ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 5/2019)
4 Οκτωβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
M. M. R.,
Εφεσείοντα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
MEΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Α. Ιωαννίδη (κα), για κ Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσείoντα.
Φ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Ο Εφεσείων/Αιτητής είναι από το Μπανγκλαντές και την 3.7.2015 εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία ως φοιτητής. Στη συνέχεια, φαίνεται να εγκατέλειψε τις σπουδές του λόγω οικονομικών προβλημάτων, διαμένοντας παράνομα στη Δημοκρατία έως την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία στις 15.2.2017.
Στην αίτησή του, ανέφερε ότι η ζωή του τελεί σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής του, ισχυρισμό όμως τον οποίο αναίρεσε στο πλαίσιο της διεξαχθείσας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου συνέντευξής του στις 30.5.2017.
Συγκεκριμένα, κατά το πρακτικό της Υπηρεσίας Ασύλου ως προς την συνέντευξη, την ορθότητα του οποίου προσυπέγραψε ο Εφεσείων/Αιτητής, αυτός ανέφερε ότι το περιεχόμενο της αίτησής του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ότι αντιμετωπίζει μόνο οικονομικό πρόβλημα, ως εκ τούτου, ήρθε στην Κύπρο για να σπουδάσει και να εργαστεί και πως, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Περαιτέρω, δήλωσε ότι ουδέποτε ο ίδιος ή μέλος της οικογένειάς του παρενοχλήθηκε ή διώχθηκε στη χώρα καταγωγής του, ότι δεν ήταν μέλος πολιτικής, θρησκευτικής, κοινωνικής, εθνικής ή στρατιωτικής οργάνωσης ή ομάδας στο Μπανγκλαντές ώστε να στοχοποιείτο από τις εκεί αρχές, και ότι αυτές οι αρχές θα του επέτρεπαν την επιστροφή του στο Μπανγκλαντές χωρίς να του προκαλέσουν οποιοδήποτε πρόβλημα. Επίσης, δήλωσε ότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας ώστε να εξασφαλίσει νόμιμη διαμονή στη Δημοκρατία.
Ενόψει των άνω δηλώσεων, για τις οποίες ο Εφεσείων/Αιτητής κρίθηκε αξιόπιστος, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε την αίτηση ενημερώνοντας τον συναφώς με επιστολή ημερ. 29.6.2017.
Ακολούθως, ο Εφεσείων/Αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (εφεξής «η ΑΑΠ») περί την 1.8.2017, δηλώνοντας (μεταξύ άλλων) ότι τελεί σε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα, ότι πρέπει να συντηρείται και να αποστέλνει λεφτά στην οικογένειά του και ότι θα αντιμετωπίσει τεράστιο κίνδυνο εάν επιστρέψει στη χώρα του.
Η AAΠ εξέτασε την διοικητική προσφυγή και την απέρριψε, συμφωνώντας με την Υπηρεσία Ασύλου πως ο Εφεσείων/Αιτητής ήταν οικονομικός μετανάστης, και όχι γνήσιος πρόσφυγας ώστε να δικαιούται το καθεστώς ασύλου.
Κατά της απορριπτικής απόφασης της ΑΑΠ, ο Εφεσείων/Αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 906/2018 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας το οποίο την απέρριψε με την απόφασή του ημερ. 31.10.2019, η οποία εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Ο Εφεσείων/Αιτητής ισχυρίζεται ότι έσφαλλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΑΠ είναι προϊόν δέουσας έρευνας.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τον πρώτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί και τον απορρίπτουμε, για τους ακόλουθους λόγους:
Ορθώς ο Εφεσείων/Αιτητής επικαλείται την νομολογία, κατά την οποία η επάρκεια της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα και τα περιστατικά έκαστης υπόθεσης.
Όμως, η ΑΑΠ ουδέν άλλον είχε να διερευνήσει, διότι ο Εφεσείων/Αιτητής απλά της δήλωσε ότι θα τελούσε σε κίνδυνο αν επέστρεφε στο Μπανγκλαντές, άνευ οποιασδήποτε περαιτέρω τεκμηρίωσης.
Είναι γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές, κατά την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας, δεν περιορίζονται στο να εξετάσουν τις τοποθετήσεις του αιτητή, αλλά προβαίνουν και σε δική τους έρευνα, εφόσον οι τοποθετήσεις του αιτητή το δικαιολογούν, π.χ. ως προς την γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής.
Εν προκειμένω, ουδεμία περαιτέρω έρευνα επιβάλλετο, αφού ο Εφεσείων/ Αιτητής επικαλέστηκε ενώπιον της ΑΑΠ κίνδυνο, χωρίς όμως να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση για να τον τεκμηριώσει, ενώ είχε κάθε ευκαιρία προς τούτο.
Συνάγεται ότι δεν είναι εύλογο ο Εφεσείων Αιτητής να ανέμενε από την ΑΑΠ να διεξάγει εφ' αυτής και εξ ιδίων έρευνα ως προς τα συμβάντα της προσωπικής του ζωής, χωρίς ίχνος κατεύθυνσης από τον ίδιο.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Κατά τον Εφεσείοντα/Αιτητή, παράνομα η ΑΑΠ δεν διεξήγαγε συνέντευξη με αυτόν ενώπιόν της (και, συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε τέτοια παρανομία), διότι μία δεύτερη συνέντευξη επιβάλλετο ώστε να διαφανεί ποια από τις δύο αντιφατικές θέσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή ήταν ορθή, μεταξύ, αφενός, της δήλωσής του επί της αίτησης διεθνούς προστασίας (περί της αντιμετώπισης κινδύνου στο Μπανγκλαντές) και, αφετέρου, των δηλώσεών του κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου περί του ότι οι λόγοι για τη διαμονή του στη Δημοκρατία ήταν κυρίως οικονομικοί.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποφαινόμαστε ότι είναι αβάσιμος και τον απορρίπτουμε, για τους ακόλουθους λόγους:
Ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του, το Άρθρο 28Ζ(3) των περί Προσφύγων Νόμων αφήνει την διεξαγωγή συνέντευξης ενώπιον της ΑΑΠ στη διακριτική ευχέρεια της τελευταίας, χωρίς να της επιβάλλει υποχρέωση προς τούτο. Εν προκειμένω, δεν υπήρχε «αντίφαση» του Αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά παραδοχή (την οποία προσυπέγραψε ως προς την αλήθειά της) περί του ότι στη χώρα καταγωγής του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ότι η υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας (διά της οποίας επικαλείτο την από πλευράς του αντιμετώπιση κινδύνου) έγινε με σκοπό να διασφαλίσει τη νόμιμή του παραμονή στην Κύπρο, προφανώς για να συνεχίσει να εργάζεται εδώ και έτσι να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένειά του στο Μπανγκλαντές.
Ενόψει των άνω δεδομένων, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χωρούσε δικαστική παρέμβαση στην επιλογή της ΑΑΠ να μην ακούσει ενώπιόν της προφορικά τον Εφεσείοντα/Αιτητή, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα τον οποίο αφορά ο δεύτερος λόγος έφεσης.
Τρίτος Λόγος Έφεσης:
Κατά τον Εφεσείοντα/Αιτητή, κακώς και/ή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτός δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης, ώστε να δικαιούται το καθεστώς πρόσφυγα.
Ο Εφεσείων/Αιτητής συγκεκριμένα καταλογίζει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο επειδή δεν εξέτασε το ίδιο τους ισχυρισμούς του.
Ως προς τούτο, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε με την απόφασή του πως δύναται να εξετάσει την ενώπιόν του προσφυγή του Εφεσείοντα/Αιτητή επί της ουσίας της.
Κατά την ενώπιόν μας ακρόαση της 18.9.2023, η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσείοντα δήλωσε (κατόπιν σχετικής ερώτησής μας) πως ο Εφεσείων/Αιτητής δεν υπέβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο νέα στοιχεία προς τεκμηρίωση της (προς έλεγχο ορθότητας) προσφυγής του, πέρα των όσων ανέφερε στην Υπηρεσία Ασύλου και την ΑΑΠ.
Συνάγεται ότι ο Εφεσείων/Αιτητής, και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνέχισε να επικαλείται κίνδυνο χωρίς να αποκαλύπτει συγκεκριμένα γεγονότα που να τον στοιχειοθετούν, πέραν μιας γενικής (και ανεπαρκούς) αναφοράς περί του ότι -όντας στην Κύπρο- άρχισε να δέχεται απειλές από πρόσωπα που του δάνεισαν τα χρήματα για να έρθει εδώ (ισχυρισμός που είναι αντιφατικός με την διοικητική του προσφυγή ενώπιον της ΑΑΠ, στην οποία δήλωσε ότι ο πατέρας του ξόδεψε το έχειν του για να τον στείλει εδώ, οπότε πλέον πρέπει να εργάζεται στην Κύπρο για να συντηρεί την οικογένειά του στο Μπανγκλαντές).
Εκτιμούμε ότι δεν είναι επαρκές για αιτητή διεθνούς προστασίας, προς ευόδωση της αίτησής του, να επικαλείται φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του προκαλούμενο από ιδιωτικούς φορείς, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί οποιοδήποτε γεγονός προς τούτο και αναμένοντας από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές να διεξάγουν εξ ιδίων έρευνα ώστε να εξιχνιάσουν τα γεγονότα επαλήθευσης ή μη του ισχυρισμού του.
Περαιτέρω, όταν ο κατ' ισχυρισμόν φορέας δίωξης είναι μη κρατικός φορέας, τότε -κατά το Άρθρο 3Α(γ) των περί Προσφύγων Νόμων- δέον να διαπιστώνεται ότι οι κρατικές αρχές της χώρας καταγωγής του δεν μπορούν να τον προστατεύσουν επαρκώς, και, ως προς τούτο, ο Εφεσείων/Αιτητής και πάλιν ουδεμία ένδειξη έδωσε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, της ΑΑΠ ή του (ελέγχοντος την ορθότητα) πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ως Δικαστήριο εξετάζον την ουσία της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιούτο να κρίνει εξ ιδίων τις δηλώσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή, για να καταλήξει κατά πόσο είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή, αντιθέτως, οικονομικός μετανάστης, και δεν θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα με το να αγνοήσει τον αόριστο και ατεκμηρίωτο ισχυρισμό του Εφεσείοντα/Αιτητή.
Συνεπώς, έχοντας δεόντως εξετάσει τον τρίτο λόγο έφεσης, τον κρίνουμε αβάσιμο και τον απορρίπτουμε.
Τέταρτος Λόγος Έφεσης:
Ο Εφεσείων/Αιτητής παραπονείται για το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτός είναι οικονομικός μετανάστης (με αποτέλεσμα να μη δικαιούται το καθεστώς διεθνούς προστασίας) επειδή έκρινε εσφαλμένα ότι ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί, ενώ εκείνος είχε εισέλθει νόμιμα στη Δημοκρατία ως φοιτητής.
Έχοντας δεόντως εξετάσει τον τέταρτο λόγο έφεσης κρίνουμε ότι είναι αβάσιμος και, τον απορρίπτουμε, για τους ακόλουθους λόγους:
Στην απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει ρητά ότι ο Εφεσείων/Αιτητής εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 3.7.2015 κατέχοντας φοιτητική άδεια, χωρίς όμως να έχει εξετάσει μόνο τούτο.
Ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις τοποθετήσεις του Εφεσείοντα/Αιτητή (ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της ΑΑΠ) περί του ότι η διαμονή του στην Κύπρο είχε οικονομικό σκοπό, ήτοι να εργάζεται για να συντηρεί εαυτόν και οικογένεια στο Μπανγκλαντές. Οπότε, ευλόγως (και χωρίς να δικαιολογείται παρέμβασή μας προς τούτο) το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε (όπως, προηγουμένως, η Υπηρεσία Ασύλου και η ΑΑΠ) ότι αυτοί οι οικονομικοί σκοποί τον καθιστούσαν οικονομικό μετανάστη με αποτέλεσμα να μη δικαιούται το καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Πέμπτος Λόγος Έφεσης:
Ο Εφεσείων/Αιτητής διατείνεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή ελλιπώς έκρινε ότι αυτός δεν εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα, διότι, αφενός, δεν εκτιμήθηκε ο κίνδυνος στον οποίο θα εκτεθεί με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του και, αφετέρου, αγνόησε το Άρθρο 14 των περί Προσφύγων Νόμο, το οποίο προβλέπει ότι ο φόβος δίωξης μπορεί να προκληθεί και με γεγονότα μετά την αναχώρηση του Αιτητή από τη χώρα του.
Ως έχουμε καταλήξει στο πλαίσιο της εκδίκασης προγενέστερων λόγων έφεσης, ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα/Αιτητή περί της αντιμετώπισης απειλών από τους δανειστές του (τις οποίες απειλές ο Εφεσείων/Αιτητής κατ' ισχυρισμόν άρχισε να δέχεται μετά την εγκατάστασή του στη Δημοκρατία, εξ ου και η επίκληση του άνω Άρθρου 14 το οποίο προβλέπει ότι ο φόβος ή κίνδυνος μπορεί να εδράζεται επί γεγονότων μεταγενέστερων από την αναχώρηση του αιτητή εκ της χώρας καταγωγής του) παρέμεινε στο επίπεδο του απλού ισχυρισμού, χωρίς οποιασδήποτε από πλευράς του τεκμηρίωση. Συνεπώς, είναι ορθή η πρωτόδικη κρίση πως αυτός δεν δικαιούτο το καθεστώς του πρόσφυγα. Αφού, λοιπόν, ο Εφεσείων/Αιτητής εξ υπαιτιότητάς του δεν έπεισε για αυτή καθ' αυτή την αντιμετώπιση κινδύνου, παρείλκε η από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου οποιαδήποτε περαιτέρω νομική ανάλυση επιμέρους νομοθετικών διατάξεων, όπως του άνω Άρθρου 14.
Έκτος Λόγος Έφεσης:
Ο έκτος λόγος έφεσης, παρομοιάζει με τον πέμπτο λόγο έφεσης, αφού ο Εφεσείων/Αιτητής διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε και δεν εφάρμοσε στην περίπτωσή του τα Άρθρα 3Γ και 14 των περί Προσφύγων Νόμων (το Άρθρο 3Γ κατηγοριοποιεί τις πράξεις δίωξης στις οποίες δυνατόν να υπόκειται ο πρόσφυγας).
Έχοντάς τον δεόντως εξετάσει, κρίνουμε αβάσιμο και απορρίπτουμε και τον έκτο λόγο έφεσης για τον ίδιο λόγο για τον οποίο απορρίψαμε τον πέμπτο λόγο έφεσης:
Ο Εφεσείων/Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου (όπως και ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της ΑΑΠ, προηγουμένως) οποιοδήποτε βάσιμο λόγο δίωξης, οπότε παρήλκε η χρεία αναφοράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα Άρθρα 3Γ και 14 και της εφαρμογής τους στην περίπτωσή του.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Δεδομένης της από πλευράς μας απόρριψης όλων των λόγων έφεσης, η προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΑΠ επικυρώνεται ως ορθή, ως επίσης επικυρώνεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 31.10.2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας επί της Προσφυγής Αρ. 906/2018.
Επιδικάζουμε το συνολικό ποσό των €1.500 υπέρ της Εφεσίβλητης Δημοκρατίας και κατά του Εφεσείοντα/Αιτητή.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.