ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 22/18)
24 Οκτωβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
FARMOKIPIKI LIMITED
Εφεσείουσα
ν.
1. Χρίστο Γεωργίου
2. Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Εφεσίβλητων
-----------------------------
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Α. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1.
Χ. Καστάνας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 2
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ: Ο εφεσίβλητος 1 («ο εφεσίβλητος») υπέβαλε αίτημα στο στάδιο της προδικασίας την 1.03.2023 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για απόρριψη της παρούσας έφεσης για τον λόγο ότι αυτή είναι προδήλως αβάσιμη. Κατόπιν σχετικών οδηγιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αμφότερες οι πλευρές καταχώρισαν περιγράμματα αγορεύσεων και διεξάχθηκε ακρόαση ενώπιον του Εφετείου ως προς το εν λόγω αίτημα.
Όπως έχει επανειλημμένα αποφασισθεί από το Εφετείο, στην ενώπιον του διαδικασία εφαρμόζονται οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (βλ. π.χ. ΜΑΡΙΑ ΡΑΦΑΕΛΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 207/2021, 206/2021, 6/9/2023 και YIANNOPLAST LIMITED, μέσω του Εκκαθαριστή της Χριστάκη Ιακωβίδη v. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 242/2022, 18/9/2023), οι οποίοι αναφορικά με το υπό εκδίκαση αίτημα προβλέπουν στο Μέρος 41.9:
«41.9. Διαγραφή ειδοποιήσεων έφεσης και παραμερισμός ή επιβολή όρων
(1) Το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα:
(α) να διαγράψει ειδοποίηση έφεσης εν όλω ή εν μέρει·
(β) να επιβάλει ή να διαφοροποιήσει όρους υπό τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση.
(2) Το Εφετείο ασκεί τις εξουσίες του, δυνάμει της παραγράφου (1) μόνο όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος να το πράξει και αφού ακούσει τον επηρεαζόμενο διάδικο.
(3) Υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης όταν αυτή κρίνεται απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς το σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης.»
Σημειώνεται ότι παρόμοια αντίστοιχη πρόνοια, περιλαμβάνεται στον Κανονισμό 10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 («ο Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996»).
Λόγω της ομοιότητας των δύο προνοιών, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τον Κανονισμό 10 (i) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 είναι βοηθητική για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσας διαδικασίας.
Στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ) v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), ΠΟΛΙΤΙΚΗ EΦΕΣΗ ΑΡ. E66/2020, 12/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:A2, λέχθηκαν τα εξής:
«.έφεση δυνατόν να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος .» Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν».
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο).
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και τις διατάξεις του Μέρους 41.8(1)(α) ανωτέρω, εξετάσαμε έκαστο λόγο έφεσης ξεχωριστά σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παρούσας υπόθεσης. Η έφεση στρέφεται εναντίον τελικής απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία εκδόθηκε απόφαση για αποζημίωση του εφεσίβλητου για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του από την εφεσείουσα βάσει του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/67) όπως αυτός τροποποιήθηκε, («ο Νόμος») λόγω του ότι ο τερματισμός δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη του συνόλου της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων των εφεσείοντων (καθ' ων η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία) χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ανάλυση ή αξιολόγηση της και την αποδοχή ολόκληρης της μαρτυρίας του αιτητή (εφεσίβλητου) χωρίς κανένα νομικό έρεισμα. Στην αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ελήφθη με μόνο κριτήριο την εξωτερική εντύπωση που οι μάρτυρες προκάλεσαν στο Δικαστήριο, χωρίς αυτό να προβεί σε αξιολόγηση του περιεχομένου της μαρτυρίας τους. Παρότι η αιτιολογία αυτή μακράν απέχει από την εκτενή ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το περιεχόμενο της μαρτυρίας, εντούτοις υποβάλλεται από την εφεσείουσα στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέδειξε «λεπτομέρειες και μικροαντιφάσεις», σε ουσιώδη θέματα, με αποτέλεσμα να του διαφύγει η συνολική εικόνα που αναδυόταν από τη μαρτυρία. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι έφεση κατά της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή, παρά μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της (βλ. ΝΙΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΛΕΩΝΙΔΑ v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΛΕΜΕΣΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 61/18, 26/9/2023). Για τους πιο πάνω λόγους, δεν θεωρούμε ότι είμαστε σε θέση από αυτό το στάδιο να κρίνουμε ότι ο παρών λόγος έφεσης δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Ούτε και βρίσκουμε οτιδήποτε σχετικά με αυτόν που να δεικνύει ότι υπάρχει κάποιος από τους άλλους επιτακτικούς λόγους απόρριψης όπως προβλέπεται στο Μέρος 41.9.(3).
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι ο ισχυριζόμενος κύκλος εργασιών της εφεσείουσας αναφέρθηκε για πρώτη φορά κατά την ακροαματική διαδικασία και ότι λανθασμένα έκρινε ότι αυτό αποτελούσε δικονομικό εμπόδιο στην εξέταση του με αποτέλεσμα την απόρριψη του.
Παρατηρούμε ότι αντίθετα με τα όσα αναφέρονται σε αυτόν τον λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία με σχετικές μάλιστα αναφορές τόσο στην προφορική μαρτυρία όσο και σε τεκμήριο, πριν καταλήξει ότι κανένα στοιχείο δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να τεκμηριώνει πειστικά τον περιορισμό του όγκου εργασιών της εφεσείουσας «στα πλαίσια του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής δραστηριότητας της». Συγκεκριμένα, έλαβε υπόψη την ενώπιον του μαρτυρία αναφορικά με την ουσιαστική μείωση αγορών εργοληπτικών μηχανημάτων από προμηθευτές του εξωτερικού, αλλά και το ότι η εφεσίβλητη δεν ασχολείτο αποκλειστικώς με την εισαγωγή και πώληση εργοληπτικών μηχανημάτων. Επεσήμανε ότι σύμφωνα με την ενώπιον του μαρτυρία η εφεσείουσα ήταν αποκλειστική αντιπρόσωπος στην Κύπρο μηχανημάτων καθαρισμού, για τα οποία δεν τέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύουν τον κύκλο εργασιών τους. Επισημαίνουμε επίσης, ότι η εξέταση των ενώπιον του στοιχείων σε συσχέτιση με ρητή αναφορά του «στα πλαίσια του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής δραστηριότητας της» βρίσκει έρεισμα στην ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου του Νόμου από τη νομολογία (βλ. Α. Ιάσωνος Λτδ. ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.»).
Παρατηρούμε όμως παράλληλα ότι αν και με τον δεύτερο λόγο έφεσης δίδεται κατ' αρχάς έμφαση στην ισχυριζόμενη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε δικονομικό εμπόδιο ως προς την «εξέταση» του ζητήματος του κύκλου εργασιών, στη συνέχεια διατυπώνεται σε αυτόν τον λόγο έφεσης και μια γενική αναφορά στο ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη καθώς είναι ενάντια στα δικόγραφα, στη δοθείσα μαρτυρία και στα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα. Η εν λόγω γενική αναφορά εξειδικεύεται στην αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης, όπου προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι η άρνηση του Δικαστηρίου «να εξετάσει ή/όπως αποδεχτεί» την κήρυξη του εφεσίβλητου ως πλεονάζων είναι λανθασμένη και αντίθετη με τη μαρτυρία. Διαπιστώνουμε δηλαδή ότι τίθεται διαζευκτικά και θέμα λανθασμένης κατάληξης σε σχέση με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας, και ως εκ τούτου ο παρών λόγος έφεσης δεν μπορεί να κριθεί από αυτό το στάδιο ως προδήλως αβάσιμος. Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε σχετικά με την κατάληξή μας για τον πρώτο λόγο έφεσης ως προς την εφαρμογή της σχετικής δικονομικής πρόνοιας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάληξή του ότι η εφεσείουσα δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε μορφή εκσυγχρονισμού ή αναδιοργάνωσης ώστε να δικαιολογείται ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσίβλητου λόγω των μειωμένων απαιτήσεων της επιχείρησης.
Για κατανόηση του ζητήματος που εγείρεται σημειώνουμε ότι βάσει του Άρθρου 18(γ) (i) και (ii) του Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόληση του τερματίσθηκε, ένεκα «εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιασδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμόν των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων ή αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων».
Με τη σχετική αιτιολογία γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη μαρτυρία και τίθεται ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω μαρτυρία θα έπρεπε να οδηγήσει στην αντίθετη κατάληξη του Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης και κρίνουμε ότι ο παρών λόγος έφεσης δεν μπορεί να κριθεί από αυτό το στάδιο ως προδήλως αβάσιμος.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν διευθυντικό στέλεχος της εφεσείουσας. Δεδομένης της αναφοράς σε συγκεκριμένη μαρτυρία στην αιτιολογία του λόγου αυτού, επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέραμε σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης και κρίνουμε ότι ο παρών λόγος έφεσης δεν μπορεί να κριθεί από αυτό το στάδιο ως προδήλως αβάσιμος.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε συγκεκριμένο τεκμήριο φαινόταν να είχε διαγραφεί ο τίτλος του εφεσίβλητου ως Τεχνικός Διευθυντής Πωλήσεων και να αναγράφηκε αντί αυτού ο τίτλος του Τεχνικού Πωλήσεων. Με τη σχετική αιτιολογία τίθεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας στο πιο πάνω συμπέρασμα ενήργησε ως εμπειρογνώμονας - γραφολόγος και αποφάσισε περί της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου. Παρατηρούμε ότι από την πρωτόδικη απόφαση δεν διαπιστώνεται με σαφήνεια πού βασίσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στις περιστάσεις της διαγραφής του τίτλου του εφεσίβλητου και της αναγραφής του νέου τίτλου του εφεσίβλητου. Θεωρούμε ότι από το στάδιο αυτό δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε ότι ο παρών λόγος έφεσης είναι προδήλως αβάσιμος.
Όπως αναλύουμε πιο πάνω, το αίτημα του εφεσίβλητου για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης ως προδήλως αβάσιμη δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.