔΑΔ»).
Όταν νομοθετική διάταξη καθιστά άτομα, που πληρούν τις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει, δικαιούχους παροχής οικονομικού ευεργετήματος, τότε αυτό το δικαίωμα συνιστά περιουσιακό δικαίωμα εν είδει θεμιτής προσδοκίας περιουσιακής αξίας, ακόμα και αν αυτό το δικαίωμα δεν εξαρτάται από τη συνεισφορά των δικαιούχων.
Η λυδία λίθος είναι κατά πόσο ο παραπονούμενος θα είχε -βάσει του εθνικού δικαίου- δικαίωμα παροχής του επίδικου ευεργετήματος αν αυτό το δικαίωμα δεν θιγόταν από την εθνική πράξη για την οποία παραπονείται (Υπόθεση Αρ. 33631/06 Βρόντου ν. Κύπρου, απόφαση ΕΔΑΔ ημερ. 13.10.2015, παρ. 63-64· Υπόθεση Αρ. 71148/10 Φιλίππου ν. Κύπρου, απόφαση ΕΔΑΔ ημερ. 14.10.2016, παρ. 59).
Εν προκειμένω, η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 8(1) του Νόμου 97(Ι) του 1997 θα ήταν επαρκής βάση για τη δημιουργία θεμιτής προσδοκίας κτήσης του προβλεπόμενου σε αυτήν εφάπαξ, αν δεν τελούσε υπό την γενική αίρεση του Άρθρου 4(2) του ίδιου Νόμου κατά το οποίο το χορηγούμενο δυνάμει του Νόμου εφάπαξ υπολογίζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες που ισχύουν κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του κρατικού υπαλλήλου.
Δηλαδή, κατά τον χρόνο προσθήκης της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 8(1) στον Νόμο 97(Ι) του 1997, το άνω Άρθρο 4(2) ήδη προειδοποιούσε ότι αυτή η δεύτερη επιφύλαξη θα εφαρμοζόταν, επί του εφάπαξ κρατικού υπαλλήλου, μόνο αν ίσχυε αυτή κατά το χρόνο αφυπηρέτησής του, πράγμα που δεν έγινε σε σχέση με τους Εφεσίβλητους/Αιτητές, αφού -προ του χρόνου αφυπηρέτησής τους- η δεύτερη επιφύλαξη είχε εμμέσως πλην σαφώς αντικατασταθεί από το Άρθρο 7(1) (β)(ii) του Nόμου 216(Ι) του 2012, αναφορικά με τον υπολογισμό του ύψους του εφάπαξ βάσει της υπηρεσίας τους από την 1.1.2013 και εντεύθεν.
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 8(1) του Νόμου 97(Ι) του 1997 δεν δημιούργησε υπέρ των Εφεσίβλητων/Αιτητών περιουσιακό δικαίωμα, το οποίο να τυγχάνει προστασίας από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Ακόμα και αν το άνω Άρθρο 4(2) δεν υφίστατο, και πάλι οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές δε θα μπορούσαν να επικαλεστούν την δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 8(1) του Νόμου 97(Ι) του 1997 ως βάση για την επίκληση περιουσιακού δικαιώματος, διότι η κύρια διάταξη του Άρθρου 8 (1) προβλέπει ότι εφαρμόζεται κατά το χρόνο αφυπηρέτησης του κρατικού υπαλλήλου και, στη δική τους περίπτωση, όλοι αφυπηρέτησαν σε χρόνο κατά τον οποίο η δεύτερη επιφύλαξη του άνω Άρθρου είχε ήδη εμμέσως αντικατασταθεί από το Άρθρο 7 του Νόμου 216(Ι) του 2012, οπότε αυτή η επιφύλαξη ουδέποτε τους προσέδωσε περιουσιακό δικαίωμα, ώστε να προβάλλεται βάσιμα ότι τους το αποστέρησε το Άρθρο 7(1)(β)(ii) του Νόμου 216(Ι) του 2012.
Αυτό το συμπέρασμα ερείδεται στη νομολογία κατά την οποία δικαίωμα χορηγείται μόνο αν η κατά νόμο διαδικασία προς απόκτησή του έχει ολοκληρωθεί, οπότε και αποκρυσταλλώνεται υπέρ του δικαιούχου (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 240 Δημοκρατία ν. Μενελάου, (1982) 3 CLR 419), ώστε το μόνο που να υπολείπεται πλέον να είναι η υλοποίηση του δικαιώματος. Αν όμως ο ενδιαφερόμενος δεν έφτασε ποτέ να πληροί τις κατά νόμο προυποθέσεις, τότε δεν καθίσταται δικαιούχος διότι η απλή προσδοκία προς απόκτηση του δικαιώματος δεν αρκεί (Υπόθεση Αρ. 42527/98 Prince Hans - Adams II of Liechtenstein v. Germany, απόφαση ΕΔΑΔ ημερ. 12.7.2001, παρ. 82-83).
Με τον τρίτο και τέταρτο λόγος έφεσης, οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές καταλογίζουν σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, επειδή έκρινε ότι η θέσπιση και έναρξη ισχύος του Άρθρου 7 του Νόμου 216(Ι) του 2012 έθιξε σε βάρος τους την Αρχή της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης η οποία απορρέει από το υπερισχύον δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη δικαιολογημένη προσδοκία τους να αφυπηρετήσουν υπό το νομικό καθεστώς της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 8(Ι) του Νόμου 97(Ι) του 1997.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τους δύο αυτούς τελευταίους λόγους έφεσης, τους κρίνω βάσιμους και τους αποδέχομαι, για τους εξής λόγους:
Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα ή τουλάχιστον οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές δεν παρέθεσαν στο περίγραμμα αγόρευσής τους ή κατά τις ενώπιόν μας διευκρινίσεις στοιχεία που να τείνουν προς το αντίθετο συμπέρασμα. Έπεται ότι επικαλούνται το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλυσιτελώς.
Στην απουσία εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η -κατά το Άρθρο 61 του Συντάγματος- εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων να νομοθετεί κατά τρόπο που μεταβάλλει την προηγηθείσα νομοθεσία υπόκειται μόνο στους περιορισμούς που θέτει το Σύνταγμα (Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 240 Δημοκρατία ν. Μενελάου, (1982) 3 CLR 419) ή το δέσμιο για τη Δημοκρατία διεθνές δίκαιο.
Αφού το Άρθρο 23 του Συντάγματος ή το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ δεν εμποδίζουν τη θέσπιση και έναρξη ισχύος και εφαρμογή (επί των Εφεσίβλητων/Αιτητών) του Άρθρου 7 του Νόμου 216(Ι) του 2012, συνάγεται ότι αυτοί δεν έχουν κεκτημένο δικαίωμα για τη μη τροποποίηση της δεύτερης επιφύλαξης του Άρθρου 8(Ι) του Νόμου 97(Ι) του 1997 (Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 1034/1987, 1069/1987 και 3/1988 Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατία, (1993) 3 Α.Α.Δ. 390).
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.