ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 174/2022)

 

31 Οκτωβρίου 2023

 

[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Πρ.), Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/στες]

 

ΚΩΣΤΑ ΝΕΟΚΛΗ

        Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-----------------------------------------

 

Κ. Ανδρέου, για Εφεσείοντα

Θ. Παπανικολάου για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων Παρών

 

      ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.Ε.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.Ε.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις κατηγορίες της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές, της ανησυχίας και της δημόσιας εξύβρισης. Με δώδεκα λόγους έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη του, όσο και την ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε και στις τρεις κατηγορίες.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:

 

      «Στις 4.5.2022 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας η αγωγή 369/22 με ενάγοντες τους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 και εναγόμενο τον Κ. Ακολούθως καταχωρήθηκε στις 5.5.2022 μονομερής αίτηση με βάση την οποία εκδόθηκε το διάταγμα εναντίον του Κ. Το διάταγμα επιδόθηκε με ιδιώτη επιδότη τον Μ.Κ. 4 στις 11.5.2022 στον Κ. Συγκεκριμένα, ο επιδότης άφησε το διάταγμα στην παρουσία του Κ o οποίος αρνήθηκε να υπογράψει, αφού προηγουμένως του εξήγησε το τι αφορούσε. Μετά την επίδοση στον Κ του διατάγματος, με τη συνοδεία της Αστυνομίας αφαίρεσε κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα από το σπίτι και έφυγε από την οικία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3. Στις 9.6.2022, περίπου γύρω στις 22:20, ο Κ μετέβηκε στην οικία των γονέων του και κάθισε στο εξωτερικό μέρος της αυλής. Ενώ βρισκόταν εκεί, φώναζε και αναφέρθηκε στον Μ.Κ.2 ως «πεζεβέγκη». Ακολούθως ο Κ εισήλθε εντός της οικίας όπου και εντοπίστηκε από την Αστυνομία που μετέβηκε στο μέρος».   

 

      Ο κατηγορούμενος, είναι όπως φαίνεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, γιος των ΜΚ2 και ΜΚ3.

 

      Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι η ΜΚ1 επανακλητεύθηκε ως ΜΥ1. Ισχυρίζεται ακόμη ότι είναι ανεπίτρεπτο διαδικαστικά ένας μάρτυρας να καταθέτει και ως μάρτυρας κατηγορίας και ως μάρτυρας υπεράσπισης και να αντεξετάζεται από αμφότερες τις πλευρές.  Η παρέκκλιση αυτή του Δικαστηρίου, όπως περαιτέρω ισχυρίζεται, όχι μόνο ξέφυγε από τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης, αλλά αγγίζει τα όρια της κακοδικίας.

 

      Το ζήτημα σε σχέση με τη ΜΚ1 προέκυψε μετά την κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία και την άρνηση της κατηγόρου κας Κουμπαρή να αποδεχθεί την εισήγηση του κ. Ανδρέου όπως δηλωθεί από κοινού ότι το μόνο έγγραφο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ήταν το επίδικο Διάταγμα χωρίς να συνοδεύεται από τη μονομερή αίτηση και την ένορκη δήλωση στη βάση των οποίων εκδόθηκε.

 

      Στις σελίδες 41 έως 44 των πρακτικών παρατίθεται η συζήτηση μεταξύ του Δικαστηρίου και του κ. Ανδρέου για το ζήτημα, η οποία καταλήγει ως ακολούθως σε σχέση με τη ΜΚ1.   

 

      «Δικαστήριο: Ήταν εδώ, άκουσε τη μαρτυρία. Θέλετε να την κλητεύσετε ως Υπεράσπιση να μας δώσει πληροφορίες τώρα; Νομίζω ότι θέλει κάποιο χρόνο. Θέλετε να την ρωτήσετε;

 

        κ. Ανδρέου: Να μου δώσετε 10 λεπτά παρακαλώ.

 

        Δικαστήριο: Ναι, βεβαίως.  Ενημερώστε με όταν θα είστε έτοιμοι».

      Ακολουθεί διάλειμμα και στη συνέχεια ο κ. Ανδρέου καλεί την ΜΚ1 ως ΜΥ1, η οποία εξετάζεται από τον κ. Ανδρέου και αντεξετάζεται από την κας Κουμπαρή.

 

      Στο βιβλίο «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, στη σελίδα 638 αναφέρονται τα εξής για το ζήτημα: 

 

        «Αν ένας μάρτυρας σε ποινική υπόθεση καταθέσει ως μάρτυς κατηγορίας, δεν είναι δεχτό να κληθεί και ως μάρτυς Υπεράσπισης στην ίδια υπόθεση. Μπορεί όμως να επανακληθεί με άδεια του Δικαστηρίου για σκοπούς περαιτέρω αντεξέτασης».

 

      Στη σελίδα 735 του ίδιου βιβλίου, κάτω από τον τίτλο «Επανάκληση Μαρτύρων σε Ποινικές Υποθέσεις» αναφέρεται επίσης ότι:

 

        «Επανάκληση μάρτυρα μπορεί να επιτραπεί όταν η μαρτυρία που παραλείφθηκε να παρουσιαστεί είναι τυπική ή όταν το θέμα εγείρεται απρόβλεπτα (ex improviso). Η επανάκληση μάρτυρα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου».

 

      Σύμφωνα επίσης με το Άρθρο 54 του Κεφ. 155:

 

      «Το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας δύναται να καλέσει οποιοδήποτε πρόσωπο ως μάρτυρα ή να επανακαλέσει και εξετάσει περαιτέρω οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ήδη εξεταστεί και το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει ή επανακαλέσει και εξετάσει περαιτέρω οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο αν η μαρτυρία του φαίνεται στο Δικαστήριο ότι είναι ουσιώδης για την δίκαιη κρίση της υπόθεσης».

 

      Είμαστε της άποψης ότι τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία όπως παραθέτουμε πιο πάνω δεν εμπίπτουν σε καμία από τις αναφερόμενες περιπτώσεις επανάκλησης μάρτυρα.  

 

      Δεν υπήρξε αίτημα επανάκλησης της ΜΚ1 ώστε να αποφασίσει το Δικαστήριο αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για επανάκληση της (ο κ. Ανδρέου είχε αντεξετάσει τη μάρτυρα για την επίδοση του διατάγματος στον εφεσείοντα) και τη μάρτυρα δεν την κάλεσε το Δικαστήριο στο πλαίσιο του Άρθρου 54.

 

      Η ΜΚ1 κλήθηκε από τον κ. Ανδρέου αφού αποδέχθηκε ουσιαστικά την εισήγηση του Δικαστηρίου, όπως φαίνεται από το πιο πάνω απόσπασμα των πρακτικών. Το δε Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε να εξεταστεί η μάρτυρας ως μάρτυρας υπεράσπισης από τον κ. Ανδρέου, και να αντεξεταστεί από την κας Κουμπαρή, καταλήγοντας σε μία διαδικαστική αντικανονικότητα (procedural irregularity).  

 

      Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι κατά πόσον αυτή η διαδικαστική αντικανονικότητα είναι τόσο ουσιαστική για τα δικαιώματα του  εφεσείοντος, ούτως ώστε να καθιστά την καταδίκη του ακροσφαλή (βλ. Archbold 2021, παρ. 7‑101).

 

      Έχουμε την άποψη ότι η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική. Η μάρτυρας ουσιαστικά διευκρίνισε αυτό που ο κ. Ανδρέου ζητούσε από την κα Κουμπαρή να δηλωθεί από κοινού και η κα Κουμπαρή είχε αρνηθεί.

 

      Δεν εντοπίζουμε στη διαδικασία οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος. Το αντίθετο θα λέγαμε. Δεν δικαιολογείται συνεπώς να ισχυρίζεται ότι η διαδικασία όχι μόνο ξέφυγε από τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης αλλά αγγίζει τα όρια της κακοδικίας.  Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

      Οι λόγοι δύο, τρία, τέσσερα και πέντε της έφεσης αφορούν το ζήτημα της μη επίδοσης στον εφεσείοντα της μονομερούς αίτησης και της ένορκης δήλωσης κατά την επίδοση του Διατάγματος και για το λόγο αυτό θα εξεταστούν ταυτόχρονα.

 

      Είναι γεγονός ότι στην αγόρευση του κ. Ανδρέου ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν εντοπίσαμε αναφορά του ότι η μη επίδοση της μονομερούς αίτησης και της ένορκης δήλωσης μαζί με το επίδικο Διάταγμα καθιστούν το Διάταγμα επί της ουσίας άκυρο, όπως αναφέρεται στη σελίδα 20 της Πρωτόδικης Απόφασης. 

 

      Η μη επίδοση της αίτησης και της ένορκης δήλωσης ταυτόχρονα με το Διάταγμα σύμφωνα με τη Δ.48 θ. 13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αφορά την επίδοση του Διατάγματος η οποία δύναται να παραμεριστεί αλλά δεν επηρεάζει την ισχύ του.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της επίδοσης του Διατάγματος και ακολούθως, με αναφορά τόσο στη Δ.42Α θ.2 των Θεσμών Πολιτικής, Δικονομίας που αφορά την οπισθογράφηση του Διατάγματος όσο και στην απόφαση Police v. Kyriakides (1988) 1 C.L.R. 172, κατέληξε ότι:

 

      «Τέτοια απαίτηση στις ποινικές υποθέσεις δεν υπάρχει αφού δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε γενική πρόνοια είτε στο Κεφ. 155 είτε στους σχετικούς διαδικαστικούς κανονισμούς που να καθιστά την επίδοση ενός τέτοιου διατάγματος ως προαπαιτούμενο για την καταχώρηση υπόθεσης με αντικείμενο κατηγορία για παρακοή διατάγματος».

 

      Αυτό είναι ορθό, όπως αναφέρθηκε και στην Kyriakides (πιο πάνω), υπό τον όρον όμως ότι ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την έκδοση ενός διατάγματος και έλαβε γνώση για το περιεχόμενο του. Εάν, όπως στα γεγονότα της παρούσας έφεσης, το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς και στην απουσία του εφεσείοντος τότε ήταν απαραίτητο να λάβει γνώση για την ύπαρξη του και ο πλέον ασφαλής τρόπος ότι αυτό θα επιτυγχάνετο ήταν η επίδοση στον ίδιο του Διατάγματος.

 

      Η ποινική διαδικασία δεν ρυθμίζεται από το Άρθρο 42 του Ν.14/1960, το οποίο στρέφεται εναντίον της παρακοής διατάγματος το οποίο εξέδωσε το ίδιο το Δικαστήριο για εξαναγκασμό προς υπακοή στο διάταγμα του, αλλά από το Άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, που στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε απειθεί σε διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή, εκδοθείσα από οποιοδήποτε Δικαστήριο. 

 

      Στην Θεοφάνους Ελισάβετ v. CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.ά. (2009) 2 Α.Α.Δ. 634 στη σελ. 7, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

      «Η λειτουργία του άρθρου 42 τείνει καθαρά προς αποκατάσταση και γίνεται επ' ωφέλεια του παραπονούμενου.  Η ποινική καταφρόνηση έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και σκοπό έχει την αναστύλωση του κύρους και της εξουσίας του δικαστηρίου».

 

      Η επίδοση στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας έχει σκοπό να λάβει γνώση το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται το διάταγμα τόσο για την ύπαρξη του όσο και για το περιεχόμενο του, και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε η Δ.48 θ.13 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία αφορά παράβαση διατάγματος σε αστική διαδικασία ούτε η Δ.42Α όπως υποστηρίζει ο κ. Ανδρέου.  Ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία η επίδοση μαζί με το Διάταγμα της αίτησης και της ένορκης δήλωσης στη βάση των οποίων το Διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς.  Ακολούθως οι λόγοι δύο, τρία, τέσσερα και πέντε της έφεσης δεν είναι βάσιμοι και απορρίπτονται.

 

      Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι αποδείχθηκε το αδίκημα της ανησυχίας (δεύτερη κατηγορία).  Ο κ. Παπανικολάου εκ μέρους της εφεσίβλητης ορθά δεν υποστήριξε την καταδίκη του εφεσείοντος στη κατηγορία αυτή.

 

      Το Άρθρο 95 του Ποινικού Κώδικα στο οποίο στηρίζεται η δεύτερη κατηγορία αναφέρει τα εξής:

 

      «Όποιος χωρίς εύλογη αιτία προκαλεί θόρυβο ή ταραχή σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών μηνών».

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με την έννοια του «δημόσιου χώρου», (που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο του αδικήματος), τόσο από το ερμηνευτικό Άρθρο 4 του Κεφ. 154 όσο και από την υπόθεση Ιωάννου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 493 εντούτοις προχώρησε στη συνέχεια σε μια δική του ερμηνεία και κατάληξη ότι ικανοποιείται η έννοια του δημόσιου χώρου που δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

      Είναι εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο εφεσείων στις 9/6/2022 μετέβηκε στην οικία των γονέων του και κάθισε στο εξωτερικό μέρος της αυλής. Ενώ βρισκόταν εκεί φώναζε ...» και καταλήγει, διαπράττοντας σφάλμα αρχής, ότι οι φωνές του εφεσείοντα που «ξεσήκωσαν την γειτονιά» ήταν το κυρίαρχο στοιχείο του αδικήματος επειδή «το άρθρο 95 αποσκοπεί στην εξασφάλιση της ηρεμίας των περιοίκων και στην διατήρηση της ειρήνης», παραγνωρίζοντας όμως την απαίτηση του Άρθρου 95 όπως το αδίκημα διαπράττεται σε «δημόσιο χώρο».

 

      «Δημόσιος χώρος» σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Κεφ. 154 περιλαμβάνει:

 

      «δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση».

 

      Στην πραγματικότητα το Άρθρο 95 ποινικοποιεί τον θόρυβο και την ταραχή όταν αυτά διενεργούνται σε δημόσιο χώρο ("..creates a noise or uproar in a public place .."). Σχετικές είναι οι υποθέσεις Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1, Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 377, Χατζηγεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 319/18, ημερ. 20/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B480. Πρόκειται για ξεχωριστό συστατικό στοιχείο του αδικήματος, το οποίο, παρότι σε προηγούμενο στάδιο το είχε αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ως τέτοιο, εντούτοις αργότερα, λόγω και της συνεξέτασης αυτού του αδικήματος με εκείνο της εξύβρισης, δεν εξέτασε χωριστά και δεν απέδωσε την πρέπουσα σημασία.  Ιδιαίτερα σε συνάρτηση με το προηγηθέν εύρημα ότι τα διαδραματισθέντα είχαν λάβει χώραν στην αυλή των Παραπονουμένων. Η τυχόν διατάραξη της ηρεμίας των περιοίκων ή της ειρήνης ή το «ξεσήκωμα» της γειτονιάς δεν εξυπακούουν βέβαια ότι η διάπραξη του αδικήματος έγινε σε δημόσιο χώρο.

 

      Ως εκ τούτου ο λόγος αυτός της έφεσης επιτυγχάνει και στη δεύτερη κατηγορία ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.  Κατά συνέπεια δεν θα εξετάσουμε ούτε τον λόγο έντεκα της έφεσης που αφορά την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην κατηγορία αυτή και η ποινή φυλάκισης των είκοσι ημερών που του  επιβλήθηκε παραμερίζεται. 

 

      Όσον αφορά τους λόγους έφεσης επτά και οκτώ είναι προφανές πως συμπλέκονται και ως εκ τούτου ενδείκνυται η εξέταση τους από κοινού.

 

      Ισχυρίζεται ο εφεσείων με τον λόγο επτά της έφεσης ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι αποδείχθηκε το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης (τρίτη κατηγορία) αφού, όπως μεταξύ άλλων αναφέρει στην αιτιολογία του λόγου αυτού, δεν υπήρξε ίχνος μαρτυρίας για την τοποθεσία της κατοικίας και της γειτονιάς και κατά πόσο η αναφορά σε γειτονιά ήτο σε δημόσιο χώρο ή εάν η κατοικία βρίσκεται σε συγκρότημα κατοικιών ιδιωτικού τεμαχίου ή ακόμα σε περιοχή με ιδιωτικά τεμάχια γης. Θα πρέπει εν πρώτοις να σημειώσουμε πως οι πιο πάνω αναφορές του δεν τέθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως φαίνεται μέσα από την αγόρευση του κ. Ανδρέου.

 

      Με τον λόγο οκτώ της έφεσης ο οποίος συνδέεται και με αναφορές στην αιτιολογία του λόγου επτά ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιορίζει και δεν προβαίνει σε εύρημα εάν επρόκειτο για δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο η κατοικία και ή αυλή της κατοικίας των ΜΚ2 και ΜΚ3 και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την έννοια του δημόσιου χώρου στα αδικήματα των Άρθρων 95 και 99 του Κεφ. 154. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο άρθρο 95 και στην ερμηνεία που έδωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ό,τι απαιτείται είναι η εξέταση του κατά πόσο στοιχειοθετείται η έννοια «πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο» στα πλαίσια του Άρθρου 99.

 

      Το Άρθρο 99 του Κεφ. 154 αναφέρει τα εξής:

 

        «Όποιος σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος με τέτοιο τρόπο ή κάτω από συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο εξυβρίζει άλλο με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει παρευρισκόμενο πρόσωπο σε επίθεση είναι ένοχος πλημμελήματος».

 

      Μέσα από την αγόρευση του ο κ. Ανδρέου δέχεται ότι η εξύβριση έγινε σε ιδιωτικό χώρο που είναι η αυλή της οικίας των ΜΚ2 και ΜΚ3 και το ερώτημα που ο ίδιος έθεσε ήταν αν μπορούσε να ακουστεί σε δημόσιο χώρο.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΚ2 ο οποίος ανέφερε ότι ο εφεσείων «ξεσήκωσε τη γειτονιά που φώναζε έξω στην αυλή, έχουμε γειτόνους τζιαμέ (sic) γύρω μας».  Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η μαρτυρία αυτή δικαιολογεί το εύρημα του Δικαστηρίου ότι «ικανοποιείται η έννοια του δημόσιου χώρου». 

 

      Στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 754, στην οποία το αδίκημα της εξύβρισης διαπράχθηκε ενώ ο καθένας από τους εμπλεκόμενους βρισκόταν στη δική του αυλή και μεταξύ τους παρεμβάλλετο διαχωριστικός τοίχος ύψους 2,5 μέτρων το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής σε σχέση με την έννοια «δημόσιος χώρος»:

 

      «Οι φράσεις που χρησιμοποίησε ο εφεσείων ήταν αμφίβολα υβριστικές το επεισόδιο έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο εν τη έννοια του άρθρου 4 του Κεφ. 154 και κατά τρόπο που κάθε μέσος λογικός άνθρωπος θα ήταν δυνατό να προκληθεί».

 

      Θα πρέπει, ίσως εκ του περισσού, να προσθέσουμε πως παρότι δεν διατυπώθηκε ειδικό εύρημα επί τούτου, προέκυπτε μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΚ3 ότι δίπλα από την επίμαχη οικία υπήρχε δρόμος, κάτι που δεν είχε αμφισβητηθεί καθόλη την ακροαματική διαδικασία (πρακτικά σελ. 19:  «κρέμασε τα πάνω στο ττέλι έξω που είναι ο δρόμος ..»).  Αποτελεί δε βασική αρχή πως η κατηγορούσα Αρχή δεν υποχρεούται να αποδείξει γεγονότα τα οποία δεν αμφισβητούνται.

 

      Έχουμε την άποψη ότι τα πιο πάνω υποστηρίζουν το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η φράση «πεζεβέγκη» με την οποία αποκάλεσε ο εφεσείων τoν ΜΚ2 ενώ βρισκόταν σε ιδιωτικό χώρο ενδέχετο να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρισκόταν σε δημόσιο χώρο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 99 του Κεφ. 154 και την ερμηνεία του Άρθρου 4. Συνεπώς οι λόγοι αυτοί της έφεσης επίσης δεν είναι βάσιμοι και απορρίπτονται.

 

      Με τους λόγους εννέα, δέκα και δώδεκα της έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή φυλάκισης των τεσσάρων μηνών που του επεβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία και την ποινή φυλάκισης των δέκα ημερών που του επεβλήθηκε στη τρίτη κατηγορία ως υπερβολικές αλλά και την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης.

 

      Όπως είναι νομολογημένο, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική ή έκδηλα ανεπαρκής και απαιτείται η αποκατάσταση της αναλογικότητας ή υπάρχει σφάλμα αρχής (βλ. VELCU v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 100/2019, ημερ. 20/1/2020), ECLI:CY:AD:2020:B21.

 

      Στην Θεοδώρου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 208/2018, ημερ. 27/11/2019, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα: 

 

      «Είναι πάγια νομολογία ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Σε δεύτερο βαθμό εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από την νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Η Έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής.  Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή αντικειμενικά κρινόμενη είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής.  Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».

 

      Το αδίκημα της απείθειας σε διάταγμα Δικαστηρίου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης δύο χρόνων και το αδίκημα της εξύβρισης με ποινή φυλάκισης ενός μηνός ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £75 (€128) ή και τις δύο ποινές.

 

      Στην υπόθεση CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LTD κ.ά. v. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ποινή φυλάκισης τριάντα ημερών που επιβλήθηκε στους εφεσείοντες στην κατηγορία της απείθειας κατά Διατάγματος Δικαστηρίου και στην υπόθεση Γ. Κ. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 13/2023, ημερ. 30/5/2023, που αφορούσε κατηγορίες ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι οι εναπομείνασες ποινές φυλάκισης των τριών μηνών οι οποίες μάλιστα διετάχθηκε να συντρέχουν ουδόλως εμπεριέχουν το στοιχείο της υπερβολής. Τουναντίον βάσιμα θα μπορούσαν να είχαν χαρακτηριστεί ως επιεικείς.

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όπως φαίνεται μέσα από την απόφαση του έλαβε υπόψη ιδιαίτερα για το αδίκημα της απείθειας τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής τονίζοντας ότι η συμμόρφωση με Διάταγμα του Δικαστηρίου αποτελεί ένα από τα θέματα της σύγχρονης πολιτισμένης κοινωνίας και η ανυπακοή προς αυτό δυναμιτίζει την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες (βλ. Κay v. Municipality of Larnaca (1982) 2 Α.Α.Δ. 236). 

 

      Παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LTD (πιο πάνω), όπου αναφέρθηκε ότι η απείθεια σε διαταγή δικαστηρίου ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του Δικαστηρίου.  Τέτοιου είδους συμπεριφορά ποτέ δεν έγινε ανεκτή και οι παραβάτες όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης. Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται.

 

      Έλαβε επίσης υπόψη του ότι ο εφεσείων δεν βαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες όπως και την ηλικία του.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι ο κ. Ανδρέου δεν επεκτάθηκε στις ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα για τις οποίες ήταν λακωνικός.

 

      Είμαστε της άποψης ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσμέτρησε όλους τους παράγοντες και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του και η ποινή που επέβαλε στη κατηγορία της ανυπακοής σε νόμιμες διαταγές (πρώτη κατηγορία) δεν μπορεί βάσιμα να χαρακτηρίζεται ως υπερβολική.

 

      Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Ανδρέου ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το αδίκημα της εξύβρισης (τρίτη κατηγορία) στη δική του διάσταση και όχι να το εντάξει στο αδίκημα της απείθειας.  Η συμπεριφορά του εφεσείοντα στις 9/6/2022 στην οικία των MK2 και MK3 οδήγησε στη διάπραξη των δύο αδικημάτων ταυτόχρονα και υπάρχει μεταξύ τους συνάφεια.  Η εξύβριση προς τον ΜΚ2 έγινε στην αυλή του σπιτιού του, σε χώρο που σύμφωνα με το επίδικο Διάταγμα απαγορεύετο στον εφεσείοντα η είσοδος.  Η ποινή φυλάκισης των δέκα ημερών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δεν κρίνεται υπερβολική και ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης που επέβαλε στις δύο κατηγορίες συντρέχουν. 

 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης που επέβαλε στον εφεσείοντα καταλήγοντας ότι δεν δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

      «Οι παράγοντες που αναφέρθηκαν κατά την επιλογή του είδους της ποινής του Κ και η επιμέτρηση της στο σύνολο των περιστάσεων αυτής της υπόθεσης, οι προσωπικές του συνθήκες επανεξεταζόμενες για σκοπούς εξέτασης αν δικαιολογείται αναστολή εκτέλεσης της ποινής που μόλις έχει επιβληθεί δεν δικαιολογούν κατά την κρίση μου την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Η ποινή φυλάκισης που ο Κ συνολικά θα εκτίσει θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε και εξυπηρετεί ταυτοχρόνως τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.  Αυτό δεν θα εξυπηρετείτο κατά την κρίση μου αν η ποινή για τον Κ σήμερα αναστελλόταν».

 

      Προκύπτει από το πιο πάνω σκεπτικό ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του αφού έλαβε υπ' όψη του κάθε σχετικό παράγοντα που τέθηκε ενώπιον του. Προσέγγισε τα αδικήματα στις σωστές τους διαστάσεις και δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο επέμβασης μας.

 

      Οι λόγοι εννέα, δέκα και δώδεκα της έφεσης απορρίπτονται.

 

      Όπως αναφέρουμε πιο πάνω οι λόγοι έφεσης έξι και έντεκα επιτυγχάνουν.  Στη δεύτερη κατηγορία ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται και η ποινή φυλάκισης των είκοσι ημερών που του επεβλήθηκε παραμερίζεται. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

 

 

                                                            Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.Ε.

 

 

                                                            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.

 

 

                                                            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο