ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E172/2022)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2023

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

                       

NICOS G. SIAKOLAS ENTERPRISES LIMITED

Εφεσείοντες

v.

 

1.    ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

2.    ΝΙΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

3.    ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

Εφεσίβλητων

-----------------------------

 

Αίτηση ημερ. 12.12.2022 για Αναστολή Εκτέλεσης

 

-----------------------------

 

      Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης, για Εφεσείοντες - Αιτητές.

Ελένη Γεωργίου - Παρούτη (κα), για Εφεσίβλητους - Καθ' ων η Αίτηση.

 

      ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ. Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από την Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεση καταχωρίστηκε στις 28.9.2022 και με αυτήν προσβάλλεται ως εσφαλμένη η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εξεδόθη συνοπτική απόφαση εναντίον των Εφεσειόντων - Αιτητών. Ειδικότερα, εξεδόθη αναγνωριστική απόφαση περί παράνομης επέμβασης και κατοχής καταστήματος από μέρους των Εναγομένων και διατάγματα έξωσης και παράδοσης ελεύθερης του κατοχής.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, οι Εφεσείοντες αποτάθηκαν αρχικά στο Πρωτόδικο Δικαστήριο με αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της Πρωτόδικης Απόφασης η οποία απορρίφθηκε, ικανοποιώντας έτσι τις προϋποθέσεις για υποβολή της παρούσας ενώπιον του Εφετείου.

Με την υπό κρίση Αίτηση οι Εφεσείοντες - Αιτητές εξαιτούνται την έκδοση διατάγματος από το Εφετείο για αναστολή εκτέλεσης της Πρωτόδικης Απόφασης μέχρι εκδικάσεως, πλήρους αποπερατώσεως και έκδοσης απόφασης στην με τον ως άνω τίτλο και αριθμό Έφεση.

 

Η Αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 Θ.Θ. 1 - 19, Δ.40 Θ.Θ. 7 και 11 και Δ.48 Θ.Θ. 1 - 4, 7, 8(1)(ee), στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στην πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Αίτηση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του κ. Νίκου Σιακόλα, διευθυντή των Εφεσειόντων, ο οποίος προβάλλει την θέση ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση και υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι Έφεσης με ορατή πιθανότητα ανατροπής της Πρωτόδικης Απόφασης. Προχωρεί και συγκεκριμενοποιεί την θέση του με την παράθεση ουσιαστικά των Λόγων Έφεσης και της Αιτιολογίας αυτών και εισηγείται ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως η εκτέλεση της Πρωτόδικης Απόφασης ανασταλεί αφού, αν δεν ανασταλεί, ενδεχόμενη επιτυχία της Έφεσης θα χάσει την σημασία της. Εάν οι Εφεσείοντες παραδώσουν το επίδικο κατάστημα σύμφωνα με την Πρωτόδικη Απόφαση η Έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου, οι Εφεσείοντες θα χάσουν την επαγγελματική τους στέγη και θα καταστραφούν οικονομικά.

Η Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση των Εφεσιβλήτων - Καθ'ων η Αίτηση η οποία στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 Θ.Θ. 1, 17 - 19, Δ.40 Θ.Θ. 7, 9 και 11 και Δ.48 Θ.Θ. 1 - 13, στον περί Δικαστηρίων Ν14/60 αρ. 31 και 32, στον Ν.96(Ι)/2000 αρ. 2, 4, 14, 15(1)(γ), 27 - 29, 31 - 32, στη Νομολογία περιλαμβανομένης της Νομολογίας ττου ΔΕΕ και του ΕΣΔΑ, στις συμφυείς εξουσίες και γενικές αρχές του Δικαστηρίου. Προβάλλονται οι εξής λόγοι ένστασης:

 

«1.    Οι Εναγόμενοι / Αιτητές δεν προβάλλουν οποιονδήποτε ουσιαστικό και καλόπιστο και/ή εξαιρετικό λόγο για την επιδίωξη του αιτούμενου διατάγματος.

 

2.     Οι Εναγόμενοι / Αιτητές δεν προβάλλουν οποιονδήποτε λόγο έφεσης με προοπτικές επιτυχίας. Η βιωσιμότητα της έφεσης των Εναγομένων / Αιτητών παραμένει κυριολεκτικά μετέωρη ειδικότερα υπό το δεδομένο ότι οι λόγοι έφεσης οι οποίοι προωθούνται, κυρίως στρέφονται κατά της αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας που παρατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

3.     Η αίτηση των Εναγομένων - Αιτητών σκοπό έχει να στερήσει και/ή να καθυστερήσει την φυσιολογική προσδοκία του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε και/ή ως τέτοια είναι κακόπιστη.

 

4.     Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης, ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης και οι επιτυχόντες Ενάγοντες - Καθ'ων η Αίτηση στην πρωτόδικη απόφαση δεν πρέπει να αποστερηθούν τους καρπούς της επιτυχίας τους εκ μόνο του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης των Αιτητών, προβάλλοντας λόγους που πραγματικά δεν περιέχουν προοπτικές επιτυχίας.

 

5.     Η αίτηση των Εναγομένων / Αιτητών και τυχόν αναστολή εκτέλεσης της Δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 20/9/2022 είναι σίγουρο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι θα επιφέρει περαιτέρω και μη αναστρέψιμη ζημιά στους Ενάγοντες - Καθ'ων η Αίτηση, καθότι οι Εναγόμενοι θα έπρεπε να είχαν δυνάμει του ενοικαστηρίου, παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή ήδη από την 31/8/2021 το αργότερο, ήτοι πέραν των 16 μηνών, και σχεδόν 4 μηνών από την έκδοση της απόφασης του σεβαστού Δικαστηρίου και ως τέτοια, η Αίτηση των Εναγομένων / Αιτητών είναι κακόπιστη.

 

6.     Σε περίπτωση αναστολής της εκτέλεσης της εκδοθείσας απόφασης οι Ενάγοντες θα στερηθούν αδικαιολόγητα στους καρπούς της επιτυχίας τους και θα καταπατηθούν τα έννομα συμφέροντα τους και για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.

 

7.     Οι Εναγόμενοι / Αιτητές ουδέν προτείνουν προς εξασφάλιση των Εναγόντων / Καθ'ων η Αίτηση στην περίπτωση που αποστερηθούν περαιτέρω και προσωρινά έστω και/ή μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, τους καρπούς της επιτυχίας της υπέρ τους απόφασης.

 

8.     Δεν υφίστανται αποτελεσματικές εγγυήσεις τις οποίες οι Εναγόμενοι / Αιτητές θα μπορούσαν να παράσχουν σε τυχόν έγκριση του εξαιτούμενου διατάγματος.

 

9.     Η αίτηση είναι κακόπιστη και δεν στηρίζεται σε αληθή γεγονότα. Σε κανένα στάδιο δεν έχουν παρατεθεί τεκμηριωμένες λεπτομέρειες υπεράσπισης τους και περαιτέρω οι Ενάγοντες / Αιτητές δεν προσήλθαν στο δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

10.   Δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις που επιτάσσει η νομολογία και/ή οι θεσμοί δια την έκδοση παρόμοιας φύσης διαταγμάτων.

 

11.   Δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε ειδικές περιστάσεις και/ή μεταγενέστερα γεγονότα που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης.

 

12.   Επιπλέον και σε συνάρτηση με όλα τα πιο πάνω, εάν υιοθετηθούν οι λόγοι για αναστολή της απόφασης ημερομηνίας 20/9/2022 τους οποίους οι Εναγόμενοι / Αιτητές επικαλούνται, τότε καταστρατηγείται και/ή παραβιάζεται ο σημαντικός παράγοντας της διασφάλισης της αξίας και του αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης».

 

Η Ένσταση συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του Εφεσίβλητου αρ. 1 ο οποίος αρνείται ότι η Έφεση έχει οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας, παραθέτοντας τις θέσεις των Εφεσιβλήτων στους Λόγους Έφεσης και στους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων. Θέση του είναι ότι οι Εφεσείοντες - Αιτητές δεν προβάλλουν οποιοδήποτε ουσιαστικό, καλόπιστο και εξαιρετικό λόγο για την επιδίωξη του αιτούμενου διατάγματος, ούτε και υπάρχουν οποιεσδήποτε ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την έκδοση του. Επισημαίνει ότι οι ίδιοι οι Εφεσείοντες παραδέχονται ότι δεν είχε υπογραφτεί τελικά νέο ενοικιαστήριο έγγραφο, παρά τους ισχυρισμούς τους περί ανανέωσης. Παραδέχεται μεν ότι δεν υπάρχει καθυστέρηση στην καταβολή των ενοικίων αλλά, όπως λέει, το ζητούμενο για τους Εφεσίβλητους δεν είναι να λαμβάνουν το ενοίκιο για την χρήση του ακινήτου τους αλλά η ανάκτηση της κατοχής του. Το γεγονός, ισχυρίζεται, ότι οι Εφεσείοντες συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται την περιουσία των Εφεσιβλήτων τους προκαλεί πολλές απώλειες, αφού έχουν ήδη ενημερώσει ότι η αγορά του επίδικου ακινήτου έγινε προκειμενου οι Εφεσίβλητοι να το χρησιμοποιήσουν για ιδίαν χρήση ώστε να στεγάσουν την επιχείρηση τους. Διαφωνεί με τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων - Αιτητών ότι είναι φερέγγυοι, ισχυριζόμενος ότι αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από την καταβολή των ενοικίων αλλά και από τη συνολική τήρηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

 

Όσον αφορά στο Εφετείο οι Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 τέθηκαν σε ισχύ από 3.7.2023. Το Μερος 60.2(1) αναφέρει ότι:

 

«Όταν ασκείται διακριτική ευχέρεια από το δικαστήριο σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των παρόντων κανονισμών, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του τις αρχές οι οποίες καθορίζονται στους παρόντες κανονισμούς και, συγκεκριμένα, στο Μέρος 1 (ο πρωταρχικός σκοπός και καθήκον του δικαστηρίου να διαχειρίζεται υποθέσεις) και στο Μέρος 30 (Συνήθεις Απαιτήσεις)».

 

Η υπό εκδίκαση Αίτηση καταχωρίστηκε πριν από την 3.7.2023 πλην όμως εκδικάστηκε και επιφυλάχθηκε μετά που οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 είχαν τεθεί σε ισχύ αναφορικά με το Εφετείο (βλ. Άρθρο 60.1 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023). Tο δε Εφετείο που εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του αρ. 3Α του περί Απονομής Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 (με τον Τροποποιητικό Νόμο Ν.145(Ι)/2022) διέπεται δικονομικά από τις πρόνοιες του Μέρους 41 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Μέρος 41.7 αναφέρει τα εξής:

 

      «1.7. Αναστολή

(1) (α)   Εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης τού κατώτερου δικαστηρίου».

 

Συγκρίνοντας το λεκτικό αυτό με το λεκτικό της παλαιάς Δ.35 Θ.18 προκύπτει ότι είναι πανομοιότυπο με το πρώτο της μέρος, γεγονός που οδηγεί στο ότι καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την μέχρι σήμερα Νομολογία επί του επίδικου ζητήματος. Το δε Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και τις αρχές που καθορίζονται στο Μέρος 1 των Νέων Κανονισμών και ειδικότερα τον πρωταρχικό σκοπό, ήτοι τον χειρισμό της υπόθεσης κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.

 

Δυνατότητα αναστολής απόφασης ή διατάγματος παρέχεται μόνο εκεί όπου το διάταγμα επιδέχεται εκτέλεσης. Επίσης, αναστολή εκτέλεσης χωρεί σε σχέση μόνο με την εκτέλεση απόφασης και όχι με τη συνέχιση της εξέλιξης της μη συμπληρωθείσας διαδικασίας (βλ. Re E.S. an Infant (1986) 1 C.L.R. 119, Korina Fotiou and Another v. Petrolina Ltd (1984) 1 C.L.R. 708, Aftomata Eleourgia Lythrodonta Limited v. Holy Monastery of Mahera (1986) 1 C.L.R. 524, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Λύρα κ.α (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1384, και Αντζολέττα Χατζηιωσήφ ν. Άννας Πετρίχου (1998) 1 Α.Α.Δ. 364).

 

  Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε τέτοιας φύσεως αιτήσεις, έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων. Στην απόφαση Lord Jeans Ltd v. Orbit - Kazoulis Ltd, (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 591, αφού έγινε αναφορά στην Δ.35 Θ. 18, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Οι προεκτάσεις της πιο πάνω Διαταγής εξετάστηκαν σε αριθμό υποθέσεων όπου τονίστηκε ότι το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ότι η απόφαση παραμένει ισχυρή και διατηρεί τον τελεσίδικο χαρακτήρα της μέχρι την ακύρωση ή τροποποίηση της από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 ΑΑΔ 1147,

 

«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35, θ. 18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατ' εξοχήν παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»"

 

 

Όπως τονίστηκε και στην υπόθεση ABP Holdings Ltd και άλλοι ν. Ανδρέα Κιταλίδη και άλλων (Αρ.1) (1994) 1 ΑΑΔ 287, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται έχοντας υπόψη ότι, (α) ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει δεν πρέπει να αποστερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, τους καρπούς της επιτυχίας του, και, (β) το ένδικο μέσο της έφεσης, που ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να χάνει την αποτελεσματικότητα του.

 

(βλ. επίσης Παναγιώτης Νεοφύτου ν. Χρυσάνθης Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, Πραξιτέλη Βογαζιανού ν. ΚΔ(1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 591, Νίκος Σταύρου Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1978, ETEK ν. Κ.Δ.  (1999) 4(Α) Α.Α.Δ. 623).

 

Σύμφωνα με το Annual Practice 1958, σελ. 1697, το Δικαστήριο δεν συνηθίζει να αποστερεί από ένα επιτυχόντα διάδικο τους καρπούς της επιτυχίας του, από την άλλη όμως, έχει καθήκον να μεριμνήσει ώστε η όποια επιτυχία σε έφεση να μην καταστεί άνευ αντικειμένου. Αναφέρεται ρητά ότι, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα αναστολής εκτέλεσης όπου οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν.

 

  Εξετάζοντας την πιθανότητα επιτυχίας της Έφεσης τονίζουμε ότι ο παράγοντας αυτός, ως αναφέρεται πιο πάνω, είναι οριακής σημασίας. Μελέτη των Λόγων Έφεσης με την Αιτιολογία τους οδηγεί στο ότι η υπό κρίση δεν είναι η περίπτωση όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της Έφεσης. Προβάλλονται ζητήματα όπως η ερμηνεία όρων σύμβασης, αλλά και το εύρημα περί ανανέωσης της ενοικίασης στο πλαίσιο συνοπτικής απόφασης. Στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν πως δεν πρόκειται για μια αβάσιμη ή παντελώς ατεκμηρίωτη υπόθεση. Αντιθέτως, στον βαθμό που μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας και μόνο, προβάλλει ότι η Έφεση έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας.

 

Ιδιαίτερα σημαντικό εν προκειμένω, είναι ότι με την προσβληθείσα Απόφαση έχει διαταχθεί και η έξωση των Εφεσειόντων από το επίδικο ακίνητο, που δεν αμφισβητείται ότι αποτελεί την επαγγελματική τους στέγη. Σε περίπτωση όπου οι Εφεσείοντες παραδώσουν κατοχή του ακινήτου στους Εφεσίβλητους, τυχόν επιτυχία τους στην Έφεση δεν θα έχει αξία, ήτοι η Έφεση θα έχει καταστεί άνευ αντικειμένου αφού θα έχουν δημιουργηθεί δεδομένα που δεν θα μπορούν να ανατραπούν. Όπως λέχθηκε και στην Ανδρέας Μιχαηλίδης ν Θωμάς Σαββίδης, Πολ. Εφ. 285/2016 ημερ. 22.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:A314:

 

«Ο δεύτερος παράγοντας είναι αυτός που αφορά στις συνέπειες από τυχόν επιτυχία της έφεσης, ενώ ο εφεσείων, γενικά ομιλούντες, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ενοικιαστή, έχει, στο μεταξύ, συμμορφωθεί με την εναντίον του πρωτόδικη απόφαση∙ έχει εγκαταλείψει το μίσθιο. Στην υπόθεση Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, στη σελίδα 3423, είχε παρατηρηθεί ότι:-

 

«Χρηματική ζημία δεν είναι ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη ζημία. Η ζημία που δυνατό να θέσει σε κίνδυνο εμπορική επιχείρηση, ή την ικανότητα συντήρησης του αιτητή, ή αιφνίδια αποστέρηση των μέσων βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειάς του μπορεί να χαρακτηρισθεί, σε μερικές περιπτώσεις, ως ανεπανόρθωτη.»

 

Παρότι θα συμφωνήσουμε με την θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσίβλητους - Αιτητές ότι η Νομολογία δεν επιτάσσει όπως σε σχέση με κάθε έφεση που αφορά σε ανάκτηση κατοχής ακινήτου επιβάλλεται η έκδοση διατάγματος αναστολής, εντούτοις κατάληξη μας αποτελεί ότι στην υπό εξέταση περίπτωση έχουν τεθεί ενώπιον μας δεδομένα που δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος αναστολής. Σε περίπτωση μη έκδοσης του οι Εφεσείοντες θα απωλέσουν την μοναδική επαγγελματική τους στέγη, ενώ στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος αναστολής και τυχόν απόρριψης της Έφεσης σε μεταγενέστερο στάδιο, στους Εφεσίβλητους θα έχει προκληθεί απλώς καθυστέρηση στην ανάκτηση του ακινήτου, η οποία μπορεί να αντισταθμιστεί με τον σύντομο ορισμό της Έφεσης για εκδίκαση και διαταγή για καταβολή των ενοικίων από μέρους των Εφεσειόντων.

 

  Δεδομένων των πιο πάνω, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η υπό αναφορά Πρωτόδικη Απόφαση ανασταλεί και αναστέλλεται μέχρι το πέρας της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Έφεσης, υπό τον όρο ότι οι Εφεσείοντες θα καταβάλλουν στους Εφεσίβλητους από σήμερα μέχρι και το πέρας της Έφεσης, το ποσό των €2.250,00 μηνιαίως.

 

  Τα έξοδα της Αίτησης δεν υπάρχει λόγος να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων - Αιτητών και εναντίον των Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η Αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

                                                        Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                        Μ. Παπαδοπούλου, Δ.


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E172/2022)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2023

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

                       

NICOS G. SIAKOLAS ENTERPRISES LIMITED

Εφεσείοντες

v.

 

1.    ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

2.    ΝΙΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

3.    ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

Εφεσίβλητων

-----------------------------

 

Αίτηση ημερ. 12.12.2022 για Αναστολή Εκτέλεσης

 

-----------------------------

 

      Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης, για Εφεσείοντες - Αιτητές.

Ελένη Γεωργίου - Παρούτη (κα), για Εφεσίβλητους - Καθ' ων η Αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η (Μειοψηφίας)

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.:  Όσον αφορά την εφαρμογή των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 («οι Κανονισμοί») στην παρούσα διαδικασία συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας. 

 

  Συμφωνώ επίσης ότι, κατά την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας, εν όψει της πιο πάνω ομοιότητας των αντίστοιχων προνοιών των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και των Κανονισμών αναφορικά με το θέμα της αναστολής της εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης, θα εφαρμόσουμε τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία ερμήνευσε και εφάρμοσε τη Διαταγή 35.θ.18. των  Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Στην απόφαση NAVARINO WINE LODGE LIMITED v. TCN HOLDING COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 105/2020, 30/10/2020,  λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής της εκτέλεσης απόφασης λόγω της εκκρεμοδικίας έφεσης κατά της απόφασης είναι καθιερωμένες.  Αναφέρεται στη Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, 1150-1, ότι:

 

«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 Θ. 18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο).

 

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η νομολογία κατέστησε ξεκάθαρο ότι η εξισορρόπηση από το Εφετείο των πιο πάνω δύο  θεμελιακών δικαιωμάτων των διαδίκων όπως περιγράφονται στην Αρχή Λιμένων Κύπρου εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Στην EYRIK & OTHRS v. KOTSONIS (1986) 1 CLR 617 o Λοΐζου Δ. (όπως ήταν τότε) επεσήμανε σχετικά: «The establishment of this balance is very much dependent on the facts of the individual case. »

 

Στην  Christakis Pilides Construction Ltd v. Philpool Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ.185/2019, ημερ.12.6.2020, η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι υπήρχαν ισχυροί λόγοι έφεσης που καθιστούσαν βέβαιη την πρόγνωση ως προς την επιτυχία της. Εν όψει τούτου, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον νόμο και τη νομολογία και διαπίστωσε ότι η πρωτόδικη απόφαση εναντίον της Εφεσείουσας για αποζημιώσεις εκδόθηκε βάσει σύμβασης με την Εφεσίβλητη, χωρίς το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει τις συνέπειες του γεγονότος ότι η Εφεσίβλητη δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης και χωρίς να το απασχολήσουν οι πρόνοιες σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας, σύμφωνα με την οποία κάθε συμφωνία η οποία αφορά σε ανάθεση εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη (όπως σύμφωνα με το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν και η Εφεσίβλητη) καθίσταται άκυρη. Στη συνέχεια κατέληξε ως εξής:

 

«Λαμβάνοντας υπόψη την παράμετρο της προοπτικής επιτυχίας της έφεσης, στην έκταση που αυτή εδράζεται σε νομικά ζητήματα τα οποία διέπονται από το Νόμο και παγιωμένη νομολογία, καταλήγουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια προς όφελος της Εφεσείουσας και να αναστείλουμε την εκτέλεση της απόφασης με τους όρους που η Εφεσείουσα έχει εισηγηθεί.»

 

Στην Κωνσταντινίδη v. Κωμοδρόμου (2016) 1ΑΑΔ 772 το Ανώτατο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι τα ενώπιον του δεδομένα δεν καθιστούσαν δυνατή με βεβαιότητα την πρόγνωση για επιτυχία της έφεσης, έκρινε τον παράγοντα επιτυχίας της έφεσης περιθωριακής σημασίας. Δεδομένου τούτου, εξέτασε κατόπιν αν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που να ήταν δυνατόν να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της  δεύτερης ως άνω αρχής που εξισορροπείται σε αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης πρωτόδικης απόφασης όπως περιγράφεται στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ανωτέρω.

 

Στην Λουκαΐδου v. Θεοφάνους (2016) 1ΑΑΔ 473 το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο αίτησης για αναστολή ενώπιον του, εξέτασε τους λόγους έφεσης και στην προκειμένη περίπτωση έκρινε ότι εν όψει του περιεχομένου τους, είχε ενώπιον του στοιχεία που καθιστούσαν αδύνατη την πρόγνωση, με βεβαιότητα, ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης. Εν όψει τούτου, θεώρησε τον παράγοντα που αφορά την πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης περιθωριακής σημασίας.

 

Εν όψει της πιο πάνω προσέγγισης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν διακρίνω ως θέμα αρχής οτιδήποτε που θα εμπόδιζε το Εφετείο να αποφασίσει όπως και στην Christakis Pilides Construction  ανωτέρω, όπου η προοπτική επιτυχίας της έφεσης εδράστηκε σε νομικά ζητήματα τα οποία διέπονταν από τον νόμο και τη νομολογία  και υπήρξε καθοριστική για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της αναστολής και να κρίνει ότι η προοπτική αποτυχίας της έφεσης όταν αντιστοίχως εδράζεται σε νομικά ζητήματα τα οποία διέπονται από τον νόμο και τη νομολογία, θα μπορούσε σε κατάλληλες περιπτώσεις να είναι καθοριστική για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπέρ της άρνησης της έκδοσης διατάγματος αναστολής.

 

Επίσης βοηθητική είναι η απόφαση A.B.P. Holdings Ltd κ.ά. ν. Κιταλίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 287, όπου αναφέρθηκε όσον αφορά το ενδεχόμενο επιτυχίας της έφεσης ότι «Είναι αρκετό να αναφερθεί ότι προβάλλονται ουσιαστικά ζητήματα για συζήτηση.» Ως θέμα αρχής, θεωρώ κατά αναλογία, ότι όταν δεν προβάλλεται κανένα ουσιαστικό ζήτημα για συζήτηση που να υποστηρίζει την επιτυχία της έφεσης, τότε θα ήταν δυνατόν να  διαγνωστεί με βεβαιότητα η προοπτική αποτυχίας της έφεσης στο πλαίσιο της αίτησης αναστολής και ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να είναι σε κατάλληλες περιπτώσεις αποφασιστικής σημασίας κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου.  Είμαι της γνώμης ότι αν το Εφετείο δεν μπορούσε στο πλαίσιο της διαδικασίας αίτησης αναστολής να εξετάζει τα  γεγονότα, το νόμο και τη σχετική νομολογία και να προβαίνει σε πρόγνωση επί του αποτελέσματος της έφεσης, τότε ο κάθε διάδικος που εφεσίβαλλε απόφαση εναντίον του, έστω και χωρίς κανένα ενδεχόμενο επιτυχίας, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί και καταχραστεί το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Τονίζω ότι το Εφετείο οφείλει να προβαίνει σε τέτοια πρόγνωση με ιδιαίτερη προσοχή και φειδώ μόνο όπου ο νόμος,  η νομολογία  και τα ενώπιον του γεγονότα οδηγούν σε πρόγνωση που γίνεται με βεβαιότητα.

 

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές, εξέτασα με προσοχή για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, την πρωτόδικη απόφαση, τα επίδικα θέματα, την προσκομισθείσα μαρτυρία, και τους λόγους έφεσης και κατέληξα ότι η παρούσα αίτηση αποτελεί εξαίρεση από τις πλείστες περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να γίνει πρόγνωση του ενδεχόμενου αποτυχίας της έφεσης. Ως εκ τούτου, ο παράγοντας αυτός καθίσταται αποφασιστικής σημασίας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου  αναφορικά με την εξισορρόπηση των δύο πιο πάνω δικαιωμάτων που αναφέρονται στην Αρχή Λιμένων Κύπρου, ανωτέρω. 

 

Πριν αναφερθώ στο σκεπτικό και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που με οδήγησαν στο πιο πάνω συμπέρασμα, σημειώνω ότι με την ένορκη δήλωση των Εφεσειόντων που συνοδεύει την αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης, ο ομνύων διευθυντής των Εφεσειόντων υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι έφεσης και ορατή πιθανότητα επιτυχίας για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίζονται με την ένορκη δήλωσή του, οι λόγοι έφεσης όπως αυτοί παρατίθενται  στην Ειδοποίηση Έφεσης. Αντίστοιχα, με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση των Εφεσιβλήτων, ο ομνύων Εφεσειόντας 1, αρνείται ότι η εν λόγω έφεση και οι προβαλλόμενοι σε αυτή λόγοι έχουν οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας και απορρίπτει και διαφωνεί με τον ισχυρισμό ότι η πρωτόδικη απόφαση μπορεί για οποιαδήποτε λόγο να ακυρωθεί.

Κατά την άποψη μου, τα ζητήματα που είναι σχετικά με το ενδεχόμενο επιτυχίας ή αποτυχίας της παρούσας Έφεσης είναι τα εξής:

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 αφορούν και στρέφονται ουσιαστικά κατά της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν παρέχονταν ενώπιον του οποιεσδήποτε λεπτομέρειες υπεράσπισης από τα όσα τέθηκαν από πλευράς των Εφεσειόντων αναφορικά με την ισχυριζόμενη από αυτούς ανανέωση της ενοικίασης του επίδικου ακινήτου («το κατάστημα»). Είμαι της άποψης ότι μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την αποτυχία των πιο πάνω λόγων έφεσης βάσει των όσων αναλύω πιο κάτω.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε το τεκμήριο 6 της ένστασης των Εφεσειόντων στην αίτηση των Εφεσιβλήτων για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Το εν λόγω τεκμήριο αποτελεί «Βεβαίωση Καταγγελίας Θύματος» που φέρει ημερομηνία 24/1/2021 και εκδόθηκε από την Αστυνομία Κύπρου. Σε αυτό βεβαιώνεται ότι ο διευθυντής των Εφεσειόντων κατάγγειλε ότι ο Εφεσίβλητος 1 στις 5/6/2021 τον απείλησε φραστικώς ότι θα πληρώσει τρίτα πρόσωπα όπως ενεργήσουν έτσι ώστε ο εν λόγω διευθυντής των Εφεσειόντων να έχει πρόβλημα με το μαγαζί του, την περιουσία του και τη ίδια του την ζωή. Θεωρώ ότι το εν λόγω τεκμήριο είναι άσχετο με τα επίδικα θέμα στο πλαίσιο της αξιολόγησης αίτησης για συνοπτική απόφαση και δεν θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το περιεχόμενο του δεν εξειδικεύει υπεράσπιση ούτε και σχετίζεται με οποιοδήποτε άλλο νομικό κριτήριο το οποίο θα έπρεπε να λάβει υπόψη του πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκανε επαρκή και ορθή αναφορά στις αρχές που εφαρμόζονται για την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Επομένως, είμαι της άποψης ότι μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την αποτυχία και του δεύτερου λόγου έφεσης.

 

Οι Εφεσίβλητοι, απέκτησαν την ιδιοκτησία του καταστήματος δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 7/5/19, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ούτε πρωτόδικα, αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν προσβάλλεται ούτε με την ειδοποίηση έφεσης των Εφεσειόντων ούτε και με την αίτηση τους για αναστολή. Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν κατοχή του επίδικου ακινήτου βάσει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερομηνίας 1/6/2016 με το οποίο συμφωνήθηκε με τους τότε ιδιοκτήτες ενοικίαση για περίοδο 5 χρόνων. Το ενοικιαστήριο έγγραφο κατατέθηκε ως τεκμήριο από αμφότερους τους διαδίκους κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Ισχυρίζονται ότι πριν τη λήξη της εν λόγω περιόδου, σε χρόνο τον οποίο δεν προσδιορίζουν συμφώνησαν με τους τότε ιδιοκτήτες ότι «η ενοικίαση ανανεώθηκε μέχρι το 2026». Στηρίζουν δε τον ισχυρισμό τους στη «γραπτή μαρτυρία» (όπως την αποκαλούν) του διευθυντή των προηγούμενων ιδιοκτητών του καταστήματος η οποία ήταν τεκμήριο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και είναι η θέση τους ότι αυτή θα  έπρεπε από μόνη της να το προβληματίσει ώστε να απορρίψει την αίτηση των Εφεσιβλήτων για συνοπτική απόφαση. Το εν λόγω τεκμήριο φέρει τον τίτλο «Βεβαίωση», ημερομηνία 27/01/2022 και υπογράφεται από πρόσωπο που περιγράφει τον εαυτό του ως διευθυντή της εταιρείας που ήταν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος κατά την υπογραφή της ως άνω σύμβασης ενοικίασης. Το εν λόγω πρόσωπο υπογράφει το κείμενο ως ο «Βεβαιών». Το κείμενο στο βαθμό που είναι σχετικό με το θέμα της ισχυριζόμενης ανανέωσης αναφέρει:

 

«.4. Η Εταιρεία NICOS G. SIAKOLAS ENTERPRISES LTD δια του διευθυντού της κ. Νίκου Σιακόλα μας ειδοποίησε όπως και στα προηγούμενα συμβόλαια ότι επιθυμούσε την ανανέωση του ενοικιαστηρίου εγγράφου και θα συζητούσαμε τον καθορισμό του ενοικίου. 5. Στην συνέχεια λόγω διευθέτησης δανείων της Εταιρείας μας με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ το κατάστημα μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ  και δεν καθορίστηκε το νέο ενοίκιο για την ανανέωση της συμφωνίας. 6. Με την παρούσα δηλώνω και διαβεβαιώ ότι είχαμε συμφωνήσει με την Εταιρεία NICOS G. SIAKOLAS ENTERPRISES LTD την ανανέωση της ενοικίασης για ακόμα 5 χρόνια και παρέμεινε ο καθορισμός του ενοικίου. »

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο).

 

Αναφορικά με το θέμα της πιο πάνω ισχυριζόμενης ανανέωσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα όσα προβλέπονται ρητώς στον σχετικό συγκεκριμένο όρο του ενοικιαστηρίου εγγράφου ο οποίος προβλέπει τα εξής: «Επίσης συμφωνείται ότι η ενοικίαση μπορεί να ανανεωθεί για ακόμη 5 χρόνια, όμως το ενοίκιο θα επαναδιαπραγματευτεί 3 μήνες πριν την λήξη του συμβολαίου, Εάν δεν εξευρεθεί συμφωνία, τότε ο Ενοικιαστής θα πρέπει να εγκαταλείψει «ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ» μέσα στους επόμενους τρεις μήνες από την λήξη της ενοικίασης ήτοι μέχρι 30 Αυγούστου 2021

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε σχετικά ότι «προκύπτει ότι η ενοικίαση δεν ανανεώνετο αυτόματα αλλά «μπορούσε» να ανανεωθεί νοουμένου ότι αυτή ήταν η επιθυμία και των δύο πλευρών και γινόταν επαναδιαπραγμάτευση του ενοικίου». Στη συνέχεια κατέληξε ότι ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων περί ανανέωσης δεν επιβεβαιώνεται ούτε από τις πρόνοιες του ενοικιαστηρίου αλλά ούτε και από τα γεγονότα που ίδιοι εξέθεσαν ενώπιον του. Επισημαίνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη λεπτομερή αναφορά του στο περιεχόμενο της ένστασης των Εφεσειόντων, στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει και στα τεκμήρια αυτής αναφέρθηκε ρητώς τόσο στην ως άνω «Βεβαίωση» όσο και στον ισχυρισμό του ομνύοντως εκ μέρους των Εφεσειόντων ότι «μάλιστα συζητούσε» με τον διευθυντή των προηγούμενων ιδιοκτητών για τον καθορισμό του ενοικίου.

 

Να σημειωθεί σχετικά ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ενώπιον μας με την γραπτή αγόρευσή του ότι ο παράγοντας επιτυχίας της έφεσης δεν είναι περιθωριακής σημασίας, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε λανθασμένη ερμηνεία του ως άνω όρου ανανέωσης και δεν έλαβε υπόψη την ως άνω «Βεβαίωση».

 

Είμαι της άποψης ότι εν όψει του νόμου και της νομολογίας που θα αναλύσω πιο κάτω, η ως άνω «Βεβαίωση» και τα όσα ομνύει ο ενόρκως δηλών εκ μέρους των Εφεσειόντων αναφορικά με την ισχυριζόμενη ανανέωση της ενοικίασης δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να οδηγήσουν σε ερμηνεία του επίδικου όρου που να καθιστά τα όσα συνέβησαν βάσει των γεγονότων που επικαλούνται οι Εφεσείοντες έγκυρη ανανέωση για περίοδο 5 ετών όπως υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες.

 

Το τι συνιστά αυτόματη ανανέωση έχει νομολογηθεί, βλ. Αργύρη v. Χρυσοστόμου (2006) 1ΑΑΔ 1362. Η επέκταση της συμφωνία ενοικίασης προβλέπεται δυνητικά και δεν δημιουργείται νέα ενοικίαση όταν ο ενοικιαστής έχει εκ της αρχικής συμφωνίας ενοικίασης δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης της συμφωνίας υπό συγκεκριμένους όρους και για συγκεκριμένο ενοίκιο. Είναι ξεκάθαρο ότι ο επίδικος όρος δεν αφορά αυτόματη ανανέωση. Οπότε ορθά αποφάσισε περί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Με όποιον τρόπο και αν ερμηνευθεί ο επίδικος όρος περί ανανέωσης, τα γεγονότα που επικαλούνται οι Εφεσείοντες δεν μπορούν να στηρίξουν την θέση που προώθησαν ως υπεράσπιση στην πρωτόδικη διαδικασία για έκδοση συνοπτικής απόφασης, ότι δηλαδή πραγματοποιήθηκε έγκυρη ανανέωση για 5 έτη:

Πρώτον, εφόσον η «Βεβαίωση» στην οποία στηρίζονται οι Εφεσείοντες αναφέρει ότι «παρέμεινε ο καθορισμός του ενοικίου», η ισχυριζόμενη  ανανέωση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι έγκυρη λόγω αοριστίας κατά εφαρμογή του άρθρου 29 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Δεν νοείται έγκυρη ενοικίαση χωρίς συμφωνημένο το ύψος του ενοικίου. Ο όρος που αφορά το ενοίκιο αποτελεί βασικό στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης και αν αυτό παραμένει αδιευκρίνιστο η οποιαδήποτε συμφωνία ανανέωσης μίσθωσης  δεν μπορεί παρά να κριθεί άκυρη. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα  Chitty on Contracts, Twenty-Fourth Edition, Volume I, σελ. 349, με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, μίσθωση όπου το ενοίκιο παραμένει να αποφασισθεί μεταξύ των μερών δεν αποτελεί δεσμευτική συμφωνία: «A lease 'at a rent to be agreed' is not a binding contract

 

Δεύτερον, η ισχυριζόμενη ανανέωση σύμφωνα με τη «Βεβαίωση» ήταν για 5 χρόνια. Σχετικό είναι το άρθρο 77 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«Προϋποθέσεις μισθώσεων και συμβάσεων λόγω γάμου

77.-(1) Σύμβαση που αφορά τη μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας για περίοδο που υπερβαίνει το ένα έτος δεν είναι έγκυρη και εκτελεστή εκτός αν-

(α) είναι γραπτή και

(β) υπογράφεται στο τέλος αυτής, από το κάθε πρόσωπο που βαρύνεται από τη σύμβαση ή από πρόσωπο το οποίο είναι ικανό προς το συμβάλλεσθαι και το οποίο έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί να υπογράψει εκ μέρους του πιο πάνω προσώπου στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, οι οποίοι και προσυπογράφουν τη σύμβαση ως μάρτυρες.»

 

Ο ομνύων διευθυντής των Εφεσειόντων στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την ένσταση στην αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης ορκίστηκε σχετικά:

 

«Η Καθ' ης η Αίτηση Εταιρεία μέσω μου ειδοποίησε την Εταιρεία Κ. Athienitis Contractors Developers Plc Ltd ότι επιθυμεί την ανανέωση της ενοικίασης και συζητούσαμε με τον διευθυντή της εν λόγω Εταιρείας το καθορισμό του ενοικίου ώστε να υπογραφεί νέο ενοικιαστήριο έγγραφο για άλλα πέντε ή και περισσότερα χρόνια, όπως εγένετο από το 2002 και μετά.Επειδή η Εταιρεία Κ. Athienitis Contractors Developers Plc Ltd μεταβίβασε το κατάστημα στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ λόγω διευθέτησης δανείων, δεν υπογράφηκε τελικά νέο ενοικιαστήριο έγγραφο».

 

Είναι πιστεύω ξεκάθαρο ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως παρατίθενται από τους Εφεσείοντες δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν έγκυρη ανανέωση  του ενοικιαστηρίου ή έστω έγκυρη νέα μίσθωση για 5 χρόνια βάσει του νόμου και της νομολογίας.

 

Με επίγνωση ότι το ενδεχόμενο της αποτυχίας της έφεσης, για να μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας θα πρέπει να κρίνεται ως τέτοιο με βεβαιότητα, θα εξετάσω και ένα τρίτο ενδεχόμενο το οποίο δεν τέθηκε ρητώς με τους λόγους έφεσης για να τονίσω ακριβώς ότι εξέτασα με προσοχή τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης πριν καταλήξω ότι η υπόθεση  αυτή αποτελεί εξαίρεση από τις πλείστες περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η πρόγνωση με βεβαιότητα της αποτυχίας της έφεσης.

 

Εξηγώ: Οι  διάδικοι δεν αμφισβήτησαν την εγκυρότητα του εν λόγω ενοικιαστηρίου στην πρωτόδικη διαδικασία και το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι οι διάδικοι δεσμεύονταν από τον όρο του ενοικιαστηρίου που αφορούσε το θέμα της ανανέωσης αυτού. Οι Εφεσειόντες ισχυρίσθηκαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τον εν λόγω όρο και δεν έλαβε υπόψη την ως άνω «Βεβαίωση».

 

Παρά την πιο πάνω θέση των Εφεσειόντων, θα εξετάσω ακόμη και το κατά πόσον τα όσα περιλαμβάνονται στην ως άνω «Βεβαίωση» και όσα τέθηκαν ως μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ισχυριζόμενη ανανέωση θα μπορούσαν να αποτελέσουν τροποποίηση του ως άνω αναφερομένου επίδικου όρου ανανέωσης που περιλαμβάνεται στο Ενοικιαστήριο Έγγραφο, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανανέωση υπό άλλους, διαφορετικούς, ενδεχομένως τροποποιημένους όρους. 

 

Έχει τεθεί στην κυπριακή νομολογία το ερώτημα αν όρος μίσθωσης που διέπεται από το άρθρο 77 του περί Συμβάσεων Νόμων Κεφ. 149 δύναται να τροποποιηθεί είτε προφορικά είτε δια της συμπεριφοράς των συμβαλλομένων. Στην παρούσα υπόθεση, από τα όσα ρητώς αναφέρονται στο επίδικο ενοικιαστήριο έγγραφο, η περίοδος ενοικίασης ήταν 5 χρόνια και αυτό υπογράφηκε στην παρουσία δύο μαρτύρων οπότε η μίσθωση διέπεται από το άρθρο 77 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.

 

Σύμφωνα με δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν είναι η δυνατή η τροποποίηση όρων μίσθωσης η οποία για να είναι έγκυρη απαιτείται η τήρηση των πιο πάνω τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται ως άνω, στο άρθρο 77, χωρίς η σκοπούμενη τροποποίηση να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να τηρούνται οι ως άνω τυπικές προϋποθέσεις.  Με άλλα λόγια για να επιτευχθεί η τροποποίηση του ως άνω όρου που αφορά την ανανέωση ώστε να καταστεί δυνατή η ανανέωση όπως περιγράφεται στην εν λόγω «Βεβαίωση» και από τον ομνύοντα, θα έπρεπε να είχε υπογραφεί σχετική συμφωνία τροποποίησης του όρου που αφορούσε την ανανέωση, ή νέα συμφωνία μίσθωσης μεταξύ των συμβαλλομένων, από αμφότερους στην ταυτόχρονη παρουσία δύο μαρτύρων, δηλαδή τηρουμένων των προϋποθέσεων του ως άνω άρθρου 77.

 

Στην PETROLINA LTD. v. ATHINODOROS VASSILIADES (1975) 1 CLR 289 η επίδικη συμφωνία αποτελούσε έγκυρη συμφωνία μίσθωσης για 20 χρόνια η οποία είχε συναφθεί τηρουμένων των προνοιών του άρθρου 77 του Κεφ. 149 και οι συμβαλλόμενοι διαπραγματεύτηκαν και συμφώνησαν την αύξηση του ενοικίου που προβλεπόταν στη συμφωνία χωρίς να τηρήσουν τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εν λόγω άρθρο. Μάλιστα για σειρά ετών, οι συμβαλλόμενοι κατέβαλλαν και αποδέχονταν αυξημένο ενοίκιο. Υπήρχε δηλαδή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου η θέση ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν τόσο προφορικά όσο και με τη συμπεριφορά τους να τροποποιήσουν τον όρο περί ενοικίου που περιείχε η σύμβαση μίσθωσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ως εξής:

«In the light of the authorities and having regard to the argument of both counsel, we are of the view that the argument of counsel on behalf of the appellant succeeds on this issue because in our view, there was no valid variation of the original contract once the contract was within the provisions of s. 77 of our law.» 

 

(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο).

 

Όσον αφορά τη νομική ανάλυση επεξήγησε ως εξής:

«It has not been challenged by counsel that the original contract of lease was within the provisions of s. 77 of our law, and the question posed is whether the said contract was properly varied as to the increase of rent and whether such variation was legally made. It has been said in a number of cases in England that if the contract is one which is required by law to be made and evidenced by writing, it cannot be varied by a new oral agreement, even if the variation relates only to a part of the contract which, if it stood by itself, would not be required to be in writing. If authority is needed, the case of Goss v. Nugent (Lord) [1833] 5 B. & Ad. 58, provides the answer. In that case, the plaintiff agreed in writing to sell to the defendant certain plots of land. In an action by the plaintiff against the defendant for the purchase money, the defendant pleaded that the title to one of the plots was defective. To this plea, the plaintiff replied that the defendant had orally agreed to waive the effect and to accept the existing title. The Court held that since the contract was one which was required by law to be evidenced by writing, the oral variation was not admissible and the defendant was entitled to succeed on the ground that a good title had not been made. (See also Harvey v. Grabham [1836] 5 Ad. & El. 61; Vezey v. Rashleigh [1904] 1 Ch. 634; Morris v. Baron & Co. [1918] A.C. 1, H.L. disapproving Williams v. Mocs' Empires Ltd. [1915] 3 K.B. 242; Hartley v. Hymans [1920] 3 K.B. 475 and British and Benningtons Ltd. v. North Western Cachar Tea Co. [1923] A.C. 48 H.L.)»

 

 

Σημειώνεται ότι η πιο πάνω αρχή του δικαίου των συμβάσεων επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα από το αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο στην Rock Advertising Ltd v. MWB Business Exchange Centres Ltd (2018) U.K.S.C. 24., το οποίο επεσήμανε ότι όπου βάσει νομοθεσίας απαιτείται συγκεκριμένος τύπος για τη σύναψη της σύμβασης τότε αυτή μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με τον ίδιο συγκεκριμένο τύπο ο οποίος προβλέπεται νομοθετικά για τη σύναψή της.

 

Εν όψει των πιο πάνω,  θεωρώ ότι στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης είμαι σε θέση να προβώ  με βεβαιότητα σε πρόγνωση ως προς την αποτυχία της Έφεσης, χωρίς να προδικάζω όμως παράλληλα το αποτέλεσμα της Έφεσης. Εφόσον σύμφωνα με τα γεγονότα που παρέθεσαν οι Εφεσείοντες, τον νόμο και την νομολογία δεν είναι δυνατόν να συντελέστηκε ανανέωση του ενοικιαστηρίου μέχρι το 2026, τότε αυτό έληξε την 31/8/2021 και δεν εξειδικεύθηκε υπεράσπιση που να υποστηρίζει το αντίθετο όπως απαιτείται στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Κρίνω ότι στην παρούσα υπόθεση ο παράγοντας αυτός είναι αποφασιστικής σημασίας υπέρ της απόρριψης της αίτησης. Θεωρώ ότι εφόσον δεν διακρίνω σοβαρό ζήτημα προς συζήτηση το οποίο θα μπορούσε να αποφασισθεί υπέρ των Εφεσειόντων, οι Εφεσίβλητοι δεν θα πρέπει να στερηθούν το δικαίωμα τους να λάβουν κατοχή του ακινήτου.  Περαιτέρω όμως λαμβάνω κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας υπόψη και τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε η αδελφή Δικαστής Παπαδοπούλου στην απόφαση πλειοψηφίας σχετικά με την ανεπανόρθωτή ζημιά που ενδεχομένως να υφίσταται διάδικος ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει το μίσθιο από το οποίο ασκεί την επιχείρησή του (βλ. Ανδρέας Μιχαηλίδης ν Θωμάς Σαββίδης, Πολ. Εφ. 285/2016 ημερ. 22.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:A314 και Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, στη σελίδα 3423). Θεωρώ ότι η νομολογία δεν δημιουργεί γενική αρχή δικαίου όπου τεκμαίρεται τέτοια ανεπανόρθωτη ζημιά σε κάθε υπόθεση που αφορά μίσθιο από το οποίο ασκείται επιχείρηση. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Precedent in English Law, Cross and Harris, Fourth Edition, Oxford University Press, σελ. 222 «decisions on questions of fact do not constitute a precedent».

 

Στην παρούσα  υπόθεση οι Εφεσείοντες υποστήριξαν δια τους ομνύοντος στην αίτηση τους ότι ασκούν τις εργασίες τους από το επίδικο κατάστημα από το 2002, δεν έχουν άλλο κατάστημα και αυτό είναι η μοναδική τους επαγγελματική στέγη. Επίσης ισχυρίσθηκαν ότι αν δεν δοθεί η αιτούμενη αναστολή θα καταστραφούν οικονομικά. Δεν τεκμηρίωσαν με στοιχεία τους λόγους για τους οποίους η εγκατάλειψη του μίσθιου θα τους προκαλέσει τέτοια ανεπανόρθωτη ζημιά και οικονομική καταστροφή. Υποστήριξαν επίσης ότι η επιχείρηση που ασκούν οι Εφεσείοντες είναι οικογενειακή και σε περίπτωση άμεσης παράδοσης του ακινήτου θα επέλθει πλήρης αποστέρηση των μέσων βιοπορισμού του ιδίου του ομνύοντος και της οικογένειας του και η ζημιά του θα είναι ανεπανόρθωτη. Καμία αναφορά δεν έγινε από τον ομνύοντα σε περιστάσεις όπως π.χ. στη φύση της επιχείρησης των Εφεσειόντων, στα χαρακτηριστικά του καταστήματος και στους λόγους επηρεασμού της εμπορική εύνοιας ή άλλης πτυχής της επιχείρησης των Εφεσειόντων από τη μετακίνηση της επιχείρησης της από το μίσθιο. Και πάλι θα καταλήξω ότι, χωρίς τεκμηρίωση των ισχυρισμών αυτών με στοιχεία, δεν θεωρώ (εν όψει της βεβαιότητας κατά την άποψη μου της αποτυχίας της Έφεσης) ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης λόγω εξαιρετικών περιστάσεων που να έχουν καταδείξει οι Εφεσείοντες.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, θα απέρριπτα την αίτηση με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ των Εφεσιβλήτων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

     

                                                         Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο