ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 43/18)
13 Σεπτεμβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ, πρώην ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητη.
-----------------------------
Δημήτρης Κουλαφέτης για Σωτήρης Δράκος ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Γιώργος Κορφιώτης για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση του, ο εφεσείων ζητά την ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημ. 11/2/2013, με την οποία διατάχθηκε η εγγραφή στο Πρωτοκολλητείο του ιδίου Δικαστηρίου για σκοπούς εκτέλεσης, διαιτητικής απόφασης που διέτασσε τον εφεσείοντα να πληρώσει στην εφεσίβλητη, το ποσόν των €38.471,49 πλέον τόκους και έξοδα.
Η διαφορά των διαδίκων που παραπέμφθηκε σε διαιτητή δυνάμει του Άρθρου 52.1 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, προέκυψε δυνάμει δανείου που η εφεσίβλητη παραχώρησε στον εφεσείοντα. Σύμφωνα με την διαιτητική απόφαση, ο εφεσείων παρουσιάστηκε κατά την ακρόαση της διαιτητικής διαδικασίας και αναγνώρισε το χρέος του. Είναι επίσης παραδεκτό ότι μετά την ολοκλήρωση της διαιτητικής διαδικασίας, ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε την διαιτητική απόφαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου εντός 21 ημερών, δυνάμει του Άρθρου 52.4 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την υπό κρίση διαδικασία εγγραφής της διαιτητικής απόφασης, ο εφεσείων υποστήριξε ότι τα Άρθρα 52 και 53 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85 καθώς και το Άρθρο 21 του Περί Διαιτησίας Νόμου, είναι αντισυνταγματικά και προσκρούουν στο Άρθρο 30.1 του Συντάγματος. Εισηγήθηκε συγκεκριμένα ότι ο διαιτητής στην παρούσα περίπτωση, λειτούργησε ως «δικαστική επιτροπή» ή «έκτακτο δικαστήριο», η σύσταση των οποίων απαγορεύεται ρητά από το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, σημείωσε ότι η διαιτητική απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 52.4 του Νόμου 22/85. Ως αποτέλεσμα, αυτή καθίσταται τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 52.5 του ιδίου Νόμου.
Ως προς το ζήτημα της συνταγματικότητας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με παραπομπή σε νομολογία ότι η διαιτησία θεωρείται οιονεί δικαστική διαδικασία και ότι η εθελοντική προσφυγή διαδίκων σε διαιτητή δεν προσκρούει στο Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Με την παρούσα έφεση του, ο εφεσείων επαναλαμβάνει όπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τον ισχυρισμό για αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85. Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα αποφάσισε ότι η παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία δυνάμει του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85 δεν παραβιάζει το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος και ως εκ τούτου, εσφαλμένα επέτρεψε την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για σκοπούς εκτέλεσης.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των διαδίκων. Συμφωνούμε με την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από την στιγμή που ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε την διαιτητική απόφαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου εντός 21 ημερών δυνάμει του Άρθρου 52.4 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, αυτή καθίσταται τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως να ήταν απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 52.5 του ιδίου Νόμου ( , Πολ. Έφεση 93/14, ημ. 22.4.2021).
Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων δεν αμφισβητεί τις προϋποθέσεις εγγραφής όπως αναλύονται πιο πάνω. Ο μόνος ισχυρισμός που τέθηκε τόσο πρωτόδικα όσον και ενώπιον μας, αφορά την αντισυνταγματικότητα του διορισμού του διαιτητή και της όλης διαιτητικής διαδικασίας.
Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε την διαιτητική απόφαση δυνάμει του Άρθρου 52.4 του Νόμου 22/85 και ως εκ τούτου δεν δύναται να αμφισβητήσει την ορθότητα της κρίσης του διαιτητή, δεν τον εμποδίζει να εγείρει ζητήματα στο στάδιο εγγραφής της διαιτητικής απόφασης που πλήττουν το θεμέλιο της διαδικασίας όπως παραβίαση αρχών φυσικής δικαιοσύνης καθώς και θέματα συνταγματικότητας. Σχετική είναι η υπόθεση Πολ. Έφεση. 129/2014, ημ. 21/5/2021 όπου λέχθηκαν τα εξής: ,
«Θα συμφωνήσουμε πλήρως με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο δικαστή πως ο εφεσείων δεν είχε δικονομική δυνατότητα διά της ενστάσεως να εισάξει θέματα που αφορούσαν την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ή διαδικαστικά θέματα που ανάγονται σε ζητήματα που θα έπρεπε ο οφειλέτης να επιδιώξει να λυθούν έγκαιρα είτε δι΄ αιτήσεως απομακρύνσεως του διαιτητή, είτε ακύρωσης του πορίσματός του είτε βεβαίως δι΄ εφέσεως.
Όπως ορθά αναλύθηκε η νομική αρχή στη Νικολάου, ανωτέρω, η διαδικασία εγγραφής προσφέρεται για τη διαπίστωση θεμελιακών ζητημάτων φυσικής δικαιοσύνης (ως η προηγούμενη ενημέρωση του εφεσείοντα για την έκδοση διαιτητικής απόφασης εναντίον του).
...................................
Δεν υπάρχει βεβαίως εκ των προτέρων κατάλογος θεμάτων που εμποδίζεται να εγερθούν από το στάδιο εγγραφής διαιτητικής απόφασης. Από τις αυθεντίες προκύπτει ότι εκεί που το ζήτημα μπορεί να πλήττει το θεμέλιο της διαδικασίας δεν αποκλείεται να μπορεί να εγερθεί.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι μπορεί η διαδικασία εγγραφής να μην προσφέρεται για εξέταση της ουσίας της διαιτητικής απόφασης, όμως ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα της νομοθεσίας, δύνανται να εξεταστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και στο στάδιο της έφεσης (βλ. Α. Λοΐζου Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας σελ. 314).
Στην παρούσα περίπτωση, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο εφεσείων για αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85, τους απέρριψε με παραπομπή μεταξύ άλλων στην παλαιά απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (1962) 4 R.S.C.C.12. Στην πιο πάνω υπόθεση, εξετάστηκε η αντισυνταγματικότητα του προϊσχύσαντος Άρθρου 53 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 114 (The Co-operative Societies Law, Cap. 114), του οποίου οι ρυθμίσεις ήταν παρόμοιες με αυτές του Άρθρου 52 του Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 53 του Κεφ. 114 δεν παραβιάζει το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος, τονίζοντας το γεγονός πως τα μέλη των Συνεργατικών Εταιρειών, υπάγονται εκουσίως σε διαιτητικές διαδικασίες δυνάμει του Νόμου.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στην μεταγενέστερη υπόθεση (2002) 4Β Α.Α.Δ 65, όπου λέχθηκε ότι το Άρθρο 52 του 22/85 είναι συμβατό με τα Άρθρα 30 και 28 του Συντάγματος.
Είναι σημαντικό εδώ να αναφέρουμε ότι τον Ιούνιο του 2018, ήτοι μερικούς μήνες μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στις 9.1.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε άλλες δύο αποφάσεις με τις οποίες επιβεβαιώθηκε η αρχή περί της συμβατότητας του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85 με το Άρθρο 30 του Συντάγματος (βλ. Πολ. Έφεση 477/2012 ημ. 27.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A311 και Πολ. Έφεση 96/12 ημ. 6.6.2018), ECLI:CY:AD:2018:A277.
Στην υπόθεση Νόμου 22/85 δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος, εφόσον «το έργο του διαιτητή είναι οιονεί δικαστικό και δικαστική είναι η αποστολή του». (ανωτέρω) λέχθηκε ότι το Άρθρο 30 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την παραπομπή μιας διαφοράς σε διαιτησία είτε αυτό προβλέπεται από τον Νόμο είτε από ιδιωτική συμφωνία. Επιπλέον, τονίστηκε ότι η διαδικασία της διαιτησίας είναι συμπλήρωμα κάθε σύγχρονου νομικού συστήματος. Στην υπόθεση (ανωτέρω) επαναλήφθηκε ότι με το Άρθρο 52 του
Παρά την πιο πάνω νομολογία, ο εφεσείων προέβαλε και ενώπιον μας τους ίδιους ισχυρισμούς για αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85, επιμένοντας ότι η υπό κρίση διαιτητική διαδικασία, συνιστά «δικαστική επιτροπή» ή «έκτακτο δικαστήριο», η σύσταση των οποίων απαγορεύεται από το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος.
Στο μεταξύ στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταρρύθμισης της δικαιοσύνης, διαχωρίστηκαν οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παραχωρήθηκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, η δικαιοδοσία να αποφασίζει οιαδήποτε ζητήματα συνταγματικότητας που παραπέμπονται σε αυτό από τα υπόλοιπα Δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του Εφετείου. Η εξουσία παραπομπής καθορίζεται από το Άρθρο 144.1 του Συντάγματος, το οποίο έχει ως ακολούθως μετά την τροποποίηση του από τον Περί της Δεκάτης Εβδόμης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο 103(I)/2022.
«APΘPON 144
1. (1) Κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένης της κατ' έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως.
(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιον του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιον του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3).
(3) ..............................
(4) .............................
Προκύπτει από την ανάγνωση του πιο πάνω εδαφίου (2) και ειδικά από την χρήση της λέξης «δύναται» ότι δεν είναι αναγκαστική η παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, οιουδήποτε ζητήματος συνταγματικότητας Νόμου τεθεί σε δικαστική διαδικασία. Αντιθέτως, η παραπομπή ακόμη και ουσιώδους για την διαδικασία ζητήματος, επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου τέθηκε ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα.
Έχουμε ενόψει των πιο πάνω προβληματιστεί αν ενδείκνυται η παραπομπή του θέματος ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Κατά την κρίση μας, εκεί όπου η νομολογία είναι διαχρονικά σαφής και δεν χρήζει καμίας διευκρίνισης, δεν ενδείκνυται η παραπομπή του ζητήματος ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αντιθέτως, η παραπομπή ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου είτε το εγερθέν ζήτημα συνταγματικότητας δεν έχει αποφασιστεί από την νομολογία, είτε η νομολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος δεν είναι ξεκάθαρη και χρήζει διευκρίνισης ή εκσυγχρονισμού.
Θεωρούμε ότι σκοπός της τροποποίησης του Άρθρου 144 του Συντάγματος δεν είναι να παραπέμπονται στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, όλα τα ζητήματα συνταγματικότητας που εγείρονται στα Πρωτόδικα Δικαστήρια και το Εφετείο και ειδικά αυτά που με απόλυτη σαφήνεια έχουν κριθεί από την νομολογία, ιδιαίτερα δε όταν πρόκειται για πρόσφατη νομολογία. Αντιθέτως, η παραπομπή ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου σε καινοφανή ζητήματα συνταγματικότητας, το εγερθέν θέμα δεν έχει αποφασιστεί νομολογιακά ή η νομολογία χρήζει κάποιας διευκρίνησης και ως αποτέλεσμα, το παραπέμπον Δικαστήριο δεν μπορεί να καθοδηγηθεί επί του θέματος από την υφιστάμενη νομολογία.
Κρίνουμε επιπλέον ότι στην άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας επί του θέματος, μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση από τις αρχές που διέπουν την παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε). Σύμφωνα με την νομολογία δεν παραπέμπονται υποθέσεις για τις οποίες υπάρχει κοινοτική αυθεντία επί του νομικού σημείου ή παραπλήσια του και συνεπώς, το εθνικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει το ίδιο για την ορθή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης αν θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Σχετική είναι η υπόθεση Περικλέους ν. Ellinas Finance Ltd κα (2015) 1 Α.Α.Δ 513, η οποία παραπέμπει μεταξύ άλλων στις συστάσεις του ιδίου του Δ.Ε.Ε στα εθνικά Δικαστήρια για την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος και ειδικά στην σύσταση 13 (Information Note on references from National Courts for a Preliminary Ruling).
Στην παρούσα περίπτωση, το ζήτημα συνταγματικότητας του Άρθρου 52 του Νόμου 22/85 έχει πλειστάκις και διαχρονικά αποφασιστεί από την προαναφερθείσα νομολογία όπως αναλυτικά επεξηγούμε πιο πάνω. Όλες δε οι αποφάσεις της Κυπριακής νομολογίας, παλαιότερης και πρόσφατης, ευθυγραμμίζονται στο ότι το Άρθρο 52 του Νόμου 22/85, είναι συμβατό και δεν παραβιάζει το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος.
Κρίνουμε ως εκ τούτου στο πλαίσιο της διακριτικής μας ευχέρειας ότι δεν ενδείκνυται η παραπομπή του υπό κρίση ζητήματος αντισυνταγματικότητας, ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος. Το Εφετείο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο επί του τεθέντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας αφού έχουμε διαφωτιστεί επαρκώς επί του προκειμένου από την προαναφερθείσα συνεχή και ξεκάθαρη επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Επαναλαμβάνουμε συνεπώς τις σαφείς νομολογιακές αρχές ότι:
· Το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος δεν απαγορεύει την παραπομπή μιας διαφοράς σε διαιτησία είτε αυτό προβλέπεται από τον Νόμο είτε από ιδιωτική συμφωνία.
· Τα μέλη των Συνεργατικών Εταιρειών υπάγονταν εκουσίως κατά τους επίδικους χρόνους, σε διαιτητικές διαδικασίες δυνάμει του Νόμου.
· Με το Άρθρο 52 του Νόμου 25/82 δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος εφόσον ο διαιτητής δυνάμει του εν λόγω άρθρου δεν συνιστά «δικαστική επιτροπή» ή «έκτακτο δικαστήριο» αλλά αντιθέτως, το έργο του είναι οιονεί δικαστικό.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.