ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 66/18)

 

28 Σεπτεμβρίου 2023

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Αναφορικά με τον περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμο

του 1987 (Ν.101/87)

 

και

 

Αναφορικά με την απόφαση ημερομηνίας 11.06.14 στη διεθνή εμπορική διαιτησία του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου (International Court of Arbitration) του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (International Chamber of Commerce)

αρ.18728/GZ/MHM μεταξύ της ΗΙΡ ΑΖΟΤΑΡΑ DOO και των

(1) HEIMDAL ENTERPRISES LTD και

(2) ARVI &  CO., UAB "ARVI" ir ko

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ARVI & CO., UAB "ARVI" ir ko,

Εφεσείουσας/Αιτήτριας

ΚΑΙ

 

HIP AZOTARA DOO,

Εφεσίβλητης/Καθ΄ης η αίτηση

-----------------------------

 

Για εφεσείουσα: κ. Σ. Γιορδαμλής με κα Σ. Ζίττη και κα Ρ. Ανδρέου για κ.κ. Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ.

Για εφεσίβλητη: κ. Α. Γεωργιάδης και κα Μ. Ιορδάνους για κκ. Χρ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ.

 

ΣΤΑΥΡΟΥ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

                 από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου

..........

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση της ΠΕΔ Λεμεσού ημερ. 22/1/2018 στα πλαίσια της γενικής αίτησης 6/14 με την οποία απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας, εδώ εφεσείουσας, για έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται ο παραμερισμός και/ή η ακύρωση της απόφασης του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου (ICC) ημερ. 11/6/2014 στην υπ΄ αριθμό 18728/GZ/MHZ υπόθεση μεταξύ της ΗIP AZOTARA DOO ως Αιτήτριας και των (1) Heimdal Enterprises Ltd και 92) Arvi & Co, UAB "Arvi" ir Ko λόγω του ότι «η διεξαγωγή της διαιτητικής διαιτησίας έγινε κατά παράβαση της σχετικής συμφωνίας των μερών και/ή λόγω αντικανονικής και/ή παράνομης διαδικασίας και/ή λόγω παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και/ή λόγω του ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο ενήργησε μεροληπτικά εις βάρος της αιτήτριας και/ή εκτός των όρων εντολής του και/ή λόγω του ότι η διαιτητική απόφαση προσκρούει σε διατάξεις δημόσιας τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή παραγνωρίζει θεμελιώδες αρχές του Κυπριακού Δικαίου».

 

Νομική βάση της αίτησης παραμερισμού και/ή ακύρωσης της Διαιτητικής Απόφασης ήταν άρθρα του Περί Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου, Ν.101/87, του Συντάγματος του Περί Δικαστηρίων Νόμου, διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η πρακτική και οι εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Η ακρόαση της εν λόγω αίτησης έγινε στην βάση της αίτησης και της ένστασης καθώς και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που τις συνόδευαν με τα σχετικά τεκμήρια.  Όπως συνοπτικά προκύπτει από τα αναντίλεκτα γεγονότα, η αιτήτρια εταιρεία είναι μία από τις μετόχους της εταιρίας Heimdal.  Η καθ΄ης η αίτηση, εδώ εφεσίβλητη και η αιτήτρια-εφεσείουσα ως πωλητής και αγοραστής αντίστοιχα υπέγραψαν συμφωνίες πώλησης εξοπλισμού που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της καθ΄ης η αίτηση-εφεσίβλητης οι οποίες διέπονταν από το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας και περιείχαν ρήτρες διαιτησίας σύμφωνα με τις οποίες οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους ή αξίωση που σχετίζεται με τις συμφωνίες θα αποφασίζεται τελεσίδικα κατόπιν επιλογής της Heimdal από αρμόδιο δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας ή μέσω διαιτησίας έδρα της οποίας συμφωνήθηκε ότι θα είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Ήταν ο ισχυρισμός της αιτήτριας-εφεσείουσας ότι υπήρξε διαφορά μεταξύ των μερών και ότι η καθ΄ης η αίτηση-εφεσίβητη υπέβαλε αίτηση διαιτησίας στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) εναντίον της Heimdal και αιτήτριας-εφεσείουσας.  Η καθ΄ης η αίτηση- εφεσίβλητη ζήτησε όπως επεκταθεί η δικαιοδοσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου και επί της αιτήτριας υπό της ιδιότητα της ως μετόχου της Heimdal με την άρση του εταιρικού πέπλου της Heimdal.

 

Η αιτήτρια-εφεσείουσα απευθυνόμενη στο Διαιτητικό Δικαστήριο αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου να εκδικάσει οποιαδήποτε αξίωση της καθ΄ ης η αίτηση εφεσίβλητης εναντίον της.  Το Διαιτητικό Δικαστήριο στις 19/8/13 αποφάσισε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για άρση του εταιρικού πέπλου της Heimdal και επομένως ότι είχε δικαιοδοσία επί της αιτήτριας και στις 11/6/2014 εξέδωσε τελική απόφαση και αποφάσισε όπως η αιτήτρια-εφεσείουσα πληρώσει στην καθ΄ης η αίτηση-εφεσίβλητη το ποσό των €434.128. 

 

Η Π.Ε.Δ. του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που εκδίκασε την  υπόθεση πρωτόδικα αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 34 του Ν.101/07 το οποίο προνοεί τους λόγους ακύρωσης διαιτητικής απόφασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 6 του ίδιου Νόμου, αποφάσισε ότι οι λόγοι ακύρωσης διαιτητικής απόφασης είναι περιοριστικοί και ότι η Διαιτητική Απόφαση μπορεί να ακυρωθεί μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 34(2) του Ν.101/87 και οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:

«(2) Η διαιτητική απόφαση ακυρώvεται από τo Δικαστήριo μόvo εφόσo συvτρέχει έvας από τoυς ακόλoυθoυς λόγoυς:

(α) αv τo μέρoς πoυ υπoβάλλει τηv αίτηση ακυρώσεως απoδείξει ότι:

(ι) έvας από τoυς συvoμoλoγήσαvτες τη συμφωvία περί διαιτησίας, όπως αυτή καθoρίζεται στo άρθρo 7, εστερείτo δικαιoπρακτικής ικαvότητας· ή ότι η συμφωvία αυτή περί διαιτησίας δεv είvαι έγκυρη κατά τo δίκαιo στo oπoίo τα μέρη υπέβαλαv τη συμφωvία ή, ελλείψει σχετικής συμφωvίας τωv μερώv, κατά τo δίκαιo της Κυπριακής Δημoκρατίας· ή

(ιι) δεv τoυ εγvωστoπoιήθη, έγκαιρα και καvovικά, τo γεγovός τoυ διoρισμoύ διαιτητή ή της διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας ή ότι κατ' oπoιoδήπoτε άλλo τρόπo εστερήθη της ευκαιρίας πρoς εμφάvιση και αvάπτυξη της υπόθεσης τoυ· ή

(ιιι) η διαιτητική απόφαση αvαφέρεται σε διαφoρά μη πρoβλεπόμεvη ή μη εμπίπτoυσα στoυς όρoυς της συμφωvίας πρoς παραπoμπή σε διαιτησία ή περιέχει απoφάσεις επί ζητημάτωv πoυ εκφεύγoυv από τα όρια της συμφωvίας πρoς παραπoμπή σε διαιτησία· αv oι απoφάσεις επί ζητημάτωv παραπεμφθέvτωv σε διαιτησία μπoρoύv vα διαχωρισθoύv από τις απoφάσεις επί τωv μη παραπεμφθέvτωv, δύvαται vα ακυρωθεί μόvo τo καθ' υπέρβαση εξoυσίας εκδoθέv μέρoς της απόφασης· ή

v) η σύvθεση τoυ διαιτητικoύ δικαστηρίoυ ή η διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας έγιvε κατά παράβαση σχετικής συμφωvίας τωv μερώv, εκτός αv η συμφωvία αυτή αvτίκειται σε επιτακτική διάταξη τoυ παρόvτoς Νόμoυ, ή ελλείψει σχετικής συμφωvίας τωv μερώv έγιvε κατά παράβαση τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς Νόμoυ· ή

(β) αv τo Δικαστήριo εύρει ότι:

(ι) τo αvτικείμεvo της διαφoράς δεv είvαι δεκτικό διαιτησίας κατά τo δίκαιo της Κυπριακής Δημoκρατίας· ή

(ιι) η διαιτητική απόφαση πρoσκρoύει σε διατάξεις δημόσιας τάξεως της Κυπριακής Δημoκρατίας.»

 

Επικαλέστηκε δε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Κένυας ν. Bank Fur Arbeit uno Wirthshaft AG (1999) 1 AAΔ 585:

«Το άρθρο 6 του Ν.101/87 ορίζει ότι χωρεί προσφυγή στο δικαστήριο κατά διεθνούς διαιτητικής απόφασης μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.  Τις περιπτώσεις αυτές απαριθμεί εξαντλητικά, πιστεύουμε, το άρθρο 34.  Το αντίστοιχο άρθρο του πρότυπου κώδικα είναι το άρθρο 5 με το οποίο η κυπριακή διάταξη είναι ταυτόσημη.  Την ερμηνευτική μας άποψη υποστηρίζει το σύντομο σχόλιο σχετικά με το άρθρο αυτό, που απαντάται στον Russel on Arbitration, 21η έκδοση (1997), στην παράγραφο Α5-013.  Και αξίζει να το παραθέσουμε:

"Οf all articles, this most clearly illustrates the tensions between international arbitration and the national courts.  Article 5 tries to limit court intervention to specific instances."

Έτσι η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί, πλην άλλων λόγων που αναφέρει το άρθρο 34 και αν "η διαιτητική απόφαση προσκρούει σε διατάξεις δημόσιας τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας" (άρθρο 34(2) (β)(ii)].»

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους λόγους που επικαλέστηκε η αιτήτρια για ακύρωση της επίδικης απόφασης και ουσιαστικά τη θέση ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας Διαιτησίας επειδή η καθ΄ης η αίτηση, κατά παράβαση της συμφωνίας, υπέβαλε αίτημα διαιτησίας στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο ενώ δεν είχε προηγηθεί απόφαση της Heimdal αναφορικά με την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία αφού η ρήτρα διαιτησίας έδιδε το δικαίωμα μόνο στην Heimdal να επιλέξει μεταξύ διαιτησίας ή δικαστικής διαδικασίας.  Αποφάσισε δε ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει το θέμα αφού η ίδια έγινε μέρος της διαδικασίας διαιτησίας αφού, όπως επισήμανε, μετά που το Διαιτητικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι είχε δικαιoδοσία επί της αιτήτριας με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 19/8/2013, η αιτήτρια συμφώνησε με την καθ΄ης η αίτηση και υπέγραψαν τους όρους παραπομπής της διαιτησίας και η ενδιάμεση απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε ούτε και υποβλήθηκε οποιαδήποτε αίτηση παραμερισμού της αναφορικά με το ζήτημα της δικαιοδοσίας.  Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Άρθρο 16(3) του Ν.101/87 προνοείται χρονικό διάστημα 30 ημερών για προσβολή της εν λόγω απόφασης από την κοινοποίηση της.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, ενόψει του ότι η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε την ενδιάμεση απόφαση του διαιτητή για το θέμα της δικαιοδοσίας του και περαιτέρω η υπογραφή των όρων παραπομπής και η καταχώρηση απάντησης στην απαίτηση όπως και τελική αγόρευση στη διαδικασία της διαιτησίας και το γεγονός ότι η αιτήτρια έλαβε μέρος στην οποία και δεόντως εκπροσωπήθηκε, εμποδίζουν την αιτήτρια να ισχυρίζεται τους λόγους ακύρωσης που προέβαλε όπως και το γεγονός ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και ότι η Διαιτητική Απόφαση προσκρούει σε διατάξεις δημόσιας τάξης της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή παραγνωρίζει θεμελιώδεις αρχές του Κυπριακού Δικαίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Κένυας (ανωτέρω) έκρινε ότι δεν ισχύει ο ισχυρισμός αναφορικά με πρόσκρουση της απόφασης σε διατάξεις της δημόσιας τάξης αναφέροντας ότι τέτοιοι ισχυρισμοί εξετάζονται με φειδώ και εφαρμόζονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης το λόγο ότι η Διαιτητική Απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολόγησης αφού τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ακύρωσης του Άρθρου 34(2) του Ν.101/87.  Απέρριψε επίσης τους λόγους ακύρωσης που αφορούσαν την απόφαση για άρση του εταιρικού πέπλου αφού δεν αμφισβητήθηκε η ενδιάμεση απόφαση του διαιτητή ούτε από την αιτήτρια ούτε από την Heimdal.

 

Το Άρθρο 6 του Περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμου ρητά ορίζει τους λόγους ακύρωσης που μπορεί να προβληθούν οι οποίοι είναι εξαντλητικοί, βλέπε σχετικά την υπόθεση Dansk Moller v. Bentex κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 692.  Δεν επιτρέπεται η διεύρυνση των λόγων ακύρωσης ούτε και ακύρωση διεθνούς διαιτητικής απόφασης για άλλο λόγο.

 

Όπως επίσης αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Κένυας (ανωτέρω) ο όρος δημόσια τάξη ερμηνεύθηκε ως ακολούθως

«Θα μπορούσαμε να συγκεφαλαιώσουμε λέγοντας ότι ο όρος "δημόσια τάξη" περιλαμβάνει τις θεμελιακές αξίες που μια κοινωνία, σε δεδομένη χρονική περίοδο, αναγνωρίζει ότι διέπουν τις συναλλαγές καθώς και άλλες εκφάνσεις της ζωής των μελών της, με τις οποίες είναι διαποτισμένη η καθιερωμένη έννομη τάξη. Είναι υπό αυτό το πρίσμα που θα κριθεί κατά πόσον υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση αντίθεση προς τη  δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.» και με βάση τη νομολογία παρατηρείται διεθνώς η τάση περιορισμού της εμβέλειας της «παράβασης δημόσιας τάξης». 

 

Επίσης, με βάση και πάλι τη νομολογία, (βλέπε Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Yεμένης ν. Compagnie D' Enterprises CFE, S.A. (2002) 1B A.A.Δ.945), πρόσωπο που εκ πρώτης όψεως δεν είναι συμβαλλόμενο σε διαιτητική ρήτρα είναι δυνατό να προστεθεί ως διάδικος σε διαιτητική διαδικασία σε ορισμένες περιπτώσεις.  Τέτοια προσθήκη διαδίκου μπορεί να επιτραπεί μεταξύ άλλων όταν δικαιολογείται άρση του εταιρικού πέπλου. 

 

Αν ο καθ΄ου η απαίτηση σε διαιτητική διαδικασία εγείρει ανταπαίτηση ή αξιώσει συμψηφισμό που εμπίπτει στα πλαίσια διαιτητικής ρήτρας, η ενέργεια του αυτή έχει ως αποτέλεσμα το ότι ο καθ΄ου η απαίτηση βασίζεται και ο ίδιος στη διαιτητική ρήτρα ζητώντας να υπαχθεί το ζήτημα της ανταπαίτησης ή του συμψηφισμού στη δικαιοδοσία του Διαιτητικού Δικαστηρίου και αυτό μπορεί να δημιουργήσει κώλυμα για προβολή ένστασης από τον καθ΄ου η απαίτηση σε θέματα δικαιοδοσίας. 

 

Περαιτέρω, το Διαιτητικό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται περί της δικαιοδοσίας του και να εξετάζει ζητήματα που αφορούν στην ύπαρξη ή το έγκυρο της διαιτητικής ρήτρας.  Αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας με ενδιάμεση ή παρεμπίπτουσα απόφαση, αυτή μπορεί να προσβληθεί εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της προς τα μέρη, σχετικό είναι το Άρθρο 16(3) του Νόμου.  Η παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας καθιστά την απόφαση τελεσίδικη και δεν είναι πλέον δυνατός ο έλεγχος της με αίτηση ακύρωσης της τελικής διαιτητικής απόφασής.  Σχετικές είναι οι αποφάσεις Δημοκρατία της Υεμένης (ανωτέρω) και η απόφαση Emirates Trading v. Sociedade de Fomento [2015] EWCG 1452 (Comm).  

 

Στην απόφαση Dallah Real Estate and Tourism Holding Company v. The Ministry of Religious Affairs, Government of  Pakistan [2010] UKSC 46 που είναι προγενέστερη της Emirates (ανωτέρω) αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ότι από τις περιστάσεις της εν λόγω υπόθεσης μπορούσε να ελεγχθεί το θέμα της δικαιοδοσίας κατά το στάδιο της εκτέλεσης.  Η απόφαση αυτή διαφοροποιείται από την παρούσα αφού σε εκείνη την περίπτωση το μέρος που ενίστατο στη δικαιοδοσία δεν είχε λάβει μέρος στη διαιτητική διαδικασία ούτε είχε συμφωνήσει να εξεταστεί από το Διαιτητικό Δικαστήριο το θέμα δικαιοδοσίας, όπως έγινε στην παρούσα υπόθεση.

 

Η απόφαση Dallah (ανωτέρω) περιορίζεται επίσης σε περιπτώσεις διαδικασιών εκτέλεσης διαιτητικών αποφάσεων.  Δεν επιδρά σε διαδικασίες ακύρωσης διαιτητικών αποφάσεων ούτε διαφοροποιεί την πάγια θέση της νομολογίας πως η μη προσβολή ενδιάμεσης διαιτητικής απόφασης επί δικαιοδοσίας καθιστά τελεσίδικο το ζήτημα της δικαιοδοσίας και δεν είναι πλέον δυνατός ο έλεγχος του στα πλαίσια προσβολής της τελικής διαιτητικής απόφασης.

 

Περαιτέρω, τόσο το κυπριακό δίκαιο όσο και οι σχετικοί κανονισμοί αλλά και η νομολογία αναγνωρίζουν την ύπαρξη διαδικαστικού κωλύματος (Procedural Estoppel) που εμποδίζει μέρος που συμμετέχει σε διαιτητική διαδικασία χωρίς να εγείρει έγκαιρα κάποια παρατυπία από του να την εγείρει σε κατοπινό στάδιο.  Περαιτέρω, το άρθρο 16(2) του Nόμου προνοεί ότι ενστάσεις αναρμοδιότητας πρέπει να εγείρονται το ταχύτερο δυνατό και όχι αργότερα από την υποβολή της υπεράσπισης σε διαιτησία και συνεπώς προκύπτει από τον συνδυασμό των Άρθρου 5 και 16(2) του Νόμου, 16(2) του νόμου και το Άρθρο 39 των Κανονισμών ότι η μη έγερση τέτοιου ζητήματος δημιουργεί κώλυμα και συνιστά εγκατάλειψη του δικαιώματος έγερσης του σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αιτήτρια-εφεσείουσα κωλύεται να εγείρει το ζήτημα της δικαιοδοσίας τόσο λόγω συμπεριφοράς και λόγω καταχωρήσεων σε έγγραφα αλλά και επειδή η αξίωση για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης της διαιτησίας δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα.

 

Ορθά επίσης αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορεί η ενδιάμεση απόφαση για άρση του εταιρικού πέπλου να θεωρηθεί ότι προσκρούει σε λόγους δημόσιας τάξης, όπως ο όρος αυτός έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία. 

 

Αναφέρουμε περαιτέρω το αδιαμφησβήτητο ότι μετά την έκδοση της τελικής απόφασης από το διαιτητικό δικαστήριο καταχωρήθηκε αίτηση στη Λιθουανία για αναγνώριση και εκτέλεση της τελικής απόφασης.  Η αιτήτρια-εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση με την οποία προέβαλε τους ίδιους ισχυρισμούς ως στην παρούσα αίτηση οι οποίοι απορρίφθηκαν με απόφαση του Εφετείου της Λιθουανίας ημερ. 22/2/2016. 

 

Τέλος, είναι η θέση μας ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι δεόντως αιτιολογημένη καθότι ορθά η πρωτόδικος δικαστής αποφάσισε ότι όχι μόνο θα έπρεπε να προσβληθεί η ενδιάμεση απόφαση αλλά περαιτέρω ασχολήθηκε με το γεγονός ότι προσβολή της ενδιάμεσης απόφασης θα ήταν εκπρόθεσμη και επίσης δεν θα μπορούσε η αιτήτρια-εφεσείουσα να ασκήσει μέσω της αίτησης για παραμερισμό και ακύρωση της τελικής απόφασης τα δικαιώματα που παρέλειψε να ασκήσει εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης.

 

Τέλος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με το θέμα της δημόσιας τάξης αλλά και με την συμπεριφορά της αιτήτριας-εφεσείουσας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαιτησίας με τη συγκατάθεση της και συμμετοχή της σε αυτή, την εκπροσώπηση της σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, τη μη αμφισβήτηση της ενδιάμεσης απόφασης επί της δικαιοδοσίας και της συνέχισης της εμφάνισης της μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με €5.400 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.

 

ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο