ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 61/18)

 

26 Σεπτεμβρίου, 2023

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΛΕΩΝΙΔΑ

 

Εφεσείουσα

v.

 

1.       ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

2.       ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

3.       ΣΤΕΛΛΑ ΙΑΚΩΒΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ

4.    ΜΙΧΑΗΛ ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΙΩΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΜΙΧΑΗΛ ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΙΩΤΗ

5.    ΜΟΝΙΚΑ ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΡΙΜΙΚΛΙΝΙΩΤΗ

 

Εφεσιβλήτων

-----------------------------

Αγγελίνα Αναξαγόρου (κα) για Γεώργιο Τσίκκο, για την Εφεσείουσα.

Αντώνης Μελάς και Χρ. Κυπριανίδης για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 1.

Χριστίνα Ταλιάνου (κα) και Ζωούλα Νικολάου (κα), για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.

Μαίρη Δ. Τερψοπούλου (κα) για Παύλο Κ. Οικονόμου, για τους Εφεσίβλητους 4 και 5.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση της, η εφεσείουσα - ενάγουσα 1 στην πρωτόδικη διαδικασία, προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της για έκδοση αναγνωριστικής απόφασης που να δηλώνει ότι η ίδια είναι ιδιοκτήτρια και δικαιούται σε εγγραφή του κτήματος με αρ. εγγραφής 2513,  Φ/Σχ 47/53, Τεμάχιο 300 στο χωριό Δωρός της επαρχίας Λεμεσού (το ακίνητο). Η απαίτηση στηριζόταν στην βάση ισχυρισμών αδιαφιλονίκητης εχθρικής κατοχής τόσο της εφεσείουσας όσο και της ενάγουσας 2 στην αγωγή, από την οποία η εφεσείουσα αγόρασε το ακίνητο το 1970. Διαζευκτικά επιζητείτο και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα 2 δικαιούτο σε εγγραφή του ακινήτου. Η αγωγή όμως εκ μέρους της ενάγουσας 2 δεν προωθήθηκε μετά που αυτή απεβίωσε το 2014 και έτσι παρέμεινε προς εκδίκαση, μόνο η απαίτηση της εφεσείουσας για εγγραφή του ακινήτου στο όνομα της.

 

Απορρίφθηκε επίσης πρωτόδικα, απαίτηση της εφεσείουσας για έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται όπως ο εφεσίβλητος 1 - Γενικός Εισαγγελέας, διορθώσει την γενόμενη εγγραφή του ½ εξ αδιαιρέτου μεριδίου του ακινήτου στους κληρονόμους του του Μ. Τριμικλινιώτη, εφεσίβλητους 3, 4 και 5 και απαίτηση για εγγραφή ολόκληρου του ακινήτου στο όνομα της εφεσείουσας. Απορρίφθηκε τέλος απαίτηση της εφεσείουσας για αποζημιώσεις λόγω δενδροφύτευσης εκ μέρους της στο ακίνητο. Η αγωγή στρεφόταν και εναντίον του εφεσίβλητου 2, που είναι ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Φίλιππου Μιχαηλίδη, ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης στο υπόλοιπο ½ του επίδικου ακινήτου.

 

Σημειώνεται ότι η ανταπαίτηση που προέβαλε ο εναγόμενος 2, αποσύρθηκε στο στάδιο  της ακρόασης της υπόθεσης και απορρίφθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς καμία διαταγή για έξοδα. Αυτό γιατί δεν προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για την προώθηση της ανταπαίτησης και μέχρι την ημερομηνία  της απόσυρσης της, η απαίτηση και  η ανταπαίτηση  συνεκδικάσθηκαν.

 

Σύμφωνα με την μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία που προσκομίσθηκε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, η πρώτη εγγραφή στο Κτηματολόγιο για το ακίνητο, χρονολογείται από το 1928. Συγκεκριμένα το ακίνητο καλυπτόταν παλαιότερα από τον αρ. εγγραφής 2513 ημ. 9.11.1928 και ήταν εγγεγραμμένο κατά ½ μερίδιο στο όνομα των Μιχαήλ Π. Τριμικλινιώτη και Φίλιππου Μιχαηλίδη, οι οποίοι το απέκτησαν με αγορά σε δημοπρασία. Το επίδικο ακίνητο, είναι σήμερα εγγεγραμμένο στο όνομα των κληρονόμων του Μιχαήλ Π. Τριμικλινιώτη, εφεσίβλητων 3, 4 και 5 κατά 1/6 μερίδιο και στο όνομα του Φίλιππου Μιχαηλίδη κατά το ½ μερίδιο.

 

Η εφεσείουσα υποστήριξε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κατέχει το ακίνητο από το 1970 όταν το αγόρασε από την ενάγουσα 2, η οποία το κατείχε από το 1950 οπόταν και το παρέλαβε από την μητέρα της, η οποία με την σειρά της το κατείχε πριν το 1940 και για χρονικό διάστημα πέραν των 30 ετών.

 

Όπως πολύ σωστά υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, δεν είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 9 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου (Κεφ. 224), η διεκδίκηση ακινήτου με εχθρική κατοχή εναντίον εγγεγραμμένου κυρίου. Τονίστηκε βέβαια ότι το άρθρο 9 δεν έχει αναδρομική ισχύ. Πριν την έναρξη ισχύος του Κεφ. 224 την 1.9.1946, η χρησικτησία ήταν δυνατή και εναντίον εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη. Αυτό σημαίνει ότι δικαιώματα που αποκτήθηκαν με χρησικτησία βάσει του νομοθετικού καθεστώτος που ίσχυε πριν από την 1.9.1946, εξακολουθούν να αναγνωρίζονται ανεξάρτητα από την απαγόρευση του άρθρου 9 του Κεφ.224. Θα πρέπει όμως η περίοδος χρησικτησίας να είχε συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του Κεφ. 224. Σύμφωνα με την νομολογία, το άρθρο 9 του Κεφ, 224, διακόπτει την περίοδο χρησικτησίας εναντίον εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη έστω και αν η χρησικτησία άρχισε χωρίς όμως να συμπληρωθεί κατά την έναρξη της ισχύος του Κεφ. 224 την 1.9.1946 (βλ. Τιτσινίδης ν. Ρεσιάτ (1993)1 Α.Α.Δ 429).   

 

Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσείουσα από μόνη της δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει χρησικτησία εναντίον των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών αφού αγόρασε το ακίνητο το 1970 από την ενάγουσα 2, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Κεφ.224.

 

Με βάση το νομικό πλαίσιο που διέπει τα επίδικα ζητήματα, ο μόνος τρόπος με τον οποίο η εφεσείουσα θα μπορούσε να εξασφαλίσει δικαίωμα εγγραφής στην βάση χρησικτησίας, ήταν να αποδείξει ότι η ενάγουσα 2 που της πώλησε το ακίνητο, είχε συμπληρώσει την περίοδο εχθρικής κατοχής δυνάμει του Οθωμανικού Δικαίου που ίσχυε πριν την εφαρμογή του Κεφ.224. Όπως έχει νομολογηθεί στην περίπτωση αξίωσης δικαιώματος ιδιοκτησίας δυνάμει χρησικτησίας, οι περίοδοι κατοχής της επίδικης ιδιοκτησίας από τους προκατόχους του ενάγοντα που διεκδικεί δικαίωμα δυνάμει εχθρικής κατοχής, μπορούν όπου αυτό απαιτείται να συνυπολογίζονται (βλ. Φεβρωνία (Φρόσω) Αυγουστή Νικόλα v. Κονναρή κ.α  (2003) 1Γ Α.Α.Δ 1785).

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Οθωμανικό Δίκαιο που ίσχυε πριν τη θέσπιση του Κεφ. 224, προβλεπόταν διαφορετική περίοδος συνεχούς εχθρικής κατοχής ανάλογα με τη κατηγορία των ακινήτων όπως αυτές αναφέρονται στο  άρθρο 3 του Κεφ. 224. Η μεγαλύτερη περίοδος χρησικτησίας ήταν αυτή των 15 ετών για κτήματα απόλυτης ιδιοκτησίας γνωστά ως Μουλκ ή Μεμλουκέ που περιέχονται στο Νομοθέτημα το γνωστό σαν Μετζελλέ. Ενώ οι πρόνοιες που αφορούν τη χρησικτησία δημόσιων κτημάτων κατηγορίας Αραζί Μιριέ, βρίσκονται στον Οθωμανικό Κώδικα Περί Γαιών, το άρθρο 20 του οποίου καθορίζει το χρόνο χρησικτησίας στα 10 χρόνια (βλ. Σύγγραμμα Χρίστου Ιωάννου 'Κτηματολόγιο Λειτουργίες Βασική Νομοθεσία & Διαδικασίες' στην σελ. 75).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν τέθηκε καμία μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την κατηγορία του επίδικου ακινήτου. Όπως όμως ορθά σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτό δεν θα ήταν ουσιώδης παράλειψη για την υπόθεση της εφεσείουσας, στη περίπτωση που προσκόμιζε μαρτυρία ότι η ενάγουσα 2 και οι προκάτοχοι της, κατείχαν το ακίνητο για τουλάχιστον 15 χρόνια πριν από την εφαρμογή του Κεφ. 224, που πρόκειται για τη μέγιστη προβλεπόμενη περίοδο.

 

 

Στην πιο πάνω υπόθεση Φεβρωνία (Φρόσω) Αυγουστή Νικόλα v. Κονναρή κ.α, τέθηκαν οι πιο κάτω αρχές ως προς την εξέταση απαίτησης λόγω εχθρικής κατοχής:

 

1.    Το βάρος αποδείξεως για απόκτηση δικαιώματος ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής είναι στον ενάγοντα που έχει καθήκον να αποδείξει ότι οποιοδήποτε δικαίωμα του αντιδίκου του και των προκατόχων του επί του ακινήτου χάθηκε λόγω εχθρικής κατοχής.

 

2.    Στην περίπτωση αξίωσης δικαιώματος ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής, οι περίοδοι κατοχής της επίδικης ιδιοκτησίας από τους προκατόχους του ενάγοντα που διεκδικεί δικαίωμα δυνάμει εχθρικής κατοχής μπορούν όπου αυτό απαιτείται, να συνυπολογίζονται.

 

3.    Ο όρος "κατοχή" προϋποθέτει κάποιες πράξεις ιδιοκτησίας που έγιναν από το πρόσωπο που διεκδικεί τέτοιο δικαίωμα. Η μαρτυρία επί του προκειμένου πρέπει να είναι θετική και, ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης, να οδηγεί στην εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος. Πρέπει να αποδεικνύεται πραγματική κατοχή η οποία, ως εκ της φύσεως της, να αποκλείει οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα κατοχής του συγκεκριμένου ακινήτου από τρίτους.

 

4.    Ο ενάγων για να στοιχειοθετήσει κατοχή η οποία να εξοστρακίζει δικαιώματα άλλων προσώπων επί του ιδίου ακινήτου, έχει καθήκον να αποδείξει αδιαφιλονίκητη πραγματική κατοχή και ουσιαστική χρήση του κτήματος, ασκούμενη συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης από το νόμο περιόδου χρησικτησίας ανάλογα με την περίπτωση. Ο ενάγων πρέπει επομένως να στηρίζεται στη δύναμη της δικής του υπόθεσης και όχι στην αδυναμία της υπόθεσης της άλλης πλευράς.

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, ότι αυτός που διεκδικεί δικαίωμα ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής, οφείλει να αποδείξει με θετική μαρτυρία ότι η κατοχή του επί του ακινήτου ήταν τέτοια ώστε να τίθεται εκ ποδών οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα κατοχής του ιδίου κτήματος από  τρίτους (βλ. επίσης την παλαιότερη υπόθεση Anna Soteriou v. The Heris of Despina K. HjiPaschali and Others (1962) C.L.R. 280).

Στην παρούσα περίπτωση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν τέθηκε καμία αξιόπιστη μαρτυρία ενώπιον του που να οδηγεί στην εξαγωγή  συμπεράσματος περί αδιαφιλονίκητης πραγματικής κατοχής και ουσιαστικής χρήσης του επίδικου κτήματος, ασκούμενη πριν τη θέσπιση του Νόμου Κεφ.224 συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης από το νόμο περιόδου χρησικτησίας. Το ζήτημα τέθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως εξής:

 

«Η κατοχή του επίδικου ακινήτου από την Ενάγουσα 2 στην βάση των όσων πιο πάνω αναλύονται σε σχέση με την απαγόρευση του άρθρου 9 του Κεφ, 224, δεν βοηθά την υπόθεση της ενάγουσας 1 αφού ξεκίνησε μετά την εφαρμογή του Κεφαλαίου 224. Για σκοπούς συζήτησης όμως ακόμα και αν ξεκίνησε το 1940 δεν συμπληρώνεται η απαιτούμενη περίοδος χρησικτησίας μέχρι το 1946. Κρίσιμο είναι όμως ότι, όπως διαφάνηκε μέσα από την μαρτυρία, κανένας από τους μάρτυρες  δεν είχε προσωπική γνώση ως προς την κατοχή του επίδικου ακινήτου πριν το 1940. Ο Μ.Ε.1 και η Ενάγουσα 1 γεννήθηκαν το 1940 και 1939 αντίστοιχα και ως εκ τούτου, ήταν αδύνατο να έχουν προσωπική γνώση αλλά και επιπρόσθετα ο ΜΕ1 σύμφωνα με τα λεγόμενα του εγκαταστάθηκε στο χωρίο Δωρός το 1959. Η Μ.Ε.3, Ανδριανή Ιωάννου, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει για την κατοχή του επίδικου ακινήτου πριν από το 1945 - 1946 γιατί προηγουμένως βρισκόταν σε πολύ μικρή ηλικία. Ο Μ.Ε.4, Σάββας Ανδρέα Ηλία, ο οποίος είναι ο γιός της Ενάγουσας 2, επίσης ανέφερε ότι προσωπική γνώση για το σχετικό ζήτημα είχε από το 1960 και έπειτα. Σημαντικό είναι επίσης ότι ο Μ.Ε.4 δήλωσε ότι, εξ' όσων του είπαν, η γιαγιά του, δηλαδή η μητέρα της Ενάγουσας 2, αγόρασε το επίδικο ακίνητο το 1940 και αφού το καλλιέργησε για λίγα χρόνια στη συνέχεια το δώρισε στην μητέρα του. Ο ισχυρισμός αυτός ακόμα και εάν γινόταν αποδεκτός και πάλι δεν βοηθά την υπόθεση της ενάγουσας 1 αφού δεν συμπληρώνεται η απαιτούμενη περίοδος χρησικτησίας μέχρι το 1946.»

 

Αναφορικά με τα πιστοποιητικά της χωρητικής αρχής που παρουσίασε η εφεσείουσα (τεκμ 6 και 7), το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν έχουν καμία αποδεικτική ισχύ γιατί δεν αναφέρονται άμεσα στο επίδικο ακίνητο. Επιπλέον καμία βαρύτητα μπορεί να δοθεί σε αυτά, δεδομένης της έλλειψης αποδεκτής μαρτυρίας που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο τους.

 

Στην βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα με 12 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ετυμηγορία του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Κατά την αγόρευση της συνηγόρου για την εφεσείουσα, ο 5ος λόγος έφεσης για την απόρριψη του αιτήματος για αποζημιώσεις αποσύρθηκε. Παρέμειναν οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης που αφορούν στην πλειοψηφία τους, την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ με 2 μόνο λόγους έφεσης αμφισβητείται η διαταγή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για έξοδα.

 

Παραπονείται η εφεσείουσα ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δόθηκε σαφής και ικανοποιητική μαρτυρία ως προς την κατοχή του επίδικου ακινήτου πριν το 1946 (λόγοι έφεσης 1 έως 3 και 11, 12). Ως προς τα πιστοποιητικά της χωρητικής αρχής (τεκμ. 6 & 7) που αναφέρονται στον 4ο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ότι καταδείκνυαν την εχθρική κατοχή του επίδικου ακινήτου. Με τους λόγους έφεσης 6, 9 & 10, αμφισβητούνται τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αξιολόγησης ενώ με τους λόγους 7 και 8, προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη ως προ τα έξοδα της αγωγής και της ανταπαίτησης.

 

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, έφεση επί πραγματικών ζητημάτων, ήτοι κατά της αξιολόγησης και των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή, παρά μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).

 

 

Στην πρόσφατη απόφαση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 215/2020, ημερ. 4.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B374, λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

«Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. ΑΡ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 166/2015, ημερ. 8.7.2016, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.»

 

Είναι σε αυτά τα στενά πλαίσια που οφείλουμε να εξετάσουμε όσους λόγους έφεσης σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την διατύπωση ευρημάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πέραν τούτου, δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε και να επανεξετάσουμε την υπόθεση από την αρχή.

 

Έχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξαγωγή ευρημάτων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή και στα πρακτικά της διαδικασίας. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση ή ότι η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη δοθείσα μαρτυρία. Ούτε διαπιστώνεται καμία λογική ανακολουθία ή πλημμελής αξιολόγηση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την διαδικασία της κρίσης επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Αντιθέτως, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η εξαγωγή ευρημάτων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εντός των πλαισίων που ορίζει η νομολογία. Επιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί δεν αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσείουσας αναφορικά με τους ισχυρισμούς της για αδιαφιλονίκητη εχθρική κατοχή του επίδικου ακινήτου πριν την εφαρμογή του Κεφ.224.

 

Ειδικότερα ως προς τα πιστοποιητικά της χωρητικής αρχής που παρουσίασε η εφεσείουσα (τεκμ 6 και 7), κρίνουμε πλήρως αιτιολογημένη την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην δώσει καμία βαρύτητα σε αυτά κυρίως γιατί δεν αναφέρονται άμεσα στο επίδικο ακίνητο αλλά γενικά σε ένα ακίνητο στο χωριό Δωρός. Επιπλέον δεν δόθηκε καμία αποδεκτή μαρτυρία που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο τους. Στην υπόθεση Γιάλλουρου κ.ά. v. Μιχαηλίδη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 31, λέχθηκαν τα εξής ως προς το πώς πρέπει να χρησιμοποιείται τέτοιο πιστοποιητικό της χωρητικής αρχής από  το Κτηματολόγιο στο πλαίσιο του άρθρου 81 του Κεφ. 224, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής κατ' αναλογία και στα γεγονότα της παρούσας αγωγής.

«Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του άρθρου 82(1) ότι το περιεχόμενο πιστοποιητικού της χωριτικής αρχής θεωρείται από  το Κτηματολόγιο ως απόδειξη οποιουδήποτε γεγονότος που αφορά οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο επηρεάζει οποιαδήποτε ιδιοκτησία (Βλ. Hassidoff v. Santi and Othes (1970) 1 C.L.R. 220, 239). Είναι επίσης πρόδηλο ότι η πρόνοια του άρθρου 82(3) για διατύπωση του πιστοποιητικού με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές από  μόνο του ότι βασίζεται σε πληροφορίες τρίτων είναι επιτακτική. Κατά την  κρίση μας η πρόνοια αυτή έχει λάβει τον επιτακτικό χαρακτήρα εν όψει, κυρίως, της μεγάλης αποδεικτικής  αξίας την  οποία προσδίδουν στα πιστοποιητικά των Χωριτικών Αρχών οι Κτηματολογικές Υπηρεσίες. Με δεδομένη την αποδεικτική βαρύτητα τέτοιων πιστοποιητικών για τις Κτηματολογικές Υπηρεσίες θα ήταν άκρως ανασφαλές για τις τελευταίες να βασίζονται πάνω σε πιστοποιητικά τα οποία περιέχουν εξ ακοής πληροφορίες και να αποφασίζουν επί θεμάτων ιδιοκτησίας χωρίς να γνωρίζουν ποιοί είναι οι πληροφοριοδότες και χωρίς την πιστοποίηση του Κοινοτάρχη ότι αυτοί είναι πρόσωπα αξιόπιστα.»

 

 

Στην μεταγενέστερη υπόθεση Σάουρος κ.α. ν. Φιλίππου ως Διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Κωστή Λοΐζου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203, που αφορούσε αγωγή χρησικτησίας όπως η παρούσα, επαναλήφθηκε η πιο πάνω αρχή που διατυπώθηκε στη Γιάλλουρου κ.ά. v. Μιχαηλίδη κ.ά. (ανωτέρω). Λέχθηκε ακόμα ότι ο λόγος της Γιάλλουρου παραμένει ισχυρός και μετά την κατάργηση του κανόνα για αποκλεισμό εξ ακοής μαρτυρίας, εφόσον η έμφαση τώρα είναι στην αποδεικτική αξία του περιεχομένου του πιστοποιητικού, αντί στο αποδεκτό της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε αποδεκτή μαρτυρία που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο των πιστοποιητικών που καταχωρήθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ανεξαρτήτως τούτου, όπως ορθά επισημάνθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, γεγονός παραμένει ότι τα πιστοποιητικά αυτά (τεκμ. 6 και 7), δεν αναφέρονται άμεσα στο επίδικο ακίνητο. Ως εκ τούτου, καμία αποδεικτική αξία δεν έχουν αναφορικά με τα επίδικα θέματα της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Κρίνουμε ενόψει όλων των πιο πάνω ως ορθές και πλήρως αιτιολογημένες τις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ελλείπει μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει συνεχή και αδιάλειπτη κατοχή του ακινήτου πριν το 1940 ώστε να μην είναι δυνατόν να εξαχθεί εύρημα για την εχθρική κατοχή του ακινήτου που επικαλείται η εφεσείουσα.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη το σύνολο της δοθείσας μαρτυρίας δεν διαπιστώνουμε λανθασμένη προσέγγιση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την αποτίμηση της αναγκαίας βαρύτητας σε αυτήν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Ούτε εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα της αγωγής και της ανταπαίτησης όπως εισηγείται η εφεσείουσα.

 

Κρίνουμε για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, ότι όλοι οι λόγοι  έφεσης δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.  

 

 

 

                                                        Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

 

                                                        Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

                                                        Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο