ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/23)
18 Σεπτεμβρίου, 2023
[ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΡΧΗ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΡΗ (ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 248/2018)
ΝΙΚΟΛΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ (ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 517/2018),
Εφεσιβλήτων.
--------------------
Στ. Μαξιούτη (κα) για κ Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Εφεσείουσα.
Π. Παναγιώτου (κος) για κ Κ. Παναγιώτου & Σία ΔΕΠΕ (προσφυγή 248/18), Δ. Νικολετόπουλος (κος) για κ Ε. Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ (προσφυγή 517/18), για Εφεσίβλητους.
--------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ.
-----------------------------
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Η Εφεσείουσα καταχώρησε την 15.6.2023 την ακόλουθη αίτηση διά κλήσεως:
«Καλούνται όλοι οι διάδικοι όπως παρουσιαστούν ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου [sic] στις 11/07/23 και ώρα 9:30 π.μ. κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης, με την οποία η Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση/Αρχή Λιμένων Κύπρου εξαιτείται από το Σεβαστό Δικαστήριο:
Α. Διάταγμα και/ή οδηγίες του Σεβαστού Δικαστηρίου για σύντομη εκδίκαση και αποπεράτωση της παρούσας Έφεσης και/ή οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία, την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις.
Β. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».
Eισαγωγικά, το Διοικητικό Δικαστήριο αποδέχθηκε τις πρωτόδικες προσφυγές των Εφεσιβλήτων, ακυρώνοντας κατά προέκταση τον διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους (εφεξής «το Ε.Μ.») στη θέση Διευθυντή Λιμανιού Λάρνακας, για τον λόγο της παράνομης σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσείουσας κατά τη συνεδρία ημερ. 21.12.2017, όπου αποφασίστηκε ο διορισμός του Ε.Μ., με το σκεπτικό ότι το Άρθρο 18(3) του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου και το Άρθρο 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου επέτρεπαν μεν στη Γενική Διευθύντρια της Εφεσείουσας να παρευρεθεί στην επίμαχη συνεδρία της 21.12.2017, αλλά όχι να παραμείνει σε αυτήν κατά το χρόνο στον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσείουσας διαβουλεύτηκε και αποφάσισε το διορισμό του Ε.Μ., καθώς και για τον λόγο της μη τήρησης άρτιων πρακτικών.
Δεδομένης, λοιπόν, της κατάληξης του Διοικητικού Δικαστηρίου, η αίτηση διά κλήσεως συνοδεύεται από ένορκη δήλωση (της Διευθύντριας Διοίκησης και Προσωπικού της Εφεσείουσας) κατά την οποία η εκκαλούμενη κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου (περί της παράνομης παραμονής της Γενικής Διευθύντριας στη συνεδρία, αφότου το Διοικητικό Συμβούλιο άρχισε τη διαβούλευση για την επιλογή προς διορισμό του Ε.Μ.) αφενός συγκρούεται με δεσμευτική νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου και, αφετέρου, είναι αντίθετη με άλλη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Ως αποτέλεσμα, συνεχίζει η ενόρκως δηλούσα, η (κατά τον ισχυρισμό της) αντίθεση της εκκαλούμενης κρίσης με άλλη νομολογία, δημιουργεί επισφαλείς νομικές συνθήκες για τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσείουσας, διότι αυτό τελεί σε δίλημμα ως προς το ποια νομολογία από τις συγκρουόμενες να τηρεί, σε σχέση με την παραμονή της Γενικής Διευθύντριας στο στάδιο των συνεδριών του Διοικητικού Συμβουλίου στο οποίο συζητούνται και λαμβάνονται εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις.
Ως εκ τούτου, η ενόρκως δηλούσα υποβάλλει ότι είναι αναγκαία η εκ του Εφετείου αποδοχή της επίδικης αίτησης της Εφεσείουσας για σύντομη εκδίκαση της έφεσης, διαφορετικά προκαλείται ανασφάλεια δικαίου η οποία διακυβεύει τη νομιμότητα των ενεργειών της τελευταίας.
Στην ακρόαση της 19.7.2023 επί της αίτησης για σύντομη εκδίκαση της έφεσης, η Εφεσείουσα επανέλαβε ότι τελεί σε δίλημμα ποια νομολογία να ακολουθήσει, και ότι το Διοικητικό της Συμβούλιο αδυνατεί να αφαιρέσει από τη Γενική Διευθύντρια το δια του άνω Άρθρου 18(3) δικαίωμά της (το οποίο κατά την Εφεσείουσα απορρέει από αυτό το Άρθρο) να παρευρίσκεται σε όλα τα στάδια των συνεδριών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Ως προς την εκ της εκκαλούμενης απόφασης ερμηνεία του άνω Άρθρου 18(3), η Εφεσείουσα προβάλλει ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής δεν θεώρησε εαυτόν δεσμευμένο από (αντίθετες ερμηνευτικά με τη δική του κρίση) αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση και, κατά προέκταση, εσφαλμένα δεν τις ακολούθησε.
Περαιτέρω, η Εφεσείουσα πρόσθεσε ότι, σε σχέση με την (κατά την ίδια) εσφαλμένη προσέγγιση της εκκαλούμενης απόφασης, ως προς την ερμηνεία του προαναφερόμενου Άρθρου 18(3), το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση ημερομηνίας 30.6.2023 στις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές Αρ. 1541/2018 και 54/2019 ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ "ΑΔΚ ΑΡΩΝΗΣ‑ΔΡΕΤΤΑΣ‑ΚΑΡΛΑΥΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ Α.Ε. ΚΑΙ Π. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΛΤΔ" v. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, η οποία ερμηνεύει ορθά το εν λόγω Άρθρο και δη ομονοώντας με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση.
Ενόψει των ανωτέρω, η Εφεσείουσα αιτήθηκε προφορικά, κατά την ακρόαση της 19.7.2023, όπως η έφεση οριστεί για ακρόαση τον προσεχή Σεπτέμβριο, αφού προηγηθεί η καταχώρηση των περιγραμμάτων αγόρευσης πασών των διαδίκων.
Από πλευράς τους, κατά την ακρόαση της 19.7.2023, οι δύο Εφεσίβλητοι δήλωσαν ότι δεν ενίστανται στην αίτηση της Εφεσείουσας για σύντομη εκδίκαση, παρότι θεωρούν ότι αυτή η αίτηση δεν πληροί τις νομικές αρχές περί αποδοχής τέτοιων αιτήσεων, αφήνοντας το θέμα στην κρίση του Εφετείου.
Καταρχάς, προβαίνουμε στις εξής παρατηρήσεις:
Η αρυόμενη εκ του Άρθρου 28 του Συντάγματος Aρχή της Ισότητας, η οποία δεσμεύει το Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 35 του Συντάγματος, επιτάσσει την ίση μεταχείριση μεταξύ ίσων και την άνιση μεταχείριση μεταξύ άνισων (βλ. Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 740/2011 Κουτσελίνη - Ιωαννίδου κ.α. v. Δημοκρατίας κ.α., (2014) 3 Α.Α.Δ. 361, απόφαση πλειοψηφίας).
Ως εκ τούτου, το Εφετείο εκδικάζει κατά κανόνα τις ενώπιόν του εφέσεις με βάση την χρονολογική σειρά καταχώρησής τους, οπότε, η εκδίκαση των ενωρίτερα καταχωρηθείσων εφέσεων κανονικά προηγείται της εκδίκασης των μεταγενέστερα καταχωρηθείσων εφέσεων.
Αυτό διότι, η εκδίκαση των εφέσεων με βάση την χρονολογική σειρά καταχώρησής τους συνιστά αντικειμενικό κριτήριο που διασφαλίζει την ισότητα των ενώπιον του Δικαστηρίου εφεσειόντων, οι οποίοι καταρχήν είναι μεταξύ τους ίσοι.
Ως εύστοχα υποδείχθηκε στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2369 Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου κ.α. v. Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ. 142:
«Στον καθορισμό του χρόνου ακροάσεως των εφέσεων δεν υπεισέρχονται μόνο οι ανάγκες των διαδίκων. Το θέμα είναι ευρύτερο, άπτεται της διάθεσης του χρόνου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση των δικαιοδοσιών του και την τήρηση της αρχής της ισότητας στη διάθεση του χρόνου.
Οι εφέσεις ορίζονται για προδικασία και ακρόαση, κατά χρονολογική σειρά. Μόνο όπου αποκαλύπτονται βάσιμοι λόγοι μπορεί να δικαιολογηθεί η παράκαμψη της σειράς, με την οποίαν ορίζονται οι εφέσεις για ακρόαση. Εκεί όπου το επείγον της ακρόασης της έφεσης αντισταθμίζει τους παράγοντες, που κατά φυσιολογική συνέπεια επενεργούν στη σειρά ορισμού των εφέσεων για ακρόαση».
Βέβαια, στην άνω Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2369, η επίδικη αίτηση επιδίωκε την απευθείας εκδίκαση της έφεσης χωρίς να προηγηθεί προδικασία, και όχι την σύντομη εκδίκαση γενικά, χωρίς να ζητείται ειδικώς η άρση του σταδίου της προδικασίας· εντούτοις, κρίνουμε, όμως, ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της άνω Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 2369 εκφράζει νομική αρχή η οποία δύναται να εφαρμοστεί γενικότερα επί αιτήσεως ταχείας διαδικασίας εκδίκασης εφέσεων, όπως εν προκειμένω.
Έπεται ότι, για να αποδεχτεί το Δικαστήριο αίτημα εκδίκασης έφεσης κατά προτεραιότητα έναντι των προηγουμένως καταχωρηθείσων, ο αιτητής πρέπει να αποσείσει το βάρος να αποδείξει ότι η εν λόγω έφεση διέπεται από ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες, εύλογα και αντικειμενικά, την διαφοροποιούν από τις λοιπές εφέσεις, ώστε η κατ' εξαίρεση αποδοχή της αίτησής του από το Δικαστήριο να συνιστά άνιση μεταχείριση ανίσων. Διαφορετικά, η τυχόν αποδοχή της αίτησης για γρήγορη εκδίκαση θα συνιστούσε υποκειμενική, μεροληπτική και ευνοιοκρατική μεταχείριση του αιτητή, διά της οποίας το Εφετείο θα καταστρατηγούσε το Σύνταγμα.
Υπό το φως των ανωτέρω, παρατηρούμε ότι η Εφεσείουσα αιτείται σύντομη (και συνεπώς κατά προτεραιότητα, έναντι παλαιότερων εφέσεων) εκδίκαση της παρούσας έφεσης, με τον ισχυρισμό ότι η εκκαλούμενη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 24 Μαΐου 2023 είναι ασύμβατη και αντιφατική σε σχέση με άλλη νομολογία, οπότε διακυβεύεται η σύννομη λειτουργία της Εφεσείουσας, υπό την έννοια ότι δεν γνωρίζει ποια νομολογία (μεταξύ των κατ' ισχυρισμό συγκρουόμενων) είναι εκείνη η οποία αποδίδει ορθότερα το ισχύον δίκαιο, ώστε να μπορεί να την διακρίνει και εφαρμόσει.
Έχοντας εξετάσει τις θέσεις της Εφεσείουσας, καθώς και τις θέσεις των Εφεσίβλητων, αποφαινόμεθα ως ακολούθως:
Καταρχάς, η Εφεσείουσα διατείνεται πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, αυτό όμως είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των εφέσεων.
Δευτερευόντως, η παρούσα έφεση δεν είναι βεβαίως η μόνη που ισχυρίζεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι εσφαλμένη, εξαιτίας της διάστασής της με άλλες δικαστικές αποφάσεις. Πλην όμως, αν αυτός ο ισχυρισμός συνιστούσε άνευ ετέρου βάσιμο λόγο για την κατά προτεραιότητα εκδίκαση της έφεσης στην οποία προβάλλεται (έναντι άλλων εφέσεων), ενδεχομένως να συνεπαγόταν την κατά προτεραιότητα εκδίκαση τέτοιου αριθμού εφέσεων που (δια του αριθμού τους) και πάλι θα καθιστούσαν αδύνατη τη σύντομη εκδίκαση, η μία της άλλης.
Συνάγεται, ότι η τυχόν αντίθεση εκκαλούμενης απόφασης με άλλη νομολογία, πιθανόν να δικαιολογεί αυτή καθ' αυτή την καταχώρηση της έφεσης, όχι όμως άνευ ετέρου την κατ' επείγουσα εκδίκαση αυτής, έναντι των ενωρίτερα καταχωρηθείσων εφέσεων.
Περαιτέρω, ακόμα και αν υποθέταμε ότι η Εφεσείουσα βάσιμα ισχυρίζεται πως η εκκαλούμενη απόφαση είναι πράγματι αντίθετη με άλλη νομολογία, διακυβεύοντας την ασφάλεια δικαίου, προφανώς ένα τέτοιο φαινόμενο δεν παρατηρείται πρώτη φορά στο νομικό στερέωμα, εξ ου και η νομολογία κατηγοριοποιεί και ιεραρχεί τις δικαστικές αποφάσεις, έτσι ώστε να διασαφηνίζεται ποιες υπερέχουν και συνεπώς πρέπει να ακολουθούνται, έναντι άλλων.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν διακρίνουμε την ύπαρξη του κινδύνου για τον οποίο η Εφεσείουσα τόσο έντονα κρούει τον κώδωνα, περί της αδυναμίας της να λειτουργεί νόμιμα εξαιτίας της εκκαλούμενης απόφασης και μέχρι την εκδίκαση της παρούσας έφεσης.
Δηλαδή, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η θέση, στην οποία τελεί η Εφεσείουσα, της δημιουργεί τέτοιο νομικό κώλυμα ως προς την λειτουργία της, ώστε να επείγει η θεραπεία του κατά τρόπο που να δικαιολογεί την αποδοχή της επίδικης αίτησης για ταχεία εκδίκαση της έφεσης.
Συνεπώς, η κατ' ισχυρισμό αντίθεση της εκκαλούμενης απόφασης με άλλη νομολογία και η κατ' ισχυρισμό συνεπαγόμενη διακύβευση της ασφάλειας δικαίου κρίνουμε ότι δεν περιάγει την Εφεσείουσα σε ιδιαίτερη και διακριτή θέση, έναντι της γενικής κατηγορίας εφεσειόντων, ώστε να δικαιολογείται, κατά παρέκκλιση από το γενικό κανόνα, η αποδοχή της αίτησής της για ταχεία εκδίκαση της έφεσης, που θα συνεπαγόταν την έτι καθυστερημένη εκδίκαση των ενωρίτερα καταχωρηθείσων εφέσεων.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνουμε τους εκ της Εφεσείουσας (προς υποστήριξη της επίδικης αίτησής της για γρήγορη εκδίκαση) προβαλλόμενους λόγους ως μη βάσιμους, οπότε η αίτηση απορρίπτεται.
Εφόσον οι Εφεσίβλητοι δεν ζήτησαν έξοδα, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή ως προς αυτά.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.