ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 198/2020)

 

19 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΤΟΥΜΑΖΗ, ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΠΕΤΡΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

                                                                                                         Εφεσείουσα,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2.  ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

 

                                                                                                         Εφεσίβλητης.

--------------------

 

 Λ. Γιουσελή (κα), για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε για Εφεσείουσα.

 Ε. Καρακάννα (κα),  Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας , για  Γενικό  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Μετά από προβληματισμό των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (εφεξής «οι Υπηρεσίες») για το κατά πόσο η Εφεσείουσα/Αιτήτρια όντως δικαιούτο το δημόσιο βοήθημα το οποίο της κατεβάλλετο, οι Υπηρεσίες εξασφάλισαν την συγκατάθεσή της ώστε ακίνητη περιουσία της να τεθεί υπό απαγόρευση πώλησης, ως εξασφάλιση της εκ του Δημοσίου επανάκτησης του δημοσίου βοηθήματος το οποίο αυτή λάμβανε.

 

     Εν συνεχεία, με επιστολές της ημερ. 23.4.2018 και 22.2.2019, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια ζήτησε όπως οι Υπηρεσίες αποδεσμεύσουν τα δύο σχετικά ακίνητά της, επιβεβαιώνοντας την 7.10.2019 (μέσω του δικηγόρου της) ότι θα ανταποκρίνονταν στην προϋπόθεση την οποία της έθεταν οι Υπηρεσίες (με επιστολές τους ημερ. 28.2.2019 και 28.3.2019, αντίστοιχα), όπως τους επιστρέψει το ποσό των [.] ευρώ το οποίο είχε λάβει ως δημόσιο βοήθημα από την 1.1.2006 και μέχρι τερματισμού του δημοσίου βοηθήματος.

 

     Ενόψει τούτου, οι Υπηρεσίες ενημέρωσαν (περί την 9.10.2019) ότι δέχονταν να αποδεσμεύσουν την ακίνητη περιουσία της, επαναλαμβάνοντας την ίδια άνω προϋπόθεση,  αυξάνοντας μάλιστα το διεκδικούμενο ποσό σε [.] ευρώ.

 

     Ακολούθησε η πώληση της ακίνητης περιουσίας, με το αντίτιμο της οποίας η Εφεσείουσα/Αιτήτρια εξόφλησε περί την 11.10.2019 το άνω ποσό προς τις Υπηρεσίες (καθώς και άλλες οφειλές της), παραμένοντας με το ποσό των [.] ευρώ στη διάθεσή της.

 

     Ενόψει τούτου, οι Υπηρεσίες (με επιστολή τους ημερ. 16.10.2019) την ενημέρωσαν ότι από 1.10.2019 είχαν διακόψει την παροχή μηνιαίου δημοσίου βοηθήματος προς την ίδια, διότι πλέον κατείχε αποταμιεύσεις πέραν του ορίου που καθόριζε το Άρθρο 9(1)(δ) των περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006-2013 (εφεξής «ο Νόμος 95(I) του 2006»). 

 

     Με επιστολή του ημερ. 14.10.2019 προς τις Υπηρεσίες, ο δικηγόρος της Εφεσείουσας/Αιτήτριας ζήτησε την επιστροφή του ποσού των [.] ευρώ, με το επιχείρημα ότι τα χρόνια ιατρικά της προβλήματα δεν της επέτρεπαν να έχει άλλους πόρους αυτοσυντήρησης.

 

     Οι Υπηρεσίες, με επιστολή τους ημερ. 22.11.2019, απήντησαν στον δικηγόρο της Εφεσείουσας/Αιτήτριας ότι οι ενέργειες αποδέσμευσης της ακίνητης περιουσίας της έγιναν μετά από δική της αίτηση και με την σύμφωνη γνώμη της και ότι για να αποδεσμευτεί αυτή η ακίνητη περιουσία, όφειλε να επιστρέψει το ποσό δημοσίου βοηθήματος που είχε λάβει, ως εκ τούτου, η Διοίκηση ενήργησε σύννομα και δεν προέκυπτε ανάγκη για οποιεσδήποτε περαιτέρω ενέργειες από πλευράς της.

     Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια προσέβαλε τη νομιμότητα αμφότερων των διοικητικών επιστολών ημερ. 16.10.2019 και 22.11.2019, αντίστοιχα, με την ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Προσφυγή Αρ. 101/2020 η οποία απορρίφθηκε, εξ ου και η Εφεσείουσα/Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα έφεση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης. 

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

     Κατά την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 101/2020 στην έκταση που προσέβαλλε την επιστολή ημερ. 22.11.2019 των Υπηρεσιών, επειδή την έκρινε εσφαλμένα ως μη εκτελεστή διοικητική πράξη και, συνεπώς, ως ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, με το εσφαλμένο σκεπτικό ότι-

 

 (α) η άνω επιστολή ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα ή, εναλλακτικά, βεβαιωτική της επιστολής ημερ. 28.2.2019 των Υπηρεσιών με την οποίαν δήλωσαν ότι θα αποδέχοντο την αποδέσμευση της ακίνητης περιουσίας της Εφεσείουσας/Αιτήτριας υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα τους εξοφλούσε το ποσό του δημοσίου βοηθήματος που είχε λάβει κατά την περίοδο 1.1.2006 - 28.2.2019, και

 

(β) η Εφεσείουσα/Αιτήτρια στερείτο έννομου συμφέροντος να προσβάλει την απαίτηση των Υπηρεσιών όπως εξοφλήσει το χορηγηθέν σε αυτήν άνω δημόσιο βοήθημα, διότι είχε συναινέσει σε αυτή την απαίτηση με το να προβεί σε εξόφληση του ποσού.

 

     Έχοντας δεόντως εξετάσει τον πρώτο λόγο έφεσης, τον κρίνουμε ως αβάσιμο και απορριπτέο, για τους ακόλουθους λόγους:

 

     Ως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσβαλλόμενη επιστολή ημερ. 22.11.2019 των Υπηρεσιών δεν ήταν εκτελεστή, καθότι δήλωνε την εμμονή των Υπηρεσιών ως προς την απαίτηση τους για την εκ της Εφεσείουσας/Αιτήτριας εξόφληση συγκεκριμένου ποσού δημόσιου βοηθήματος που της είχε χορηγηθεί. Ως προς τούτο, ενώ είχε το βάρος απόδειξης των λόγων έφεσής της, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια δε μας έχει παραπέμψει σε ενδεχόμενο νέο στοιχείο το οποίο να έχει προσμετρηθεί από τις Υπηρεσίες κατά την έκδοση της απόφασής τους ημερ. 22.11.2019, ώστε να πειστούμε ότι πρόκειται για τη νέα εκτελεστή διοικητική πράξη επί του θέματος η οποία απορρόφησε την παλαιότερη ημερ. 28.2.2019 και η οποία συνεπώς είναι πλέον η μόνη προσβλητέα βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

      Ακόμα όμως και αν η απόφαση ημερ. 22.11.2019 των Υπηρεσιών συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, και πάλι θα ήταν απορριπτέα η προσφυγή κατ' αυτής, λόγω της απουσίας έννομου συμφέροντος από πλευράς της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, ως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

     Στο ενώπιόν μας περίγραμμα της γραπτής αγόρευσής της, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια διατείνεται ότι είχε έννομο συμφέρον διότι η (μεταξύ του δικηγόρου της και των Υπηρεσιών) αλληλογραφία δείχνει πως ουδέποτε απεμπόλησε το δικαίωμά της να διεκδικήσει το ποσό των [.] ευρώ το οποίο είχε καταβάλει στις Υπηρεσίες ως εξόφληση δημοσίου βοηθήματος που της είχε καταβληθεί.

 

     Με κάθε σεβασμό, μία τέτοια γενική αναφορά (σε αλληλογραφία μεταξύ των αντίδικων), χωρίς να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε στοιχεία επισυνημμένα στην πρωτόδικη ένσταση της Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η Αίτηση ή αρχειοθετημένα στον οικείο διοικητικό φάκελο,  δεν επαρκεί για να αποσείσει το βάρος που βαραίνει την Εφεσείουσα/Αιτήτρια προς απόδειξη του λόγου έφεσής της. Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια αναφέρεται στο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 7.10.2019 του δικηγόρου της προς τις Υπηρεσίες το οποίο επιβεβαιώνει την από πλευράς της επιστροφή του επίμαχου ποσού «Άνευ Bλάβης της διεκδικησης [sic] της πελατιδας [sic] της επιστροφής του ποσού», εκτιμούμε ότι αυτή η αναφορά δεν επαρκεί για να ανατρέψει την αποστέρηση του έννομου συμφέροντος η οποία επήλθε με την ενέργεια της να αποδώσει στις Υπηρεσίες το ποσό το οποίο απαιτούσαν από αυτή, ως εκπλήρωση προϋπόθεσης που της έθεσαν προς ικανοποίηση δικού της αιτήματος. Αυτό, διότι μια τέτοια (άνευ βλάβης) δήλωση του διοικούμενου, η οποία συναρτάται με ενέργειά του, δεν δημιουργεί δικαίωμα (εν προκειμένω, απαίτησης του καταβληθέντος ποσού) εκεί που δεν υπάρχει (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 102/2012 Κατσουρή ν. Κ.Ο.Τ., απόφαση ημερ. 31.10.2018).

 

     Συναφώς, υπομνύεται ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια οικειοθελώς δέχτηκε να επιβαρυνθεί η ακίνητη ιδιοκτησία της με απαγόρευση πώλησης υπέρ του Δημοσίου και, εν συνεχεία, όχι μόνο αποδέχτηκε αλλά και εκπλήρωσε την εκ του Δημοσίου τιθέμενη προϋπόθεση όπως του καταβάλει το επίδικο ποσό ώστε να της επιτρέψει να πωλήσει τα ακίνητα. Οπότε, δεν νοείται -μετά την εκμαίευση της συγκατάθεσης του Δημοσίου- να επιδιώκει κατ' ουσία την αναίρεση της προϋπόθεσης, η οποία ήταν το υπόβαθρο για την εξασφάλιση αυτής της συγκατάθεσης.      

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

 

     Κατά την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, παράνομα οι Υπηρεσίες, με την επιστολή τους ημερ. 16.10.2019, τερμάτισαν την υπέρ της παροχή δημόσιου βοηθήματος και, συνεπώς, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι -λόγω των αποταμιεύσεων της Εφεσείουσας/Αιτήτριας μετά την πώληση των ακινήτων της- αυτή πλέον δεν πληρούσε τα σχετικά Άρθρα 3(1) και (10) και 9(1)(δ) του Νόμου 95(I) του 2006.

 

     Η επιστολή ημερ. 16.10.2020 ρητά αναφέρει ότι οι Υπηρεσίες διέκοψαν το δημόσιο βοήθημα επειδή η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, μετά την πώληση της ακίνητης περιουσίας της, κατείχε αποταμιεύσεις πέραν του ορίου που καθορίζει το Άρθρο 9(1)(δ) του Νόμου 95(I) του 2006.

 

      Έχοντας εξετάσει δεόντως τον δεύτερο λόγο έφεσης, τον κρίνουμε ως αβάσιμο και απορριπτέο, για τους ακόλουθους λόγους:

 

     Αν τα Άρθρα 3(1) και (10) και 9(1)(δ) (των οποίων τις προϋποθέσεις η Εφεσείουσα/Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι πληροί) ιδωθούν συνδυαστικά, προδήλως δεν νομιμοποιούν την Εφεσείουσα/Αιτήτρια να είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος, ενόψει των αποταμιεύσεων της ύψους [.] ευρώ, οπότε η απόφαση ημερ. 16.10.2019 συνιστά ορθή εφαρμογή του Νόμου 95(I) του 2006 και συνεπώς είναι νόμιμη, με αποτέλεσμα ο δεύτερος λόγος έφεσης (ως διατυπώνεται) να αποδεικνύεται αίολος.

 

     Συγκεκριμένα το εδάφιο (1) του Άρθρου 3 υποχρεώνει τις Υπηρεσίες να παρέχουν δημόσιο βοήθημα σε πολίτη της Δημοκρατίας του οποίου το εισόδημα και οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των βασικών  και ειδικών αναγκών του, ενώ το εδάφιο (10)(στ) απαγορεύει την παροχή τέτοιου βοηθήματος αν ο αιτητής κατέχει κινητή ή ακίνητη περιουσία την οποία παραλείπει να αναπτύξει ή εκμεταλλευτεί με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά του ή να βελτιώσει τους οικονομικούς του πόρους ή να τον καταστήσει αυτοσυντήρητο. Τέλος το Άρθρο 9(1)(δ) απαγορεύει στις Υπηρεσίες να λάβουν υπόψη (προφανώς, όταν εφαρμόζουν το Άρθρο 3) αποταμιεύσεις του αιτητή πέραν του ποσού των 2.000 λιρών Κύπρου. Συνάγεται ότι οι αποταμιεύσεις της Εφεσείουσας/Αιτήτριας ύψους [.] ευρώ (μείον το ποσό των 2.000 λιρών Κύπρου κατ' επιταγήν του Άρθρου 9(1)(δ)), την καθιστούσαν, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης ημερ. 16.10.2019, μη δικαιούχο δημόσιου βοηθήματος καθότι δεν πληρούσε την προϋπόθεση του Άρθρου 3(1), ενώ ενέπιπτε στην απαγόρευση του Άρθρου 3(10)(στ).   

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

 

     Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επικυρώνεται, αφενός, η νομιμότητα των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων και, αφετέρου, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 19.11.2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

     Επιδικάζουμε, υπέρ της Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η Αίτηση και κατά της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, υπό τις περιστάσεις, το ποσό των 1500 ευρώ ως έξοδα κατ' έφεση.

 

 

                                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

                                                             Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                              Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο