ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 383/18)
23 Οκτωβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΣΑΤ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΙ ΛΤΔ
Εφεσείουσα/Καθ' ης η Αίτηση 1
v.
ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΓΓΕΛΗ
Εφεσίβλητου/Αιτητή
-----------------------------
Χριστάκης Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα.
Έλενα Νικολάου (κα) για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία με την παρούσα έφεση της, αμφισβητεί την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στον εφεσίβλητο για παράνομη απόλυση ύψους €9.620,00 που αντιστοιχεί σε απολαβές 18 εβδομάδων (€6.660,00) πλέον προειδοποίηση 8 εβδομάδων (€2.960,00).
Σύμφωνα με τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε στις 11.2.2005 στην υπηρεσία Κοινοτικού Σφαγείου που ανήκε στο Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίων Τριμιθιάς (το Κοινοτικό Συμβούλιο). Εργάστηκε ανελλιπώς μέχρι τις 30.9.2012, αρχικά ως υπεύθυνος και στην συνέχεια ως επόπτης στο εν λόγω Σφαγείο.
Στις 19.9.2012 υπεγράφη μεταξύ του Κοινοτικού Συμβουλίου και της εταιρείας Vouros Healthcare Ltd, συμφωνία υπενοικίασης του Κοινοτικού Σφαγείου για περίοδο 20 ετών. Δυνάμει των όρων της πιο πάνω συμφωνίας, η εταιρεία Vouros Healthcare Ltd υπενοικίασε το κτήμα που βρίσκεται το Σφαγείο περιλαμβανομένων των κτιρίων που ευρίσκονται εντός αυτού, ολόκληρο τον εξοπλισμό του Σφαγείου, τον βιολογικό σταθμό, ολόκληρη τη γη εντός του περιφραγμένου χώρου του κτήματος και όλες τις άδειες λειτουργίας του Σφαγείου ως προνοούνται από την υφιστάμενη νομοθεσία. Ακολούθως στις 30.9.2012, η εταιρείας Vouros Healthcare Ltd ανέθεσε τη διαχείριση του Κοινοτικού Σφαγείου και εκχώρησε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της από την συμφωνία υπεκμίσθωσης, στην εφεσείουσα εταιρεία.
Ο εφεσίβλητος που όπως προαναφέρθηκε ήταν υπάλληλος του Κοινοτικού Σφαγείου από το 2005 ήτοι πριν από την μεταβίβαση, συνέχισε να εργάζεται στην υπηρεσία της εφεσείουσας ως υπεύθυνος παραγωγής από 1.10.2012 μέχρι 5.4.2013, οπόταν η υπηρεσία του τερματίστηκε άμεσα με σχετική επιστολή. Σε αυτήν, γίνεται αναφορά σε δύο προειδοποιητικές επιστολές ημερ. 18.1.2013 και 2.4.2013. Σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 18.1.2013, ενώ ο εφεσίβλητος ήταν υπεύθυνος βάσει εντολών της διεύθυνσης να κατέχει κλειδί του γραφείου του υπεύθυνου παραλαβής, μετά από έλεγχο του ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον IT Manager, διαπιστώθηκε ότι εισήλθε σε σελίδες πορνογραφικού περιεχομένου. Επίσης σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 2.4.2013, παρατηρήθηκε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε συναδελφική αλληλεγγύη εν ώρα εργασίας κατά το τελευταίο διάστημα. Επιπλέον σε αρκετές περιπτώσεις δεν εκτελούσε τα καθήκοντα του σωστά και με τον ανάλογο ζήλο και αντί αυτού, καθόταν στο γραφείο αρκετές ώρες της ημέρας χωρίς να εκτελεί οποιαδήποτε εργασία, με αποτέλεσμα να κωλυσιεργεί.
Τρίτη επιστολή που δόθηκε στον εφεσίβλητο την προηγούμενη μέρα της απόλυσης του, στις 4.4.2014, αναφέρεται σε μονομερή απόφαση της εφεσείουσας για μείωση των μισθολογικών απολαβών του, από τον Απρίλιο 2013. Οι ακαθάριστες μισθολογικές απολαβές του εφεσίβλητου, κατά τον χρόνο τερματισμού της απασχόλησης του ανέρχονταν στο ποσό των €370 εβδομαδιαίως, περιλαμβανομένου και 13ου μισθού. Μετά την πιο πάνω μείωση, ο μισθός του εφεσίβλητου καθοριζόταν από τον Απρίλιο του 2013 σε €950,00 μηνιαίως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την θέση του εφεσίβλητου ότι με τη σύναψη της πιο πάνω συμφωνίας μεταβίβασης της επιχείρησης, συνέχισε την απασχόληση του στην εφεσείουσα χωρίς διακοπή και χωρίς τερματισμό των υπηρεσιών του από το Κοινοτικό Συμβούλιο. Απορρίφθηκε η θέση της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος προσλήφθηκε από την ίδια κατά ή περί την 1.10.2012 ως υπεύθυνος παραγωγής, και ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο είχε προηγουμένως τερματίσει τις υπηρεσίες του. Κρίθηκε πρωτόδικα ότι δεν διακόπηκε η εργοδότηση και ότι η εφεσείουσα ήταν ο τελευταίος εργοδότης του εφεσείοντα κατόπιν νόμιμης συμφωνίας μεταβίβασης, υφιστάμενης οικονομικής μονάδας στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και του εναρμονιστικού Νόμου 104(Ι)/2000 «Περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου δεν οφειλόταν στους λόγους που επικαλείται η εφεσείουσα αλλά στο γεγονός ότι δεν αποδέχθηκε τη μείωση των μισθολογικών απολαβών του. Επί του προκειμένου έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του εφεσίβλητου, η δε μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσείουσα επί του προκειμένου, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι με την απουσία οποιασδήποτε άλλης αξιόπιστης μαρτυρίας που έτεινε να καταδείξει το αντίθετο, τα όσα έθεσε ο εφεσίβλητος σε σχέση με τη μείωση του μισθού του παρέμειναν αδιαμφισβήτητα όπως αδιαμφισβήτητος παρέμεινε ο ισχυρισμός του ότι η άρνηση να αποδεχθεί την μείωση μισθού, αποτέλεσε και τον αποκλειστικό λόγο απόλυσης του.
Στην βάση των πιο πάνω ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση ύψους €9.620,00 που αντιστοιχεί σε απολαβές 18 εβδομάδων (€6.660,00) πλέον προειδοποίηση 8 εβδομάδων (€2.960,00).
Η εφεσείουσα με 8 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην συνέχεια, ο 7ος λόγος έφεσης αποσύρθηκε από την εφεσείουσα με την καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης της.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται το εύρημα ότι συνεχίστηκε η εργοδότηση του εφεσίβλητου μετά την μεταβίβαση της επιχείρησης. Η εφεσείουσα προσβάλει ως λανθασμένη την πρωτόδικη διαπίστωση ότι η εφεσείουσα ήταν ο τελευταίος εργοδότης του εφεσίβλητου, κατόπιν νόμιμης συμφωνίας μεταβίβασης υφιστάμενης οικονομικής μονάδας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2001/23 που κωδικοποίησε τις Οδηγίες 77/187 και 98/50 καθώς και του εναρμονιστικού Νόμου 104(Ι)/2000. Εισηγείται η εφεσείουσα ότι δεν αποδείχθηκε μεταβίβαση επιχείρησης στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση του εφεσίβλητου δεν εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της εθνικής εργατικής νομοθεσίας και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
Πέραν της γενικής αμφισβήτησης για μεταβίβαση επιχείρησης δυνάμει του Νόμου 104(Ι)/2000, είναι ειδικότερα η θέση της εφεσείουσας ότι κατά τον χρόνο μεταβίβασης των εργασιών του Σφαγείου από το Κοινοτικό Συμβούλιο, ο εφεσίβλητος ήταν μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος, κατείχε συγκεκριμένη βαθμίδα και κλίμακα και διορίστηκε κατόπιν δημόσιας προκήρυξης θέσεων σύμφωνα με την ΚΔΠ 807/2003. Ενόψει τούτου, η εργασιακή του σχέση με το Κοινοτικό Συμβούλιο δεν ρυθμιζόταν με ιδιωτική σύμβαση εργασίας αλλά διέπετο από τους κανόνες δημοσίου δικαίου και συγκεκριμένα από τους Κανονισμούς περί κοινοτικής υπηρεσίας. Κάτι που είναι εκτός της εμβέλειας της Οδηγίας 2001/23 ΕΚ και επομένως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέχισε η εργοδότηση του στην εφεσείουσα με την μεταβίβαση των εργασιών στου σφαγείου σε αυτήν.
Με παραπομπή σε νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η Οδηγία 2001/23 ΕΚ δεν εφαρμόζεται σε πρόσωπα που εργάζονται υπό καθεστώς δημοσίου δικαίου. Ήταν η θέση του ότι την οδηγία, μπορούν να επικαλεστούν μόνο τα πρόσωπα που προστατεύονται ως εργαζόμενοι από την εθνική εργατική νομοθεσία.
Αντιθέτως, η θέση του εφεσίβλητου επί του προκειμένου είναι ότι υπήρξε μεταβίβαση επιχείρησης εντός του πλαισίου του Νόμου 104(Ι)/2000 και των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Με παραπομπή στον Νόμο 104(Ι)/2000, ο εφεσίβλητος αντέτεινε ότι εφαρμόζεται και στις Δημόσιες επιχειρήσεις που ασκούν οικονομική δραστηριότητα.
Προκειμένου να διερευνηθούν οι πιο πάνω αντικρουόμενες θέσεις των διαδίκων, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικά τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις μεταβίβασης επιχείρησης και το πως επηρεάζονται οι υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις από αυτή.
Ο κανόνας της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων και της δια-τήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας, κατοχυρώθηκε νομοθετικά στην Κύπρο με τον Νόμο 104(Ι)/2000, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων τους σε άλλο εργοδότη, που προκύπτουν από νομική μεταβίβαση ή συγχώνευση. Ο εν λόγω Νόμος θεσπίστηκε προκειμένου να εναρμονισθεί η κυπριακή νομοθεσία με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα, με τις Οδηγίες 77/187 και 98/50/ΕΚ. Ακολούθησε η Οδηγία 2001/23/ΕΚ, η οποία στην ουσία κωδικοποίησε τις δύο προηγούμενες Οδηγίες.
Είναι σαφές ότι σκοπός της Οδηγίας 2001/23 είναι να διασφαλίσει τη συνέχιση των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, ανεξαρτήτως της μεταβολής του εργοδότη, και, επομένως να προστατεύσει τους εργαζόμενους σε περίπτωση τέτοιας μεταβολής.
Οι βασικότερες ενδείξεις που καθορίζουν, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, για το αν έλαβε χώρα μεταβίβαση επιχείρησης είναι:
· η μεταβίβαση υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ),
· η μεταβίβαση άυλων αγαθών καθώς και η αξία τους κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (σήμα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διακριτικοί τίτλοι και γνωρίσματα κ.α.),
· η πρόσληψη σημαντικού μέρους του προσωπικού από τον νέο επιχειρηματία,
· η μεταβίβαση της πελατείας,
· ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση,
· η διάρκεια τυχόν διακοπής των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.
Τα στοιχεία αυτά, δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα. Η βαρύτητα που πρέπει να προσδώσει το εθνικό Δικαστήριο προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, από το είδος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και από τις εφαρμοζόμενες μεθόδους παραγωγής και εργασίας. Όπως επισημαίνεται στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν μπορεί να εξαρτάται από την εκτίμηση ενός μόνον παράγοντα, ακόμη και αν πρόκειται για παράγοντα με βαρύνουσα σημασία για την κρίση του αν συντρέχει η όχι μεταβίβαση επιχείρησης (βλ. C-287/86 (1987), 5479. C-13/95 (1997), 1275, C-51/00 (2002), 969).
Στην υπόθεση (ανωτέρω) λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«Επιβάλλεται σχετικώς η διαπίστωση ότι σκοπός της οδηγίας είναι η διασφάλιση της συνέχειας των σχέσεων εργασίας που υφίσταντο στο πλαίσιο μιας οικονομικής μονάδας, ανεξαρτήτως της αλλαγής ιδιοκτησίας, έτσι ώστε το αποφασιστικό κριτήριο για το αν υφίσταται μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της.
...............................
Προκειμένου να καθοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως οικονομικής μονάδας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, η μεταβίβαση ή όχι ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της τυχόν αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν παρά επιμέρους πτυχές της συνολικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται και, επομένως, δεν μπορούν να εκτιμώνται μεμονωμένα».
Αναφορικά με επιχειρήσεις που ανήκουν στο δημόσιο, με τις αλλαγές που επέφερε η Οδηγία 98/50/ΕΚ, καθορίστηκε ότι η Οδηγία εφαρμόζεται και σε δημόσιες επιχειρήσεις που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες. Των εν λόγω αλλαγών προηγήθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Collino v. Telecom Italia SpA C-343/1998 [2000] ECR I-6691, όπου το Δικαστήριο καλείτο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα (α) αν η μεταβίβαση κάποιας δραστηριότητας, την οποία εκμεταλλεύεται δημόσιος οργανισμός της κρατικής διοίκησης σε εταιρεία ιδιωτικού δικαίου της οποίας το κεφάλαιο κατέχει το δημόσιο, συνιστά μεταβίβαση κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ.1 της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ και (β) αν τα δικαιώματα οικονομικής φύσεως του εργαζόμενου, π.χ. οφέλη που είχε αποκτήσει αυτός (προϋπηρεσία) διατηρούνται (μεταβιβάζονται) και έναντι του μεταβιβάζοντος (Άρθρο 1 παρ.3 της Οδηγίας).
Η αρχή για την εφαρμογή της Οδηγίας και σε δημόσιες επιχειρήσεις που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, ενσωματώθηκε αυτούσια στο κυπριακό δίκαιο με τη ψήφιση του εναρμονιστικού Νόμου 104(Ι)/2000. Σχετικό είναι το Άρθρο 3.3. του Νόμου που έχει ως εξής:
«Πεδίο εφαρµογής του παρόντος Νόµου.
3- 1) ............................
(2) ...........................
(3) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις που ασκούν οικονομικές δραστηριότητες ανεξάρτητα εάν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα ή όχι:
Νοείται ότι η διοικητική αναδιοργάνωση δημόσιων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημόσιων διοικητικών αρχών δε θεωρούνται ως μεταβίβαση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.»
Στην παρούσα περίπτωση, είναι παραδεκτό ότι η επιχείρηση του Κοινοτικού Σφαγείου ασκούσε οικονομικές δραστηριότητες. Αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες, συνεχίστηκαν άμεσα από την εφεσείουσα με την μεταβίβαση σε αυτήν, της επιχείρησης του Σφαγείου από το Κοινοτικό Συμβούλιο μαζί με τις άδειες λειτουργίας, την γη, όλο τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις του. Ο δε εφεσίβλητος, συνέχισε να εργάζεται στην εφεσείουσα ασκώντας τα ίδια καθήκοντα.
Ισχύουν ως εκ τούτου οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις που η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καθόρισε για να ενταχθεί η υπό κρίση μεταβίβαση στα πλαίσια της Οδηγίας 2001/23 και του εναρμονιστικού Νόμου 104(Ι)/2000. Συγκεκριμένα, έγινε μεταβίβαση υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ), καθώς και άυλων αγαθών (άδειες λειτουργίας). Υπάρχει επιπλέον άμεση και χωρίς διακοπή άσκηση των ίδιων δραστηριοτήτων (επιχείρηση Σφαγείου) και συνέχεια εργοδότησης προσωπικού με τα ίδια καθήκοντα όπως ήταν ο εφεσίβλητος. Δεν έχει αμφισβητηθεί επί του προκειμένου το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αναλαμβάνοντας τη διαχείριση του Σφαγείου, η εφεσείουσα ανάλαβε επίσης και το υφιστάμενο μόνιμο προσωπικό, το οποίο δεν υπερέβαινε τα 4 άτομα συμπεριλαμβανομένου του εφεσίβλητου.
Το γεγονός ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αποτελεί δημόσιο οργανισμό δεν αλλοιώνει το σκηνικό αφού όπως προαναφέρθηκε, το Κοινοτικό Σφαγείο ασκούσε οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου, εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 3.3 του Νόμου 104(Ι)/2000. Ούτε εφαρμόζεται στην παρούσα η επιφύλαξη του Άρθρου 3.3 του Νόμου γιατί δεν έχουμε μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημόσιων διοικητικών αρχών. Αντιθέτως, έχουμε μεταβίβαση μιας επιχείρησης που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, η οποία συνεχίστηκε και μετά την μεταβίβαση στην εφεσείουσα.
Είναι ορθό επί του προκειμένου το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνεχίζοντας ο εφεσίβλητος την απασχόληση του στην εφεσείουσα, διατήρησε όλα τα δικαιώματα που είχε από τη σύμβαση εργασίας του και τα πλεονεκτήματα που απέκτησε από την απασχόληση του, η οποία συνεχίστηκε με τους ίδιους όρους και συνθήκες, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα ως ο τελευταίος εργοδότης να οφείλει να συνυπολογίσει τα χρόνια υπηρεσίας του στο Κοινοτικό Σφαγείο για σκοπούς καθορισμού της αποζημίωσης, σε περίπτωση αδικαιολόγητου τερματισμού της απασχόλησης του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Με τους λόγους 2 έως 6, η εφεσείουσα αμφισβητεί την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σημειώνουμε ότι όπως είναι πάγια νομολογημένο, η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει δια ζώσης τους μάρτυρες στο εδώλιο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται επίσης όταν τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.
Στην πρόσφατη απόφαση Ποιν. Έφ. 215/2020, ημερ. 4.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B374, λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Ανώτατο Δικαστήριο: ,
«Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήματα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.»
Έχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξαγωγή ευρημάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή και στα πρακτικά της διαδικασίας. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση ή ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη δοθείσα μαρτυρία. Ούτε διαπιστώνεται καμία λογική ανακολουθία ή πλημμελής αξιολόγηση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την διαδικασία της κρίσης επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.
Αντιθέτως, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η εξαγωγή ευρημάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εντός του πλαισίου που ορίζει η νομολογία. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσείουσας αναφορικά με τους ισχυρισμούς της για τους λόγους απόλυσης του εφεσίβλητου, αποδεχόμενο ταυτόχρονα την δική του εκδοχή ότι η απόλυση ήταν αποτέλεσμα της άρνησης του να αποδεχθεί την μείωση του μισθού του.
Ενόψει τούτου, οι λόγοι έφεσης 2 έως 6 που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, απορρίπτονται.
Όπως προαναφέρθηκε, ο 7ος λόγος έφεσης έχει αποσυρθεί από την εφεσείουσα με την καταχώρηση του περιγράμματος αγόρευσης της. Απομένει ως εκ τούτου να εξεταστεί ο 8ος λόγος έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα παραπονείται ως προς το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης.
Ισχυρίζεται συγκεκριμένα η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε λανθασμένα το ζήτημα των αποζημιώσεων, επιδικάζοντας υπέρ του εφεσίβλητου υπό μορφή αποζημιώσεων, απολαβές 18 εβδομάδων ήτοι €6.600,00 ενώ θα έπρεπε να επιδικάσει πολύ χαμηλότερο ποσόν. Το επιδικασθέν ποσόν είναι κατά την εφεσείουσα εξόφθαλμα υπερβολικό, υπό το φως των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης.
Στον Πρώτο Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων που επιδικάζονται σε τέτοιου είδους περιπτώσεις. Δυνάμει της παραγράφου 2 του εν λόγω Πίνακα, η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ποσού που θα ελάμβανε ο εργοδοτούμενος αν είχε κηρυχθεί ως πλεονάζον προσωπικό και, με βάση την παράγραφο 3 του ιδίου Πίνακα, καθορίζεται ότι η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών.
Το ύψος της αποζημίωσης που δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση, επαφίεται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. (2006) 1 Α.Α.Δ. 625). Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης, παρατίθενται στην παράγραφο 4 του Πρώτου Πίνακα του Νόμου και έχουν ως ακολούθως:
«4. Πλην ως προνοείται υπό των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος Πίνακος, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν. Κατά τον υπολογισμόν όμως του επιδικασθησομένου τούτου ποσού, το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
(α) τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβάς του εργοδοτουμένου·
(β) την διάρκειαν της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου·
(γ) την απώλειαν προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου·
(δ) τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου·
(ε) την ηλικίαν του εργοδοτουμένου.»
Στην υπόθεση (1992) 1 Α.Α.Δ. 302, κρίθηκε ότι είναι αναγκαίο κατά τον καθορισμό των αποζημιώσεων να διαφαίνεται από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα κριτήρια καθορισμού αποζημίωσης (Βλ. επίσης (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 896 και (2014) 1 ΑΑΔ 1829).
Σημειώνουμε επίσης ότι το κριτήριο της αποζημίωσης, βάσει της παραγράφου 4 του Πίνακα, δε συναρτάται με το συμβατικό κριτήριο που καθορίζεται από το Κεφ. 149 και γενικά τις αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων, δηλαδή ζημιά η οποία έπεται, κατά τη λογική πρόβλεψη των συμβαλλομένων, της διάρρηξης της συμφωνίας (βλ. (1992) 1(Α) Α.Α.Δ .98). Επιπλέον, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ποσό αποζημίωσης που θα επιδικάσει, κρίνεται με βάση τα ενώπιον του τιθέμενα πραγματικά γεγονότα. Σε καμιά περίπτωση το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί σε υποθέσεις για να καταλήξει σε εύλογο αποτέλεσμα.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του, ο συνήγορος για την εφεσείουσα αναφέρει ότι σε περίπτωση που το Εφετείο συμφωνήσει με την θέση της εφεσείουσας ότι η υπηρεσία του εφεσίβλητου στο Κοινοτικό Συμβούλιο δεν είναι συνεχόμενη με αυτή στην εφεσείουσα θα πρέπει να μειωθεί ανάλογα το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων αλλά και η πληρωμή αντί προειδοποίησής. Εντούτοις σε αντίθετη περίπτωση, ο συνήγορος δέχεται ότι οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις είναι εύλογες.
Όπως έχει προαναφερθεί, έχουμε ήδη κρίνει ότι η υπηρεσία του εφεσίβλητου στην Κοινοτικό Σφαγείο, συνεχίστηκε και μετά την μεταβίβαση της επιχείρησης από το Κοινοτικό Συμβούλιο στην εφεσείουσα και εμπίπτει εντός του πλαισίου του Νόμου 104(Ι)/2000 και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2001/23. Ως εκ τούτου δεν τίθεται ζήτημα αναλογικής μείωσης των αποζημιώσεων αφού η υπό κρίση εργοδότηση, ξεκίνησε από το 2005 και όχι από το 2012 όπως εισηγείται η εφεσείουσα.
Ανεξαρτήτως τούτου, έχοντας υπόψη τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό εύλογης αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου 4 του Α Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/1967, σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, ειδικά την ηλικία του εφεσίβλητου (61 ετών κατά τον χρόνο απόλυσης), την συνολική διάρκεια απασχόλησης, τις απολαβές του αλλά και τις συνθήκες απόλυσης, κρίνουμε ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση δεν είναι έκδηλα υπερβολική ώστε να παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Βρίσκουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε μέσα στο ορθό πλαίσιο την διακριτική του ευχέρεια, συνυπολογίζοντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες και καταλήγοντας στην εύλογη αποζημίωση που ο εφεσίβλητος δικαιούτο.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, ομόφωνα καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης κρίνονται στο σύνολο τους ως αβάσιμοι. Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €3.200,00 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.