ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 6/19)
26 Σεπτεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
MANDEEP KUMAR
Εφεσείοντα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Α. Ιωαννίδου (κα), για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
-------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Αντικείμενο της Προσφυγής Αρ. 1768/2018 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Δ.Δ.Δ.Π.) αποτέλεσε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 5.10.2018, με την οποία απορρίφθηκε διοικητική προσφυγή του εφεσείοντα, για επανεξέταση του αιτήματος του για παροχή ασύλου. Η σχετική απόφαση του Δ.Δ.Δ.Π. στην άνω προσφυγή εκδόθηκε στις 31.10.2019 και ήταν απορριπτική. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε η εδώ υπό εξέταση έφεση,
Συνοπτικά, τα ουσιώδη γεγονότα έχουν ως ακολούθως:
Ο εφεσείων κατάγεται από την Ινδία και αφίχθηκε στην Κύπρο νόμιμα στις 11.05.2014, κατέχοντας σχετική άδεια εργασίας. Σχεδόν τρία χρόνια μετά την άφιξη του στην Κύπρο, και, συγκεκριμένα, στις 27.01.2017, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενη από το σχετικό έντυπο προσωπικών στοιχείων. Στις 20.03.2017 έλαβε χώρα συνέντευξη του εφεσείοντα από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος, στις 3.4.2017, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα. Ο εφεσείων ενημερώθηκε, σχετικά, την 1.6.2017 και άσκησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Στις 18.9.2017, η νομική εκπρόσωπος του εφεσείοντα παρέθεσε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, δια επιστολής της ημερομηνίας 14.9.2017, πρόσθετους λόγους προς υποστήριξη της διοικητικής προσφυγής του αιτητή. Τέλος, στις 5.10.2018, μετά από μελέτη σχετικής έκθεσης λειτουργού της, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέδωσε απόφαση, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντα, ο οποίος και άσκησε εναντίον της εν λόγω απόφασης, ως προαναφέρθηκε, την Προσφυγή Αρ. 1768/2018.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ήγειρε και προώθησε συνολικά πέντε λόγους εφέσεως, ως εξής:
Με τον πρώτο λόγο έφεσης του, ο εφεσείων προβάλλει ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από την εφεσίβλητη Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Αυτό με τον ισχυρισμό ότι, η εφεσίβλητη εξέτασε μόνο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και την αίτηση του εφεσείοντα και στηρίχθηκε (λανθασμένα) αποκλειστικά στο γεγονός ότι, ο αιτητής εργάζεται, για να εκδόσει την απόφαση της και να τον κηρύξει οικονομικό μετανάστη, χωρίς την διεξαγωγή έρευνας, κατά πόσο κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα του, ως ο ίδιος ο εφεσείων, ως εισηγείται, ισχυρίσθηκε.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης του, ο εφεσείων στρέφεται εναντίον της ορθότητας της κρίσεως του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, η εφεσίβλητη άσκησε ορθά την διακριτική ευχέρεια της να μην καλέσει τον αιτητή σε δεύτερη συνέντευξη ενώπιον της.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, ο εφεσείων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων εισηγείται ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τον ορισμό του πρόσφυγα, ήτοι με τρόπο που δεν αναγνωρίζεται η ανάγκη του εφεσείοντα για παροχή διεθνούς προστασίας.
Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αθροιστικά και/ή σωρευτικά και/ή διαζευκτικά με το Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 (εφεξής ο «Νόμος») τις πρόνοιες των Άρθρων 3Γ και 14 αυτού.
Εξετάσαμε τις ενώπιον μας εκατέρωθεν θέσεις, ως περιέχονται στα περιγράμματα αγορεύσεων των διαδίκων.
Καταρχάς και συνοπτικά αναφέροντας, οι λόγοι εφέσεως κρίνουμε ότι, δεν ευσταθούν.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στον πρώτο λόγο έφεσης βρίσκουμε ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε διεξοδικά και αναλυτικά και, εν τέλει, ορθά διαπίστωσε, στις σελ. 5 μέχρι 11 της απόφασης του, τα ακόλουθα:
«Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, φαίνεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που διεξήγαγε και την συνέντευξη με τον Αιτητή, κατέγραψε τους βασικούς του ισχυρισμούς, τους αξιολόγησε και μετά από την εισήγηση του στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτός απέρριψε το αίτημά του, καθώς στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2016. Επιπρόσθετα, κατέληξε ότι δεν μπορεί να του αναγνωρισθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου αφού δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Οι Καθ' ων η Αίτηση που εξέτασαν μετέπειτα τη διοικητική προσφυγή του Αιτητή, διαπίστωσαν ότι τα ευρύματα της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ορθά και επιπλέον εξέτασαν τους συμπληρωματικούς λόγους έφεσης που υπέβαλε η νομική σύμβουλος του Αιτητή, απορρίπτοντας ως αβάσιμους, αστήρικτους ανεδαφικούς και μη αποδεκτούς.
...................................................
.............Εν πάση περιπτώσει, σχετικά με τη θέση του Αιτητή ότι οι Καθ' ων η Αίτηση δεν διεξήγαγαν επαρκή έρευνα, αναφέρω ότι το βάρος απόδειξης για τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας βαρύνει τον αιτητή. Οι διαδικασίες που τηρήθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ήταν ορθές.
Οι πραγματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν από τον Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του κατέτασσαν τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την πατρίδα του ως οικονομικούς.
Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του ανέφερε ότι η ζωή του είναι σε κίνδυνο αν επιστρέψει στην Ινδία χωρίς να συμπληρώσει οποιαδήποτε πληροφορία. Στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ανακάλεσε αυτό τον ισχυρισμό λέγοντας πως τα όσα ανέφερε στην αίτηση του δεν είναι ορθά και ότι ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί. Σε ερώτηση που του τέθηκε κατά πόσο θα προέβαινε στη συγκεκριμένη αίτηση αν μπορούσε να συνεχίζει να εργάζεται απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως θα συνέχιζε να εργάζεται. Στο τέλος της συνέντευξής του ανέφερε πως ο λόγος που έφυγε από τη χώρα του ήταν για να βοηθήσει την οικογένεια του, ότι δεν αντιμετωπίζει προβλήματα στην Ινδία και ότι αιτήθηκε άσυλο για να παραμείνει στην Κύπρο νόμιμα, ενώ οι συνέπειες αν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του θα είναι η ανεργία λόγω υπερπληθυσμού.
Ως εκ τούτου, οι λόγοι που επικαλέστηκε και στήριξε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με την επιθυμία του να μην επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, στην οποία στηρίχθηκε μετέπειτα και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ήταν οικονομικοί και όχι οποιοσδήποτε κίνδυνος δίωξης ή φόβος ότι θα υποστεί σοβαρή βλάβη.
Παραπέμπω σχετικά στο Εγχειρίδιο και τις Κατευθυντήριες Γραμμές για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες όπου προβλέπεται:
«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»
Σύμφωνα λοιπόν και με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ως παρέπεμψα ανωτέρω, πρόσωπο που ωθείται να εγκαταλείψει οικειοθελώς τη χώρα του από αποκλειστικά οικονομικούς λόγους, θεωρείται οικονομικός μετανάστης. Τέτοιοι ήταν και οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του στην Υπηρεσία Ασύλου. Εφόσον είχε το βάρος απόδειξης της αξίωσης του να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας και δεν ανέφερε οτιδήποτε στη συνέντευξη του που να τεκμηριώνει την αίτηση του για διεθνή προστασία, ο εξεταστής της υπόθεσης δεν είχε ενώπιον του μια γνήσια περίπτωση αιτητή διεθνούς προστασίας την οποία θα μπορούσε να διερευνήσει περαιτέρω.
....................................................
.......Οπόταν φαίνεται να επικαλείται και πάλι οικονομικούς λόγους και ότι επιθυμεί να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο για να εργαστεί. Η δε συνήγορος του, υποβάλλοντας συμπληρωματικούς λόγους έφεσης στη διοικητική προσφυγή του Αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 14/9/2017, δεν προσθέτει νέα στοιχεία ενώ παραπέμπει στο περιεχόμενο των ισχυρισμών του Αιτητή που είχε δώσει στη συνέντευξή του, που όπως ανέφερα πιο πάνω, αφορούσε οικονομικούς κυρίως λόγους. Οι νομικοί λόγοι έφεσης που υποβλήθηκαν από την συνήγορο του Αιτητή εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ο κάθε ένας ξεχωριστά, όπως φαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση.
Ως εκ τούτου, η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ήταν αποτέλεσμα δέουσας και επαρκούς έρευνας, αφού φαίνεται ότι αξιολογήθηκε το περιεχόμενο της συνέντευξης του Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου, ότι διερευνήθηκε ο φάκελος της υπόθεσης, λήφθηκαν υπόψη και οι λόγοι που υπέβαλε ο Αιτητής με την υποβολή της διοικητικής του προσφυγής και επιπλέον οι συμπληρωματικοί λόγοι της διοικητικής προσφυγής που παρέθεσε η νομική του εκπρόσωπος.»
Όσον αφορά στο δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο και πάλιν, βρίσκουμε, ορθά ανέφερε στις σελ. 12 και 13 της απόφασης του τα ακόλουθα:
«Σχετικά με το δικαίωμα του Αιτητή να ακουσθεί πριν τη λήψη δυσμενούς απόφασης για αυτόν, αναφέρω ότι είχε την ευκαιρία να υποβάλει νέα στοιχεία με την διοικητική του προσφυγή ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Οι Καθ' ων η Αίτηση μετά από αξιολόγηση της διοικητικής του προσφυγής καταλήγουν ότι δεν υπέβαλε νέα στοιχεία που να υποστηρίζουν την προσφυγή του και συνεπώς δεν κρίνεται σκόπιμη η κλήση του σε συνέντευξη ή ακροαματική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ(6) του περί Προσφύγων Νόμου ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξάλλου, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων έχει διακριτική ευχέρεια (και όχι υποχρέωση) να καλεί σε προσωπική συνέντευξη ή να διεξάγει ακροαματική διαδικασία στις περιπτώσεις που εκείνη κρίνει σκόπιμο. Σχετικές περί τούτου είναι οι αναφορές του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση ημερομηνίας 26.6.2006 στην Προσφυγή αρ. 581/2015 Harpreet Singh και Κυπριακής Δημοκρατίας και στην απόφαση ημερομηνίας 26.6.2006 στην Προσφυγή αρ. 375/2005 Shahidul (Sumon) και Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Όσον αφορά στον τρίτο και τέταρτο λόγο εφέσεως, το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση όσων προανέφερε ορθά, κρίνουμε, κατέληξε, στις σελ. 13 και 14 της απόφασης του, ότι, ο εφεσείων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης, ενώ ορθώς εφάρμοσε, στην υπό εξέταση περίπτωση, τον ορισμό του Άρθρου 3 του Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αλλά και το Άρθρο 19 (1) του Νόμου για τη (μη) παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ούτε υπήρχε, βρίσκουμε, οποιοδήποτε ανάγκη αναφοράς από το πρωτόδικο δικαστήριο στις πρόνοιες του Άρθρου 14 του Νόμου, ενόψει των προαναφερόμενων (ορθών) διαπιστώσεων του, αφού ουδέν προβλήθηκε από τον εφεσείοντα που να δικαιολογεί την πιθανότητα εφαρμογής της εν λόγω νομοθετικής διάταξης.
Τέλος, όσον αφορά στον πέμπτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ότι, ούτε αυτός ευσταθεί. Καταρχάς, ουδέν εισηγήθηκε η πλευρά του εφεσείοντα είτε ενώπιον των εμπλεκόμενων διοικητικών αρχών είτε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ανάγκης εξέτασης της αίτησης του εφεσείοντα υπό το πρίσμα του Άρθρου 3Γ του Νόμου. Έπεται ότι, το ζήτημα απαραδέκτως εγείρεται πρώτη φορά κατ' έφεση. Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά στο Άρθρο 3Γ του Νόμου δεν ήταν αναγκαία, ενόψει των (ορθών) διαπιστώσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, ο εφεσείων δεν απέδειξε βάσιμους λόγους δίωξης του. Σχετικά, η ακόλουθη καταληκτική αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου, μας βρίσκει σύμφωνους:
«Συνεκτιμώντας τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής καθώς και τις δηλώσεις του, γραπτές και προφορικές, ενώπιον των αρμόδιων αρχών, οι λόγοι που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του ήταν οικονομικοί και συγκεκριμένα για να εργαστεί και μετέπειτα ο λόγος υποβολής του αιτήματος διεθνούς προστασίας ήταν ότι επιθυμούσε να παραμείνει στην Κύπρο νόμιμα αφού δεν είχε ανανεωθεί η άδεια παραμονής του και για να εξασφαλίσει μετέπειτα άδεια εργασίας.
Πέραν τούτου, ουδέν γεγονός και ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε ενώπιον μου που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό περί βάσιμου φόβου δίωξης του Αιτητή και τα οποία θα μπορούσαν να εξετάσω στο πλαίσιο του άρθρου 11(5) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018.»
Ως απόρροια των ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους 3000 εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.