ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                   (Πειθαρχική Έφεση Αρ.: 1/2023 i-justice)

 

31 Οκτωβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΝΙΚΟΛΕΤΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ

                                                          Εφεσείουσας

v.

 

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ

                                                          Εφεσιβλήτων

 

------------------------------

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Εφεσείουσα, Αυτοπροσώπως

Ν. Τριανταφυλλίδη (κα), για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη, για Εφεσίβλητο

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε: Η Εφεσείουσα δικηγόρος προσέβαλε με την παρούσα έφεσή της την «απόφαση» του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (εφεξής «Π.Σ.Δ») ημερ. 17.2.2023 με την οποία δεν έδωσε άδεια για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας σε σχέση με την καταγγελία της εναντίον άλλου δικηγόρου για επονείδιστη και ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου.

 

      Κατά το στάδιο της προδικασίας ηγέρθη από το Εφετείο ex proprio motu το ερώτημα κατά πόσον στην παρούσα περίπτωση υπήρξε απόφαση του Π.Σ.Δ. δυνάμενη να προσβληθεί με έφεση, ως προνοείται στο Άρθρο 17(4) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2 και προς τούτο αγόρευσαν και οι δύο πλευρές.

 

      Από το αναντίλεκτο κοινό υπόβαθρο γεγονότων συνάγεται ότι η Εφεσείουσα είχε υποβάλει στις 18.9.18 πολυσέλιδη καταγγελία εναντίον συναδέλφου της, παραπονούμενη για ψευδείς και δυσφημιστικές αναρτήσεις του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης εν σχέσει με την ίδια και κάποιες επαγγελματικές της δραστηριότητες.

 

      Στις 5.8.20 το Π.Σ.Δ. (με την παλαιά σύνθεση του) έκρινε ότι «δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας εναντίον του εγκαλούμενου δικηγόρου δυνάμει του Κανονισμού 5(1)». Με βάση τον τροποποιηθέντα κ.5(1) των περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών του 2005 (Κ.Δ.Π. 299/05) κατά την εξέταση του ενδεχομένου παραπομπής του διερευνώμενου σε δίκη το Π.Σ.Δ. μπορούσε κατά την απόλυτη του κρίση να διορίσει δικηγόρο ή άλλο κατάλληλο πρόσωπο ως ερευνών πρόσωπο για έρευνα η οποία ενδεχομένως να βοηθούσε στην εξέταση (του ενδεχομένου παραπομπής). Τέτοιος διορισμός δεν έγινε και τα πράγματα παρέμειναν στάσιμα.

 

      Στις 11.11.22 το Π.Σ.Δ. (υπό νέα σύνθεση) προβληματίστηκε καθότι καλείτο μετά από τέσσερα και πλέον έτη να αποφασίσει αν θα διόριζε ερευνητή, οπότε έκρινε ορθό να ζητήσει τις απόψεις ενός εκ των δικηγόρων («κατηγόρων») ως προς το κατά πόσον μπορούσε το Π.Σ.Δ. μετά από τέσσερα έτη να προωθεί την υπόθεση ενόψει και των λεχθέντων στην υπόθεση Γιαλελή ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, Πειθ. Έφ. 1/2018, ημερ. 6.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A123. Λαμβάνοντας τη ζητηθείσα γνωμάτευση το Π.Σ.Δ. κατέληξε στις 17.2.23 ως εξής:

 

        «Κρίνουμε ότι η έκδηλη παραβίαση των πειθαρχικών κανονισμών από το ίδιο το πειθαρχικό Συμβούλιο και η καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε απόρριψη της υπόθεσης. Δεν δύναται με την πάροδο 5 και πλέον ετών να διεξαχθεί η οποιαδήποτε πειθαρχική έρευνα για γεγονότα τα οποία χρονολογούνται. Πέραν αυτού, είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία ως και η πιο πάνω αναφερθείσα απόφαση.

 

        Με βάση τα πιο πάνω δεν δίδεται άδεια για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του Καθ΄ ου το παράπονο».

 

      Το Άρθρο 17(2) του Νόμου απαριθμεί τους τρόπους με τους οποίους δύναται να γίνει η έναρξη της διαδικασίας για επιβολή οποιασδήποτε από τις προβλεπόμενες ποινές. Μεταξύ των τρόπων αυτών είναι και με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου έχει παράπονο από τη διαγωγή δικηγόρου αλλά, ως ρητώς προνοείται, τούτο γίνεται μόνον κατόπιν αδείας του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση χορήγησης άδειας για έναρξη διαδικασίας αποφασίζεται αν θα διεξαχθεί έρευνα μέσω ερευνώντος προσώπου, χωρίς το Π.Σ.Δ. να δεσμεύεται αργότερα από οποιαδήποτε εισήγηση τέτοιου ερευνώντος προσώπου για την παραπομπή ή μη σε δίκη ενώπιον του Π.Σ.Δ. (κ.6 της Κ.Δ.Π. 299/2005). Εάν υπάρξει παραπομπή τότε η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται σύμφωνα με διαδικασία η οποία καθορίζεται στους προαναφερθέντες Κανονισμούς του 2005.

 

      Στην κρινόμενη περίπτωση είναι σαφές ότι το Π.Σ.Δ. δεν έδωσε άδεια για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας και ότι το μοναδικό ερώτημα είναι κατά πόσον μια τέτοια απόφαση είναι εφέσιμη. Αυτό απαντάται αρνητικά μέσα από πάγια νομολογία πολλών ετών η οποία συνοψίζεται επαρκέστατα στην πρόσφατη υπόθεση Ιάσωνος ν. Πειθαρχικού Συμβούλιο Δικηγόρων, Πειθ. Έφ. 1/22, ημερ. 14.12.2022 ως εξής:

 

        «Εν προκειμένω, σύμφωνα με την εισήγηση, είναι ξεκάθαρο από το περιεχόμενο της επιστολής 30.12.2021 ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο όχι μόνο δεν έδωσε άδεια για την έναρξη διαδικασίας, όπως απαιτείται από το Νόμο, αλλά θεωρεί ότι τέτοια καταγγελία δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Συνακόλουθα, η απόφαση δεν είναι εφέσιμη και, προς τούτο, παρέπεμψε σε νομολογία.

 

        Συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου, η οποία συνάδει και με τη νομολογία στην οποία παρέπεμψε.

 

        Στην υπόθεση Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 ΑΑΔ 384, η οποία αφορούσε υπόθεση όπου επίσης δεν είχε δοθεί άδεια από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κρίθηκε ότι η άρνηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου να χορηγήσει την απαιτούμενη από το Άρθρο 17(2)(δ) του Νόμου άδεια, δεν αποτελεί «απόφαση» εντός της εννοίας του Άρθρου17(4) και, συνεπώς, δεν είναι εφέσιμη. Όπως παρατήρησε στην απόφασή του ο Πρόεδρος Πικής, όπως ήταν τότε, «το δικαίωμα έφεσης που παρέχει το Άρθρο 17(4) του Νόμου περιορίζεται σε αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου επί της ουσίας παραπόνων των οποίων επιλαμβάνεται. Δεν εκτείνεται σε αποφάσεις που σχετίζονται με την παραπομπή παραπόνων στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, δυνάμει του Άρθρου 17(2)(δ)».

 

        Η απόφαση αυτή ακολουθήθηκε και εφαρμόστηκε στην Παττίχης ν. Κ.Κ. Δικηγόρου (2006) 1 ΑΑΔ 957, στην οποία ζητήθηκε από το Δικαστήριο να αποκλίνει από την προηγούμενη απόφαση Γεωργίου, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. Στην υπόθεση Αλέκα Παπακόκκινου ν. Ι.Μ. κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 1162, που ακολούθησε, υιοθετήθηκε η ίδια προσέγγιση.

 

        Και στην παρούσα περίπτωση, ακολουθώντας τη νομολογία, καταλήγουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εφέσιμη».

 

      Η διευκρίνιση ότι το δικαίωμα έφεσης περιορίζεται σε αποφάσεις του Π.Σ.Δ. επί της ουσίας παραπόνων και όχι σε αποφάσεις οι οποίες έχουν σχέση με την παραπομπή ή όχι σε δίκη, απαντά και στην εισήγηση ότι η παρούσα διαφοροποιείται επί τω ότι κατά το 2020 το Π.Σ.Δ.  είχε κρίνει ότι δικαιολογείτο η έρευνα. Το ουσιώδες είναι ότι ελλείπει απόφαση επί της ουσίας παραπόνου, η οποία είναι και η μόνη για την οποία προνοείται δικαίωμα έφεσης από τον Νόμο. Η αποδοχή της εισήγησης θα εσήμαινε ότι το Εφετείο εισαγάγει δικαίωμα έφεσης εκεί που ο Νόμος δεν το έχει χορηγήσει, πράγμα ανεπίτρεπτο. Μια τέτοια διεύρυνση δε, θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τη δυνατότητα προσβολής με έφεση ακόμα και της πιο απλής και τυπικής απόφασης ή ρύθμισης του Π.Σ.Δ πράγμα το οποίο δεν θεωρούμε πως συνιστούσε πρόθεση του Νομοθέτη.

 

      Η διαπίστωση ότι εν πάση περιπτώσει δεν υφίσταται απόφαση επί της ουσίας σφραγίζει την τύχη της παρούσας έφεσης, η οποία και απορρίπτεται με έξοδα €1.500 προς όφελος του Εφεσιβλήτου Συμβουλίου και εις βάρος της Εφεσείουσας.

 

 

 

                                                         Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.

 

 

                                                         Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.

 

 

                                                         Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο