ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2019)
31 Οκτωβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
SIBYLLA HOTEL APARTMENTS LTD
Εφεσείουσα
v.
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΗ ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΟΥΖΟΥΡΗ
2. ΑΔΑΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΟΥΖΟΥΡΗ
3. ΞΕΝΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΜΟΥΖΟΥΡΗ
Εφεσίβλητων
Αίτηση ημερ. 19.4.2023 για Ασφάλεια Εξόδων
Γ. Πιττάτζης για Αιτήτρια - Εφεσίβλητη αρ. 3.
Καμία εμφάνιση για Καθ' ης η Αίτηση - Εφεσείουσα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση καταχωρίστηκε στις 4.9.2019 και με αυτήν προσβάλλεται η Πρωτόδικη Απόφαση ημερ. 26.7.2019. Με την υπό εκδίκαση Αίτηση η Εφεσίβλητη αρ. 3 - Αιτήτρια (πιο κάτω αναφερόμενη ως η «Αιτήτρια») ζητά την έκδοση Διατάγματος με το οποίο η Εφεσείουσα εταιρεία να διατάσσεται όπως παράσχει ασφάλεια ή εγγύηση προς όφελος της Εφεσίβλητης αρ. 3 για το ποσό των 25.000. Ταυτόχρονα επιδιώκεται η έκδοση Διατάγματος που να αναστέλλει κάθε διαδικασία στην Έφεση μέχρι την παροχή της ασφάλειας καθώς και διάταγμα όπως σε περίπτωση μη παροχής του ποσού εντός της διαταχθείσας προθεσμίας η Έφεση απορριφθεί. Η Αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 Θ.2, Δ.60 Θ.Θ. 1 - 6 και Δ.48 Θ.Θ. 1 - 9, στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 ’ρθρα 327, 382 και 391 καθώς και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Επισημαίνουμε ότι κατά την ημερομηνία εκδίκασης της υπό κρίση Αίτησης είχαν ήδη τεθεί σε εφαρμογή οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, γεγονός στο οποίο θα γίνει αναφορά πιο κάτω.
Η Αίτηση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση της κας Σταύριας Μηνά, υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο της Αιτήτριας η οποία αναφέρει ότι με την Πρωτόδικη Απόφαση η απαίτηση της Εφεσείουσας είχε απορριφθεί και η ανταπαίτηση των Εφεσιβλήτων επιτύχει. Μετά από την υποβολή σχετικής αίτησης ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, εξεδόθη διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης υπό τον όρο όπως η Εφεσείουσα καταθέσει τραπεζική εγγύηση ή μετρητά στον Πρωτοκολλητή ύψους 145.000 και καταβάλει τα επιδικασθέντα έξοδα. Η Εφεσείουσα δεν συμμορφώθηκε με κανένα από τους όρους αυτούς και οι Εφεσίβλητοι κατέθεσαν αίτηση οικονομικής εξέτασης εναντίον της. Στην Ένορκη Δήλωση του διευθυντή της Εφεσείουσας που συνόδευε την ένσταση στην προαναφερόμενη αίτηση, ο διευθυντής της Εφεσείουσας δήλωσε ότι η εταιρεία είναι «ανενεργός και ουδέν εισόδημα έχει ή αναμένει, από οποιαδήποτε πηγή» αλλά και ότι είναι αδρανής και δεν έχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία. Το μοναδικό ακίνητο που είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι της Εφεσείουσας είναι ½ μερίδιο του επίδικου στην αγωγή ακινήτου το οποίο η Εφεσείουσα ανέπτυξε και πώλησε σε τρίτα πρόσωπα με αποτέλεσμα αυτό να βαρύνεται με υποθήκες και Memo.
Η Ομνύουσα εκφράζει την πεποίθηση ότι, ενόψει των ανωτέρω, πρόδηλα η Εφεσείουσα δεν πρόκειται να καταβάλει κάποιο ποσό στους Εφεσίβλητους και οι λόγοι έφεσης αποτελούν απλές αιτιάσεις. Επισημαίνει ότι η ίδια η Εφεσείουσα παραδέχεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα της Εφεσίβλητης τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η Εφεσείουσα καταχώρισε Ένσταση στην Αίτηση η οποία στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 Θ.Θ. 1 - 4, Δ.60 Θ.Θ. 1 - 5, στα ’ρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, στα ’ρθρα 6 και 14 της ΕΣΔΑ, στην Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε., 2ο Μέρος Απαγόρευση των Διακρίσεων Ιθαγένειας της Ένωσης ’ρθρο 18, στη Νομολογία, στο κοινοδίκαιο, στις αρχές του δικαίου και της επιείκειας και στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Προβάλλονται οι πιο κάτω λόγοι ένστασης:
«1. Υπό τις περιστάσεις, τυχόν έγκριση της υπό κρίση αίτησης θα επιφέρει αθέμιτο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης της Εφεσείουσας στο Δικαστήριο το οποίο υπερισχύει των συμφερόντων της Αιτήτριας και το οποίο προστατεύεται από το ’ρθρο 30.2 του Συντάγματος και το ’ρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Η υπό κρίση Αίτηση υπόκειται σε απόρριψη καθ' υπόδειξη της αυστηρής νομολογιακής γραμμής πως όταν ο αιτητής είναι υπαίτιος για την οικονομική κατάσταση του Ενάγοντα δεν μπορεί να διαταχθεί ασφάλεια εξόδων. Οι περιστάσεις της παρούσας αίτησης συνιστούν υποδειγματική περίπτωση απόρριψης του αιτήματος, εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο πως η Εφεσείουσα/Καθ' ης η Αίτηση οφείλει στην Αιτήτρια 14.567,16.
3. Η Αίτηση υποβλήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση. Η έφεση καταχωρήθηκε το 2019 και η υπό εξέταση αίτηση 4 χρόνια αργότερα, χωρίς καμία απολύτως σοβαρή και/ή βάσιμη δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.
4. Η έφεση έχει καλή πιθανότητα επιτυχίας και τυχόν έκδοση διατάγματος παροχής ασφάλειας εξόδων πρακτικά θα εμποδίσει ή και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην Εφεσείουσα από του να προωθήσει την έφεση της.
5. Η υπό κρίση Αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κακόπιστη και/ή καταχωρηστική και αποσκοπεί στο να προσδώσει στην Αιτήτρια αθέμιτο πλεονέκτημα και/ή να οδηγήσει στη συνοπτική απόρριψη της έφεσης και/ή να καταστήσει αδύνατη την προάσπιση των δικαιωμάτων της Εφεσείουσας.
6. Με την επιφύλαξη όλων των ανωτέρω λόγων ένστασης, το ποσό των 26.980,57 που επιζητείται ως ασφάλεια εξόδων είναι αυθαίρετο και/ή αβάσιμο. Το ποσό που δύναται να επιδικασθεί κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Πέραν τούτου, τυχόν επιδικασθείσα ασφάλεια εξόδων πρέπει να περιοριστεί σε μελλοντικά έξοδα ως η πάγια πρακτική του Κοινοδικαίου».
Η Ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του κ. Ζήνωνα Σάντη εκ των δικηγόρων της Εφεσείουσας ο οποίος αναφέρει ότι η καταβολή του αιτούμενου ποσού ως ασφάλεια εξόδων θα προκαλέσει μεγάλη δυσχέρεια και θα παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην προώθηση της Έφεσης. Είναι η θέση του ότι η Αίτηση υποβάλλεται καταχρηστικά εφόσον στο πλαίσιο προσπάθειας των Εφεσιβλήτων να εκτελέσουν πρωτόδικα την Απόφαση συμφωνήθηκε απ' όλα τα διάδικα μέρη η οικονομική ανικανότητα της Εφεσείουσας. Η Εφεσείουσα δεν έχει άλλη περιουσία πλην του μεριδίου στο επίδικο ακίνητο, στο οποίο η Εφεσίβλητη κατέθεσε Memo. Ισχυρίζεται ότι με τις πράξεις της Αιτήτριας προκλήθηκε μεγάλη οικονομική ζημιά στην Εφεσείουσα ενώ η υπό εκδίκαση Αίτηση σκοπό έχει το να πετύχει παρεμπόδιση προώθησης της Έφεσης. Προβάλλει την θέση ότι όταν υπάρχει βάσιμος ισχυρισμός πως η οικονομική αδυναμία της Εφεσείουσας οφείλεται στις ενέργειες της Αιτήτριας τότε δεν πρέπει να διατάσσεται ασφάλεια εξόδων και εν προκειμένω η Εφεσείουσα οφείλει στην Αιτήτρια ποσό 14.567,16 ως έξοδα της Πρωτόδικης διαδικασίας. Εισηγείται περαιτέρω ότι το ποσό που αξιώνεται ως ασφάλεια εξόδων είναι υπερβολικό.
Αμφότεροι οι συνήγοροι κατέθεσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους της Εφεσείουσας κατά την ακροαματική διαδικασία, εντούτοις τα όσα καταγράφονται στην αγόρευση που κατατέθηκε στον φάκελο εκ μέρους της θα ληφθούν υπόψη.
Εν πρώτοις σημειώνουμε ότι από 3.7.2023 τέθηκαν σε ισχύ οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 σε σχέση με το Εφετείο (βλ. Μέρος 60). Το Μέρος 60.2(1) αυτών αναφέρει ότι:
«Όταν ασκείται διακριτική ευχέρεια από το δικαστήριο σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων κανονισμών, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τις αρχές οι οποίες καθορίζονται στους παρόντες κανονισμούς και, συγκεκριμένα, στο Μέρος 1 (ο πρωταρχικός σκοπός και καθήκον του δικαστηρίου να διαχειρίζεται υποθέσεις) και στο Μέρος 30 (Συνήθεις Απαιτήσεις)».
Όπως έχει λεχθεί και στην πρόσφατη απόφαση Yiannoplast Limited v Cyprus Popular Bank κ.α., Πολ. Εφ. 242/22 ημερ. 18.9.2023, σύγκριση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας με τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οδηγεί στο ότι οι παράγοντες που ισχύουν για την άσκηση της κρίσης του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αιτήσεως για παροχή ασφάλειας εξόδων δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά. Ενώ αναφορά σε «ειδικές περιστάσεις» δεν υπάρχει στα Μέρη 26 και 41 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (σε αντίθεση με την Δ.35 Θ.2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), τα Δικαστήρια επιδιώκουν πλέον την υλοποίηση του Πρωταρχικού Σκοπού που προβλέπεται στο Μέρος 1 των Νέων Κανονισμών κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας τους παρέχεται από τους Κανονισμούς αλλά και κατά την ερμηνεία οποιουδήποτε Κανονισμού. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε διάταγμα με σκοπό την προαγωγή του Πρωταρχικού Σκοπού ως προβλέπεται στο Μέρος 3.1(μ). Δυνάμει του Μέρους 1.2(γ)(iv) το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να χειριστεί την υπόθεση με τρόπο αναλογικό προς τις οικονομικές συνθήκες κάθε διαδίκου.
Στην υπό εκδίκαση περίπτωση, όμως, η Εφεσείουσα είναι εταιρεία και άρα τυγχάνει εφαρμογής η ειδική πρόνοια του ’ρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Έξοδα σε αγωγές από ορισμένες εταιρείες
382. Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση».
Το πιο πάνω άρθρο παρέχει την ευχέρεια στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων με ταυτόχρονη αναστολή των διαδικασιών, όπου διαφαίνεται ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι εταιρεία δεν θα μπορεί να καταβάλει τα έξοδα (Genemp Trading Ltd v Λαϊκή Τράπεζα (2011) 1 Α.Α.Δ.1314, Λεωνίδας Κίμωνος ως Εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ω Χρ. Ιωάννου & Υιοι (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ.147 ). Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση G.K. Theonell Building & Construction Ltd v AIG Europe Ltd, Πολ. Εφ. 98/17 ημερ. 3.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A249:
«Το ζήτημα παροχής ασφάλειας εξόδων από διάδικο ο οποίος είναι εταιρεία ρυθμίζεται ειδικά από το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο πρέπει να αποτελεί την αφετηρία εξέτασης τέτοιων αιτήσεων όταν στρέφονται εναντίον εταιρειών...
Οι πρόνοιες του άρθρου 382 εξετάστηκαν πρόσφατα στην Y. Liasides Developers Ltd v. Mιχαήλ κ.α., Πολιτική Έφ. 123/2012, ημερ. 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Θα πρέπει, κατ΄αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.
Αναφορικά ΅ε φυσικά πρόσωπα, αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγ΅α για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται ΅έσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity». ’λλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 Α.Α.Δ.1653).
Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκει΅ένου περί εταιρειών περιορισ΅ένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτη΅α εξηγείται από τον Megarry V-C στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 ΑΙΙ ER 531, 532, ΅ε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[1], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού ΅ας Νό΅ου:
"In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs. The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs. The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action. There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies. Nor is it surprising that there should be such a rule. A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons. One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty."»
Η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 382, ερμηνευόμενη ως άνω, κατισχύει της διαδικαστικής ρύθμισης της Δ.35, κ.2 η οποία προϋποθέτει «ειδικές περιστάσεις» ώστε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας».
Στην υπό εκδίκαση Αίτηση η ίδια η Εφεσείουσα δηλώνει ανικανότητα καταβολής του ποσού, αλλά και ότι από την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του επίδικου ακινήτου είναι αδρανής. Επιπλέον δεν αμφισβητείται ότι δεν έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι των εξόδων που επιδικάστηκαν εναντίον της με την Πρωτόδικη Απόφαση. Τα πιο πάνω οδηγούν σε ενεργοποίηση των διατάξεων του ’ρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αφού η Εφεσείουσα φαίνεται να είναι εταιρεία που δεν είναι σε θέση να καλύψει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Όπως λέχθηκε στην Φάρμα Ρένος Χατζηιωάννου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν Ρένου Παντελή, Πολ. Εφ. 229/15 ημερ. 13.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A42 με αναφορά στο ’ρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου:
«...όταν αποδειχθεί η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει, συνήθως το Δικαστήριο εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα για παροχή ασφάλειας για έξοδα, εκτός αν καταλήξει ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσης του (βλ. F.K. & S. (VAROSIA) PROPERTIES LIMITED V. SIMON GEORGE PENNEY κ.α. (ανωτέρω)]».
Θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, όπως προβάλλεται τόσο στην Ένσταση όσο και στην αγόρευση του, είναι ότι μεγάλη οικονομική ζημιά έχει προκληθεί στην Εφεσείουσα από πράξεις της ίδιας της Αιτήτριας, με την εισήγηση ότι όπου η οικονομική αδυναμία της Εφεσείουσας οφείλεται στις ενέργειες της Αιτήτριας δεν πρέπει να διατάσσεται ασφάλεια εξόδων. H Νομολογία την οποία παραθέτει ο ευπαίδευτος συνήγορος, όμως, παραπέμπει σε πιο σοβαρές εκφάνσεις ενεργειών αιτητών, οι οποίες επηρεάζουν αυτήν καθ' εαυτήν την οικονομική κατάσταση της ίδιας της εταιρείας, και όχι απλώς στο γεγονός ότι η Αιτήτρια έχει πετύχει στην Πρωτόδικη διαδικασία και επιδικάστηκαν υπέρ της έξοδα όπως στην επίδικη περίπτωση.
Ενδεικτική των πιο πάνω είναι η απόφαση AMG Global Nominees (Private) Ltd v SMM Holdings Ltd (2006) EWHC 826 από την οποία παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα:
«I have come to the conclusion that the unusual circumstances of this case and, in particular, the fact that, effectively, the Defendant to the Pt 20 claim of ARL is the government of Zimbabwe for whom AMG is its nominee to acquire the shares in the Defendant companies, and the fact that that government has put into effect a process of reconstruction pursuant to the Act for that purpose which I have already described and taken other measures, which appear to have denied the access of ARL to its assets, namely its subsidiary companies and any dividends which those companies could pay, or any proceeds of sale of shares if those were sought to be sold to raise money to provide security, because of those, that this is a case where I think that the court cannot be satisfied that the making of an order for security would be just within CPR r 25.13(i)(a). There is plenty of authority for the proposition that an order for security for costs should not be made where it can be demonstrated that the apparent inability of the Claimant to meet an order for costs in the event of him losing the action, or to meet any order for costs which the court may make as an interim measure, is actually caused, or can be said reasonably to have been caused by the actions of the Defendant.
[19] Sub‑paragraph (6) in the notes to the White Book at 25.13.13, points to one of the considerations which the court is invited to take into account is whether the Claimants want of means have been brought about by any conduct by the Defendant I am satisfied that such a situation arises here because of the actions of the effective controller of AMG. It follows, therefore, that I decline to make the order for security for costs which AMG seek in this case».
Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια, στην ένσταση που η Εφεσείουσα καταχώρισε στο πλαίσιο της αίτησης για οικονομική εξέταση επικαλέστηκε ότι ήταν αδρανής από το 2009 και άρα δεν έχει συνδεθεί η αδυναμία της να καταβάλει το ποσό της ασφάλειας εξόδων με πράξεις της Αιτήτριας. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στα δεδομένα της υπό εξέταση υπόθεσης. Αντίθετη κατάληξη θα είχε ως αποτέλεσμα σημαντικό περιορισμό της εμβέλειας του ’ρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αφού όπου εφεσείουσα εταιρεία είχε αποτύχει στην πρωτόδικη διαδικασία θα μπορούσε να το επικαλείται, πράγμα που δεν συνάδει με τους σκοπούς του άρθρου.
Όσον αφορά στην επίκληση της καθυστέρησης στην υποβολή της υπό εκδίκαση Αίτησης, η εισήγηση θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τις λοιπές περιστάσεις της υπόθεσης. Η Πρωτόδικη Απόφαση όντως εξεδόθη στις 26.7.2019. Εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτή προωθήθηκε από μέρους της Εφεσείουσας αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της Πρωτόδικης Απόφασης μέχρι την εκδίκαση της παρούσας Έφεσης, στο πλαίσιο της οποίας η Εφεσείουσα δήλωνε προθυμία παροχής οποιασδήποτε εγγύησης. Το Διάταγμα αναστολής εξεδόθη την 26.7.2020 και, με την μη συμμόρφωση της Εφεσείουσας με τους όρους αυτού, ακολούθησε η καταχώριση αίτησης για οικονομική εξέταση της Εφεσείουσας από μέρους των Εφεσίβλητων. Στο πλαίσιο εκείνης της διαδικασίας ήταν που προβλήθηκε για πρώτη φορά από πλευράς Εφεσείουσας η θέση περί οικονομικής δυσπραγίας και η αίτηση οικονομικής εξέτασης αποσύρθηκε τελικώς στις 5.7.2022. Η υπό εκδίκαση Αίτηση καταχωρίστηκε μετά από 9 μήνες. Συνεπώς η καθυστέρηση δεν είναι τέτοια που να ανάγεται σε καταχρηστική συμπεριφορά. Επιπλέον δεν έχει τεθεί από πλευράς Εφεσείουσας οτιδήποτε που να δείχνει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς από τον χρόνο που παρήλθε.
Κατάληξη μας αποτελεί ότι θα πρέπει να εκδωθεί διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων από την Εφεσείουσα αναφορικά με τα έξοδα της Έφεσης. Στο σημείο αυτό τονίζουμε ότι ασφάλεια εξόδων μπορεί να διαταχθεί μόνο όσον αφορά στα έξοδα της Έφεσης και όχι στα ήδη επιδικασθέντα της Πρωτόδικης διαδικασίας έξοδα. Όπως επισημαίνεται και στην απόφαση K.K.New Extra Ltd ν ΡΙΚ, Πολ. Εφ. 218/16 ημερ. 19.1.2018:
«Προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας η σύγχυσης που μπορεί να δημιουργήσει η αναφορά στην τελευταία απόφαση σε «έξοδα που ήδη επιδικάστηκαν» που δυνατόν να εκληφθεί ότι η αίτηση στη βάση του άρθρου 382 καλύπτει και έξοδα άλλης ή άλλων διαδικασιών που έχουν ήδη επιδικαστεί, σημειώνουμε ότι το λεκτικό του άρθρου 382 δεν επιτρέπει διαφορετική ερμηνεία απ' εκείνη που μεταδίδει το ίδιο το κείμενο. Ότι δηλαδή εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου η εταιρεία είναι ενάγουσα σε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία και πιστεύεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν επιτύχει στην υπεράσπιση του. Τα έξοδα όμως για τα οποία επιχειρείται η παροχή ασφάλειας στη βάση του άρθρου αυτού αφορούν στη συγκεκριμένη διαδικασία στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε η αίτηση και σε καμιά περίπτωση σε ήδη επιδικασθέντα άλλης διαδικασίας, όπως της πρωτόδικης».
Έπεται πως το ποσό των 10.969,50 πλέον τόκους και Φ.Π.Α. που έχει προστεθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο εξόδων από την Αιτήτρια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στο ποσό για το οποίο ζητείται η παροχή ασφάλειας. Έχοντας υπόψη μας τα έξοδα που συνήθως επιδικάζονται σε Πολιτικές Εφέσεις θεωρούμε εύλογο όπως η ασφάλεια καθοριστεί στο ποσό των 5.000.
Κατά συνέπεια εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η Εφεσείουσα καταθέσει στον Πρωτοκολλητή Εφετείου μέσα σε 30 ημέρες από σήμερα ποσό 5.000 ως ασφάλεια για τα έξοδα της Εφεσίβλητης αρ. 1.
Εκδίδεται επίσης διάταγμα που αναστέλλει κάθε διαδικασία στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση αναφορικά με την Εφεσίβλητη αρ. 3 μέχρι κατάθεσης του πιο πάνω ποσού. Σε περίπτωση που η προθεσμία των 30 ημερών παρέλθει χωρίς την κατάθεση του ποσού της ασφάλειας εξόδων η Έφεση αναφορικά με την Εφεσίβλητη αρ. 3 θα θεωρείται απορριφθείσα.
Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης αρ. 3 και εναντίον της Εφεσείουσας έξοδα εκδίκασης της παρούσας Αίτησης 2.000.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.