ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E104/2018)
27 Σεπτεμβρίου, 2023
ALPHA PANARETI PUBLIC LTD
Εφεσείουσα/Εναγόμενη ΚΑΙ
ELAINE MARGARET HOVEY
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
-----------------------------
Για Εφεσείουσα: κ. Α. Κασιανής για κ.κ. Α. Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ
Για Εφεσίβλητη: κα Μ. Παύλου και κ. Ι. Γιασουμή για κ.κ. G. Kouzali LLC
-----------------------------
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης, η εφεσείουσα εταιρεία (εναγόμενη στην πρωτόδικη διαδικασία) προσβάλλει την απόφαση του Ε.Δ.Πάφου (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ.
4.6.2018, με την οποία απέρριψε την αίτηση της για παραμερισμό της ερήμην, εκδοθείσας εναντίον της απόφασης ημερ.8.3.2016. Με την απόφαση αυτή, η εφεσείουσα διατάχθηκε να καταβάλει στην εφεσίβλητη (ενάγουσα στην πρωτόδικη διαδικασία) το ποσό των στερλινών Αγγλίας £84.785,46 πλέον £4.088,00 για τη διάρρηξη δύο συμφωνιών πώλησης διαμερισμάτων που βρίσκονταν σε Λεμεσό και Πάφο αντίστοιχα. Παράλληλα, η απόφαση, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει και δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω συμφωνίες τερματίστηκαν νόμιμα από την εφεσίβλητη.
Σύμφωνα με το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, η αγωγή επιδόθηκε νομότυπα στον διευθυντή της εφεσείουσας, Ανδρέα Ιωάννου στις 29.1.2016. Παρά ταύτα δεν καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης εγκαίρως, με αποτέλεσμα οι δικηγόροι της εφεσίβλητης να καταχωρήσουν στις 22.2.2016 αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης. Η αίτηση αυτή, κατόπιν απόδειξης οδήγησε στην έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης ημερ.8.3.2016. Τελικά, σημείωμα εμφάνισης καταχωρήθηκε πολλούς μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 25.10.2016. Την επαύριον - 26.10.2016, ακολούθησε η καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης ημερ.8.3.2016. Τα δύο αυτά διαβήματα - κατ' ομολογία του διευθυντή της εφεσείουσας - λήφθηκαν μόλις επικοινώνησε μαζί του δικαστικός επιδότης και τον ενημέρωσε ότι οι δικηγόροι της εφεσίβλητης είχαν εκδώσει ένταλμα κατασχέσεως κινητών εναντίον της εφεσείουσας.
Το πώς οδηγήθηκαν τα πράγματα στην πιο πάνω κατάληξη αποτελεί αντικείμενο έντονης διαφωνίας μεταξύ των μερών. Αφενός, η εφεσείουσα, μέσω του διευθυντή της, ισχυρίζεται ότι μετά την επίδοση της αγωγής στις 29.1.2016 και συγκεκριμένα την 1.2.2016 συνάντησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στα πλαίσια άλλης υπόθεσης που είχαν μαζί, τον δικηγόρο της εφεσίβλητης Τ. Κουζαλή. Συνομίλησαν σε καλό και εποικοδομητικό κλίμα και συμφώνησαν αφενός όπως μη καταχωρηθεί σημείωμα εμφάνισης και αφετέρου μη ληφθεί οποιοδήποτε διάβημα για την έκδοση απόφασης, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί νέα συνάντηση μεταξύ τους με σκοπό την εξεύρεση εξώδικου διακανονισμού. Σημειώνεται, ότι η υπόθεση, κατά τον ισχυρισμό του διευθυντή, ανήκε σε μια ομάδα υποθέσεων, της ίδιας φύσης που είχαν ήδη καταχωρηθεί εναντίον της εφεσείουσας από Άγγλους αγοραστές ακινήτων που εκπροσωπούνταν από το ίδιο δικηγορικό γραφείο. Η συνεννόηση και η προσπάθεια δηλαδή που θα καταβάλλετο για εξώδικο διακανονισμό, θα αφορούσε όλες τις καταχωρηθείσες υποθέσεις.
Ενώ λοιπόν ανέμενε τον δικηγόρο να επικοινωνήσει μαζί του για να διευθετηθεί η συνάντηση για διακανονισμό των υποθέσεων, προς μεγάλη του έκπληξη, έλαβε το τηλεφώνημα από τον δικαστικό επιδότη για τη λήψη μέτρων εκτέλεσης. Πάραυτα, προχώρησε με την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τη θέση του διευθυντή για συνάντηση και συνομιλία με τον δικηγόρο της εφεσίβλητης στο Ε.Δ.Πάφου φαίνεται να τη συνεπικουρεί και η τότε δικηγόρος του Στ. Φλωράκη. Η κα Φλωράκη με ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε εκ των υστέρων προς υποστήριξη της πρωτόδικης αίτησης, αναφέρει πως θυμάται να έγινε πράγματι συνάντηση μεταξύ του διευθυντή και του δικηγόρου Τ. Κουζαλή στο Ε.Δ. Πάφου. Δεν είναι σίγουρη αν η συνάντηση αυτή ήταν την 1.2.2016 ή στις 2.2.2016. Δεν ήταν αυτήκοη μάρτυρας των όσων λέχθηκαν μεταξύ τους, αλλά ο διευθυντής της εφεσείουσας, της μετέφερε μετά, το περιεχόμενο της συνομιλίας, εξηγώντας της ότι έγινε σε φιλικό κλίμα και ότι υπήρχε καλή διάθεση για διευθέτηση των υποθέσεων.
Η θέση της εφεσίβλητης, ως προβάλλεται σε δύο ένορκες δηλώσεις της δικηγόρου Ξένιας Σπύρου είναι πολύ απλή. Ο κ. Κουζαλής δεν ήταν στο Δικαστήριο της Πάφου ούτε την 1.2.2016 ούτε στις 2.2.2016. Κατ' επέκταση δεν συναντήθηκε κατά τις προαναφερθείσες ημερομηνίες με τον διευθυντή της εφεσείουσας και συνακόλουθα δεν συμφώνησαν να ξανά συναντηθούν για την εξεύρεση εξώδικης διευθέτησης. Ομοίως, ουδέποτε του υποσχέθηκε ότι δεν θα λαμβάνετο διάβημα για την εξασφάλιση απόφασης είτε στην παρούσα είτε σε οποιαδήποτε άλλη υπόθεση. Τις θέσεις αυτές τις υποστήριξε πρωτόδικα με την προσκόμιση αντιγράφων σελίδων του προσωπικού ημερολογίου του κ. Κουζαλή, αλληλογραφίας, αλλά και άλλων πειστηρίων που έτειναν να καταδείξουν ότι κατά τις προαναφερθείσες ημερομηνίας ο κ. Κουζαλής ήταν απασχολημένος με άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις εκτός Δικαστηρίου Πάφου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με μια απόφαση 28 σελίδων καταπιάνεται εκτενώς με τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών, προβαίνοντας σε έντονα σχόλια και παρατηρήσεις, αλλά και στην εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τα διαδικαστικά δρώμενα της υπόθεσης όπως και της συμπεριφοράς, διαγωγής και ειλικρινείας εμπλεκομένων προσώπων. Τελικώς, αποφαίνεται ότι η εφεσείουσα αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αλλά η αίτηση της θα έπρεπε να απορριφθεί αφού επέδειξε συμπεριφορά που έφτανε τα όρια της καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας, αλλά και του αντιδίκου.
Όπως προαναφέραμε η εφεσείουσα προσβάλλει την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης. Έχει ως ακολούθως:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ ορθά αποφάσισε ότι η εναγομένη-εφεσείουσα εταιρεία αποκάλυψε πράγματι εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής (βλέπε σελ.27 της Πρωτόδικης Απόφασης) και ενώ ταυτόχρονα ορθά αποφάσισε ότι η εναγομένη - εφεσείουσα εταιρεία εγείρει ένα περαιτέρω στοιχείο υπεράσπισης που εκ πρώτης όψεως και εξ αντικειμένου φαίνεται να στοιχειοθετείται και με διάφορα τεκμήρια που προσκόμισε η εναγομένη - εφεσείουσα (βλέπε σελ.28 της Πρωτόδικης Απόφασης), εντούτοις το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα απέρριψε την αίτηση της εναγομένης - εφεσείουσας εταιρείας επί το ότι όπως εσφαλμένα και αντινομικά διαπίστωσε η διαγωγή της εναγομένης εταιρείας αποτελεί κλασσική περίπτωση διαγωγής ασυγχώρητης, περιφρονητικής μέχρι του βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των εναγόντων - εφεσιβλήτων και κατ΄ ακολουθία εσφαλμένα απέρριψε την αίτηση της εναγομένης-εφεσείουσας για παραμερισμό της απόφασης και εσφαλμένα επεδίκασε τα δικαστικά έξοδα εναντίον της εναγομένης-εφεσείουσας εταιρείας (βλέπε σελ. 28 & 31 της Πρωτόδικης Απόφασης).
Πρώτού ασχοληθούμε με την ουσία του λόγου έφεσης, αξίζει να σκιαγραφούν επιγραμματικά, οι εφαρμοστέες νομικές και νομολογιακές αρχές.
Αναδεικνύουμε κατ' αρχάς τους (νέους) Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, οι οποίοι δυνάμει του Κανονισμού 60.1(1)
(μεταβατική διευθέτηση) έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τις 3 Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο και από 1 Σεπτεμβρίου 2023 στις υπόλοιπες δικαιοδοσίες στις οποίες αφορούν, σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1 Σεπτεμβρίου 2023.
Ο παραμερισμός ή η διαφοροποίηση απόφασης ερήμην διέπεται από το Μέρος 14 του νέων Κανονισμών. Ο Κανονισμός 14.2. παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 και ο Κανονισμός 14.3. παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τέτοια απόφαση. Το Δικαστήριο ασκεί αυτή του τη διακριτική ευχέρεια όταν «ο εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση» (Κανονισμός 14.3(1)(α)) ή όταν κρίνει «ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος» για να παραμεριστεί η απόφαση ή να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί (Κανονισμός 14.3(1)(β)). Κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο το πρόσωπο που επιδιώκει τον παραμερισμό υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή (Κανονισμός 14.3(2)).
Προηγουμένως και κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης, ο παραμερισμός απόφασης διέπετο από τη Διαταγή 17, Θεσμός 10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος, με λακωνικότητα, προέβλεπε απλώς τα εξής:
«where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary judgment upon such terms as may be just.»
Σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης, διαδραμάτισε διαχρονικά η Νομολογία, τόσο η Αγγλική όσο και η δική μας.
Χωρίς αμφιβολία θεμελιακή επί του θέματος είναι η αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, η οποία ακολουθήθηκε σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μεταξύ αυτών και η Πατούρης v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
"Καθιερωμένες μπορεί να θεωρηθούν οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σ'αυτό το πεδίο. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης."
Στην Bush κ.α. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342 αναφέρονται, στις σελ. 1345-1346, τα ακόλουθα:
"Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17, θ.10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae us sit finis litium.
Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση."
Σε σχέση ειδικά με τη δικαιολόγηση της μη εμφάνισης, σχετική είναι η Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 όπου λέχθηκε ότι αίτηση παραμερισμού δύναται να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία να ισοδυναμεί με τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας (βλ. επίσης Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ 26, Γιωργαλλίδης v. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1101, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ιακώβου κ.α., (2001) 1
Α.Α.Δ. 457, Καλλής v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 (B) A.A.Δ. 793,
Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601 και
Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ.64).
Το βάρος για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας ερήμην βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει (όχι να αποδείξει) μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή καταφρονητική συμπεριφορά προς τη δικαστική διαδικασία (βλ.Wakeham v.
Bhattti κ.α. Πολ. Έφεση 49/2011, ημερ. 25.5.2016).
Όπου υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, θα πρέπει στο βαθμό του δυνατού, να αποφεύγει να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, έχοντας όμως πάντοτε κατά νουν ότι είναι ο αιτητής που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ.816). Συνεπώς, όταν ο καθ' ου η αίτηση με την αρχική και/ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση του, θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση, τότε, αναμένεται από τον αιτητή όπως ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που παρέχονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για να αποκαταστήσει την υποβαλλόμενη εικόνα των πραγμάτων. Τούτο, όχι ως ζήτημα ενδελεχούς αποτίμησης της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, αλλά στα πλαίσια απόσεισης του βάρους απόδειξης που αυτός επωμίζεται.
Στην προκειμένη περίπτωση και επί του λόγου έφεσης, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (σελ. 27-28 της απόφασης) αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Η κατάληξη αυτή δεν αμφισβητείται και επομένως δεν έχουμε λόγο και ρόλο να επέμβουμε. Όπως ορθά υποδεικνύουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας, η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, αναφύεται από τη Νομολογία, ως στοιχείο κυρίαρχο στον παραμερισμό μιας απόφασης. Το στοιχείο όμως αυτό δεν είναι απόλυτο. Στο μικροσκόπιο τίθεται και η εν γένει διαδικαστική συμπεριφορά, σπουδή ή ολιγωρία του εκάστοτε αιτητή, αναλόγως περίπτωσης. Όταν δε η συμπεριφορά αυτή ισοδυναμεί με ασύγγνωστη αδιαφορία και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, τότε ο αιτητής χάνει το έρεισμα να ζητά παραμερισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση φρονούμε πως η καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας από μέρους της εφεσείουσας είναι διάχυτη. Την καταφρόνηση αυτή την εντόπισε εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και δεν χρειαζόταν να προβεί στα σχόλια στα οποία προέβη ή να προσεγγίσει το ζήτημα, υπό τύπον αποτίμησης αξιοπιστίας και επιλογής της μιας εκδοχής έναντι της άλλης. Με άλλα λόγια, υπάρχει έκδηλη καταφρόνηση ακόμα και με την εκδοχή των γεγονότων από πλευράς διευθυντή της εφεσείουσας. Εξηγούμε.-
Ο διευθυντής της εφεσείουσας ισχυρίζεται ότι, μετά την επίδοση της αγωγής και συγκεκριμένα την 1.2.2016 συνάντησε τον δικηγόρο της εφεσίβλητης στο Ε.Δ. Πάφου και ο τελευταίος δεσμεύτηκε πως δεν θα προωθούσε την αγωγή μέχρις ότου συναντηθούν εκ νέου με σκοπό τη διευθέτηση. Η συνεννόηση, πάντοτε κατά την εκδοχή του διευθυντή, αφορούσε όχι μόνον τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά και τέσσερις άλλες υποθέσεις που επιδόθηκαν στην εφεσείουσα την ίδια ημερά - της 2274/15, της 2275/15, της 105/16 και της 106/16 (παράγραφος 22 Ε/Δ.
Ανδρέα Ιωάννου ημερ. 26.10.2016).
Η εφεσείουσα δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης σε καμία από τις πιο πάνω αγωγές. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σε αυτές. Άλλες δέκα αγωγές της επιδόθηκαν στις 11.3.2016. Έξι αγωγές της επιδόθηκαν στις 27.5.2016, τρεις αγωγές της επιδόθηκαν στις 2.8.2016 και δύο αγωγές της επιδόθηκαν στις 23.9.2016. Ούτε σε αυτές τις αγωγές καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης, προφανώς με την ίδια συλλογιστική (παράγραφο 26 Ε/Δ Ανδρέα Ιωάννου ημερ.
26.10.2016).
Με άλλα λόγια, αρκούμενος σε μια προκαταρκτική, πρόχειρη και απρογραμμάτιστη συνάντηση και συνεννόηση με τον αντίδικο δικηγόρο για μελλοντική συζήτηση των ήδη καταχωρημένων υποθέσεων, εφησυχάστηκε σε βαθμό που η εφεσείουσα δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και σε άλλες 21 τουλάχιστον υποθέσεις που της επιδόθηκαν κατά το διάστημα των επόμενων 8 σχεδόν μηνών. Τούτο, χωρίς υπόβαθρο ότι η αρχική συνεννόηση κάλυπτε συγκεκριμένα και τις μελλοντικές αυτές υποθέσεις. Περαιτέρω, χωρίς μαρτυρία ότι υπήρξε οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ εφεσείουσας και αντίδικου δικηγόρου στο μεσοδιάστημα για καθορισμό συνάντησης και χωρίς στέρεα εξήγηση γιατί ο δικηγόρος αθέτησε την υπόσχεση του μόνον στη συγκεκριμένη υπόθεση και όχι στις υπόλοιπες 25.
Φρονούμε, πως η εφεσείουσα όφειλε να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, διασφαλίζοντας βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, τα συμφέροντα και δικαιώματα της μέχρις ότου λάβει χώρα η κατ' ισχυρισμό συνάντηση. Φρονούμε περαιτέρω ότι η απραξία και αδιαφορία για εννέα ολόκληρους μήνες μέχρι τον Οκτώβριο του 2016 που εκδόθηκε η απόφαση είναι ασύγγνωστη. Αν η εφεσείουσα ενδιαφερόταν πραγματικά για διευθέτηση είτε της παρούσας υπόθεσης είτε των λοιπών υποθέσεων, όφειλε να επικοινωνήσει η ίδια με τον αντίδικο δικηγόρο και να καθορίσει οσονούπω και επιτακτικά συνάντηση. Αυτή ήταν που θα έμενε εκτεθειμένη από τη μη καταχώρηση εμφάνισης και όχι η αντίδικη πλευρά. Η διαδικασία της καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης δεν ήταν άγνωστη στην εφεσείουσα αφού όπως αναφέρεται στην παράγραφο 45 της Ε/Δ Ανδρέα Ιωάννου ημερ. 26.10.2016, σε όλες τις αγωγές που της επιδόθηκαν μέχρι τον 12/2015, καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης.
Παρά ταύτα, η εφεσείουσα θορυβήθηκε μόνον όταν δρομολογήθηκαν μέτρα εκτέλεσης εναντίον της, επτά μήνες μετά την έκδοση της απόφασης και εννιά μήνες μετά την κατ' ισχυρισμό συνεννόηση μεταξύ διευθυντή και δικηγόρου. Η αδιαφορία και απαξίωση της ήδη δρομολογηθείσας εναντίον της εφεσείουσας δικαστικής διαδικασίας ισοδυναμεί με καταφρόνηση, ώστε η πρωτόδικη κρίση επί του προκειμένη να είναι απόλυτα ορθή.
Έπεται πως ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.
ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.