ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                    (Ποινική Έφεση Αρ.: 42/2021)

 

22 Σεπτεμβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΔΡΕΟΥ

                                                          Εφεσείοντος

v.

 

ΜΙΝΕΡΒΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

                                                          Εφεσίβλητης

 

------------------------------

 

Α. Αλεξάνδρου, για Εφεσείοντα

Καμία εμφάνιση, για Εφεσίβλητη

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε: Με την παρούσα έφεσή του ο Εφεσείων, ήτοι ο Κατηγορούμενος 4 στο Ε.Δ. Πάφου, προσβάλλει με πέντε λόγους έφεσης την καταδίκη του σε 15 κατηγορίες για συνέργεια στην έκδοση ισάριθμων επιταγών από την επίσης καταδικασθείσα ερήμην Κατηγορούμενη 1 εταιρεία P.L.M. Εταιρεία Ασφαλιστικής Πρακτόρευσης Λτδ, συνολικής αξίας €60.000, οι οποίες δεν είχαν εξαργυρωθεί λόγω μη επαρκών υπολοίπων και ή λόγω παγοποίησης του τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας (ΚΑΠ). Περαιτέρω προσέβαλε με άλλο λόγο έφεσης τη μη αναστολή εκτέλεσης των συντρεχουσών ποινών 11μηνης φυλάκισης σε κάθε κατηγορία (τις οποίες ήδη εξέτισε), τον οποίο απέσυρε με το διάγραμμα αγόρευσης, οπότε δεν θα μας απασχολήσει.

 

      Κατά την πρωτόδικη διαδικασία η Παραπονούμενη είχε καλέσει δύο μάρτυρες. Η Κατηγορούμενη 1 δεν εκπροσωπήθηκε ενώ ο Εφεσείων όταν κλήθηκε σε απολογία προέβη σε δήλωση ανωμοτί και δεν κάλεσε μάρτυρες. Για τους Κατηγορούμενους 2 και 3 η δίωξη ανεστάλη με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέως, λίγο πριν την έναρξη της ακρόασης.

 

      Αξιολογώντας τη σχετική μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, δηλαδή την εργοδοτούμενη της Παραπονούμενης και τον υπάλληλο της πληρώτριας τράπεζας αντίστοιχα. Στην ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντος δεν απέδωσε οποιαδήποτε αξία, διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν ικανή να αντικρούσει την ένορκη μαρτυρία και ότι γενικά οι προβληθείσες θέσεις του κατεδείκνυαν σύγχυση με άλλες δοσοληψίες μεταξύ των διαδίκων ή ήταν άσχετες με τις επίδικες επιταγές.

 

      Σε σχέση με τη νομική πτυχή, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε (και δεν αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης) ότι η Κατηγορούμενη 1 Εταιρεία (i) εξέδωσε τις επιταγές (ii) οι οποίες παρουσιάστηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκαν (iii) μετά που κατέστησαν πληρωτέες, (iv) δεν εξοφλήθηκαν και (v) παρέμειναν απλήρωτες για 15 μέρες, οπότε είχε στοιχειοθετηθεί η ενοχή της.

 

      Στη συνέχεια υπέδειξε ότι ο Εφεσείων παρείχε διά της υπογραφής του βοήθεια στην Κατηγορούμενη 1 για την έκδοση των επιταγών «ως συνεργός» της αφού ήταν ο μόνος εξουσιοδοτημένος να τις υπογράψει και παραδώσει, όπως έγινε, οπότε προχώρησε στο να εξετάσει το μόνο που απέμενε, δηλαδή το στοιχείο της ένοχης διάνοιας, για το οποίο κατέληξε ότι είχε στοιχειοθετηθεί.

 

      Με την έφεσή του ο Εφεσείων προβάλλει συγκεκριμένα ότι:

 

·        Δεν υπήρξε μαρτυρία η οποία να δεικνύει πως ο ίδιος, στις 30.3.09 που υπέγραψε τις επιταγές ως διευθυντής της εταιρείας, γνώριζε ότι κατά την παρουσίαση των επιταγών στις 30.9.14 μέχρι και τις 30.11.15 δεν θα εξοφλούντο λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων (Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 1).

 

·        Εσφαλμένα υπήρξε συμπέρασμα περί ένοχης διάνοιας του ιδίου κατά την υπογραφή στις 30.3.09 (Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 2).

 

·        Δεν υπήρξε ενασχόληση με το ότι οι επιταγές υπεγράφησαν στις 30.3.09 και ήταν πληρωτέες από τις 30.9.14 και μεταγενέστερα, οπότε και ήταν αδύνατο για τον ίδιο να γνωρίζει ποια θα ήταν η κατάσταση του λογαριασμού μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 3).

 

·        Ενώ οι επιταγές αφορούσαν τις δόσεις παλαιότερου γραμματίου ημερ. 25.2.05 και ενώ στις 20.3.15 είχε εκδοθεί εκ συμφώνου αστική απόφαση για το ποσόν του, εντούτοις το (ποινικό) Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσον η Παραπονούμενη καταχρηστικά προώθησε την παρουσίαση των επιταγών, καθώς και την ποινική υπόθεση (Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 4).

 

·        Η καταδίκη είναι ακροσφαλής και λανθασμένη λόγω αυθαίρετων συμπερασμάτων, μη συνεκτίμησης όλων των στοιχείων και ή λόγω μη επάρκειας των στοιχείων (Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 5).

 

      Η πραγματικότητα είναι ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε διαφωνία επί των ουσιωδών πρωτογενών πραγματικών γεγονότων. Ειδικότερα, η Παραπονούμενη εταιρεία («Μινέρβα») ήταν από τις 25.2.05 δημόσια εταιρεία και πρόσφερε ασφαλιστικές υπηρεσίες, η δε Κατηγορούμενη 1 ενεργούσε ως εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης για την Παραπονούμενη. Ο νυν Εφεσείων (Κατηγορούμενος 4), μαζί με ακόμα δύο πρόσωπα ήταν οι τρεις διευθυντές της Κατηγορούμενης 1 αλλά ο Εφεσείων ήταν το άτομο το οποίο ήλεγχε και διαχειρίζετο τον επίδικο τραπεζικό λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας, τον οποίο είχε ανοίξει η Alpha Bank βάσει αίτησης ημερ. 20.2.09 (Τεκμήρια 28 και 29).

 

      Παρέμεινε επίσης αναντίλεκτο ότι στις 25.2.05 τόσο η Κατηγορούμενη 1 όσο και οι τρεις διευθυντές της είχαν αναγνωρίσει ότι χρωστούσαν στην Παραπονούμενη αλληλεγγύως και ή κεχωρισμένως το ποσό των £140.000, (€239.201), οπότε υπέγραψαν το γραμμάτιο, Τεκμήριο 6, αναλαμβάνοντας να το εξοφλήσουν διά δόσεων εκ £1.500 (€2.562) αρχομένων από 1.3.05 συν τόκους προς 9% ετησίως από της υπογραφής. Αυτό λογικά σήμαινε ότι θα αποπληρωνόταν σε περίπου οκτώ έτη.

 

      Με βάση την αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Κ.2 οι χρεώστες παρέλειπαν να καταβάλλουν τις οφειλόμενες δόσεις βάσει του γραμματίου, με αποτέλεσμα στις 30.3.09 το οφειλόμενο υπόλοιπο να ήταν €317.410. Ήταν η μέρα που ο Εφεσείων εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1 υπέγραψε και εξέδωσε προς την Παραπονούμενη τις 15 επίδικες μεταχρονολογημένες επιταγές για το συνολικό ποσό των €60.000 (15 x 4.000), πληρωτέων ανά μήνα κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.14 έως 30.11.15. Δεν διευκρινίστηκε το κατά πόσον είχαν δοθεί οποιεσδήποτε άλλες επιταγές για το ενδιάμεσο διάστημα.

 

      Η επόμενη εξέλιξη ήταν η παγοποίηση του τραπεζικού λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 μετά από δέκα μήνες, ήτοι στις 26.1.10, ως προέκυπτε από τη μαρτυρία της Μ.Κ.1. Η παγοποίηση αυτή έγινε λόγω της καταχώρησης του κατόχου του λογαριασμού, δηλαδή της Κατηγορούμενης 1, στο Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) το οποίο τηρεί η Κεντρική Τράπεζα βάσει των Οδηγιών της του 2002 δυνάμει του Άρθρου 41 του περί Τραπεζικών Εργασιών Ν.66(Ι)/97.  

 

      Ας σημειωθεί πως βάσει του άρθρου 10 των εν λόγω Οδηγιών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο καταχωρείται στο ΚΑΠ (i) είτε όταν εντός δωδεκαμήνου εκδώσει τρεις ακάλυπτες επιταγές ή το συνολικό ποσό οποιωνδήποτε επιταγών υπερβαίνει το ποσό των €2.000 (ii) είτε όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί για αδίκημα σε σχέση με ακάλυπτη επιταγή.

 

      Ακολούθησε η καταχώριση στις 24.7.12 της αγωγής, βάσει του γραμματίου εναντίον και των τεσσάρων υπογραφέων, διά της οποίας η Παραπονούμενη αξίωσε το ποσό των €311.693 συν τόκους προς 9% ετησίως από τις 17.2.12, ημερομηνία κατά την οποία φερόταν στο Τεκμήριο 7 ότι είχε αποστείλει σχετική επιστολή απαιτώντας την εξόφληση των καθυστερούμενων τότε δόσεων βάσει του γραμματίου. Στην έκθεση απαίτησης δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά για τις επιταγές πλην όμως υπήρχε ρητή παραδοχή (της Παραπονούμενης) ότι μέχρι τις 29.7.11 οι εκεί εναγόμενοι είχαν ήδη καταβάλει το συνολικό ποσό των €90.005.

 

      Στις 20.3.15, στα πλαίσια της αγωγής, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της Παραπονούμενης και εναντίον των εναγομένων αλληλεγγύως και ή κεχωρισμένως για το ποσό των €320.000 συν €4.127 ως έξοδα, καθώς και τόκους επί των δύο ποσών.

 

      Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι με βάση τις τραπεζικές σφραγίδες επί των επιταγών, οι έξι από αυτές, οι οποίες ήταν πληρωτέες κατά το διάστημα από 30.9.14 έως 26.2.15, δεν είχαν παρουσιαστεί σε τράπεζα πριν τις 19.3.15. Κατ' ακρίβειαν παρουσιάστηκαν όλες μαζί εκείνην τη μέρα, στις 19.3.15. Την επόμενη μέρα, κατά την οποία εκδόθηκε η αστική απόφαση (20.3.15), αυτές οι έξι επιστράφηκαν ως ακάλυπτες λόγω της προηγηθείσας παγοποίησης του επίδικου λογαριασμού (Τεκμήρια 9 έως 15). 

 

 

Λόγος Έφεσης υπ΄ αρ. 4

 

      Εξ αφορμής αυτής της τελευταίας διευκρίνισης και επανερχόμενοι στους λόγους έφεσης, θα πρέπει να πούμε εν σχέσει με τον 4ο λόγο πως κατά την έκδοση της αστικής απόφασης δεν φαίνεται να είχε γίνει οποιαδήποτε δήλωση ή άλλη ρύθμιση σε σχέση με τις επιταγές. Μάλιστα, εκ του γεγονότος αφενός ότι η Παραπονούμενη άρχισε και συνέχισε να τις παρουσιάζει δεόντως στην τράπεζα (πράγμα που συνέχισε μέχρι την παρουσίαση της τελευταίας επιταγής στις 30.11.15) και αφετέρου ότι αργότερα τις προσκόμισε στο ποινικό Δικαστήριο χωρίς οποτεδήποτε να τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα, συνάγεται, ως αυταπόδεικτο, ότι δεν είχε τεθεί ούτε κατά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης οποιοδήποτε ζήτημα επιστροφής τους και ότι είχαν παραμείνει νομίμως στην κατοχή της Παραπονούμενης.

 

      Ας προστεθεί πως το Τεκμήριο 10 αποτελούσε κατάσταση λογαριασμού την οποία τηρούσε η Παραπονούμενη με βάση την απόφαση στην αγωγή (αρ. 2569/12) και ότι σε αυτήν την κατάσταση εμφαίνονται οι χρεοπιστώσεις που εγίνοντο κάθε φορά λόγω της κατάθεσης των αρχικών έξι επιταγών, καθώς και πιο μετά, ανά μήνα, των υπόλοιπων εννέα με την προοπτική εξαργύρωσής τους.

 

      Σε κάθε περίπτωση σημειώνουμε πως ο προσδιορισμός της ποινικής ευθύνης ενός Κατηγορουμένου εν σχέσει με ακάλυπτες επιταγές είναι άλλο θέμα, άσχετο με την ύπαρξη ή όχι αστικής ευθύνης από άλλες πτυχές της περίπτωσης (βλ. N.C. Diamonds Co. Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763). Το στοιχείο της έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων δεν εξαλείφεται με τη λήψη αστικής απόφασης η οποία περιλαμβάνει το ποσό των επιταγών (Ταμείο Προνοίας ΣΕΚ v. Samoa Clothing Industry Ltd κ.ά. (2000), 2 Α.Α.Δ. 619). Το ουσιωδέστερο βέβαια είναι ότι, ούτως ή άλλως, με βάση τη νομολογία μας δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας η παράλληλη καταχώριση ιδιωτικής ποινικής δίωξης και η έγερση αστικής αγωγής για είσπραξη ακάλυπτων επιταγών (Χαραλαμπίδης v. Κωμοδρόμου (2002), 2 Α.Α.Δ. 522). Εκ του περισσού ίσως, θα πρέπει να προσθέσουμε πως η πρόσθετη υπεράσπιση, την οποία παρείχε παλαιότερα το εδ. (3) του Π.Κ. 305Α, (για τη μη εφαρμογή του άρθρου σε επιταγή από την οποία δεν υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα) έχει καταργηθεί από τον τροποποιητικό Ν.25(1)/03. Κρίνουμε, συνεπώς, ότι δεν ευσταθεί ο 4ος λόγος έφεσης.

 

Λόγος Έφεσης υπ΄ αρ. 5

 

      Όσον αφορά τον 5ο λόγον έφεσης, παρατηρούμε ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένος στην ειδοποίηση έφεσης. Το γεγονός της ελλιπούς αιτιολογίας το δέχεται εμμέσως και ο κ. Αλεξάνδρου, ο οποίος στο διάγραμμα αγόρευσής του, εν σχέσει με τον συγκεκριμένο λόγο, καταφεύγει στο να υιοθετήσει ρητώς την αιτιολογία όλων των υπόλοιπων λόγων, σε μια προσπάθειά του να τον στηρίξει. Η πορεία αυτή βεβαίως δεν διαφοροποιεί ούτε το γεγονός ότι πρόκειται για γενικό και αόριστο λόγον έφεσης χωρίς την ενδεδειγμένη σαφήνεια, ακρίβεια ή λεπτομέρεια αλλά ούτε και το ότι αυτός υπόκειται σε απόρριψη εξαιτίας της εν λόγω αδυναμίας (Socratous and others v. Police (1984), 2 C.L.R 446, Σπύρου v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ 406, Αναφορικά με την Tricor Ltd, υπό εκκαθάριση, Πολ. Έφεση, 28/2023, ημερ. 6.7.23). Ούτως ή άλλως όμως, τα όσα αναπτύσσονται στο διάγραμμα εν σχέσει με τον συγκεκριμένο λόγο, είναι αλληλένδετα και εν πολλοίς ταυτίζονται με την αιτιολογία των τριών πρώτων και βασικών λόγων έφεσης, στα πλαίσια εξέτασης των οποίων και θα ληφθούν υπ' όψιν.

 

Λόγοι Έφεσης υπ΄ αρ. 1, 2 και 3

 

      Επιστρέφοντας λοιπόν στους τρεις πρώτους και ουσιαστικούς λόγους έφεσης, διαπιστώνουμε ότι αυτοί έχουν ως πυρήνα το ζήτημα της γνώσης του Εφεσείοντος κατά το 2009 για τα όσα θα ακολουθούσαν κατά το 2014 και εντεύθεν εν σχέσει με την εξαργύρωση των επιταγών. Κατά σειράν οι θέσεις του Εφεσείοντος είναι (i) ότι δεν υπήρξε μαρτυρία πως γνώριζε ότι δεν θα εξοφλούντο, (ii) ότι υπήρξε σφάλμα σε σχέση με το στοιχείο της ένοχης διάνοιας, υπό την έννοια ότι χωρίς στοιχεία το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε αυθαίρετο εύρημα για ένοχη διάνοια και (iii) ότι δεν υπήρξε ενασχόληση σε σχέση με το ότι τις επιταγές τις είχε υπογράψει στις 30.3.09 ως μεταχρονολογημένες για το διάστημα από 30.9.14 μέχρι τις 30.11.15, οπότε η έκταση του μεσολαβούντος χρόνου ήταν τέτοια που ήταν αδύνατον για τον ίδιο να γνωρίζει ποια θα ήταν η κατάσταση του λογαριασμού της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

      Βασικά υποστηρίζεται με τους δύο πρώτους λόγους ότι σε σχέση με τη γνώση, τα πρωτόδικα ευρήματα ή συμπεράσματα ήταν αυθαίρετα, στηριζόμενα σε λανθασμένη κρίση και με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι δεν υπήρξε ενασχόληση με τον χρόνο που μεσολαβούσε μέχρι την πληρωμή. Σε σχέση με την ένοχη διάνοια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

 

      «Κρίνω ότι η μαρτυρία που έχει δοθεί και έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη και σαφής, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα πως ο κατηγορούμενος 4 κατά την έκδοση των επιταγών γνώριζε όλες τις ουσιώδεις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων από την 1η κατηγορούμενη εταιρεία και συνεπώς έχει αποδειχθεί και το στοιχείο της ένοχης διάνοιας. Το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου στοιχειοθετείται από τα εξής:

 

        1.    Ο κατηγορούμενος 4 ήταν ένας εκ των διευθυντών των κατηγορουμένων 1 αλλά το μοναδικό πρόσωπο που μπορούσε να διαχειριστεί τον επίδικο λογαριασμό της κατηγορούμενης 1 και τα χρήματα του λογαριασμού και το μόνο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να υπογράφει επιταγές.

        2.    Πριν την έκδοση των επίδικων μεταχρονολογημένων επιταγών οι κατηγορούμενοι 1 και 4 και οι άλλοι διευθυντές της 1ης κατηγορούμενης στις 25/2/05 υπέγραψαν και αποδέχθηκαν προς όφελος των παραπονουμένων το γραμμάτιο τεκμήριο 6 για το οποίο τελικά δεν κατέβαλαν τις οφειλόμενες δόσεις. Παρ΄ όλα αυτά στις 30.3.2009 εξέδωσαν έναντι του εν λόγω γραμματίου προς όφελος των Παραπονουμένων τις επίδικες επιταγές. Λίγους μήνες αργότερα, ο επίδικος λογαριασμός παγοποιήθηκε (26.1.2010). Αργότερα οι κατηγορούμενοι την 20/3/15 αποδέχθηκαν την έκδοση της απόφασης για το εν λόγω γραμμάτιο. Κατά τον χρόνο αυτό οι επιταγές των κατηγοριών 1, 4, 5, 8, 9, 12, 13, 16, 17, 20, 21, 24 κατέστησαν πληρωτέες. Ο κατηγορούμενος 4 ο οποίος ενημερώθηκε για την παγοποίηση του λογαριασμού της 1ης κατηγορούμενης εταιρείας δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια για την πληρωμή των επίδικων επιταγών οι οποίες εν έτη (sic) 2020 ακόμη οφείλονται. Εν πάση περιπτώση (sic) όλα τα πιο πάνω αναφερθέντα ο κατηγορούμενος 4 ουδόλως αμφισβήτησε.

        3.    Είναι ξεκάθαρο μέσα από την μαρτυρία που αποδέκτηκε το Δικαστήριο ότι ήταν ενήμερος σε ότι αφορούσε τον επίδικο λογαριασμό.

        4.    Το Δικαστήριο δεν έχει καμία αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 4 όταν υπέγραφε τις επιταγές «έκλεισε τα μάτια του» γνωρίζοντας ότι τα υπόλοιπα στο λογαριασμό τους δεν επαρκούν για να καλυφθούν αυτές αλλά και ότι ο λογαριασμός τους παγοποιήθηκε. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι και η εθελοτυφλία καταδεικνύει γνώση και είναι ποινικά κολάσιμη. Στην υπόθεση Henry Hudfield v. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 Α.Α.Δ. 414 στη σελίδα 428 παραπέμπει στο απόσπασμα από το Criminal Law Review, 1989, σελίδα 212, το οποίο αναφέρει, υπό μορφή σχολίου, τι αποτελεί εθελοτυφλία η οποία συνιστά γνώση».

 

      Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται από τον Εφεσείοντα στο στοιχείο υπ' αρ. 4 από το παρατεθέν απόσπασμα και στη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος «. όταν υπέγραφε τις επιταγές «έκλεισε τα μάτια του» γνωρίζοντας ότι τα υπόλοιπα στον λογαριασμό τους δεν επαρκούν για να καλυφθούν αυτές αλλά και ότι ο λογαριασμός τους παγοποιήθηκε»

 

      Ο Εφεσείων εστιάζεται πρώτον στο ότι η υπογραφή είχε προηγηθεί της παγοποίησης και δεύτερον στο ότι δεν γνώριζε κατά το 2009 για τα υπόλοιπα που θα υπήρχαν μετά από 5,5 με 6,5 έτη, χαρακτηρίζοντας την πρωτόδικη κρίση αυθαίρετη, εκτός λογικής, λανθασμένη, αντινομική και συνεπώς την καταδίκη εσφαλμένη. Αυτή δε, κατά την εισήγησή, θα αποφεύγετο εάν υπήρχε ενασχόληση με το καταλυτικής σημασίας θέμα του μεσολαβούντος χρόνου των 5,5 ετών μέχρι την ημερομηνία που καθίσταντο πληρωτέες οι επιταγές.

 

      Είναι σαφές ότι προσβάλλονται κατ' ουσίαν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τις καθιερωμένες αρχές επέμβασης του Εφετείου σε τέτοια ζητήματα, είχαμε την ευκαιρία να τις συνοψίσουμε πρόσφατα στην υπόθεση P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Εφ. 151/21 κ.ά, ημερ. 12.9.23, τις οποίες και έχουμε υπ' όψιν. Για σκοπούς της παρούσας αρκούμαστε στο να επαναλάβουμε ότι γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.α. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204). Μια από τις περιπτώσεις επέμβασης του Εφετείου είναι όταν η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του (Κουρέας ν. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 896).

 

      Στην παρούσα περίπτωση είναι γεγονός πως, πριν το απόσπασμα για το οποίο παραπονείται ο Εφεσείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε επιμέρους ευρήματα ως εξής:

 

        «Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι:

 

        1.    Οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν στις 30.3.2009 και καθίσταντο πληρωτέες κατά το χρονικό διάστημα από 30.9.2014 μέχρι 30.11.2015.

        2.    Ο λογαριασμός των κατηγορουμένων 1 και 4, ο σχετιζόμενος με τις επίδικες επιταγές ήδη παγοποιήθηκε στις 26.1.2010 πριν να καταστούν πληρωτέες.

        3.    Η αγωγή τεκ.7 που αφορούσε το γραμμάτιο για το οποίο εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές, καταχωρήθηκε στις 24.7.2012 και η απόφαση στην πιο πάνω αγωγή εκδόθηκε στις 20.3.2015, δηλαδή ενώ ο λογαριασμός τους ήταν ήδη παγοποιημένος».

 

      Ασφαλώς, εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων, τα οποία ήταν τα ορθά και βασίζονταν στη μαρτυρία που είχε γίνει δεκτή, δεν απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση περί του ότι ήταν εσφαλμένο το μεταγενέστερο πρωτόδικο συμπέρασμα πως ο Εφεσείων υπέγραψε τις επιταγές γνωρίζοντας ότι ο λογαριασμός τους παγοποιήθηκε. Προφανώς υπήρξε κάποια σύγχυση επ' αυτού του σημείου. Ο λογαριασμός ήταν ήδη παγοποιημένος όταν αργότερα, στις 20.3.15, εκδόθηκε η αστική απόφαση αλλά δεν ήταν παγοποιημένος στις 30.3.09 όταν ο ίδιος υπέγραψε τις επιταγές. Ο Εφεσείων επ' αυτού του σημείου έχει δίκαιο πως ο λογαριασμός παγοποιήθηκε 10 μήνες περίπου μετά την έκδοση των επιταγών και εσφαλμένα παρεισέφρησε ένα τέτοιο στοιχείο στα όσα συνεκτίμησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Άλλωστε στο στοιχείο υπ΄ αρ. 2 το πρώτου αποσπάσματος τα γεγονότα αναφέρονται και πάλι με την ορθή σειρά.

 

      Όμως η διαπίστωσή μας αυτή δεν είναι αφ' εαυτής καθοριστική για το αποτέλεσμα της έφεσης, αφού θα πρέπει καθηκόντως να εξεταστούν όλα τα εναπομείναντα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό γίνεται στη βάση των σχετικών αρχών αλλά και υπό το φως των εισηγήσεων του Εφεσείοντος, ο οποίος, ως έχουμε ήδη αναφέρει, δεν αμφισβητεί την πρωτόδικη αξιολόγηση και τη μαρτυρία που έγινε δεκτή. Όπως επίσης τονίσαμε πιο πριν, το Εφετείο διατηρεί τη δυνατότητα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα, καταλήγοντας στη δική του κρίση για το θέμα της γνώσης του Εφεσείοντος (Κυπριανού, ανωτέρω).

 

      Ειδικότερα, στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται η πρωτόδικη διαπίστωση περί του ότι η εταιρεία διέπραξε το αδίκημα της έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα [Π.Κ. 305Α(1)]. Προκύπτει ως θέμα απλής γραμματικής ερμηνείας ότι το αδίκημα αυτό τελειούται μόνο μετά την πάροδο άπρακτης της 15ήμερης προθεσμίας, την οποία ο Νομοθέτης θέσπισε ως μια τελευταία ευκαιρία προς αποφυγή της ποινικής ευθύνης. Τα διάφορα αυτά στάδια, τα οποία απαιτούνται για την ολοκλήρωση του αδικήματος, αντικατοπτρίζονται ασφαλώς στα ίδια τα συστατικά του στοιχεία, τα οποία, εν συνόψει, είναι η έκδοση, η παρουσίαση, η μη εξαργύρωση και η μη πληρωμή εντός 15 ημερών από την παρουσίαση. Από νομικής πλευράς θα μπορούσε να λεχθεί ότι το αδίκημα αυτό κατατάσσεται στα σύνθετα πολύπρακτα αδικήματα υπό την έννοιαν ότι η αντικειμενική του υπόσταση πληρούται δια συνδυασμού περισσότερων από μιας πράξεων, οι οποίες δεν είναι αυτοτελώς αξιόποινες. Γενικότερα, μια τέτοια διαπίστωση έχει πρακτική σημασία σε άλλα παρεμφερή ζητήματα, όπως της συμμετοχής στη διάπραξη (ή και της απόπειρας).

 

      Όπως και σε άλλα αδικήματα, έτσι και στην περίπτωση του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ένοχος δύναται να κριθεί και ο συμμέτοχος ή συνεργός στη διάπραξή του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Π.Κ.20, καθώς και τα νομολογηθέντα σε σειρά αποφάσεων που ακολούθησαν την υπόθεση Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319. Βέβαια στις περιπτώσεις που ο αυτουργός ενός αδικήματος είναι κάποιο νομικό πρόσωπο, η ιδιότητα του διευθυντή ή άλλου αξιωματούχου του δεν δύναται από μόνη της (και χωρίς ειδική πρόνοια Νόμου) να στοιχειοθετήσει την καταδίκη βάσει του εν λόγω άρθρου. Απαιτείται μαρτυρία για τη συγκεκριμένη δράση η οποία συνιστά συμμετοχή του φυσικού προσώπου στη διάπραξη του αδικήματος (Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708).

 

      Ένα από τα είδη συμμετοχής ή συνέργειας, ως καθορίζονται στο Π.Κ.20, είναι η παροχή συνδρομής (βοήθειας) σε άλλον ή η παρακίνηση άλλου να διαπράξει αδίκημα («aiding and abetting»). Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, ήτοι η δράση η οποία συνιστά τη συμμετοχή αυτή, είναι δυνατόν να αφορά είτε την προετοιμασία είτε οποιοδήποτε στάδιο της διάπραξης του αδικήματος. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ashworth's  Principles of Criminal Law, 2022, 10η έκδοση, σελ. 478:

 

      «Αbetting involves some encouragement of the principal to commit the offence and this usually accompanies, or is implicit in, an act of aiding. Aid may be given by supplying an instrument to the principal, keeping a look‑out, doing preparatory acts, and many other forms of assistance given before or at the time of the offence».

 

      Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό ότι η συνέργεια, συνδρομή ή βοήθεια δυνατόν να μην αφορά απλά μια μεμονωμένη στιγμιαία πράξη. Υπό τις κατάλληλες περιστάσεις γεγονότων και υποκειμενικής υπόστασης, είναι ενδεχόμενο να αποτελείται από σειρά ενεργειών ή από συνολική συμπεριφορά. Αυτό κατά τη γνώμη μας ήταν το νόημα της πλειοψηφίας (Ναθαναήλ, Δ. και Μιχαηλίδου, Δ.) στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd κ.α. ν. Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ (2016) 2 Α.Α.Δ. 518 όταν ανέφερε ότι:

 

        «Η συνέργεια κατά το Άρθρο 20 του Κεφ. 154, δεν είναι στατική. Καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα της παροχής συνδρομής στη διάπραξη αδικήματος ή της παράλειψης εκείνης που συνεισφέρει στη δημιουργία και τέλεση του ποινικού αδικήματος από την αρχή της παροχής της συνδρομής μέχρι και την τυχόν αναίρεση της συνδρομής αυτής. (Πουτζιουρής κ.α v. Δημοκρατίας (1990), 2 Α.Α.Δ. 309, σελ. 346 κ.ε). Το Άρθρο 305Α ποινικοποιεί, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο, την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα. Κατά τη νομολογία, (Militos Trading Ltd ν. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 και Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261), η συνέργεια συντελείται κατά το χρόνο έκδοσης και υπογραφής της επιταγής. Η συνέργεια δεν είναι όμως στιγμιαία. Συνεχίζει καθ' όλη τη διάρκεια της διενέργειας της αξιόποινης πράξης. Η έκδοση επιταγής από την εταιρεία ως νομικό πρόσωπο καθιστά βέβαια υπεύθυνη την ίδια την εταιρεία ως την εκδότρια της επιταγής, αλλά ο διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας που υπογράφει την επιταγή δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνος ως συνεργός νοουμένου ότι αποδεικνύεται η πρόθεση του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος».

 

      Εννοείται βέβαια πως η συνέργεια είναι δυνατό να εδράζεται και σε πράξεις άλλες, εκτός της υπογραφής, όπως π.χ η σκόπιμη απόσυρση χρημάτων από τον λογαριασμό με πρόθεση τη μη εξαργύρωση επιταγής ακόμα και αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη εμπλοκή στο αδίκημα (όπως π.χ. θα συνέβαινε, αν υπήρχε τέτοια πρόθεση, στο υποθετικό ερώτημα που έθεσε το Εφετείο στην υπόθεση Παυλόπουλος, ανωτέρω).

 

      Το πρώτιστο λοιπόν, το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή συνέργειας (actus reus). Η οποία και πάλι δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα βάσει του Π.Κ.20, αφού ακόμα και στα αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται για τον συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea). Με άλλα λόγια εάν κατά τη στιγμή της διενέργειας κάποιας πράξης (ή παράλειψης) δεν συνυπάρχει και το απαραίτητο για το συγκεκριμένο αδίκημα νοητικό στοιχείο, τότε δεν προκύπτει ποινική ευθύνη. Όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα Archbold 2015, §17‑113 «. in general the mental element of a crime must exist at the time of the physical act .». Έπεται λοιπόν πως η ένοχη διάνοια θα πρέπει να υφίσταται κατά τη στιγμή της συγκεκριμένης ενέργειας η οποία συνιστά τη συνέργεια. Στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, η οποία αφορούσε παρομοίως το αδίκημα της συνέργειας σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά παράβαση του εδ. (γ) του Π.Κ.20 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

      «Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000 στη σελ. 70 παρα. Α.5.2, αναφέρεται πως η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, α) παροχή βοήθειας ή παρακίνηση β) σε αδίκημα, και η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, όπως έχει νομολογηθεί, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού.

        Ο Λόρδος Goddard C.J. στην υπόθεση Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 455 στη σελ. 546 αναφέρει πως «πριν κάποιος καταδικαστεί για παροχή βοήθειας στη διάπραξη αδικήματος, πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει τα αναγκαία θέματα που συνιστούν το αδίκημα» («before a person can be convicted of aiding and abetting the commission of an offence, he must at least know the essential matters which constitute that offence") Ο Devlin J. Στην υπόθεση National Coal Board v. Gamble [1959] 1 K.B. 11 στη σελ. 20 λέγει πως «παροχή βοήθειας είναι έγκλημα που απαιτεί την απόδειξη ένοχης σκέψης, δηλαδή, πρόθεση προσφοράς βοήθειας καθώς και γνώση των περιστάσεων» («.  aiding and abetting is a crime that requires proof of mens rea, that is to say, of intention to aid as well as of knowledge of the circumstances")».

 

      Ειδικότερα, στην υπόθεση Militos Trading Ltd ν. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 τονίστηκε πως ο αξιωματούχος εταιρείας ο οποίος υπογράφει επιταγές εκ μέρους της υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα, είναι δυνατόν να υπέχει ποινική ευθύνη ως συνεργός νοουμένου όμως ότι αποδεικνύεται η πρόθεσή του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος. 

 

      Ως προς την προαναφερθείσα γνώση ή πρόθεση, είναι καλώς θεμελιωμένο ότι σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία για την απόδειξή τους. Κατά κανόνα τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται εμμέσως, με περιστατική μαρτυρία (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 75) ή όπως αλλιώς έχει τεθεί, κατά κανόνα αυτά αναδύονται ως εξυπακουόμενα στοιχεία μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα, τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου και περαιτέρω εννοείται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεών του (Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646).

 

      Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδη κ.α. (2015) 2 Α.Α.Δ. 721, κρίθηκε, στη βάση των περιστάσεων που είχαν καταδειχθεί, ότι τόσον ο εκτελεστικός πρόεδρος όσον και η σύζυγός του, η οποία υπέγραφε επιταγές ως πληρεξούσια αντιπρόσωπος, «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν» ότι οι επιταγές δεν θα εξαργυρώνονταν. Η εν λόγω φράση εξηγήθηκε αργότερα στην υπόθεση Ιωαννίδη v. Gastop Boutique Ltd κ.α, Ποιν. Έφ. 161/14, ημερ. 30.6.17, ECLI:CY:AD:2017:B235. Εκεί η μεταχρονολογημένη επιταγή είχε εκδοθεί στις 10.3.10 και ήταν πληρωτέα στις 31.8.10. Το Εφετείο ανέφερε τα εξής:

 

        «Συμφωνούμε με την απόφαση Θεοχάρους (ανωτέρω) και θεωρούμε ότι ο όρος «γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν», που χρησιμοποιήθηκε σε εκείνη την απόφαση, δημιουργεί την υποχρέωση επίδειξης εύλογης επιμέλειας εκ μέρους των υπογραφόντων επιταγές εταιρειών και καθήκον να μην επιδεικνύουν αδιαφορία ή απερισκεψία (recklessness) αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδίδεται, παραδίδεται και παρουσιάζεται προς πληρωμή μια επιταγή».

 

      Ας σημειωθεί πως στην πιο πάνω υπόθεση Ιωαννίδη η καταδίκη της διευθύντριας επικυρώθηκε εν όψει του ότι υπέγραψε με πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων και με αδιαφορία ή απερισκεψία αναφορικά με το κατά πόσον η επιταγή θα ετιμάτο, βασιζόμενη σε μια αόριστη και μη δεσμευτική υπόσχεση του συζύγου της (ότι θα κατατεθεί κάποιο αόριστο ποσό το οποίο θα εισέπραττε), παρέχοντας έτσι βοήθεια στην εταιρεία να διαπράξει το αδίκημα.

 

      Πιο σχετική όμως με τα γεγονότα της παρούσας κρίνεται η Vrontis Builders Ltd (ανωτέρω) υπό την έννοια ότι και εκεί ο λογαριασμός έκλεισε μετά την έκδοση των επιταγών πλην όμως ήταν προβληματικός και κατά την έκδοση των επιταγών, με αποτέλεσμα από τότε να υπήρχε αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσον θα υπήρχαν αργότερα αρκετά κεφάλαια για την εξόφληση των μεταχρονολογημένων επιταγών. Δεν παραγνωρίζουμε ότι εκεί ο λογαριασμός έκλεισε περίπου 20 μέρες μετά την έκδοση των επιταγών (και πριν καταστούν πληρωτέες) πλην όμως και πάλι θεωρούμε χρήσιμη την παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από την απόφαση της πλειοψηφίας:

 

      «Ο διευθυντής υπογράφοντας τις επιταγές εν γνώσει του ότι ο λογαριασμός της εταιρείας ήταν προβληματικός και δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια ενέταξε εαυτόν στην έννοια του αυτουργού διά των διατάξεων του Άρθρου 20 του Κεφ. 154, θεωρούμενος ότι συνήργησε ώστε να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του εφόσον σε κανένα στάδιο πριν την επιστροφή των επιταγών δεν τις ανακάλεσε ή δεν φρόντισε να κατατεθούν τα αναγκαία κεφάλαια ώστε οι επιταγές να πληρωθούν δεόντως. Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί, οι μεταχρονολογημένες επιταγές φέρουν κατά τη χρονική στιγμή της έκδοσης τους και την εξυπακουόμενη παράσταση ότι τα γεγονότα και τα δεδομένα είναι τέτοια που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, οι επιταγές κατά την παρουσίαση τους στην τράπεζα θα τιμηθούν αμέσως στην ημερομηνία που αυτές αναγράφουν ή σε μεταγενέστερο χρόνο (R v. Gilmartin [1983] Q.B. 953 και R v. Maytum‑White 42 Cr. App.R. 165).

 

        Επομένως, ο διευθυντής γνώριζε όλα τα δεδομένα, εν γνώσει του υπέγραψε τις επιταγές υπογράφων για την εκδότρια εταιρεία, γνώση απαραίτητη για την καταδίκη κάποιου ως συνεργού (Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544, Churchill v. Walton [1967] 2 A.C. 224 και Mok Wei Tak v. R [1990] 2 A.C. 333). Όπως εξηγείται και στον Archbold (2006) σελ. 1730, παρ. 17‑67, εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι ο συνεργός κατά το χρόνο της παροχής της συνδρομής μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν πραγματική η δυνατότητα ο αυτουργός (εδώ η εταιρεία), να διαπράξει το αδίκημα».

 

      Στην υπόθεση Metron Cyprus Ltd v. Κανιού, Ποιν. Έφ. 64/2015, ημερ. 28.11.17, ECLI:CY:AD:2017:D429, οι μεταχρονολογημένες επιταγές ήταν πληρωτέες πέντε έως έξι μήνες μετά την έκδοσή τους. Το Εφετείο αναφερόμενο στη νομολογία, υπέδειξε ότι στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd (ανωτέρω) είχε επιβεβαιωθεί η νομολογιακή αρχή της σημασίας της εθελοτυφλίας (wilful blindness) για να καταδειχθεί γνώση και καταδίκασε κατ' έφεσιν τον διευθυντή, θεωρώντας ως εσφαλμένη πορεία την αποδοχή της θέσης του ότι όταν υπέγραφε δεν θα μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο θα πληρώνονταν μετά από πέντε ‑ έξι μήνες ενώ μάλιστα υπήρχε και μαρτυρία ότι είχαν επιστραφεί και άλλες επιταγές, όπως και ότι συχνά η εταιρεία «έβγαινε από το όριό της».

 

      Η υπόθεση Κίρλαππου ν. Πέτρου, Ποιν. Έφ. 32/2006, ημερ. 24.4.18 παρουσιάζει ακόμα πιο πολλές ομοιότητες με την παρούσα. Αυτό υπό την έννοια ότι εκεί αφενός οι εκδοθείσες στις  22.6.10 επιταγές ήταν πληρωτέες στις 31.1.13, ήτοι μετά από 2,5 έτη τουλάχιστον και αφετέρου ο λογαριασμός είχε παγοποιηθεί (ΚΑΠ) στις 13.12.10, ήτοι περίπου έξι μήνες μετά την έκδοση των επιταγών. Με αναφορά και στην υπόθεση Regina v. Gilmartin (1983) 2 WLR 547 το Εφετείο (πλειοψηφία) υπέδειξε τις εξυπακουόμενες διαβεβαιώσεις, οι οποίες ενυπάρχουν κατά την έκδοση κάθε επιταγής, ως εξής:

 

        «Στην υπόθεση Gilmartin (ανωτέρω), στην οποία ακολουθήθηκε η υπόθεση Reg. v. Charles (1977) A.C. 177 (που ήταν ποινικές υποθέσεις), τονίστηκε ότι η έκδοση μιας επιταγής εξυπακούει, πρώτον, ότι ο εκδότης έχει λογαριασμό σε τράπεζα, δεύτερον, ότι έχει εξουσιοδότηση να εκδώσει την επιταγή για το συγκεκριμένο ποσό και, τρίτον, ότι η επιταγή, όπως συμπληρώθηκε, συνιστά έγκυρη διαταγή (προς την τράπεζα) για την πληρωμή του ποσού της επιταγής. Το τελευταίο στοιχείο περιλαμβάνει, εξυπακουόμενα, και τη διαβεβαίωση ότι η οικονομική κατάσταση του εκδότη είναι τέτοια ώστε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα τιμηθεί, κατά την ημερομηνία της παρουσίασης της (που είναι πληρωτέα)».

 

      Στην ίδια υπόθεση, Κίρλαππου (ανωτέρω), το Εφετείο προχώρησε επίσης στην καταδίκη κατ΄ έφεσιν, θεωρώντας ότι υπό τις περιστάσεις τεκμαίρετο πως ο διευθυντής γνώριζε ή τουλάχιστον θα έπρεπε να γνωρίζει, κατά την υπογραφή, κατά πόσον κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ετιμάτο η επιταγή και ότι η υπογραφή της με αδιαφορία ικανοποιούσε το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea).

 

      Ας σημειωθεί πως η διϊστάμενη άποψη του Οικονόμου, Δ. (μειοψηφία) έγκειτο αφενός στην πρόταξη της γνώσης ή της εθελοτυφλίας (διευθυντή) ως του απαραίτητου νοητικού στοιχείου της συνέργειας και αφετέρου στην απόρριψη της αδιαφορίας ή απερισκεψίας ως επαρκούς νοητικού στοιχείου της (συνέργειας). Έχει όμως τη σημασία του το ότι και η απόφαση της μειοψηφίας κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα (καταδίκης) αφού λήφθηκε υπόψιν η ουσιώδης ανάμιξη του διευθυντή στη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας και το ότι δεν μπορούσε παρά να γνώριζε τη χρόνια και διαρκή οικονομική δυσχέρεια ή και δυσπραγία της εταιρείας του, η οποία ήταν τέτοια ώστε, σύντομα μετά την έκδοση των μεταχρονολογημένων επιταγών, ο λογαριασμός της καταχωρήθηκε στο ΚΑΠ.

 

      Τα νομολογηθέντα στις τέσσερις αυτές υποθέσεις Ιωαννίδη, Θεοχάρους & Υιός Λτδ, Metron (Cyprus) Ltd και Κίρλαππος (ανωτέρω) ακολουθήθηκαν και στις μεταγενέστερες δυο υποθέσεις Corina Snacks Ltd ν. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. 212/15, ημερ. 29.5.18 και Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ ν. Ορφανίδη Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Έφ. 274/15, ημερ. 25.1.19 (και στις δύο κατά πλειοψηφία).

 

      Στην τελευταία από τις πιο πάνω υπόθεση Γρηγορίου Β.Ε. Λτδ τονίστηκε πως δεν ήταν ορθή αντιμετώπιση η πρωτόδικη αναφορά ότι η απαιτούμενη, προκειμένου να αποδειχθεί ένοχη διάνοια συνεργού, κατά τη διάπραξη του αδικήματος, συνίσταται στη γνώση του κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής ότι κατά την παρουσίαση της δεν θα εξοφλείτο λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων. Ήταν περίπτωση στην οποία ο εκτελεστικός πρόεδρος και δικαιούχος υπογραφέας των επιταγών προέβαλε ανωμοτί πως σε καμμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γνωρίζει όταν υπέγραφε (1,5 και 3 μήνες πριν) ότι δεν θα εξαργυρώνοταν οι επιταγές. Το Εφετείο (Παρπαρίνος, Δ. και Χριστοδούλου, Δ.) καταδίκασε κατ΄ έφεσιν λέγοντας μεταξύ άλλων ότι:

 

        «Το ζήτημα όμως δεν τίθεται κατ'  αυτόν τον τρόπο αλλά ότι αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει όταν τις υπόγραφε ότι οι επιταγές, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ετιμούντο κατά το χρόνο πληρωμής τους.

 

        Η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής εταιρείας, με αδιαφορία (recklesness) εκ μέρους του Διοικητικού ή Εκτελεστικού Σύμβουλου-Διευθυντή που την υπογράφει και  την εκδίδει, ως προς το κατά πόσο, κατά την ημερομηνία που θα καταστεί πληρωτέα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια στο λογαριασμό της, για την πληρωμή της (όπως ήταν η παρούσα περίπτωση), ικανοποιεί το απαραίτητο νοητικό στοιχείο (mens rea) του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα. Ο Διοικητικός Σύμβουλος-Διευθυντής, σε τέτοια περίπτωση, υπέχει ποινική ευθύνη, δυνάμει του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, ως ο «Εκδότης». (Βλ.  Κίρλαππος ν. Πέτρου, Ποινική Έφεση 32/16, ημερ. 24.4.18)».

 

      Έχουμε την άποψη πως το απαύγασμα της προαναφερθείσας νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στη θέση ότι αυτό το οποίο απαιτείται για τον συνεργό δεν είναι η βεβαιότητα του πως θα διαπραχθεί αδίκημα αλλά η αντίληψη του, υπό την έννοια συνειδητοποίησης, περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης αδικήματος (εν προκειμένω σχετικού με επιταγή) και παρόλα αυτά να προβαίνει εκουσίως στην παροχή συνδρομής. Όντως είναι από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που δύναται να καταδειχθεί είτε η γνώση του προβαλλόμενου ως συνεργού (εν προκειμένω ενός διευθυντή) είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας, η οποία (εθελοτυφλία) συνιστά πτυχή της γνώσης είτε η αδιαφορία ως προς τον κίνδυνο επέλευσης κολάσιμου αποτελέσματος. Γενικά ως προς την απαιτούμενη ένοχη διάνοια συνεργού θεωρείται καθοδηγητική αυθεντία σήμερα η υπόθεση R. v. Jogee (2006) UKSC 8 στην οποίαν αναδιαμορφώνονται οι σχετικές αρχές, διατηρουμένης όμως πάντοτε της παλαιάς βασικής αρχής ότι το νοητικό στοιχείο συνεργού προϋποθέτει πρόθεση συνδρομής και αυτή με τη σειρά της απαιτεί γνώση των υφιστάμενων γεγονότων τα οποία την καθιστούν ποινικά επιλήψιμη (". requires knowledge of any existing facts necessary for it to be criminal"), όπως η εν λόγω αρχή είχε διατυπωθεί στην παλαιότερη κλασσική αυθεντία Johnson v. Youden (1950) 1 K.B. 544 (βλ. Archbold 2023, § 17-68, σελ. 2173).

 

      Ειδικότερα, σε σχέση με την εθελοτυφλία, στο σύγγραμμα Archbold 2023, §17-50, σελ. 2166:

 

·        Δίδεται ως παράδειγμα συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με γνώση, η εσκεμμένη αποφυγή διερεύνησης ενός θέματος για τα αποτελέσματα της οποίας αδιαφορεί κάποιος ("i.e. deliberately refraining from making inquiries the results of which a person might not care to have, does equate to knowledge").

 

·        Επεξηγείται περαιτέρω, με αναφορά σε νομολογία, ότι το δικαστήριο δύναται πάντοτε να εξαγάγει εύρημα γνώσης βασιζόμενο σε μαρτυρία καταδεικνύουσα είτε ότι ο κατηγορούμενος είχε κλείσει τα μάτια στο προφανές ή στο πρόδηλο είτε ότι εσκεμμένα απέφυγε να εξετάσει το θέμα διότι υποψιαζόταν την αλήθεια αλλά δεν επιθυμούσε την επιβεβαίωση της υποψίας του αυτής (". it is always open to the tribunal of fact . to base a finding of knowledge on evidence that the defendant had deliberately shut their eyes to the obvious or refrained from inquiry because they suspected the truth but did not wish to have their suspicion confirmed").

 

·        Επισημαίνεται ότι είναι δυνατή σε κάποιες περιπτώσεις η εξίσωση της αδιαφορίας ή απερισκεψίας με τη γνώση ή την πρόθεση (". it is possible in some cases to equate recklessness with knowledge or general intent").

 

      Εν σχέσει δε με την έννοια της αδιαφορίας ή απερισκεψίας (recklessness) την οποία και το Ανώτατο Δικαστήριο επανειλημμένως χρησιμοποίησε θα πρέπει να πούμε πως εκλαμβάνεται με την έννοια που έχει αναλυθεί στην εξίσου καθοδηγητική (πλέον) υπόθεση Regina v. G. (2003) UKHL 50, η οποία συνοψίζεται περιεκτικά στο ίδιο σύγγραμμα, Archbold 2023, §17-55, σελ. 2168 επ. ως εξής:

 

      "In G, it was held that a person acts recklessly with respect to-

        (a)    a circumstance when they are aware of a risk that it exists or will exist, and

        (b)    a result when they are aware of a risk that it will occur, and it is in the circumstances known to them unreasonable to take the risk.

        ..................................

        Whilst their Lordships' decision was in the context of a charge of criminal damage, there is no doubt about the fact that it will be taken to be of general application:

        ..................................

        G does not require the prosecution to prove that the defendant had foreseen an "obvious and significant" risk of the occurrence of a particular result as a consequence of his actions in order to establish recklessness in relation thereto; what was required was proof that they were aware of the risk and, in the circumstances known to them, it was unreasonable to take the risk;".

(έμφαση δοθείσα)

 

      Στην προκειμένη περίπτωση ο Εφεσείων ήταν ο μόνος διευθυντής της εταιρείας, ο οποίος βάσει του Τεκμηρίου 29 ήταν εξουσιοδοτημένος να διαχειρίζεται τόσο τον επίδικο λογαριασμό όσο και οποιαδήποτε περιουσία της εταιρείας και ο μόνος που μπορούσε να υπογράφει επιταγές ή υποθηκεύσει ή επιβαρύνει περιουσιακά της στοιχεία. Το εν λόγω Τεκμήριο 29 υπεβλήθη στην τράπεζα στις 25.2.09, δηλαδή ταυτόχρονα με το Τεκμήριο 28, το οποίο ήταν η αίτηση της εταιρείας για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού. Την αίτηση αυτή είχαν υπογράψει ο Εφεσείων και ακόμα ένας διευθυντής και συμπεριελάμβανε υπεύθυνη δήλωση τους ότι κατά τους προηγηθέντες 12 μήνες η εταιρεία δεν είχε εκδώσει οποιαδήποτε ακάλυπτη επιταγή. Η θέση του ίδιου του Εφεσείοντος κατά την αντεξέταση του τραπεζικού υπαλλήλου ήταν ότι αυτός ο λογαριασμός άνοιξε μόνο για τις συναλλαγές με την Παραπονούμενη (Μινέρβα) λόγω της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ότι χρησιμοποιείτο μόνο για την Παραπονούμενη και για καμμιά άλλη πληρωμή, ότι από αυτόν τον λογαριασμό δεν εκδόθηκε επιταγή σε κανέναν άλλο εκτός προς την Παραπονούμενη και ότι αυτή ήταν που «έβαλε» τη δική τους εταιρεία στο ΚΑΠ, κάτι που είχε υποβάλει και στον υπάλληλο της Παραπονούμενης.

 

      Παράλληλα ο Εφεσείων ήταν πρόσωπο το οποίο εκ της ιδιότητος του γνώριζε πολύ καλά για το χρέος των Λ.Κ.140.000 προς την Παραπονούμενη, δεδομένου ότι ήταν και ο ίδιος υπογραφέας στο γραμμάτιο (Τεκμήριο 6) ενώ μέσα από τα έγγραφα που παρουσίασε αντεξετάζοντας, καθώς και τις υποβολές του, διεφάνη ότι είχε γνώσεις για τις εργασίες και την ασφαλιστική παραγωγή των ετών 2007-2010 (Τεκμήρια 25, 26).

 

      Περαιτέρω, το πρωτόδικο εύρημα ότι στις 25.2.05 ο ίδιος ήταν μεταξύ των υπογραφέων στο γραμμάτιο «για το οποίο τελικά δεν κατέβαλαν τις οφειλόμενες δόσεις» δεν έχει προσβληθεί με την έφεση. Όπως ούτε και το εύρημα ότι στις 30.3.2009 εξέδωσαν έναντι του εν λόγω γραμματίου προς όφελος της Παραπονούμενης τις επίδικες επιταγές. Όπως είχε καταθέσει η Μ.Κ.1 αυτές τις είχε υπογράψει στην παρουσία της ο Εφεσείων στη Λευκωσία εκείνη τη μέρα.

 

      Με βάση τα πιο πάνω (και χωρίς αναφορά στα όσα ακολούθησαν) είναι προφανές πως ο Εφεσείων αναδεικνύεται σε βασικό πρόσωπο στη λειτουργία της εταιρείας τους και αναμφίβολα σε καλό γνώστη της οικονομικής της κατάστασης, για την οποίαν ασφαλώς δεν μπορεί να λεχθεί ότι ήταν καλή.

 

      Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι ο επίδικος λογαριασμός είχε ανοίξει στις 25.2.09, ότι τον επόμενο μήνα στις 31.3.09 από αυτόν εκδόθηκαν οι επίδικες επιταγές και ότι σχετικά πολύ σύντομα, εντός 10 μηνών, στις 26.1.10 αυτός έκλεισε λόγω τοποθέτησης της δικαιούχου εταιρείας στο ΚΑΠ. Ασφαλέστατα η τοποθέτηση αυτή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Κάτι είχε προηγηθεί και σίγουρα αυτό είχε σχέση με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας. Είναι λογικό το συμπέρασμα, πως αφού επιταγές από αυτόν είχαν δοθεί μόνον στην Παραπονούμενη και αφού αυτή τους έβαλε στο ΚΑΠ, ότι και η τοποθέτηση στο ΚΑΠ σχετίζεται με επιταγές ακάλυπτες προς την Παραπονούμενη. Η ουσία είναι πως κατά την ολιγόμηνη περίοδο λειτουργίας του λογαριασμού υπήρξαν γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο κλείσιμο του, τα οποία δεν μπορεί παρά να σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας και να ήταν εις γνώσιν του Εφεσείοντος.

 

      Βέβαια, δεν υπάρχουν στοιχεία για τον λεπτομερέστερο προσδιορισμό των ημερομηνιών που άλλες επιταγές δεν είχαν πληρωθεί. Όμως το ίδιο το γεγονός της τοποθέτησης στο ΚΑΠ σε τόσο σύντομο χρόνο μετά το άνοιγμα του λογαριασμού σε συνδυασμό με την αδυναμία καταβολής των δόσεων του γραμματίου καταμαρτυρούν την ίδια την άσχημη ή έστω δυσχερή κατάσταση της εταιρείας από οικονομικής πλευράς. Αυτή την κακή οικονομική κατάσταση δεν είναι δυνατόν να μην τη γνώριζε ο Εφεσείων έχοντας την προαναφερθείσα ανάμειξη στα εταιρικά θέματα και στην εν γένει λειτουργία της. Ασφαλώς και τη γνώριζε.

 

      Έχουμε ήδη αναφερθεί προηγουμένως στο ότι η ίδια η υπογραφή και έκδοση μιας επιταγής εξυπακούει μεταξύ άλλων και τη διαβεβαίωση ότι η οικονομική κατάσταση του εκδότη είναι τέτοια ώστε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η επιταγή θα τιμηθεί όταν παρουσιαστεί. Εδώ ο Εφεσείων δια της υπογραφής του συμμετείχε στην έκδοση των επιταγών, οπότε κατ΄ επέκταση συμμετείχε και στην εξυπακουόμενη αυτή διαβεβαίωση προς την παραλήπτρια των επιταγών. Αυτή η δοθείσα τότε διαβεβαίωση εμφανίζει δύο προβληματικά ζητήματα για τον Εφεσείοντα.

 

      Κατά πρώτον, δόθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία η εταιρεία δεν ευρίσκετο σε καλή οικονομική κατάσταση, οπότε η διαβεβαίωση δεν αντικατόπτριζε την πραγματική εικόνα της και ούτε παρείχε, ως ήταν, κάποια προοπτική εξαργύρωσης των επιταγών εάν συνέχιζε εκείνη η πορεία, πράγμα που ούτως ή άλλως απεδείχθη εντός ολίγων μηνών από την έκδοση με το κλείσιμο του λογαριασμού (Κίρλαππου, ανωτέρω). Συνεπώς, ακόμα και κατά την έκδοση των επιταγών, ο κίνδυνος να συνέχιζε η κακή οικονομική κατάσταση και να μην υπήρχαν κεφάλαια για τις επιταγές ήταν ουσιαστικός και υπαρκτός πλην όμως τον αγνόησε και προχώρησε να τις υπογράψει αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο αυτόν. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο Εφεσείων, έχοντας πλήρη γνώση των περιστάσεων, αδιαφόρησε για τον κίνδυνο μη εξαργύρωσης, έκλεισε τα μάτια του σε σχέση με αυτόν και αντίθετα από ό,τι επέβαλλε η λογική προχώρησε στην υπογραφή, συμμετέχοντας έτσι στην έκδοση των ακάλυπτων επιταγών (βλ. υπόθεση R. v. G. και Archbold 2023, §17-55, ανωτέρω).

 

      Κατά δεύτερον ο ίδιος ο Εφεσείων διατείνεται και επιμένει ότι ήταν αδύνατο και παράλογο να γνωρίζει ποια θα ήταν η κατάσταση του λογαριασμού κατά την ημερομηνία πληρωμής των επιταγών. Ασφαλώς όμως μια τέτοια δήλωση δεν σημαίνει ότι εξαφανίζει την εξυπακουόμενη διαβεβαίωση η οποία ενυπάρχει στο ίδιο το γεγονός της υπογραφής και έκδοσης. Η αποδοχή τώρα μιας τέτοιας δήλωσης του θα προσέθετε μόνον πως η εξυπακουόμενη διαβεβαίωση ως μέρος της έκδοσης, είχε τότε δοθεί χωρίς οποιοδήποτε ίχνος βασιμότητας. Με άλλα λόγια η αποδοχή της θέσης θα εσήμαινε απλά πως ο εκδότης (και ο συνεργός του) διαβεβαίωνε εν γνώσει του αβάσιμα και χωρίς να το εννοεί ότι θα εξαργυρωθούν οι επιταγές.

 

      Στη βάση των όσων είχαν αναφερθεί στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd (ανωτέρω) προσθέτουμε εδώ πως, αν μη τι άλλο, από τις 26.1.10 γνώριζε πλέον και για το κλείσιμο του λογαριασμού λόγω ένθεσης στο ΚΑΠ πλην όμως σε κανένα στάδιο πριν την επιστροφή τους δεν τις ανακάλεσε ή φρόντισε να κατατεθούν τα αναγκαία κεφάλαια.

 

      Στη βάση όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι παρά το σφάλμα που είχε παρεισφρήσει, εν τέλει η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση της υπάρχουσας μαρτυρίας και των ευρημάτων του ήταν ορθή για τους λόγους που εξηγήσαμε.

 

      Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                         Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.

 

 

                                                         Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.

 

 

                                                         Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο